Συνολικές προβολές σελίδας

Translate

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ατέχνως. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ατέχνως. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

26 Ιανουαρίου, 2017

Το Άουσβιτς το σήκωσαν σα σκήνωμα μια νύχτα χλιαρή και το κατέβασαν στην Ελλάδα:

Μ. Λουντέμη: «Άουσβιτς»

Στις 27 Γενάρη 1945 οι στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού (60ή Στρατιά του 1ου Ουκρανικού Μετώπου) απελευθερώνουν τους 7.000 περίπου εναπομείναντες κρατούμενους του στρατοπέδου συγκέντρωσης του Άουσβιτς.
Με αφορμή αυτή την επέτειο δημοσιεύουμε το ποίημα του Μενέλαου Λουντέμη «Άουσβιτς», όχι όμως στη μορφή που το ξέρουμε σήμερα, όπως δημοσιεύτηκε στα ποιητικά του. 
Αλλά όπως πρωτογράφτηκε τον Αύγουστο του 1947 και δημοσιεύτηκε στις 8 Σεπτέμβρη 1947 στην εφημερίδα «Ρίζος της Δευτέρας». 
Είναι περίοδος που ξαναγεμίζουν οι τόποι εξορίας στα ελληνικά ξερονήσια και η σύνδεση στο ποίημα είναι προφανής. 
Στα ποιητικά του που κυκλοφόρησαν από το «Δωρικό» και αργότερα από τα «Ελληνικά Γράμματα» το ποίημα διαφοροποιείται πάρα πολύ, προσπαθώντας να το κάνει επίκαιρο με βάση τα δεδομένα της εποχής, στηλιτεύει την αμερικανοκρατία (παραθέτουμε κι αυτή την εκδοχή).

Άουσβιτς

Ναι. Έτσι το λέγανε κάποτε. Τώρα είναι ένα τεφρό χωνευτήρι.
Κι ένα δάπεδο που γκρεμίστηκε παρασέρνοντας στον Άδη τις ζωές του.

Τώρα εκεί λιώνει πεσμένη η ζωή ανάμεσα σε φρύγανα, στάχτη και σποδό

Τώρα «Άουσβιτς» λένε κάτι στήθια και κάτι έρημες μητρικές αγκαλιές…

Κάτι αραχνιασμένα δώματα και κάτι μάτια που βράδιασαν νωρίς…
Ναι. Έτσι το λέγανε κάποτε. Τώρα είναι μια νεκρόπολη που πήρε τη λαλιά της κι έφυγε.

Έφυγε αφήνοντας πίσω της έναν χειμωνιάτικο οδυρμό.
Το βράδυ κατεβαίνει ο Αίολος και παίζει στα κρανία τον αυλό του.
Κατεβαίνουν τ΄ άστρα και φωσφορίζουν μέσα στους άδειους φεγγίτες των ματιών.
Κατεβαίνουν οι νυχτερίδες και κωπηλατούνε έντρομες στα σκότη.

«Άουσβιτς» το λέγανε. Τρία χρόνια το λέγανε έτσι. Τώρα είναι χωράφι.
Ενα απέραντο βοσκοτόπι για τους γύπες που κρώζουνε νυχτοήμερα νηστικοί.
Άχρηστο υλικό, σκεύη ανάκατα από συντρίμμια λευκάζουνε στη χλόη

Κόμες ξέπλεκες κυνηγιούνται έξαλλες στους θάμνους
Κόμες που γέρασαν κλαίοντας πάνου απ’ τα λείψανά τους.
Βρέθηκαν ακόμη εκεί κοκάλινα χεράκια παιδικά – ολάνυχτες πεντάφυλλες μαργαρίτες.

Και παπουτσάκια… πλήθος παπουτσάκια από απίθανα μικρά πόδια που ψάχνουν να βρουν το ταίρι τους.

Ναι. Έτσι το λέγανε κάποτε. Οι άνθρωποι ανατρίχιασαν και ξέχασαν.
Μα φέτος η Άνοιξη ήρθε κι απόθεσε εκεί τους σπόρους της

Μυριάδες παπαρούνες κι αγριολούλουδα πλουμιστά στόλισαν την έκταση

(γάργαρα γελάκια και σκιρτήματα παιδικά ακομπούνε στις ρίζες τους…)

Είναι γι’ αυτό που η Άνοιξη είναι φέτος συλλογισμένη

Είναι γι’ αυτό που οι πεταλούδες βάψανε μαύρα τα βελούδα τους.
Γιατί εκεί κάτου πλάι-πλάι στις ρίζες κοιμάται σαν απέραντο παράπονο
το βλέμμα του μικρού παιδιού…

«Άουσβιτς». 
Έτσι το λέγανε κάποτε. Τίποτε άλλο. Τώρα έφυγε.
Πήρε μια νύχτα τους σκελετούς του και κατέβηκε στη Μεσόγειο

Εδώ, στο ακρωτήρι μας, που κλαίνε τα χώματά του ατάιστα απ’ ανθρώπους
Έφυγε μια νύχτα μπρος απ΄ τα αδιάφορα μάτια των φυλάκων
που έπαιζαν κρίκετ κι έφτυναν σαξονικές βρισιές.
Έφτυναν και εκπαιδεύουνταν στην υψηλή Τέχνη του Κράμερ και της Ιλζέ Βέσνε

Και προχτές πήραν το δίπλωμά τους και κατέβηκαν με τ’ αεροπλάνα τους εδώ,

και ξωπίσω τους ένα κοπάδι από κοράκια που εκπατρίστηκαν

(γιατί είχε καιρό να βρέξει αίμα στο Άουσβιτς…).

Έτσι το ΄λεγαν κάποτε. Τώρα η Λορελάι φυτεύει στο χώμα του πατάτες,
γιατί Άουσβιτς δεν υπάρχει πια. Δεν υπάρχει εκεί.

Το Άουσβιτς το σήκωσαν σα σκήνωμα μια νύχτα χλιαρή
και το κατέβασαν στην Ελλάδα

Άουσβιτς! Φτωχή, πεσμένη Μεγαλειότητα… Τώρα κλάψε

Τώρα τη δόξα σου τη σκέπασαν οι ψηλές φωτιές που ανεβαίνουν απ’ την Ελλάδα!

Γιούρα, Μακρόνησο, Ψυττάλεια, Ικαρία – ω δόξα!

Κι ο Ράιχ, ουαί! – νενικήκαμεν σε!

Αθήνα – Αύγουστος 47

***

Το ποίημα όπως δημοσιεύτηκε στη συλλογή «Το σπαθί και το φιλί» (εκδόσεις «Δωρικός» 1977)

«Άουσβιτς»

Έτσι το ΄λεγαν κάποτε. Κι ήταν
μια φάμπρικα παραγωγής στάχτης
με πρώτη ύλη τον άνθρωπο.
Σήμερα είναι ένα πελώριο χωνευτήρι.
Ένα δάπεδο που βούλιαξε στη γη
παρασέρνοντας στον Άδη τους σταυρούς του.

Τώρα εκεί λιώνει η ζωή
μεταστοιχειωμένη σε χλόη!
Και δεν απόμεινε απ΄ όλα τίποτα
παρά μια περιπλανώμενη ανάμνηση
που κούρνιασε μες στ΄ άδεια στήθια
και στ΄ αραχνιασμένα κρανία των νεκρών.

Έτσι το λέγανε κάποτε. Άουσβιτς!
Τώρα είναι μια απέραντη νεκρόπολη
που πήρε τη μιλιά της κι έφυγε. Έφυγε…
Αφήνοντας πίσω της έναν χειμωνιάτικο οδυρμό.
Κι όταν πέφτει το βράδυ
ο Πάνας παίζει τον αυλό του
στα διάτρητα κόκαλα.
Και τ΄ άστρα φωσφορίζουν λυπητερά
στους φεγγίτες των άδειων ματιών.
Μόνο οι νυχτερίδες ξυπνούν νωρίς
και κωπηλατούνε τρομαγμένες μες στα σκότη.

Έτσι το λέγανε κάποτε.
Τρία χρόνια το λέγανε έτσι.
Τώρα δεν είναι πια
παρά ένα εφιαλτικό χωράφι
όπου γύπες κρώζουνε νηστικοί.
Και κόμες ξέπλεκες τρέχουνε στους θάμνους
κλαίοντας τον εαυτό τους.
Όπου χεράκια παιδικά
λευκάζουνε σα μαργαρίτες. Και παπουτσάκια,
-απίθανα μικρά παπουτσάκια-
ψάχνουνε να βρούνε τα ποδάρια τους.

Έτσι το ΄λέγαν κάποτε.
Μα οι άνθρωποι βάλθηκαν να το ξεχάσουν.
Και κάλεσαν την Άνοιξη να ΄ρθεί,
ν΄ αποθέσει εκεί τους σπόρους της
και να καλέσει τα πουλιά της
και να σπείρει τις πεταλούδες της
και τα γάργαρα γελάκια των παιδιών.
Όμως… Η Άνοιξη…
Κατέβηκεν εφέτος λυπημένη
κι οι πεταλούδες βάψαμε μαύρα τα φτερά τους.
Γιατί εκεί… πλάι-πλάι με τις ρίζες
κείται –σαν απέραντο παράπονο-
το βλέμμα του μικρού παιδιού.

Έτσι το λέγανε κάποτε. Τώρα έφυγε.
Πήρε μια νύχτα τους σκελετούς του
κι έφυγε μπρος απ΄ τα μάτια των σκοπών
που ΄παιζαν κρίκετ κι έφτυναν εγγλέζικες βρισιές.
Και μαζί τους…
Έφυγε κι ένα σμήνος από κοράκια
που οδύρουνταν χρόνια νηστικά.
Γιατί είχε καιρό να βρέξει αίμα στο Άουσβιτς.
Έτσι το ΄λεγαν κάποτε.
Τώρα η Λορελάι,
φυτεύει στο χώμα του πατάτες,
γιατί Άουσβιτς δεν υπάρχει πια.

Γιατί το Άουσβιτς το σήκωσαν μια νύχτα χλιαρή
το φορτώσαν σε βαριά αεροπλάνα
και το μοίρασαν σ΄ Ασία κι Αφρική
(και σε λιγάκι Αλαμπάμα). Εκεί…
Που καίνε πάλι οι υπαίθριες ψησταριές
(Ζώα ανάκατα με σπίτια και γυναίκες).
Ανακατωμένος –όλα- ο ερχόμενος,
χωρίς τη λεπτή επιστήμη των «Φον».
Γιατί τώρα διευθύνουν οι «Μακ»,
κάτι χοντρομπαλάδες απ΄ το Νότο,
που καίνε και σφάζουνε με ουρλιαχτά.
Ανίκανοι να σου ψήσουν έναν καθηγητή
με λίγην υπόκρουση Μπετόβεν.

Εκεί όλα γίνονται τώρα άχαρα
σκότωμα μόνο για το σκότωμα
(η Τέχνη για την Τέχνη…)
Την ανεβάσανε, φτωχό μου Άουσβιτς,
την ανεβάσανε τη γκάμα του φονικού.
Ποσότητα… ποσότητα… ποσότητα…
Ναι, φτωχό μου Άουσβιτς.
Και να γιατί νικηθήκαμε.
.............
Οι εμφάσεις στο κείμενο 
*****************************
Για το Σήμερα:
"Εμείς"

Ποιος θα φωτίσει όλο τούτο το σκοτάδι,
τη νύχτα που ’πεσε απάνω στις ζωές μας;
Πριν να σιγήσει κι η ελπίδα στις φωλιές μας,
ποιος θ’ ανατείλει απ’ τους κραδασμούς του κόσμου;

Ποιος θα διασχίσει όλο αυτόν τον παγετώνα,
τα βήματά μας που ’χει δέσει μ’ αλυσίδες;
Πριν να νεκρώσει απ’ του ψύχους τις αγκίδες,
ποιος την καρδιά μας σαν φωτιά θα την ανάψει;

Ποιος θα αντέξει όλη αυτή την ανηφόρα
που την ανάσα μας την κόβει σαν μαχαίρι;
Πριν πάψει η δύναμη να σφίγγουμε το χέρι,
ποιος στ’ ανηφόρι όρθιους θα μας κρατήσει;

Εμείς. Θα γίνουμε φωτιά μέσα στον πάγο.
Λαός, θα γίνουμε το φως μέσα στη νύχτα.
Εμείς. Θα σπάσουμε του ανήφορου το αδράχτι
που γνέθει κάματο, υποταγή και ήττα.

Εμείς. 
Κρατώντας πάλι κόκκινες σημαίες,
λαός που τον δικό του δρόμο θα ανοίξει.
Εμείς. Με ανάσα των νεκρών μας τους αγώνες,
στις φλέβες το αίμα κι η οργή τους να κυλήσει.

01 Ιανουαρίου, 2017

από που Προέρχονται τα έθιμά μας για: Αϊ-Βασίλη, κάλαντα, βασιλόπιτα



Ενώ σε όλες τις χώρες ο Santa Claus αντιστοιχεί στον Αγιο Νικόλαο, σε εμάς ταυτίζεται με το Μέγα Βασίλειο, επίσκοπο τον 4ου αιώνα. 
Ο «δικός» μας άγιος έρχεται πεζοπόρος από την Καισαρεία, την πρωτοχρονιά , και γίνεται φορέας και χορηγός των ευχών και της ευλογίας. Εχει ευρύτατη παιδεία και αντί του σάκου με τα δώρα «κρατάει κόλλα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι» και θεωρείται ο εμπνευστής της φιλανθρωπίας (ίδρυσε κοινωφελή ιδρύματα). Πέθανε την 1η Γενάρη του 379 και αυτή τη μέρα η Εκκλησία γιορτάζει τη μνήμη του.

Ειδωλολατρικά έθιμα ενσωματώνονται σε χριστιανικές γιορτές

Το διάστημα ανάμεσα στα Χριστούγεννα και στα Φώτα στο λαϊκό εορτολόγιο ονομάζεται Δωδεκαήμερο.
 Αυτή η περίοδος ήταν πλούσια σε παραδόσεις και έθιμα ειδωλολατρικά με καταγωγή από τις ρωμαϊκές γιορτές, οι οποίες είχαν ήδη ενσωματώσει πολλά στοιχεία της αρχαίας ελληνικής λατρείας και πολλά έθιμα της Ανατολής. 
Οι ρωμαϊκές γιορτές αυτής της περιόδου ήταν τα Σατουρνάλια (γιορτή προς τιμήν του θεού Saturnus, αντίστοιχο με τον Κρόνο των Ελλήνων), το «Γενέθλιον του αήττητου Ηλίου», η πρώτη των Kαλένδων (η πρώτη Γενάρη) ήταν πενθήμερη και γιορταζόταν με ιδιαίτερη λαμπρότητα (στις Καλένδες γινόταν και η εγκατάσταση των καινούριων αρχών) και τα Vota Publica (δηλαδή οι δημόσιες ευχές) στις 3 Γενάρη, οπότε οι ύπαρχοι ορκίζονταν στο λαό να φυλάξουν τους νόμους και να κυβερνήσουν δίκαια. 
Τα έθιμα που ήταν συνδεδεμένα με αυτές τις γιορτές ήταν βαθιά ριζωμένα στη ζωή του λαού, ο οποίος δεν ήταν καθόλου διατεθειμένος να τα αποχωριστεί. Ετσι επιβίωσαν στους πρώτους αιώνες επικράτησης του χριστιανισμού.
Η χριστιανική Εκκλησία από την αρχή πήρε έντονα εχθρική στάση απέναντι στις ειδωλολατρικές αυτές γιορτές. 
Οπως έγινε στις περισσότερες δημοφιλείς ειδωλολατρικές γιορτές, οι πατέρες της Εκκλησίας έκαναν το μεγάλο ιστορικό συμβιβασμό, τις ταύτισαν με δικές τους εφευρέσεις και επετείους: τα Χριστούγεννα, τη γιορτή του Αγίου Βασιλείου και των Φώτων. 
Επέτρεψαν έτσι να ενσωματωθούν σε αυτές τις χριστιανικές γιορτές τα πατροπαράδοτα λαϊκά έθιμα αυτής της περιόδου. Ευνόησαν και την ταύτιση του βασιλιά των Σατουρναλίων, έφορου των τυχερών παιχνιδιών, με τον Μέγα Βασίλειο (στηριζόμενοι και στην παρετυμολογία Βασίλης – βασιλιάς). 
Ετσι ο σεπτός Μέγας Βασίλειος, με το πλούσιο κοινωνικό έργο και την ευρύτατη μόρφωση, έγινε έφορος των τυχερών παιχνιδιών και μπορούσε να φανερώνει στους ανθρώπους την τύχη τους… Απόδειξη το φλουρί της βασιλόπιτας, αλλά και ένα σωρό άλλες μαντικές πράξεις που εντοπίζονται την ημέρα της γιορτής του και ποικίλλουν από τόπο σε τόπο.

Ο εορταστικός άρτος βαφτίστηκε βασιλόπιτα

Το ειδικό παρασκεύασμα που στολίζει το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι είναι η βασιλόπιτα (η πίτα του Αγίου Βασιλείου) που σε κάθε τόπο παρασκευάζεται διαφορετικά. Από το κόψιμο της πίτας αυτής μαθαίνουμε ποια τύχη προαναγγέλλεται για την οικογένεια και ποιος θα είναι ο τυχερός του σπιτιού για τον επόμενο χρόνο…
Το έθιμο αυτό ανάγεται στη γιορτή των Κρονίων των αρχαίων Ελλήνων, Σατουρνάλια τη ρωμαϊκή εποχή. 
Μια συνήθεια αυτής της γιορτής ήταν η ανάδειξη με κλήρο του «βασιλιά των Σατουρναλίων» που μπορούσε να είναι και άσημος πολίτης ή δούλος. Ο τίτλος αυτός του έδινε τιμές και δόξα και του επέτρεπε μεγάλες ελευθερίες. Αυτή η γιορτή πέρασε στους Βυζαντινούς και σε άλλους λατινογενείς λαούς. Στην Αγγλία, για παράδειγμα, στα Θεοφάνια έκαναν μια πίτα και μέσα της έβαζαν ένα φασόλι και ένα αμύγδαλο ή νόμισμα. Οποιος το έβρισκε στο κομμάτι του θεωρούνταν βασιλιάς και διηύθυνε τη διασκέδαση της βραδιάς… Σύμφωνα με τη λαϊκή πίστη μέσα στο χρόνο θα παντρευόταν. Τέλος, η βασιλόπιτα πρέπει να συσχετιστεί και με τον εορταστικό άρτο της ελληνικής αρχαιότητας, που προσφερόταν στους θεούς ως απαρχή σε μεγάλες αγροτικές γιορτές.
Η χριστιανική παράδοση που συνδέει τον Μέγα Βασίλειο με τη βασιλόπιτα ξεκινά τον 9ο αιώνα. Και αυτή είναι η κυρίαρχη εκδοχή που αναπαράγεται σήμερα, στην προσπάθεια να πειστούμε πως πρόκειται για γιορτή και έθιμο βυζαντινής προέλευσης.
Η σχετική παράδοση έχει πολλές παραλλαγές. Η πιο διαδεδομένη λέει ότι κάποτε στην Καισαρεία, όπου επίσκοπος ήταν ο Μέγας Βασίλειος, ήλθε ο έπαρχος της Καππαδοκίας με άγριες διαθέσεις για να εισπράξει φόρους. Ο Μέγας Βασίλειος ζήτησε από τους κατοίκους της πόλης να μαζέψουν ό,τι χρυσαφικά μπορούσαν, προκειμένου να του τα παραδώσουν. Πράγματι συγκεντρώθηκαν πολλά τιμαλφή. Κατά την παράδοση όμως είτε επειδή μετάνιωσε ο έπαρχος, είτε (κατ’ άλλους) επειδή εκ θαύματος ο Αγιος Μερκούριος με πλήθος αγγέλων απομάκρυνε το στρατό του, ο έπαρχος απάλλαξε την πόλη. Προκειμένου λοιπόν ο Μέγας Βασίλειος να επιστρέψει τα τιμαλφή στους δικαιούχους, μη γνωρίζοντας σε ποιον ανήκει τι, έδωσε εντολή να παρασκευαστούν μικροί άρτοι εντός των οποίων τοποθέτησε ανά ένα τα νομίσματα ή τιμαλφή και τα διένειμε στους κατοίκους την επομένη του εκκλησιασμού. Ετσι συνεχίσθηκε η παράδοση αυτή, κατά τη μνήμη της ημέρας του θανάτου του.

Τα κάλαντα

Τα κάλαντα είναι τα ευχετήρια και εγκωμιαστικά ή εορταστικά άσματα που τραγουδούν τα παιδιά στις γιορτές του Δωδεκαημέρου… Η λέξη προέρχεται από τη λατινική Calandae που σημαίνει πρώτη του μήνα. 
Τα κάλαντα του Αϊ-Βασίλη και των Χριστουγέννων είναι η πρώτη των Καλένδων των Ρωμαίων (στο ελληνικό ημερολόγιο οι καλένδες ήταν άγνωστες, γι’ αυτό κάθε αναβαλλόμενο ζήτημα το μεταθέτουμε στις ελληνικές καλένδες), γιορτή που συνεχίζει με εξίσου θεαματικές λαϊκές εκδηλώσεις τις αντίστοιχες ειδωλολατρικές των Νουμηνιών (αρχαιοελληνική πρωτοχρονιά όπου ψάλλονταν αντίστοιχα ευχετικά άσματα). Ιδιαίτερα γιορτάζονταν οι Καλένδες του Ιανουαρίου, που από τα μέσα του 1ου αιώνα μ.Χ. είχαν καθιερωθεί ως η πρώτη ημέρα του χρόνου
Με την αρχή του χρόνου άρχιζε η θητεία των υπάτων, οι οποίοι σε σχετική πομπή στους δρόμους σκορπούσαν νομίσματα που αρχικά ήταν χρυσά, αλλά αργότερα έγιναν ασημένια. Είναι αυτονόητο ότι στο μάζεμα αυτών των νομισμάτων γινόταν ο… χαμός. Νομίσματα μικρής αξίας συνέλεγαν και τα παιδιά που περιέρχονταν τα σπίτια συγγενών και φίλων για να ευχηθούν. Ετσι γεννήθηκαν τα κάλαντα …
Λόγω του ειδωλολατρικού τους παρελθόντος η 6η Οικουμενική Σύνοδος, που εξέφραζε την ύψιστη αυθεντία, στα 692 μ.Χ., ανέλαβε να αποκαθάρει το βίο των πιστών. Καταδίκασε και απαγόρευσε «τας εορτάς και πανηγύρεις ευωχίας των Εθνικών, κατά την 1ην Ιανουαρίου, τας καλουμένας Καλένδας Ιανουαρίου». 
Τα έθιμα όμως αποδείχτηκαν πιο δυνατά από τις εγκυκλίους, γι’ αυτό και οι πατέρες της Εκκλησίας, που απέτρεπαν τη συμμετοχή ή απαγόρευαν αυτό το έθιμο, τα ταύτισαν με χριστιανικές γιορτές.
Την πρώτη μαρτυρία για τα εκχριστιανισμένα κάλαντα τη δίνει ο Ιωάννης Τζέτζης το 12ο αι. αναφερόμενος στους Μηναγύρτες, που αντιστοιχούν στους σημερινούς καλαντιστές:
Οπόσοι περιτρέχουσι χώρας και προσαιτούσι
και όσοι κατ’ αρχίμηνον του Ιανουαρίου
και του Χριστού γεννήσει και Φώτων τη ημέρα
οπόσοι περιτρέχουσι τας θύρας προσαιτούντες
μετά ωδών ή επωδών ή λόγων εγκωμίων

Πηγή: Ατέχνως
Η φωτο από Δω 

25 Νοεμβρίου, 2016

«ο καλύτερος τρόπος να πεις κάτι, είναι να το κάνεις»


Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, Από τα «ημερολόγια μοτοσικλέτας» στις κορφές της Σιέρα Μαέστρα και στις καρδιές των ανυπόταχτων όλου του κόσμου
Όταν ο Ερνέστο Γκεβάρα ξεκίνησε να σπουδάζει ιατρική οι περισσότερες από τις ιδέες που αφομοίωσε ως επαναστάτης απουσίαζαν από το οπλοστάσιο των ιδανικών του. 
Σχεδίαζε να κάνει καριέρα ως γιατρός ερευνητής και να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον άνθρωπο και όπως οι νέοι της ηλικίας του  ονειρευόταν να πετύχει.
Τον Δεκέμβρη του 1951 είναι ήδη 23 χρονών όταν με τον 29χρονο φίλο του Αλμπέρτο Γκρανάδο, που ήταν βιοχημικός με ειδίκευση στη λεπρολογία, ξεκινάνε με μια μοτοσικλέτα ένα μακρύ ταξίδι για να γνωρίσουν τη Λατινική Αμερική· από το Μπουένος Άιρες της Αργεντινής καταλήγουν στο Καράκας της Βενεζουέλας, όπου οι δρόμοι τους χωρίζουν.
Ταξιδεύοντας σε χώρες της Λατινικής Αμερικής ο Ερνέστο Γκεβάρα έρχεται  σε επαφή με ανθρώπους που ζουν παραπεταμένοι, φτωχοί, πεινασμένοι, με ελλιπή ή καθόλου περίθαλψη και στοιχειώδη δικαιώματα, δίπλα σε κάποιους άλλους, λίγους, που απολαμβάνουν τη χλιδή. Και τότε «…άρχισα να βλέπω ότι υπήρχε κάτι που μου φαινόταν τότε σχεδόν εξίσου σημαντικό με την καριέρα μου ή με τη συμβολή μου στην ιατρική επιστήμη και αυτό ήταν να βοηθήσω εκείνους τους ανθρώπους».
che98Ο Τσε από νεαρή ηλικία (μέχρι και λίγες ώρες πριν τη δολοφονία του)  συνήθιζε να κρατάει ημερολόγιο στο οποίο κατέγραφε οτιδήποτε ζούσε και συνέβαινε γύρω του. 
Το ημερολόγιό του για το μεγάλο ταξίδι στη Λατινική Αμερική θα γίνει βιβλίο και θα εκδοθεί σε πολλές χώρες του κόσμου. Τα  «Ημερολόγια μοτοσικλέτας», όπως είναι ο τίτλος του βιβλίου, είναι η καταγραφή των περιπετειών που έζησαν οι δυο φίλοι, των αντιξοοτήτων και δοκιμασιών που βίωσαν, των εντυπώσεων του Τσε και των σκέψεών του,  που μέρα τη μέρα τις βλέπουμε να «μπαίνουν» σε μια όλο και πιο ξεκάθαρη ταξική «σειρά».
 Στη χώρα μας το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λιβάνη (Ernesto Che Guevara, Ημερολόγια μοτοσικλέτας Latinoamericana) το 2004,  σε μετάφραση Βαγγέλη Κεφαλλονίτη.
Η χειμαρρώδης γραφή του Τσε, παρασέρνει τον αναγνώστη με τη νεανική ορμή της· το ίδιο η ένταση των συναισθημάτων και η γλυκύτητα που αναβλύζει από αυτόν που αγαπάει αληθινά και ανόθευτα τους ανθρώπους, υμνεί την ομορφιά του θαύματος της ζωής και δεν συμβιβάζεται όταν διαπιστώνει, συχνά με εμφαντικό τρόπο, ότι την ομορφιά αυτή την γεύονται και την χαίρονται λίγοι, ενώ οι πολλοί αγωνιούν για να επιβιώσουν.
Δεν ήταν λίγες οι φορές, σ’ αυτό το ταξίδι, που οι δυο νέοι ήρθαν πρόσωπο με πρόσωπο με την αδικία. Σε ένα φτηνό πανδοχείο του Βαλπαραΐσο (Χιλή)  θα βρεθούν μπροστά σε μια ασθματική γερόντισσα.
«Τη λυπόσουν την καψερή, το δωμάτιό της βρομούσε ιδρωτίλα, ποδαρίλα και σκόνη από δυο τρεις πολυθρόνες, τα μοναδικά είδη πολυτελείας στο σπίτι της. Εκτός από το άσθμα, υπέφερε και από καρδιακή ανεπάρκεια. Ήταν μία από τις περιπτώσεις που ένας γιατρός, συνειδητοποιώντας ότι είναι ανίσχυρος μπροστά στην κατάσταση, νιώθει την επιθυμία μιας ριζικής αλλαγής, που να εξαλείψει την αδικία η οποία ανάγκασε τη γριά γυναίκα να δουλεύει σαν υπηρέτρια μέχρι τον προηγούμενο μήνα για να βγάλει το ψωμί της, ασθμαίνοντας, υποφέροντας, μα κρατώντας ψηλά το κεφάλι στη ζωή. Το ζήτημα είναι πως στις φτωχές οικογένειες το μέλος που αδυνατεί να κερδίσει τα προς το ζην περιβάλλεται από μια ατμόσφαιρα δυσαρέσκειας, που κρύβεται με το ζόρι. Από εκείνη τη στιγμή παύει να είναι πατέρας, μητέρα, αδερφός· γίνεται ένας αρνητικός παράγοντας στον αγώνα για επιβίωση και, ως τέτοιος, στόχος μνησικακίας της υγιούς κοινότητας, που θεωρεί την αναπηρία του σαν προσωπική προσβολή γι’ αυτούς που πρέπει να τον συντηρήσουν.Εκεί, στις τελευταίες ώρες για τους ανθρώπους των οποίων ο ορίζοντας δεν εκτείνεται πέρα από το αύριο, εκεί επικεντρώνεται η τραγωδία της ζωής του προλεταριάτου όλου του κόσμου.  Στα μάτια των ετοιμοθάνατων βλέπεις μια καρτερική έκκληση συγνώμης και, συχνά, μια απελπισμένη έκκληση παρηγοριάς που χάνεται στο κενό, όπως θα χαθεί γρήγορα και το σώμα μέσα στην απεραντοσύνη του μυστηρίου που μας περιβάλλει. Ως πότε θα συνεχιστεί αυτή η τάξη πραγμάτων που βασίζεται σε μια παράλογη διαίρεση, στις κοινωνικές τάξεις; Είναι κάτι στο οποίο δεν μπορώ να απαντήσω εγώ, αλλά είναι καιρός οι κυβερνώντες να αφιερώσουν λιγότερο χρόνο στην προπαγάνδα της ποιότητας των καθεστώτων τους και περισσότερα χρήματα, πολύ περισσότερα, για έργα κοινωνικής ωφέλειας.  Δεν μπορώ να κάνω πολλά για την άρρωστη· της γράφω απλώς μια κατάλληλη δίαιτα, ένα διουρητικό και αντιασθματικά διαλύματα. Μου έχουν μείνει μερικές δραμαμίνες και της τις χαρίζω. Όταν βγαίνω, με ακολουθούν τα στοργικά λόγια της γερόντισσας και οι αδιάφορες ματιές των συγγενών.»
Διαβάζοντας το παραπάνω απόσπασμα (όπως και άλλα ακόμα στο βιβλίο),  ακούς ταυτόχρονα στις περιστροφές των γραναζιών της συνείδησής του τον ήχο απ’ «τους σεισμούς που μέλλονται για να ’ρθουν», νιώθεις τις δονήσεις από τις εκρήξεις που συντελούνται στην ψυχοσύνθεση του επιστήμονα, του ιδεολόγου, του ανθρώπου Ερνέστο Γκεβάρα· νιώθεις το κάψιμο της πύρινης λάβας που κοχλάζει μέσα του και αναζητά τη διέξοδο που θα την οδηγήσει στην καρδιά της αδικίας και θα την εξοντώσει.
Ο αναγνώστης του βιβλίου, που συχνά θα χαμογελάσει με την «τρέλα» και τους «μπελάδες» των δυο νεαρών, θα ταξιδέψει μαζί τους και θα γευτεί όλες εκείνες τις γεύσεις που προσφέρει το ταξίδι σε μια Λατινική Αμερική άγνωστη στους πολλούς. 
Εικόνες εναλλασσόμενες,  με τρόπο θαρρείς κινηματογραφικό: από το εξαίσιο φυσικό κάλος, στη μαυρίλα της ανθρώπινης εκμετάλλευσης, από την αφθονία του παραγόμενου πλούτου, στη φρίκη του θανάτου στην εξαθλίωση και την εγκατάλειψη, από την οργή για την αδικία που βιώνουν στην  πλειονότητά τους οι πληθυσμοί του νότιου τμήματος της αμερικανικής ηπείρου, στην πεποίθηση ότι μια ζωή με χορτασμένο στομάχι, ζεστασιά και χαμόγελο, ανθρώπινη, είναι δικαίωμα, εφικτό για κάθε άνθρωπο.
Στο κέντρο όλων αυτών των εικόνων και σε πρώτο πλάνο βρίσκεται πάντα ο άνθρωπος. Η σκηνή του αποχαιρετισμού των δυο ταξιδιωτών από τους ασθενείς ενός λεπροκομείου της Λίμα (Περού) «μιλάει» δυνατά: «Μάζεψαν εκατό σολ και μας τα έδωσαν με ένα γραμματάκι όλο ευγνωμοσύνη. Μερικοί ήρθαν να μας χαιρετήσουν αυτοπροσώπως και δεν ήταν λίγοι αυτοί που δάκρυσαν καθώς μας ευχαριστούσαν γι’ αυτή τη λίγη ζωή που τους δώσαμε. Σφίγγαμε τα χέρια, δεχόμασταν τα δωράκια τους, ενώ καθόμασταν ανάμεσά τους και παρακολουθούσαμε την αναμετάδοση ενός ποδοσφαιρικού αγώνα. Αν υπάρχει κάτι που θα μπορούσε να μας πείσει ν’ αφοσιωθούμε ολοκληρωτικά στη λέπρα, είναι αυτή η αγάπη που μας έδειχναν οι ασθενείς που συναντήσαμε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού.»
Εντυπωσιασμένος ο Ερνέστο, θα αναφερθεί πιο αναλυτικά σε γράμμα προς τον πατέρα του:
«Μακριά από τα επιστημονικά κέντρα, το ταξίδι μας αποκτά το χαρακτήρα σημαντικού γεγονότος για το προσωπικό των λεπροκομείων και μας δείχνουν το σεβασμό που ταιριάζει σε δύο επισκέπτες ερευνητές. Μ’ ενδιαφέρει στ’ αλήθεια η λεπρολογία, αλλά δεν ξέρω για πόσο θα ισχύει αυτό. Οι ασθενείς του νοσοκομείου της Λίμα μάς αποχαιρέτησαν τόσο θερμά, που μας έδωσαν το κουράγιο να συνεχίσουμε. Μας έδωσαν ένα φορητό μάτι γκαζιού και κατάφεραν να μαζέψουν εκατό σολ, που για την οικονομική κατάσταση τους ισοδυναμούν με μια περιουσία. Κάποιοι ήταν βουρκωμένοι όταν μας έλεγαν αντίο. Η εκτίμησή τους πήγαζε από το γεγονός ότι ποτέ δε φορούσαμε στολές ή γάντια, ότι τους δίναμε το χέρι, όπως θα κάναμε με τον καθένα, όταν καθόμασταν μαζί τους, συζητώντας επί παντός επιστητού, ότι παίζαμε ποδόσφαιρο μαζί τους. Όλα αυτά μπορεί να φαίνονται ανώφελοι παλικαρισμοί, αλλά η ψυχολογική ανάταση που προσφέρουμε σ’ αυτούς τους δύστυχους ανθρώπους -αντιμετωπίζοντάς τους σαν φυσιολογικά ανθρώπινα όντα κι όχι σαν ζώα, όπως έχουν συνηθίσει- έχει ανυπολόγιστη αξία και ο κίνδυνος για μας είναι πολύ μικρός. Μέχρι σήμερα οι μόνοι που έχουν μολυνθεί είναι ένας νοσοκόμος στην Ινδοκίνα που ζούσε με τους ασθενείς του κι ένας μοναχός με υπερβάλλοντα ζήλο, για τον οποίο δεν μπορώ να εγγυηθώ.»
Ο Τσε πίστευε από τότε πως η ενότητα των λαών της Λατινικής Αμερικής, είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να αντιμετωπιστεί ο κοινός εχθρός:   η επιθετικότητα και ο επεκτατισμός του άπληστου πλούσιου γείτονα από το βορρά, των ΗΠΑ, που ευθυνόταν στο μέγιστο βαθμό για τις εικόνες που αντίκριζε στο ταξίδι του. Στις 14 Ιούνη του 1952, μέρα Σάββατο, θα γιορτάσει τα 24α γενέθλιά του στο λεπροκομείο του Σαν Πάμπλο στο εσωτερικό της περουβιανής ζούγκλας του Αμαζονίου. Απευθυνόμενος στο προσωπικό του ιδρύματος που ετοίμασε τη σχετική γιορτή «με άφθονο πίσκο, ένα είδος τζιν που χτυπάει στο κεφάλι και σε κάνει να τα βλέπεις όλα ρόδινα», θα εκφράσει την ευγνωμοσύνη και τις ευχαριστίες του ίδιου και του Αλμπέρτο για τη φιλοξενία και θα καταλήξει:
«Θα ήθελα να υπογραμμίσω και κάτι ακόμα: πιστεύουμε, και μάλιστα ύστερα από αυτό το ταξίδι ακόμα πιο ακράδαντα, ότι η διαίρεση της Λατινικής Αμερικής σε διάφορα κράτη είναι εντελώς πλαστή. Αποτελούμε μία και μόνη φυλή μιγάδων, που από το Μεξικό ως τα Στενά του Μαγγελάνου παρουσιάζει σημαντικές εθνογραφικές ομοιότητες. Γι’ αυτό, προσπαθώντας να απαλλαγώ από το βάρος οποιουδήποτε στενόμυαλου επαρχιωτισμού, πίνω για το Περού και την Ενωμένη Λατινική Αμερική.»
Ανάμεσα στις σελίδες του ημερολογίου που κυριολεκτικά ρουφιούνται από τον αναγνώστη, απλώνονται σε όλες τις διαστάσεις τους και περιπλέκονται,  με τη βλάστηση της αχανούς ζούγκλας, τα δαιδαλώδη ατέλειωτα πλωτά ποτάμια, τα φτωχοκάλυβα των χωρικών, τα λαμπερά μάτια των παιδιών, τα γκρίζα βλοσυρά βλέμματα των ένστολων και τα σκαμμένα σώματα των λεπρών όλη η ευαισθησία, ο ρομαντισμός, η δίψα για γνώση και προσφορά, το χιούμορ, η οργή, το πείσμα, ο έρωτας, η τρυφερότητα, η αλληλεγγύη και η αγάπη του Τσε και ταυτόχρονα αντρώνεται μέσα του το μίσος για την εκμετάλλευση και τις αιτίες που τη γεννούν και την τρέφουν.
Στο χωριό Μπακεδάνο (Χιλή) ο Τσε με τον Αλμπέρτο θα γνωρίσουν ένα ζευγάρι Χιλιανών κομμουνιστών εργατών. Η δύναμη των νέων ιδεών, που παίρνουν σάρκα και οστά μετά την νικηφόρα Οχτωβριανή Επανάσταση των μπολσεβίκων στη χώρα του Λένιν, έχει ήδη αρχίσει να επιδρά καταλυτικά στη συνείδηση του νεαρού Αργεντίνου ιδεολόγου γιατρού.
«Στο φως ενός κεριού που ανάψαμε για να φτιάξουμε ματέ και να φάμε λίγο ψωμοτύρι, τα συσπασμένα χαρακτηριστικά του εργάτη αποκτούσαν κάτι το μυστηριώδες και το τραγικό, ενώ με το απλό και εκφραστικό του λεξιλόγιο μας διηγιόταν για τους τρεις μήνες που πέρασε στη φυλακή, για τη γυναίκα του, που τον είχε ακολουθήσει πιστά, πεινασμένη, για τα παιδιά, που τα είχαν αφήσει σε έναν πονόψυχο γείτονα, για την ανώφελη περιπλάνησή του σε αναζήτηση δουλειάς, για τους συντρόφους που εξαφανίστηκαν μυστηριωδώς και που, καταπώς έλεγαν, τους είχαν ρίξει στη θάλασσα.
Αυτό το ζευγάρι, που τουρτούριζε μέσα στη νύχτα της ερήμου, κολλημένοι ο ένας στον άλλο, ήταν η ζωντανή εικόνα των προλετάριων όλου του κόσμου. Δεν είχαν ούτε μία τριμμένη κουβέρτα να σκεπαστούν. Τους δώσαμε λοιπόν μια από τις δικές μας και εμείς βολευτήκαμε όπως όπως κάτω από την άλλη. Ήταν από εκείνες τις φορές που υπέφερα πολύ από το κρύο, αλλά και που ένιωσα πιο αδελφωμένος με αυτό το, άγνωστο για μένα, ανθρώπινο είδος…
Στις οχτώ το πρωί βρήκαμε ένα φορτηγό που θα μας πήγαινε ως το χωριό Τσουκικαμάτα, και έτσι χωρίσαμε με το ζευγάρι, που θα πήγαινε στο μεταλλείο θείου στην Κορδιλιέρα – έναν τόπο όπου το κλίμα είναι από τα χειρότερα και οι συνθήκες ζωής τόσο δύσκολες, ώστε ούτε σου ζητούν κάρτα εργασίας ούτε ελέγχουν τα πολιτικά σου φρονήματα. Το μόνο που μετράει είναι ο ενθουσιασμός με τον οποίο ο εργάτης πάει να καταστρέψει τη ζωή του, παίρνοντας ως αντάλλαγμα τα ψίχουλα που του επιτρέπουν να επιβιώσει.
(…) Στ’ αλήθεια, είναι κρίμα που πάρθηκαν κατασταλτικά μέτρα εναντίον τέτοιων ανθρώπων. Αν αφήσουμε κατά μέρος τον κίνδυνο που μπορεί να αντιπροσωπεύει ή όχι για τον υγιή βίο ενός συνόλου, το «σκουλήκι του κομουνισμού», που είχε επωαστεί μέσα του, δεν ήταν τίποτ’ άλλο από μια φυσική επιθυμία για κάτι καλύτερο, μια διαμαρτυρία κατά της χρόνιας πείνας, που την εξέφραζε με την αγάπη του προς αυτή την ξένη θεωρία, την ουσία της οποίας δε θα μπορούσε ποτέ να καταλάβει, μα που η απλή της μετάφραση στο «ψωμί για τον φτωχό» ήταν έννοια του χεριού του και επιπλέον τον γέμιζε με ελπίδα.»
Από την αρχή μέχρι και το τέλος αυτού του ταξιδιού, πίσω από την αφηγηματική ικανότητα του νεαρού Ερνέστο, που ξαφνιάζει με τη δύναμή της μόνο όποιον δεν έχει διαβάσει κείμενα του φλογερού κομμουνιστή επαναστάτη και διανοητή Τσε Γκεβάρα, υφαίνεται σαν φόντο η διαδρομή της μεταμόρφωσης ενός ανυπόταχτου και υποψιασμένου νεαρού (ese el que fue: «αυτός που υπήρξα κάποτε», συνήθιζε να λέει ο ίδιος) σε έναν επαναστάτη με αιτία. Το καταστάλαγμα αυτής της διαδρομής θα αποτυπωθεί στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, εκεί όπου οι σκέψεις του αποφασισμένου και συνειδητοποιημένου Ερνέστο Γκεβάρα  προδιαγράφουν την μετέπειτα πορεία του κομαντάντε Τσε  στο κουβανικό και παγκόσμιο επαναστατικό κίνημα.
«Ήξερα πως, τη στιγμή που το μεγάλο πνεύμα που κυβερνά τα πάντα θα έκοβε μεμιάς την ανθρωπότητα σε δύο ανταγωνιστικά μέρη, εγώ θα είμαι με το λαό· 
και το ξέρω επειδή το βλέπω χαραγμένο μέσα στη νύχτα, βλέπω πως εγώ, εκλεκτικός ανατόμος των διδασκαλιών και ψυχαναλυτής των δογμάτων, ουρλιάζοντας σαν τρελός, θα ριχτώ στα οδοφράγματα ή στα χαρακώματα, θα βάψω το όπλο μου στο αίμα και έξαλλος από μανία θα σφάξω κάθε εχθρό που θα βγει μπροστά μου. 
Και βλέπω τον εαυτό μου, καθώς μια απέραντη κούραση μετριάζει τον πρόσφατο ενθουσιασμό μου, να πέφτει θυσιασμένος για την αληθινή επανάσταση, προφέροντας ένα παραδειγματικό mea culpa. 
Νιώθω κιόλας να γεμίζουν τα ρουθούνια μου από τη στυφή οσμή του μπαρουτιού και του αίματος, του θανάτου του εχθρού. Το κορμί μου συσπάται κιόλας πρόθυμο για τη μάχη και ετοιμάζω την ύπαρξη μου σαν ιερό ναό, για να αντηχήσει μέσα του με νέα δύναμη και νέες ελπίδες η ζωώδης κραυγή του θριαμβευτή προλετάριου.»
Μια πορεία προς το μέλλον που χάραξε η ανάγκη για κοινωνική αλλαγή προς όφελος των καταπιεσμένων και ο κομαντάντε Τσε Γκεβάρα βάδισε με το όπλο στο χέρι πλάι στον Φιντέλ, με τον Καμίλο, τον Ραούλ, τον κουβανικό λαό και τους επαναστάτες όπου γης· με πυξίδα τις ιδέες του Μαρξ, του Λένιν και του Μαρτί και κάνοντας πράξη τα λόγια του τελευταίου: «ο καλύτερος τρόπος να πεις κάτι είναι να το κάνεις».

18 Οκτωβρίου, 2016

οι επαγγελματίες της οπορτουνιστικής εξαπάτησης:


«Λαφαζανισμός», ανώτατο στάδιο του οπορτουνισμού
ΑΠΟ ΣΦΥΡΟΔΡΕΠΑΝΟΣ ΣΤΟ ΟΚΤ 15, 2016


Έγραψε  ο Νίκος Μόττας*//

Το ότι ο οπορτουνισμός, στην προσπάθεια του να εγκλωβίσει και να αποπροσανατολίσει εργατικά-λαϊκά στρώματα, είναι αδίστακτος το γνωρίζαμε. 
Όπως επίσης γνωρίζαμε τον τυχοδιωκτισμό και την υποκρισία των οπορτουνιστών στην προσπάθεια τους να καμουφλάρουν την αστική τους ιδεολογία με επαναστατικό μανδύα. 
Ωστόσο, η πρόσφατη θρασύτατη επίθεση της«Λαϊκής Ενότητας» ενάντια στο ΚΚΕ, μέσα από την ιστοσελίδα Iskra, πάει τον ξεδιάντροπο οπορτουνισμό ένα βήμα παραπέρα. 
Σε ένα ρεσιτάλ πολιτικής χυδαιότητας, ο/η αρθρογράφος της Iskra ούτε λίγο, ούτε πολύ, κατηγορεί το ΚΚΕ πως με την στάση του… «κάνει ένα θείο δώρο στην κυβέρνηση Τσίπρα και τομνημονιακό σύστημα»
Με πιο απλά λόγια, οι πρώην συνοδοιπόροι του ΣΥΡΙΖΑ και κ.Τσίπρα, μιλούν για συνευθύνη ΚΚΕ-κυβέρνησης! Τα γράφουν και δεν ντρέπονται…
Πως, όμως, να ντραπούν οι επαγγελματίες της οπορτουνιστικής εξαπάτησης; 
Είναι, άλλωστε, οι ίδιοι που:
  • Υπήρξαν λαμπροί συμπαραστάτες και αρωγοί του κ.Τσίπρα και της «πρώτης φοράς Αριστερά» που θα «έσκιζε τα μνημόνια» και θα καταργούσε όλα τα μέτρα λιτότητας «με ένα νόμο και σε ένα άρθρο». Ήταν οι ίδιοι που, από κοινού με τον κ.Τσίπρα, πούλησαν στο λαό αυταπάτες επί αυταπατών με το περίφημο «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» και την «Ευρώπη που αλλάζει».
  • Στρογγυλοκάθησαν σε υπουργικές καρέκλες της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ προσυπογράφοντας, μεταξύ άλλων, Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου. Η ΠΝΠ της «πρώτης φοράς Αριστερά» που ψηφίστηκε τον Απρίλη του 2015 φέρει φαρδιά πλατιά τις υπογραφές σημερινών στελεχών της ΛΑ.Ε (Λαφαζάνης, Στρατούλης, Βαλαβάνη κλπ).
  • Από υπουργικές θέσεις έκαναν υποκλίσεις στα αφεντικά της Gazprom, επιχειρώντας να κλείσουν κερδοφόρες (για εγχώριους επιχειρηματικούς ομίλους) συμφωνίες με ρωσικά μονοπώλια στους τομείς της ενέργειας. Ήταν τότε που, ως Υπουργός Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, ο Π. Λαφαζάνης έδινε διαβεβαιώσεις προς το κεφάλαιο ότι η κυβέρνηση είναι ανοιχτή σε ιδιωτικές επενδύσεις για την εκμετάλλευση λιγνιτωρυχείων και την κατασκευή λιγνιτικών μονάδων ηλεκτροπαραγωγής”.
  • Στήριζαν ολόψυχα την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ακόμη κι’ όταν αυτή είχε φέρει και είχε ψηφίσει στη Βουλή το τρίτο Μνημόνιο! «Καταψηφίζουμε το Μνημόνιο, στηρίζουμε ολόθερμα και ολόψυχα την κυβέρνηση» δήλωνε ο Π.Λαφαζάνης αμέσως μετά την ψήφιση του μνημονίου. Είχε προηγηθεί η συμφωνία-προοίμιο του «αριστερού μνημονίου» του Eurogroup, της 20ης Φλεβάρη 2015, την οποία στήριξαν αλλά… δεν ήθελαν να έρθει στη Βουλή για να μην εκτεθούν!
Να τι έλεγε ο, τότε αναπληρωτής Υπουργός Κοινωνικής Ασφάλισης και νυν στέλεχος της ΛΑ.Ε, Δημήτρης Στρατούλης: «(…) Απορώ με τη βιασύνη της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ. Αυτοί μέσα στο μυαλό τους έχουν ότι αυτό είναι ένα μνημόνιο όπως αυτά που υπέγραφαν αυτοί και βιάζονται όσο το δυνατόν γρηγορότερα έρθει, για να το ψηφίσουν ως μνημόνιο. Εμείς τους λέμε ότι δεν είναι μνημόνιο και γι’ αυτό δε χρειάζεται να έρθει και να ψηφιστεί από τη Βουλή (…) Δε θα κάνουμε τη χάρη στο ΚΚΕ, που λέει να έρθει η συμφωνία στη Βουλή για να την ψηφίσει ο ΣΥΡΙΖΑ και να εκτεθεί» (ΑΝΤ1, 28/2/2015). Τελικά, μαζί με το κόμμα τους, τον ΣΥΡΙΖΑ, εκτέθηκαν ανεπανόρθωτα και οι ίδιοι.
  • Συνέχιζαν την προσπάθεια εξαπάτησης και εγκλωβισμού του λαού ενώ γνώριζαν ότι, πριν το δημοψήφισμα της 5ης Ιούλη 2015, η συγκυβέρνηση τους (με 47σέλιδη πρόταση) είχε συμφωνήσει με τους δανειστές ασχέτως του αποτελέσματος της κάλπης. Να τι έλεγε στην Ειδική Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής ο Π. Λαφαζάνης: «Πρόκειται για ένα κείμενο που αποτελεί απόρροια συμβιβασμών, που έχει συντελεστεί κατόπιν πολύμηνων συζητήσεων με τους λεγόμενους “θεσμούς”. Και αυτό είναι μια πρόταση της κυβέρνησης κατ’ ελάχιστον, προκειμένου να βρεθεί μια συμβιβαστική συμφωνία η οποία θα είναι θετική για την ελληνική πλευρά. Περί αυτού πρόκειται (…) Περιέχει αμοιβαίες υποχωρήσεις προκειμένου να βρεθούν συναινετικές λύσεις» (5/6/2015). Την ίδια στιγμή, το ακριβώς αντίθετο απ’ το Λαφαζάνη υποστήριζε ο συνοδοιπόρος του Στ.Λεωτσάκος: «Οι 47 σελίδες δεν είναι πρόταση της κυβέρνησης… Η πρόταση της κυβέρνησης είναι οι προγραμματικές της δεσμεύσεις (…)» (ΑΝΤ1, 8/6/2015). 
Συνειδητή πολυγλωσσία, αισχρός τυχοδιωκτισμός και άλλα λόγια ν’αγαπιόμαστε.
  • Παρίσταναν τους «κωφούς» και τους «μουγγούς» όταν η συγκυβέρνηση στην οποία συμμετείχαν έβαζε τη χώρα ακόμη βαθύτερα στους ενδοιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς προσφέροντας μάλιστα, δια στόματος Καμμένου, νέα στρατιωτική βάση στο ΝΑΤΟ! 
Που ήταν επί επτά μήνες οι κύριοι της «Λαϊκής Ενότητας» (που είχαν και υπουργική θέση στο Υπουργείο Άμυνας) όταν βάθαινε η ΝΑΤΟποίηση του Αιγαίου και η κυβέρνηση της Αριστεράς αναδεικνύονταν στον καλύτερο μαθητή της ΝΑΤΟϊκής συμμαχίας; 

Γιατί βγαίνουν τώρα στα «κεραμίδια» υποδυόμενοι, τάχα, τους αντι-ιμπεριαλιστές και τότε σιωπούσαν;


unnamed2
Η «Λαϊκή Ενότητα» είναι πολιτικό παιδί του ΣΥΡΙΖΑ. 
Βασίζει την πολιτική της ύπαρξη στο κάλπικο δίλημμα «μνημόνιο-αντιμνημόνιο»το οποίο σερβίρει με γερές δόσεις δραχμολαγνείας και επαναστατικής φανφάρας. 
Οι κύριοι της ΛΑ.Ε. έχουν ως πολιτικό και ιδεολογικό τους «ευαγγέλιο» τη μυθοπλασία της δήθεν φιλολαϊκής διαχείρησης του Καπιταλισμού, της καπιταλιστικής Ελλάδας της δραχμής, συσκοτίζοντας έτσι τον πραγματικό αντίπαλο του εργαζόμενου λαού: την τάξη των καπιταλιστών, την εξουσία των μονοπωλίων, την ταξική φύση του ίδιου του αστικού κράτους το οποίο η ΛΑ.Ε. φιλοδοξεί να διαχειριστεί.
Το θράσος με το οποίο εγκαλούν το ΚΚΕ- επειδή αρνείται να συμπράξει στο φθηνό θέατρο σκιών που οι ίδιοι έχουν στήσει- είναι παροιμιώδες. 
Αν είναι κάποιοι που πρέπει να απολογηθούν στα λαϊκά στρώματα και την εργατική τάξη, για την στήριξη που παρείχαν στη μνημονιακή συγκυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου, αυτοί είναι οι κύριοι της «Λαϊκής Ενότητας».
Αν είναι κάποιοι που οφείλουν να ντρέπονται για την πλάτη που έβαλαν στον εξευτελισμό και το κουρέλιασμα της έννοιας της Αριστεράς από τον ΣΥΡΙΖΑ, αυτοί είναι οι κύριοι της «Λαϊκής Ενότητας». 
Ασφαλώς, από τους εκπροσώπους του «Λαφαζανισμού», από αυτούς που στο διάβα της πολιτικής τους ιστορίας επιχείρησαν (ανεπιτυχώς) να διαλύσουν το ΚΚΕ το 1990, που πρωτοστάτησαν στον Συνασπισμό που ψήφιζε την Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992, που έπαιξαν στο «χρηματιστήριο» του αστικού πολιτικού συστήματος την υποτιθέμενη ιδεολογία τους, δεν περιμένει κανείς αυτοκριτική.
Τον δρόμο της λαϊκής εξαπάτησης, της κουτοπονηριάς και του τυχοδιωκτισμού που επέλεξαν θα τον περπατήσουν μόνοι, μαζί με τα υπόλοιπα οπορτουνιστικά-ρεφορμιστικά μορφώματα με τα οποία έχουν πολιτικά «συμπεθεριάσει».
 Το ΚΚΕ και το μαζικό εργατικό-λαϊκό κίνημα, οι «επιστήμονες του οπορτουνισμού» –όπως τους χαρακτήριζε ο Χαρίλαος Φλωράκης- δεν κατάφεραν, ούτε πρόκειται να καταφέρουν να το βάλουν στο τσεπάκι τους.
* υποψ. διδάκτωρ πολιτικών επιστημών και ιστορίας