Συνολικές προβολές σελίδας

Translate

04 Φεβρουαρίου, 2018

Πόσο κόσμο χωράει το Σύνταγμα ? Η αλήθεια για το συλλαλητήριο

Ιστορίες για Αγρίους..

Στην προσπάθειά τους να «φτιάξουν κλίμα» ενόψει του συλλαλητηρίου, οι εμφανιζόμενοι ως «επίσημοι» διοργανωτές αλλά και κάθε λογής ακροδεξιά και εθνικιστικά μορφώματα, και πρώτοι πρώτοι βέβαια οι «χορηγοί επικοινωνίας» της εκδήλωσης, οι διάφορες φασιστοφυλλάδες και οι «ψεκασμένες» ιστοσελίδες, επιδίδονται σε ένα από τα αγαπημένα τους «σπορ», και συγκεκριμένα στις... ιστορίες για αγρίους.

Ετσι, μετά τα συλλαλητήρια στη Θεσσαλονίκη, όπου διά της... πλειοδοσίας έφτασαν να μιλάνε έως και για 800.000 κόσμου που συμμετείχε, στο συλλαλητήριο στο Σύνταγμα δε θα μπορούσαν να συμβιβαστούν με τίποτα λιγότερο από... 1.000.000 κόσμο που περιμένουν!

Αν και κάτι γνωρίζουμε από συγκεντρώσεις, είπαμε να απευθυνθούμε και σε ειδικούς τοπογράφους, έτσι για να επιβεβαιώσουμε και με μαθηματικά το μέγεθος της απάτης...

Τα όσα μας είπαν είναι αποκαλυπτικά: 

Αν οι διοργανωτές καταφέρουν και «στοιβάξουν» ώμο με ώμο και χωρίς να κουνιούνται, 1 εκατομμύριο κόσμου, τότε θα χρειαστούν ούτε λίγο ούτε πολύ 360.000 τετραγωνικά μέτρα (με ένα μέσο υπολογισμό 0,36 τετραγωνικών για τον καθένα, δεδομένου πλάτους ώμων 60 εκατοστών).

Πράγματι, τότε η πλατεία Συντάγματος των μόλις 14.454 τετραγωνικών θα είναι αρκετά μικρή, κι έτσι - όπως φαίνεται και στο διάγραμμα - αναμένουμε με αγωνία να δούμε τις εξής πλατείες και δρόμους τελείως γεμάτους: Αμαλίας (25.284 τ.μ.), Ομόνοια - Πανεπιστημίου - Σταδίου - Β. Σοφίας έως την αμερικάνικη πρεσβεία (112.324 τ.μ.), Προπύλαια και Πλατεία Κοραή (34.409 τ.μ.), Πατησίων από Ομόνοια έως Αλεξάνδρας (16.242 τ.μ.), Αλεξάνδρας από Πεδίον του Αρεως ως Αμπελόκηπους (59.220 τ.μ.), Πειραιώς από την Ομόνοια έως την Κουμουνδούρου (9.822 τ.μ.), Φιλελλήνων (6.039 τ.μ.), Ερμού (4.994 τ.μ.), Μεταξουργείο - Αγ. Κωνσταντίνου (15.080 τ.μ.), Μάρνη (10.650 τ.μ.), Ακαδημίας (19.565 τ.μ.).

Οταν καταφέρουν να τα γεμίσουν όλα αυτά, θα μένουν και περίπου 32 χιλιάδες τετραγωνικά, περίπου δύο πλατείες Συντάγματος ακόμη... Κάτι ψιλά δηλαδή για το «μεγαλείο» των μαθηματικών των διοργανωτών...


Συλλαλητήρια - «πολυεργαλεία» για την προώθηση των αστικών σχεδιασμών
Ο αστικός εθνικισμός και κοσμοπολιτισμός είναι όψεις του ίδιου νομίσματος, υπηρετούν τους ίδιους αντιδραστικούς σχεδιασμούς
Πλήρως ενταγμένα στους εν εξελίξει αστικούς σχεδιασμούς είναι και τα συλλαλητήρια ενάντια στη χρήση του όρου «Μακεδονία» σε περίπτωση σύνθετης ονομασίας της ΠΓΔΜ, όπως αυτό στην Αθήνα, μετά το αντίστοιχο της Θεσσαλονίκης. 
Η πρωτοβουλία υποτίθεται ανήκει σε διάφορες Παμμακεδονικές Οργανώσεις, ενώ πίσω τους στοιχίζονται ακροδεξιές και φασιστικές κινήσεις, μητροπολίτες με γνωστές αντικομμουνιστικές αντιλήψεις και άλλοι σκοταδιστές, που περιλαμβάνονται σε λίστα την οποία μοίρασαν οι διοργανωτές σε συνέντευξη Τύπου την περασμένη Πέμπτη. 
Ανάμεσά τους μοστράρει και η ναζιστική Χρυσή Αυγή, μαζί με άλλα κόμματα όπως οι ΑΝΕΛ, η Ενωση Κεντρώων, το ΛΑ.Ο.Σ. και το κόμμα Βελόπουλου.
Ο εθνικιστικός παροξυσμός των διοργανωτών εκδηλώνεται με κραυγές αλυτρωτισμού, όπως το ανιστόρητο σύνθημα 
«Η Μακεδονία είναι μία και είναι ελληνική», εννοώντας τη γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας, που έχει μοιραστεί ανάμεσα στην Ελλάδα, τη Βουλγαρία και τη Σερβία (το τμήμα που σήμερα αποτελεί την ΠΓΔΜ) με διεθνείς Συνθήκες. 
Με τα επικίνδυνα αυτά συνθήματα, επαυξάνουν στον αλυτρωτισμό των Σκοπίων, κάτι που «αλείφει βούτυρο στο ψωμί» των ιμπεριαλιστών να προωθήσουν τα σχέδιά τους.
Αυτά τα παραληρήματα αξιοποιεί και η κυβέρνηση για να εξωραΐσει τη δική της, κοσμοπολίτικη αντίληψη 
και να εμφανίσει ως «προοδευτικές» τάχα τις διευθετήσεις που «τρέχουν» στα Δυτικά Βαλκάνια, με επίκεντρο την ενίσχυση των θέσεων του ΝΑΤΟ στην περιοχή, ανταγωνιστικά προς τη Ρωσία.
Μόνο που ο στόχος αυτός δεν αμφισβητείται ούτε από τους επίσημους και ανεπίσημους διοργανωτές των συλλαλητηρίων, που δίνουν τη «μάχη» στο όνομα, αφήνοντας σκόπιμα στο απυρόβλητο τους επικίνδυνους σχεδιασμούς ΗΠΑ - ΝΑΤΟ - ΕΕ στη Βαλκανική.
Ενδεικτικές ως προς αυτό είναι δηλώσεις των διοργανωτών των συλλαλητηρίων, όπως της Ν. Γκατζούλη, που εμφανίζεται ως «συντονίστρια των Παμμακεδονικών Οργανώσεων Υφηλίου» και υποστηρίζει «τις προσπάθειες να γίνει μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ» η ΠΓΔΜ και παραδέχεται για τα συλλαλητήρια ότι «μπορούν να αξιοποιηθούν ως διαπραγματευτικό εργαλείο από την κυβέρνηση».
Επαληθεύεται και με αυτόν τον τρόπο ότι
 ο αστικός εθνικισμός και κοσμοπολιτισμός είναι όψεις του ίδιου νομίσματος, υπηρετούν τους ίδιους αντιδραστικούς σχεδιασμούς του κεφαλαίου και των ιμπεριαλιστικών τους ενώσεων.
 Θυμίζουμε, άλλωστε, ότι ο τότε «κοσμοπολίτης» «Συνασπισμός» καλούσε στα εθνικιστικά συλλαλητήρια του 1992, ενώ ορισμένοι από τους διοργανωτές τους εκείνη την περίοδο υπερασπίζονται σήμερα με θέρμη έναν «έντιμο συμβιβασμό» με την ΠΓΔΜ, στη βάση σύνθετης ονομασίας.
«Καταλύτης» στο πολιτικό σκηνικό
Δεν περνάει επίσης απαρατήρητο ότι τα συλλαλητήρια αξιοποιούνται από όλα τα αστικά κόμματα, στο πλαίσιο της αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήματος. 
Η κυβέρνηση κατηγορεί τη ΝΔ για ακροδεξιά - εθνικιστική ατζέντα αναφορικά με τις θέσεις της για την ΠΓΔΜ και ταυτόχρονα προσπαθεί να ενισχύσει τις κάλπικες διαχωριστικές γραμμές στο δίπολο «πρόοδος - συντήρηση» για να προσεταιριστεί κυρίως το ΠΑΣΟΚ, ακόμα και σε μια μελλοντική κυβερνητική συνεργασία.
Η ΝΔ, από την πλευρά της, αξιοποιεί τους τριγμούς στο εσωτερικό της κυβέρνησης, ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝΕΛ, για να οξύνει τις αντιθέσεις, ενώ προσδοκά και οφέλη από τη συμμετοχή της στα συλλαλητήρια, χαϊδεύοντας τα αυτιά ενός μέρους του ακροατηρίου της, με εθνικιστικές και ακροδεξιές απόψεις. Ταυτόχρονα, δεν μένει αδιάφορη και απέναντι στη συζήτηση που έχει ενταθεί το τελευταίο διάστημα για το ενδεχόμενο δημιουργίας νέου κόμματος στα «δεξιά της».
Στο ίδιο φόντο παρεμβαίνει και η Χρυσή Αυγή, για να συγκρατήσει δυνάμεις μέσα σε όλο αυτό το ανακάτεμα της σούπας, που δεν φαίνεται να δυσαρεστεί τον ΣΥΡΙΖΑ, αφού υπολογίζει ότι αυτό φθείρει τη ΝΔ. 
Αλλά και η ΛΑΕ με το κόμμα της Κωνσταντοπούλου ψαρεύουν στα θολά νερά του εθνικισμού, στο όνομα του «αντικυβερνητικού χαρακτήρα» του συλλαλητηρίου.
Τέλος, ερωτήματα προκαλεί η ανακοίνωση με την οποία η κίνηση «Πράττω», του ΥΠΕΞ Ν. Κοτζιά, δίνει έμμεση κάλυψη στα συλλαλητήρια, γράφοντας σε ανακοίνωση ότι «η συμμετοχή του λαού στα συλλαλητήρια για τη Μακεδονία είναι δημοκρατικό δικαίωμα έκφρασης».
Ολο αυτό το σούρτα - φέρτα δεν μπορεί και δεν πρέπει να κρύψει την ουσία, ότι όλες οι αστικές δυνάμεις, ανεξάρτητα από τη θέση που παίρνουν για το όνομα, συγκλίνουν στο βασικό: 
Στην εξυπηρέτηση των ευρωατλαντικών σχεδιασμών στην περιοχή, ως προϋπόθεση και για την υλοποίηση των επιδιώξεων της ελληνικής αστικής τάξης.
Το συμπέρασμα επομένως για την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα είναι ότι η θέση τους δεν βρίσκεται στα συλλαλητήρια της Κυριακής, μαζί με τους αντιδραστικούς εθνικιστές, ούτε βέβαια στην πλευρά του κοσμοπολιτισμού, που αποτελεί την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος. 
Η θέση τους είναι στον αγώνα ενάντια στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς και πολέμους στην περιοχή, για την απεμπλοκή της Ελλάδας απ' αυτούς, ενάντια στο σάπιο σύστημα που γεννάει πολέμους, φτώχεια, εκμετάλλευση.
Αλιεύτηκε απ' την Εφημερίδα της Εργατιάς  

«Πού 'ναι η Μάνα σου, Μωρή;

«Μωρή, δεν ακούς; Πού 'ναι η μάνα σου;»


Τώρα σίγουρα έπρεπε να κοιτάξω και γρήγορα μάλιστα. Αριστερά μπροστά μου, πάνω στα βράχια και στην ταράτσα του σπιτιού μας... 
Ητανε κει. Τρεις τέσσερις, περισσότεροι... Δε θυμάμαι τώρα πια. Ανάμεσά τους κι ένας που νομίζω ότι είχε ξύλινο πόδι, γιατί κούτσαινε, τόνε λέγανε Παυλίτινα και ήτανε συγγενής της μάνας μου.
 Αυτοί οι άνθρωποι εκείνη τη στιγμή δεν είχανε όνομα για μένα. Ητανε απλώς οι «Χίτες». 
Κι ο Παυλίτινας που, όταν ερχότανε άλλες φορές στο σπίτι μας, μάλλον θα μ' έπαιρνε αγκαλιά, τώρα για μένα κι αυτός ήτανε Χίτης. Δε θυμάμαι αν σηκώθηκα να περπατήσω ή μπήκα στο σπίτι μπουσουλώντας.(...)
(...) Μπαίνοντας στο σπίτι μας έψαχνα για τη γνώριμη καφετιά φουστάνα της μάνας μου και για τ' «αυτόματό» μου. 
Να το κρύψω... Να το κρύψω... Να μην το βρούνε... Πρώτα βρήκα το «αυτόματο». Ητανε μια λεπτή τάβλα κομμένη από μια ξύλινη βαλίτσα μαζί με το χερούλι της. Κούναγα το χερούλι πάνω κάτω και μπαμ!! σκότωνα όλους τους Γερμανούς. Πού να το κρύψω να μην το βρούνε;
(...) Ο πατέρας μου, σ' όλη τη διάρκεια της Κατοχής, πολέμαγε τους Γερμανούς. Ητανε ΕΛΑΣίτης κι αυτός κι ο αδερφός μου ο Αντώνης. 
Οταν τέλειωσε ο πόλεμος, ο πατέρας μου κι ο αδερφός μου - τουλάχιστον όσο εγώ μπορούσα να θυμάμαι - δε μένανε ταχτικά στο σπίτι μας. 
Τους κυνηγάγανε, λέει, οι Χίτες. Αλλά οι Χίτες ήτανε μαζί με τους Γερμανούς και πολεμάγανε τους ΕΛΑΣίτες. 
Τώρα ο πόλεμος είχε τελειώσει. Ετσι έλεγε ο πατέρας. Οι Γερμανοί είχανε φύγει, το 'λεγε κι αυτό ο πατέρας. Κι ο πατέρας μου δεν έλεγε ποτέ ψέματα. Ισα ίσα, τόνε άκουγα που έλεγε σε κάτι μεγάλα παιδιά ένα βράδυ, πως μόνο οι σκλάβοι λένε ψέματα... 
Αλήθεια, τι θα πει σκλάβος;... 
Ο πατέρας έλεγε πως οι Χίτες είναι προδότες, πως δεν είναι Μανιάτες. 
Γιατί οι Μανιάτες είναι όλοι παλικάρια και όλοι πολεμάγανε τους Γερμανούς. Ενώ οι Χίτες μαζί με τους Γερμανούς σκοτώνανε τους Μανιάτες, και πιο πολύ όσους Μανιάτες ήτανε ΕΛΑΣίτες κι ΕΠΟΝίτες.
Αλλά ο πόλεμος είχε τελειώσει. Οι Γερμανοί είχανε φύγει... 
Γιατί όμως είχανε μείνει οι Χίτες και γιατί κυνηγάγανε τον πατέρα μου και τον Αντώνη;
(...) Γραπώθηκα στην καφετιά φουστάνα της μάνας και ακολούθαγα βήμα βήμα τα βήματά της. 
Δεξιά αριστερά, πάνω κάτω. Υστερα έτρεχε. Κρεμάστηκα στη φουστάνα για να τήνε προλαβαίνω. 
Ετρεχε πολύ... 
κι αυτοί τήνε χτυπάγανε, τήνε χτυπάγανε, με το πίσω ξύλινο μέρος των τουφεκιών τους. 
Πώς ένιωθε; Εκτός απ' τον πόνο. Πώς να 'νιωθε... 
Να 'χει μένα κρεμασμένη στη φουστάνα της. Να μην μπορεί να τρέξει, να σωθεί απ' τα χτυπήματα. Να μην μπορεί να μου πει να φύγω μακριά. Να μη βλέπω πως τήνε σέρνανε. 
Να μη βλέπω, Θε μου. Να μη βλέπω! Εγώ κείνη τη στιγμή ήθελα να μπόραγε η μάνα μου να με πάρει αγκαλιά, να με κρύψει στον κόρφο της, να μη βλέπω, να μη βλέπω... 
Αλλά «αυτοί» τήνε σέρνανε έτσι άγρια και γρήγορα, που δεν μπόραγε ούτε αγκαλιά να με πάρει ούτε στον κόρφο της να με κρύψει. 
Αναγκαζότανε μόνο να τρέχει, ήθελε δεν ήθελε. Ετσι το μόνο που μου απόμενε ήτανε να κολλήσω μ' όλη μου τη δύναμη στη φουστάνα της. Με τίποτα δεν έπρεπε να ξεκολλήσω από κει, γιατί θα την έχανα. 
Τήνε σέρνανε, τήνε χτυπάγανε... Ενιωσα το χέρι της να σφίγγει το δικό μου. Ακουσα τη φωνή της:
 «Μπεμπέκα μου, Μπεμπέκα μου, αν ζήσεις τ' όνομά μας να κρατάς πάντα ψηλά. Ορκίσου μου... Ορκίσου μου...» 
Μα τι μου λέει, τι μου λέει, θα κουραστώ, Θε μου, θα κουραστώ! Πώς μπορώ να κρατάω μια ζωή, μια σανίδα γραμμένη με τ' όνομα ΠΕΤΡΟΥΛΑ, πάντα ψηλά. 
Θα κουραστώ. Θα κουραστούνε τα χέρια μου και θα μου πέσει χάμω η σανίδα με τ' όνομα.
Και κείνη: «Ορκίσου μου, Ορκίσου μου...» και οι Χίτες να τήνε χτυπάνε, να τήνε χτυπάνε...
(...) Εκείνη τη μέρα, ότι με είχε πλύνει η νουνά, μπήκανε μέσα στο δωμάτιο τρεις - τέσσερις Χίτες. Ενας απ' αυτούς - Κούλη τόνε λέγανε - κράταγε ένα σιδερένιο μακρόστενο πράγμα στο χέρι του. «Ελα δω, μωρή», μου λέει. «Ξέρεις τι είν' αυτό;» και μου 'δειχνε αυτό το παράξενο, σιδερένιο πράγμα. 
Ητανε φτιαγμένο από μικρά μικρά κομματάκια σίδερο - πρέπει να 'τανε ατσάλινα ελάσματα, γιατί είχε το χρώμα τ' ατσαλιού και ήτανε και ευλύγιστο.
Εγώ πάω κοντά για να πιάσω και να περιεργαστώ αυτό το παράξενο «πράγμα». 
Αυτός όμως λέγοντάς μου «αυτό είναι βούρδουλας», μου δίνει με δαύτο μια στα πόδια, που με λαχτάρησε. 
Ξεφωνίζω, ουρλιάζω απ' τον πόνο. Πρώτη μου φορά νιώθω τέτοιο πράγμα, πρώτη μου φορά νιώθω τόσο πόνο. 
Προσπαθώ να ξεφύγω. Ψάχνω με τα μάτια για τη νουνά της Φιλίτσας μας. Βλέπω όμως δυο από δαύτους να την έχουνε πιάσει και να τήνε κρατάνε ακούνητη.
 Αυτή προσπαθεί να λευτερώσει το στόμα της για να φωνάξει, αλλά αυτοί τήνε σέρνουνε έξω απ' το δωμάτιο. 
Δεν ξέρω τι θέλει αυτός ο Κούλης από μένανε. Δεν ξέρω γιατί με βαράει. 
Νιώθω μόνο πως κάτι χορεύει και χτυπάει σαν τρελό μέσα μου. Ακούω περίεργα βουητά στ' αυτιά μου. Αυτός με γραπώνει κι απ' τα δυο χέρια και δεν μπορώ να ξεφύγω και να πιλαλήσω μακριά, έξω απ' το δωμάτιο. 
«Ασε με, βρε. Τι θέλεις; που να σκάσεις. Γιατί με βαράεις;» τσιρίζω. 
«Θα μου μαρτυρήσεις πρώτα πού 'ναι ο πατέρας σου και θα σ' αμολήσω», μ' αποκρίνεται. 
«Οχι, βρε. Οχι. Τίποτα δε σου μαρτυράω», ξεφωνίζω. 
Αρχίζει να βλαστημάει και να βρίζει απαίσια. «Θα μαρτυρήσεις, μωρή, γιατί θα σου χαρακώσω την πλάτη και θα σου ρίξω αλάτι». 
Σηκώνεται η πέτσα μου! Αυτή τη φοβέρα την έχω πολλές φορές ακούσει. Δε θυμάμαι από ποιόνε για ποιόνε. Αλαφιάζω, θέλω να λευτερωθώ, να βγω απ' το δωμάτιο. Δεν μπορώ. Αυτός με το 'να χέρι σφίγγει σαν δόκανο τα δυο δικά μου και με τ' άλλο με βαράει δυνατά με το βούρδουλα. Ο πόνος στα πόδια είναι φοβερός. Αίματα ξεπηδάνε απ' όποιο σημείο μ' ακουμπάει αυτός ο δαιμονισμένος ο βούρδουλας.
 Σκέφτομαι πόσο πιο φοβερό θα 'ναι αυτό το χαράκωμα και το αλάτι που με φοβέρισε ότι θα μου κάνει, αν δε μαρτυρήσω. Αρχίζω να ξεφωνίζω και να τανιέμαι μ' όλη μου τη δύναμη. Θέλω να λευτερωθώ απ' το χέρι του. Τόνε δαγκώνω, τόνε κλοτσάω. Τίποτα. 
«Μαρτύρα, μωρή, πού 'ναι ο πατέρας σου και θα σ' αμολήσω». 
«Οχι. Οχι, βρε! Ξέρω, αλλά δε μαρτυράω», ουρλιάζω και χαίρομαι, γιατί νιώθω πως κανένα, μα κανένα, δάκρυ δεν κυλάει απ' τα μάτια μου. 
Ημουνα σίγουρη πως ο πατέρας μου ήταν ακόμα κοντά στο Μοναστήρι. Είχα ακούσει ποιες ήτανε μερικές απ' τις κρυψώνες του.
 Το Κακό Βουνό, ο Καβελάρης, η Τρούπα. Ομως, με τίποτα δε θα του τα 'λεγα αυτουνού. 
«Στο Κακό Βουνό πρέπει να 'ναι ο πατέρας μου», σκέφτομαι και ουρλιάζω ξανά: 
«Ξέρω, ξέρω πού 'ναι ο Σωτήρακας, ξέρω, αλλά δε μαρτυράω». 
Τι 'τανε να του το πω! Μου βουτάει το φουστάνι και σκίζοντάς το κοντεύει να με πνίξει. Βρίζοντας Παναγίες, Χριστούς, φάρες, φύτρες, με πετάει χάμω μπρούμυτα. 
Εγώ, που δεν ξέρω τι θέλει να κάνει, έχω σχεδόν πετρώσει. Ούτε ανάσα δε βγάζω. Μόνο αυτοί οι περίεργοι χτύποι μέσα μου, μόνο πολλά πολλά καψίματα στα πόδια μου. 
Και να, η πρώτη μαχαιριά στην πλάτη μου! Ξεφωνίζω άθελά μου, όχι απ' τον πόνο, αλλά από τρομάρα. 
Μετά από λίγο αρχίζει ο πόνος. Κι αυτός τώρα ουρλιάζει: «Μαρτύρα, μωρή. Μωρή, θα μαρτυρήσεις ή θα σε γδάρω σαν τραγί;» 
Κι εγώ ούτε κιχ. 
Νιώθω πως κάτι άλλο κάνει και καθυστερεί να ξαναχαρακώσει την πλάτη μου. 
Σηκώνω το κεφάλι, αλλά δεν μπορώ να δω. 
Ακούω μόνο σαν να δαγκώνει κάτι σκληρό και να προσπαθεί να το μασήσει με τα δόντια του. Σε λίγο, εκεί που νιώθω τον πόνο, νιώθω κι ένα τέτοιο τσούξιμο, τόσο ανυπόφορο, που δεν μπορώ να το περιγράψω.
Και πάλι, χωρίς να το θέλω, ξεφωνίζω. Μα κι αυτός ουρλιάζει: «Μαρτύρα, μωρή», και βρίζει χυδαία τη μάνα μου, τον πατέρα μου, όλο το Πετρουλαίικο.
 Κι εγώ σκέφτομαι: 
«Σαν την Πίπη να με κάνεις, βρε, τίποτα δε θα σου μαρτυρήσω... Πόσες μαχαιριές;» 
Ακόμα τις έχω. Για το Σωτήρακά μου τίποτα δε μαρτύρησα. Νομίζω πως είχα ακούσει τον πατέρα μου, να το λέει, πως θα κρυβότανε στο Κακό Βουνό για λίγο καιρό. Δεν είμαι σίγουρη όμως.(...)

Δήμητρα ΠΕΤΡΟΥΛΑ
    Απ' τον ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ

03 Φεβρουαρίου, 2018

-Τι έγινε ρε παιδιά; Πότε κοιμήθηκα αριστερός και ξύπνησα εθνικιστής;



Ο Σπύρος είναι αριστερός, προβληματίζεται, έχει κι ένα Πολυτεχνείο πίσω του, αλλά εξοργίζεται με τον αλυτρωτισμό του Γιόρικ και κρατιέται να μην τον χτυπήσει. 
Αυτά εξάλλου είναι εθνικισμοί του κερατά, επικίνδυνα μονοπάτια, άλλο ο λαός κι άλλο οι επιλογές των ηγετών, που ακολουθούν ένα ανεξάρτητο προτσές…


Σε μια συνέντευξή της, η Δήμητρα Παπαδοπούλου είχε πει πως ήταν στην ΚΝΕ, αλλά έφυγε γιατί βαριόταν στα αχτίφ κι έκανε φασαρία.
 Στις πρώτες δουλειές της ως σεναριογράφος, ήταν φανερό και το ένα και το άλλο. 
Δεν είχε αφομοιώσει πολλά πράγματα για να αναλύσει και να εμβαθύνει, αλλά κάτι της είχε μείνει ως υπόβαθρο.

Το 92′ οι Απαράδεκτοι δεν έμειναν ανεπηρέαστοι από τον εθνικιστικό παροξυσμό και τα συλλαλητήρια για τη Μακεδονία. 
Οι περισσότεροι θυμούνται το τραγούδι με το μαέστρο, που έπαιξε αρκετά αυτές τις μέρες πολύ στα social media, αλλά ήταν σαφώς κατώτερο από το πρώτο, Γιουροβιζιονικό τραγούδι των “Απαράδεκτων” (ώπα-είπα, κράτσες-κρούτσες).

Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η Παπαδοπούλου απλώς σατιρίζει και δε συντάσσεται κατά βάθος με το γενικό κλίμα -όπως φαίνεται κι από το τραγούδι. Συναντάμε όμως πολλές οξυδερκείς στιγμές της και μαργαριτάρια που δείχνουν το κνίτικο παρελθόν της.

Η ιστορία έχει ως εξής. 
Ο διαχειριστής Χαλακατεβάκης έχει προσλάβει ένα Φυρομακεδόνα (ας το λέμε έτσι, χάριν συνεννόησης) για να του κάνει τις δουλειές. Το σενάριο δεν ξεφεύγει από το κυρίαρχο σωβινιστικό στερεότυπο και μας παρουσιάζει ένα Γιόρικ ψωμόλυσσα, ανεπρόκοπο, κουτοπόνηρο, με παράλογες αλυτρωτικές απαιτήσεις, που εκνευρίζει τους “Απαράδεκτους” φωνάζοντάς τους “πατριώτες”. 
Στον αντίποδα όμως σκιαγραφείται πολύ εύστοχα η δική μας πλευρά.
Οι Έλληνες ονειρεύονται μπίζνες στα Βαλκάνια και ξυπνάει το επιχειρηματικό τους δαιμόνιο, ψάχνοντας να ανοίξουν ένα μπακάλικο στα οικόπεδα του Γιόρικ -τώρα που οι γείτονες πεθαίνουν της πείνας.
 Σε ένα πρώτο γκεστάλτ, σατιρίζεται ο νεοπλουτισμός του Έλληνα μικροαστού, που ονειρεύεται να γίνει επιχειρηματίας, με το μικρό του κεφάλαιο. 
Σε ένα δεύτερο γκεστάλτ, μπορεί να υπάρχει ένας υπαινιγμός για την ενδιάμεση θέση του ελληνικού καπιταλισμού, σα μέγεθος, που παρά τους λεονταρισμούς του, δεν μπορεί να ανοίξει τίποτα καλύτερο παρά ένα μπακάλικο, με τη φιλοδοξία να γίνει αλυσίδα Σούπερ-Μάρκετ, όταν μεγαλώσει.
Σε μία από τις πρώτες σκηνές, ο Χαλακατεβάκης θυμώνει που ο Γιόρικ τον φωνάζει “πατριώτη”, γιατί προτιμά να τον φωνάζουν “αφεντικό”, με τη ματιά του να μαλακώνει και να ατενίζει το μέλλον. 
Οι μπίζνες είναι μπίζνες, και ο εθνικισμός-εθνικισμός. 
Μπορεί να μοιάζουν κάπως αντιφατικά, αλλά παντρεύονται ιδανικά και συμπληρώνουν το ένα το άλλο, στην πραγματικότητα.
Όπως έλεγε κι ένα γηπεδικό πανό: η Μακεδονία είναι ελληνική, αλλά στα Σκόπια έχει αμόλυβδη φτηνή…
Εκεί που βιώνεται πιο έντονα η αντίφαση είναι στο Σπύρο Παπαδόπουλο, που είναι αριστερός, έχει προβληματισμούς, έχει κι ένα Πολυτεχνείο πίσω του, και όλα αυτά του φαίνονται ανοησίες, επικίνδυνα πράγματα κι εθνικισμοί του κερατά. 
Κάτι που δεν τον εμποδίζει όμως να συμμετέχει 
-με μισή καρδιά έστω- στις εκδηλώσεις για τη Μακεδονία (σε αντίθεση με τους αυθεντικούς Λακεδαιμόνιους), να ανησυχεί για τις ελληνικές του ρίζες και να σπαράζει η ελληνική του ψυχή με τον αλυτρωτισμό του γείτονα Φυρομακεδόνα, που θεωρεί τη Θεσσαλονίκη δικιά του, και ο Σπύρος κρατιέται να μην τον χτυπήσει- 
αυτά εξάλλου είναι εθνικισμοί, επικίνδυνα μονοπάτια, άλλο ο λαός κι άλλο οι επιλογές των ηγετών, που ακολουθούν ένα ανεξάρτητο προτσές…


Ως χαρακτήρας, συμπυκνώνει διορατικά το περίεργο μίγμα του “αριστερού εθνικισμού” που υπήρχε ήδη στην εποχή του, αλλά βλέπουμε πολύ καθαρά σήμερα στο Λαφαζάνη, τη Ζωή, τον Μπιτσάκη, το Μίκη και τα άλλα παιδιά…

Και πλάι του, ο ζαμανφού μπαρόβιος και ένα απολίτικο αστροπελέκι, που από το μηδέν μετατρέπονται σε εθνικιστές ολκής.
 Η Ρένια μάλιστα είναι και με τον Καραμπελιά! Αλλά μόνο ο Σπύρος -ο “αριστερός”-
 λέει ανοιχτά τι ψηφίζει κι όλοι οι υπόλοιποι το παίζουν υπερκομματικοί κι υπεράνω…

Το επεισόδιο σατιρίζει εύστοχα τη μανία πολλών πατριωτών να βρούνε τις ρίζες τους στην εθνοτική σαλάτα των Βαλκανίων και του ευρύτερου χώρου. 
Το Γιάννη αρχικά τον απασχολεί το μαρούλι της δικής του σαλάτας κι αδιαφορεί για το Μακεδονομάχο παππού της Δήμητρας, αλλά στη συνέχεια παθαίνει “εθνική μελαγχολία”-κατάθλιψη, στην ιδέα πως μπορεί να είναι Τουρκόσπορος. 
Η Ρένια καμαρώνει για τη γιαγιά της που πήδηξε από το Ζάλογγο και την έβλεπε μια γειτόνισσα, ενώ η Δήμητρα λέει πως η σκούφια της κρατάει από την Αλεξάνδρεια (Γιδά) Ημαθίας, παίζοντας δημιουργικά με την καταγωγή της στην πραγατική ζωή από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.

Όλοι οι Έλληνες ψάχνουν μανιωδώς τις ρίζες τους κι ας μην είναι πολύ πρόθυμοι να φάνε φασολάδα και να ακούνε το Μενούση -κι άλλα δημοτικά- στη διαπασών, κάθε μέρα. 
Αλλά “παράδοση” είναι κι η πατριαρχία, να μαγειρεύει η γυναίκα, κι άλλα παρόμοια, που η Δήμητρα τα θεωρεί -και σωστά- “δουλοπαροικία…”


Στο τέλος οι Έλληνες, μονιασμένοι από τις εθνικές εκδηλώσεις τους
 -που θυμίζουν εθνική γιορτή και εκπομπές για το “ελληνικό Πάσχα”-
 κάθονται στο σαλόνι κι αρχίζουν να τρώγονται για τα πολιτικά, οπότε τους την λέει ο Γιόρικ που είναι ξένος (αν και “πατριώτης” κι αυτός).
 Η σκέψη της Παπαδοπούλου έχει ως ανώτατο όριο τη διχόνοια που χωρίζει τους Έλληνες σε στρατόπεδα. 
Υπάρχει βάση όμως σε όλα αυτά, καθώς αρκεί μια σπίθα (όχι του Μίκη) για να ανάψουν τα πνεύματα στο “ομόψυχο, πατριωτικό πλήθος”, που εύκολα μπορεί να αρχίσει να τσακώνεται πχ για τον Ολυμπιακό, την ΑΕΚ και τον ΠΑΟΚ.

Γκολάρες βάζουν και οι τρεις, για να θυμηθούμε το τραγούδι της αρχής και να κλείσουμε διαλεκτικά τον κύκλο.
 Ένα τραγούδι που συνδυάζει διαλεκτικά το οπαδικό, καρναβαλικό στοιχείο αυτών των συλλαλητηρίων (φουστανέλες, ΠΑΟΚ-Άρης-Ηρακλής κοκ). 
Και κλείνει με το υπέροχο “Ουστ”, που είναι σαν προφητική εικόνα από τα προσεχώς και τις πλατείες των Αγανακτισμένων.

Όσο για το στίχο-προτροπή “κόψτε το χαβαλέ”, ακούγεται μάλλον ως τραγική ειρωνεία από μια κατεξοχήν κωμική χαβαλεδιάρικη σειρά.
 Αλλά με το χαβαλέ μπορείς να πεις τελικά τα πιο σοβαρά πράγματα, από τα καλύτερα ως τα χειρότερα: 
να ρίξεις μύλο στο νερό του εθνικισμού ή να κάνεις μια τρομερή ανατομία της ελληνικής κοινωνίας και του εθνικισμού που την μαστίζει. 
Ή και τα δύο μαζί διαλεκτικά (ένωση και πάλη των αντιθέτων).


Από άλλο επεισόδιο, αλλά κολλάει με την επικαιρότητα...
Αλλά εντάξει, μια τέτοια ανάρτηση αξίζει κι αντίστοιχο φινάλε -λιγότερο “ξύλινο”.
-Τι έγινε ρε παιδιά; 
Πότε κοιμήθηκα αριστερός και ξύπνησα εθνικιστής; 
Τι ρεζιλίκια είναι αυτά;

Απο τον 
Σφυροδρέπανο
Μη με λες πατριώτη, αφεντικό να με λες – Οι “Απαράδεκτοι” για τη Μακεδονία
Δημοσιεύτηκε στην Κατιούσα



**************
Για κάποιους Άλλους:
Άλλο βίντεο που κυκλοφορεί αυτή τη φορά είναι με μια τάχα μου αρχαιολόγο η οποία ισχυρίζεται ότι αφού ο Αλέξανδρος κατέκτησε και το Ιράν, το Αφγανιστάν κλπ και αυτές οι χώρες δεν ονομάζονται Μακεδονια, γιατί να ονομάζονται τα Σκόπια;
Μα γιατί, καλή μου κοπελίτσα,...η ΠΓΔΜ ήταν πάντα Μακεδονία και με τη βούλα, που κάνεις πως δεν ξέρεις..
Δεν έπαψε ποτέ στην ιστορία του αυτή η περιοχή να ονομάζεται Μακεδονία!
Πώς να το κάνουμε τώρα. 
Το Ιράν ονομαζόταν Περσία, το Αφγανιστάν Βακτρία κλπ. Κι είχαν άλλη ιστορία.
Στα Βαλκάνια η ιστορία, παίδες, μπλέκεται.
Σε πολλά είναι κοινή, μην μπερδεύεστε και σας κάνουν γαιτανάκι (μέρες που είναι) οι δήθεν (πληρωμένοι) ειδήμονες.
Αυτή η συγκεκριμένη το 2006, έχει δηλώσει ότι τα μάρμαρα του Παρθενώνα που είναι στο Βρετανικό Μουσείο, αυτά που τα λένε ¨ελγίνεια¨, δεν είναι ...ελληνικά.
Υποστήριξε ότι πρέπει να παραμείνουν στην Αγγλία και πως δεν μπορεί να τα πάρει πίσω η Ελλάδα γιατί πλέον δεν της ανήκουν.
Αυτή λοιπόν την τύπισσα που ισχυρίζεται
 ψευδώς ότι τα Σκόπια δεν είναι Μακεδονία, ότι η μόνη Μακεδονία είναι η ελληνική
(ενώ η Μακεδονία του Μ. Αλεξάνδρου ήταν πολύ μεγαλύτερη από την σημερινή ελληνική Μακεδονία και φυσικά στο πολευθνικό κράτος του Μεγαλου δεν μιλούσαν όλοι ελληνικά και φυσικά η αρχαία Μακεδονία δεν ήταν μόνο η σημερινή ελληνική, ήταν και η βουλγαρική και η σερβική!!!).
που υποστήριξε ότι οι ελλανοδίκες επέτρεψαν στους Μακεδόνες να πάρουν μέρος στους ολυμπιακούς αγώνες γιατί ήταν Έλληνες(σε μια εποχή που δεν υπήρχαν Έλληνες, αλλά πόλεις κράτη και ελληνικά φύλα που τρωγόντουσαν μεταξύ τους ασύστολα!)
και που στους ολυμπιακούς αγώνες έπαιρναν μέρος όλοι όσοι ήθελαν πλην δούλων και γυναικών και ¨βάρβαρων¨ (αρχικά) και που πολύ γρήγορα πήραν όμως διεθνή χαρακτήρα οι αγώνες...
(αρκεί οι αθλητές που συμμετείχαν να είχαν το ευ αγωνίζεσθαι: αυτό έκριναν οι ελλανοδίκες κι όχι ποιος ήταν πιο πολύ Έλληνας! ελα παναγία μου),
αυτήν λοιπόν την τύπισσα που θέλει να μας φάει τα μάρμαρα του Παρθενώνα ρεεε
(και που για αυτά ακόμη δεν βγήκατε στο δρόμο, να σας πάει εκεί....)
 προωθείτε για να υποστηρίξετε ότι η Μακεδονία είναι ελληνική!
Και για τα μάρμαρα λέει ψέματα και για τη Μακεδονία.
Μία φορά ψεύτης, πάντα ψεύτης
Και το ψέμα της το λέει συνειδητά.
Εσείς όμως, πατριώτες πράμα, να την πιστεύετε..όλα αμάσητα πια...
Και ψιτ...όταν λέτε η Μακεδονία είναι ελληνική υπονοείτε ότι οι άλλες δυο (μην κλείνετε τα μάτια κ κάνετε πως δεν υπάρχουν), 
οι άλλες δυο λοιπόν Μακεδονίες είναι υπο κατοχή και τις θέλετε ελληνικές..
(εσάς πρέπει να φοβόμαστε με τις αλυτρωτικές σας διαθέσεις)
Κι όταν κάνετε συγκεντρώσεις με υπόδικους και μπράβους, μετά μη διαμαρτύρεστε όταν σας λένε φασίστες.
Δείξε μου το φίλο σου να σου πω ποιος εισαι αδελφε.



Thesska Katerina

ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ: Απ' την Ικαρία της Αλληλεγγύης στο...Θανατονήσι

Φαίνεται ότι η διαταγή ήταν: ‘Φέρτε τους εξαντλημένους, αποκαμωμένους, αλλά όχι νεκρούς. Από τους νεκρούς δεν αποσπώνται δηλώσεις’. Απουσίαζε λοιπόν κι απ’ αυτήν την πράξη κι η παραμικρή υποψία συμπόνιας. Ο σκοπός τους αποκαλύφθηκε γυμνός στα μάτια μας. Οι σφαίρες τους πέφτανε απάνω μας όχι για να μας εξοντώσουν αλλά να μας αχρηστέψουν. Οι νεκροί μεγαλώνουν μια ιδεολογία, δεν την αχρηστεύουν” 
*****
Μενέλαος Λουντέμης: Από την Ικαρία της συμπόνιας και της αλληλεγγύης στο πέτρινο φίμωτρο της Μακρονήσου…

3020+300
Στις πρώτες σελίδες του αυτοβιογραφικού μυθιστορήματος 
“Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα”(1) ο Μενέλαος Λουντέμης το 1949 λιπόσαρκος (2) και σακατεμένος από το ξύλο, βρίσκεται ακόμα εξόριστος στην Ικαρία, περιμένοντας μέρα τη μέρα να τον μπαρκάρουν για τη Μακρόνησο.
του Δημήτρη Δαμασκηνού,
εκπαιδευτικού Δ.Ε.-ιστορικού,
negreponte2004@yahoo.gr
1
Ξέρω. Το μαξιλάρι σου καίει 
Σαν τον μαρτυρικό τροχό. 
Το γέμισαν από βραδύς 
 Οι δήμιοι των ύπνων μας 
Με αναμμένα καρφιά 
 Μα εσύ κοιμήσου. Κοιμήσου. 
 Έστω κι αν στέκουν από πάνω σου 
 Με το όπλο “επί σκοπόν” 
 Και με το δάχτυλο στη σκαντάλη 
 Δύο διμοιρίες εφιάλτες. 
 Εσύ κοιμήσου.
 Κοιμήσου. 
 Και στην άκρη του ορίζοντα 
 Ακούονται οι ρωγμές 
 Που κάνει η ήλιος 
Στα κάστρα της νύχτας. 
 Μα εσύ κοιμήσου.
Μενέλαος Λουντέμης, Θα ξημερώσει . (3)

Τα πάθη του ο συγγραφέας τα διηγείται σε πρώτο πρόσωπο: 

Εμείς είμαστε ακόμα στην Ικαρία”, θα γράψει χρησιμοποιώντας εμφαντικά το εμείς, για να εντάξει βέβαια το ταπεινό του σαρκίο στην πολυπληθή ομάδα των συνεξόριστων συντρόφων του που έχουν κατακλύσει το νησί (4) και μεταφέρονται “συνοδεία” με τα βαπόρια που πύκνωσαν τα δρομολόγιά τους στη Μακρόνησο.

Κι είναι Άνοιξη! 
Ντροπαλά αεράκια μαλώνουν συναμεταξύ τους. Σηκώνουν χνούδια και πουλιά. Και χαρτάκια μ’ ανορθογραφίες: 
Όσον περί εμέ… βρίσκομαι στα τελευταία μου. Κατά τ’ άλλα… είμαι καλά! Τρομαγμένα ξεμύτισαν φέτος τα μπουμπούκια. Η αγάπη κρυβόταν στις γωνίες και σκέπαζε με την απαλάμη τα φιλιά της. Φέτος δε θάχουμε φρούτα. Τα σκότωσαν όλα πάνω στον ανθό. Μόνο τα πουρνάρια πρασινίζουν άφοβα -άγρια μες στην ασκήμια τους. 
Αυτά μόνο. Κι οι χωροφύλακες.” (5), που έχουν κατακλύσει το νησί, δούλοι: “που κάποτε γίνονται αφέντες. Κι οι αφέντες που προέρχονται από δούλους είναι σκληρότεροι από τους αφέντες των δούλων” (6).
2
Εύδηλος Ικαρίας το 1947. Από αριστερά Σίμος Γεράκης, Χρήστος Μαυρογιώργης, Στέφανος Σαράφης, υπασπιστής του Σαράφη, Πέτρος Ανδριώτης και ο τελευταίος άγνωστος. (Η φωτογραφία είναι από το προσωπικό αρχείο του Χρήστου Μαλαχία).

Ο Μενέλαος Λουντέμης ζώντας ως εξόριστος στην Ικαρία, όλο αυτόν τον καιρό μετά την ήττα του Δεκέμβρη, έχοντας σε πρώτη φάση τις εμπειρίες και τα βιώματα του καταδιωκόμενου και ύστερα του πολιτικού εξόριστου, καταγράφει προσεκτικά τις δραματικές του αναμνήσεις σ’ ένα χειρόγραφο που -για να μη χαθεί- έχει αντιγράψει σε δύο αντίγραφα. 

Το ένα, προσεκτικά κρυμμένο στο κούφωμα μέσα στο καρφωμένο τακούνι του παπουτσιού του, το κουβαλάει συνέχεια πάνω του, ενώ το άλλο το εμπιστεύεται στην ασπρομάλλα Ζωίτσα, μιαν Ικαριώτισσα που έδινε πολλές φορές τα λιγοστά ραδίκια από τον κήπο της στον Μενέλαο Λουντέμη, τη μόνη του τροφή, “γιατί δεν δέχονταν τίποτ’ άλλο το στομάχι μου (7).
3
Pάχες 1947. Oμάδα εξορίστων και ανάμεσά τους με το ραβδί 0 Mίκης Θεοδωράκης. Ακριβώς πίσω από τον Θεοδωράκη ο Μένιος Τσερώνης. Στην Ικαρία το ίδιο διάστημα βρέθηκαν ως εξόριστοι και ο Λάκης Σιάντας, ο Ρούσος Κούνδουρος, ο Μήτσος Παρτσαλίδης, ο Φοίβος Ανωγιαννάκης και πολλοί άλλοι γνωστοί αγωνιστές του ΕΑΜικού κινήματος. Ανάμεσά τους και ο Ευάγγελος Μαχαίρας που αναφέρει πως, όταν το καλοκαίρι του 1948 μεταφέρθηκε από τον Χρυσόστομο στο Μαυράτο της Ικαρίας, βρήκε εκεί τον Μενέλαο Λουντέμη κι έκαναν καθημερινή παρέα “σ’ ένα «θάλαμο» Ποντίων, που είχαν μια λύρα και μας τραγουδούσαν ποντιακά τραγούδια ή μας έλεγαν ποντιακά ανέκδοτα”. (8)

Η Ικαρία… Πρέπει να τη βαφτίσουμε ‘Συμπόνοια'”, γράφει ο συγγραφέας (9) και συνεχίζει για την παροιμιώδη αλληλεγγύη των Iκαριωτών στους πολιτικούς εξόριστους επισημαίνοντας: 

«Οι Ικαριώτες… Θυμούμαι πέρσι πούμασταν στο άλλο χωριό, το Mαυράτο. Γη δεν είχε ούτε κείνο… Λίγη αλεσμένη πέτρα όπου φυτεύανε δέκα μαρούλια και πέντε κρεμμύδια. Mα κανένας τους δεν τα γεύτηκε. Όλα τα τάιζαν σ’ εμάς. Tα πετούσαν κρυφά τις νύχτες απ’ τα μεσότοιχα. 
Mια μέρα μας έστειλαν αγγαρεία στην πέτρα. 
Tα πεζούλια απ’ όπου περνούσαμε ήταν στρωμένα με φρεσκοκομμένα σύκα. Tάχαν αφηγμένα στιβίτσες στιβίτσες απάνω στα συκόφυλλα για να τα βρούμε γυρνώντας απ’ τη σκληρή δουλειά. Aλλά τι να πρωτοθυμηθώ; 
Tο γάλα… Tο κάθε σπίτι είχε από μια κατσικίτσα, κι ένα σωρό παιδιά. Tα παιδιά αυτά από τότε που πήγαμε εμείς χάσανε το γάλα τους. Mας τόδιναν με χίλιες πονηριές για τους αρρώστους μας. Το ξέρανε πως ο Χλαμούτσης ήταν ικανός να τους εκτελέσει επί τόπου αν τους έπιανε. Το ξέρανε. Αλλά δεν έκαναν πίσω» (10).
4
Πολιτικοί εξόριστοι της περιοχής Αγ. Κηρύκου Ικαρίας (φωτογραφία του Γ. Καπετάνου στις 5-11-47)
Ο ίδιος ο Μενέλαος Λουντέμης παραμένει στην Ικαρία μέχρι “το έμπα του Ιούνη” (11)
Τότε μεταφέρεται σιδηροδέσμιος από δύο όργανα της τάξεως στο Διοικητήριο του Άη-Κήρυκα, παραδίδεται στον υπομοίραρχο με τα “συνοδευτικά” του έγγραφα και εγκλείεται σ’ ένα γεμάτο από θανατοποινίτες αγωνιστές, βρώμικο και σκοτεινό κελί “που βράζει σα σκουληκοφωλιά” (12).
Το επόμενο πρωί, απ’ τα χαράματα κιόλας, οδηγείται σ’ ένα βαρυεστημένο καϊκάκι που τον περίμενε υπομονετικά στο αραξοβόλι (13) του.
 Το μοτόρι σε λίγο βάζει μπρος με κατεύθυνση τον Εύδηλο, για να επιβιβαστεί το βραδάκι με τη συνοδεία του χωροφύλακα Σκουπίδα στο βαπόρι με προορισμό το Λαύριο. Η θαλασσοταραχή, ωστόσο, αναγκάζει τον καπετάνιο ν’ αναζητήσει ασφαλές καταφύγιο στο Βαθύ της Σάμου, όπου φτάνουν αργά το βράδυ της επόμενης μέρας:
5
Στο δρόμο από Καραβόσταμο για Αρέθουσα για το βασανιστικό προσκλητήριο (1949).

Γι’ αυτή του την εμπειρία γράφει χαρακτηριστικά ο σύγγραφέας:

 “… Το βαπόρι αργά, βουβά, ήρθε και φουντάρησε (14) αντίκρυ από το Λιμεναρχείο. Άδεια ήταν όλη η παραλία. Η κυκλοφορία απαγορευόταν μετά τη δύση του ήλιου. Τα σπίτια όλα μανταλωμένα (15). Οι μόνοι που κυκλοφορούσαν ελεύθερα ήταν εκείνοι που απαγόρευαν την ελεύθερη κυκλοφορία.
Με κατέβασαν σε μια βάρκα μαζί με το φρουρό μου. Το κέφι του Σκουπίδα ήταν μαύρο.
-Τί μας έφεραν εδώ; μουρμούριζε και κυττούσε ολοένα κατά τα βουνά. Τα τηράς (16); μου λέει… όλα τούτα είναι γιομάτα κατσαπλιάδες (17). Μην τους χαίρεσαι. Κλάφτους. Όπου νάναι τελειώνουν τα ψωμιά τους. Στραβωμάρα είχαν και μας έφεραν μες στη μύτη τους; ” (18).
Σε λίγο ο Μενέλος Λουντέμης οδηγείται εξαντλημένος στο κρατητήριο και σπρώχνεται σ’ ένα μπουντρούμι μπουκωμένο (19) βαριά αποφορά από τσιγαρίλες και ποδαρίλες, να περάσει τη νύχτα ανάμεσα σε μεροκαματιάρηδες που έχουν συλληφθεί για μικροπαρανομίες από ένα ανάλγητο στη φτώχεια τους κράτος.
Το πρωί που ξυπνά συναναστρέφεται με τους συγκρατούμενούς του και δέχεται τις περιποιήσεις και μοιράζεται το προσφάι με τον μπαρμπα Θαλή Αληφασκή, έναν γέρο ψαρά που τον έπιασε η αστυνομία ένεκα “αλιείας μετά της δυναμίτιδος” (20).
Όταν πέφτει ξανά το σκοτάδι τον βαρύ και τρομαγμένο ύπνο των κρατουμένων διακόπτουν σεισμοί, μπαταριές (21)
χαλασμός:
Στα όπλα! ούρλιαζαν από παντού. Στα όπλα! Συναγερμός. Καλυφθήτε! Πυρ!
Τί έτρεξε; “Το αντάρτικο, λέει, έκανε έφοδο στην πόλη”. 
Βλακείες. Κάποιος χωροφύλακας θα τρόμαξε ως φαίνεται από τον ίσκιο του κι άρχισε να πυροβολεί.
 Κι εδώ λοιπόν τα ίδια. Κι έδώ έκανε έφοδο μεσ’ στην ψυχή τους ο φόβος.
Μα ο χαλασμός ωστόσο ήταν τόσος που λες πως έπεσε η πόλη σε χέρια άγριων κουρσάρων που τώρα περνούσαν τον πληθυσμό από σφαγή και λεηλασία. 
Ποδοβολητά ακούγονταν από παντού, κλαγγές (22), λαχανιάσματα. Φαίνεται πως όλοι, ο στρατός κι η χωροφυλακή, συγκεντρώνονταν για επίθεση. Τώρα θα συντάσσονται για να τρέξουν κατά τα βουνά. 
Μα… τα ποδοβολητά αντί ν’ ακουστούν στο πλακόστρωτο ακούστηκαν μέσα, στο διάδρομό μας. 
Και κει -απομείναμε όλοι!- οι μπούκες (23) των ντουφεκιών αντί να στραφούν προς τα έξω στράφηκαν προς τα μέσα και μας σημάδευαν.
-Αλτ!.. να μη σαλέψει κανείς… μας φώναξαν πίσω απ’ τους φεγγίτες. Τα κινητά ουραία (24)ετοιμάστηκαν.
Θα σας καθαρίσουμε όλους!.. ξαναφώναξαν.
Τα χέρια τους δε φαίνονταν για να δούμε αν έτρεμαν αλλά έτρεμαν οι κάννες τους… Έτρεμαν σα να ήσαν κρεμασμένες στον αέρα.
Πέρασε ώρα. Η σάλπιγγα κάποτε βουβάθηκε. Οι κάννες αποσύρθηκαν. 
Είχε σταματήσει και το τρεμούλιασμα. Έξω βασίλευε πάλι ησυχία. Τα πολυβόλα είχαν σταματήσει. Τα βήματα των χωροφυλάκων σύρθηκαν στο διάδρομο. 
Σε λίγο ξανάγινε ησυχία. Ξημέρωνε. Απ’ έξω ακούστηκαν να κυλούν κάτι ρόδες.
 Οι βρύσες άρχισαν να τρέχουν” (25) και μπήκε φρικιαστική, άυπνη από το παραθυρόνι η φάτσα του χωροφύλακα Σκουπίδα, για να οδηγήσει τον Μενέλαο Λουντέμη ως τη σκάλα του βαποριού.
6
Πολιτικός εξόριστος φωτογραφίζεται με φόντο τα πλοία της εξορίας προς την Ικαρία.

Το βαπόρι πράγματι ήταν γεμάτο από νέα παιδιά, 20 ως 25 χρονών, που τους πήγαιναν σιδηροδέσμιους για “κατάταξη” στη Μακρόνησο. 

Ο Μενέλαος Λουντέμης κατέβηκε στο αμπάρι που έβραζε σαν καζάνι, για να υποβληθεί από τους δεσμώτες του, όπως και όλοι οι υπόλοιποι, στο μαρτύριο της δίψας για καμιά εικοσαριά ώρες, όπως σαδιστικά τους ανακοίνωσε ο ανθυπομοίραρχος, όσο δηλαδή θα διαρκούσε το ταξίδι για το Λαύριο. 
Από τις διαμαρτυρίες και τα ξεφωνητά οι ναύτες άνοιξαν τα δύο καπάκια και με τη μάνικα από τη θάλασσα άρχισαν έναν άγριο, αλμυρό καταιονισμό (26) που κράτησε ως μισή ώρα.
Αυτή η κτηνώδης αντιμετώπιση των εκτοπιζομένων στη Μακρόνησο αποκαλύπτει στα μάτια του συγγραφέα γυμνό τον σκοπό των δεσμωτών τους:
Φαίνεται ότι η διαταγή ήταν: ‘Φέρτε τους εξαντλημένους, αποκαμωμένους, αλλά όχι νεκρούς. Από τους νεκρούς δεν αποσπώνται δηλώσεις’. Απουσίαζε λοιπόν κι απ’ αυτήν την πράξη κι η παραμικρή υποψία συμπόνιας. Ο σκοπός τους αποκαλύφθηκε γυμνός στα μάτια μας. Οι σφαίρες τους πέφτανε απάνω μας όχι για να μας εξοντώσουν αλλά να μας αχρηστέψουν. Οι νεκροί μεγαλώνουν μια ιδεολογία, δεν την αχρηστεύουν” (27).
7
Χμ… Σε γνωρίζω εγώ εσένα.
 Σε ξέρω απ’ έξω κι’ ανακατωτά
 Όχι απ’ την “όψη του σπαθιού την τρομερή”
 Μα από την όψη τη χοντρή και βρωμερή.
 Και μη θαρρείς πως γεννήθηκες σήμερα,
 Είσαι πιο παλιός κι’ από το μπιστόλι σου
 Κι’ απ’ το καουτσικένιο σου ρόπαλο
 Το γεμάτο ξερά αίματα.
 Είσαι πιο παλιός κι’ απ’ το μίσος σου
 Κι’ απ’ το δικαίωμα ζωής και θανάτου
 Πάνω στις ζωές μας.
 Επάγγελμά σου το ξύλο.
 Καρδιά σου το ξύλο.
 Ξύλινος ο κόσμος σου
 Ξυλοκοπημένος ο κόσμος σου.
 Δεν είσαι αποδώ
 Δεν είσαι μόνο εδώ.
 Έρχεσαι από παντού.
 Απ’ τη Χιλή και το Περναμπούκο
 Απ’ το Σικάγο και το Τέξας.
 Κι’ απ’ τον κάθε τόπο όπου οι άνθρωποι
 Ζητούν ψωμί. Ενώ
 Πρέπει να το ζητιανεύουν. 

 (Μενέλαος Λουντέμης, Ο φύλαξ άγγελος). (28)
Το βαπόρι άραξε στο Λαύριο κοντά στα ξημερώματα. Τότε ανέβηκαν όλοι στο κατάστρωμα. Το Μακρονήσι ορθωνόταν αντίκρυ ως πέτρινο φίμωτρο…
Σημειώσεις:
1 Μενέλαος Λουντέμης, Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα (Σαρκοφάγοι ΙΙ), εκδόσεις Δωρικός, έκδοση Γ’, Αθήνα 1974.
2 “Τους βλέπεις πώς με κάνανε”, θα πει στον πονόψυχο χωροφύλακα Μπαντούνα, που έρχεται και τον βρίσκει στο αναρρωτήριο. “Από εβδομήντα κιλά δεν μ’ αφήσανε ούτε σαράντα” (βλ. Μενέλαος Λουντέμης, Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα, ο.π., σελ. 20).
3 Βλ. Μενέλαος Λουντέμης, Οι εφτά κύκλοι της μοναξιάς, εκδόσεις Δωρικός, Αθήνα 1977, σελ. 87.
4 Χιλιάδες άλλοι αγωνιστές της Αριστεράς στάλθηκαν εξόριστοι κατά την περίοδο 1938 – 1954. Το 1946-1949 σ’ αυτό το νησί των 11.000 κατοίκων υπήρχαν 14.000 εξόριστοι! (Βλ. Θ. Λ., Οι εννιά της Νικαριάς. Τιμή στους αλύγιστους της ταξικής πάλης, εφημερίδα Ριζοσπάστης, Κυριακή 28 Ιούνη 2015 – 2η έκδοση, σελ. 26)
5 Μενέλαος Λουντέμης, Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα, ο.π., σελ. 15.
6 Μενέλαος Λουντέμης, Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα, ο.π., σελ. 15.
7 Μενέλαος Λουντέμης, Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα, ο.π., σελ. 23.
8 Βλ. Ευάγγελος Μαχαίρας, Ικαρία-Μακρόνησος-Στρατοδικεία. Εξόριστος στην Ικαρία και στη Μακρόνησο, περιοδικό της Εταιρείας Ικαριώτικων Μελετών, τριμηνιαία έκδοση, αριθμ. φύλλου 14, έτος 5ον, σελ. 25.
9 Μενέλαος Λουντέμης, Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα, ο.π., σελ. 23.
10 Μενέλαος Λουντέμης, Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα, ο.π., σελ. 26-27.
11 Μενέλαος Λουντέμης, Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα, ο.π., σελ. 28.
12 Μενέλαος Λουντέμης, Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα, ο.π., σελ. 31.
13 αραξοβόλι το: (λογοτ.) 1. μέρος κοντά στην ακτή, προφυλαγμένο από ανέμους, όπου αγκυροβολούν τα πλοία• αγκυροβόλιο. 2. (μτφ.) καταφύγιο.
14 φουντάρω: (εδώ, προφ.) ρίχνω άγκυρα, αγκυροβολώ.
15 μανταλώνω -ομαι: (λαϊκότρ., συνήθ. για πόρτα ή παράθυρο) κλείνω με το μάνταλο || (επέκτ.) κλείνω καλά,βκλειδώνω: Mανταλώθηκαν όλοι στα σπίτια τους, κλείστηκαν μέσα.
16 τηράω: (λαϊκότρ.) βλέπω.
17 κατσαπλιάς ο: (εδώ) υβριστικός χαρακτηρισμός για τους αντάρτες, κυρίως κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου.
18 Μενέλαος Λουντέμης, Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα, ο.π., σελ. 40.
19 μπουντρούμι το: (εδώ παρωχ.) κρατητήριο ή φυλακή.
20 Μενέλαος Λουντέμης, Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα, ο.π., σελ. 43.
21 μπαταριά η: (παρωχ.) ομοβροντία.
22 κλαγγή η: ήχος που ακούγεται, όταν συγκρούονται σιδερένια όπλα, κυρίως ξίφη.
23 μπούκα η: (εδώ) το στόμιο, ιδίως του πυροβόλου όπλου.
24 ουραίος -α -ο: (ως ουσ.) το κινητό ουραίο, ονομασία του κλείστρου στα οπισθογεμή επαναληπτικά τουφέκια.
25 Μενέλαος Λουντέμης, Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα, ο.π., σελ. 48-49.
26 καταιονισμός ο: (λόγ.) κατάβρεγμα με συσκευή που εκτοξεύει το νερό από ψηλά, σαν βροχή. || (ειδικότ.) ντους.
27 Μενέλαος Λουντέμης, Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα, ο.π., σελ. 52-53.
28 Μενέλαος Λουντέμης, Οι εφτά κύκλοι της μοναξιάς, εκδόσεις Δωρικός, Αθήνα 1977, σελ. 58-59.