Συνολικές προβολές σελίδας

Translate

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αντίσταση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αντίσταση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

13 Μαρτίου, 2018

---Εμένα με Χειρούργησε ένας Άγιος---


«Κλίνε για λίγο Ελλάδα το γόνυ και γύρε τις σημαίες σου μεσίστιες. Ένα μεγάλο παιδί Σου έπαψε να ζει. Και σεις που δουλεύετε στις φάμπρικες ή στον κάμπο. Και σεις που σκυμμένοι πάνω στα βιβλία προσπαθείτε να γνωρίσετε τα μυστικά της ζωής, σταματήστε μια στιγμή. Σήμερα πέθανε ένας μεγάλος ΑΝΘΡΩΠΟΣ. Έπαψε να χτυπά η καρδιά που έκλεισε μέσα της, Εσένα Πατρίδα, όλους τους καημούς και τους πόθους του βασανισμένου σου λαού. Πέθανε ο Πέτρος Κόκκαλης. Ο επιστήμονας, που και μακριά από τα χώματά Σου Σε δόξαζε και Σε τιμούσε. Ο αγωνιστής, που μέχρι την τελευταία του πνοή πάλευε για τη Ζωή και την Ευτυχία. Ενός λεπτού σιγή για τον Πέτρο Κόκκαλη πού πέθανε».
Ο Πέτρος Κόκκαλης φοιτητής

Έτσι τον αποχαιρετούσε το περιοδικό των πολιτικών προσφύγων «Πυρσός», που τυπωνόταν στη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία, στις 15 του Γενάρη 1962. Μέρα που έπαψε να χτυπά η μεγάλη καρδιά του Πέτρου Κόκκαλη, του γιατρού που τίμησε την επιστήμη του όσο λίγοι, του πρωτοπόρου της χειρουργικής, του μέγιστου ανθρωπιστή, ακούραστου λαϊκού αγωνιστή, αληθινού κομμουνιστή, μπαρουτοκαπνισμένου επαναστάτη, που υπηρέτησε το λαό και το συνάνθρωπο μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής του.

Ο Πέτρος Κόκκαλης γεννήθηκε στη Λιβαδειά στις 18 του Σεπτέμβρη 1896 και μεγάλωσε στην Αθήνα. Ο παππούς του ήταν δημοδιδάσκαλος και ο πατέρας του εκπαιδευτικός, διευθυντής Γυμνασίου. Σπούδασε στην Ιατρική Σχολή της Αθήνας, στο Βερολίνο (1913 – 1914) και στην Ελβετία (1915 – 1919) απ’ όπου πήρε το πτυχίο του και το διδακτορικό του τίτλο. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στη Γερμανία, στο Μόναχο (1919-1928), όπου άσκησε το ιατρικό του λειτούργημα ως βοηθός του διάσημου Γερμανού Καθηγητή Ερνστ Φέρντιναντ Σάουερμπρουχ .

Στα 1929 επιστρέφει στην Ελλάδα και γίνεται υφηγητής της Χειρουργικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας και το 1930 Διευθυντής της Κλινικής Αθηνών, ενώ μέχρι το 1935 διευθύνει το νοσοκομείο «Ελπίς».
Ο Πέτρος Κόκκαλης τη δεκαετία του ΄30

Το 1935 απέκτησε τον τίτλο του Καθηγητή της Ιατρικής και ανέλαβε τη Διεύθυνση της Γ’ Χειρουργικής Κλινικής του Νοσοκομείου «Ευαγγελισμός», όπου και παρέμεινε μέχρι το 1940. Ως Καθηγητής στην Έδρα της Χειρουργικής Ανατομίας διεύθυνε ταυτόχρονα και την Πανεπιστημιακή Χειρουργική Κλινική του Αρεταίειου Νοσοκομείου της Αθήνας.

Στα 1940, ο Καθηγητής της Χειρουργικής Πέτρος Κόκκαλης βρίσκεται εθελοντής στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο, από τη θέση του χειρουργού στα Χειρουργεία του Τμήματος Στρατιάς Ηπείρου. Η φασιστική και ναζιστική κατοχή τον βρήκαν στις γνωστές του θέσεις: στα νοσοκομεία, στα αμφιθέατρα της διδασκαλίας, στις αίθουσες των χειρουργείων.

Ο Πέτρος Κόκκαλης ανήκε εξ ορισμού στην αστική τάξη. Δεν ανήκε όμως σ’ αυτή η συνείδηση και η αξιοπρέπειά του, ο πατριωτισμός του και η πίστη του στους ανθρώπους και στις αξίες της επιστήμης και του πολιτισμού. Γρήγορα θα στραφεί στο λαό και στους αγώνες του. Ως αποτέλεσμα της επιλογής του αυτής, στα 1942, απομακρύνεται απ’ όλες τις επιφανείς θέσεις που είχε καταλάβει, εξακολουθεί όμως να ασκεί ιδιωτικά την Ιατρική. Στα 1944 γίνεται μέλος του ΚΚΕ. Βγαίνει στο βουνό, στην Ελεύθερη Ελλάδα, ως μέλος της ΠΕΕΑ έως την Απελευθέρωση.
1944. Στο βήμα του Εθνικού Συμβουλίου
της ΠΕΕΑ
Η αστική άρχουσα τάξη δεν του συχώρεσε ποτέ την αλλαγή «στρατοπέδου». Μετά τη Βάρκιζα διώκεται ανηλεώς. Το 1947, όντας στέλεχος του ΚΚΕ, φεύγει στη Γαλλία εξαιτίας προβλημάτων υγείας. Επιστρέφει σύντομα στα ελεύθερα βουνά και στις τάξεις του ΔΣΕ. Ήταν ο πρωτοπόρος στην οργάνωση της υγειονομικής περίθαλψης στο ΔΣΕ και ένα από τα σημαντικότερα πολιτικά στελέχη, όντας υπουργός Υγείας, Πρόνοιας και Παιδείας, παράλληλα χειρουργώντας ο ίδιος στην πρώτη γραμμή των μαχών.

Ο Πέτρος Κόκκαλης οργάνωσε τη σωτηρία των παιδιών των ελεύθερων περιοχών, την περίοδο που η βασίλισσα Φρειδερίκη τα άρπαζε και τα έκλεινε στις παιδουπόλεις. Διαχειρίστηκε αυτό το μεγάλο ζήτημα και μετά το πέρασμα των δυνάμεων του ΔΣΕ στις Λαϊκές Δημοκρατίες, συνεχίζοντας ταυτόχρονα τη λαμπρή επιστημονική του σταδιοδρομία, ειδικά στη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας, όπου και θα τιμηθεί με το παράσημο «Λάβαρο της Εργασίας», μια από τις πλέον τιμητικές διακρίσεις της χώρας.

Ήταν μέλος του Παγκόσμιου Συμβουλίου Ειρήνης και πρόεδρος της Κεντρικής Επιτροπής Επαναπατρισμού τον πολιτικών προσφύγων. Πέθανε από καρδιακή προσβολή την ώρα της εργασίας του, στις 15 του Γενάρη 1962.

Ο Πέτρος Κόκκαλης στο βουνό με τον ΔΣΕ

Έγραφε ο Πέτρος Κόκκαλης στα 1956, σε άρθρο του στο περιοδικό του ΚΚΕ “Νέος Κόσμος”, για το «πώς θα μπορέσει να αντιδράσει αποτελεσματικά ο επιστημονικός κόσμος, την ώρα τούτη που τα ιδρύματα αλώνονται από αντιδραστικές κατευθύνσεις…»: «Να συνειδητοποιήσει κάθε επιστήμονας τις μεγάλες ευθύνες που έχει σήμερα μέσα στις βαθιές κοινωνικές εξελίξεις που είναι στενά συνδεμένες με τις επιστημονικές επιτεύξεις. (…) Κανένας επιστήμονας δεν μπορεί να ισχυριστεί σήμερα, την εποχή της τόσο φανερής και οξείας αντιπαράθεσης των δύο αντίθετων ιδεολογιών, ότι δεν αντιλαμβάνεται τη σημασία της ενεργητικής του τοποθέτησης απέναντι στα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα».

Μάρτυρες για το πώς και πόσο το αντιλήφτηκε ο ίδιος υπήρξε η πορεία του και οι πράξεις του. Υπάρχουν όμως και καταγεγραμμένες μαρτυρίες ανθρώπων που τον γνώρισαν, που συνεργάστηκαν μαζί του πάνω από το χειρουργικό τραπέζι, που διδάχτηκαν απ’ αυτόν στα αμφιθέατρα ή στο βουνό, που γιατρεύτηκαν οι πληγές τους και αποκαταστάθηκαν από τα επιδέξια χέρια του.
Πάντα πιστός στο καθήκον – Χειρουργείο στη ΓΛΔ

Είναι πραγματικά εντυπωσιακό ότι όλοι όσοι γνώρισαν από κοντά τον Κόκκαλη μιλούν γι’ αυτόν με τον ίδιο θαυμασμό και εκφράζονται με τα ίδια ακριβώς λόγια για την απλότητα του και για την αγάπη του προς το λαό. 
Μερικές τέτοιες μαρτυρίες μεταφέρουμε από το βιβλίο της Κατίνας Τέντα – Λατίφη «Πέτρος Σ. Κόκκαλης – Βιωματική βιογραφία» (έκδοση Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2011).

«Έπαιρνε λεφτά μόνον απ’ τους πλούσιους…»

Δρ Αντώνης Μούγιας, χειρουργός. Γνώριζε τον Κόκκαλη από το 1934. Όταν έδωσε τη μαρτυρία του, το 2005, ήταν 97 ετών:
«(…) Τον Κόκκαλη για να τον βοηθήσεις έπρεπε να σκέφτεσαι το λαό. Αυτός έζησε για τον κόσμο. Ο Κόκκαλης ήταν πατριώτης, με μια λέξη υπέρ-πατριώτης. Αυτό! Δεν χωράει άλλη λέξη και ευτύχησε να εξυπηρετήσει τον κόσμο. Ο λαός ήξερε ότι υπήρχε ένας μεγάλος επιστήμονας που ενδιαφερόταν για αυτόν, γι’ αυτό και εκυνηγήθη αργότερα. Αυτό και τίποτε άλλο…

Έπαιρνε λεφτά μόνον απ’ τους πλούσιους και τα έδινε στην Εθνική Αλληλεγγύη. Αυτό το ξέραμε όλοι, ότι τα λεφτά αυτά δεν τα κρατούσε για τον ίδιο αλλά τα κρατούσε για τις ανάγκες του αγώνος, για την περίθαλψη των τραυματιών και των αρρώστων…
Πέτρος Κόκκαλης (1896-1962)

Και σ’ εμάς αυτό έλεγε συνέχεια: «να κάνετε το καλό, θα το βρείτε από το λαό… να βοηθάτε, να περιθάλπτετε όλους όσους έχουν ανάγκη, να μην κοιτάζετε πού ανήκουν πολιτικά, να μην τον διαχωρίζετε το λαό». Ήταν τόσο φιλολαϊκός, τους φρόντιζε όλους ανεξαρτήτως των πεποιθήσεών τους και μας μάθαινε να μην πληρωνόμαστε από τον κόσμο, ποτέ καμία αμοιβή δεν παίρναμε. «Την αμοιβή σας -μας έλεγε- την καταγράφει ο λαός με την αγάπη του», έλεγε δηλ. το αντίθετο από αυτό που μας μάθαιναν μερικοί άλλοι, να πληρωνόμαστε καλά. Εμείς ακολουθούσαμε τον Κόκκαλη, δεν παίρναμε καθόλου λεφτά, δωρεάν φροντίζαμε τον κόσμο, τους τραυματίες γιατί ήμασταν στην Εθνική Αλληλεγγύη και στο ΕΑΜ των γιατρών. Σ’ αυτό το σημείο ο Κόκκαλης ήταν κάθετος, δεν σήκωνε κουβέντα. (…)»

«Θα μπορούσε να ήταν στο Κάιρο…και να ζει πλουσιοπάροχα»

Ο Σταμάτης Κρητικάς που συνάντησε τον Κόκκαλη στο βουνό θυμάται:
«Όταν έφυγε από την Αθήνα εγκατέλειψε μια τεράστια πελατεία. Συναναστρεφετο την υψηλή κοινωνία των λογίων και προσκαλείτο στα μεγάλα σαλόνια των Αθηνών. Αφού χειρούργησε το Γεώργιο Βλάχο, στο γραφείο του οποίου ανέβαιναν και έπεφταν κυβερνήσεις. Θα μπορούσε να ήταν στο Κάιρο σαν περιζήτητος στην Μ. Ανατολή και να ζει πλουσιοπάροχα. Αυτός όμως αποφάσισε ότι η θέση του ήταν στη μαχόμενη Ελλάδα, ανεξάρτητα από την επικρατούσα αβεβαιότητα. Αναρωτιέμαι αν κανείς κατάλαβε την προσφορά αυτού του ανθρώπου. Εκείνος πίστευε ότι, όταν η Πατρίδα είναι σκλάβα, δε δικαιούσαι να ευημερείς. Πίστη με έργα, με πράξη και όχι με μεγάλες κουβέντες».

«Κανένας επιστήμονας δεν μπορεί να ισχυριστεί σήμερα, την εποχή της τόσο φανερής και οξείας αντιπαράθεσης των δύο αντίθετων ιδεολογιών, ότι δεν αντιλαμβάνεται τη σημασία της ενεργητικής του τοποθέτησης απέναντι στα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα…» Πέτρος Κόκκαλης (1956)

«…Ο Κόκκαλης το 1939 είχε δύο αυτοκίνητα, όταν σε όλη την Ελλάδα υπήρχαν μόνο 15.000 αυτοκίνητα…και ξαφνικά αυτός βρέθηκε με τους αριστερούς και μάλιστα μέλος του ΚΚΕ!»

Μιλάει για τον Κόκκαλη ο Δημήτρης Λαζαρίδης, χειρουργός το 1943 στο Νοσοκομείο του ΕΛΑΣ στο Μεγάλο Χωριό Ευρυτανίας:
«Μετά τα Δεκεμβριανά βρήκαν ευκαιρία οι Χίτες και οι άλλοι να λένε και να κάνουν ό,τι ήθελαν. Μέχρι και μορφινομανή τον αποκάλεσαν, επειδή πολύ παλιά είχε στο ιατρείο του ένα μπουκαλάκι μορφίνης που χρησιμοποιούσε στις πρωτοποριακές επεμβάσεις του στους ασθενείς. Απίστευτο μέχρι ποιο σημείο μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος όταν θέλει να εκδικηθεί. Γιατί περί εκδικήσεως επρόκειτο. Εκδίκηση φοβερή σε όλο το μεγαλείο της επειδή ο Κόκκαλης τους αιφνιδίασε. Αυτός που ανήκε όχι στη μεσοαστική, αλλά στη μεγαλοαστική τάξη -ο Κόκκαλης το 1939 είχε δύο αυτοκίνητα, όταν σε όλη την Ελλάδα υπήρχαν μόνο 15.000 αυτοκίνητα-, αυτός που ο Κανελλόπουλος τον είχε καλέσει να τον κάνει υπουργό και ξαφνικά αυτός βρέθηκε με τους αριστερούς και μάλιστα μέλος του ΚΚΕ!

Αυτό δεν μπορούσαν να του το συγχωρήσουν ποτέ και κοιτούσαν πώς να τον εκδικηθούν. Μπορεί ο Κόκκαλης να ήταν πολύ αγαπητός στους ασθενείς και γενικά στον κόσμο, στους φοιτητές και στους στενούς συνεργάτες, αλλά στους μεγάλους χειρουργούς δεν ήταν καθόλου αγαπητός γιατί απείχε απ’ αυτούς παρασάγγας. Όταν συνεδρίαζε η Ελληνική Χειρουργική Εταιρεία και παρευρισκόταν ο Κόκκαλης οι άλλοι λιποθυμούσαν, τόσο φοβόντουσαν τις παρεμβάσεις του. Όταν έκαναν λάθη τούς ειρωνευόταν, δεν μπορούσαν να τον αντικρούσουν, τόση πολλή γνώση είχε».
Στην αγκαλιά των παιδιών (Τσεχοσλοβακία, 1948)

«Το ’χω καμάρι να λέω ότι με εγχείρησε ο Κόκκαλης»

Η μαχήτρια του ΔΣΕ Παρθένα Μάργαρη τραυματίστηκε σε μάχη από αυτόματο όπλο στην κοιλιά, η σφαίρα της είχε κόψει το έντερο. Ο Κόκκαλης, που ήταν τότε υπουργός της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης, τη χειρούργησε δυο φορές πάνω στα θρανία του σχολείου του χωριού.
«Δεν μπόρεσα να καταλάβω -λέει – πώς ένας υπουργός με τόσες ευθύνες, πώς τα πρόφταινε να βρίσκεται παντού και να χειρουργεί. Και πώς μπορούσε μέσα σ’ εκείνον τον χαλασμό με τους τόσους τραυματίες που κατέκλυσαν το «Χειρουργείο» του Πισοδερίου κι ο στρατός να πλησιάζει, πώς μπορούσε να διατηρεί την ψυχραιμία του και να δείχνει τρυφερότητα σε μας τους τραυματίες. Εγώ τώρα, συνεχίζει, όταν πηγαίνω στους γιατρούς και βλέπουν το τραύμα μου το χω καμάρι να λέω ότι με εγχείρησε ο Κόκκαλης. Και να δεις πώς συγκεντρώνονται να το δουν. Μου κάνει εντύπωση που τον έχουν ακουστά και μιλάνε μπροστά μου γι’ αυτόν, ποιος ήταν, ότι σπούδασε στη Γερμανία και τι μεγάλος χειρουργός ήταν. Απ’ αυτούς τα έμαθα κι εγώ, δεν τα ήξερα αυτά».

«…Εμένα με χειρούργησε ένας άγιος που λεγόταν Κόκκαλης»

Το 1948, αν και υπουργός, ο Πέτρος Κόκκαλης χειρουργούσε παντού όπου τον καλούσαν. Κάτω από τρομερά αντίξοες συνθήκες έκανε θαύματα. Κάποιες από τις περιπτώσεις ακούγονται σαν απίστευτες. Όπως η περίπτωση της μαχήτριας του ΔΣΕ Ασημίνας Καρκάνη, που τραυματίστηκε στα βουνά των Αγράφων τον Απρίλη του 1948, σε μάχη με τον κυβερνητικό στρατό. 
Η αφήγησή της είναι συγκλονιστική:

«Στο χωριό Αγραφα τραυματίστηκα ταυτόχρονα σε δύο μέρη: στη σπονδυλική στήλη η σφαίρα μπήκε από τη μία πλευρά και βγήκε από την άλλη, τραυματίζοντας τρεις σπονδύλους, με διαπέρασε δηλαδή οριζόντια στη μέση. Την ίδια στιγμή έσκασε και ένας όλμος και με χτύπησε στους γοφούς και στα χέρια, ακόμα μου βγαίνουν μικρά θραύσματα κάθε τόσο. αλλά το σοβαρό ήταν στο αυτί που κρεμόταν, το θραύσμα πέρασε μέσα στο στόμα.

Όταν με είδαν τραυματισμένη φώναξαν οι αντάρτες: «γρήγορα, γρήγορα να προφτάσουμε τον Κόκκαλη πριν φύγει». Περνούσε και κατευθυνόταν προς το χωριό Πόρτα. Εγώ όταν το άκουσα είπα, πάει, τώρα θα πεθάνω». Δεν είχε ακόμη ξημερώσει, ήθελε καναδυό ώρες για να φέξει. Με σήκωσαν και με πήγαν σε μια σπηλιά όπου ήταν και άλλοι τραυματίες. Ήρθε ο Κόκκαλης και ζήτησε να με αφήσουν κάτω στο στόμιο της σπηλιάς, πάνω στο χώμα γιατί μέσα ήταν εντελώς σκοτάδι.
(…)Πρώτα άρχισε από το αυτί που κρεμόταν, «είναι πολύ σοβαρό», είπε. Όλη η εγχείρηση έγινε μέσα από το στόμα. Είχε βάλει όλο το χέρι του μέσα. Μπορώ να πω πως πιο πολύ πονούσα από το τράβηγμα που μου έκανε κι εγώ μούγκριζα πως δεν αντέχω, θα πεθάνω. «Λίγο ακόμη», μου έλεγε, «κάνε υπομονή, λίγο ακόμη θέλω να σε κάνω κούκλα, είσαι νέα κι όμορφη και δεν πρέπει να έχεις ραφές». Πάλευε πολλή ώρα,δεν έβλεπε και καλά εκεί στο στόμιο της σπηλιάς, πάνω στο χώμα και χωρίς κανένα παυσίπονο. Έβγαλε από μέσα ένα κομμάτι θραύσμα, είχε σταματήσει στη γνάθο και μου το έδειξε, «αυτό πάρ’το να το κρατήσεις», μου είπε, και το έχω ακόμη. Μου έβγαλε κι ένα μικρό λίπωμα, αυτό μπορεί να ήταν από το 1945 όταν οι φασίστες με είχαν δείρει πολύ στο πρόσωπο.
Όταν άρχισε να σκάει ο ήλιος, παρά την πυκνή ομίχλη, με γύρισε προς το φως να κάνει τη ραφή. Κι από μέσα έραβε κι απ έξω δεν φαίνεται τίποτα μόνο πίσω από το αριστερό αυτί. σύρριζα υπάρχει ένα σημάδι. «Είσαι νέα κοπέλα», μου έλεγε, «και τώρα είσαι κούκλα». «Ας είναι να ζήσει», έλεγαν γύρω μου, «κι ας μην είναι κούκλα».

Ύστερα με γύρισε μπρούμυτα και μόλις είδε τα τραύματα είπε: «Πω, πω τι γίνεται εδώ πέρα. Τρεις σπόνδυλοι πειραγμένοι». «Και πώς θα ζήσω εγώ», είπα μέσα μου, γιατί δεν μπορούσα να μιλήσω, «ανάπηρη θα μείνω, πάει!»
Πώς έπαιρνε τα κομμάτια και τα συμμάζευε και τα καθάριζε και τα τακτοποιούσε είναι απίστευτο. Τι έκανε; Εγώ δεν ξέρω. Πάντως ανακουφίστηκα. Άκουσα όταν τελείωσε που έδινε εντολές στους νοσοκόμους, ο ένας ήταν από την Παλιοβραχιά της Ευρυτανίας κι ο άλλος απ τον Κίσσαβο, και τους έλεγε τι πρέπει να κάνουν. Πριν φύγει απ’ τ’ Άγραφα ξαναπέρασε και με είδε. «Είσαι τώρα», μου έλεγε, «μια χαρά». Εγώ τον ευχαριστούσα κουνώντας το κεφάλι μου.
Μετά έφυγε και δεν τον ξαναείδα ποτέ. «Αργυρώ», μου έλεγαν oι συναγωνιστές μου, «ήθελες πολύ να ζήσεις και είχες την τύχη να βρούμε τον Κόκκαλη».

Κατά τη βράβευσή του με το “Λάβαρο της Εργασίας”
στη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία

Και η Ασημίνα Καρκάνη συνεχίζει:
«Τον Ιούλιο του 1949 με έπιασε ο στρατός και πέρασα από φυλακές και στρατόπεδα στην Καλαμπάκα, στα Τρίκαλα, στη Λάρισα και μετά από το στρατοδικείο κατέληξα το 1951 στις φυλακές Αβέρωφ. Συνομιλούσαμε με άλλες αντάρτισσες φυλακισμένες και δεν λέγεται τι καλά λόγια άκουγα για τον Κόκκαλη. «Εμένα μ’ έσωσε ο Κόκκαλης», «εμένα με χειρούργησε ένας άγιος που λεγόταν Κόκκαλης», όλο τέτοια άκουγα. Οι ιστορίες του είναι ατελείωτες και αξέχαστες. Εγώ το λέω πάντα όταν καμιά φορά πάω στο γιατρό και βλέπουν τις εγχειρήσεις, γιατί στη σπονδυλική μου στήλη υπάρχει ένα κοίλωμα, «ας είναι καλά ο Κόκκαλης, αλλιώς θα ήμουν τελειωμένη», τους λέω. «Ποιος Κόκκαλης;» με ρωτάνε, «ο Σωκράτης;» Δεν καταλαβαίνουν τα σχετικά με τον Εμφύλιο, είναι νέοι. «Ο πατέρας του Σωκράτη», τους απαντάω με νεύρο».

Ελσίνκι, Φινλανδία. 1952. Διάσκεψη του Παγκοσμίου
Συμβουλίου Ειρήνης. Ο Π. Κόκκαλης επικεφαλής
της ελληνικής αντιπροσωπείας

«Ο Ζαχαριάδης έλεγε: “αν ο Κόκκαλης ήταν στην Ελλάδα, έπρεπε να ήταν πρωθυπουργός. Θα ήταν ο καλύτερος απ’ όλους”»


Ο Πέτρος Κόκκαλης στο βουνό (1944)
Ο Μήτσος Κατσής (1925-2007), Διοικητής Τάγματος του ΔΣΕ, πολιτικός μηχανικός και συγγραφέας της 6τομης έκδοσης με τίτλο Το ημερολόγιο ενός αντάρτη του ΔΣΕ, 1946-1949, θυμάται:

«Κάποια στιγμή μέσα από τους καπνούς διακρίνουμε να έρχονται τέσσερις άντρες, οι δύο πήγαιναν μπροστά και οι άλλοι πίσω. Φτάνουν οι πρώτοι, ήταν σύνδεσμοι.
―Βρε. τι γίνετ’ εδώ; Πανηγύρι έχετε ή πόλεμο;
―Και τα δύο, πετάχτηκε ο Τσεκούρας. Και πανηγύρι έχουμε και πόλεμο κάνουμε.
―Κοιτάξτε, έρχονται δύο υπουργοί, ο Κόκκαλης κι ο Πορφυρογένης.
―Δύο υπουργοί εδώ στην πρώτη-πρώτη γραμμή της φωτιάς; Απίστευτα πράγματα! Πρωτόγνωρα!

Έφτασαν. Ντυμένοι κι οι δύο από πάνω ως κάτω στρατιωτικά. Δίκοχο, αμπέχονο και στάγιερ κρεμασμένο. Βλέπετε ήρθαν στην πρώτη γραμμή. Τα παιδιά του λόχου, όταν τους είδαν, γλίστρησαν απ τις θέσεις τους -βουρ όλοι- να τους χαιρετήσουν. Αυτοί είδαν που χορεύαμε και συγκινήθηκαν.

Μας χαιρέτησαν όλους έναν-έναν και μας συγχάρηκαν για το θάρρος. Αυτό εμάς μας ενθουσίασε και ξαναπιάσαμε το χορό. Μπροστά-μπροστά ο Κόκκαλης, ύστερα ο Πορφυρογένης και καμιά σαρανταριά εμείς. Άρχισαν οι Εβρίτες: «Μια κόρη όμορφη, μια γαλανομάτα, όταν πλέκει και υφαίνει, την καρδιά μου τη μαραίνει». Και τραγούδι και ζητωκραυγές και θραύσματα ανάμεσα μας. Τι να πω; Ύστερα πιάσαμε το «Σαράντα παλικάρια από τη Λειβαδιά». Τότε είδαμε τον Κόκκαλη που έβγαλε το μαντίλι του και σκούπισε τα δάκρυα. 
Ε, συγκινηθήκαμε όλοι.
Πώς, με τι λόγια να πεις τι γίγαντας ήταν ο Κόκκαλης; Αφού και οι άλλοι υπουργοί τον σέβονταν. Οι σύνδεσμοι έλεγαν μακάρι να συνοδεύουμε τον Κόκκαλη, τον Πορφυρογένη, και δυο-τρεις άλλους, γιατί ήταν ευγενικοί και απλοί. 
Ο Ζαχαριάδης έλεγε: «αν ο Κόκκαλης ήταν στην Ελλάδα, έπρεπε να ήταν πρωθυπουργός. Θα ήταν ο καλύτερος απ’ όλους».

«Τη ζωή του την νιώθαμε παράλληλη με του Τσε Γκεβάρα…»

Ο χειρουργός ουρολόγος Παναγιώτης Καπράλος, διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών, δεν γνώρισε από κοντά τον Κόκκαλη:
«Το 1966 που ήμουν φοιτητής η παρουσία του στον κύκλο μας ήταν πολύ έντονη, αποτελούσε για μας ένα ορόσημο. Υπήρχαν φοιτητές που τον ήξεραν -ακουστά βέβαια- πολύ καλά και τον γνώριζαν και σε μας τους υπόλοιπους. Τη ζωή του την νιώθαμε παράλληλη με του Τσε Γκεβάρα, τόσο πολύ δυνατή. Ξέραμε ότι ήταν ο πρώτος που είχε κάνει πνευμονεκτομή, ο πρώτος που είχε κάνει περικαρδιοεκτομή. Μιλάμε για επαναστάτη της ιατρικής και ο επαναστάτης αυτός αποδείχθηκε και επαναστάτης στη ζωή.
Το ότι βγήκε ο Κόκκαλης ν’ αγωνιστεί για το κοινωνικό καλό πέρα από την ηθική της ιατρικής και για την ηθική της κοινωνίας, αποτελεί για εμάς καταπληκτικό μάθημα… Για όλα αυτά νομίζω ότι η γενιά η δικιά μας τουλάχιστον, του οφείλει μεγάλο χρέος. Αναφέρομαι στα χρόνια 1966-1975, εμείς φοιτητές της 4ης γενιάς μετά τον Κόκκαλη, ας πούμε τον κουβαλάγαμε μαζί μας…»
Η προτομή που τοποθέτησε το ΚΚΕ στο Γράμμο (θέση Βέρτενικ) προς τιμή του Πέτρου Κόκκαλη


ΣΤΟΝ ΠΕΤΡΟ ΚΟΚΚΑΛΗ

Την άνοιξη θα φυτρώσει το σιτάρι,
θα λούζονται τα δέντρα μας στο φως,
κι όπως θα κόβουμε το βράδυ το ψωμί,
κι όπως θα ανοίγουμε το δειλινό,
τα πορτοκάλια
θα έχουν μια γεύση πιο βαθιά, πιο δίκαιη, πιο ακατάλυτη,
γιατί στη Γη που φύτρωσαν κοιμάται πια,
από χτες,
ένα κομμάτι από την ξενιτεμένη Ελλάδα.

Τάσος Λειβαδίτης

από Κατιούσα με τίτλο:
«Εμένα με χειρούργησε ένας άγιος που λεγόταν Κόκκαλης…»

28 Φεβρουαρίου, 2018

-ΟΙ ΠΑΡΤΙΖΑΝΟΙ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ -14 αφηγήσεις-14 ιστορίες-

Ένα ντοκιμαντέρ για την ΕΑΜική Αντίσταση την περίοδο της Κατοχής στην Αθήνα ('41-'44). δείτε το TRAILER (βίντεο)

14 αφηγήσεις. 14 ιστορίες. 

Ένας λαός ενάντια στους Ιταλούς και Γερμανούς κατακτητές και στους ντόπιους συνεργάτες τους. Ένα ντοκιμαντέρ για τη συλλογική μνήμη.

A documentary about the Resistance during the Nazi Occupation of Athens. 14 people recalling memories from that period. A film about collective memory.
Σκηνοθεσία: Ξενοφώντας Βαρδαρός, Γιάννης Ξύδας
Έρευνα - Σενάριο: Γιάννης Ξύδας
Αφήγηση: Ρήγας Αξελός
Δ/νση φωτογραφίας - Μοντάζ: Ξενοφώντας Βαρδαρός (Xenofon Vardaros)
Ηχοληψία - Μιξάζ: Ανδρέας Γκόβας (Ante Re Gov)
Πρωτότυπη μουσική: Drog A Tek
Κάμερα: Ξενοφώντας Βαρδαρός, Χρήστος Πανάγος (Christos Panagos)
Απομαγνητοφώνηση: Σέβη Σαλαγιάννη (Sevi Salagianni)
Μετάφραση - Υποτιτλισμός: Ηλίας Διάμεσης
Γραφιστική επιμέλεια: Κώστας Μηναϊδης (Κώστας Μηναϊδης)
Παραγωγή: Ομάδα Συλλογική Μνήμη

Ιστορίες από το μοντάζ* 01
«[...] Είναι μια αποστολή στην Αθήνα μέσα. Είχαν κρεμάσει ένα πανό απέναντι από την Ομόνοια σε ένα κτήριο, το ΕΑΜ να στάζει αίμα. Αυτό ήταν της κυβέρνησης προδοτών του Ράλλη. Έπρεπε να το γκρεμίσουμε αυτό το πράγμα. Πήγαμε μια αποστολή, 3-4 άτομα από διάφορες συνοικίες και κάναμε έναν σαματά και το ρίξαμε κάτω. 
Δεν το έριξα εγώ, τα άλλα τα παιδιά. Δεν ξέρω ποιοι ήτανε. Δύσκολα θα βρεις άνθρωπο να θυμάται τέτοιο πράγμα. Ακόμη και οι δικοί μας άνθρωποι δεν πρέπει να το ξέρουν. Γιατί, είπαμε, τα μέτρα ήταν συνωμοτικά. 
Κάναμε συνέχεια αποστολές, δεν σταματάγαμε. Επαγρύπνηση, συνέχεια σε ετοιμότητα, πάντοτε [...]».
Γιώργος Παπαδημητρίου

*(αποσπάσματα μαρτυριών που δεν περιλαμβάνονται στο ντοκιμαντέρ)


Γιώργος Παπαδημητρίου 


Ιστορίες από το μοντάζ* 02
«[...] Όταν βλέπαμε ότι μας έφερναν μαρμελάδα στο Χαϊδάρι, σήμαινε ότι θα έκαναν μια μεγάλη εκτέλεση. Οι 200 ήταν. 
Βέβαια παίρναν και 50 και 60... Απ΄τη μαρμελάδα καταλαβαίναμε ότι θα εκτελέσουν. Τότε με τους 200 μας έφεραν οι μάγειροι, που ήταν παιδιά από την Ακροναυπλία. 
Είπα εγώ «τι κάνετε;». Γιατί μας έφερναν μαρμελάδες, μας έκανε εντύπωση και φανταστήκαμε μήπως βάλουν κλούβες και τους πάρουν για τη Γερμανία.
 Ήταν το '44 πλέον και μας ερχόντουσαν και μηνύματα ότι οι Ρώσοι στο μέτωπο προχωράνε κανονικά. «Μπα», λένε οι άλλοι, «δεν είναι κλούβες. Μεγάλη εκτέλεση θα γίνει και μάλλον θα πάρουν εμάς». 
Λέω «άντρες, θα πάρουν εσάς τώρα, τόσα χρόνια φυλακή; Εσείς δεν έχετε κάνει τίποτα τώρα». 
Και πράγματι, μας έδωσαν το τσάι και τη μαρμελάδα. Τα πολυβόλα εξακολουθούσαν να είναι εκεί. Μπήκαν οι άντρες κατά το ίδιο σύστημα, όπως εμείς μπαίναμε στη σειρά. Έμπαιναν και εκείνοι κατά θαλάμους. 
Και τους έκανε επιθεώρηση ο Γερμανός με τα σκυλιά του και όλο αυτό το σκυλολόι, τους φασίστες. Είχαν τον κατάλογο, διάβαζαν, διάβαζαν... Λέω «τι κόσμος είναι αυτός!» και πήραν και τον Σουκατζίδη, τον Ναπολέοντα... [...]».
Ελένη Σαββατιανού- Γεωργαντά*
*(αποσπάσματα μαρτυριών που δεν περιλαμβάνονται στο ντοκιμαντέρ)


Ιστορίες από το μοντάζ* 03
«[...] Ήταν μια πλατεία, η πλατεία της Νέας Σμύρνης, εκεί κάναμε διάλειμμα. Το 10' λεπτο διάλειμμα μεταξύ ενός μαθήματος. Τότε ήρθε μια κοπέλα, η Μαίρη Πάσχου, 13-14 χρονών κοπελίτσα, με κλάματα. «Πιάσανε τον αδερφό μου τον Νίκο», είπε. 
Το παρατσούκλι του ήταν ο «Μπάτσακλας». Τον πήγανε, λέει, στο αστυνομικό τμήμα, τον αφήσανε εκεί και έφυγαν να πάνε να συλλάβουν και άλλους. 
Τότε έριξε ένας μια ιδέα να πάμε να τον βγάλουμε. Λέει ένας «πάμε να φέρουμε ό, τι έχουμε από όπλα». 
Κάποιος λέει «ξέρω που είναι κρυμμένο το αυτόματο του λόχου». 
Ο άλλος λέει «έχω μια χειροβομβίδα», 
ο άλλος είπε «έχω ένα περίστροφο, πάμε να τα φέρουμε και σε δέκα λεπτά όλοι εδώ». 
Πήγα με τον Γιώργο Τσαπόγα να φέρουμε το αυτόματο. Ήταν 9 Φεβρουαρίου, παραμονή της γιορτής του πατέρα μου, γι' αυτό το θυμάμαι. Το πήραμε και τροχάδην πήγαμε να βρούμε τους άλλους που μας περίμεναν. 
Ήταν ο Γιάννης Κυριακίδης, ο Γιώργος Τσαπόγας και κάποιοι που δεν θυμάμαι τώρα πια. 
Πήγαμε στο τμήμα, μας είπε η κοπέλα που τον έχουν. Στήσαμε τον φρουρό στον τοίχο, ο Γιάννης με το πιστόλι του έδωσε μια στην τζαμαρία του τμήματος, τότε είχε τζάμι. Βάζει την κάννη μέσα, εν πάση περιπτώσει βγάλαμε τον Πάσχο και το βάλαμε στα πόδια να φύγουμε. Δεν χτύπησε κανένας, δεν είχαμε απώλειες. [...]».
Nίκος Μπαλάνος

*(αποσπάσματα μαρτυριών που δεν περιλαμβάνονται στο ντοκιμαντέρ)



Ιστορίες από το μοντάζ* 04
«[...] Αρχικά ο Ε.Λ.Α.Σ. της Ηλιούπολης ήταν μια διμοιρία εγκατεστημένη σε ένα μικρό σπιτάκι του ενός δωματίου, που περιτριγυριζόταν από μια μάντρα. Το λέγαμε φρουραρχείο. Ο πυρήνας της διμοιρίας της Ηλιούπολης ήταν παιδιά από το Χασάνι. Στο Χασάνι όταν μπήκαν οι Γερμανοί ήθελαν να επεκτείνουν το αεροδρόμιο. Το αεροδρόμιο λεγόταν αεροδρόμιο Χασανίου, γιατί εκείνη η περιοχή ανήκε σε κάποιον Χασάν επί τουρκοκρατίας. Είχαν διώξει κάποιες οικογένειες που ήταν στην περιοχή που ήθελαν να κάνουν την επέκταση και αυτές οι οικογένειες ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στην Ηλιούπολη. Ήταν το πιο κοντινό σημείο που μπορούσαν. Έτσι, λοιπόν, ο πυρήνας του φρουραρχείου της Ηλιούπολης ήταν αγόρια από εκείνες τις οικογένειες και τους λέγαμε Χασανιώτες. Όταν γινόταν μάχη στον Βύρωνα ή στο Παγκράτι πήγαινε και βοηθούσε η δική μας διμοιρία. Ήταν οπισθοφυλακή. Όταν γινόταν μπλόκο στον Βύρωνα ή στο Παγκράτι έτρεχε η δική μας διμοιρία να βοηθήσει. [...]».
Ζωή Πετροπούλου
*(αποσπάσματα μαρτυριών που δεν περιλαμβάνονται στο ντοκιμαντέρ)
[Αποχαιρετούμε την αγωνίστρια της Εθνικής Αντίστασης και γραμματέα της ΕΠΟΝ Ηλιούπολης Ζωή Πετροπούλου, η οποία έφυγε  από τη ζωή. Η πολιτική κηδεία της έγινε την Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου στις 4 μ.μ στο Νεκροταφείο Καισαριανής.]



Ιστορίες από το μοντάζ* 05
«[...] Οργανώναμε πάρτι που ήταν καθαρά για να χορέψουμε και να γλεντήσουμε. Εκεί πέρα η οργάνωση με ορισμένους ανθρώπους έκανε και τη δουλειά της, δηλαδή για να δοθεί ένα άλλο επίπεδο σε αυτές τις εκδηλώσεις γινόντουσαν απαγγελίες ποιημάτων, γινόταν “επιστράτευση”, προσπαθούσες να βρεις και να “ψήσεις” ανθρώπους για την οργάνωση. Έδινες τη δυνατότητα σε ανθρώπους να έρθουν σε επαφή με οργανωμένους ανθρώπους και στελέχη, οι οποίοι μπορούσαν να εξηγήσουν και να τους πούνε τι σκοπό έχουν, ότι πχ. θα γίνει μια εκδήλωση αύριο, αν θέλετε, ελάτε να πάρετε μέρος, το κάνουμε γι΄αυτό το λόγο και γι' αυτό τον σκοπό. Τα πάρτι αυτά είχαν “χαλάσει” κόσμο και γινόντουσαν συνήθως με ρεβυθοκεφτέδες, θα βρισκόταν λίγο κρασί και γινόταν κέφι κανονικότατο. Ήταν κέφι ολονύκτιο. Εμείς δεν μπορούσαμε να βγούμε και να φύγουμε μετά, διότι απαγορευόταν η κυκλοφορία. Μπαίναμε στο σπίτι πριν την απαγόρευση της κυκλοφορίας και βγαίναμε το πρωί. [...]». 

Μάνος Ζαχαρίας
*(αποσπάσματα μαρτυριών που δεν περιλαμβάνονται στο ντοκιμαντέρ) 

Ιστορίες από το μοντάζ* 06
«[...] Την περίοδο εκείνη κάναμε στις ταράτσες των σπιτιών πάρτι. Μαζευόταν όλη η νεολαία. Φτιάχναμε ένα γραμμόφωνο κουρδιστό και χορεύαμε. Ήταν τα πάρτι της εποχής. Θυμάμαι είχαμε εδώ στη γειτονιά, στην ταράτσα του σπιτιού ενός φίλου το πάρτι και μαζεύτηκαν από κάτω Παπαγιώργηδες. Τρέξαμε και τους απωθήσαμε. Πέσαν μερικοί πυροβολισμοί και τελικά δεν χτυπήθηκε κανείς. Φύγαν αυτοί και έτσι γλιτώσαμε, δεν έγινε τίποτα. Δεν τραυματιστήκαμε. Αυτά γινόντουσαν κάθε τόσο. [...]».
Ζάχος Νικηφοράκης
*(αποσπάσματα μαρτυριών που δεν περιλαμβάνονται στο ντοκιμαντέρ)



Ιστορίες από το μοντάζ* 07
«[...] Εκεί που έχει τη βρύση και βγαίνεις στον Καρέα ήταν η καλύβα του μπάρμπα - Γιάννη του κανατά. Το ξέρετε το τραγούδι; Εκεί κάναμε εκδρομή και εκεί κάναμε συνεδριάσεις υπαίθριες, με φρουρά. Πείνα και δυστυχία... Μοιράζαμε την μπομπότα σαν να έτρωγες γλυκό του κουταλιού. Αλλά, ήμαστε τόσο δυνατοί, τόσο αισιόδοξοι, τόσο αγωνιστές που δεν αγοράζεται με τίποτα, παιδιά. Αυτό δεν αγοράζεται με τίποτα, ούτε ξεχνιέται, ούτε μετανιώνεις ποτέ. Δεν πα να σε σουβλίσουν. Αυτός ήταν ο ΕΛΑΣ Παγκρατίου, με πολλούς ήρωες. [...]».
Δημήτρης Βαλιμίτης
*(αποσπάσματα μαρτυριών που δεν περιλαμβάνονται στο ντοκιμαντέρ)

Ιστορίες από το μοντάζ* 08
«[…] Τρία φρουραρχεία βγαίναν στο Δουργούτι. Ήταν ζωσμένο, φύλλο δεν έμπαινε. Μπήκαν πολλοί μέσα πράκτορες, τους πιάναμε και τους παραδίδαμε στα φρουραρχεία. Γιατί όταν πήγαινες από μία συνοικία σε άλλη ένα 80% ήσουν ένοχος. Κατάσκοπος. Πήγαινες να δεις τη δύναμη, πού φυλάνε οι ΕΛΑΣίτες για να χτυπήσουν. [...]».
Βαγγέλης Ντερμιτζόγλου
*(αποσπάσματα μαρτυριών που δεν περιλαμβάνονται στο ντοκιμαντέρ)

Ιστορίες από το μοντάζ* 09
«[…] Όταν παραδόθηκαν οι Ιταλοί υπήρχαν διάφορες διαδόσεις ότι υπάρχουν παντού όπλα. Όταν πήγα στο σπίτι βρήκα έναν να με περιμένει, έναν γνωστό μου που τον είχε στείλει η Έλσα Χατζημιχάλη. Ήταν μηχανικός, δούλευε στους Ιταλούς στην Αθήνα, στην οδό Πανεπιστημίου 25, εκεί που βγάζαμε τα εισιτήρια. Μου είπε ότι εκεί μέσα υπήρχε ένα χρηματοκιβώτιο, είχαν κλείσει οι Ιταλοί όπλα, αλλά δεν είχε το κλειδί να μου το δώσει. Μου είπε ποιος το είχε διορθώσει το χρηματοκιβώτιο, ο οποίος είχε βγάλει αντικλείδι, όταν το έχασαν οι σιδηροδρομικοί. Μου τον περιγράψαν, εκεί στην Πραξιτέλους ήταν, που ήταν όλα τα κλειδαράδικα στη σειρά. Τον βρήκα, του λέω ότι από τους σιδηροδρομικούς έχω παραγγελιά να μου φτιάξει ένα κλειδί γι΄αυτό το χρηματοκιβώτιο. Τα συμφωνήσαμε και πάω, τον παίρνω στην Πανεπιστημίου 25, ανοίγει αυτός. Ήταν πόρτες μεγάλες που είχαν σύρτες ενδιάμεσα. Ανοίγουν οι σύρτες, μπαίνουμε μέσα και πάμε στο χρηματοκιβώτιο. Βάζει το κλειδί, το ανοίγει, βλέπουμε τα όπλα και του λέω: “Εδώ Ε.Λ.Α.Σ., άμα θες το καλό σου μην πεις τίποτα και θα σου στείλω έναν κουστουμαρισμένο στο μαγαζί σου να σου δώσει τα λεφτά σου, να πάρει το κλειδί”. Ο άνθρωπος ήταν μπεσαλής και δεν είπε τίποτα. Πήραμε το κλειδί και το βράδυ είχαμε κάνει ένα συνεργείο 4-5 άτομα με ένα αυτοκίνητο. Πήγαμε, ανοίξαμε τις πόρτες και πήραμε τα όπλα. Ήταν 4 αραβίδες ιταλικές, πολλές χειροβομβίδες, πολλές σφαίρες... [...]».
Στέλιος Ζαμάνος
*(αποσπάσματα μαρτυριών που δεν περιλαμβάνονται στο ντοκιμαντέρ)

Ιστορίες από το μοντάζ* 10
«[…] Από την Ε.Π.Ο.Ν. μπαίναμε στον Ε.Λ.Α.Σ. Πήγα στον καπετάν-Ορέστη και του λέω: “Καπετάν-Ορέστη δώσε μου μια στολή”. Θα χα φτάσει τα 14 τότε. Μου δώσε μια στολή αγγαρείας και την έβαλα. “Αλλά θα μου μάθεις και όπλο”, του είπα, “στις ελεύθερες ώρες”. Έμαθα να πυροβολώ, τα χεράκια ήταν αδύνατα, αλλά ήμουν δυνατή. Έρχεται ο πατέρας μου, που ήταν επίσης καπετάνιος, ο Κουβάς, για επιθεώρηση. Με είδε, δεν έβγαλε μιλιά και λέει: “Ένα βήμα μπρος”. “Μάλιστα, καπετάνιε”, του λέω και τον χαιρετάω. Μου λέει “μεταχειρίζεσαι το όπλο;”, του λέω “μάλιστα”. Σαν να μην με γνώριζε. Σοκαρίστηκα. “Δηλαδή άμα γίνει ένα ντου θα πάρεις μέρος στη μάχη;”, μου λέει. “Μάλιστα, καπετάνιε”, λέω. “Άμα αυτό το μαλλί, όμως, στο γυρίσει ένας τσολιάς στον λαιμό, θα σου πάρει το κεφάλι”, απαντά. “Μην ανησυχείτε, καπετάνιε, τακτοποιείται”, λέω. Σκύβει και μου λέει: “Μη τυχόν και πειράξεις τα μαλλιά σου”. Πάω σε μια κομμώτρια στην πλατεία και τα κόβω αλά γκαρσόν. Με περιλαβαίνει ο καπετάνιος στο σπίτι. “Από τότε άρχισες να παρακούς;”, ρωτά. “Δεν παρακούω, καπετάνιε, είμαι ελεύθερος άνθρωπος. Για ελευθερία δεν παλεύουμε;” Λέει: “Είσαι πολύ μικρή για το στράτευμα, δεν παίρνουμε μικρά παιδιά στον Ε.Λ.Α.Σ. Του λέω, πρώτη φορά έβγαλα γλώσσα στον πατέρα μου και το θυμάμαι και στεναχωριέμαι: “Γιατί, καπετάνιε; Τα άλλα παιδιά δεν έχουν μάνα και πατέρα;” Χλόμιασε και μου είπε: “Θα σε βάλουμε στην επιμελητεία”. [...]».
Μαρία Βοσκοπούλου-Κουβά
*(αποσπάσματα μαρτυριών που δεν περιλαμβάνονται στο ντοκιμαντέρ)

Ιστορίες από το μοντάζ* 11
«[…] Είχε γίνει ένα σαμποτάζ στην Καλλιθέα και θέλανε να εκτελέσουν 50 τροχιοδρομικούς. Τότε έγινε η μεγαλύτερη συγκέντρωση και απεργία μέσα στη Νέα Ιωνία. Ο κόσμος είχε βγει στους δρόμους και διαμαρτυρόταν. Τότε οι Ιταλοί κατέβηκαν μαζί με έναν προδότη της περιοχής, τον Κοτσιφάκη, ο οποίος τους οδηγούσε κιόλας. Χτυπάν τον κόσμο πάνω στη Μικράς Ασίας και σκοτωθήκαν δύο άτομα. Αυτό το κάναν για να διαλυθεί ο κόσμος, για να διαλύσουν τη συγκέντρωση των τροχιοδρομικών. [...]».
Γιώργος Κατιμερτζής
*(αποσπάσματα μαρτυριών που δεν περιλαμβάνονται στο ντοκιμαντέρ)

Ένα ντοκιμαντέρ για την ΕΑΜική Αντίσταση την περίοδο της Κατοχής στην Αθήνα ('41-'44). 14 αφηγήσεις. 14 ιστορίες. Ένας λαός ενάντια στους Ιταλούς και Γερμανούς κατακτητές και στους ντόπιους συνεργάτες τους. Ένα ντοκιμαντέρ για τη συλλογική μνήμη.

Πρεμιέρα στο επίσημο πρόγραμμα του 20ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης, στο τμήμα Μνήμη - Ιστορία.

Σάββατο 3/3/2018 20:00 Αίθουσα Τώνια Μαρκετάκη, Αποθήκη Δ, Λιμάνι
Δευτέρα 5/3/2018 12:45 Αίθουσα Τώνια Μαρκετάκη, Αποθήκη Δ, Λιμάνι


TRAILER: https://vimeo.com/256118945



WEBSITE: https://athenspartisans.wordpress.com/

A documentary about the Resistance during the Nazi Occupation of Athens. 14 people recalling memories from that period. A film about collective memory.

First showing on the 20th Thessaloniki Documentary Festival:

Saturday 3/3/2018 20:00 Cine Tonia Marketaki, Warehouse D, Pier

Monday 5/3/2018 12:45 Cine Tonia Marketaki, Warehouse D, Pier


*Μετά από επικοινωνία του blog με την ανιψιά της αγωνίστριας διορθώθηκε το όνομα και μάς υποδείχτηκε να αναρτήσουμε και αυτή την αφιέρωση:  



09 Φεβρουαρίου, 2018

-Την ΒΟΥΛΓΑΡΑ. -ΝΑ ΣΦΑΞΟΥΜΕ ΤΗ ΒΟΥΛΓΑΡΑ

Αυτό, Είναι εριστικά πατριωτικό ?
Οκτώβρης 1944, Απελευθέρωση. Οι ηθοποιοί στην πρώτη γραμμή. Διακρίνονται οι Καίτη Ντιριντάουα, Αννα Λώρη και ο Σπ. Πατρίκιος, πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών (Φωτογραφία από το Αρχείο ΣΕΗ)

Σ
τις 9 του Φλεβάρη 1996, έφυγε από τη ζωή η κομμουνίστρια ηθοποιός, χορεύτρια και τραγουδίστρια Καίτη (Κατερίνα) Οικονόμου, περισσότερο γνωστή ως Ντιριντάουα.
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1920 και σπούδασε χορό στις σχολές Μοριάνοβ και Ζουρούδη. Από πολύ μικρή ρίχτηκε στη βιοπάλη, στη συνέχεια δούλεψε σε βαριετέ και σε «μπουλούκια», μέχρι που το 1937 ο Αττίκ την προσέλαβε στην περίφημη «Μάντρα» του. “Ντιριντάουα” ήταν το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο που της έδωσαν ο Ορέστης Λάσκος και ο Αττίκ. Η ίδια διηγήθηκε σε συνέντευξή της στο Ριζοσπάστη:
«Είχαμε πάει περιοδεία στην Αίγυπτο. Είχε τελειώσει ο πόλεμος των Ιταλών στην Αβησσυνία και οι μάχες στην πόλη Ντιριντάουα. Ήμουνα μικρή, ακόμα, ευλύγιστη και μαυροτσούκαλο και μ’ έβγαλαν Ντιριντάουα».
Στη συνέχεια δούλεψε στο Θίασο του Μακέδου, πρωταγωνίστρια, ως τα πρώτα χρόνια της Κατοχής (1942). Στην Κατοχή εντάχτηκε στο ΕΑΜ. Φυλακίστηκε και μετά την κατάρρευση των Ιταλών ξανάρχισε να παίζει, αλλά και να αγωνίζεται μέσα από το ΚΚΕ και το ΕΑΜ Θεάτρου.
Το καλοκαίρι του 1942, στο καταπλημμυρισμένο από πλήθη θερινό Κέντρο “Αλκαζάρ” η Ντιριντάουα βγήκε στη σκηνή με απαράμιλλο θάρρος και φώναξε στον κόσμο: “Με συκοφαντούν ότι πρόδωσα Αγγλους. Είναι ψέμα. Εγώ είμαι Ελληνίδα! Ζήτω η Ελλάς – ζήτω η Αγγλία! “. Το τόλμημά της το πλήρωσε ακριβά: Οι Ιταλοί τη δίκασαν σε 1 χρόνο φυλακή και της απαγόρευσαν να εμφανισθεί ξανά σε θέατρο. Η συνειδητή καλλιτέχνιδα, μετά την αποφυλάκισή της, πήρε μέρος σε όλους τους αγώνες, τις διαδηλώσεις και κινητοποιήσεις του λαού κατά των καταχτητών. Είναι φυσικό τα ντόπια όργανα του φασισμού να εκφράζουν με τέτοια λύσσα το τυφλό μίσος τους ενάντια σε μια λαμπρή, αλύγιστη και πρωτοπόρα Ελληνίδα.” (Από ρεπορτάζ του Ριζοσπάστη)
Μετά τα Δεκεμβριανά συμμετείχε σ’ έναν ΕΑΜίτικο θίασο με τους: Γιαννίδη, Βεάκη, Παπαθανασίου, Παϊζη, Μανέλη, Ζέη, Οικονομίδη, που γύριζε την Ελλάδα. Με τη συμφωνία της Βάρκιζας γύρισαν στην Αθήνα και κρύφτηκαν.
Η Καίτη Ντιριντάουα κρυβόταν εφτά μήνες, μέχρι που ο επιχειρηματίας του θεάτρου “Ερμής” – το σημερινό “Βέμπο” – της πρότεινε να δουλέψει. Από εκείνη την περίοδο η ηθοποιός, πάντα συγκινημένη, θυμόταν την επίθεση των χιτών μέρα πρεμιέρας. «Μπαίνοντας στο θέατρο, αντί για καλή επιτυχία, άκουγα να μου λένε «καλή ψυχή».
«Τη Βουλγάρα. Να σφάξουμε τη Βουλγάρα»!
Την Τετάρτη 20 του Ιούνη 1945, το βράδυ, τρομοκρατικές ομάδες χιτών, δοσιλόγων και άλλων αποβρασμάτων που δρούσαν ασύδοτα την περίοδο του μεταβαρκιζιανού καθεστώτος πραγματοποίησαν δολοφονική επιδρομή στα Θέατρα “Ερμής” και “Λυρικόν” και επιτέθηκαν με βαναυσότητα εναντίον ηθοποιών και θεατών. 
Ο Ριζοσπάστης κατέγραψε στις σελίδες του το βάρβαρο γεγονός και δύο μέρες μετά, στις 22 του Ιούνη έδωσε, με πλήθος λεπτομερειών, ολοκληρωμένο ρεπορτάζ, όπου ανάμεσα στα άλλα αναφέρει:
«(…)Η ετοιμαζόμενη δολοφονική επίθεση διαφημιζότανε από τους ίδιους τους γκάγκστερς, οι οποίοι ένοπλοι και συντεταγμένοι κατά ομάδες είχαν ξεκινήσει από τα συνοικιακά κέντρα της Χ και είχαν πιάσει τις γωνίες των γύρω από τον “Ερμή” δρόμων αποφασισμένοι να σφάξουν, όπως έλεγαν, τη “Βουλγάρα”, όπως οι απάτριδες αποκαλούσαν τη δημοφιλή καλλιτέχνιδα και αγωνίστρια του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα Καίτη Ντιριντάουα.
(…) Στις 9.32 ακριβώς ένας χίτης από τη γαλαρία βγήκε και τους εσχεδίασε με τα χέρια του το συμβολικό σύνθημα Χ. Επακολούθησε η έφοδος.
Ηταν η ώρα ακριβώς που έκανε την εμφάνισή της η Ντιριντάουα. Μέσα στη θύελλα των χειροκροτημάτων και των λαϊκών εκδηλώσεων που υποδέχτηκε την καλλιτέχνιδα, οι γενίτσαροι της Χ εξαπέλυσαν την επίθεσή τους. Στην αρχή με αποδοκιμασίες και ακατονόμαστες βρισιές, έπειτα με καταιγισμό από πέτρες, αυγά και λεμόνια και στο τέλος με πυροβολισμούς προς τη σκηνή. Επακολούθησε πανδαιμόνιο. Οι θεατές και οι ηθοποιοί διατήρησαν την ψυχραιμία τους. Οι επιδρομείς, βλέποντας την εγκληματική ανοχή της αστυνομίας, πήραν θάρρος και όρμησαν προς τη σκηνή η οποία είχε κατέβει στο μεταξύ. Με ριπές αυτομάτων και περιστρόφων ανέβηκαν φωνάζοντας:
Τη Βουλγάρα. Να σφάξουμε τη Βουλγάρα.
Όπως είναι γνωστό, από τους πυροβολισμούς και τα ρόπαλα των καννιβάλων τραυματίστηκαν θανάσιμα ο ηθοποιός Σταύρος Ιατρίδης και ελαφρότερα ο ηθοποιός Πατρίκιος, καθώς επίσης και περί τους δέκα θεατές, ανάμεσα στους οποίους ο Α. Δαμιανάκης σοβαρά στο κεφάλι. Πρέπει να σημειωθεί ότι το εγκληματικό σχέδιο της δολοφονίας της Ντιριντάουα ματαιώθηκε από τη σθεναρή στάση πενταμελούς ομάδας της Γενικής Ασφάλειας, η οποία με αποφασιστικότητα εμπόδισε τους δολοφόνους να πλησιάσουν στο καμαρίνι της καλλιτέχνιδας. Αναφέρουμε την περίπτωση αυτή γιατί είναι η μοναδική εξαίρεση της σκανδαλωδώς ανεκτικής απέναντι των χιτών στάσης όλης της άλλης αστυνομικής δύναμης. (…)

Καίτη Οικονόμου – Ντιριντάουα (1920-1996)

ΤΙ ΛΕΕΙ Η ΝΤΙΡΙΝΤΑΟΥΑ
Συντάκτης μας είδε την Ντιριντάουα που φιλοξενείται στα γραφεία της Γεν. Ασφάλειας για να προστατευθεί. Μας αφηγήθηκε ως εξής τα γεγονότα:
– Αρκετές μέρες πριν από την παράσταση άρχισαν οι απειλές, τα τρομοκρατικά τηλεφωνήματα και οι επιδρομές. Προ δέκα ημερών, στις 3 η ώρα τη νύχτα, πήγαν δύο εθνοφύλακες στο σπίτι μου και με φοβέρισαν ότι θα με σκοτώσουν. Είκοσι λεπτά πριν αρχίσει η παράσταση είχα επίσημη σχεδόν ειδοποίηση ότι οι χίτες του Θησείου ετοιμάζονται να κατέβουν “εν σώματι” να με σκοτώσουν. Τα υπόλοιπα είναι γνωστά. Σε καμμιά πρόκληση δεν προέβην – το είδε αυτό ο κόσμος. Αυτοί είχαν αποφασίσει να με χτυπήσουν. Οταν ανέβηκα πάνω στη σκηνή, οι χίτες τράβηξαν κατ’ ευθείαν προς στο καμαρίνι μου πυροβολώντας. Με έσωσε ένα ευσυνείδητο όργανο της Γεν. Ασφάλειας, που στάθηκε με το αυτόματό του μπροστά στην πόρτα μου και τους εμπόδισε”.
Μεγάλο κίνδυνο διέτρεξε η καλλιτέχνιδα και την ώρα που έφευγε από το θέατρο. Ο αξιωματικός της Εθνοφυλακής της συνιστούσε να μη βγει ακόμα. Ο κ. Κανελλόπουλος, όμως, αστυνομικός διαμερισματάρχης, της είπε: Οχι να βγεις κι εγώ αναλαμβάνω την ευθύνη. Καθώς έμπαινε στο αυτοκίνητο, ένας χίτης την ανεγνώρισε και φώναξε: “Η Ντιριντάουα, απάνω της! “.
Το αυτοκίνητο, χωρίς αστυνομική συνοδεία, ξεκίνησε. Τρεις χίτες τρέχουν καταπόδι. Ο ένας το φθάνει και πηδά στο μαρσπιέ και αρπάζει τη μητέρα της καλλιτέχνιδας απ’ τον ώμο. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκαν πυροβολισμοί απ’ έξω και ο επιτεθής έπεσε χτυπημένος μέσα στο αυτοκίνητο. Η αστυνομία προσπάθησε να στηρίξει κατηγορία κατά της γρηάς μητέρας της Ντιριντάουα, ότι αυτή δήθεν είχε πιστόλι και… πυροβόλησε. Η ιατροδικαστική φυσικά εξέταση απέδειξε, ότι η σφαίρα ήρθε απ’ έξω, ασφαλώς απ’ τους ίδιους του χίτες, που πυροβολούσαν το αυτοκίνητο για να τρυπήσουν τα λάστιχα και να το σταματήσουν.»
Η Καίτη Ντιριντάουα κατάφερε να διαφύγει και τότε αρχίζουν οι διώξεις και η παρανομία. Μεγάλη Βδομάδα του 1947 βρέθηκε στο Μεταγωγών. Στη συνέχεια εξορία, πρώτα Μακρόνησος, μετά στη Χίο και στο Τρίκερι. Τα πόδια της σακατεύτηκαν. Έπαθε οξεία ρευματική αρθρίτιδα. Για αρκετά χρόνια πάλευε να ξαναπαίξει.
«Αγάπησα τον αγώνα περισσότερο απ’ το θέατρο. Είμαι ευχαριστημένη που μπόρεσα να βάλω ένα μικρό λιθαράκι στον αγώνα του λαού μας για τη δημοκρατία. Τη δημοκρατία που πιστεύουμε εμείς, την πραγματική. Είμαι περήφανη που κάτι πρόσφερα σ’ αυτό τον αγώνα», έλεγε.
Έπαιξε στο θέατρο ως το 1966. Πέθανε από ανακοπή της καρδιάς, σχεδόν ξεχασμένη, στις 9 του Φλεβάρη 1996, σε ηλικία 75 ετών.
«Είναι η μοίρα του ηθοποιού», έλεγε στο Ριζοσπάστη, «να τον λησμονούν όταν αποσύρεται. Βγήκα στη σκηνή 6-7 χρονών παιδί και πέρασα τόσα και τόσα… Άλλοι θορύβησαν πολύ γύρω από το πρόσωπό μου… Οι αντίπαλοι του αγώνα του λαού μας»…