Συνολικές προβολές σελίδας

Translate

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γεώργιος Παπανδρέου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γεώργιος Παπανδρέου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

04 Δεκεμβρίου, 2019

ΠΟΙΟΣ ΠΡΟΚΑΛΕΣΕ-ΕΠΕΔΙΩΞΕ-ΣΧΕΔΙΑΣΕ ΤΟΝ ΕΜΦΥΛΙΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ:

Διαβάστε το και κρατήστε το.

Το συμπέρασμα είναι ότι ο Δεκέμβριος ημπορεί να θεωρηθή «δώρον του υψίστου». Αλλά, δια να υπάρξη ο Δεκέμβριος, έπρεπε προηγουμένως να είχωμεν έλθει εις την Ελλάδα. Και τούτο ήτο δυνατόν μόνο με την συμμετοχήν και του ΚΚΕ εις την κυβέρνησιν, δηλαδή με τον Λίβανον. Και δια να ευρεθούν εδώ οι Βρετανοί, οι οποίοι ήσαν απαραίτητοι δια την Νίκην, έπρεπε προηγουμένως να είχεν υπογραφή το Σύμφωνον της Καζέρτας.

Από:

Αυτές τις πρώτες μέρες του Δεκέμβρη 1944, συνέβησαν εκείνα τα γεγονότα που οδήγησαν τελικά στον εμφύλιο. Πολλοί ακόμα άνθρωποι αναρωτιούνται: Ποιος προκάλεσε τον εμφύλιο; Ποιος τον επεδίωξε; Ποιος τον σχεδίασε;

Δείτε μια αποκαλυπτική επιστολή του «Γέρου της Δημοκρατίας τους», του πρωθυπουργού του Τσώρτσιλ, του (ας μη τον βρίσουμε άλλο) Γεωργίου Παπανδρέου στην «Καθημερινή» (δημοσιεύτηκε στις 2 Μαρτίου 1948). Κάντε ένα κουράγιο και διαβάστε το. Το καλύτερο είναι προς το τέλος…





«Φίλε κ. Διευθυντά,

Εις το χθεσινόν άρθρο σας, συνάγοντες «μάθημα» από το πάθημα της Τσεχοσλοβακίας, ενθυμείστε και τον ιδικόν μας Δεκέμβριον. Νομιμοποιείτε τοιουτοτρόπως την παρέμβασίν μου. Αλλά θα επεθύμουν πρώτα να διατυπώσω μερικάς γενικωτέρας απόψεις μου.

Γράφετε: «Το πάθημα της Τσεχοσλοβακίας πρέπει να μας διδάξει ότι ουδεμία λύσις υπάρχει μεταξύ της σταθεράς και ακάμπτου προσηλώσεως προς την εθνικήν μας ελευθερία από το ένα μέρος και της απολύτου υποδουλώσεώς μας από το άλλο. Οτι ουδεμία δήθεν ιδεολογική υποχώρησις ωφελεί. Με τους Σλάβους δυστυχώς συνεννόησις δεν υπάρχει».

Είμεθα σύμφωνοι. Και όπως γνωρίζετε είχον ανέκαθεν αυτήν την γνώμην, ακόμη και προ πέντε ετών, όταν τον Ιούλιον του 1943 απέστειλα από την κατεχόμενη Ελλάδα έκθεσιν προς την Ελληνικήν και την Βρετανικήν κυβέρνησιν και έκαμνα προβλέψεις δια το μέλλον, αι οποίαι σήμερον έχουν επαληθεύσει.

Πράγματι «ουδεμία δήθεν ιδεολογική υποχώρησις ωφελεί». Αλλά χρειάζεται διευκρίνισις: Δεν ωφελεί εάν δι’ αυτής επιδιώκωμεν να «κατευνάσωμεν» τον Κομμουνιστικόν Πανσλαβισμόν και να «συνεννοηθώμεν», όπως μωρώς επηγγέλετο το «Κέντρον».

Ωφελεί όμως δια να τον νικήσωμεν. Διότι όταν εις την μεγάλην ηθικήν δύναμιν της Ελευθερίας του Εθνους, υπέρ της οποίας παλαίομεν, προσθέσωμεν και την ηθικήν δύναμιν της Ατομικής Ελευθερίας και της Κοινωνικής Ευημερίας, τότε το ιδεώδες μας καθίσταται πλήρες και αντιστοίχως συντελείται πλήρως ο ηθικός αφοπλισμός του Κομμουνισμού.

Τότε κατακτώμεν ημείς και τας Μάζας και την Νεότητα, αυξάνομεν και τον αριθμόν και τον φανατισμόν του εθνικού μας Μετώπου και φθάνωμεν ασφαλέστερον εις την Νίκην. Αλλά βεβαίως υπό μίαν προϋπόθεσιν: Οτι αι ηθικαί αυταί δυνάμεις θα πρόκειται να συμπληρώσουν τας ενόπλους δυνάμεις του αγώνος και όχι να τας αναπληρώσουν – όπως φαίνεται να συνέβη εις την Τσεχοσλοβακίαν.

Και ερχόμεθα εις τον ιδικόν μας Δεκέμβριον. Γράφετε: «Ο Υψιστος μας έκαμε δώρον την Επανάστασιν και τα Δεκεμβριανά. Διότι τι θα συνέβαινε αν δεν εγίνοντο; Δια να μη γίνουν ήμεθα τότε εις κάθε υποχώρησιν έτοιμοι. Θα εδίδαμεν εις τους Κομμουνιστάς και ένα και δύο υπουργεία, ακόμα και πέντε. Σιγά – σιγά θα τους παραδίδαμεν – για να μη γίνει Επανάστασις και την Διοίκησιν και τον Στόλον και τον Στρατόν. Θα τους τα εδίδαμεν όλα».

Η διαφωνία μου είναι απόλυτος. Οχι ότι δεν υπήρξε «δώρον του Υψίστου» ο Δεκέμβρης… Αλλά ότι «θα τους τα εδίναμε όλα…». Διότι συνέβαινεν ακριβώς το αντίθετον: «Τους τα επαίρναμεν όλα…» Και διότι επεμείναμεν, απεφάσισαν την Στάσιν.

Γνωρίζω ότι υπάρχει ακόμη σύγχυσις, η οποία εμποδίζει την ορθήν εκτίμησιν εκείνης της εποχής. Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι δεν ημπορούν ακόμα να εννοήσουν. Και υπάρχουν άλλοι, οι οποίοι αρνούνται να εννοήσουν. Απαντώ διά τους πρώτους – και επίσης διά την Ιστορίαν – διότι οι άνθρωποι που θα έλθουν θα είναι απροκατάληπτοι και θα θέλουν να εννοήσουν.

Κατέχομαι από την συνείδησιν ότι χάριν εις την πολιτικήν την οποίαν ηκολούθησα κατά τους κρισιμώτατους εκείνους μήνας, κατά τους οποίους η Μοίρα με είχεν επιφορτίσει με την ευθύνην της Ελλάδος, κατέστη δυνατή η συντριβή της Κομμουνιστικής Τυραννίας η οποία τότε ήτο παντοδύναμος και εδυνάστευε την Ελλάδα. Και πιστεύω ότι η πορεία των γεγονότων – και εις την Ελλάδα και εις την Ευρώπην – επαληθεύει την πρόβλεψιν του μεγάλου Βρετανού ηγέτου, ο οποίος μου ετηλεγράφει τον Ιανουάριον του 1945 ότι «η πολιτική μου θα εύρη την οφειλομένην επιβράβευσίν της εις τας ημέρας που έρχονται».
Θα επικαλεστώ κείμενα:
Την 26η Απριλίου 1944, όταν ανέλαβα την Κυβέρνησιν εις το Κάιρο, διεκήρυξα το σύνθημα: «Μία Πατρίς, μία Κυβέρνησις, εις Στρατός».

Εις το Συνέδριον του Λιβάνου την 17ην Μαΐου 1944, ομιλών ενώπιον και των εκπροσώπων του ΚΚΕ, είπα: «Το κύριον επίμαχον θέμα είναι το στρατιωτικόν, το θέμα της υλικής δυνάμεως. Η ώρα είναι ιστορική και οφείλομεν να ομιλήσωμεν ευκρινώς και απεριφράστως. Εάν το ΕΑΜ έχει την πρόθεσιν να χρησιμοποιήσει την υλικήν του δύναμιν ως όργανον εμφυλίου πολέμου και εξοντώσεως των αντιπάλων του, και αύριον, μετά το πέρας του πολέμου, υπό το ψευδώνυμον της Λαϊκής Δημοκρατίας, ως όργανον δυναμικής επικρατήσεως επί της πλειοψηφίας του Ελληνικού λαού, τότε βεβαίως δεν υπάρχει στάδιον συνεννοήσεως. Το καθήκον μας τότε είναι να συνεγείρωμεν το έθνος και να επικαλεσθώμεν την επικουρίαν όλων των Μ. Συμμάχων μας εις τον διπλούν αγώνα και κατά του εξωτερικού εισβολέως και κατά του εσωτερικού εχθρού. Διότι ο Ελληνικός λαός δεν κάμνει επιλογήν τυράννων. Αρνείται την τυραννίαν…»

«Εάν όμως το ΕΑΜ έχει λάβει απόφασιν να εγκαταλείψη τους σκοπούς της δυναμικής επικρατήσεως και να αρκεσθή εις τα πολιτικά μέσα της πειθούς και αν κατά συνέπειαν δέχεται την κατάργησιν του ΕΛΑΣ καθώς και των άλλων ανταρτικών σωμάτων και την δημιουργίαν Εθνικού Στρατού, ο οποίος θα ανήκει μόνον εις την Πατρίδα και θα υπακούη εις τας διαταγάς της Κυβερνήσεως, τότε η συμμετοχή και του ΕΑΜ εις την Εθνικήν μας Ενωσιν θα ημπορή να θεωρήται γεγονός».

Την 6η Ιουλίου1944 απήντησα από το ραδιόφωνον του Καϊρου προς την Επιτροπήν των Βουνών, η οποία είχε ζητήσει επιπροσθέτως τα υπουργεία των Στρατιωτικών και των Εσωτερικών. Και είπα: «Αποδοχή των νέων όρων σημαίνει κατ’ ουσίαν: Στρατός ΕΑΜ. Ελεγχον της Αστυνομίας, της χωροφυλακής, της Διοικήσεως και της Δικαιοσύνης από το ΕΑΜ. Και έμπνευσιν της Παιδείας μας από το ΕΑΜ. Τώρα, πλέον, ημπορεί να γίνει πλήρης εξήγησις. Γνωρίζομεν τι μας ζητούν. Και απέναντι των αιτημάτων των λαμβάνωμεν επίσημον, υπεύθυνον θέσιν: Αρνούμεθα. Μας ζητούν να παραδώσουμε την Ελλάδα. Αρνούμεθα!

Την 21ην Αυγούστου 1944 συνηντήθην εις την Ρώμην με τον Βρετανόν Πρωθυπουργόν. Και όταν μου έθεσε το ερώτημα, ποια είναι η πολιτική μου, απήντησα: «Εξοπλισμός του Κράτους. Αφοπλισμός του ΕΑΜ».

Την 8ην Οκτωβρίου 1944 συνηντήθην πάλιν με τον Βρετανόν ηγέτην και τον υπουργόν των εξωτερικών κ. Ηντεν εις την Νεάπολιν της Ιταλίας. Εις το υπόμνημα το οποίον τους επέδωκα, προβλέπω ότι η επικείμενη Απελευθέρωσις θα είναι αναίμακτος και ότι κατόπιν το ΚΚΕ θα επιχειρήσει Στάσιν. Και οι δυο προβλέψεις επαληθεύθησαν. Εγραφα: «… Ελπίζω ότι το Εθνος θα εξέλθη από την δουλείαν ομαλώς και θα συντελεσθή αναιμάκτως η Απελευθέρωσις. Τούτο είναι ουσιώδες αλλά όχι οριστικόν. Το ΚΚΕ διαθέτει σήμερον δυναμικήν υπεροχήν χάρις εις τας οργανώσεις ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Οπως επανειλημμένως είχον την ευκαιρία να εξηγήσω, η Ελλάς αποτελείται σήμερον από μίαν μεγάλην αφοπλισμένην πλειοψηφίαν και αφετέρου από την ένοπλον μειοψηφίαν του ΚΚΕ. Εξάλλου η προσαρμογή του ΚΚΕ εις την Εθνικήν Ενωσιν έχει συντελεσθή υπό την σιωπηράν προϋπόθεσιν της παρουσίας εν Ελλάδι σημαντικών βρετανικών στρατιωτικών δυνάμεων. Εάν διεπιστούτο ότι ο όρος αυτός δεν υφίσταται, υπάρχει φόβος ότι το ΚΚΕ θα θέση εις ενέργειαν, κατά τρόπον συγκεκαλυμμένον ή απροκάλυπτον, την υλικήν του δύναμιν δια να γίνη κύριον της καταστάσεως. Τα ακόλουθα μέτρα είναι απαραίτητα προς αποτελεσματικήν αντιμετώπισιν της κρισίμου ταύτης καταστάσεως: 1) Η άμεσος αποστολή σημαντικών βρετανικών δυνάμεων. 2) Η άμεσος δημιουργία τακτικού Ελληνικού Στρατού και 3) Ο πλήρης εφοδιασμός της Ελλάδος».

Και την 18ην Οκτωβρίου 1944, εκφωνών τον λόγον της Απελευθερώσεως εις την πλατείαν Συντάγματος, επαναλάμβανον: «Βάσις του Εθνικού μας Στρατού δια το μέλλον θα είναι η τακτική στρατολογία. Θα γίνη συνείδησις και πράξις ότι ο Στρατός δεν βουλεύεται. Βουλεύεται μόνον ο Κυρίαρχος λαός, του οποίου την θέλησιν εκφράζει η Κυβέρνησις, και τας διαταγάς της κυβερνήσεως εκτελεί ο Στρατός… Θα γίνει συνείδησις και πράξις ότι ο Στρατός δεν ημπορεί να ανήκει ούτε εις κόμματα. Ανήκει μόνον εις την πατρίδα και υπακούει μόνον εις τας διαταγάς της Κυβερνήσεως…».

Και συνεπής προς την σταθεράν επαγγελίαν επηκολούθησε η εφαρμογή.

Η κυβέρνησις της Εθνικής Ενώσεως ανεσχηματίσθη εν Αθήναις την 23ην Οκτωβρίου. Και μετά δέκα ημέρας, την 3ην Νοεμβρίου 1944, προέβην εις τας ακολούθους ανακοινώσεις :

«Μετά την συντελεσθείσαν πλήρη Απελευθέρωσιν της Ελλάδος λήγει και η Αντίστασις. Είναι επομένως φυσικόν, ότι επακολουθεί η αποστράτευσις των Ανταρτικών Ομάδων ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ, η οποία ωρίσθη δια την 10ην Δεκεμβρίου.
Και όταν έφθασεν η ώρα της πραγματοποιήσεως και το ΚΚΕ διεπίστωσεν ότι αι αποφάσεις μου δεν ήσαν απλαί λέξεις, αλλά πράξεις, και ότι, αφοπλιζόμενον, θα μετεβάλλετο πλέον από παντοδύναμος δυνάστης εις μικρόν πολιτικόν κόμμα μειοψηφίας, απετόλμησεν την Στάσιν.

Τα κείμενα απήντησαν… Αποδεικνύουν ότι όχι μόνον δεν είμεθα διατεθειμένοι «να τα δώσωμεν όλα» – δια να μη γίνει Επανάστασις, αλλά αντιθέτως «να τα πάρωμεν όλα…», έστω και αν επρόκειτο να επακολουθήσει Επανάστασις την οποίαν είχομεν προπαρασκευασθή – με την παρουσίαν των Βρετανών, την άφιξιν της ταξιαρχίας του Ρίμινι, την συγκρότησιν της Εθνοφυλακής και την συγκέντρωσιν των χωροφυλάκων εις Αθήνας – δια ν’ αντιμετωπίσωμεν. Το Σάββατον 2 Δεκεμβρίου παραμονήν της Στάσεως, ετηλεγράφησα εις τον Βασιλέα: «Υπουργοί Ακρας Αριστεράς αρνηθέντες υπογράψουν αποστράτευσιν παρητήθησαν. Παραίτησις σημαίνει δυστυχώς απαρχήν εμφυλίου πολέμου. Με όσην αποφασιστικότητα εξηντλήσαμεν τας προσπαθείας μας δια την αποτροπήν του εμφυλίου πολέμου, με την ίδιαν αποφασιστικότητα θα υπερασπίσωμεν την Ελλάδα εναντίον των εσωτερικών της εχθρών. Εύχομαι εις τον Θεόν η τραγική περίοδος να είναι σύντομος και πλήρης η επιβολή του Νόμου προς πραγματικήν Απελευθέρωσιν του στενάζοντος Ελληνικού Λαού».

Ολαι αι άλλαι παραχωρήσεις μου προς το ΚΚΕ – αι οποίαι τόσον επεκρίνοντο τότε από ανθρώπους, οι οποίοι δεν είχον εμβαθύνει εις την υφισταμένην πραγματικήν κατάστασιν – ήσαν εντελώς δευτερεύουσαι και άνευ ουσιαστικής αξίας. Επειδή τότε μία ήτο η επείγουσα και υπέρτατη ανάγκη: Να αφοπλισθή το ΚΚΕ, και να εξοπλισθή το Κράτος. Κατόπιν, όλα τα άλλα, αυτομάτως θα επηκολούθουν.

Και δια τούτο η ημερομηνία της Αποστρατεύσεως – η 10η Δεκεμβρίου – έμενεν αμετακίνητος.

Οσοι θέλουν να κρίνουν δικαίως εκείνην την εποχήν, οφείλουν να αναπολήσουν την κατάστασιν του Απριλίου 1944, όταν ανέλαβον την Κυβέρνησιν.

Εις την Ανατολήν, αι ένοπλοι δυνάμεις μας είχον αποσυντεθεί από την Στάσιν. Και εις την Ελλάδα το ΚΚΕ είχε καταστή παντοδύναμον και είχε συγκροτήσει και την Κυβέρνησιν των Βουνών – την ΠΕΕΑ. Και η αγωνία, από την οποία αδιαλείπτως κατειχόμην ήτο: Πως θα καταλύετο; Δύο ήσαν τα στάδια δια να φθάσωμεν εις την Νίκην: Πρώτον, η έλευσις εις τας Αθήνας! Και δεύτερον, ο αφοπλισμός του ΚΚΕ.


Δια να έλθωμεν εις τας Αθήνας -ως αντίπαλοι του ΚΚΕ- δεν διεθέταμεν, δυστυχώς, ούτε εις το εσωτερικόν, ούτε εις το εξωτερικόν, ελληνικάς δυνάμεις, αριθμητικώς επαρκείς διά να αντιμετωπίσουν τας μυριάδας του ΕΛΑΣ, τακτικού και εφεδρικού, καθώς και την ευρυτάτην συνωμοτικήν οργάνωσιν του ΕΑΜ. Αλλά δεν υπήρχον επίσης τότε ούτε Βρετανικαί δυνάμεις διαθέσιμοι, διότι είχον απορροφηθή από τα τρία ευρωπαϊκά μέτωπα, τα οποία, κατά τους κρισίμους εκείνους μήνας – Σεπτέμβριον και Οκτώβριον 1944- επιέζοντο σφοδρώς από τον Χίτλερ, αποβλέποντα εις τον εξαναγκασμόν χωριστής ειρήνης… Και είχε μάλιστα φθάσει εις τόσον βαθμόν η έλλειψις διαθεσίμων Βρετανικών δυνάμεων, ώστε να αναγκασθώ μίαν ημέραν, εις τον πρεσβευτήν της Μεγ. Βρετανίας, ο οποίος μου ωμίλει περί αποστολής εις την Ελλάδα «εκατοντάδων» ή και «δεκάδων» ανδρών, να δώσω την απάντησιν, ότι «έχω την εντύπωσιν, ότι ομιλώ με αντιπρόσωπον του Λουξεμβούργου…».

Αλλά και αν ακόμη καθίστατο, μ’ όλα ταύτα, δυνατόν να εξευρίσκοντο δυνάμεις Βρετανικαί, και πάλι θα ήτο τότε πολιτικώς αδύνατος η απόβασις εναντίον του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, λόγω της σφοδράς αντιδράσεως και των Αγγλων εργατικών και του Προέδρου Ρούσβελτ και της Σοβιετικής Ενώσεως. Δια να πεισθώμεν, φθάνει να ενθυμηθώμεν την γενικήν εξέγερσιν, την οποίαν είχε προκαλέσει η Βρεταννική επέμβασις κατά τον Δεκέμβριον και η οποία εκλόνισε την θέσιν του Τσώρτσιλ – και η οποία, εν τούτοις, είχεν επιχειρηθή υπό «απείρως ευμενεστέρας συνθήκας», διότι αι Βρετανικαί δυνάμεις υπεστήριζαν τότε την νόμιμον κυβέρνησιν και ευρίσκοντο εδώ πρεσκεκλημένοι και από τον ΕΛΑΣ, διά την διατήρησιν της τάξεως.

Ιδού, διατί, μόνον η συμμετοχή του ΚΚΕ εις την Κυβέρνησίν μας ήνοιγε τας πύλας της Ελλάδος. Και δια τούτο την επεδίωξα – και ευτυχώς κατωρθώθη… Καθώς επίσης, μόνον το σύμφωνον της Καζέρτας, όπου ο ΕΛΑΣ, διά του Αρχηγού του, υπέγραψε την υποταγήν του εις το Βρεταννικόν Στρατηγείον και προσεκάλεσε τους Βρεταννούς εις την Ελλάδα, καθιστά Συμμαχικώς εύκολον την παρουσίαν των.


Αλλά υπάρχει και το δεύτερον στάδιον, ο αφοπλισμός του ΕΛΑΣ. Διότι εφ’ όσον το ΚΚΕ παρέμεινε πάνοπλον, η Ελληνική Κυβέρνησις, καθώς ελέγαμεν τότε, ήτο απλώς «η περικεφαλαία του ΕΑΜικού Κράτους…»

Αλλά πότε θα έπρεπε ν’ αποφασισθή η αποστράτευσις; Θα έπρεπε ν’ αποφασισθή αμέσως, ή να αναβληθή δι’ αργότερον; Το ζήτημα του χρόνου ήτο κρισιμώτατον. Το ΚΚΕ εζήτει αναβολήν. Και αι γενικώτεραι συνθήκαι την ηυνόουν. Εφόσον εξηκολούθει ο πόλεμος εναντίον του Ναζισμού, ηδύνατο να θεωρηθή παράλογος η άμεσος αποστράτευσις δυνάμεων της Εθνικής Αντιστάσεως. Και δι’ αυτό ουδαμού της Ευρώπης συνέβη.

Αλλά μου ήτο σαφές, ότι ο χρόνος ειργάζετο υπέρ του ΚΚΕ.

Και εσωτερικώς, διότι θα εξησφάλιζεν εν τω μεταξύ την πλήρη διάβρωσιν – όπως φαίνεται να συνέβη εις την Τσεχοσλοβακίαν. Και εξωτερικώς, διότι τότε η Σοβιετική Ενωσις ευρίσκετο ακόμη εις την θανάσιμον εμπλοκήν με τον Ναζισμόν και επροφυλάσσετο να διαταράξη τας Συμμαχικάς σχέσεις της. Και δια τούτο ακριβώς παρέστησε, καθ’ όλον τον Δεκέμβριον, τον ουδέτερον – και μάλιστα μέχρι του σημείου να μας αναγγείλη την 30ην Δεκεμβρίου, την αποστολήν πρέσβεως, ενώ ακόμα αι μάχαι εμαίνοντο εις τας Αθήνας.

Και δια τούτο επέμεινα ανενδότως εις την άμεσον αποστράτευσιν. Και η 10η Δεκεμβρίου έμενεν αμετακίνητος.

Το συμπέρασμα είναι ότι ο Δεκέμβριος ημπορεί να θεωρηθή «δώρον του υψίστου». Αλλά, δια να υπάρξη ο Δεκέμβριος, έπρεπε προηγουμένως να είχωμεν έλθει εις την Ελλάδα. Και τούτο ήτο δυνατόν μόνο με την συμμετοχήν και του ΚΚΕ εις την κυβέρνησιν, δηλαδή με τον Λίβανον. Και δια να ευρεθούν εδώ οι Βρετανοί, οι οποίοι ήσαν απαραίτητοι δια την Νίκην, έπρεπε προηγουμένως να είχεν υπογραφή το Σύμφωνον της Καζέρτας. Και δια να γίνη η Στάσις – «το δώρον του Υψίστου» – έπρεπε προηγουμένως να επιμείνω εις την άμεσον αποστράτευσιν του ΕΛΑΣ και να θέσω το ΚΚΕ ενώπιον του διλήμματος ή να αποδεχθή ειρηνικώς τον αφοπλισμόν του ή να επιχειρήση την Στάσιν, υπό συνθήκας όμως πλέον, αι οποίαι ωδήγουν εις την συντριβήν του. Αυτή είναι η ιστορική αλήθεια».


Μετ’ εξαιρέτου τιμής.


Γ. Παπανδρέου 1/3/48
»




-Οι εμφάσεις στο κείμενο του blog  
-Για να βγάζουμε Συμπεράσματα πως λειτουργούν οι πολιτικοί εκπρόσωποι της αντίπαλης τάξης...

04 Αυγούστου, 2018

«Μετ’ εξαιρέτου τιμής Γ. Παπανδρέου 1/3/48» ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΣΤΗ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ:

 ..δια να υπάρξη ο Δεκέμβριος, επρεπε προηγουμένως να είχωμεν έλθει εις την Ελλάδα. Και τούτο ήτο δυνατόν μόνο με την συμμετοχήν και του ΚΚΕ εις την κυβέρνησιν, δηλαδή με τον Λίβανον.,, 
***
Γ. Παπανδρέου: «Μία ήτο η επείγουσα και υπέρτατη ανάγκη: Να αφοπλισθή το ΚΚΕ, και να εξοπλισθή το Κράτος»

Χάριν εις την πολιτικήν την οποίαν ηκολούθησα κατά τους κρισιμώτατους εκείνους μήνας, κατά τους οποίους η Μοίρα με είχεν επιφορτίσει με την ευθύνην της Ελλάδος, κατέστη δυνατή η συντριβή της Κομμουνιστικής Τυραννίας.


Την 1η του Νοέμβρη 1968 πέθανε ο Γεώργιος Παπανδρέου, τρεις φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας. Πολλά δεινά υπέστη ο λαός μας από τον ρόλο που διαδραμάτισε στα ιστορικά δρώμενα και την πολιτική που ακολούθησε ιδιαίτερα κατά τις δεκαετίες του ΄40 – ΄50 ο επονομαζόμενος «Γέρος της Δημοκρατίας».

Ο Γ. Παπανδρέου άφησε το αποτύπωμά του στην ιστορία του τόπου, βουτηγμένο στο αίμα χιλιάδων κομμουνιστών και άλλων αγωνιστών που πολέμησαν κατά του φασισμού και κάθε καταχτητή, για μια Ελλάδα λεύτερη και ανεξάρτητη.

Αντί άλλου σχολιασμού, παραθέτουμε την επιστολή που έστειλε ο ίδιος στην εφημερίδα «Καθημερινή», με ημερομηνία 1 του Μάρτη 1948, στην οποία απερίφραστα απαριθμεί τα βήματα και τους εκβιασμούς της τότε κυβέρνησης και των κομμάτων της αστικής τάξης και των Άγγλων προστατών τους, απέναντι στο ΚΚΕ και το κίνημα, που οδήγησαν στον εμφύλιο. Ας βγάλει ο αναγνώστης τα συμπεράσματά του.

Η επιστολή συμπεριλαμβάνεται στην εξαιρετική έκδοση – πρόγραμμα της θεατρικής παράστασης με το έργο του Μυρώδη Αδαμίδη «Μετά τη Βάρκιζα», που συνεχίζεται και φέτος να παίζεται με μεγάλη επιτυχία στο θέατρο Αλκμήνη (μπορείτε να διαβάσετε κριτική εδώ).

ΕΠΙΣΤΟΛΗ TOΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ ΣΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

«Φίλε κ. Διευθυντά,

Εις το χθεσινόν άρθρο σας, συνάγοντες «μάθημα» από το πάθημα της Τσεχοσλοβακίας, ενθυμείστε και τον ιδικόν μας Δεκέμβριον. Νομιμοποιείτε τοιουτοτρόπως την παρέμβασίν μου. Αλλά θα επεθύμουν πρώτα να διατυπώσω μερικάς γενικωτέρας απόψεις μου.

Γράφετε: «Το πάθημα της Τσεχοσλοβακίας πρέπει να μας διδάξει ότι ουδεμία λύσις υπάρχει μεταξύ της σταθεράς και ακάμπτου προσηλώσεως προς την εθνικήν μας ελευθερία από το ένα μέρος και της απολύτου υποδουλώσεώς μας από το άλλο. Ότι ουδεμία δήθεν ιδεολογική υποχώρησις ωφελεί. Με τους Σλάβους δυστυχώς συνεννόησις δεν υπάρχει».

Είμεθα σύμφωνοι. Και όπως γνωρίζετε είχον ανέκαθεν αυτήν την γνώμην, ακόμη και προ πέντε ετών, όταν τον Ιούλιον του 1943 απέστειλα από την κατεχόμενη Ελλάδα έκθεσιν προς την Ελληνικήν και την Βρετανικήν κυβέρνησιν και έκαμνα προβλέψεις δια το μέλλον, αι οποίαι, σήμερον έχουν επαληθεύσει…

Πράγματι «ουδεμία δήθεν ιδεολογική υποχώρησις ωφελεί». Αλλά χρειάζεται διευκρίνισις: Δεν ωφελεί εάν δι’ αυτής επιδιώκωμεν να «κατευνάσωμεν» τον Κομμουνιστικόν Πανσλαβισμόν και να «συνεννοηθώμεν», όπως μωρώς επηγγέλετο το «Κέντρον».

Ωφελεί όμως δια να τον νικήσωμεν. Διότι όταν εις την μεγάλην ηθικήν δύναμιν της Ελευθερίας του Έθνους, υπέρ της οποίας παλαίομεν, προσθέσωμεν και την ηθικήν δύναμιν της Ατομικής Ελευθερίας και της Κοινωνικής Ευημερίας, τότε το ιδεώδες μας καθίσταται πλήρες και αντιστοίχως συντελείται πλήρως ο ηθικός αφοπλισμός του Κομμουνισμού.

Τότε κατακτώμεν ημείς και τας Μάζας και την Νεότητα, αυξάνομεν και τον αριθμόν και τον φανατισμόν του εθνικού μας Μετώπου και φθάνωμεν ασφαλέστερου εις την Νίκην. Αλλά βεβαίως υπό μίαν προϋπόθεσιν: Ότι αι ηθικαί αυταί δυνάμεις θα πρόκειται να συμπληρώσουν τας ενόπλους δυνάμεις του αγώνος και όχι να τας αναπληρώσουν – όπως φαίνεται να συνέβη εις την Τσεχοσλοβακίαν.

Και ερχόμεθα εις τον ιδικόν μας Δεκέμβριον. Γράφετε: «Ο Ύψιστος μας έκαμε δώρον την Επανάστασιν και τα Δεκεμβριανά. Διότι τι θα συνέβαινε αν δεν εγίνοντο; Δια να μη γίνουν ήμεθα τότε εις κάθε υποχώρησιν έτοιμοι. Θα εδίδαμεν εις τους Κομμουνιστάς και ένα και δύο υπουργεία, ακόμα και πέντε. Σιγά – σιγά θα τους παραδίδαμεν – για να μη γίνει Επανάστασις και την Διοίκησιν και τον Στόλον και τον Στρατόν. Θα τους τα εδίδαμεν όλα».

Η διαφωνία μου είναι απόλυτος. Όχι ότι δεν υπήρξε «δώρον του Υψίστου» ο Δεκέμβρης… Αλλά ότι «θα τους τα εδίναμε όλα…». Διότι συνέβαινεν ακριβώς το αντίθετον: «Τους τα επαίρναμεν όλα…» Και διότι επεμείναμεν, απεφάσισαν την Στάσιν…

«Γνωρίζω ότι υπάρχει ακόμη σύγχυσις, η οποία εμποδίζει την ορθήν εκτίμησιν εκείνης της εποχής. Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι δεν ημπορούν ακόμα να εννοήσουν. Και υπάρχουν άλλοι, οι οποίοι αρνούνται να εννοήσουν. Απαντώ διά τους πρώτους – και επίσης διά την Ιστορίαν – διότι οι άνθρωποι που θα έλθουν θα είναι απροκατάληπτοι και θα θέλουν να εννοήσουν.

Κατέχομαι από την συνείδησιν ότι χάριν εις την πολιτικήν την οποίαν ηκολούθησα κατά τους κρισιμώτατους εκείνους μήνας, κατά τους οποίους η Μοίρα με είχεν επιφορτίσει με την ευθύνην της Ελλάδος, κατέστη δυνατή η συντριβή της Κομμουνιστικής Τυραννίας η οποία τότε ήτο παντοδύναμος και εδυνάστευε την Ελλάδα. Και πιστεύω ότι η πορεία των γεγονότων – και εις την Ελλάδα και εις την Ευρώπην -επαληθεύει την πρόβλεψιν του μεγάλου Βρετανού ηγέτου, ο οποίος μου ετηλεγράφει τον Ιανουάριον του 1945 ότι «η πολιτική μου μου θα εύρη την οφειλομένην επιβράβευσίν της εις τας ημέρας που έρχονται».

«Θα επικαλεστώ κείμενα:

«Την 26η Απριλίου 1944, όταν ανέλαβα την Κυβέρνησιν εις το Κάιρο, διεκήρυξα το σύνθημα: «Μία Πατρίς, μία Κυβέρνησις, εις Στρατός».

«Εις το Συνέδριον του Λιβάνου την 17ην Μαΐου 1944, ομιλών ενώπιον και των εκπροσώπων του ΚΚΕ, είπα: «Το κύριον επίμαχον θέμα είναι το στρατιωτικόν, το θέμα της υλικής δυνάμεως. Η ώρα είναι ιστορική και οφείλομεν να ομιλήσωμεν ευκρινώς και απεριφράστως. Εάν το ΕΑΜ έχει την πρόθεσιν να χρησιμοποιήσει την υλικήν του δύναμιν ως όργανον εμφυλίου πολέμου και εξοντώσεως των αντιπάλων του, και αύριον, μετά το πέρας του πολέμου, υπό το ψευδώνυμον της Λαϊκής Δημοκρατίας, ως όργανον δυναμικής επικρατήσεως επί της πλειοψηφίας του Ελληνικού λαού, τότε βεβαίως δεν υπάρχει στάδιον συνεννοήσεως. Το καθήκον μας τότε είναι να συνεγείρωμεν το έθνος και να επικαλεσθώμεν την επικουρίαν όλων των Μ. Συμμάχων μας εις τον διπλούν αγώνα και κατά του εξωτερικού εισβολέως και κατά του εσωτερικού εχθρού. Διότι ο Ελληνικός λαός δεν κάμνει επιλογήν τυράννων. Αρνείται την τυραννίαν…»

«Εάν όμως το ΕΑΜ έχει λάβει απόφασιν να εγκαταλείψη τους σκοπούς της δυναμικής επικρατήσεως και να αρκεσθή εις τα πολιτικά μέσα της πειθούς και αν κατά συνέπειαν δέχεται την κατάργησιν του ΕΛΑΣ καθώς και των άλλων ανταρτικών σωμάτων και την δημιουργίαν Εθνικού Στρατού, ο οποίος θα ανήκει μόνον εις την Πατρίδα και θα υπακούη εις τας διαταγάς της Κυβερνήσεως, τότε η συμμέτοχη και του ΕΑΜ εις την Εθνικήν μας Ένωσιν θα ημπορή να θεωρήται γεγονός».

«Την 6η Ιουλίου 1944 απήντησα από το ραδιόφωνον του Καΐρου προς την Επιτροπήν των Βουνών, η οποία είχε ζητήσει επιπροσθέτως τα υπουργεία των Στρατιωτικών και των Εσωτερικών. Και είπα. «Αποδοχή των νέων όρων σημαίνει κατ’ ουσίαν: Στρατός ΕΑΜ. Έλεγχον της Αστυνομίας, της χωροφυλακής, της Διοικήσεως και της Δικαιοσύνης από το ΕΑΜ. Και έμπνευσιν της Παιδείας μας από το ΕΑΜ. Τώρα, πλέον, ημπορεί να γίνει πλήρης εξήγησις. Γνωρίζομεν τι μας ζητούν. Και απέναντι των αιτημάτων των λαμβάνωμεν επίσημον, υπεύθυνον θέσιν: Αρνούμεθα. Μας ζητούν να παραδώσουμε την Ελλάδα. Αρνούμεθα!

«Την 21ην Αυγούστου 1944 συνηντήθην εις την Ρώμην με τον Βρετανόν Πρωθυπουργόν. Και όταν μου έθεσε το ερώτημα, ποια είναι η πολιτική μου, απήντησα: «Εξοπλισμός του Κράτους. Αφοπλισμός του ΕΑΜ».

«Την 8ην Οκτωβρίου 1944 συνηντήθην πάλιν με τον Βρετανόν ηγέτην και τον υπουργόν των εξωτερικών κ. Ήντεν εις την Νεάπολιν της Ιταλίας. Εις το υπόμνημα το οποίον τους επέδωκα, προβλέπω ότι η επικείμενη Απελευθέρωσις θα είναι αναίμακτος και ότι κατόπιν το ΚΚΕ θα επιχειρήσει Στάσιν. Και οι δυο προβλέψεις επαληθεύθησαν. Έγραφα: «… Ελπίζω ότι το Έθνος θα εξέλθη από την δουλείαν ομαλώς και θα συντελεσθή αναιμάκτως η απελευθέρωσις. Τούτο είναι ουσιώδες αλλά όχι οριστικόν. Το ΚΚΕ διαθέτει σήμερον δυναμικήν υπεροχήν χάρις εις τας οργανώσεις ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Όπως επανειλημμένως είχον την ευκαιρία να εξηγήσω, η Ελλάς αποτελείται σήμερον από μίαν μεγάλην αφοπλισμένην πλειοψηφίαν και αφετέρου από την ένοπλον μειοψηφίαν του ΚΚΕ. Εξάλλου η προσαρμογή του ΚΚΕ εις την Εθνικήν Ενωσιν έχει συντελεσθή υπό την σιωπηράν προϋπόθεσιν της παρουσίας εν Ελλάδι σημαντικών βρετανικών στρατιωτικών δυνάμεων. Εάν διεπιστούτο ότι ο όρος αυτός δεν υφίσταται, υπάρχει φόβος ότι το ΚΚΕ θα θέση εις ενέργειαν, κατά τρόπον συγκεκαλυμμένον ή απροκάλυπτον, την υλικήν του δύναμιν δια να γίνη κύριον της καταστάσεως. Τα ακόλουθα μέτρα είναι απαραίτητα προς αποτελεσματικήν αντιμετώπισιν της κρίσιμου ταύτης καταστάσεως: 1 Η άμεσος αποστολή σημαντικών βρετανικών δυνάμεων. 2) Η άμεσος δημιουργία τακτικού Ελληνικού Στρατού και 3) Ο πλήρης εφοδιασμός της Ελλάδος».

«Και την ι8ην Οκτωβρίου 1944» εκφωνών τον λόγον της Απελευθερώσεως εις την πλατείαν Συντάγματος, επαναλάμβανον: «Βάσις του Εθνικού μας Στρατού δια το μέλλον θα είναι η τακτική στρατολογία. Θα γίνη συνείδησις και πράξις ότι ο Στρατός δεν βουλεύεται. Βουλεύεται μόνον ο Κυρίαρχος λαός, του οποίου την θέλησιν εκφράζει η Κυβέρνησις, και τας διαταγάς της κυβερνήσεως εκτελεί ο Στρατός… Θα γίνει συνείδησις και πράξις ότι ο Στρατός δεν ημπορεί να ανήκει ούτε εις κόμματα. Ανήκει μόνον εις την πατρίδα και υπακούει μόνον εις τας διαταγάς της Κυβερνήσεως…».

«Και συνεπής προς την σταθεράν επαγγελίαν επηκολούθησε η εφαρμογή…

H κυβέρνησις της Εθνικής Ενώσεως ανεσχηματίσθη εν Αθήναις την 23ην Οκτωβρίου. Και μετά δέκα ημέρας, την Νοεμβρίου 1944» προέβην εις τας ακολούθους ανακοινώσεις:

«Μετά την συντελεσθείσαν πλήρη Απελευθέρωσιν της Ελλάδος λήγει και η Αντίστασις. Είναι επομένως φυσικόν, ότι επακολουθεί η αποστράτευσις των Αντάρτικών Ομάδων ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ, η οποία ωρίσθη δια την 10ην Δεκεμβρίου.

Και όταν έφθασεν η ώρα της πραγματοποιήσεως και το ΚΚΕ διεπίστωσεν ότι αι αποφάσεις μου δεν ήσαν απλαί λέξεις, αλλά πράξεις, και ότι, αφοπλιζόμενον, θα μετεβάλλετο πλέον από παντοδύναμος δυνάστης εις μικρόν πολιτικόν κόμμα μειοψηφίας, απετόλμησεν την Στάσιν.

«Τα κείμενα απήντησαν… Αποδεικνύουν ότι όχι μόνον δεν είμεθα διατεθειμένοι «να τα δώσωμεν όλα» – δια να μη γίνει Επανάστασις, αλλά αντιθέτως «να τα πάρωμεν όλα…», έστω και αν επρόκειτο να επακολουθήσει. Επανάστασις την οποίαν είχομεν προπαρασκευασθή -με την παρουσίαν των Βρετανών, την άφιξιν της ταξιαρχίας του Ρίμινι, την συγκρότησιν της Εθνοφυλακής και την συγκέντρωσιν των χωροφυλάκων εις Αθήνας – δια ν’ αντιμετωπίσωμεν. 
Το Σάββατον 2 Δεκεμβρίου παραμονήν της Στάσεως, ετηλεγράφησα εις τον Βασιλέα: «Υπουργοί Ακρας Αριστεράς αρνηθέντες υπογράψουν αποστράτευσιν παρητήθησαν. Παραίτησις σημαίνει δυστυχώς απαρχήν εμφυλίου πολέμου. Με όσην αποφασιστικότητα εξηντλήσαμεν τας προσπαθείας μας δια την αποτροπήν του εμφυλίου πολέμου, με την ίδιαν αποφασιστικότητα θα υπερασπίσωμεν την Ελλάδα εναντίον των εσωτερικών της εχθρών. Εύχομαι εις τον Θεόν η τραγική περίοδος να είναι σύντομος και πλήρης η επιβολή του Νόμου προς πραγματικήν Απελευθέρωσιν του στενάζοντος Ελληνικού Λαού».

«Όλαι αι άλλαι παραχωρήσεις μου προς το ΚΚΕ – αι οποίαι τόσον επεκρίνοντο τότε από ανθρώπους, οι οποίοι δεν είχον εμβαθύνει εις την υφισταμένην πραγματικήν κατάστασιν – ήσαν εντελώς δευτερεύουσαι και άνευ ουσιαστικής αξίας. Επειδή τότε μία ήτο η επείγουσα και υπέρτατη ανάγκη: Να αφοπλισθή το ΚΚΕ, και να εξοπλισθή το Κράτος. Κατόπιν, όλα τα άλλα, αυτομάτως θα επηκολούθουν…

«Και δια τούτο η ημερομηνία της Αποστρατεύσεως – η 10η Δεκεμβρίου – έμενεν αμετακίνητος.

«Όσοι θέλουν να κρίνουν δικαίως εκείνην την εποχήν, οφείλουν να αναπολήσουν την κατάστασιν του Απριλίου 1944 όταν ανέλαβον την Κυβέρνησιν.

«Εις την Ανατολήν, αι ένοπλοι δυνάμεις μας είχον αποσυντεθεί από την Στάσιν. Και εις την Ελλάδα το ΚΚΕ είχε καταστή παντοδύναμον και είχε συγκροτήσει και την Κυβέρνησιν των Βουνών – την ΠΕΕΑ. Και η αγωνία, από την οποία αδιαλείπτως κατειχόμην ήτο: Πώς θα καταλύετο; Δύο ήσαν τα στάδια δια να φθάσωμεν εις την Νίκην: Πρώτον, η έλευσις εις τας Αθήνας! Και δεύτερον, ο αφοπλισμός του ΚΚΕ.

«Δια να έλθωμεν εις τας Αθήνας -ως αντίπαλοι του ΚΚΕ- δεν διεθέταμεν, δυστυχώς, ούτε εις το εσωτερικόν, ούτε εις το εξωτερικόν, ελληνικάς δυνάμεις, αριθμητικούς επαρκείς διά να αντιμετωπίσουν τας μυριάδας του ΕΛΑΣ, τακτικού και εφεδρικού, καθώς και την ευρυτάτην συνωμοτικήν οργάνωσιν του ΕΑΜ. Αλλά δεν υπήρχον επίσης τότε ούτε Βρετανικαί δυνάμεις διαθέσιμοι, διότι είχον απορροφηθή από τα τρία ευρωπαϊκά μέτωπα, τα οποία, κατά τους κρίσιμους εκείνους μήνας – Σεπτέμβριον και Οκτώβριον 1944- επιέζοντο σφοδρώς από τον Χίτλερ, αποβλέποντα εις τον εξαναγκασμόν χωριστής ειρήνης… Και είχε μάλιστα φθάσει εις τόσον βαθμόν η έλλειψις διαθεσίμων Βρετανικών δυνάμεων, ώστε να αναγκασθώ μίαν ημέραν, εις τον πρεσβευτήν της Μεγ. Βρετανίας, ο οποίος μου ωμίλει περί αποστολής εις την Ελλάδα «εκατοντάδων» ή και «δεκάδων» ανδρών, να δώσω την απάντησιν, ότι «έχω την εντύπωσιν, ότι ομιλώ με αντιπρόσωπον του Λουξεμβούργου…».

«Αλλά και αν ακόμη καθίστατο, μ’ όλα ταύτα, δυνατόν να εξευρίσκοντο δυνάμεις Βρετανικαί, και πάλι θα ήτο τότε πολιτικώς αδύνατος η απόβασις εναντίον του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, λόγω της σφοδράς αντιδράσεως και των Άγγλων εργατικών και του Προέδρου Ρούσβελτ και της Σοβιετικής Ενώσεως. Δια να πεισθώμεν, φθάνει να ενθυμηθώμεν την γενικήν εξέγερσιν, την οποίαν είχε προκαλέσει η Βρεταννική επέμβασις κατά τον Δεκέμβριον και η οποία εκλόνισε την θέσιν του Τσώρτσιλ -και η οποία, εν τούτοις, είχεν επιχειρηθή υπό «απείρως ευμενεστέρας συνθήκας», διότι αι Βρετανικαί δυνάμεις υπεστήριζαν τότε την νόμιμον κυβέρνησιν και ευρίσκοντο εδώ πρεσκεκλημένοι και από τον ΕΛΑΣ, διά την διατήρησιν της τάξεως…

«Ιδού, διατί, μόνον η συμμετοχή του ΚΚΕ εις την Κυβέρνησιν μας ήνοιγε τας πύλας της Ελλάδος. Και δια τούτο την επεδίωξα – και ευτυχώς κατωρθώθη… Καθώς επίσης, μόνον το σύμφωνον της Καζέρτας, όπου ο ΕΛΑΣ, διά του Αρχηγού του, υπέγραψε την υποταγήν του εις το Βρεταννικόν Στρατηγείον και προσεκάλεσε τους Βρεταννούς εις την Ελλάδα, καθιστά Συμμαχικώς εύκολον την παρουσίαν των…

«Αλλά υπάρχει και το δεύτερον στάδιον, ο αφοπλισμός του ΕΛΑΣ. Διότι εφ’ όσον το ΚΚΕ παρέμεινε πάνοπλον, η Ελληνική Κυβέρνησις, καθώς ελέγαμεν τότε, ήτο απλώς «η περικεφαλαία του ΕΑΜικού Κράτους…»

«Αλλά πότε θα έπρεπε ν’ αποφασισθή η αποστράτευσις; Θα έπρεπε ν’ αποφασισθή αμέσως, ή να αναβληθή δι’ αργότερον; Το ζήτημα του χρόνου ήτο κρισιμώτατον. Το ΚΚΕ εζήτει αναβολήν. Και αι γενικώτεραι συνθήκαι την ηυνόουν. Εφόσον εξηκολούθει ο πόλεμος εναντίον του Ναζισμού, ηδύνατο να θεωρηθή παράλογος η άμεσος αποστράτευσις δυνάμεων της Εθνικής Αντιστάσεως. Και δι’ αυτό ουδαμού της Ευρώπης συνέβη…

«Αλλά μου ήτο σαφές, ότι ο χρόνος ειργάζετο υπέρ του ΚΚΕ.

«Και εσωτερικώς, διότι θα εξησφάλιζεν εν τω μεταξύ την πλήρη διάβρωσιν – όπως φαίνεται να συνέβη εις την Τσεχοσλοβακίαν. Και εξωτερικώς, διότι τότε η Σοβιετική Ενωσις ευρίσκετο ακόμη εις την θανάσιμον εμπλοκήν με τον Ναζισμόν και επροφυλάσσετο να διαταράξη τας Συμμαχικάς σχέσεις της. Και δια τούτο ακριβώς παρέστησε, καθ’ όλον τον Δεκέμβριον, τον ουδέτερον – και μάλιστα μέχρι του σημείου να μας αναγγείλη την 30ην Δεκεμβρίου, την αποστολήν πρέσβεως, ενώ ακόμα αι μάχαι εμαίνοντο εις τας Αθήνας…

«Και δια τούτο επέμεινα ανενδότως εις την άμεσον αποστράτευσιν. Και η 10η Δεκεμβρίου έμενεν αμετακίνητος…

«Το συμπέρασμα είναι ότι ο Δεκέμβριος ημπορεί να θεωρηθή «δώρον του υψίστου». Αλλά, δια να υπάρξη ο Δεκέμβριος, επρεπε προηγουμένως να είχωμεν έλθει εις την Ελλάδα. Και τούτο ήτο δυνατόν μόνο με την συμμετοχήν και του ΚΚΕ εις την κυβέρνησιν, δηλαδή με τον Λίβανον. Και δια να ευρεθούν εδώ οι Βρετανοί, οι οποίοι ήσαν απαραίτητοι δια την Νίκην, έπρεπε προηγουμένως να είχεν υπογραφή το Σύμφωνον της Καζέρτας. Και δια να γίνη η Στάσις – «το δώρον του Υψίστου» – έπρεπε προηγουμένως να επιμείνω εις την άμεσον αποστράτευσιν του ΕΛΑΣ και να θέσω το ΚΚΕ ενώπιον του διλήμματος η να αποδεχθή ειρηνικώς τον αφοπλισμόν του ή να επιχείρηση την Στάσιν, υπό συνθήκας όμως πλέον, αι οποίαι ωδήγουν εις την συντριβήν του. Αυτή είναι η ιστορική αλήθεια».

Μετ’ εξαιρέτου τιμής
Γ. Παπανδρέου 1/3/48»

04 Δεκεμβρίου, 2017

Για νέους:Τι έγινε το Δεκέμβρη '44



,,Όσα έγιναν τον Δεκέμβρη είχαν προσχεδιαστεί από εκείνους που εμφανίζονταν σαν «απελευθερωτές». 
Ήδη από τις 22/9/1944, ο Γεώργιος Παπανδρέου, τηλεγραφούσε στον Τσόρτσιλ τα εξής: «Δεν γνωρίζω τους λόγους διά την απουσία της Βρετανίας. Μόνον η άμεσος παρουσία εντυπωσιακών βρετανικών δυνάμεων εις την Ελλάδα και ως τας τουρκικάς ακτάς θα ήτο δυνατό να μεταβάλει την κατάστασιν». 
Η κατάσταση που ήθελαν να «μεταβληθεί» ήταν να κλείσει ο δρόμος που είχε ανοίξει με το μεγαλειώδες ΕΑΜικό κίνημα προς μια Ελλάδα της λαικής αναδημιουργίας.
 Πώς θα γινόταν αυτό: «Την 21ην Αυγούστου 1944 συνηντήθην εις την Ρώμην με τον Βρετανόν Πρωθυπουργόν. Και όταν μου έθεσε το ερώ­τημα, ποια είναι η πολιτική μου, απήντησα: «Εξοπλισμός του Κράτους. Αφοπλισμός του ΕΑΜ» (από την επιστολή του Γεωργίου Παπανδρέου που δημοσιεύτηκε στην εφημε­ρίδα «Η Καθημερινή» στις 2 Μάρτη 1948).,,


Ηταν και τότε μέρα Κυριακή. Σαν σήμερα πριν από 73 ακριβώς χρόνια η «Ματωμένη Κυριακή» της 3ης του Δεκέμβρη 1944. Δεν είχαν περάσει ούτε δυο μήνες από την απελευθέρωση της πρωτεύουσας από τους Γερμανούς και ο λαός της Αθήνας αιματοκυλίστηκε από το νέο κατακτητή. Δυο μέρες νωρίτερα είχε προηγηθεί το ιταμό τελεσίγραφο του στρατηγού Σκόμπι και της κυβέρνησης Γεωργίου Παπανδρέου για το μονομερή αφοπλισμό του ΕΛΑΣ.

Όσα έγιναν τον Δεκέμβρη είχαν προσχεδιαστεί από εκείνους που εμφανίζονταν σαν «απελευθερωτές».
Ήδη από τις 22/9/1944, ο Γεώργιος Παπανδρέου, τηλεγραφούσε στον Τσόρτσιλ τα εξής: «Δεν γνωρίζω τους λόγους διά την απουσία της Βρετανίας. Μόνον η άμεσος παρουσία εντυπωσιακών βρετανικών δυνάμεων εις την Ελλάδα και ως τας τουρκικάς ακτάς θα ήτο δυνατό να μεταβάλει την κατάστασιν». 
Η κατάσταση που ήθελαν να «μεταβληθεί» ήταν να κλείσει ο δρόμος που είχε ανοίξει με το μεγαλειώδες ΕΑΜικό κίνημα προς μια Ελλάδα της λαικής αναδημιουργίας. Πώς θα γινόταν αυτό: «Την 21ην Αυγούστου 1944 συνηντήθην εις την Ρώμην με τον Βρετανόν Πρωθυπουργόν. Και όταν μου έθεσε το ερώ­τημα, ποια είναι η πολιτική μου, απήντησα: «Εξοπλισμός του Κράτους. Αφοπλισμός του ΕΑΜ» (από την επιστολή του Γεωργίου Παπανδρέου που δημοσιεύτηκε στην εφημε­ρίδα «Η Καθημερινή» στις 2 Μάρτη 1948).
Όσο μεγαλειώδης ήταν η ΕΑΜική αντίσταση, τόσο μεγάλο έπρεπε να είναι και το έγκλημα που διαπράχτηκε εναντίον της. Αποφάσισαν να χτυπήσουν απροκάλυπτα. 
Η ειρηνική διαδήλωση της Αθήνας, αφού πρώτα απαγορεύτηκε, το συλλαλητήριο που τα αιτήματά του δεν ήταν παρά η ομαλότητα, η κατοχύρωση των λαϊκών ελευθεριών μέσω άμεσης διεξαγωγής δημοψηφίσματος και η προετοιμασία διενέργειας ελεύθερων εκλογών, πνίγηκε στο αίμα: 24 νεκροί, 160 τραυματίες.

Οι Εγγλέζοι με 60.000 στρατό και σε συνεργασία με τους δοσίλογους της Κατοχής, ο Τσόρτσιλ μαζί με τους χωροφυλάκους και με το ανδρείκελό του, τον Γεώργιο Παπανδρέου, έστρεψαν τα τανκς εναντίον των εκατοντάδων χιλιάδων αμάχων που διαδήλωναν στο Σύνταγμα.

Την επόμενη μέρα, στις 4 Δεκέμβρη, στο ίδιο σημείο που την προηγούμενη είχαν διαπραχθεί οι δολοφονίες, χιλιάδες λαού συγκεντρώθηκαν ψάλλοντας το «Πένθιμο Εμβατήριο» και συνοδεύοντας τους νεκρούς τους. 
Το πανό που ξεδιπλώθηκε υπενθύμιζε τη δοκιμασμένη από την ζωντανή περίοδο της Κατοχής αλήθεια: «Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα — ΕΑΜ».

Τα εγγλέζικα βόλια, σε συνεργασία με τους χτεσινούς συνεργάτες των Γερμανών, ξαναχτυπούν. 
Νέοι νεκροί… 
Μέχρι εκείνες τις μέρες οι δολοφόνοι εμφανίζονταν σαν «δημοκράτες», σαν «απελευθερωτές». Στις 3 και 4 Δεκέμβρη του ’44 οι μάσκες έπεσαν. Οι δολοφόνοι, οι Εγγλέζοι «σύμμαχοι» και οι εγχώριοι πραιτοριανοί τους, δήλωσαν με τον πιο εγκληματικό τρόπο την απόφασή τους να περάσουν νέες αλυσίδες στον λαό, να συντρίψουν το ΕΑΜικό κίνημα, να ναρκοθετήσουν την παλλαϊκή απαίτηση για δημοκρατική αναδημιουργία της Ελλάδας.

Έτσι ξεκίνησε το νέο μεγαλειώδες κεφάλαιο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, με το λαό να διαλέγει τα όπλα κόντρα στις αλυσίδες, σε μια πάλη άνιση και ηρωική, που κράτησε 33 μέρες απέναντι σε μια «πολιτισμένη» αυτοκρατορία που βομβάρδιζε από εδάφους και αέρος πυκνοκατοικημένες περιοχές, ανεξάρτητα από υλικές ζημιές ή θανάτους αμάχων.


Βρετανοί στρατιώτες, ακροβολισμένοι στην Ακρόπολη
Για δεκαετίες η απάντηση στην ερώτηση «τι έγινε το Δεκέμβρη;» υπήρξε ασφαλής τρόπος για να χωρίζει η ήρα από το στάρι. Ανάλογα με τη «διήγηση» μπορούσες να διακρίνεις πότε μιλούσε η δουλοφροσύνη και πότε η αξιοπρέπεια. Ανάλογα με την απάντηση ερχόταν στην επιφάνεια το νήμα που συνέδεε τους μαυραγορίτες του χτες με τους μετέπειτα «κατσαπλιάδες», τους γερμανοτσολιάδες του τότε με τους κατοπινούς «αμερικανοτσολιάδες».

Ο Δεκέμβρης σηματοδότησε την αρχή μιας ιστορικής περιόδου που περιλαμβάνει τα πάντα:
Σελίδες τιμής, σελίδες χρέους, σελίδες τραγωδίας. Αποτελεί σημείο ορόσημο από το οποίο είναι αναγκασμένος να περάσει κανείς για να φτάσει στον Εμφύλιο, στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας και στις αμερικανικές βόμβες ναπάλμ του Βαν Φλιτ, στο ανθρώπινο μεγαλείο στα Μακρονήσια και στο «όχι» στις δηλώσεις μετανοίας, στον εξευτελισμό των στρατοδικών μέσα στα ίδια τους τα στρατοδικεία έως το «ΕΑΜ – ΕΛΑΣ – Πολυτεχνείο» των μεταπολιτευτικών χρόνων.


Βρετανικό τανκ έχει εισβάλει στα γραφεία του ΕΑΜ στην οδό Πανεπιστημίου
Οι μάχες του Δεκέμβρη έληξαν με νικητές και ηττημένους.
 Το έπαθλο των πρώτων η εξουσία. 
Το έπαθλο των δεύτερων οι φυλακές, οι εξορίες, οι εκτελέσεις, τα βασανιστήρια. 
Οι δεύτεροι, αυτοί που ηττήθηκαν στρατιωτικά, ισχυρίζονται ότι κατόρθωσαν κάτι περισσότερο από τους νικητές: Ότι υπέστησαν μια από τις «νικηφόρες» εκείνες ήττες που στην Ιστορία μόνο ένας ηττημένος που έχει το δίκιο με το μέρος του μπορεί να κατακτήσει. Νίκη όπως εκείνη των ηττημένων δημοκρατικών ταξιαρχιών της Ισπανίας, νίκη όπως εκείνη των ηττημένων της παρισινής κομμούνας: Νίκη ηθική, νίκη ιδεολογική έναντι των νικητών αντιπάλων τους! Συμφωνούμε…

Ένα ερώτημα που συνήθιζε να επανέρχεται για δεκαετίες μετά τον Δεκέμβρη ήταν τούτο: Ναι αλλά «αν» τότε νικούσαν οι ηττημένοι και «αν» έχαναν οι νικητές, τι θα γινόταν; 
Που θα βρισκόταν σήμερα η Ελλάδα;
Η απάντηση από τα ανιστόρητα θρασίμια του συστήματος, με πρώτους και καλύτερους τους «πρώην» αριστερούς και νυν γενίτσαρους, είναι γνωστή: «Αλβανία θα είχαμε γίνει», «θα πεινάγαμε», «δεν θα είχαμε ελευθερία», «θα είχαμε καταρρεύσει όπως οι άλλοι και οι γυναίκες μας θα είχαν γίνει πουτάνες»…

Φυσικά η Ιστορία δεν γράφεται με «αν».
Γι’ αυτό για εμάς δεν έχει σημασία να μπούμε στο φανταστικό σενάριο τι θα είχε γίνει «αν». Για εμάς έχει μεγάλη σημασία να σταθούμε στο πραγματικό σενάριο που γράφτηκε με βάση τα όσα πραγματικά έγιναν.

Η απάντηση στο ερώτηση αν τότε νικούσαμε εμείς, όχι μόνο ηθικά αλλά και πολιτικά, αν νικούσαμε όχι μόνο ιδεολογικά αλλά και στρατιωτικά, είναι αυτή:
Επειδή τότε νίκησαν αυτοί που νίκησαν και επειδή ακριβώς χάσαμε εμείς, επειδή ο λαός έχασε, γι’ αυτό η Ελλάδα, που μέσα στην Κατοχή «το ΕΑΜ την έσωσε από την πείνα», έφτασε να πεινάει μετά τον Εμφύλιο και να στέλνει τα παιδιά της μετανάστες για ένα κομμάτι ψωμί.
Επειδή χάσαμε εμείς, επειδή έχασε ο λαός, και επειδή νίκησαν αυτοί, γι’ αυτό η Ελλάδα, από την πρωτόγνωρη λευτεριά και δημοκρατία του Βουνού, πέρασε στη βία, στη νοθεία, στα πραξικοπήματα και στις χούντες.
Επειδή νίκησαν αυτοί και επειδή χάσαμε εμείς, επειδή έχασε ο λαός, γι’ αυτό η Ελλάδα από έμβλημα της αντάρτισσας χειραφετημένης γυναίκας έγινε για δεκαετίες η «Τρούμπα» του αμερικάνικου στόλου.

Αυτή είναι η αλήθεια που την έγραψε με το αίμα του ο ανθός του ελληνικού λαού: Ναι, αν είχαμε νικήσει εμείς, η Ελλάδα θα είχε κερδίσει.
Ο λαός της θα είχε κερδίσει.

14 Δεκεμβρίου, 2016

Τις αλυσίδες ή τα όπλα ;; Τίποτα δεν Τέλειωσε

28 Σεπτεμβρίου, 2016

τότε που το Κ.Κ.Ε.συμμετείχε σε Αστικές Κυβερνήσεις (Aπ το βιβλίο του Γιάννη Βεντούρα: Μπαμπά Γιατί ; )

Aπόσπασμα απ το βιβλίο:


"Εντάξει, συμφωνώ απόλυτα με αυτά που λες. 
Από ό,τι φαίνεται έχεις δίκιο. Αλλά ένα κόμμα επαναστατικό σαν το ΚΚΕ, που ξέρω ότι δεν πρόκειται να υποταχθεί, δεν θα άξιζε τον κόπο να δοκιμάσει, έστω και για μια φορά, να πάρει μέρος σε κυβέρνηση; 
Πού ξέρεις; Μπορεί το ΚΚΕ με την εμπειρία που έχει, να κατάφερνε κάτι καλύτερο για το λαό." 
Πραγματικά αυτό το ερώτημα έχει απασχολήσει πάρα πολύ τους Έλληνες κομμουνιστές, όπως άλλωστε και τους κομμουνιστές όλου του κόσμου. Δεν πρέπει όμως να διαφύγει της προσοχής μας ένα πράγμα - που ίσως δεν το ξέρεις ή δεν το έχεις κατά νου - ότι δηλαδή η εργατική τάξη της Ελλάδας και το κόμμα της, έχουν ιδία πείρα από συμμετοχή σε αστικές κυβερνήσεις. 
Δηλαδή ναι, το ΚΚΕ έχει δοκιμάσει αυτό που λες, κόντρα στη σκληρή λογική που έλεγε ότι δεν έπρεπε να το κάνει! 
Στο παρελθόν, το ΚΚΕ, είχε προσπαθήσει, όπως άλλωστε και άλλα εργατικά κόμματα στον κόσμο, να εξερευνήσει νέους δρόμους που θα οδηγούσαν το λαό στο σοσιαλισμό (πέρα από αυτόν που έδειξε ο Λένιν και η επιτυχημένη επανάσταση των μπολσεβίκων στη Ρωσία), οι οποίοι όμως αποδείχθηκαν αδιέξοδοι. 
Στη σχεδόν εκατοντάχρονη ζωή του, έχει πάρει μέρος σε Αστικές κυβερνήσεις, από τις οποίες τόσο ο λαός, όσο και το ίδιο το κόμμα, βγήκαν βαριά τραυματισμένοι. 
Η πρώτη προσπάθεια συνεννόησης του ΚΚΕ με τα αστικά κόμματα
 (παραμερίζοντας βασικές αρχές των εργατικών-κομμουνιστικών κομμάτων), 
έγινε το 1936, όταν υπέγραψε μυστική συμφωνία με το βενιζελικό κόμμα των φιλελευθέρων, που έμεινε γνωστή ως «Σύμφωνο Σοφούλη-Σκλάβαινα». 
Εκείνη την εποχή, το πολιτικό σύστημα ήταν σε αδιέξοδο, επειδή τα δύο αστικά κόμματα ήταν ισοδύναμα και δεν μπορούσαν να σχηματίσουν κυβέρνηση.
 Με βάση το «Σύμφωνο Σοφούλη - Σκλάβαινα», το «Παλλαϊκό Μέτωπο», στο οποίο συμμετείχαν το ΚΚΕ και το Αγροτικό Κόμμα Ελλάδας, θα έδινε ψήφο ανοχής στην κυβέρνηση Σοφούλη και στο προεδρείο της Βουλής, 
ενώ η κυβέρνηση αντίστοιχα θα 
ακύρωνε αναδρομικά τη διάταξη του εκλογικού νόμου, που αφαιρούσε τα εκλογικά δικαιώματα όσων είχαν καταδικαστεί με το «Ιδιώνυμο», 
θα καταργούσε τις επιτροπές ασφάλειας, 
θα έδινε αμνηστία σ' όλους τους πολιτικούς κρατούμενους, τους εξόριστους, 
θα διέλυε τις φασιστικές οργανώσεις, 
θα καθιέρωνε πάγιο εκλογικό σύστημα την απλή αναλογική, 
θα μείωνε την τιμή του ψωμιού, 
θα απαγόρευε την προσωποκράτηση για οφειλές προς το Δημόσιο μέχρι 3.000 δρχ., 
θα προχωρούσε στην εφαρμογή της Κοινωνικής Ασφάλισης, 
και θα καθιέρωνε 5χρονο χρεοστάσιο χωρίς όρους, για τα χρέη των αγροτών σε τράπεζες και ιδιώτες. 
Ο Σοφούλης όμως, έγραψε στα παλιά του τα παπούτσια τη συμφωνία και τελικά συνεργάστηκε με το βασιλικό κόμμα του Τσαλδάρη. 
Έτσι μέσα σε λίγες βδομάδες, με τη σύμφωνη γνώμη των δύο αστικών κομμάτων και σε συνεργασία με τα ανάκτορα και τον εκδότη της εφημερίδας «ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΒΗΜΑ» Δ. Λαμπράκη, οδηγηθήκαμε στη δικτατορία του Μεταξά! 

Να μην ξεχνάμε ότι εκείνη την περίοδο, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, λίγες μόνο μέρες πριν πεθάνει, μπροστά στην αδυναμία των διαφορετικών τμημάτων της Αστικής Τάξης να συμφωνήσουν στη σύσταση κυβέρνησης, έστειλε επιστολή από το Παρίσι, με την οποία υποστήριζε τη δικτατορική λύση, σαν τη μόνη εφικτή λύση στην πολιτική κρίση που είχε ξεσπάσει. 
Επίσης, να θυμηθούμε ότι και ένα χρόνο πριν, τον Μάρτη του 1935, ο Βενιζέλος με τον στρατηγό Πλαστήρα είχαν ηγηθεί αποτυχημένου πραξικοπήματος, με σκοπό την επιβολή δικτατορίας.
 Φυσικά ο Βενιζέλος δεν αποτελούσε εξαίρεση, όλοι οι πολιτικοί της αστικής τάξης έχουν στην άκρη του μυαλού τους την δυνατότητα άσκησης της εξουσίας με ανοιχτά δικτατορικό τρόπο.
 Για παράδειγμα ένας άλλος «εθνάρχης», (όπως τους χαρακτηρίζει η Ελληνική άρχουσα τάξη) ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, έγραφε στις 10.5.1966, ένα χρόνο πριν το πραξικόπημα Παπαδόπουλου, από το Παρίσι στον Κωνσταντίνο Τσάτσο: «… Εισηγούμεθα λοιπόν παρεκτροπήν από το πολίτευμα και μίαν προσωρινήν δικτατορίαν –ἰσως ενός έτους.» (Κωνσταντίνος Καραμανλής, Αρχείο, Γεγονότα και κείμενα σελ 220). 
Ο ίδιος πέντε μήνες μετά το πραξικόπημα, στις 8.9.1967, έγραφε σε επιστολή του προς τον αρχιεπίσκοπο Αμερικής Ιάκωβο: «…Διότι το θέμα δεν είναι να επανέλθωμεν εις την ομαλότητα δια της αποτυχίας της επαναστάσεως, αλλά δια της επιτυχίας της. (…) Η επανάστασις, άπαξ και εγένετο, προσφέρει μίαν ευκαιρίαν ανασυντάξεως της ζωής του έθνους.» (Γεώργιος Μαλούχος, Εγώ ο Ιάκωβος, σελ. 247-248). 

Δεν χρειάζεται μεγαλύτερη ανάλυση για να συμπεράνουμε ότι οι κομμουνιστές και η Εργατική Τάξη δεν πρέπει να δείχνουν εμπιστοσύνη στα αστικά κόμματα. 
Στο τέλος, θα τους την «φέρουν», επειδή τα συμφέροντά τους είναι διαμετρικά αντίθετα. 

Η αστική τάξη, για να διατηρήσει την εξουσία της, χρησιμοποιεί τόσο τον κοινοβουλευτικό μανδύα (την συγκεκαλυμμένη δικτατορία) όσο και την ανοιχτή δικτατορία. 

Η πρώτη φορά που το ΚΚΕ πήρε μέρος σε κυβέρνηση, συνεργαζόμενο με αστικά κόμματα, ήταν το 1944, μετά την απελευθέρωση της χώρας από τους Γερμανούς. 

Να τι έγραφε η Γενική Γραμματέας του ΚΚΕ Αλέκα Παπαρήγα, σε άρθρο της το 2013 στην «Κομμουνιστική Επιθεώρηση»: 
«…Η συμμετοχή σε μια αστική κυβέρνηση συνιστά λάθος που δεν διορθώνεται εύκολα και μπορεί να αποδειχθεί ανεπανόρθωτο. Η πρώτη πείρα που αποκτήθηκε αφορά στη συμμετοχή του ΚΚΕ στην κυβέρνηση που σχηματίστηκε μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τη γερμανική, ιταλική και βουλγαρική κατοχή. 
Ένας αστός πολιτικός, ο Γεώργιος Παπανδρέου (πατέρας και παππούς δύο κατοπινών πρωθυπουργών της Ελλάδας, ηγετών της σοσιαλδημοκρατίας) πήρε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, κατόπιν επιλογής του από το βασιλιά και την Αγγλία, δίπλα στην οποία είχε συνταχθεί προ πολλού η αστική τάξη της χώρας. 
Επιλέχθηκε το πρόσωπο αυτό γιατί απολάμβανε της απόλυτης εμπιστοσύνης τους, θεωρούσαν ότι με πολιτικές δολοπλοκίες και μηχανορραφίες θα αντιμετώπιζε το μεταπολεμικό συσχετισμό δυνάμεων που ήταν υπέρ του ΚΚΕ και των αγωνιστών πατριωτών της ελληνικής εθνικής αντίστασης και θα οδηγούσε σε αστική σταθερότητα. Η εξέλιξη αυτή άρχισε να δρομολογείται από τον Απρίλη του 1944, πριν την απελευθέρωση της Ελλάδας. 
Ο Γεώργιος Παπανδρέου είχε μείνει συνειδητά μακριά από τον αγώνα του ελληνικού λαού κατά της ξενικής κατοχής, είχε αρνηθεί επίμονα τις προτάσεις του ΚΚΕ και του ΕΑΜ για ενότητα και συμμετοχή στην Αντίσταση. 
Από το 1943 είχε αποστείλει υπομνήματα στη βρετανική κυβέρνηση, με τα οποία συντάσσονταν στο πλευρό της και βεβαίως κατά της ένοπλης εθνικής αντίστασης που καθοδηγούσε το ΚΚΕ, με σκοπό να κόψει τη λαϊκή νίκη στο νήμα, πράγμα που έγινε.
 Η εντολή για το σχηματισμό αυτής της κυβέρνησης στηρίχθηκε και στον απαράδεκτο συμβιβασμό που έκανε το ΚΚΕ
 -το ηρωικό κόμμα της αντίστασης, ο αιμοδότης και καθοδηγητής της- και η ηγεσία της Εθνικής Αντίστασης όταν -πριν λήξει ο πόλεμος, στα μέσα του Απρίλη του 1944- 
ήρθε σε συμφωνία για τη δημιουργία ενιαίας κυβέρνησης με αστικές πολιτικές δυνάμεις και με ρυθμιστή το Βρετανικό Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής. 
Η αντιπροσωπεία που πήγε στο Κάιρο της Αιγύπτου για τη συμφωνία δέχτηκε να συμμετάσχει το ΕΑΜ, το ΚΚΕ στη μεταπολεμική κυβέρνηση. 
Η συμφωνία παραβίαζε το συσχετισμό δυνάμεων και τις αρχές του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, ο οποίος από την πρώτη στιγμή έθετε το ζήτημα της έκβασης του αγώνα προς τη λαϊκή δημοκρατία. 
Το ΠΓ (Πολιτικό Γραφείο) της ΚΕ (Κεντρικής Επιτροπής) του ΚΚΕ χαρακτήρισε απαράδεκτες τις υποχωρήσεις της αντιπροσωπείας, η οποία δεν τήρησε τις σχετικές κατευθύνσεις, όμως η προσωρινή κυβέρνηση που είχε σχηματιστεί μέσα στην Ελλάδα, που εξέφραζε και τη συμμαχία του ΚΚΕ, θεώρησε αναγκαία τη συμφωνία. 
Ακολούθησαν άκαρπες προσπάθειες για τη βελτίωση της συμφωνίας και τελικά η ΚΕ του ΚΚΕ που συγκλήθηκε στις 2-3 Αυγούστου του 1944, την ενέκρινε. 

Η συγκατάθεση της ΚΕ του ΚΚΕ οδήγησε στη συμμετοχή στην κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου με το επιχείρημα ότι: 
Η μη συμμετοχή θα ενίσχυε τις ακραίες μερίδες που επεδίωκαν να ματαιώσουν την ενότητα και να επιβάλουν αντιλαϊκό καθεστώς με πρόκληση ανοικτού εμφύλιου πολέμου. 
Το ΚΚΕ πρόταξε ως κύρια επιδίωξη να παρεμποδιστούν οι δικτατορικές τρομοκρατικές τάσεις, να επιτευχθεί η διάσπαση των δυνάμεων που έχουν φασιστικές αντιλαϊκές τάσεις. 
Η υπογραφή της συμφωνίας έδωσε αντικειμενικά τη δυνατότητα στους Άγγλους ιμπεριαλιστές να προωθήσουν με επιτυχία τα σχέδιά τους να τσακίσουν το κίνημα της εθνικής αντίστασης και να στηρίξουν ένοπλα το δολοφονικό όργιο κατά του ΚΚΕ. 

Η μια υποχώρηση έφερε την άλλη, νέες συμφωνίες που έδωσαν τη δυνατότητα να επιστρέψουν τα αστικά κόμματα στον κυβερνητικό μηχανισμό και να αναστηλώσουν τους κλονισμένους μηχανισμούς της αστικής εξουσίας, όπως τον «εθνικό» στρατό, μια διαδικασία που κράτησε αρκετά χρόνια κι έδωσε τη δυνατότητα στην αστική τάξη 
-που δεν είχε τότε λαϊκά ερείσματα- 
να διαμορφώσει ένα πολιτικό κομματικό σύστημα ικανό να ανατρέψει άμεσα τον υπέρ του λαού συσχετισμό δυνάμεων…» 

Η εμπειρία από την ολιγοήμερη συμμετοχή στην κυβέρνηση Παπανδρέου το 1944 
(18 Οκτώβρη έως 30 Νοέμβρη) 
ήταν τραυματική, με τραγικές συνέπειες για το λαό. 
Μέσα σε λίγες βδομάδες, η Αστική Τάξη με τη βοήθεια των Άγγλων (60.000 Βρετανοί στρατιώτες βρέθηκαν στην Ελλάδα εκείνες τις ημέρες) 
κατόρθωσε να ανασυντάξει όπως-όπως τις δυνάμεις της 
και, αφού καταπάτησε όλες τις συμφωνίες περί αφοπλισμού των γερμανοντυμένων ταγμάτων ασφαλείας και της τιμωρίας των δοσίλογων,
 οδήγησε τα πράγματα στη σύγκρουση, τα γνωστά ως Δεκεμβριανά, κτυπώντας το ΕΑΜ, τον ΕΛΑΣ και ματοκυλώντας την Αθήνα. 


Αξίζει να μνημονεύσουμε ότι σε εκείνη την κυβέρνηση το ΕΑΜ (και το ΚΚΕ) είχε αναλάβει όλα τα οικονομικά υπουργεία (οικονομικών, εθνικής οικονομίας, γεωργίας δημοσίων έργων και εργασίας). 
Παρ’ όλα αυτά, στην προσπάθεια του ΕΑΜ να βάλει μπροστά την οικονομία και να αρχίσει η ανάπτυξη και αναγκαζόμενο να συγκυβερνήσει μέσα στα ασφυκτικά περιθώρια που του έθεταν τα άλλα κόμματα και οι βιομήχανοι, αποδέχθηκε τη μείωση των εργατικών μισθών και τον περιορισμό των δημοσίων υπαλλήλων. 
Επίσης, λόγω του νέου νομίσματος, που μπήκε σε κυκλοφορία για να αντικαταστήσει το παλιό, το ΕΑΜ χρεώθηκε την καταστροφή των μικροκαταθετών, μιας και οι καταθέσεις τους εξανεμίστηκαν, ενώ το φάσμα της πείνας, λόγω του υπερπληθωρισμού, απλώθηκε επικίνδυνα πάνω στις πόλεις. 
Από την άλλη, τα οικονομικά μέτρα εκείνης της κυβέρνησης και το νέο νόμισμα, ωφέλησαν μόνο τους επιχειρηματίες που λόγω της νέας ισοτιμίας είδαν τα χρέη τους προς το δημόσιο να μηδενίζονται! 
Ακόμα και τα δύο νομοσχέδια, που κατέθεσαν οι Εαμίτες υπουργοί, για την «φορολόγηση των πλουτησάντων κατά την κατοχή» και για την «εφάπαξ φορολογία αυτών που ωφελήθηκαν από τον νομισματικό πληθωρισμό», αναγκάστηκαν να τα αποσύρουν λόγω των αντιρρήσεων του Λαϊκού Κόμματος (Κ. Τσαλδάρης).
 Οι κομμουνιστές, στο όνομα της συμμετοχής σε μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας, αναγκάστηκαν να στηρίξουν την καπιταλιστική ανάπτυξη, την οποία ήθελε η Αστική Τάξη, αποδεχόμενοι αντιλαϊκά μέτρα και αποφάσεις πέρα από τις προθέσεις τους και την ιδεολογία τους. 
Για άλλη μια φορά αποδείχθηκε, ότι φιλολαϊκή διαχείριση στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος, δεν μπορεί να υπάρξει. 
Ας δούμε όμως πώς σχολιάζει τα γεγονότα της εποχής ένας από τους κύριους πρωταγωνιστές, αλλά από την αντίθετη πλευρά, ο τότε Πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου, με την επιστολή-άρθρο που δημοσιεύτηκε στις 2 Μαρτίου 1948 στην εφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»: 
«Φίλε κ. Διευθυντά, …Και ερχόμεθα εις τον ιδικόν μας Δεκέμβριον.
 Γράφετε: «Ο Υψιστος μας έκαμε δώρον την Επανάστασιν και τα Δεκεμβριανά. Διότι τι θα συνέβαινε αν δεν εγίνοντο; 
Δια να μη γίνουν ήμεθα τότε εις κάθε υποχώρησιν έτοιμοι. Θα εδίδαμεν εις τους Κομμουνιστάς και ένα και δύο υπουργεία, ακόμα και πέντε. 
Σιγά – σιγά θα τους παραδίδαμεν, για να μη γίνει Επανάστασις και την Διοίκησιν και τον Στόλον και τον Στρατόν. Θα τους τα εδίδαμεν όλα»…
 Η διαφωνία μου είναι απόλυτος. 
Οχι ότι δεν υπήρξε «δώρον του Υψίστου» ο Δεκέμβρης… Αλλά ότι «θα τους τα εδίναμε όλα…». 
Διότι συνέβαινεν ακριβώς το αντίθετον: «Τους τα επαίρναμεν όλα…» 
Και διότι επεμείναμεν, απεφάσισαν την Στάσιν…» 

Ο Γεώργιος Παπανδρέου, με τα λόγια του αυτά, εξηγεί, σε όσους έχουν αμφιβολίες, ότι η Αστική Τάξη είναι διατεθειμένη να δώσει μερικές υπουργικές καρέκλες στους κομμουνιστές-εκπροσώπους της Εργατικής Τάξης, 
προκειμένου, στη συνέχεια, να τους τα πάρει όλα! 

Και συνεχίζει στην ίδια επιστολή: 
«Οσοι θέλουν να κρίνουν δικαίως εκείνην την εποχήν, οφείλουν να αναπολήσουν την κατάστασιν του Απριλίου 1944, όταν ανέλαβον την Κυβέρνησιν. 
Εις την Ανατολήν, αι ένοπλοι δυνάμεις μας είχον αποσυντεθεί από την Στάσιν. 
Και εις την Ελλάδα το ΚΚΕ είχε καταστή παντοδύναμον και είχε συγκροτήσει και την Κυβέρνησιν των Βουνών – την ΠΕΕΑ. 
Και η αγωνία, από την οποία αδιαλείπτως κατειχόμην ήτο: Πως θα καταλύετο; 
Δύο ήσαν τα στάδια δια να φθάσωμεν εις την Νίκην: 
Πρώτον, η έλευσις εις τας Αθήνας! Και δεύτερον, ο αφοπλισμός του ΚΚΕ. 
Δια να έλθωμεν εις τας Αθήνας -ως αντίπαλοι του ΚΚΕ- δεν διεθέταμεν, δυστυχώς, ούτε εις το εσωτερικόν, ούτε εις το εξωτερικόν, ελληνικάς δυνάμεις, αριθμητικώς επαρκείς διά να αντιμετωπίσουν τας μυριάδας του ΕΛΑΣ, τακτικού και εφεδρικού, καθώς και την ευρυτάτην συνωμοτικήν οργάνωσιν του ΕΑΜ. 
Αλλά δεν υπήρχον επίσης τότε ούτε Βρετανικαί δυνάμεις διαθέσιμοι, διότι είχον απορροφηθή από τα τρία ευρωπαϊκά μέτωπα …». 
Αλλά και αν ακόμη καθίστατο, μ’ όλα ταύτα, δυνατόν να εξευρίσκοντο δυνάμεις Βρετανικαί, και πάλι θα ήτο τότε πολιτικώς αδύνατος η απόβασις εναντίον του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, λόγω της σφοδράς αντιδράσεως και των Αγγλων εργατικών και του Προέδρου Ρούσβελτ και της Σοβιετικής Ενώσεως. 
Δια να πεισθώμεν, φθάνει να ενθυμηθώμεν την γενικήν εξέγερσιν, την οποίαν είχε προκαλέσει η Βρεταννική επέμβασις κατά τον Δεκέμβριον και η οποία εκλόνισε την θέσιν του Τσώρτσιλ – και η οποία, εν τούτοις, είχεν επιχειρηθή υπό «απείρως ευμενεστέρας συνθήκας», διότι αι Βρετανικαί δυνάμεις υπεστήριζαν τότε την νόμιμον κυβέρνησιν και ευρίσκοντο εδώ πρεσκεκλημένοι και από τον ΕΛΑΣ, διά την διατήρησιν της τάξεως… 
Ιδού, διατί, μόνον η συμμετοχή του ΚΚΕ εις την Κυβέρνησίν μας ήνοιγε τας πύλας της Ελλάδος. 
Και δια τούτο την επεδίωξα – και ευτυχώς κατωρθώθη… 
…Το συμπέρασμα είναι ότι ο Δεκέμβριος ημπορεί να θεωρηθή «δώρον του υψίστου». 
Αλλά, δια να υπάρξη ο Δεκέμβριος, έπρεπε προηγουμένως να είχωμεν έλθει εις την Ελλάδα. Και τούτο ήτο δυνατόν μόνο με την συμμετοχήν και του ΚΚΕ εις την κυβέρνησιν, δηλαδή με τον Λίβανον. 
Και δια να ευρεθούν εδώ οι Βρετανοί, οι οποίοι ήσαν απαραίτητοι δια την Νίκην, έπρεπε προηγουμένως να είχεν υπογραφή το Σύμφωνον της Καζέρτας. 
Και δια να γίνη η Στάσις – «το δώρον του Υψίστου» – έπρεπε προηγουμένως να επιμείνω εις την άμεσον αποστράτευσιν του ΕΛΑΣ και να θέσω το ΚΚΕ ενώπιον του διλήμματος ή να αποδεχθή ειρηνικώς τον αφοπλισμόν του ή να επιχειρήση την Στάσιν, υπό συνθήκας όμως πλέον, αι οποίαι ωδήγουν εις την συντριβήν του. Αυτή είναι η ιστορική αλήθεια». 

Πόσο πιο ξεκάθαρα μπορεί να το δηλώσει ένας εκπρόσωπος της Αστικής Τάξης, πόσο πιο κυνικά να το ομολογήσει, 
ότι ο μόνος τρόπος για να κτυπηθεί το εργατικό και λαϊκό κίνημα, όταν τούτο βρίσκεται σε άνοδο και απειλεί την εξουσία της Αστικής Τάξης, 
είναι να επιτρέψουν στους εκπροσώπους του να πάρουν μέρος στην κυβέρνηση και αφού στη συνέχεια οι καπιταλιστές καταφέρουν να ανασυντάξουν τις δυνάμεις τους, μετά να το συντρίψουν!

Στη δεκαετία του ’60, επειδή το ΚΚΕ ήταν εκτός νόμου, οι κομμουνιστές συμμετείχαν σε έναν πλατύ κεντροαριστερό σχηματισμό, την ΕΔΑ, με αποτέλεσμα ο στόχος τους για την Εξουσία της Εργατικής Τάξης να περάσει σε δεύτερο πλάνο. 
Την περίοδο αυτή, υιοθετώντας στο μέγιστο βαθμό την τακτική της συνεργασίας με το δήθεν «προοδευτικό» τμήμα της Αστικής Τάξης, κατέληξαν στις εκλογές του 1964 σε πολλές εκλογικές περιφέρειες να μην κατεβάσουν υποψηφίους, καλώντας τους οπαδούς τους να ψηφίσουν το κόμμα του Γ. Παπανδρέου (ναι-ναι, αυτόν που με τις δολοπλοκίες του 20 χρόνια πριν τους είχε σύρει στον εμφύλιο!). 

Αλλά και στη δεκαετία 1974-1984 όταν το Κομμουνιστικό Κόμμα κατέκτησε τη νομιμοποίησή του, συνέχισε να προσαρμόζει την πολιτική του στα πλαίσια της συνεργασίας με την «καλή» αστική τάξη, προσπαθώντας να δημιουργηθεί κοινό κυβερνητικό σχήμα με το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα του Ανδρέα Παπανδρέου. 
Με την πολιτική του όμως αυτή, άθελά του, περνούσε στους οπαδούς του το μήνυμα ότι είναι δυνατόν μέσα στον καπιταλισμό να υπάρξει πραγματική αλλαγή, ότι η επανάσταση μπορεί να περιμένει, ότι δεν είναι και τόσο κακό να ψηφίζουν φιλελεύθερα και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και σε τελευταία ανάλυση, έσπρωχνε τους ψηφοφόρους του στην αγκαλιά των Αστικών κομμάτων. 

Η εμπειρία όμως του ΚΚΕ από συμμετοχή σε κυβερνήσεις δεν περιορίζεται στο 1944. 

Το 1989-1990 συμμετέχοντας στον συμμαχικό σχηματισμό «ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ της ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ και της ΠΡΟΟΔΟΥ» υπέκυψε στις πιέσεις των συμμάχων του και, ενώ το αστικό πολιτικό σύστημα ήταν σε δύσκολη θέση μην μπορώντας να σχηματίσει κυβέρνηση, στήριξε (έστω και χωρίς να συμμετέχει με δικούς του υπουργούς) την αστική κυβέρνηση «Τζανετάκη, (στην κυβέρνηση Τζανετάκη από την μεριά του τότε ενιαίου ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ συμμετείχαν ως υπουργοί οι Ν. Κωνσταντόπουλος και Φ. Κουβέλης)» και στη συνέχεια την κυβέρνηση «Ζολώτα» (έχοντας έναν υπουργό τον Ι. Δραγασάκη, ο οποίος στη συνέχεια αποχώρησε από το ΚΚΕ και ξανάγινε υπουργός στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ) .

Να πώς σχολιάζει η Αλέκα Παπαρήγα το γεγονός, στο ίδιο κείμενο:
«…Το ΚΚΕ διαθέτει και σύγχρονη εμπειρία από ένα είδος ιδιόμορφης συμμετοχής σε δύο διαδοχικές κυβερνήσεις το 1989-1990, στην πρώτη περίπτωση με το φιλελεύθερο κόμμα (ΝΔ) και στη δεύτερη και με τη σοσιαλδημοκρατία (ΠΑΣΟΚ). 
Η συμμετοχή στην κυβέρνηση έγινε για πολύ ειδικούς λόγους, καθώς ήταν αδύνατος ο σχηματισμός κυβέρνησης ύστερα από εκλογές, σύμφωνα δε με το νόμο έπρεπε να μεσολαβήσει ένα μικρό χρονικό διάστημα ως την επόμενη εκλογική αναμέτρηση για να μην παραγραφεί ένα πολιτικό σκάνδαλο που επικεφαλής -σύμφωνα με το κατηγορητήριο- αναφέρονταν ο σοσιαλδημοκράτης πρωθυπουργός. 
Το Κόμμα μας από τη φύση των δύο αυτών κυβερνήσεων 
-που ήταν μεταβατικές ως τις επόμενες εκλογές- 
δεν υποχρεώθηκε σε επιζήμιες υποχωρήσεις αν και ένα μέρος του λαού -καθοδηγημένο από τη σοσιαλδημοκρατία- απέδωσε στο κόμμα πολιτική ανίερης συμμαχίας. 
Είχαμε ζημιά σε ψήφους, το κυριότερο όμως δεν ήταν αυτό το γεγονός, όσο το ότι αναπτύχθηκε (σε μια περίοδο που ο οπορτουνισμός είχε σηκώσει κεφάλι μέσα στο κόμμα) η αντίληψη ότι δεν είναι θέμα αρχής η συμμετοχή του κόμματος σε μια αστική κυβέρνηση.
Ακόμα όμως χειρότερο ήταν η διάδοση της αντίληψης ότι σε κάποια πολύ κορυφαία στιγμή, που το αστικό πολιτικό σύστημα συναντά εμπόδια, το ΚΚΕ πρέπει να παραμερίσει τη στρατηγική του και να στηρίξει το σχηματισμό κυβέρνησης στη λογική του λεγόμενου μίνιμουμ προγράμματος, που στην πραγματικότητα σε όλες τις περιπτώσεις δεν προκαλεί ρήγματα στο αστικό πολιτικό σύστημα, αντίθετα του παρέχει τη δυνατότητα να ανασυντάξει τις δυνάμεις του…» 

Βλέπουμε ότι στις ημέρες μας έχει συσσωρευτεί πλούσια πείρα, 
τόσο από το ελληνικό, όσο και από το διεθνές εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα. 

Κατανοούμε ότι το κακό δεν είναι να κάνεις λανθασμένες εκτιμήσεις, 
ούτε και το να προβαίνεις σε ενέργειες, οι οποίες εκ των αποτελεσμάτων κρίνονται ότι δεν ήταν σωστές. Στο κάτω-κάτω, όποιος έχει στόχο και δράση, θα κάνει και λάθη. Το κακό είναι να επαναλαμβάνεις τα ίδια λάθη και να μη διδάσκεσαι από αυτά. 
Και αντιλαμβάνομαι ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ελλάδας έμαθε από αυτά. 

Η μελέτη των ιστορικών στοιχείων με οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι οι Έλληνες κομμουνιστές, 
όχι μόνο δεν είναι «δογματικοί» και «αποστεωμένοι» όπως τους κατηγορούν οι αντίπαλοί τους, 
αλλά ότι δεν διστάζουν και νέους δρόμους να εξερευνούν και την τακτική τους να αναπροσαρμόζουν και την πορεία τους να μελετούν και να την κριτικάρουν. 

Σε ένα μόνο δεν κάνουν πίσω, στο στόχο τους να οδηγήσουν την τάξη τους στην εξουσία. 

Όσο για τις ανόητες κατηγορίες που εκπορεύονται από κάποια κέντρα, ότι τάχα οι κομμουνιστές αρνούνται να μπούνε σε αστικές κυβερνήσεις, 
επειδή «φοβούνται» να αναλάβουν κυβερνητικές ευθύνες, 
δεν είναι δυνατόν να ληφθούν στα σοβαρά υπόψη, εκτός κι αν κάποιος είναι πολύ εύπιστος ή αδαής. 

Πόσο φαιδρά γίνονται αυτά τα «κέντρα», διαδίδοντας τέτοιες ανοησίες, όταν είναι πασίγνωστο και σε μένα όπως και σε όλον τον κόσμο,
 ότι οι κομμουνιστές είναι μπροστάρηδες σε κάθε αγώνα, σε κάθε κινητοποίηση, 
ότι οργανώνουν τη λαϊκή πάλη, διεκδικώντας όχι μόνο την άμεση επίλυση των καυτών προβλημάτων, αλλά προετοιμάζοντας την εργατική τάξη για την κατάκτηση της εξουσίας. 
Ότι ποτέ τους δεν φοβήθηκαν ούτε φυλακές ούτε εξορίες, ότι, στον όμορφο αυτόν αγώνα, δεν δίστασαν να θυσιάσουν ακόμα και την ίδια τους τη ζωή! 

Μην απορείς λοιπόν, ούτε να διαμαρτύρεσαι (είτε είσαι εργαζόμενος είτε όχι), όταν ένα Εργατικό - Κομμουνιστικό Κόμμα αρνείται να λάβει μέρος σε κυβερνήσεις του Αστικού Κράτους. 
Έχει σοβαρότατους λόγους για να ακολουθεί αυτή την πολιτική, λόγοι που είναι σύμφωνοι με τον στρατηγικό του στόχο (με τον οποίο στόχο έχεις κάθε δικαίωμα να συμφωνείς ή να διαφωνείς), 
δηλαδή την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος 
και το πέρασμα της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής στα χέρια της Εργατικής Τάξης και της κοινωνίας ολόκληρης, για την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών. 

Το πρόβλημα για ένα εργατικό κόμμα, δεν είναι αν θα χάσει ή θα κερδίσει μερικές βουλευτικές έδρες, αλλά αν με τη συμμετοχή του σε αστική κυβέρνηση θα ζημιώσει συνολικά την υπόθεση του λαού. 


Το κομμουνιστικό κόμμα οφείλει να στρατεύεται με το μακροπρόθεσμο συμφέρον της Εργατικής Τάξης και όχι να μεταλλάσσεται σε «κυβερνώσα αριστερά», για να ικανοποιήσει προσωπικές φιλοδοξίες κάποιων στελεχών του και έτσι να στηρίζει τα συμφέροντα της ολιγαρχίας.