Συνολικές προβολές σελίδας

Translate

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ρόζα Λούξεμπουργκ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ρόζα Λούξεμπουργκ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

16 Ιανουαρίου, 2024

Νίκος Καζαντζάκης: Η κραυγή της Ρόζας Λούξεμπουργκ



Νίκος Καζαντζάκης: Η κραυγή της Ρόζας Λούξεμπουργκ
(απόσπασμα απο τον πρόλογο του Ν. Καζαντζάκη στο βιβλιο της Ρόζας Λούξεμπουργκ: ''Οργανωτικά προβλήματα της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας')

...Μια μέρα την είχα δει σε μια μικρή γερμανική πολιτεία, πάνου σε ένα τραπέζι, να μιλάει σε χιλιάδες εργάτες και πεινασμένους. Ήταν αδύναμη, σα ραχητική, φορούσε ένα παλιό σάλι, έτρεμε από το κρύο κι έβηχε. Μα πότε δεν θα ξεχάσω την κραυγή που τινάχτηκε από το ανεμικό της στόμα κι ανέβηκε στον ουρανό: «Ελευτερία, φως, δικαιοσύνη. Να χαθούμε, όλοι αδέλφια, για να σώσουμε τη γης!».
Πολλοί κλαίγαν, άλλοι βλαστημούσαν και φοβέριζαν. Οι καλοθρεμμένοι αστοί περνούσαν και σφύριζαν. Ήρθαν οι αστυφύλακες και την κατέβασαν από το τραπέζι και την πήραν στη φυλακή. Ποτέ δε θα ξεχάσω τη ματιά της προς τους αψηλούς, βάρβαρους στρατιώτες. Έλεος, αγανάχτηση και θλίψη. Σα να μετρούσε πόσο σκοτάδι υπάρχει ακόμα, πόση σκλαβιά και τι αγώνας χρειάζεται!
Μιαν άλλη μέρα: Είχε κηρυχτεί ο παγκόσμιος πόλεμος, τα γερμανικά σιδερόφραχτα στρατεύματα κίνησαν να δρασκελίσουν τα σύνορα και να μπουν στη Ρωσία.
Άξαφνα, μια χλωμή γυναίκα όρμησε, στάθηκε απάνου στα σύνορα κι άνοιξε τα δυο μικρά της αδύναμα χέρια να σταματήσει τους στρατούς που προχωρούσαν. Ήταν η Ρόζα Λούξεμπουργκ.
Τη φυλακίζουν. Από τη φυλακή της κοιτάζει τον ήλιο, τα πουλιά, τα σύννεφα, ακουμπισμένη στα κάγκελα.
Ξαπλωμένος στην κορφή του βουνού διαβάζω τα γράμματα της στην αγαπημένη της φιλενάδα, τη Σόνια:
«Κάποτε μου φαίνεται πως δεν είμαι ανθρώπινο πλάσμα, μα ένα πουλί ή ένα οποιοδήποτε ζώο, που πήρε ανθρώπινη μορφή. Περσότερο ταιριάζει στην ψυχή μου μια γωνίτσα περβόλι, ένα χωράφι και να ΄μαι ξαπλωμένη στο χορτάρι, ανάμεσα στα έντομα, παρά να βρίσκουμαι σ’ ένα συνέδριο σοσιαλιστικό. Σε σένα μπορώ να κάμω μια τέτοια εξομολόγηση, γιατί βέβαια δε θα με φανταστείς εσύ πως προδίνω την ιδέα. Το ξέρεις, πως μεόλα αυτά, ελπίζω να πεθάνω στο μετερίζι μου: σε μια μάχη στα οδοφράγματα ή μέσα στη φυλακή…».
Γιομάτη επικίντυνα πλούτη κι αντινομίες ήταν η ψυχή της, όπως κάθε μεγάλη ψυχή.
Και παρακάτω γράφει:
«Τη στιγμή που σου γράφω ένας μεγάλος βάβουλος μπήκε στο κελί της φυλακής μου· το γιομώνει με τη βαριά, σα βαρύτονου, φωνή του. Τί ωραίος που είναι, τί βαθύτατη χαρά ζωής αναπηδάει μέσα από το βούισμά του, το γιομάτο δύναμη, ζέστα καλοκαιριάτικη και μυρωδιές από τα λουλούδια!»

«Σονίτσα» γράφει μιαν άλλη μέρα, «παραπονιέσαι με λόγια πικρά γιατί με κρατούν τόσον καιρό φυλακή και φωνάζεις: «Πώς είναι δυνατόν οι ανθρώποι να ορίζουν την τύχη άλλων ανθρώπων;» Αγαπητό μικρό μου πουλί, σε όλη την ιστορία ανθρώποι ορίζουν την τύχη άλλων ανθρώπων, κι η αδικία τούτη, έχει βαθύτατα τις ρίζες της στις υλικές συνθήκες της ζωής.
Μονάχα η εξέλιξη, μέσα από αναρίθμητες σπασμωδικές κρίσεις, μπορεί να φέρει τη λύτρωση. Σήμερα ζούμε ένα από τα πιο τρικυμισμένα κεφάλαια της εξέλιξης αυτής και ρωτάς: Προς τί όλα τούτα; Το ερώτημα τούτο δεν έχει νόημα όταν αγκαλιάσεις ολάκερο τον κύκλο της ζωής. Προς τί να υπάρχουν πουλιά στον κόσμο; Δεν ξέρω. Μα χαίρουμαι που υπάρχουν και γλυκύτατα παρηγοριέμαι, γρικώντας ξαφνικά ένα βιαστικό τσι-τσι-μπε να μου έρχεται μακριάθε, απάνου από τον τοίχο.
»Άλλωστε υπερτιμάς τη γαλήνη μου. Δυστυχώς η εσωτερική μου ισορροπία και μακαριότητα ταράζεται κι από τον πιο ανάλαφρο ίσκιο που περνάει ποπάνω μου κι υποφέρω τότε αδήγητο μαρτύριο. Μα τις στιγμές αυτές μου είναι αδύνατο να προφέρω λέξη.».

Σε ένα άλλο γράμμα της περιγράφει με πόνο τα βουβάλια που σέρνουν μεγάλα κάρα και κουβαλούν στις φυλακές τα αιματωμένα ρούχα από τον πόλεμο. Ένας στρατιώτης τα χτυπούσε και χάραζε, έως το αίμα, τη ράχη τους:
«Την ώρα που ξεφόρτωναν τα κάρα, τα βουβάλια έμεναν ακίνητα εξαντλημένα και το ένα, εκείνο που έτρεχε αίμα, κοίταζε θλιμμένο, ίσα, μπροστά του. Όλη του η μορφή και τα μεγάλα του μαύρα μάτια, τα τόσο γλυκά, είχαν την έκφραση του παιδιού που τιμωρήθηκε σκληρά χωρίς να ξέρει την αιτία· έκλαψε πολύ και δεν ξέρει πια πώς να γλυτώσει από το μαρτύριο κι από την κτηνώδη βία.
»Στεκόμουνα μπροστά στο κάρο και το πληγωμένο ζώο με κοίταζε. Τα δάκρυα τινάχτηκαν από τα μάτια μου· ήσαν τα δάκρυά του. Ω δύστυχο βουβάλι μου, αγαπημένε φτωχέ αδερφέ μου, είμαστε κι οι δυο ανυπεράσπιστοι και βουβοί, ενωμένοι κι οι δυο στο πόνο, στην ανημποριά και στη λαχτάρα!»

Θάμα είναι η ευαισθησία τούτη της καρδιάς σε μια γυναίκα με τόση οξύτατη λογική και διαλεκτική δεινότητα και σοφία.

Κι ακόμα περισσότερο η Ρόζα Λούξεμπουργκ είχε και την Τρίτη ανώτατη αρετή: Δεν ήταν μονάχα λεπτότατα παθαινόμενη καρδιά, δεν ήταν μονάχα ανυπέρβλητα λαγαρός θεωρητικός νους – μα ήταν και μια ζωή γιομάτη Πράξη: αμείλιχτος πολεμιστής, έτρεχε από πόλη σε πόλη, μιλούσε στις πλατείες, στα καφενεία, στα εργοστάσια, πήγαινε μπροστά από τους εργάτες σε συλλαλητήρια κι απεργίες.
«Σονίτσαα, Σονίτσα, κράτα ό,τι κι αν γίνει, τη γαλήνη σου και την ηρεμία. Τέτοια είναι η ζωή και πρέπει να την παίρνεις όπως είναι, με γενναιότητα, με όρθιο το κεφάλι και με χαμόγελο στα χείλη, μπροστά και ενάντια στα πάντα!»

Και το τελευταίο της γράμμα, λίγο πριν την σκοτώσουν:
«Η ψυχή μου βρίσκεται σε τέτοιο πυρετό, που είναι αδύνατο να δέχουμαι πια τους φίλους μου και να νιώθω πως μας επιβλέπουν οι φύλακες. Το βάσταξα με υπομον’η όλα τούτα τα χρόνια κι αν ήταν άλλοι καιροί, θα ‘κανα υπομονή. Μα τώρα που όλα συθέμελα άλλαξαν, δεν το ανέχομαι πια. Να μ’ επιβλέπουν την ‘ωρα που μιλω΄και να να μη με αφήνουν να προφέρω λέξη για ότι βαθύτατα μ’ ενδιαφέρει, μου κατήντησε τόσο μαρτύριο, που προτιμώ να στερηθώ κάθε επίσκεψη, ωσότου να μπορέσουμε να ιδωθούμε σαν ελεύτεροι άνθρωποι».
Σε λίγο καιρό, τον Γενάρη του 1919, τη σκότωσαν!
Αχ! Πως ανέβηκε ξαφνικά, μέσα στην Πεντέλη, η κραυγή: – Βοήθεια!
Δεν ήταν μια γυναίκα που φώναζε – ήταν η κραυγή, η σημερινή, ολάκερης της Γης.
Κατέβαινα το βουνό ταραγμένος. Τα δάκρυα είχαν τιναχτεί από τα μάτια μου. Πώς όταν είδα τη γυναίκα τούτη στη μακρινή πολιτεία να φωνάζει, απάνω στο τραπέζι, μικρή, αδύναμη κι άσκημη, πώς να μη χυθώ να σφίξω το χέρι της και να πάω μαζί της! Μα θυμούμαι, πειράχτηκα κι απόστρεψα το πρόσωπό μου. Ένας γιατρός, που ήταν μαζί μου είπε: «Θα είναι υστερική· θα την πάντρευα να ησυχάσει». Κι εγώ γέλασα, θυμούμαι.
Φρίσσω λογιάζοντας πόσο κτήνος μπορεί να ‘ναι ο άνθρωπος, χωρίς να το νιώθει. Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα ξεπέσει τόσο, μεγαλύτερη αμαρτία δεν έκαμα.
Και τώρα τα δάκρυα ανεβαίνουν, μια καρδιά χτυπάει και γιομίζει με αντίλαλο την ερημιά, η ζωή ανασηκώνεται όλη απάνου στους αδύναμους, καμπουριασμένους ώμους της χλωμής τούτης μεγαλομάρτυρης αδελφής.
Έφυγε η κραυγή από το στήθος της, λευτερώθηκε από το εφήμερο κορμί της και δουλεύει, φωνάζοντας πολεμικά, μέσα στα στήθη των ανθρώπων. ΄
Τέτοια η κραυγή της λευτεριάς. Έκαμε χρόνια να φτάσει και να χτυπήσει την ψυχή μου. Άλλες ψυχές, πιο χαμηλά, πιο πέρα, ακόμα δεν τη γρίκησαν. Βλέπουν μια γυναίκα ν’ ανοίγει το στόμα της, να σηκώνει τα χέρια απάνου σ’ ένα τραπέζι, μα δεν ακούν τί λέει: ύστερα από πέντε, δέκα χρόνια, θ’ ακούσουν· κι η ψυχή τους θα τιναχτεί κραυγάζοντας.
Η κραυγή της Ρόζας Λούξεμπουργκ σκίζει τα σωθικά μας:
-Βοήθεια!»

Ο αέρας άλλαξε, αναπνέει μιαν άνοιξη βαριά, γιομάτη θειάφι. Ποιος φώναξε; Εμείς φωνάζουμε, οι αδικημένοι άνθρωποι! Κι ύστερα σιωπή· ξεχνούμε από τεμπελιά, από συνήθεια, από φόβο. Μα ξάφνου πάλι η κραυγή σκίζει τα σωθικά μας. Γιατί δεν είναι απόξω, δεν είναι μακριά, δεν έρχεται, για να μπορούμε να ξεφύγουμε – μέσα στην καρδιά κάθεται η κραυγή και φωνάζει.
Ανίλεη, αυστηρή είναι η στιγμή που περνούμε. Δε στρέφουμε πια το πρόσωπό μας στον ουρανό, ζητώντας βοήθεια. Ξέρουμε, ουρανός και γης είναι ένα. Ο νους, ας είναι ο ποιητής ουρανού και γης· αυτός ανέλαβε όλη την ευθύνη του χαμού ή της σωτηρίας. 
Ο νους μας είναι σαν το «Μικρό Σκορπιό» μιας αφρικάνικης παράδοσης, που αν την ήξερε, πολύ θα την αγαπούσε η Ρόζα Λούξεμπουργκ.
«Ο μικρός σκορπιός είπε: – Εγώ, ο μικρός σκορπιός ποτέ δε θα επικαλεστώ το όνομα του Θεού. Εγώ, ο μικρός σκορπιός, όταν θέλω να κάμω τίποτα, θα το κάμω με την ουρά μου»!»



Ελενη Μαρκακη

Στις 15 Ιανουαρίου 1919, η νεαρή Γερμανική επανάσταση αποκεφαλίστηκε και σφραγίστηκε με το διπλό φόνο του Κάρλ Λίμπκνεχτ και της Ρόζας Λούξεμπουργκ, οταν η Ασφάλεια κατάφερε να εντοπίσει το κρησφύγετο όπου κρύβονταν ο Λίμπκνεχτ και η Λούξεμπουργκ.
 Οι ασφαλίτες εισέβαλαν και συνέλαβαν τους δύο ηγέτες, τους οποίους μετέφεραν στο Επιτελείο Μεραρχίας Ιππικού της Φρουράς του Βερολίνου. Εκεί εκτελέστηκαν από αποθηριωμένους αξιωματικούς. 
Για να καλύψουν τα ίχνη τους, οι δολοφόνοι έστειλαν το πτώμα του Λίμπκνεχτ στο νεκροτομείο ως «πτώμα αγνώστου ανδρός», ενώ το πτώμα της Λούξεμπουργκ πετάχτηκε σε μια διώρυγα όπου βρέθηκε στις 31 του Μάη 1919.
Τίποτα από κείνη την περίοδο δεν πρέπει να ξεχαστεί...


16 Ιανουαρίου, 2019

ΛΕΝΙΝ:“Η Ρόζα Λούξεμπουργκ Παρά τα Λάθη της, Είναι και Θα Μείνει Αετός” !!

η τεράστια εκτίμηση και θαυμασμός του Λένιν για τη Ρόζα καθιστούν εντελώς κουτοπόνηρες τις απόπειρες διαχωρισμού των δυο επαναστατών, που, αρχής γενομένης από τη γερμανική σοσιαλδημοκρατία συνεχίζονται από διάφορες πλευρές ως τις μέρες μας

Σαν σήμερα, στις 15 του Γενάρη 1919, συλλαμβάνονται και δολοφονούνται από τμήματα των Φράικοπς (παραστρατιωτικές μονάδες που συγκροτήθηκαν για το χτύπημα της γερμανικής επανάστασης) οι ηγέτες του νεοϊδρυθέντος ΚΚ Γερμανίας Καρλ Λίμπκνεχτ και Ρόζα Λούξεμπουργκ. Αποσπάσματα από το τελευταίο κείμενο της Ρόζας, που γράφτηκε λίγες ώρες πριν από τη δολοφονία της…

Κατιούσα

Στις 15 του Γενάρη 1919 συλλαμβάνονται και δολοφονούνται από τμήματα των Φράικοπς (παραστρατιωτικές μονάδες που συγκροτήθηκαν για το χτύπημα της γερμανικής επανάστασης) οι ηγέτες του νεοϊδρυθέντος ΚΚ Γερμανίας Καρλ Λίμπκνεχτ και Ρόζα Λούξεμπουργκ. Υπεύθυνη για τη δολοφονία είναι η ηγεσία του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας και προσωπικά ο καγκελάριος Φρίντριχ Εμπερτ και ο υπουργός στρατιωτικών Γκούσταβ Νόσκε, που καθοδήγησαν το πνίξιμο της επανάστασης. Το κείμενο που ακολουθεί γράφτηκε από την Ρόζα Λούξεμπουργκ την ίδια μέρα της δολοφονίας της. Το αναδημοσιεύουμε από τον Ριζοσπάστη του Σαββατοκύριακου:
«H τάξη βασιλεύει στο Βερολίνο»Αποσπάσματα από το τελευταίο κείμενο της Ρ. Λούξεμπουργκ, που γράφτηκε λίγες ώρες πριν από τη δολοφονία της
« (…) “Η τάξη βασιλεύει στο Βερολίνο!” Ετσι διακηρύττει θριαμβευτικά ο αστικός Τύπος, έτσι δηλώνουν ο Εμπερτ και ο Νόσκε, και οι αξιωματικοί του “νικηφόρου στρατού”, τους οποίους ο μικροαστικός όχλος στο Βερολίνο χειροκροτεί κουνώντας χαρτομάντιλα και φωνάζοντας “Ούρα!”. Η δόξα και η τιμή των γερμανικών όπλων έχουν δικαιωθεί από την αρχή της παγκόσμιας ιστορίας. Αυτοί που κατατροπώθηκαν στην Φλάνδρα και στην Αργκόν επανόρθωσαν τη φήμη τους με μια λαμπρή νίκη – πάνω από 300 Σπαρτακιστές στο κτίριο της Φόρβερτς (Vorwarts). 
Οι μέρες που οι ένδοξοι Γερμανοί στρατιώτες εισέβαλαν στο Βέλγιο και οι μέρες του στρατηγού Φον Εμιχ, του κατακτητή της Λιέγης, ωχριούν μπροστά στα κατορθώματα των Ράινχαρτ και σία στους δρόμους του Βερολίνου. Οι μαινόμενοι στρατιώτες της κυβέρνησης κατέσφαξαν τους απεσταλμένους, που προσπάθησαν να διαπραγματευτούν την παράδοση του κτιρίου της Φόρβερτς, χρησιμοποιώντας τους υποκόπανους των τουφεκιών για να τους χτυπήσουν μέχρι να μην αναγνωρίζονται. Οι αιχμάλωτοι παρατάχθηκαν στον τοίχο και κατασφάχτηκαν τόσο βίαια που πετάχτηκαν παντού ιστοί από τα μυαλά και τα κρανία τους. Ενόψει τόσο ένδοξων πράξεων, ποιος θα θυμηθεί τις εξευτελιστικές ήττες από τους Γάλλους, τους Βρετανούς και τους Αμερικάνους; Tώρα ο Σπάρτακος είναι ο εχθρός, το Βερολίνο ο τόπος που οι αξιωματικοί μας μπορούν να αποκομίσουν θριάμβους, και ο Νόσκε, ο “εργάτης”, είναι ο στρατηγός που μπορεί να μας οδηγήσει σε νίκες εκεί που απέτυχε ο Λούντεντορφ.

Εξεγερμένοι της ομάδας «Σπάρτακος»

Ποιος δεν θυμάται τους μεθυσμένους πανηγυρισμούς του όχλου του “νόμου και της τάξης” στο Παρίσι, αυτά τα Διονύσια που γιόρτασε η μπουρζουαζία πάνω από τα πτώματα των κομμουνάρων; 
Αυτή η μπουρζουαζία που είχε ντροπιαστικά παραδοθεί στους Πρώσους και είχε εγκαταλείψει την πρωτεύουσα στους εισβολείς, τρέχοντας για να σωθούν σαν οι πιο δειλοί από τους δειλούς. 
Ω, πώς το ανδρικό θάρρος αυτών των εκλεκτών γιων της αστικής τάξης, της “χρυσής νεολαίας” και του σώματος των αξιωματικών επανήρθε στη ζωή απέναντι στους πεινασμένους και άσχημα οπλισμένους Παριζιάνους προλετάριους και τις ανυπεράσπιστες γυναίκες και τα παιδιά τους. 
Πώς αυτοί οι θαρραλέοι γιοι του Αρη, που είχαν λυγίσει απέναντι στον ξένο εχθρό, επέδειξαν τέτοια κτηνώδη σκληρότητα απέναντι στους ανυπεράσπιστους, τους αιχμαλώτους και τους νεκρούς.
“Η τάξη βασιλεύει στη Βαρσοβία!”, “H τάξη βασιλεύει στο Παρίσι!”, “Η τάξη βασιλεύει στο Βερολίνο!”. Κάθε μισό αιώνα είναι αυτό που γράφεται στις ανακοινώσεις από τους φύλακες της “τάξης” από το ένα επίκεντρο κοσμοϊστορικής πάλης στο άλλο. Και μέσα στην ευφορία τους οι νικητές δεν καταφέρνουν να παρατηρήσουν, πως κάθε “τάξη” που έχει ανάγκη τακτικά να συντηρείται με μια αιματοβαμμένη σφαγή βαδίζει αταλάντευτα προς το δικό της ιστορικό πεπρωμένο, την καταστροφή της.

Τι ήταν αυτή η πρόσφατη “εβδομάδα του Σπάρτακου” στο Βερολίνο; Τι μας έφερε; Tι μας διδάσκει; Τη στιγμή που είμαστε ακόμα στα μισά της μάχης, τη στιγμή που η αντεπανάσταση ακόμα ουρλιάζει για τη νίκη της, οι προλετάριοι πρέπει να λάβουν υπόψη τους το τι έχει συμβεί και να υπολογίσουν τα γεγονότα και τις συνέπειές τους με τη μεγάλη μεζούρα της Ιστορίας.
Η επανάσταση δεν έχει χρόνο για να χάσει, συνεχίζει να προχωρά βιαστικά πάνω από τους ακόμα ανοιχτούς τάφους, πάνω από “νίκες” και “ήττες”, προς το μεγάλο της στόχο. Το πρώτο καθήκον για τους μαχητές του διεθνούς σοσιαλισμού είναι να ακολουθήσουν συνειδητά τις αρχές και το μονοπάτι της επανάστασης.
Καρλ Λίμπκνεχτ (1871-1919). Γιος του ιστορικού στελέχους της Γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας Βίλχεμ Λίμπκνεχτ. Ανέπτυξε έντονη δράση ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, διαφοροποιούμενος από την επίσημη στάση του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος. Συνέβαλε στη συγκρότηση της ομάδας «Σπάρτακος» και του Γερμανικού ΚΚ. Εκτελέστηκε με σφαίρα στο κεφάλι και το πτώμα του τοποθετήθηκε ως άγνωστο πτώμα σε κοντινό νεκροφυλάκιο


Επρεπε κανείς να περιμένει την τελική νίκη του επαναστατικού προλεταριάτου σε αυτήν τη σύγκρουση; Μπορούσαμε να περιμένουμε την ανατροπή των Εμπερτ – Σάιντεμαν και την εγκαθίδρυση μιας σοσιαλιστικής δικτατορίας; 
Σίγουρα όχι, αν συνυπολογίζαμε όλες τις μεταβλητές που βαραίνουν αυτό το ερώτημα. Ο αδύναμος κρίκος στον επαναστατικό σκοπό είναι η πολιτική ανωριμότητα των μαζών των στρατιωτών, που ακόμα επιτρέπουν στους αξιωματικούς τους να τους μεταχειρίζονται ενάντια στον λαό, για αντεπαναστατικούς σκοπούς. Αυτό από μόνο του δείχνει πως καμία επαναστατική νίκη με διάρκεια δεν ήταν δυνατή σε αυτήν τη συγκυρία. Από την άλλη, η ανωριμότητα των στρατιωτών είναι η ίδια ένα σύμπτωμα της γενικής ανωριμότητας της γερμανικής επανάστασης.
(…)

Από όλα αυτά προκύπτει το γεγονός πως μια αποφασιστική και με διάρκεια νίκη δεν μπορούσε να αναμένεται αυτήν τη στιγμή. Αυτό σημαίνει πως η πάλη της προηγούμενης βδομάδας ήταν “λάθος”; 
Η απάντηση θα ήταν ναι αν μιλούσαμε για μια προσχεδιασμένη επιδρομή ή ένα πραξικόπημα. Αυτό όμως πυροδότησε αυτήν την εβδομάδα μαχών; 
Οπως σε όλες τις προηγούμενες περιπτώσεις, όπως στις 6 και στις 24 του Δεκέμβρη, ήταν μια κτηνώδης πρόκληση από την κυβέρνηση. Οπως το λουτρό αίματος απέναντι στους ανυπεράσπιστους διαδηλωτές στην Χάουσεστράσε, όπως η σφαγή των ναυτών, έτσι και τώρα η έφοδος στο αρχηγείο της αστυνομίας του Βερολίνου ήταν η αιτία όλων των γεγονότων που ακολούθησαν. Η επανάσταση δεν αναπτύσσεται ομοιόμορφα βάσει της δικής της βούλησης, σε ένα ξεκάθαρο πεδίο μάχης, σύμφωνα με ένα πονηρό σχέδιο κάποιων έξυπνων “στρατηγών”.

Οι εχθροί της επανάστασης μπορούν επίσης να πάρουν την πρωτοβουλία των κινήσεων, και κατά κανόνα το κάνουν πιο συχνά απ’ ό,τι το κάνει η επανάσταση. 
Αντιμέτωποι με την ξεδιάντροπη πρόκληση Εμπερτ – Σάιντεμαν οι επαναστάτες εργάτες εξωθήθηκαν στο να πάρουν τα όπλα. 
Οντως, η τιμή της επανάστασης εξαρτιόταν από το να αποκρουστεί η επίθεση αμέσως με πλήρη ισχύ, για να αποτρέψει την αντεπανάσταση από το να προχωρήσει προς τα μπροστά, και τελικά οι επαναστατικές τάξεις του προλεταριάτου και το ηθικό κύρος της γερμανικής επανάστασης στη Διεθνή να κλονιστούν.
Ρόζα Λούξεμπουργκ (1871-1919). Γεννήθηκε στην Πολωνία, συμμετείχε στις διεργασίες της σοσιαλδημοκρατίας στην τσαρική Ρωσία. Διωκόμενη πέρασε στη Γερμανία και εντάχθηκε στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα. Ασκησε πολεμική στις ρεφορμιστικές θέσεις του κόμματος και στη συνέχεια αντιτάχθηκε στον πόλεμο. Μαζί με τον Λίμπκνεχτ πρωτοστάτησε στον «Σπάρτακο» και στην ίδρυση του Γερμανικού ΚΚ. Δολοφονήθηκε με χτυπήματα από τα κοντάκια των όπλων, το πτώμα της ρίχτηκε σε ένα κοντινό ποτάμι


Η άμεση και αυθόρμητη αντίσταση που διεξήχθη από τις βερολινέζικες μάζες έπαλλε με τέτοια ενέργεια και αποφασιστικότητα που στον πρώτο γύρο η ηθική νίκη κερδήθηκε από τους “δρόμους”.

Τώρα είναι ένας από τους θεμελιώδεις, εσωτερικούς νόμους της επανάστασης ότι ποτέ δεν στέκεται ακίνητη, ποτέ δεν στέκεται παθητική ή άβουλη σε κανένα στάδιο, αφού γίνει το πρώτο βήμα. Η καλύτερη άμυνα είναι ένα δυνατό χτύπημα. Αυτός είναι ο στοιχειώδης κανόνας κάθε μάχης, μα είναι ξεχωριστά αληθινός για κάθε ένα στάδιο της επανάστασης. (…)

Εδώ ξανά στεκόμαστε μπροστά σε έναν από τους μεγάλους ιστορικούς νόμους της επανάστασης πάνω στον οποίο συντρίβονται όλες οι σοφιστείες και η αλαζονία των τιποτένιων “επαναστατών” σαν του USPD που ψάχνουν συνεχώς δικαιολογία για να υποχωρήσουν από τον αγώνα. Από τη στιγμή που το θεμελιώδες ζήτημα της επανάστασης έχει τεθεί – και σε αυτήν την επανάσταση είναι η ανατροπή της κυβέρνησης Εμπερτ – Σάιντεμαν, το κυρίαρχο εμπόδιο στη νίκη του σοσιαλισμού – τότε αυτό το βασικό ζήτημα θα επανέλθει ξανά και ξανά στην ολότητά του. 
Με την αναπόφευκτη φύση όπως ενός φυσικού νόμου, κάθε επιμέρους κεφάλαιο της πάλης θα αποκαλύψει το πρόβλημα αυτό πλήρως ανεξάρτητα από το πόσο προετοιμασμένη να το λύσει είναι η επανάσταση ή πόσο ανώριμη είναι η κατάσταση. “Κάτω οι Εμπερτ – Σάιντεμαν!” – αυτό το σύνθημα προκύπτει αναπόφευκτα σε κάθε επαναστατική κρίση, αφού είναι η μόνη συνταγή που συνενώνει όλες τις επιμέρους μάχες. 
Φέρνοντας έτσι αυτόματα, βάσει της δικιάς του εσωτερικής, αντικειμενικής λογικής, κάθε επεισόδιο της σύγκρουσης αυτής σε σημείο βρασμού, ανεξάρτητα από το αν το θέλει κανείς ή όχι.

Λόγω αυτής της αντίφασης, στα αρχικά στάδια της επαναστατικής διαδικασίας μεταξύ του καθήκοντος που τίθεται και της απουσίας οποιωνδήποτε προϋποθέσεων για να λυθεί αυτό, οι μάχες της επανάστασης ξεχωριστά η κάθε μία καταλήγουν στην τυπική ήττα. 
Η επανάσταση όμως είναι η μόνη μορφή “πολέμου” – κι αυτός είναι ένας αξιοπερίεργος νόμος της Ιστορίας – στην οποία η τελική νίκη μπορεί να προετοιμαστεί μόνο με μια σειρά από “ήττες”.

(…) Ολόκληρο το μονοπάτι του σοσιαλισμού – σε ό,τι αφορά την επαναστατική πάλη – είναι στρωμένο με συντριπτικές ήττες και μόνο. 
Κι όμως, την ίδια στιγμή, η Ιστορία προελαύνει χωρίς δισταγμό, βήμα το βήμα προς την τελική νίκη! Πού θα ήμασταν σήμερα χωρίς αυτές τις “ήττες”, από τις οποίες αντλούμε ιστορική πείρα, κατανόηση, δύναμη και @@@@@@@@@ιδεαλισμό; 
Σήμερα, όπως προχωράμε προς την τελευταία μάχη του προλεταριακού ταξικού πολέμου, στέκουμε πάνω στα θεμέλια αυτών ακριβώς των ηττών, και δεν θα μπορούσαμε χωρίς καμία από αυτές, γιατί η κάθε μία συμβάλλει στη δικιά μας δύναμη και κατανόηση.

Η επαναστατική πάλη είναι ακριβώς το αντίθετο της κοινοβουλευτικής πάλης. Στη Γερμανία, για τέσσερις δεκαετίες είχαμε μόνο κοινοβουλευτικές “νίκες”. Πρακτικά βαδίζαμε από νίκη σε νίκη.
 Και όταν βρεθήκαμε αντιμέτωποι με τη μεγάλη ιστορική δοκιμασία της 4ης Αυγούστου 1914, το αποτέλεσμα ήταν η καταστροφική πολιτική και ηθική ήττα, μια εξοργιστική κατάρρευση και σήψη χωρίς προηγούμενο. Μέχρι στιγμής, οι επαναστάσεις δεν μας έχουν δώσει τίποτα παρά ήττες. Αυτές οι αναπόφευκτες ήττες μας δίνουν σωρεία εγγυήσεων για την τελική νίκη.

Υπάρχει μοναχά ένας όρος. Το ερώτημα του γιατί προέκυψε η κάθε ήττα πρέπει να απαντηθεί. Προέκυψε γιατί η μαχητική, ενεργητική έφοδος προς τα μπρος των μαζών συγκρούστηκε με το φραγμό ανώριμων ιστορικών συνθηκών, ή ήταν η αναποφασιστικότητα, η αδράνεια και η εύθραυστη εσωτερική συγκρότηση που χαντάκωσε την ίδια την επαναστατική παρόρμηση;

(…)

Πώς εμφανίζεται η ήττα της “εβδομάδας του Σπάρτακου” στο φως του παραπάνω ιστορικού ερωτήματος; Ηταν μια περίπτωση μαινόμενης, ανεξέλεγκτης, συγκρουόμενης με μια ανεπαρκώς ωριμασμένη κατάσταση, ή ήταν μια περίπτωση αδύναμης και αναποφασιστικής δράσης;

Και τα δύο! Η κρίση είχε διπλή φύση. Η αντίφαση ανάμεσα στην ισχυρή και αποφασιστική επίθεση των βερολινέζικων μαζών, από τη μία, και της αναποφασιστικής και άτολμης απραξίας της ηγεσίας του Βερολίνου, από την άλλη, στιγμάτισε αυτό το τελευταίο επεισόδιο.
 Η ηγεσία απέτυχε. Μια νέα ηγεσία όμως μπορεί και πρέπει να δημιουργηθεί από τις μάζες για τις μάζες. Οι μάζες είναι ο καθοριστικός παράγοντας. Είναι ο βράχος πάνω στον οποίο θα χτιστεί η τελική νίκη της επανάστασης. 
Οι μάζες στάθηκαν στο ύψος τους απέναντι στην πρόκληση και μέσα από αυτήν την “ήττα” σφυρηλάτησαν έναν κρίκο στην αλυσίδα των ιστορικών ηττών, που είναι το καμάρι και η δύναμη του διεθνούς σοσιαλισμού. Αυτός είναι ο λόγος που οι μελλοντικές νίκες θα ξεπηδήσουν από αυτήν την “ήττα”.

“Η τάξη βασιλεύει στο Βερολίνο!” Ηλίθιοι δήμιοι! Η “τάξη” σας είναι χτισμένη πάνω στην άμμο. Αύριο η επανάσταση θα υψωθεί ξανά και βροντώντας τα όπλα της με τις σάλπιγγες να αντηχούν θα αναγγείλει προκαλώντας σας τρόμο:

Ich war, ich bin, ich werde sein!

ΗΜΟΥΝ, ΕΙΜΑΙ, ΘΑ ΕΙΜΑΙ!».
-------

“Η Ρόζα Λούξεμπουργκ παρά τα λάθη της είναι και θα μείνει αετός” – Ο Λένιν για τη δολοφονία της Ρόζας

η τεράστια εκτίμηση και θαυμασμός του Λένιν για τη Ρόζα καθιστούν εντελώς κουτοπόνηρες τις απόπειρες διαχωρισμού των δυο επαναστατών, που, αρχής γενομένης από τη γερμανική σοσιαλδημοκρατία συνεχίζονται από διάφορες πλευρές ως τις μέρες μας.
  
 
Με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τη δολοφονία της μεγάλης επαναστάτριας, θυμόμαστε τα λόγια του Βλαδίμηρου Λένιν για εκείνην. Είναι γνωστό ότι οι δυο αυτοί ογκόλιθοι του επαναστατικού κινήματος στις αρχές του 20ου αιώνα είχαν βρεθεί αρκετές φορές σε αντιπαράθεση για μια σειρά θεωρητικά και τακτικά ζητήματα. Το γεγονός αυτό αξιοποιείται μέχρι σήμερα από εχθρούς και “φίλους” της Οχτωβριανής Επανάστασης και της ΕΣΣΔ για να δικαιώσει εκ των υστέρων τη “δημοκρατική” Ρόζα έναντι του “αυταρχικού Λένιν”. Ο ίδιος ο ηγέτης της εξάλλου, είχε διαβλέψει αυτή την εξέλιξη, όπως φαίνεται και από τα λόγια που ακολουθούν, τα οποία φυσικά μπορούν να γενικευθούν πολύ πιο πέρα από τη γερμανική σοσιαλδημοκρατία στην οποία κατ’αρχάς αποδόθηκαν. Σε κάθε περίπτωση, η τεράστια εκτίμηση και θαυμασμός του Λένιν για τη Ρόζα καθιστούν εντελώς κουτοπόνηρες τις απόπειρες διαχωρισμού των δυο επαναστατών, ανεξάρτητα από τις διαφορετικές εκτιμήσεις που μπορεί να έχει κανείς για το ποιος αποτίμησε πιο ρεαλιστικά τις συνθήκες στην εποχή τους.
Ένας αετός βουλιάζει συχνά χαμηλότερα από μια κότα, Μια κότα αντίθετα ποτέ δε φτάνει το πέταγμα του αετού. Η Ρόζα έκανε λάθος στο ζήτημα της ανεξαρτησίας της Πολωνίας, έκανε λάθος το 1903 στην κρίση της για τους μενσεβίκους, έκανε λάθος για τη θεωρία της περί συσσώρευσης κεφαλαίου, έκανε λάθος όταν τον Ιούλη του 1914 επιδίωκε πλάι στους Πλεχάνοφ, Βαντερβέλντε, Κάουτσκι κ.ά την επανένωση μπολσεβίκων και μενσεβίκων. Έκανε λάθος στις σημειώσεις της από τη φυλακή (επιπλέον μετά την αποφυλάκιση της στα τέλη του 1918 και στις αρχές του 1919 διόρθωσε το μεγαλύτερο μέρος των λαθών της). Αλλά παρόλα τα λάθη της είναι και θα μείνει αετός.
Όχι μόνο θα παραμείνει για πάντα πολύτιμη η μνήμη της για τους κομμουνιστές σε όλο τον κόσμο, αλλά η βιογραφία και η έκδοση των απάντων της (που αναβάλλεται ασυγχώρητα από τους Γερμανούς κομμουνιστές, κάτι που μόνο εν μέρει δικαιολογείται από τον τεράστιο αριθμό θυμάτων) θα είναι χρήσιμη διδασκαλία για πολλές γενιές κομμουνιστών σε όλο τον κόσμο.
“Η γερμανική σοσιαλδημοκρατία είναι μετά τις 4. Αυγούστου 1914 ένα βρωμερό πτώμα” – μ’ αυτά τα λόγια θα περάσει το όνομα της Ρόζας Λούξεμπουργκ στην ιστορία του παγκόσμιου εργατικού κινήματος. Στην πίσω αυλή του εργατικού κινήματος όμως, μέσα στις κοπριές, οι κότες του είδους των Λεβί, Σάιντεμαν και Κάουτσκι θα υμνούν φυσικά ενθουσιωδώς τα λάθη της μεγάλης κομμουνίστριας. 
Έκαστος εφ’ω ετάχθη.