,,είναι εντυπωσιακή η αδυναμία τους να αναρωτηθούν τα αυτονόητα: «Τι θέλουμε εδώ»; «Γιατί τους στηρίζουμε και τους τροφοδοτούμε»; «Έχουμε περισσότερα κοινά με τους προδότες της εργατικής τάξης παρά με το ΠΑΜΕ»; «Ποιους εξυπηρετούμε»;,,
Ανέβαινε η μεγάλη απεργιακή διαδήλωση του ΠΑΜΕ την Πανεπιστημίου, ξετυλίγοντας το ταξικό λαϊκό κουβάρι της συγκέντρωσης στην Ομόνοια και τους γύρω δρόμους. Ομόνοια, Αιόλου, Πανεπιστημίου, Σύνταγμα, Β. Σοφίας, πρεσβεία των φονιάδων των λαών Αμερικάνων. Στο Σύνταγμα η κορυφή, στην Ομόνοια το τέλος. Παρακάμπτοντας 40 πανό και καμιά τετρακοσαριά νοματαίους (περίπου 10 ανά πανό) που ‘χαν απλωθεί ως ξινός τραχανάς της αισχρής εργατοπατερίστικης συμπόρευσης στο ύψος της Κλαυθμώνος.
«Αραία-αραία να φαινόμαστε καμία δεκαρέα». Οι πεμπτοφαλαγγίτες εργατοπατέρες και τα δεκανίκια των ομάδων και των γκρουπούσκουλων που τους ακολουθούν.
Οι Παναγόπουλοι, οι μεταμνημονιακώς αντιμνημονιακοί Λαετζήδες, η κωμική Πλεύση, το σχιζοφρενικό ΕΠΑΜ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Όλοι μαζί κι όμως αθλίως λειψοί και θλιβεροί. Ακόμη κι αν δεχθούμε την αθωότητα των συναθροισμένων (όχι όμως και των ηγετίσκων τους), είναι εντυπωσιακή η αδυναμία τους να αναρωτηθούν τα αυτονόητα: «Τι θέλουμε εδώ»; «Γιατί τους στηρίζουμε και τους τροφοδοτούμε»; «Έχουμε περισσότερα κοινά με τους προδότες της εργατικής τάξης παρά με το ΠΑΜΕ»; «Ποιους εξυπηρετούμε»;
Αδυνατούν να αντιληφθούν πως συμπορευόμενοι με τους εργατοπατέρες, τους νομιμοποιούν, στηρίζουν τους βρικόλακες της τάξης τους,πριονίζουν και διασπούν το εργατικό κίνημα, μάλιστα σε ιδιαίτερα δύσκολες στιγμές γενικής επίθεσης εναντίον των εργαζόμενων και των δικαιωμάτων τους.
Αδυνατούν να καταλάβουν πως χωρίς αυτούς – έστω τους μερικούς εκατοντάδες, οι πουλημένοι εργατοπατέρες δεν θα ‘βρισκαν ούτε βαστάζους για τα πανό τους.
,,Στον αντίποδα όσων ισχυρίζονταν η αστική προπαγάνδα, οι έλληνες εργαζόμενοι, οι λαϊκές οικογένειες κινδυνεύουν να χάσουν τα σπίτια τους από τις τράπεζες.
Με την έναρξη των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών οι κατοικίες χιλιάδων λαϊκών οικογενειών αναμένεται να «βγουν στο σφυρί», να γίνουν «βορά» για τις τράπεζες και τα κέρδη των επιχειρηματικών ομίλων.
Από τα πλέον χιλιοειπωμένα τερατώδη ψέματα που έσπερνε επί δεκαετίες στο λαό η αντικομμουνιστική προπαγάνδα ήταν πως σε περίπτωση που επικρατούσε ο κομμουνισμός θα έχαναν τις κατοικίες τους.
Γενιές ολόκληρες μεγάλωσαν με τον φόβο που διέδιδαν τα φερέφωνα της εκάστοτε αστικής εξουσίας, πως αν έρθουν οι κομμουνιστές στην εξουσία
«θα μας πάρουν τα σπίτια και τα χωράφια». Έτσι δεν έλεγαν;
Έκτοτε πέρασαν πολλά χρόνια για να έρθει η στιγμή, στην Ελλάδα της καπιταλιστικής οικονομίας,
στην Ελλάδα των αστών, να γκρεμιστεί ένας αντικομμουνιστικός μύθος δεκαετιών.
Στον αντίποδα όσων ισχυρίζονταν η αστική προπαγάνδα, οι έλληνες εργαζόμενοι, οι λαϊκές οικογένειες κινδυνεύουν να χάσουν τα σπίτια τους από τις τράπεζες.
Με την έναρξη των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών οι κατοικίες χιλιάδων λαϊκών οικογενειών αναμένεται να «βγουν στο σφυρί», να γίνουν «βορά» για τις τράπεζες και τα κέρδη των επιχειρηματικών ομίλων.Έτσι λειτουργεί ο καπιαλισμός.
Μιας όμως και φέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια από το κοσμοϊστορικό γεγονός της Μεγάλης Οκτωβριανής Επανάστασης, αξίζει να θυμηθούμε πως αντιμετωπίζονταν το ζήτημα της κατοικίας στην ΕΣΣΔ, τη χώρα των κομμουνιστών που θα μας… «έπαιρναν τα σπίτια». Σε πλήρη αντίθεση με το αδηφάγο καπιταλιστικό σύστημα, στο σοσιαλισμό το ζήτημα της στέγης δεν εξαρτιόταν από το οικονομικό επίπεδο των ανθρώπων.
Το ίδιο Σύνταγμα της ΕΣΣΔ εξασφάλιζε το δικαίωμα της κατοικίας με χαμηλό ενοίκιο και χαμηλή πληρωμή (κατα μέσο όρο το 3% του οικογενειακού προϋπολογισμού) για τις υπηρεσίες κοινωνικής ωφέλειας.
Η ΕΣΣΔ κινητοποιούσε όλους τους αναγκαίους πόρους προκειμένου για να αντιμετωπίσει το στεγαστικό πρόβλημα. Έτσι, κάθε χρόνο μεγάλωναν οι πιστώσεις για την κατασκευή κατοικιών.
Είχε εγκαινιάσει βιομηχανικές μεθόδους, που εξασφάλιζαν, χωρίς προηγούμενο, ρυθμούς παράδοσης άνετων διαμερισμάτων: 2.200.000 το χρόνο. Ο αριθμός αυτός ήταν ανώτερος από αυτόν που έδιναν όλες οι χώρες της ΕΟΚ μαζί, καθώς και οι ΗΠΑ (“Ρ”, 26/1/2006).
Οι κομμουνιστές λοιπόν- αυτοί που θα μας «έπαιρναν τα σπίτια»– είναι αυτοί που έδωσαν σπίτια στο λαό, που κατοχύρωσαν συνταγματικά το δικαίωμα του εργαζόμενου να έχει στέγη, να μη ζει με το φόβο ότι θα βρεθεί στο δρόμο. Απεναντίας, οι καπιταλιστές
ζητούν απ’ τον κοσμάκη να δώσει ότι έχει και δεν έχει, προκειμένου να βγουν αλώβητοι από την κρίση που οι ίδιοι δημιούργησαν.
Έτσι, αφού πέταξαν στον κάλαθο της ανεργίας 1,5 και πλέον εκατομμύριο ανθρώπους, αφού πετσόκοψαν μισθούς και συντάξεις, αφού φοροαφαίμαξαν τους εργαζόμενους μέχρι τελευταίας σταγόνας, ζητούν να πάρουν τώρα και τα σπίτια των ανθρώπων!
Αυτός είναι ο καπιταλισμός – βάρβαρος, αδίστακτος και αδηφάγος.
Και θα συνεχίσει να γίνεται ολοένα και χειρότερος, ολοένα και πιο επιθετικός.
Μέχρι να αποφασίσει ο εργαζόμενος λαός να πάρει στα χέρια του τον πλούτο που παράγει και να γίνει πραγματικός νοικοκύρης στον τόπο του.
Νίκος Μόττας Γεννήθηκε το 1984 στη Θεσσαλονίκη. Είναι υποψήφιος διδάκτορας (Phd) Πολιτικής Επιστήμης, Διεθνών Σχέσεων και Ιστορίας. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες από το Πανεπιστήμιο Westminster του Λονδίνου και είναι κάτοχος δύο μεταπτυχιακών τίτλων (Master of Arts) στις διπλωματικές σπουδές (Παρίσι) και στις διεθνείς διπλωματικές σχέσεις (Πανεπιστήμιο Τελ Αβίβ). Άρθρα του έχουν δημοσιευθεί σε ελληνόφωνα και ξενόγλωσσα μέσα.
,,Στις φυλακές των ΗΠΑ (πολιτειακές, ομοσπονδιακές, ιδιωτικές) σήμερα, κρατούνται πάνω από 2,3 εκατομμύρια άνθρωποι.[2]
Βάσει των ίδιων στατιστικών, 2,7 εκατομμύρια παιδιά έχουν τον ένα γονιό τους στις φυλακές.
Ο εγκλεισμός, συν τω χρόνω, όλο και περισσότερων αμερικανών στις φυλακές έχει αναχθεί σε μια εξόχως επικερδή δραστηριότητα – βιομηχανία για την αμερικάνικη (καπιταλιστική) οικονομία.
Στην οποία αποτυπώνεται αγρίως η καταναγκαστική εργασία των κρατουμένων, φαινόμενο που τείνει να γενικευτεί.
Εργασία που, στην καλύτερη των περιπτώσεων, αμείβεται με 1,25 δολάρια την ώρα, δηλαδή μόλις δέκα (10) δολάρια το 8ωρο!,,
Οι ΗΠΑ αντιστοιχούν στο 5% του παγκόσμιου πληθυσμού. Οι φυλακισμένοι τους αντιστοιχούν στο 25% (!!!) του παγκόσμιου πληθυσμού φυλακισμένων. Στις αμερικάνικες φυλακές – πραγματικά στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας, κρατούνται σήμερα μισό εκατομμύριο περισσότεροι άνθρωποι απ’ ότι στην Κίνα, της οποίας ο πληθυσμός είναι πενταπλάσιος των ΗΠΑ.[1]
Κατά δήλωση της Σάλι Γιέϊτς, της αμερικανίδας αναπληρώτριας γενικής εισαγγελέα, από τη δεκαετία του ’80, ενώ ο πληθυσμός της χώρας αυξήθηκε κατά 30% ο αντίστοιχος στις φυλακές έχει αυξηθεί κατά 800%.
Στις φυλακές των ΗΠΑ (πολιτειακές, ομοσπονδιακές, ιδιωτικές) σήμερα, κρατούνται πάνω από 2,3 εκατομμύρια άνθρωποι.[2]
Βάσει των ίδιων στατιστικών, 2,7 εκατομμύρια παιδιά έχουν τον ένα γονιό τους στις φυλακές.
Ο εγκλεισμός, συν τω χρόνω, όλο και περισσότερων αμερικανών στις φυλακές έχει αναχθεί σε μια εξόχως επικερδή δραστηριότητα – βιομηχανία για την αμερικάνικη (καπιταλιστική) οικονομία.
Στην οποία αποτυπώνεται αγρίως η καταναγκαστική εργασία των κρατουμένων, φαινόμενο που τείνει να γενικευτεί.
Εργασία που, στην καλύτερη των περιπτώσεων, αμείβεται με 1,25 δολάρια την ώρα, δηλαδή μόλις δέκα (10) δολάρια το 8ωρο!
Οι φυλακές – στρατόπεδα τείνουν να ιδιωτικοποιούνται. Ενώ δέκα χρόνια πριν υπήρχαν μόνο πέντε (5) ιδιωτικές φυλακές με περίπου 2.000 κρατούμενους, σήμερα έχουν φτάσει τις εκατό (100) με 62.000 έγκλειστους.
Στο τέλος της δεκαετίας, ο αριθμός κρατουμένων στις ιδιωτικές φυλακές θα φτάσει τους 360.000.
Στον τομέα ήδη δραστηριοποιούνται 18 εταιρείες σε 27 αμερικανικές πολιτείες.
Πρόκειται για την μεγαλύτερη εμπορική δραστηριότητα στο σύμπλεγμα σωφρονισμού των ΗΠΑ. Για παράδειγμα, η ομοσπονδιακή υπηρεσία μετανάστευσης και τελωνείων πληρώνει στη CCA[3] 90 δολάρια την ημέρα για κάθε κρατούμενο στις ιδιωτικές φυλακές.[4]
Σε πάνω από 37 πολιτείες έχει νομιμοποιηθεί η χρήση της εργατικής δύναμης των κρατουμένων από εταιρείες, με αποτέλεσμα πολλές να εγκαθιστούν τις παραγωγικές δραστηριότητές τους εντός των φυλακών. Σύμφωνα με την έρευνα της Palaez, στη σχετική λίστα περιλαμβάνεται η αφρόκρεμα των αμερικανικών εταιρειών:
ΙΒΜ, Boeing, Motorola, Microsoft, Dell, Compaq, Intel, Texas Instruments και πολλές άλλες.
Στρατόπεδα συγκέντρωσης – φυλακές. Η νέα μορφή δουλείας που επιβάλλεται στις ΗΠΑ
μέσω των φυλακών-κάτεργων καταναγκαστικής εργασίας.
[1] Αποκαλυπτική έρευνα που υπογράφει η Περουβιανή δημοσιογράφος Vicky Palaez, ρεπόρτερ ερευνήτρια της ισπανόφωνης εφημερίδας της Νέας Υόρκης El Diario La Presna
[2] Σύμφωνα με το ανεξάρτητο, μη κερδοσκοπικό Κέντρο Έρευνας για την Παγκοσμιοποίηση (Centre for Research on Globalization, CRG), που εδρεύει στο Μόντρεαλ του Καναδά.
[3] Μεγάλη εταιρία ιδιωτικών φυλακών. Μαζί με την Wackenhut –ο γνωστός πολυεθνικός όμιλος υπηρεσιών ασφαλείας–, ελέγχουν το 75% της «αγοράς».
Κομμουνιστικό Κόμμα Τουρκίας: Νόθο το δημοψήφισμα, χωρίς λαϊκή νομιμοποίηση η κυβέρνηση Ερντογάν
“Αυτό το δημοψήφισμα φέρει τα σημάδια της τυραννίας και της απάτης”
αναφέρει σε ανακοίνωση της η Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος Τουρκίας (TKP) που καλεί την εργατική τάξη και το λαό της χώρας
“να ενωθεί, να δράσει οργανωμένα και να μη δεχθεί τετελεσμένα γεγονότα”.
Η αντίδραση του TKP ήρθε μόλις λίγα λεπτά μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων του αμφιλεγόμενου δημοψηφίσματος από την κυβέρνηση Ερντογάν και την οριακή επικράτηση του “Ναι” με 51.4%.
Το ΚΚ Τουρκίας χαρακτηρίζει “κοροϊδία του λαού” τους πανηγυρισμούς της κυβέρνησης και του κυβερνώντος κόμματος, επισημαίνοντας τις προσπάθειες αλλοίωσης του αποτελέσματος και το γεγονός ότι θεωρήθηκαν έγκυρα και ψηφοδέλτια χωρίς σφραγίδες.
Η ανακοίνωση αναφέρει μεταξύ άλλων: “Είναι μάταιο για το AKP (σ.σ: το κυβερνών κόμμα), το οποίο διοικεί τη χώρα σύμφωνα με τα συμφέροντα των εχθρών του εργαζόμενου λαού, τις καπιταλιστικές δυνάμεις και τα μονοπώλια,
να προσπαθεί ακόμη μια φορά να επιβιώσει βασιζόμενο σε αυτές τις δυνάμεις”.
Της ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων του δημοψηφίσματος ακολούθησε σωρεία αντικυβερνητικών διαδηλώσεων στην Κωνσταντινούπολη και σε άλλες πόλεις, με τους Τούρκους κομμουνιστές να πρωτοστατούν.
“Η πιθανότητα να δεχθεί η κοινωνία το “Ναι” είναι μηδενική”
υπογραμμίζει, μεταξύ άλλων, η ανακοίνωση του TKP που επισημαίνει το γεγονός ότι η ψήφος υπέρ του “Όχι” κυριάρχησε στα μεγάλα αστικά κέντρα (Κωνσταντινούπολη, Άγκυρα, Σμύρνη) τα οποία θεωρούνταν εκλογικά προπύργια της κυβέρνησης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το ΚΚ Τουρκίας -παρά το όργιο κυβερνητικής τρομοκρατίας και της απαγόρευσης συγκεντρώσεων που του επιβλήθηκε- βγήκε τις προηγούμενες μέρες στους δρόμους, καλώντας το λαό σε απόρριψη των συνταγματικών μεταρρυθμίσεων.
Το σύνθημα του TKP ήταν “Yetmez ama Hayir” (“Όχι”, αλλά αυτό δεν αρκεί),
αναδεικνύοντας ότι, πέραν της αρνητικής ψήφου στο δημοψήφισμα, προέχει η πάλη της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων της χώρας απέναντι στο κεφάλαιο και την εξουσία του.
Με το σύνθημα “Boyun Egme”
(Μην παραδίνεσαι)
και την προσπάθεια να συνειδητοποιηθεί η ανάγκη για γενικότερη ρήξη με το καπιταλιστικό σύστημα, το TKP συνεχίζει, μέσα σε ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες, την προσπάθεια για να ξημερώσουν καλύτερες μέρες για το λαό της γειτονικής χώρας.
πού δεν δουλεύουν, τι δεν τρώνε, πόσο δεν ζυγίζουν, πόσο δεν μετρούν, τι δεν έχουν, τι δεν σκέφτονται, τι δεν ψηφίζουν, τι δεν πιστεύουν…Μόνο που δεν ξέρουμε γιατί οι φτωχοί είναι φτωχοί…Μήπως γιατί η γύμνια τους μας ντύνει και η πείνα τους μας δίνει να φάμε;
Με τα παραπάνω λόγια στο «Τα παιδιά των Ημερών» ο Εντουάρντο Γκαλεάνο βάζει το νυστέρι στη συνείδηση των ασυνείδητων που δεν «θέλουν να ξέρουν» τις ρίζες της φτώχειας γιατί αυτό θα σήμαινε ότι πρέπει να τεθεί τέρμα στον πλούτο τους.
Αυτό το νυστέρι το κρατούσε μια ζωή στο χέρι μαζί με την πένα ή μάλλον η πένα του ήταν το νυστέρι και πώς να γίνει αλλιώς;
Η μαρτυρική πορεία των χωρών αυτών κάτω από το ζυγό της αποικιοκρατίας και μετά από διάφορες «ανεξαρτητοποιήσεις» κάτω από το ζυγό των νέων μορφών αποικιοκρατίας με την ατέλειωτη ακολουθία δικτατορικών καθεστώτων δεν μπορούσε παρά να αποτελέσει τη βασανιστική ύλη των λογοτεχνών-στοχαστών της.
Συνεπώς η κοινωνική αδικία με τις κραυγαλέες ανισότητες ήταν και για τον Γκαλεάνο η κινητήρια δύναμη της πένας του χρησιμοποιώντας τη λογοτεχνία σαν όπλο στην ιδεολογική πάλη.
Πορεία ζωής και ιδεολογική πάλη
Ο Εντουάρντο Γκαλεάνο πέθανε φέτος (2015) στις 13 Απριλίου ένα χρόνο μετά από το φυσικό θάνατο στις 17 Απριλίου 2014 μιας άλλης εμβληματικής φυσιογνωμίας των λατινοαμερικανικών γραμμάτων, του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες.
Ωστόσο και ο Γκαλεάνο σίγουρα θα συνεχίσει να ζει μέσα από το έργο του.
Γεννήθηκε το 1940 στο Μοντεβιντέο, πρωτεύουσα της Ουρουγουάης, και ξεκίνησε την πορεία του από τη δημοσιογραφία εργαζόμενος σε διάφορα περιοδικά.
Το 1961 έγινε διευθυντής της εφημερίδας «Εποχή» και από το 1960 μέχρι το 1964 ήταν αρχισυντάκτης της εβδομαδιαίας επιθεώρησης «Πορεία» που είχε δημιουργηθεί το 1939 από μια ομάδα προοδευτικών διανοουμένων, σαν όργανο πάλης ενάντια στο φασισμό που τότε είχε θριαμβεύσει στην Ισπανία και στη Γερμανία απειλώντας όλη την Ευρώπη.
Την επιθεώρηση αυτή τη διέπνεε ένας βαθύς αντιαμερικανισμός και υπεράσπιζε σοσιαλιστικές και αντιιμπεριαλιστικές ιδέες.
Έπαιξε σημαντικό ρόλο στα πολιτικά και πνευματικά τεκταινόμενα της Ουρουγουάης προωθώντας την προοδευτική νοτιοαμερικανική λογοτεχνία και, βεβαίως, συμβάλλοντας στην ανατροπή της δικτατορίας.
Το 1973 η στρατιωτική χούντα έκλεισε το περιοδικό και ο Γκαλεάνο, που σαν διευθυντής σύνταξης είχε παίξει καθοριστικό ρόλο στην ιδεολογική κατεύθυνση του περιοδικού, εξορίζεται και πάει στην Αργεντινή, όπου ιδρύει το λογοτεχνικό περιοδικό «Κρίση» ώσπου να επιβληθεί και εκεί, το 1976, η στρατιωτική δικτατορία.
Στη συνέχεια πήγε στη Βαρκελώνη. Το 1985 επέστρεψε στην πατρίδα του όπου έζησε το υπόλοιπο της ζωής του.
Έργα φωτιάς
Τα πιο εμβληματικά έργα του Εντουάρντο Γκαλεάνο είναι χωρίς αμφιβολία τα μεταφρασμένα και στα ελληνικά «Οι ανοιχτές φλέβες της Λατινικής Αμερικής» (1971), μια καλά τεκμηριωμένη καταδίκη του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, και η τριλογία «Μνήμη της Φωτιάς» (1982-1986) (Ι. «Γεννήσεις», ΙΙ. «Πρόσωπα και Μάσκες, ΙΙΙ. «Ο αιώνας του Ανέμου») στο οποίο με μικρά χρονογραφήματα σε γλώσσα «στακάτο» επιγραμματικό, δίνει την ιστορία της Νότιας Αμερικής από τις απαρχές της Κατάκτησης μέχρι σήμερα.
Συνέχισε αυτό το στυλ με το πιο πρόσφατο «Καθρέφτες. Μια σχεδόν παγκόσμια Ιστορία» (2008). Αλλά και τα δοκίμιά-μαρτυρίες του δίνουν με γλαφυρή συντομία και απλότητα –χωρίς ωστόσο να πέσουν σε απλοϊκότητα – την πεμπτουσία των μαρτυρικών δρώμενων σε χώρες της Νότιας και Κεντρικής Αμερικής, όπως το εξαιρετικό «Γουατεμάλα, κλειδί της Λατινικής Αμερικής» (1967).
Πάντα υπέρμαχος της κουβανικής Επανάστασης συμμετείχε για πολλά χρόνια στη σύνταξη της επιθεώρησης «Casa de las Americas» που εκδίδεται στην Αβάνα.
Ο Γκαλεάνο έχει χειριστεί πολλά είδη του γραπτού λόγου, αλλά τελικά δημιούργησε ένα νέο είδος γραφής σβήνοντας τα σύνορα ανάμεσα στα λογοτεχνικά είδη. Άλλωστε με το έργο του ήθελε να σβήσει και άλλα σύνορα.
Σε μια συνέντευξη στην οποία τον χαρακτήρισε η δημοσιογράφος «διανοούμενο» δεν έδειχνε και πολύ χαρούμενος με το χαρακτηρισμό αυτό εξηγώντας ότι γι’ αυτόν δεν υπάρχουν σύνορα ανάμεσα
στο νου- σκέψη και το συναίσθημα, δεν του αρέσει ο διαχωρισμός της καρδιάς από τη λογική καθιερώνοντας τον όρο «στοχαζόμενος με συναίσθημα» («sentipensando”).
Στα έργα του αναμειγνύονται η φαντασία, ο μύθος, η μαρτυρία και η κοινωνική ανάλυση.
Πετυχημένες «ατάκες» του έχουν πολλαπλά δημοσιευθεί και παρατεθεί.
Διαχρονικές «φλογισμένες» μνήμες της παγκόσμιας πάλης των λαών
Μία μία παίρνει τις χώρες της Λατινικής Αμερικής γράφοντας σελίδες από την ιστορία αγώνων τους, των απεργιών, των Πρωτομαγιών,
όπως στο «Μνήμη της Φωτιάς» για το Ελ Σαλβαντόρ: «Η Ρωσική Επανάσταση και οι παγκόσμιοι εργατικοί και απελευθερωτικοί αγώνες έριξαν τους σπόρους τους στη Λατινική Αμερική κατά τις δεκαετίες 1920 και 1930.
Στο Ελ Σαλβαντόρ η παράδοση των αγώνων των Ινδιάνων που τον 19ο αιώνα (1833) αγωνίστηκαν με επικεφαλής τον ηγέτη Ακίνο για ανακατανομή της γης, συνεχίστηκε με την ανάπτυξη εργατικών αγώνων και την ίδρυση του κομμουνιστικού κόμματος (1832). Θρυλικές μορφές του κομμουνιστικού κόμματος ήταν ο Φαραμπούντο Μαρτί και ο Μιγκέλ Μάρμολ.
Ο Φαραμπούντο Μαρτί εκτελέστηκε το 1832 μετά την αποτυχημένη εξέγερση.
Ο Μιγκέλ Μάρμολ γλύτωσε μέσα από το σωρό των εκτελεσμένων και η υπόλοιπη ζωή του ήταν ένας διαρκής αγώνας για την προάσπιση των εργατικών δικαιωμάτων.
Διέσχισε όλες τις χώρες της Νότιας Αμερικής καταγγέλλοντας, οργανώνοντας και πολεμώντας. Πέθανε στην Κούβα το 1975.
Η επανάσταση του 1932 έφερε τους καρπούς της. Το 1974 ιδρύθηκε το απελευθερωτικό μέτωπο «Φαραμπούντο Μαρτί» που οργάνωσε ένοπλο επαναστατικό αγώνα. Παρά τη συντριβή του σήμερα το μέτωπο αυτό στο Ελ Σαλβαντόρ αποτελεί τη μόνη δύναμη που πολεμάει τη ντόπια ολιγαρχία και τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις των ΗΠΑ».
Στο ίδιο στυλ μιλάει χρονογραφικά για τη Χιλή, το Εκουαδόρ, τη Νικαράγουα, τη Γουατεμάλα, την Κούβα και άλλες χώρες για αγώνες των ιθαγενών, των εργατών, των αγροτών, καθώς και για τις αιματηρές ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις.
Δεν μπορούν όμως οι εξαιρετικά σύντομες φράσεις και εκφράσεις να αποκρύψουν τη συμπυκνωμένη οργή αυτού του γιού ενός τμήματος του μαρτυρικού και πάντα με «ανοιχτές φλέβες» «Τρίτου Κόσμου». ‘
Ισα ίσα το απέριττο αυτό ύφος τονίζει, αλλά και ελέγχει την οργή .
Τα έργα του Εντουάρντο Γκαλεάνο αφήνουν λίγα περιθώρια για λογοτεχνική ανάλυση ακριβώς επειδή μιλούν από μόνα τους με μια ασυνήθιστη αμεσότητα και κάπως εύκολα απομονώνει κανείς αποσπάσματα από τα συμφραζόμενα.
Τα μηνύματα μοιάζουν να μην έχουν ανάγκη από συμφραζόμενα, αλλά πυροβολούν από μόνα τους.
Ίσως γι αυτό τόσο συχνά κυκλοφορούν τόσα τσιτάτα του Γκαλεάνο.
Ο Γκαλεάνο ήξερε πολύ καλά ποιοι είναι οι πραγματικοί ένοχοι της μιζέριας τόσων λαών κι ας μην αναδεικνύουν τα λεχθέντα του πάντα με σαφήνεια τους ταξικούς διαχωρισμούς.
Και το εκφράζει πότε ειρωνικά, πότε άμεσα, όπως στις ατάκες «Οι θεωρίες του Μίλτον Φρίντμαν (Αμερικανός οικονομολόγος, κατ’ εξοχήν υποστηρικτής του νεοφιλελευθερισμού, Α.Ι.) του έδωσαν το βραβείο Νόμπελ, στη Χιλή της έδωσαν το στρατηγό Πινοσέτ»,
«Η παγκόσμια οικονομία είναι η πιο αποτελεσματική έκφραση του οργανωμένου εγκλήματος. Οι διεθνείς οργανώσεις που ελέγχουν το νόμισμα, το εμπόριο και την πίστωση ασκούν τρομοκρατία ενάντια στις φτωχές χώρες και ενάντια στους φτωχούς όλων των χωρών…».
Και: «Τώρα τα βασανιστήρια ονομάζονται παράνομοι εξαναγκασμοί. Η προδοσία ονομάζεται ρεαλισμός. Ο οπορτουνισμός λέγεται πραγματισμός. Ο ιμπεριαλισμός λέγεται παγκοσμιοποίηση. Και τα θύματα του ιμπεριαλισμού λέγονται χώρες αναπτυσσόμενες».
«Η ιστορία της Λατινικής Αμερικής είναι η ιστορία της λεηλασίας των φυσικών πόρων της»
Για όσους νομίζουν ότι ο Γκαλεάνο με την κριτική του έμεινε στο διαχειριστικό εποικοδόμημα του συστήματος, όπως τόσοι άλλοι προοδευτικοί της ηπείρου του, όχι σπάνια κάτω από την πίεση της επιλογής ανάμεσα στο να ακουστείς ή να μην ακουστείς ευρύτερα ή από φόβο για συνέπειες(εξορίες, βασανιστήρια κλπ.) και πρέπει να διαλέξεις διατυπώσεις που δεν σε θάβουν, μπορούμε να πούμε ότι εδώ κι εκεί επισημαίνει τη βαθύτερα αιτία, τον καπιταλισμό μιλώντας είτε μεταφορικά είτε κυριολεκτικά για την ανάγκη της κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής και ανταλλαγής και την απαλλοτρίωση της μεγάλης ιδιοκτησίας.
Επίσης επισημαίνει στην μπροσούρα του για το φασισμό
«Ημέρες και νύχτες του έρωτα και του πολέμου», ότι οι βασανιστές και οι δικτάτορες είναι πληρωμένοι υπάλληλοι- γραφειοκράτες που μπορούν να χάσουν τη θέση τους αν δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους.
Δεν χρειάζεται πολλή σκέψη για να καταλάβουμε ποιοι τους πληρώνουν…
Σε μια πολύ πρόσφατη συνέντευξή του στο ντοκιμαντέρ «Το αόρατο τείχος:
η λεηλασία προκαλεί την Έξοδο, η τραγωδία της αφρικανικής Εξόδου»
ο Γκαλεάνο με αφορμή τα σύγχρονα μαζικά πια κύματα προσφύγων προς την Ευρώπη από την Αφρική και τη Μέση Ανατολή μιλά για την ευρωπαϊκή καπιταλιστική συσσώρευση στη βάση της λεηλασίας της Αφρικής και της Αμερικής: «Πετούσαν στη θάλασσα τους νεκρούς της προηγούμενης νύχτας, νεκρούς από πληγές, αρρώστιες ή επειδή κρεμόντουσαν με τις ίδιες τις αλυσίδες τους. Αιώνες ταπείνωσης και αδειάσματος.
Οι νέοι άνθρωποι, το καλύτερο που διάθετε η Αφρική, γίνονταν εργατικό δυναμικό σκλαβωμένο στις φυτείες της Αμερικής έτσι σφραγίζοντας το πεπρωμένο γυναικών, αντρών και παιδιών για μερικές γενιές. Όλοι στην υπηρεσία της συσσώρευσης κεφαλαίων. Εκείνοι έγιναν το καύσιμο που κινούσε αυτή τη μηχανή που γέννησε αυτό που πριν ονομαζόταν καπιταλισμός και τώρα το ονομάζουν «οικονομία της αγοράς (…)».
Καθόλου περίεργο που η σημερινή κατάσταση ξυπνάει μέσα σ’ αυτό τον λαμπρό εκπρόσωπο της λογοτεχνίας και του στοχασμού της Λατινικής Αμερικής τον πόνο αιώνων.
Στην καταπολέμηση αυτής της εκμετάλλευσης αφιέρωσε όλη τη ζωή του.
Στις 27 Γενάρη 1945 οι στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού (60ή Στρατιά του 1ου Ουκρανικού Μετώπου) απελευθερώνουν τους 7.000 περίπου εναπομείναντες κρατούμενους του στρατοπέδου συγκέντρωσης του Άουσβιτς.
Με αφορμή αυτή την επέτειο δημοσιεύουμε το ποίημα του Μενέλαου Λουντέμη «Άουσβιτς», όχι όμως στη μορφή που το ξέρουμε σήμερα, όπως δημοσιεύτηκε στα ποιητικά του.
Αλλά όπως πρωτογράφτηκε τον Αύγουστο του 1947 και δημοσιεύτηκε στις 8 Σεπτέμβρη 1947 στην εφημερίδα «Ρίζος της Δευτέρας».
Είναι περίοδος που ξαναγεμίζουν οι τόποι εξορίας στα ελληνικά ξερονήσια και η σύνδεση στο ποίημα είναι προφανής.
Στα ποιητικά του που κυκλοφόρησαν από το «Δωρικό» και αργότερα από τα «Ελληνικά Γράμματα» το ποίημα διαφοροποιείται πάρα πολύ, προσπαθώντας να το κάνει επίκαιρο με βάση τα δεδομένα της εποχής, στηλιτεύει την αμερικανοκρατία (παραθέτουμε κι αυτή την εκδοχή).
Ποιος θα φωτίσει όλο τούτο το σκοτάδι, τη νύχτα που ’πεσε απάνω στις ζωές μας; Πριν να σιγήσει κι η ελπίδα στις φωλιές μας, ποιος θ’ ανατείλει απ’ τους κραδασμούς του κόσμου;
Ποιος θα διασχίσει όλο αυτόν τον παγετώνα, τα βήματά μας που ’χει δέσει μ’ αλυσίδες; Πριν να νεκρώσει απ’ του ψύχους τις αγκίδες, ποιος την καρδιά μας σαν φωτιά θα την ανάψει;
Ποιος θα αντέξει όλη αυτή την ανηφόρα που την ανάσα μας την κόβει σαν μαχαίρι; Πριν πάψει η δύναμη να σφίγγουμε το χέρι, ποιος στ’ ανηφόρι όρθιους θα μας κρατήσει;
Εμείς. Θα γίνουμε φωτιά μέσα στον πάγο. Λαός, θα γίνουμε το φως μέσα στη νύχτα. Εμείς. Θα σπάσουμε του ανήφορου το αδράχτι που γνέθει κάματο, υποταγή και ήττα.
Εμείς.
Κρατώντας πάλι κόκκινες σημαίες, λαός που τον δικό του δρόμο θα ανοίξει. Εμείς. Με ανάσα των νεκρών μας τους αγώνες, στις φλέβες το αίμα κι η οργή τους να κυλήσει.