31 Οκτωβρίου, 2017

1940-1949:Υποταγή στις αξιώσεις των Άγγλων και της Αστικής Τάξης ή κλιμάκωση της Πάλης της Εργατιάς και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων με Όλα τα Μέσα;;


,,τον Αύγουστο του 1943, στο Κεμπέκ του Καναδά, οι Τσόρτσιλ και Ρούσβελτ θα συμφωνήσουν στην ανάπτυξη μιας δύναμης 4.000 στρατιωτών στην Ελλάδα, έπειτα από την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων, προκειμένου να διασφαλίσουν την αστική εξουσία και κατ’ επέκταση τα γενικότερα ιμπεριαλιστικά συμφέροντά τους,,

Ο ΝΙΚΟΣ ΖΑΧΑΡΙΑΔΗΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΟΥ ΔΣΕ
«Η πάλη για το σοσιαλισμό είναι ο πιο βίαιος εμφύλιος πόλεμος, που είδε ποτέ η ιστορία, και η προλεταριακή επανάσταση πρέπει να πάρει, μπροστά στον εμφύλιο αυτό πόλεμο, όλες τις αναγκαίες προφυλάξεις, πρέπει για να επικρατήσει να μάθει την τέχνη να πολεμάει και να νικά.
Αυτή η τοποθέτηση σε κατάσταση πολέμου των συμπαγών μαζών του εργαζόμενου λαού, που έχει αναλάβει κάθε πολιτική εξουσία μπροστά στα καθήκοντα της επανάστασης, αυτή είναι η «δικτατορία του προλεταριάτου» που είναι συγχρόνως η αληθινή δημοκρατία.
Γιατί δεν υπάρχει δημοκρατία εκεί που οι μισθωτοί σκλάβοι δίπλα στους καπιταλιστές ή οι προλετάριοι των αγρών δίπλα στους γαιοκτήμονες συνεδριάζουν «εν πνεύματι ισότητος» για να συζητήσουν τα «κοινά συμφέροντα» κατά τον κοινοβουλευτικό τρόπο, αλλά εκεί που οι προλεταριακές μάζες, εκατομμύρια άτομα, παίρνουν οι ίδιες μέσα στα ροζιασμένα χέρια τους το σφυρί της εξουσίας και το κατεβάζουν στον αυχένα της κυρίαρχης τάξης.
Ναι! Εκεί μόνο υπάρχει αληθινή δημοκρατία.
Τα άλλα όλα είναι εξαπάτηση του λαού»1.
Ρόζα Λούξεμπουργκ


Η προσπάθεια αποτίμησης ενός προσώπου σε μια χρονική περίοδο κατά την οποία οι λαϊκές μάζες μπαίνουν στο προσκήνιο της πολιτικής και της ιστορίας διατρέχει πάντα τον κίνδυνο είτε να μειώσει τη συνεισφορά της προσωπικότητας στη συλλογική δράση είτε να υπερθεματίσει για αυτή, αφήνοντας στο περιθώριο την κινητήρια δύναμη της ιστορίας, την ταξική πάλη.

Ο κίνδυνος αυτός είναι πάντα παρών σε μια απόπειρα αποτίμησης της πορείας του ΓΓ του ΚΚΕ Νίκου Ζαχαριάδη την περίοδο 1945-1949.

Ενας άλλος παράγοντας που συνεισφέρει στη δυσκολία της προσέγγισης του ζητήματος είναι ότι στις κρίσιμες καμπές της ταξικής πάλης, στην απότομη βελτίωση ή επιδείνωση του συσχετισμού δύναμης, οι λαϊκές μάζες τείνουν να μεγιστοποιούν τη θετική ή την αρνητική συνεισφορά της ηγετικής προσωπικότητας και αυτή η τάση μπορεί να επηρεάσει ακόμα και την ίδια την επαναστατική πρωτοπορία, το κομμουνιστικό κόμμα. Το φαινόμενο αυτό εμφανίζεται πιο έντονα σε χώρες που πλειοψηφεί το αγροτικό στοιχείο μαζί με άλλα ταξικά - πολιτισμικά καθυστερημένα λαϊκά στρώματα (όπως στην Ελλάδα του 1945 ή έπειτα από τον ταξικό εμφύλιο πόλεμο).
Τέλος, αρνητικά επιδρούν μια σειρά ιστοριογράφων που κατηγορούν το Νίκο Ζαχαριάδη ως το μόνο υποκινητή του ταξικού εμφυλίου πολέμου και άλλοι που προωθούν μια ευκολοχώνευτη παράταξη τραγικών ιστορικών ειρωνειών, θυτών και θυμάτων, προσωπικών εκτιμήσεων και ατομικών επιδιώξεων, συνομωσιών και προδοσιών, ακολουθώντας μια σχεδόν σκανδαλογραφική ανάγνωση της ιστορίας.
Στην πραγματικότητα, σε όλες αυτές τις προσεγγίσεις για το Νίκο Ζαχαριάδη συσσωματώνεται η ερμηνεία του αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) από την πλευρά της αστικής τάξης και κατά συνέπεια η δυσφήμιση του Νίκου Ζαχαριάδη δεν είναι ξέχωρη από την απόπειρα δυσφήμισης της κορύφωσης της ταξικής πάλης στην Ελλάδα.
Στη διαλεκτική - υλιστική μέθοδο ανάλυσης της ιστορίας (από τη σκοπιά της οποίας γράφεται το παρόν κείμενο) η δράση του προσώπου δεν αυτονομείται από τις συνθήκες μέσα στις οποίες δρα. 
Οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες θέτουν εν τέλει τα όρια και τις προϋποθέσεις της επίδρασης της ατομικής συνεισφοράς στην εξέλιξη της ιστορίας, αν και φυσικά η ατομική και συλλογική δράση δε συνιστούν απλά το καθρέφτισμα αυτών των συνθηκών.
Υπό αυτή την έννοια, μια προσέγγιση των θεωρητικών επεξεργασιών και της πολιτικής πρακτικής του Νίκου Ζαχαριάδη δεν μπορεί να αποκοπεί από τις ιστορικές συνθήκες, μέσα στις οποίες έλαβε χώρα, ούτε από τα πλεονεκτήματα και τις αδυναμίες του ΚΚΕ και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, αλλά θα πρέπει να οικοδομείται στη βάση της κατανόησης όλων των παραπάνω παραγόντων.

Η ήττα του "άξονα" και η όξυνση της ταξικής πάλης
Από το 1943 και έπειτα, όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη, είναι εμφανές ότι ύστερα από την αντεπίθεση του Κόκκινου Στρατού οι δυνάμεις του Αξονα θα χάσουν τον πόλεμο.
Η εξέλιξη αυτή θα σημάνει αναγκαστικά την ανάδειξη των ταξικών διαχωρισμών μέσα στα πλαίσια της αντιφασιστικής συμμαχίας, στην οποία συμμετείχαν αντίπαλοι οικονομικοκοινωνικοί σχηματισμοί (σοσιαλιστική Σοβιετική Ενωση και αγγλικός, γαλλικός και αμερικάνικος ιμπεριαλισμός), όπως και αντιστασιακές οργανώσεις που υπηρετούσαν διαφορετικά ταξικά συμφέροντα (π.χ. στην Ελλάδα από την πλευρά της εργατικής τάξης και της φτωχής αγροτιάς το ΕΑΜ και ως εκφραστής μερίδας της αστικής τάξης ο ΕΔΕΣ).
Με άλλα λόγια, όσο περισσότερο προσεγγίζουμε στο τέλος του πολέμου, ζυγώνει και η ώρα διάσπασης της αντιφασιστικής συμμαχίας, η οποία αντικειμενικά είχε ημερομηνία λήξης την ήττα του Αξονα.
Ετσι τον Αύγουστο του 1943, στο Κεμπέκ του Καναδά, οι Τσόρτσιλ και Ρούσβελτ θα συμφωνήσουν στην ανάπτυξη μιας δύναμης 4.000 στρατιωτών στην Ελλάδα, έπειτα από την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων, προκειμένου να διασφαλίσουν την αστική εξουσία και κατ’ επέκταση τα γενικότερα ιμπεριαλιστικά συμφέροντά τους.2
Την ίδια περίοδο, ο Νίκος Ζαχαριάδης, έγκλειστος στο ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου, έρχεται σε ιδεολογική-πολιτική σύγκρουση με Γερμανούς και Αυστριακούς κομμουνιστές.
Το αντικείμενο της σύγκρουσης είναι η πεποίθηση του Ζαχαριάδη ότι όσο χάνει ο γερμανικός ιμπεριαλισμός, η πάλη των κομμουνιστών θα πρέπει να διεξάγεται εξίσου εναντίον του αγγλικού ιμπεριαλισμού και των ντόπιων αστικών τάξεων, όχι σε συνεργασία μαζί τους.3
Η θέση αυτή δεν ταυτίζεται απαραίτητα με μια πρόταση διάλυσης της αντιφασιστικής συμμαχίας στη διάρκεια του πολέμου. Ο Ζαχαριάδης υποστήριζε ουσιαστικά ότι η ήττα του ιταλικού και του γερμανικού ιμπεριαλισμού αναδείκνυε όλο και περισσότερο τις ταξικές διαφορές μέσα στο αντιφασιστικό στρατόπεδο, οι οποίες ποτέ δεν έπαψαν να υπάρχουν.
Κατά συνέπεια, το ζήτημα που ετίθετο την επαύριο του πολέμου στην Ελλάδα και σε όλες τις χώρες που πρωτοστάτησαν τα αντιστασιακά κινήματα -με μπροστάρηδες της οργάνωσης και της θυσίας τους κομμουνιστές- ήταν αν αυτός ο αγώνας θα οδηγήσει στην επαναφορά της προ του πολέμου κατάστασης και συνακόλουθα στη συνέχιση της ταξικής εκμετάλλευσης και στην προοπτική νέων ιμπεριαλιστικών πολέμων ή αν, αντίθετα, η εμπειρία της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων από τη φρικαλεότητα του ιμπεριαλιστικού πολέμου και την οργάνωση της λαϊκής πάλης ενάντια στην κατοχή θα αποτελούσε εφαλτήριο για τη συνολική ανατροπή του καπιταλισμού.

Ειδικότερα στην Ελλάδα, ο δεύτερος δρόμος συναντούσε ακόμα ευνοϊκότερες προϋποθέσεις, αφού η πλειοψηφία της αστικής τάξης και των πολιτικών της εκπροσώπων είχε χάσει το κύρος της έναντι του ελληνικού λαού, αρχικά λόγω της δικτατορίας του Μεταξά και στη συνέχεια, είτε ακολουθώντας τον αγγλικό ιμπεριαλισμό στην Αίγυπτο είτε παραμένοντας για να συνεργαστεί με το γερμανικό ιμπεριαλισμό.
Από την άλλη πλευρά οι διωκόμενοι από τη μεταξική δικτατορία κομμουνιστές, που στην πλειοψηφία τους παραδόθηκαν ως κρατούμενοι στους καταχτητές, πρωτοστάτησαν στη συγκρότηση αρχικά του Εργατικού Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (Εργατικό ΕΑΜ) και στη συνέχεια του ΕΑΜ.4 

Οι ΕΑΜικές οργανώσεις (ΕΛΑΣ, ΕΠΟΝ, ΟΠΛΑ, ΟΕΝΟ, Αλληλεγγύη κλπ.) σε σύντομο χρονικό διάστημα συσπείρωσαν στις γραμμές τους την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα, ενώ επέφεραν αποφασιστικά χτυπήματα στις δυνάμεις Κατοχής και στους ντόπιους συνεργάτες τους, συγκροτώντας ένα από τα πιο αξιόμαχα αντιστασιακά κινήματα της Ευρώπης.5

Στις επιτυχίες της ΕΑΜικής αντίστασης συγκαταλεγόταν η δημιουργία μεγάλων απελευθερωμένων περιοχών, τα σαμποτάζ στην παραγωγή, η ακύρωση της προσπάθειας επιστράτευσης του ελληνικού λαού για να εργαστεί στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης κ.ά.
Με τη λήξη του πολέμου ο πολιτικός συσχετισμός ήταν σαφώς υπέρ του ΚΚΕ και του ΕΑΜ και ο στρατιωτικός συσχετισμός υπέρ του ΕΛΑΣ.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες η ηγεσία του ΚΚΕ αποδείχτηκε ανέτοιμη να εκτιμήσει ολοκληρωμένα τις συνθήκες διεξαγωγής της ταξικής πάλης και να διατυπώσει μια στρατηγική-αντίβαρο στην επιδίωξη του αγγλικού ιμπεριαλισμού και της ελληνικής αστικής τάξης για επαναφορά της εξουσίας τους.
Δεν είχε στόχο την πάλη για την εργατική εξουσία. Να ποια ήταν η αδυναμία!
Το παραπάνω συμπέρασμα απορρέει από μια σειρά ιστορικών γεγονότων, όπως η συμφωνία6 για την υπαγωγή του ΕΛΑΣ στο στρατηγείο της Μέσης Ανατολής (Ιούλης 1943) και η απαράδεκτη υπογραφή των συμφωνιών του Λιβάνου7 και της Καζέρτας8 (Μάης και Σεπτέμβρης 1944 αντίστοιχα),που οδήγησαν στη νομιμοποίηση των επιδιώξεων του αστικού πολιτικού κόσμου και του αγγλικού ιμπεριαλισμού, μέσα από τη συμμετοχή του ΕΑΜ σε κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητας» και την υπαγωγή των ανταρτών στη διοίκηση του Βρετανού στρατηγού Σκόμπι και μετά την απελευθέρωση της χώρας. Κατάληξη αυτής της πορείας ήταν ο Δεκέμβρης του 1944. 
Το Δεκέμβρη του 1944 στην Ελλάδα υπήρχε επαναστατική κατάσταση. Η ταξική πάλη είχε οξυνθεί, με το ΕΑΜ να εκπροσωπεί την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα και τον αγγλικό ιμπεριαλισμό να πρωτοστατεί σε μια προσπάθεια επανένωσης των αντιτιθέμενων μερίδων της ελληνικής αστικής τάξης, ενώ ταυτόχρονα εξόπλιζε τους παλιούς συνεργάτες των Γερμανών και τρομοκρατούσε το λαϊκό κίνημα. Ομως, σε αυτή τη φάση του αγώνα, η ηγεσία του ΚΚΕ δεν ανέδειξε την ταξική υπόσταση της σύγκρουσης και δε συγκέντρωσε στρατιωτικές δυνάμεις στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης, συνεχίζοντας να μιλά στο όνομα της συνέχισης του αντιφασιστικού αγώνα και να χρησιμοποιεί ακόμα και την ένοπλη πάλη στην κατεύθυνση της πίεσης για την ειρήνευση και την αστικοδημοκρατική εξομάλυνση.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η άνιση ηρωική πάλη του λαού της Αθήνας δεν κατόρθωσε να αντιμετωπίσει τις υπέρτερες στρατιωτικές δυνάμεις του αντιπάλου, παρά την αυτοθυσία χιλιάδων αγωνιστών.

Η ήττα του Δεκέμβρη οδήγησε στην υποχωρητική -σε σχέση με τον πολιτικό συσχετισμό και το στρατιωτικό συσχετισμό εκτός Αθήνας- συμφωνία της Βάρκιζας και την παράδοση των όπλων του ΕΛΑΣ
9 που διευκόλυνε τα σχέδια του αγγλικού ιμπεριαλισμού και της αστικής τάξης για γενικότερη αλλαγή του συσχετισμού δύναμης.
Στη μεταβαρκιζιανή περίοδο, οι συλλήψεις και εκτοπίσεις λαϊκών αγωνιστών, οι ξυλοδαρμοί και οι δολοφονίες, οι βιασμοί και τα πλιάτσικα βρισκόντουσαν στην ημερήσια διάταξη.10

Αστική, οπορτουνιστική και προλεταριακή κριτική
για την επιδίωξη της εξουσίας από το ΕΑΜ
Τα τελευταία χρόνια στο προσκήνιο της αστικής ιστοριογραφίας έχει παρουσιαστεί μια αναμόχλευση των πιο χυδαίων εκδοχών που επικράτησαν αμέσως μετά από την ήττα του ΔΣΕ.

Σειρά ιστοριογράφων (Καλύβας, Μαραντζίδης κλπ.), αποτελώντας το προκεχωρημένο φυλάκιο της αστικής ιστοριογραφίας, παρουσιάζουν τις σοσιαλδημοκρατικές και οπορτουνιστικές προσεγγίσεις της ιστοριογραφίας από τη μεταπολίτευση μέχρι τις μέρες μας ως την κυρίαρχη και συνάμα μη αντικειμενική ιστοριογραφία των ηττημένων του εμφυλίου πολέμου11
και μιλούν για την αναγκαιότητα αποκατάστασης μιας πολιτικά αχρωμάτιστης ιστορίας.12

Απώτερος σκοπός τους είναι να ισχυριστούν την ύπαρξη κρυφού σχεδίου του ΚΚΕ για την κατάληψη της εξουσίας13, μέρος του οποίου ήταν η διάπραξη εγκλημάτων από το ΚΚΕ και το ΕΑΜ - ΕΛΑΣ εναντίον των πολιτικών τους αντιπάλων και του πληθυσμού.14
Με αυτό τον τρόπο δικαιολογούν τα εγκλήματα του αγγλικού και στη συνέχεια του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και της ελληνικής αστικής τάξης ως απαραίτητες συνέπειες του αγώνα για τη διάσωση της δημοκρατίας και της ελευθερίας έναντι του ολοκληρωτισμού.

Πολύ περισσότερο μάλιστα, φτάνουν να αποδεχτούν ακόμα και τη δράση των συνεργαζόμενων με τους Γερμανούς Ταγμάτων Ασφαλείας, ως νόμιμη άμυνα των δημοκρατών πολιτών και άλλοτε ως μέσο εξευμενισμού του καταχτητή.15

Ως αντίπαλο δέος από την άλλη πλευρά παρουσιάζονται οι διάφοροι εκπρόσωποι της οπορτουνιστικής ιστοριογραφίας (Φλάισερ, Νικολακόπουλος κλπ.), οι οποίοι αξιολογούν θετικά την αδυναμία του ΚΚΕ να θέσει το ζήτημα της εξουσίας, μιας και ο αγώνας ήταν αντιφασιστικός16
και η επιδίωξη του Κόμματος θα έπρεπε να είναι η αστικοδημοκρατική εξέλιξη.17
Η προσέγγισή τους παρακάμπτει την όξυνση του ταξικού αγώνα με επίκεντρο την εξουσία και αναπαράγει την κλασική οπορτουνιστική ψευδαίσθηση περί της δυνατότητας ειρηνικής επίλυσης της ταξικής πάλης μέσα στα πλαίσια της αστικής δημοκρατίας.18

Οι δύο παραπάνω προσεγγίσεις είναι φανερό ότι από διαφορετικές πλευρές απορρίπτουν το δικαίωμα της εργατικής τάξης να καταχτήσει τη δική της εξουσία.
Η πρώτη στο όνομα των εγκλημάτων των κομμουνιστών και του κρυφού σχεδίου κατάλυσης της δημοκρατίας και η δεύτερη επικαλούμενη την απουσία της αναγκαιότητας κορύφωσης της ταξικής πάλης για την κατάχτηση της εξουσίας της εργατικής τάξης.


Ως συνέπεια, τοποθετούνται αντίστοιχα και για τη δράση του Νίκου Ζαχαριάδη την περίοδο που εξετάζουμε σε αυτό το κείμενο.
Οι μεν θεωρούν ότι ο Νίκος Ζαχαριάδης απλά ολοκλήρωσε ένα από τα πριν εκπονημένο σχέδιο, ενώ οι δε κριτικάρουν αυστηρά το Ζαχαριάδη επειδή ανέκοψε την πορεία της αστικοδημοκρατικής εξέλιξης.
Η προσέγγιση αυτού του κειμένου είναι εντελώς διαφορετική από τις προαναφερθείσες προσεγγίσεις της αστικής και οπορτουνιστικής ιστοριογραφίας, αφού κρίνεται ότι η ιδεολογική-πολιτική προετοιμασία, ώστε το ΚΚΕ να θέτει στο επίκεντρο της δραστηριότητάς του την ανάγκη κατάκτησης της εργατικής εξουσίας, αποτελεί το αποκρυστάλλωμα των συμπερασμάτων που καλείται να βγάλει από τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο.
Εξάλλου, το κατά πόσο ο Νίκος Ζαχαριάδης αντιλαμβανόταν ή προωθούσε την εκπλήρωση αυτής της ανάγκης, αποτελεί και το κριτήριο της αποτίμησής του από το παρόν κείμενο για τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο.

Ο ερχομός του Νίκου Ζαχαριάδη στην Ελλάδα


Οταν ο Νίκος Ζαχαριάδης έφτασε στην Ελλάδα (29 Μάη 1945), όπως ομολογούν ακόμα και όσοι του ασκούσαν στη συνέχεια σφοδρή κριτική, η κατάσταση ήταν πολύ άσχημη, με το κίνημα να βρίσκεται σε υποχώρηση:
«Οταν επέστρεψε στην Ελλάδα ο Ζαχαριάδης, υπήρχε μια βαθειά και εξαιρετικά επικίνδυνη κατάσταση. Το κύριο χαρακτηριστικό της ήταν ένας ακραίος μονόπλευρος εμφύλιος πόλεμος, για πλήρη συντριβή του γιγάντιου εαμικού κινήματος, ψοφοδεής αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης από την ηγεσία του ΚΚΕ και σχεδόν από όλο το Κόμμα. Αρα, υπήρχε κίνδυνος να δημιουργηθεί μια ραγιάδικη ψυχολογία υποταγής των πιο πλατιών λαϊκών μαζών»19.
Ο Ζαχαριάδης προσπάθησε να ανατρέψει αυτή τη διαμορφωμένη κατάσταση. Συστατικό στοιχείο αυτής της προσπάθειας ήταν η επιδίωξη αλλαγής του κλίματος της τρομοκράτησης του λαϊκού κινήματος, τονώνοντας το φρόνημά του και απαντώντας στους κρατικούς μηχανισμούς και στις «παρακρατικές» συμμορίες που είχε εξαπολύσει ο αγγλικός ιμπεριαλισμός και η αστική τάξη.

Με αυτό τον προσανατολισμό εισηγήθηκε τη δραστηριοποίηση των ομάδων λαϊκής αυτοάμυνας, οι οποίες και θα απαντούσαν στις επιθέσεις.20

Ακόμα, από τις πρώτες κιόλας εβδομάδες έπειτα από την επιστροφή του, δημιουργήθηκαν μαζικές ομάδες που έκαναν δημόσια διακίνηση του «Ριζοσπάστη» και οι οποίες απαντούσαν με αποτελεσματικότητα στα χτυπήματα των «παρακρατικών» συμμοριών.

Παράλληλα, προωθήθηκε η ανασυγκρότηση του Κόμματος σε συνθήκες ήττας μέσα από την ανασύσταση των παράνομων κομματικών οργανώσεων.21
Το δεύτερο στοιχείο ανασύνταξης του λαϊκού κινήματος αυτής της περιόδου υπήρξε η επιτυχημένη δραστηριότητα του ΚΚΕ σε όλες τις μαζικές οργανώσεις.

Ο Εργατοϋπαλληλικός Αντιφασιστικός Συνασπισμός (ΕΡΓ.Α.Σ.) θα λάβει την απόλυτη πλειοψηφία στο συνέδριο της ΓΣΕΕ (71%) και γενικός γραμματέας της θα αναδειχθεί ο Μήτσος Παπαρήγας.

Παρόμοια, κατακτήθηκε η πλειοψηφία στη Γενική Συνομοσπονδία Αγροτικών Συνεταιρισμών και αυξήθηκε η δύναμη του ΚΚΕ στους εμποροβιοτέχνες. Την ίδια περίοδο, ανασυστήθηκε το ΕΑΜ ως συνασπισμός κομμάτων και η ΕΠΟΝ, ενώ δημιουργήθηκαν Δημοκρατικοί Σύλλογοι σε κάθε γειτονιά, σύλλογοι νεολαίας, γυναικών και ιδρύθηκε η Πανελλήνια Ομοσπονδία Γυναικών (ΠΟΓ).
Η σχεδιασμένη πολιτική δράση του Κόμματος άρχισε να επανασυσπειρώνει την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα, απαντώντας στις εντεινόμενες επιχειρήσεις τρομοκράτησης.
Το σύνολο της παραπάνω δράσης είχε τη σφραγίδα της συνεισφοράς του Νίκου Ζαχαριάδη, όπως εξάλλου και η προσπάθεια αντιπαράθεσης μιας κομμουνιστικής στρατηγικής στα σχέδια του αγγλικού ιμπεριαλισμού και της αστικής τάξης, που θεωρούσε ασυμβίβαστη την ευημερία της εργατικής τάξης με τη διαιώνιση των συμφερόντων του κεφαλαίου:
«Αποκατάσταση της καταστραμμένης οικονομίας του τόπου και ανασυγκρότησή της είναι αδύνατη, όταν αυτή επιδιώκεται σε βάρος των εργαζομένων. Στην κατάσταση που φτάσαμε είναι αδύνατο να σηκώσουμε τον τόπο και την οικονομία του, αν δεν στηρίξουμε τη σχετική προσπάθεια στην οικονομική ανακούφιση των εργατών, των ανέργων, των υπαλλήλων, δημόσιων και ιδιωτικών, των επαγγελματιών και βιοτεχνών, στην εξυγίανση των οικονομικών της αγροτιάς. Αν δεν ξεκινήσουμε από το πολύτιμο κεφάλαιο της πατρίδας, τους εργαζόμενους, τη χρησιμοποίηση της εργασίας του έλληνα αγρότη, εργάτη, βιοτέχνη, επαγγελματία και διανοούμενου, την αύξηση σταθερά της αγοραστικής τους δύναμης. Η πλουτοκρατική ολιγαρχία, που μόνο γδέρνει λαό και τόπο, είναι ανίκανη, δεν μπορεί. Και δεν θέλει μια τέτοια πολιτική ανόρθωσης. Γι’ αυτό, όσο μένει στην αρχή, θα οδηγεί την Ελλάδα από το κακό στο χειρότερο, στην πλέρια καταστροφή»22.
Πολύ περισσότερο το ΚΚΕ αυτή την περίοδο καλεί τον ελληνικό λαό σε πάλη με όλα τα μέσα για την υπεράσπιση αυτής της πολιτικής γραμμής:
«Οι εκμεταλλευτές που μας έφεραν στα χάλια αυτά βλέπουν το λαϊκό φούντωμα και γι’ αυτό και ολοκληρώνουν την τρομοκρατική τους οργάνωση και δράση. Ν’ αποφασίσουμε πρέπει κι’ εμείς. Οι αποφάσεις που θα πάρουμε εδώ σήμερα θα είναι το ίδιο αποφασιστικές και ιστορικές για το μέλλον της Ελλάδας, σαν κι’ εκείνες που πάρθηκαν πριν 4 ακριβώς χρόνια εδώ στην Αθήνα, όταν το εγερτήριο σάλπισμα του ΕΑΜ καλούσε το Λαό στον ένοπλο αγώνα ενάντια στον χιτλεροφασίστα κατακτητή»23 .
Ωστόσο, το 7ο συνέδριο του Κόμματος (1945) δεν μπόρεσε να βγάλει ουσιώδη συμπεράσματα από την ΕΑΜική δράση και να εξηγήσει τα αίτια των λαθών, που πρωταρχικά οφείλονταν στην απουσία επεξεργασμένης στρατηγικής και πάλης για την εργατική εξουσία.

Ως αποτέλεσμα, αν και σωστά διέκρινε το ταξικό υπόβαθρο της πολιτικής και στρατιωτικής διαμάχης μετά την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων, την ίδια στιγμή συνέχιζε να διατρανώνει την πίστη του στην πραγματοποίηση των ελεύθερων δημοκρατικών εκλογών, προεκτείνοντας την παραπάνω αδυναμία.24

Φυσικά, για αυτές τις ελλείψεις, οι ευθύνες σε καμιά περίπτωση δε βαραίνουν αποκλειστικά το Νίκο Ζαχαριάδη, αν και συνεχίζει να φέρει την πρώτη ευθύνη ως ο ηγέτης του Κόμματος.

Εξίσου σημαντική ήταν η επίδραση της αδυναμίας του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος να διαμορφώσει μια επαναστατική στρατηγική για τη μετατροπή του αντιφασιστικού αγώνα σε επανάσταση για την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας.25

Ομως, σε καμιά περίπτωση οι προαναφερθείσες ελλείψεις δεν οδήγησαν το ΚΚΕ στην ενσωμάτωση στα πλαίσια της μεταπολεμικής αστικής ανασυγκρότησης, σε αντίθεση με πολλά κομμουνιστικά κόμματα στη Δυτική Ευρώπη.26

Το ΚΚΕ παρενέβη έστω και με καθυστέρηση σε συνθήκες οξυμένης ταξικής πάλης, η οποία συνέβαινε αντικειμενικά και πέρα από τις ιδεολογικές-πολιτικές του επεξεργασίες.

Οι εκλογές στις 31 Μάρτη 1946 και η αποχή

Αυτός ο ρόλος του ΚΚΕ στη διαδικασία της αντικειμενικά οξυμένης ταξικής πάλης είναι που όλα αυτά τα χρόνια συγκέντρωσε την οξεία κριτική των αντιπάλων του.
Η επιλογή της ρήξης με την αστική εξουσία είναι αυτή που συκοφαντείται, με τα πυρά να συγκεντρώνονται στο Νίκο Ζαχαριάδη.

Ενα από τα διαχρονικά επίκεντρα αυτής της κριτικής είναι η απόφαση για την αποχή από τις εκλογές του 1946.27

Οι επικριτές του ΚΚΕ, παραβλέποντας το πραγματικό πρόβλημα στην πολιτική του, δηλαδή τη μη τοποθέτηση του ζητήματος της εξουσίας ως άμεσου πολιτικού καθήκοντος και άρα τη μη σύνδεση της αποχής με τη γενίκευση της ένοπλης πάλης, θεωρούν ως μέγα πολιτικό λάθος την αποχή από τις εκλογές του 1946.

Μάλιστα στους ισχυρισμούς τους παρατηρείται το παράδοξο ότι όσοι στο μέλλον κατηγόρησαν την ηγεσία του ΚΚΕ για «άκριτο φιλοσοβιετισμό», αναφορικά με τις εκλογές του 1946 εγκαλούν το Νίκο Ζαχαριάδη γιατί δε συμφώνησε με την άποψη της σοβιετικής ηγεσίας για συμμετοχή στις εκλογές.28

Συνοπτικά θα μπορούσαμε να επισημάνουμε ότι η καταγγελία εναντίον του Νίκου Ζαχαριάδη και γενικότερα της ηγεσίας του ΚΚΕ αναφορικά με την αποχή από τις εκλογές του Μάρτη του 1946 είναι πέρα για πέρα αβάσιμη για μια σειρά από λόγους. Καταρχήν, όσοι μιλούν για το μέγα λάθος του ΚΚΕ, δεν ασκούν κριτική στην παρόμοια απόφαση που υιοθέτησε η ΚΕ του ΕΑΜ29
όπως αποδεικνύεται και από την ομιλία του προέδρου του ΣΚ-ΕΛΔ στη Θεσσαλονίκη μια βδομάδα πριν από τις εκλογές30)
και στηριζόταν στην ανυπαρξία προϋποθέσεων για τη διεξαγωγή αδιάβλητων εκλογών.
Επίσης, αμφισβήτηση της δυνατότητας πραγματοποίησης αδιάβλητων εκλογών εκφράστηκε έμπρακτα ακόμα και από υπουργούς31 της κυβέρνησης Σοφούλη, που ακολούθησαν τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Γιώργο Καφαντάρη στο δρόμο της παραίτησης.32
Το σημαντικότερο όμως είναι ότι η εκλογική διαδικασία κάθε άλλο παρά διέψευσε αυτούς τους φόβους.33

Ας παραμερίσουμε προσωρινά όμως την εξέταση των γεγονότων της περιόδου, προκειμένου να μπούμε στον πυρήνα της λογικής της κριτικής απέναντι στο Νίκο Ζαχαριάδη και το ΚΚΕ.
Οι εκλογές του 1946 χαρακτηρίστηκαν από αστικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις ως η μεγάλη ευκαιρία ώστε το ΚΚΕ να διαδραματίσει ουσιαστικό ρόλο -όπως λένε- στο μεταπολεμικό αστικό πολιτικό σκηνικό.
Για να στηρίξουν το σκεπτικό τους επικαλούνται τη συμμετοχή των κομμουνιστικών κομμάτων στις κυβερνήσεις Εθνικής Ενότητας34,
που σχηματίστηκαν σε σειρά από χώρες της δυτικής Ευρώπης και που βοήθησαν στην αποκατάσταση της σταθερότητας της εξουσίας του κεφαλαίου,
όπως και στον ισχυρισμό ότι μια πιθανή συνεργασία με το λεγόμενο «Κέντρο» θα μπορούσε να αποκόψει τη λεγόμενη «Δεξιά» από το μονοπώλιο της εξουσίας.35
Ωστόσο, μια τέτοια προσέγγιση «ξεχνά» την κοινή ταξική ταυτότητα «Δεξιάς» - «Κέντρου», που αποδείχθηκε τόσο από τη δραστηριότητα του Γεωργίου Παπανδρέου που στο όνομα της λαοκρατίας ξεκίνησε τα Δεκεμβριανά36,
όσο και από το ρόλο των μετεμφυλιακών κυβερνήσεων του «Κέντρου»37.
Από την άλλη πλευρά δεν παίρνεται υπ’ όψη -συνειδητά ή όχι είναι αδιάφορο- ότι παρέμενε ο στόχος του αγγλικού ιμπεριαλισμού και της ελληνικής αστικής τάξης να αλλάξει τελείως ο συσχετισμός δυνάμεων σε βάρος του ΚΚΕ και του ΕΑΜ.
Απόδειξη ήταν η συνέχιση του οργίου τρομοκρατίας ένα χρόνο έπειτα από την υπογραφή της συμφωνίας της Βάρκιζας.
Ειδικότερα, οι οπορτουνιστικές δυνάμεις που δρούσαν και στο εσωτερικό του Κόμματος δεν άσκησαν κριτική στην αποχή με τη λογική της ανάγκης διάδοσης των θέσεων του ΚΚΕ για πάλη με όλα τα μέσα, όπως έκανε αργότερα η 3η Συνδιάσκεψη38 του Κόμματος (1950).
Αντίθετα, η κριτική τους συνιστούσε την προϋπόθεση της διατύπωσης του «ειρηνικού, δημοκρατικού δρόμου προς το σοσιαλισμό».
Επρόκειτο στην ουσία για την προώθηση μιας ρεφορμιστικής στρατηγικής στο κομμουνιστικό κίνημα, η οποία δε στηριζόταν στις ειδικές συνθήκες της μεταπολεμικής Ελλάδας (όπως υποστηρίζουν πολλοί από τους εισηγητές της),
αλλά θεωρούσε ότι η ταξική πάλη στις σύγχρονες συνθήκες θα πρέπει να διεξάγεται μέσα στα πλαίσια του αστικού κοινοβουλευτισμού, απαλλαγμένη από τη χρήση της επαναστατικής βίας.
Αυτό αποδεικνύεται και από την πολιτική θεωρία και πρακτική όσων πρωταγωνίστησαν στην κριτική για την αποχή από τις εκλογές του 1946 και αργότερα (1968) πρωτοστάτησαν στην ίδρυση του λεγόμενου «ΚΚΕ Εσωτερικού».

Οι δυνάμεις λοιπόν που κατηγόρησαν το Νίκο Ζαχαριάδη ότι αθέτησε τις αποφάσεις της 2ης Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ, προχωρώντας στον εμφύλιο πόλεμο, παραγνωρίζουν ότι η όξυνση των κοινωνικοπολιτικών αντιθέσεων ήταν εκρηκτική, διότι οι απόντες του αντιστασιακού αγώνα -σε σύμπνοια με τους συνεργάτες των Γερμανών- επιτίθονταν, ενώ ο λαός που είχε ματώσει με την ελπίδα των καλύτερων ημερών, έβλεπε τα όνειρά του να τσακίζονται. Χιλιάδες από τους πρωταγωνιστές της ΕΑΜικής αντίστασης είχαν καταφύγει στα βουνά, προκειμένου να μπορέσουν να επιβιώσουν.

Η 2η ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ (Φλεβάρης 1946)


Στις αρχές του 1946, όπως περιέγραψε και αργότερα ο Νίκος Ζαχαριάδης, έμπαινε μπροστά στο ΚΚΕ και σε ολόκληρο το εργατικό και λαϊκό κίνημα το εξής δίλημμα:
Υποταγή στις αξιώσεις του αγγλικού ιμπεριαλισμού και της αστικής τάξης ή κλιμάκωση της πάλης της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων με όλα τα μέσα.
Ρήξη ή υποταγή.39
Πριν τη διεξαγωγή της 2ης Ολομέλειας (Γενάρης 1946), αντιπροσωπεία του ΚΚΕ συναντήθηκε με ηγετικά στελέχη του ΚΚΣΕ και με το ΓΓ της ΚΕ του ΚΚ Μεγάλης Βρετανίας, προκειμένου να εκθέσει την κατάσταση στην Ελλάδα και να συζητήσει τη στάση τους σε ενδεχόμενη ένοπλη αντιπαράθεση με τον αγγλικό ιμπεριαλισμό και την αστική τάξη.
Το ΚΚΣΕ, όπως και το ΚΚΕ, δεν ήταν υπέρμαχο ενός γενικευμένου πολέμου και το ΚΚ Μεγάλης Βρετανίας πίστευε ότι μια τέτοια εξέλιξη θα οδηγούσε στην περαιτέρω όξυνση των σχέσεων ΕΣΣΔ - Αγγλίας.40
Σε αυτή τη γραμμή προσχώρησε και το ΚΚΕ. Πάντως είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι ο Δημήτρης Παρτσαλίδης (τότε μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, ο οποίος συμμετείχε στην αντιπροσωπεία του Κόμματος και στη συνέχεια κατηγόρησε το Νίκο Ζαχαριάδη διότι δε συμμορφώθηκε με τη συμβουλή των Σοβιετικών για συμμετοχή στις εκλογές)
την περίοδο πριν τη 2η Ολομέλεια πίστευε -όπως ομολόγησε αργότερα ο ίδιος- ότι η ένοπλη αντιπαράθεση ήταν αναπότρεπτη41.
Η 2η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, που συνήλθε στην πρώτη επέτειο από τη συμφωνία της Βάρκιζας, αν και διατηρούσε την αντίληψη της πίεσης για δημοκρατική εξέλιξη και ελεύθερες εκλογές, ταυτόχρονα προωθούσε και την προοπτική του ένοπλου αγώνα, ως γενίκευση της μαζικής λαϊκής αυτοάμυνας.42
Στο σκεπτικό της απόφασης εκφράζονται οι άλυτες αντιφάσεις της ιδεολογικής-πολιτικής επεξεργασίας του Κόμματος και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος.
Αποκρυστάλλωμα αυτών των αντιφάσεων και των προστριβών είναι το γεγονός ότι δεν έχει βρεθεί ακόμα τι εξέφραζαν τα αποσιωπητικά στο άρθρο 4 της απόφασης, με διάφορες ερμηνείες για το υπονοούμενο διεξαγωγής ένοπλου αγώνα.
Στη 2η Ολομέλεια η ΚΕ πήρε απόφαση για κλιμάκωση της ένοπλης πάλης, αφήνοντας παράλληλα ανοιχτή την πόρτα της δημοκρατικής εξέλιξης και υπό αυτή την έννοια ακολούθησε μια πολιτική «βλέποντας και κάνοντας», όπως διαφαίνεται και από την τοποθέτηση του Νίκου Ζαχαριάδη στην 7η Πλατιά Ολομέλεια του 1957:
«Τι έγινε σύντροφοι, στη 2η Ολομέλεια; […] εκδηλώθηκαν οι εξής απόψεις: από τη μια μεριά έλεγαν, να πάμε μόνο ειρηνικά, η άλλη άποψη των στρατιωτικών ήταν να πάμε μόνο με τα όπλα. Και η ολομέλεια αποφάσισε παραπέρα ανάπτυξη, (διαλογική συζήτηση), προοδευτική ανάπτυξη του κινήματος, με ενίσχυση των ομάδων καταδιωκόμενων για το προοδευτικό πέρασμα στον παρτιζάνικο αγώνα, στην ένοπλη αντίσταση»43.
Ο Νίκος Ζαχαριάδης με καθυστέρηση προώθησε σε πρακτικό επίπεδο την ένοπλη πάλη, ενδεχομένως γιατί υφίστατο τα όρια των αντιφάσεων της πολιτικής του Κόμματος και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος και με αυτή την έννοια, δεν προσανατόλισε πιο γρήγορα και επιτυχημένα την επαναστατική πάλη του Κόμματος.

Σε αυτή την αδυναμία συνέβαλε και το γεγονός ότι στη διάρκεια του 7ου Συνεδρίου δεν έθεσε ζήτημα αποφασιστικής αλλαγής του τμήματος των στελεχών που ευθυνόταν για τα σοβαρά πολιτικά λάθη της περιόδου 1941-44.
Κατά συνέπεια, μια αντικειμενική κριτική της περιόδου οφείλει να εκκινεί από την αντίφαση ανάμεσα στην απόφαση για την αναγκαιότητα του ένοπλου αγώνα και στην έλλειψη κριτικής και συμπερασμάτων για τη μέχρι τότε ακολουθούμενη στρατηγική.
Η προσπάθεια αντιμετώπισης αυτής της έλλειψης θα συντελούσε στο να προσδιοριστεί με σαφήνεια ο στρατηγικός στόχος της εργατικής εξουσίας, η ανάλογη πολιτική συμμαχιών, τα μέτρα για την οργάνωση του λαϊκού κινήματος, το γρήγορο πέρασμα στην ένοπλη πάλη, το επιχειρησιακό σχέδιο του ένοπλου αγώνα κ.ά.
Το λάθος λοιπόν δεν είναι η αποχή από τις εκλογές,
αλλά το πώς αυτή συναρθρώθηκε με τη συνολική στρατηγική του Κόμματος και το γρήγορο πέρασμα στον αγώνα του ΔΣΕ.
Οι αντίπαλες δυνάμεις όμως, που άσκησαν κριτική στη συνέχεια στο Νίκο Ζαχαριάδη και στην ηγεσία του ΚΚΕ, δεν κινήθηκαν σε αυτή την κατεύθυνση, αλλά στην ακριβώς αντίθετη, θέλοντας να προβάλουν τον ένοπλο αγώνα ως μια αδιέξοδη πάλη.
Κατά συνέπεια να τον συκοφαντήσουν ιστορικά και μέσω της συκοφαντίας να δικαιώσουν την αστική πολιτική, εκείνη ακριβώς που βλέπουμε και σήμερα να σαρώνει δικαιώματα, φορτώνοντας στο λαό την κρίση του κεφαλαίου.

Η έναρξη του ταξικού εμφυλίου πολέμουκαι τα πρώτα αποτελέσματα


Η 31η Μάρτη 1946, οπότε ομάδα ένοπλων καταδιωκόμενων αγωνιστών επιτέθηκε τα ξημερώματα της μέρας διεξαγωγής των εκλογών στο σταθμό Χωροφυλακής του Λιτόχωρου Πιερίας, αποτελεί την ημερομηνία έναρξης του αγώνα του ΔΣΕ.44
Αυτή η ημερομηνία δεν αποτέλεσε απλά σταθμό για το ΚΚΕ, αλλά και για τους εκπροσώπους της αστικής τάξης.45
Μέχρι το καλοκαίρι του 1946 οι αντάρτες συγκροτούνται σε μικρές ομάδες και μόλις στις 28 Οκτώβρη του 1946 συγκροτήθηκε το Γενικό Αρχηγείο Ανταρτών.46
Ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας (ΔΣΕ) μπόρεσε να προχωρήσει σε μια σειρά από στρατιωτικές επιτυχίες το διάστημα που ακολούθησε την επίθεση στο Λιτόχωρο, οι οποίες ανάμεσα στα άλλα αποδεικνύουν ότι δεν είχε ολοκληρωθεί η ανασυγκρότηση του αστικού κράτους και πως ο αγγλικός ιμπεριαλισμός και οι δυνάμεις της αστικής τάξης δεν ήταν αήττητες.47
Οι αστικές δυνάμεις αντέδρασαν με ταχύτητα.
Από τον Ιούνη του 1946 τέθηκε σε εφαρμογή το Γ΄ Ψήφισμα, το οποίο ανάμεσα στα άλλα προέβλεπε την απαγόρευση των απεργιών, την παροχή άδειας στην αστυνομία για επιβολή απαγόρευσης της κυκλοφορίας, την πραγματοποίηση ερευνών στα σπίτια χωρίς την απαίτηση εντάλματος, ενώ παράλληλα θέσπιζε και την ποινή του θανάτου.48

Ωστόσο, ο αγγλικός ιμπεριαλισμός δεν είχε τη δύναμη να συνεχίσει την άμεση στρατιωτική στήριξη του ανασυσταθέντος αστικού κράτους και δρομολόγησε την απεμπλοκή του, θέτοντας το ζήτημα της διαδοχής του στις ΗΠΑ το Φλεβάρη του 1947, ένα σχεδόν χρόνο έπειτα από την επίθεση στο Λιτόχωρο.
Ο αγγλικός ιμπεριαλισμός είχε βγει οικονομικά πληγωμένος από το Β΄ Παγκόσμιο Ιμπεριαλιστικό Πόλεμο, χάνοντας την ηγεμονία του ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου.49
Η καταστολή του κινήματος στην Ελλάδα αποτελούσε ουσιαστικά μια ακόμα επιβάρυνση για τα οικονομικά του και μάλιστα σε μια περίοδο που άρχισαν να φουντώνουν τα αντιαποικιοκρατικά κινήματα σε μια σειρά αγγλικές αποικίες
Η αποχώρηση του αγγλικού ιμπεριαλισμού απέδειξε ότι δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει έναν ανοιχτό πόλεμο και κατά συνέπεια αναδείκνυε ακόμα περισσότερο τη σημασία των λαθών το Δεκέμβρη του 1944, όπως και τις δυνατότητες μιας ένοπλης πάλης, προσανατολισμένης στην άμεση κατάκτηση της εξουσίας κατά τη διάρκεια του πρώτου χρόνου της δράσης του ΔΣΕ.

Η ανάληψη αρχικά της οικονομικής ευθύνης και μετέπειτα και της στρατιωτικής διοίκησης από την πλευρά του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού δυσχέραινε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες διεξαγόταν η πάλη από την πλευρά του ΚΚΕ και του ΔΣΕ.

Στις 12 Μάρτη του 1947 ο Αμερικανός πρόεδρος Τρούμαν ανακοίνωσε το δόγμα του, το οποίο εστίαζε στην οικονομική βοήθεια 400 εκατομμυρίων δολαρίων προς την Ελλάδα και προς την Τουρκία, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος του κομμουνισμού.50
Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας παράδοσης - παραλαβής ανάμεσα στον αγγλικό και τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό οξύνθηκαν οι πολιτικές διώξεις.
Ετσι η κυβέρνηση Μάξιμου (η οποία σχηματίστηκε με τις ευλογίες των ΗΠΑ) προχώρησε στην ίδρυση τριών στρατοπέδων συγκέντρωσης στο Τρίκερι, τη Γιούρα και τη Μακρόνησο το Φλεβάρη του 1947.
Τα επόμενα χρόνια χιλιάδες και χιλιάδες από τους πρωτοπόρους αγωνιστές εξορίστηκαν στα ξερονήσια.51
Από τις αρχές δε του 1947 άρχισαν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην ύπαιθρο, οι οποίες ανάμεσα στα άλλα περιλάμβαναν την εκτόπιση ολόκληρων χωριών, προκειμένου να αποστερηθεί ο ΔΣΕ από κάθε στήριγμα.52
Στις καθαρά στρατιωτικές επιχειρήσεις ο ΔΣΕ, αν και σε καμιά περίπτωση δε διαλύθηκε όπως επιδίωκαν οι αντίπαλοί του, ήταν η πρώτη φορά από το Μάρτη του 1946 που κατέγραψε όχι ευκαταφρόνητες απώλειες.53
Βέβαια την ίδια περίοδο ο ΔΣΕ επέκτεινε τη δράση του και μάλιστα από το Μάρτη του 1947 έχει κατορθώσει να ανοίξει και δεύτερο μέτωπο στον αστικό στρατό και τον αγγλοαμερικάνικο ιμπεριαλισμό, συγκροτώντας το Αρχηγείο του ΔΣΕ στην Πελοπόννησο.54
Τους μήνες που ακολούθησαν, ο ΔΣ Πελοποννήσου επέφερε σημαντικά πλήγματα στις δυνάμεις του κυβερνητικού στρατού, απελευθερώνοντας ορισμένες ορεινές περιοχές της Πελοποννήσου και αναγκάζοντας την κυβέρνηση να προχωρήσει σε αναδιάταξη των δυνάμεων του στρατού.55
Παράλληλα εντάθηκαν οι επιχειρήσεις στη Ρούμελη56 και στη Θεσσαλία.
Στα μέσα Απρίλη του 1947 ο επικεφαλής του ΔΣΕ Μάρκος Βαφειάδης θα λάβει από το Νίκο Ζαχαριάδη μια σειρά κατευθύνσεις σε σχέση με το ρόλο και το σκοπό του ΔΣΕ.
Στο κείμενο τονιζότανανάμεσα στα άλλα η ανάγκη ο ΔΣΕ να παγιώσει την κυριαρχία του στις απελευθερωμένες περιοχές και η νέα λαϊκή εξουσία να εκφράζεται σε αυτές.57
Τον Ιούνη του 1947 ο Μιλτιάδης Πορφυρογένης, μέλος του ΠΓ της ΚΕ του Κόμματος, μιλώντας στο Στρασβούργο στο συνέδριο του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, επισήμανε ότι οι ακούραστες προσπάθειες του ΕΑΜ για συμβιβασμό δεν έφεραν αποτέλεσμα και κατά συνέπεια η μόνη διέξοδος θα μπορούσε να προκύψει από την ανάπτυξη του ΔΣΕ και τη δημιουργία μιας κυβέρνησης στις απελευθερωμένες περιοχές, δίχως
να αποκλειόταν -τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο- ένας συμβιβασμός:
«Για ένα τέτοιο πράγμα υπήρχαν και υπάρχουν και σήμερα ακόμη περισσότερο όλες οι απαραίτητες αντικειμενικές, στρατιωτικές, πολεμικές, ηθικές, ψυχολογικές, μα και γεωγραφικές προϋποθέσεις.
Αν προς την κατεύθυνση αυτή είμαστε ακόμη κάπως διστακτικοί, είναι, γιατί η δύναμη της λαϊκής πλειοψηφίας και της εμπιστοσύνης που μας έχει ο λαός, μας επιτρέπουν να κάνουμε υποχωρήσεις δημοκρατικές και να εξαντλούμε και την παραμικρή δυνατότητα.
Από την άλλη μεριά [όμως] γίνεται ολοένα και περισσότερο φανερό, ότι η αδιαλλαξία της αντίδρασης, ξένης και ντόπιας, δεν βρίσκει δισταγμούς και αναγκαστικά το υπέρτατο συμφέρον της Δημοκρατίας και της Εθνικής Ανεξαρτησίας φέρνει τη δημιουργία Λεύτερης Ελλάδας με δική της Κυβέρνηση»58.
Ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός και ο αστικός πολιτικός κόσμος αντιλήφθηκαν τη σημασία αυτής της νέας στάσης του ΚΚΕ και γι’ αυτό στο επόμενο διάστημα προχώρησαν σε ένα πογκρόμ χιλιάδων συλλήψεων, το οποίο κατέληξε με την απαγόρευση των εφημερίδων «Ριζοσπάστης» και «Ελεύθερη Ελλάδα» τον Οκτώβρη της ίδιας χρονιάς.59

Η οργισμένη αντίδραση του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και της αστικής τάξης χρησιμοποιείται ως και σήμερα ως δείγμα της καταστροφικής πολιτικής που ακολούθησε το ΚΚΕ υπό την ηγεσία του Νίκου Ζαχαριάδη.
Η επίκληση της βίαιης αντίδρασης των εκμεταλλευτών σε κάθε απόπειρα των εκμεταλλευόμενων να διεκδικήσουν τη δική τους εξουσία χρησιμοποιείται σε αυτή την περίπτωση όχι ως απόδειξη της ανάγκης για πολιτική ωριμότητα και ολοκληρωμένο σχέδιο για την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου, αλλά ως κάλεσμα για τη μοιρολατρική αποδοχή της εκμετάλλευσης από την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα.

Η ένταση της στρατιωτικής αντιπαράθεσης

Το Σεπτέμβρη του 1947 συνήλθε η 3η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ (με ένα κλιμάκιό της να συνεδριάζει στη Γιουγκοσλαβία ή την Αλβανία και το άλλο στην Αθήνα).
Η Ολομέλεια πήρε την απόφαση να εντοπίσει την πάλη του ΔΣΕ στην απελευθέρωση της Μακεδονίας και της Θράκης, να εγκαταστήσει Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση στη Θεσσαλονίκη και να προχωρήσει στον τριπλασιασμό των δυνάμεων του ΔΣΕ μέχρι την άνοιξη του 1948.
Η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση συγκροτήθηκε στα τέλη Δεκέμβρη του 1947.60
Η συγκρότησή της οδήγησε και στην τυπική απαγόρευση του ΚΚΕ και του ΕΑΜ,61
στην ένταση των συλλήψεων και των θανατώσεων από τα έκτακτα στρατοδικεία, ενώ οι ΗΠΑ απέστειλαν το Φλεβάρη του 1948 πλειάδα στρατιωτικών συμβούλων υπό το στρατηγό Βαν Φλιτ, οι οποίοι αναμείχθηκαν ενεργά στις επιχειρήσεις ενάντια στο ΔΣΕ (ενώ ευθύνονται και για τη χρησιμοποίηση των εμπρηστικών βομβών ναπάλμ62).

Στις αρχές του 1948 πραγματοποιήθηκε μια πληθώρα επιχειρήσεων που αποσκοπούσαν στην επέκταση των απελευθερωμένων εδαφών και στην επίλυση του ζητήματος των στρατολογιών που εντεινόταν έπειτα από τη βίαιη μετακίνηση 700.000 ανθρώπων στην ύπαιθρο και την αύξηση της τρομοκρατίας στις πόλεις.

Ο κυβερνητικός στρατός αποσκοπούσε όλο και περισσότερο στην απομόνωση των τμημάτων του ΔΣΕ στην υπόλοιπη χώρα και στην κατά μέτωπο επίθεση στην κύρια δύναμη του ΔΣΕ στο Γράμμο και στο Βίτσι.

Ετσι στις 14 Ιούνη άρχισε η επίθεση στο Γράμμο που κράτησε 72 ολόκληρες μέρες και τελείωσε με τον ελιγμό του ΔΣΕ προς το Βίτσι (20-21 Αυγούστου 1948)63.
Τις ημέρες της μάχης του Γράμμου συνήλθε η 4η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ (Ιούλης 1948), στην οποία εκφράστηκε η αισιοδοξία αναφορικά με τη νίκη του ΔΣΕ στο Γράμμο-Βίτσι και συνολικά στη χώρα.
Επίσης καταδίκαζε τις απόψεις της Ενωσης Κομμουνιστών Γιουγκοσλαβίας, η οποία είχε έρθει σε ρήξη με την Κομινφόρμ.64
Η ρήξη της Ενωσης Κομμουνιστών Γιουγκοσλαβίας με την Κομινφόρμ οδήγησε και σε αλλαγή της στάσης της Γιουγκοσλαβίας απέναντι στο ΔΣΕ, δυσχεραίνοντας ακόμα περισσότερο τον αρνητικό συσχετισμό δύναμης, ο οποίος είχε διαμορφωθεί.

Ο ΔΣΕ θα μπορούσε να έχει πια καλυμμένα τα νώτα του αποκλειστικά από την πλευρά των συνόρων της Αλβανίας, όσον αφορά τον κύριο όγκο των δυνάμεών του που κινούνταν στη Βόρεια Πίνδο.
Ακόμα περισσότερο πλέον δε θα μπορούσε να προσδοκά σε καμιά βοήθεια από την πλευρά της Ενωσης Κομμουνιστών Γιουγκοσλαβίας.

Ομως οι αποφάσεις της 4ης Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ έμειναν γνωστές και για μια σειρά από άλλους λόγους. Η ηγεσία του Κόμματος και ο Νίκος Ζαχαριάδης κατηγορήθηκαν ότι αγνοούσαν τη διαμορφωμένη κατάσταση και κατά συνέπεια διατύπωναν θέσεις περί ήττας του μοναρχοφασισμού στο Γράμμο - Βίτσι που ουδεμία σχέση είχαν με την εκτίμηση του πραγματικού συσχετισμού δυνάμεων.

Είναι αλήθεια πως μια επισκόπηση των κατοπινών εξελίξεων θα μπορούσε να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι οι εκτιμήσεις της πολιτικής απόφασης της 4ης Ολομέλειας ήταν μάλλον υπεραισιόδοξες.

Ωστόσο, όπως εκτίμησε το ΚΚΕ τη δεκαετία του 1990:
«…μια πιο αντικειμενική προσέγγιση οφείλει ν’ αναγνωρίζει, ταυτόχρονα, ότι στην κρίσιμη φάση της εξέλιξης ενός σκληρού ταξικού αγώνα, που κρίνεται ακόμα και η επιβίωση - και όχι μόνο η νίκη - των λαϊκών επαναστατικών δυνάμεων, ακόμα και αν οι συσχετισμοί αλλάζουν δυσμενώς, ο αγώνας δεν μπορεί να δίδεται με ηττοπάθεια. Απαιτεί τη μέγιστη κινητοποίηση των δυνάμεων. 
Το συμπέρασμα αυτό είναι αποτέλεσμα της ιστορικής πείρας των εξεγέρσεων και επαναστάσεων των εκμεταλλευόμενων και καταπιεσμένων, από την εξέγερση των δούλων με επικεφαλής τον Σπάρτακο έως την προλεταριακή Παρισινή Κομμούνα»65.
Ακόμα, στη διάρκεια της 4ης Ολομέλειας φαίνεται να τέθηκε για πρώτη φορά από το Μάρκο Βαφειάδη το ζήτημα της ανάγκης μετατροπής του ΔΣΕ από τακτικό στρατό σε αντάρτικο.

Επειτα από την ολοκλήρωση της μάχης του Γράμμου ο Βαφειάδης απαλλάχθηκε από τα καθήκοντά του και στάλθηκε στην ΕΣΣΔ για ανάπαυση και ανάρρωση.
Εκεί παρέδωσε στο ΚΚΣΕ ένα γράμμα αναφορικά με την εξέλιξη του ενόπλου αγώνα στην Ελλάδα.
Το Νοέμβρη του 1948 έπειτα από την επιστροφή του στην Ελλάδα παρουσίασε και πάλι τις απόψεις του στο ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ.66
Αν και δεν είναι γνωστό κατά πόσο οι απόψεις που εξέφρασε στο ΠΓ ταυτίζονται με το γράμμα του προς το ΚΚΣΕ, είναι χαρακτηριστικό ότι τη θέση του για τη μετατροπή του ΔΣΕ από τακτικό σε αντάρτικο στρατό ο Βαφειάδης τη συνδύασε με την καταγγελία της αποχής από τις εκλογές του 1946.
Σχετικά με τη λογική της κριτικής σε σχέση με τις εκλογές του 1946 αναφερθήκαμε στις προηγούμενες σελίδες.
Το δίλημμα το οποίο έθεσε ο Μάρκος Βαφειάδης σε σχέση με τη φύση του ΔΣΕ ήταν πολιτικό και όχι τεχνικό, αφού ο ΔΣΕ -όπως και ο ΕΛΑΣ νωρίτερα- έδινε τόσο τακτικές όσο και αντάρτικες μάχες. Η προέκταση της πολιτικής λογικής του Μάρκου Βαφειάδη, όπως φανερώνεται και από τις θέσεις που πήρε αναφορικά με τις εκλογές του 1946, ήταν η επιστροφή στην ένταξη του αγώνα του ΔΣΕ στη χρεοκοπημένη προσπάθεια πίεσης απέναντι στην αστική τάξη και τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό για δημοκρατική εξομάλυνση.
Με αυτό τον τρόπο αμφισβητούσε ουσιαστικά το αν και κατά πόσο η πάλη του ΔΣΕ θα έπρεπε να κατευθύνεται στην ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου και στην οικοδόμηση μιας καινούριας εξουσίας.

Από την άλλη πλευρά η πολιτική λογική του Νίκου Ζαχαριάδη και συνολικότερα της ηγεσίας του ΚΚΕ απέρρεε από την εκτίμηση ότι η επιτυχία του αγώνα του ΔΣΕ ήταν ασύμβατη με τη διατήρηση της εξουσίας του κεφαλαίου.
Η εκτίμηση αυτή αποτυπώθηκε και στις αποφάσεις της 5ης Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ (Γενάρης του 1949). Σε αυτή αφενός καταδικάζονταν οι απόψεις του Μάρκου Βαφειάδη και ταυτόχρονα προσδιοριζόταν ο χαρακτήρας της επανάστασης στην Ελλάδα ως σοσιαλιστικός.67
Η 5η Ολομέλεια καλούσε επίσης το ΔΣ Πελοποννήσου να εντείνει τη δράση του, δημιουργώντας ένα πραγματικά δεύτερο μέτωπο για τον κυβερνητικό στρατό και τις δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού σε Ρούμελη και Θεσσαλία να προξενήσουν όσο το δυνατό περισσότερες φθορές στον κυβερνητικό στρατό.68
Ωστόσο, η υπεροπλία των αντίπαλων δυνάμεων, σε συνδυασμό με προηγούμενα λάθη (π.χ. ο σχεδιασμός των εφεδρειών) και με τη στάση του ΚΚΣΕ και άλλων κομμάτων στα Βαλκάνια που προαναφέρθηκε, οδήγησε -όπως είναι γνωστό- στην ήττα του ΔΣΕ και στην υποχώρηση προς τη Λαϊκή Δημοκρατία της Αλβανίας. Τα τελευταία τμήματα του ΔΣΕ εγκατέλειψαν τα βουνά της Βόρειας Πίνδου τα ξημερώματα της 30ής Αυγούστου του 1949.
Αντί επιλόγου


Στη μαρξιστική-λενινιστική ανάλυση της Ιστορίας η κάθε στιγμή ανόδου της ταξικής πάλης,
η κάθε περίοδος που τίθεται υπό αμφισβήτηση η κυριαρχία της αστικής τάξης, αξιολογείται ως πηγή άντλησης συμπερασμάτων για το κίνημα της εργατικής τάξης και για όλους του καταπιεσμένους.
Ο ταξικός Εμφύλιος Πόλεμος 1946-1949 αποτέλεσε τη μοναδική περίοδο της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας που τέθηκε υπό αμφισβήτηση η εξουσία του κεφαλαίου, που αμφισβητήθηκε έμπρακτα το δικαίωμα της αστικής τάξης να εκμεταλλεύεται τη συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας.
Με αυτή την έννοια, σχετικά με τη δράση του ΔΣΕ, το ΚΚΕ, τότε και σήμερα, δε στέκεται στα δεινά των εκμεταλλευομένων, αλλά εντοπίζει τη μόνη πραγματικά ρεαλιστική προσπάθεια για την αντιμετώπισή τους.
Παρά την ήττα του ΔΣΕ, συνολικά η δεκαετία του 1940 αποτέλεσε περίοδο κατά την οποία οι μάζες του εργαζόμενου λαού βγήκαν στο προσκήνιο της πολιτικής και της ιστορίας και έγιναν οι πρωταγωνιστές της.
Χιλιάδες επώνυμοι και ανώνυμοι σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Ελλάδας τροφοδότησαν τις επερχόμενες γενιές με υποδείγματα αυτοθυσίας και αγώνα, με πλούσια επαναστατική πείρα. Ο ηρωικός αγώνας του ΔΣΕ ξεσκέπασε το κάλπικο της αστικής δημοκρατίας και αποτέλεσε εφαλτήριο συνειδητοποίησης για χιλιάδες και χιλιάδες ανθρώπους. Ανέδειξε το ανέφικτο μιας φιλολαϊκής προοπτικής δίχως την ανατροπή του καπιταλισμού. Δίδαξε στην εργατική τάξη και τα καταπιεζόμενα στρώματα ότι η διέξοδός τους είναι ο μονόδρομος του αγώνα με όλα τα μέσα για την κατάκτηση του σοσιαλισμού, ακόμα και κάτω από τις δυσκολότερες συνθήκες.
Η εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα, ειδικότερα σήμερα σε περίοδο διεθνούς καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, οφείλουν να διακρίνουν την ιστορική οπτική τους από την αντίστοιχη των εκμεταλλευτών τους.
Ως αποτέλεσμα, ακόμα και η κριτική των ελλείψεων και των αδυναμιών του τιτάνιου αγώνα που δόθηκε από το ΔΣΕ απέναντι σε υπέρτερες δυνάμεις πρέπει να εντάσσεται στο στόχο της επαναστατικής ανατροπής της εξουσίας του κεφαλαίου και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού-κομμουνισμού και όχι στην επιβεβαίωση και τη διαιώνισή της.

Υπό αυτό το πρίσμα είναι σίγουρο ότι οι μελλοντικές γενιές θα διδαχθούν
από το δίκαιο αγώνα του ΔΣΕ, θα συνειδητοποιήσουν τα πλούσια διδάγματα που προσέφερε και μαζί θα αξιολογήσουν θετικά τη συνεισφορά του Νίκου Ζαχαριάδη σε αυτό τον αγώνα του λαού μας.
Σημειώσεις:
1. Ρόζα Λούξεμπουργκ: «Τι ζητάει ο Σπάρτακος» στο Andre Prudhommeaux: «Σπάρτακος (Η Κομμούνα του Βερολίνου)», εκδ. «Διεθνής Βιβλιοθήκη», Αθήνα, 1981, σελ. 33.
2. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», τ. Θ1-Θ2, εκδ. «Μέλισσα», Αθήνα, 1962, σελ. 406.
3. Βλ. Ενδεικτικά Christoph Schminck-Gustavus: «Νταχάου: Ελληνες κρατούμενοι και ο Νίκος Ζαχαριάδης», εκδ. «Φιλίστωρ», Αθήνα, 2004, σελ. 121-122. Ο Τζιοβάνι Μελόντια, συγκρατούμενος του Ζαχαριάδη στο Νταχάου, αφηγείται την πολιτική του ρήξη με τους συντρόφους του.
4. ΚΕ του ΚΚΕ: «Θέσεις για τα 60χρονα από την Αντιφασιστική Νίκη των λαών (9 Μαΐου 1945)», στο Συλλογικό «60 χρόνια από τη μεγάλη αντιφασιστική νίκη των λαών (Επος και διδάγματα)», εκδ. «ΣύγχρονηΕποχή», Αθήνα, 2005, σελ. 27.
5. Simon Adams: «Occupation and Resistance», «Rosen Publishing Group», New York 2009, p. 22.
6. Για το κείμενο της συμφωνίας βλ. Στέφανου Σαράφη: «Ο ΕΛΑΣ», «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις», Αθήνα, 1958, σελ. 164-167.
7. Για το κείμενο της συμφωνίας βλ. ΚΕ του ΚΚΕ: «Το ΚΚΕ: Επίσημα Κείμενα», τ. 5, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1981, σελ. 398-402.
8. Για το κείμενο της συμφωνίας βλ. ΚΕ του ΚΚΕ: «Το ΚΚΕ: Επίσημα Κείμενα», τ. 5, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1981, σελ. 408-410.
9. Το κείμενο της Συμφωνίας της Βάρκιζας στο ΚΕ του ΚΚΕ: «Το ΚΚΕ: Επίσημα Κείμενα», τ. 5, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1981, σελ. 411-416.
10. Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ: «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ - Α΄ Τόμος (1918-1949), εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1995, σελ. 544.
11. Γ. Θ. Μαρογορδάτου: «Η «Ρεβάνς» των ηττημένων» στο Συλλογικό: «Πενήντα χρόνια μετά τον Εμφύλιο», έκδοση της εφημερίδας «Το Βήμα» και της εκδοτικής «Ερμής», Αθήνα, 1999, σελ. 39.
12. Πέτρου Μακρή-Στάικου: «”Νέα Κύματα” και παλιά μυθεύματα», εφημερίδα «Τα Νέα», 5 Δεκέμβρη 2009.
13. Στάθη Καλύβα: «Εισαγωγικό σημείωμα» στο Πέτρος Μακρής-Στάικος (Επιμέλεια): «Βρετανική πολιτική και αντιστασιακά κινήματα στην Ελλάδα», εκδ. «Ωκεανίδα», Αθήνα, 2009, σελ. 34-35.
14. Στάθη Καλύβα: «Κόκκινη τρομοκρατία: Η βία της Αριστεράς στην Κατοχή», στο Μαρκ Μαζάουερ: «Μετά τον πόλεμο», εκδ. «Αλεξάνδρεια», Αθήνα, 2003.
15. Βλ. ενδεικτικά Στράτου Δορδάνα: «Το αίμα των αθώων», εκδ. «Βιβλιοπωλείον της Εστίας», Αθήνα, 2007, σελ. 352-354.
16. Ηλία Νικολακόπουλου: «Η επιστροφή των Βουρβόνων», εφημερίδα «Τα Νέα», 19 Δεκέμβρη 2009.
17. Σπύρου Ασδραχά: «Η “αναθεώρηση” του Εμφυλίου», εφημερίδα «Εποχή», 20 Δεκέμβρη 2009.
18. Χάγκεν Φλάισερ: «Προς τι η προβολή ενός μοιραίου ανθρώπου;», εφημερίδα «Τα Νέα», 28-29 Νοέμβρη 2009.
19. Δημήτρη Βλαντά: «Ο Νίκος Ζαχαριάδης και 22 συνεργάτες του», εκδ. «Γλάρος», Αθήνα, 1984, σελ. 33.
20. Βλ. ενδεικτικά Νίκου Ζαχαριάδη: «Η Μαζική Λαϊκή Αυτοάμυνα», εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 11 Δεκέμβρη 1945.
21. Αναφορικά με την ανάγκη για την επαναδραστηριοποίηση του παράνομου κομματικού μηχανισμού βλ. 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ: «Πολιτική Απόφαση» στο ΚΕ του ΚΚΕ: «Το ΚΚΕ: Επίσημα Κείμενα - τόμος Εκτος (1945-1949)», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1987, σελ. 86.
22. 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ: «Πολιτική Απόφαση» στο ΚΕ του ΚΚΕ: «Το ΚΚΕ: Επίσημα Κείμενα - τόμος Εκτος (1945-1949)», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1987, σελ. 79-81.
23. Νίκου Ζαχαριάδη: «Λόγος στα τετράχρονα του ΕΑΜ», εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 28 Σεπτέμβρη 1945.
24. 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ: «Πολιτική Απόφαση» στο ΚΕ του ΚΚΕ: «Το ΚΚΕ: Επίσημα Κείμενα - τόμος Εκτος (1945-1949)», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1987, σελ. 79-81.
25. ΚΕ του ΚΚΕ: «Θέσεις για τα 60 χρόνια από την Αντιφασιστική Νίκη των λαών (9 Μαΐου 1945)» στο Συλλογικό: «60 χρόνια από τη μεγάλη Αντιφασιστική Νίκη των λαών (Επος και διδάγματα)», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2005, σελ. 39.
26. Ο Βαγγέλης Παπανίκος, συγκρατούμενος του Ζαχαριάδη στο Νταχάου, αναφέρει πως οι Τολιάτι και Τορέζ (γενικοί γραμματείς των ΚΕ του Ιταλικού και Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος αντίστοιχα) συμβούλευαν το Ζαχαριάδη για την επιδίωξη μιας πολιτικής επαναφοράς της δημοκρατικής ομαλότητας, γεγονός που αποδεικνύεται και από τις διακηρύξεις των κομμάτων τους. Βλ. Βαγγέλη Παπανίκου: «Ο Νίκος Ζαχαριάδης στο Νταχάου», εκδ. «Φιλίστωρ», Αθήνα, 1999, σελ. 81. Επίσηςβλενδεικτικά Maurice Thorez: «We will Win the Battle of Production», στο http://www.marxists.org/reference/archive/thorez/1946/production.htm.
27. Πάνου Δημητρίου (επιμέλεια): «Η διάσπαση του ΚΚΕ - Μέσα από τα επίσημα κείμενα του ΚΚΕ - τόμος Α΄», εκδ. «Θεμέλιο», Αθήνα, 1978, σελ. 19-20.
28. Βλ. ενδεικτικά Μήτσου Παρτσαλίδη: «Ομιλία στο 3η Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ, Πραχτικά (10-14 Οκτώβρη 1950)», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2010, σελ. 55.
29. Για το κείμενο της απόφασης βλ. ΚΕ του ΚΚΕ: «Το ΚΚΕ: Επίσημα Κείμενα», τ. 6, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1987, σελ. 176.
30. Αλέξανδρου Σβώλου: «Απόσπασμα από το λόγο στη συγκέντρωση του λαού της Θεσσαλονίκης» στο Παύλου Πετρίδη: «Στη δίνη του Εμφυλίου Πολέμου: Σπάνια Ντοκουμέντα του ΕΑΜ», εκδ. «Προσκήνιο», Αθήνα, 1998, σελ. 415.
31. Ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγεται και ο υπουργός Δημόσιας Τάξης Σταμάτης Μερκούρης. Βλ. Σταμάτη Μερκούρη: «Δήλωση», εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ», 20 Μάρτη 1946.
32. Φοίβου Γρηγοριάδη: «Οι πρωθυπουργοί της Ελλάδας», τ. Β΄, εκδ. «Νεόκοσμος», Αθήνα, σελ. 787-788.
33. Ο Γάλλος δημοσιογράφος Noel Utrillo μιλούσε για «εκλογές υπό λόγχας» με διπλοψηφίες, στρατό στους δρόμους, ξυλοδαρμούς των οπαδών της αποχής κλπ. Βλ. Ιστορικό και Διπλωματικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών, Φάκελος 25.6 του 1946.
34. Πέρα από τα γνωστά παραδείγματα της Ιταλίας και της Γαλλίας, τα ΚΚ συμμετείχαν στην κυβέρνηση και στη Δανία, τη Φιλανδία, την Αυστρία, το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο, την Ισλανδία, τη Νορβηγία, όπως και σε όλες τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Βλ. David Childs: «The Changing Face of Western Communism (14)», «Groom Helm Editions», London, 1980.
35. Βλ. ενδεικτικά Τάσου Βουρνά: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας (Ο Εμφύλιος)», εκδ. «Αφών Τολίδη», Αθήνα, 1981, σελ.27-28.
36. Γεωργίου Παπανδρέου: «Ο λόγος της απελευθέρωσης (18 Οκτωβρίου 1944)» στο Γεωργίου Κασιμάτη - Παύλου Πετρίδη - Αγγελου Σιδεράτου: «Γεώργιος Παπανδρέου (1868-1968)», εκδ. «Νέα Σύνορα», Αθήνα, 1988, σελ. 158.
37. Ο Πλαστήρας πριμοδοτήθηκε από τις ΗΠΑ για να αναλάβει πρωθυπουργός έπειτα από τις εκλογές του 1950 (Βλ. Γιώργη Δ. Κατσούλη: «Η ιστορία του ΚΚΕ», τ. 7, εκδ. «Νέα Σύνορα», Αθήνα), ενώ ο Νίκος Μπελογιάννης εκτελείται με κυβέρνηση Πλαστήρα-Βενιζέλου.
38. Νίκου Ζαχαριάδη: «Δέκα χρόνια πάλης: Συμπεράσματα - Διδάγματα - Καθήκοντα (Εισήγηση στην 3η Συνδιάσκεψη)», στο «3η Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ, Πραχτικά (10-14 Οκτώβρη 1950)», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2010, σελ. 37.
39. Νίκου Ζαχαριάδη: «Προβλήματα κρίσης του ΚΚΕ», εκδ. «Λαϊκή Εξουσία», Αθήνα, σελ. 31-32.
40. Συλλογικό: «Η τρίχρονη εποποιία του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή» & εφημερίδα «Ριζοσπάστης», Αθήνα, 1998, σελ. 151-154.
41. Δημήτρη Παρτσαλίδη: «Διπλή αποκατάσταση της Εθνικής Αντίστασης», εκδ. «Θεμέλιο», Αθήνα, 1978, σελ. 199.
42. «2η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ: Πολιτική Απόφαση» στο ΚΕ του ΚΚΕ: «Το ΚΚΕ: Επίσημα Κείμενα», τ. 6, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1987, σελ. 174-184.
43. Νίκου Ζαχαριάδη: «Ομιλία στο 1ο θέμα της 7ης Πλατιάς Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ (Φλεβάρης 1957)», στο ΚΕ του ΚΚΕ: «Το ΚΚΕ: Επίσημα Κείμενα», τ. 8, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, σελ. 696.
44. Θανάση Ανάγνου: «Μαρτυρία», εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 11 Δεκέμβρη 1946 στο Συλλογικό: «Η τρίχρονη εποποιία του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή» & εφημερίδα «Ριζοσπάστης», Αθήνα, 1998, σελ. 598-599.
45. Θρασύβουλου Τσακαλώτου: «Δημοκρατία και ολοκληρωτισμός (Το χρονικό του συμμοριτοπολέμου 1946-1949)», εκδ. «Ινστιτούτου Εθνικής Αμύνης», Αθήναι, 1978-1979, σελ. 35.
46. Νίκου Κυρίτση: «Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας: Βασικοί σταθμοί του αγώνα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2003, σελ. 17-19.
47. Νίκου Κυρίτση: «Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας: Βασικοί σταθμοί του αγώνα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2003, σελ. 23-25.
48. «Ψήφισμα Γ΄: Περί έκτακτων μέτρων αφορώντων την Δημόσιαν τάξιν και ασφάλειαν», «Εφημερίς της Κυβερνήσεως», φ. 197, τ. Α΄, 18 Ιούνη 1946.
49. Tony Rea - John Wrigth: «International Relations 1914-1995», pp.140-1, «Oxford University Press», Oxford & New York, 1997.
50. Harry Truman: «The Truman Doctrine» στο «Public Papers of the President, 1947», pp.176-180, «Government Printing Office Press», Washington, 1963.
51. Συλλογικό: «Η τρίχρονη εποποιία του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή» & εφημερίδα «Ριζοσπάστης», Αθήνα 1998, σελ. 211.
52. Η έκταση και η σκληρότητα των επιχειρήσεων ήταν τέτοια που κατακρίθηκε ακόμα και από τον αμερικανό υποπρόξενο στη Θεσσαλονίκη, βλ. Αγγελική Λαΐου: «Μετακινήσεις πληθυσμού στην ελληνική ύπαιθρο κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου» στο Συλλογικό: «Μελέτες για τον Εμφύλιο Πόλεμο 1945-1949», εκδ. «Ολκός», Αθήνα, 1992, σελ. 75-6.
53. Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ: «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ - Α΄ Τόμος (1918-1949)», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1995, σελ. 567-571.
54. Αρίστου Καμαρινού: «Ο Εμφύλιος Πόλεμος στην Πελοπόννησο», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2000, σελ. 7.
55. Αρίστου Καμαρινού: «Ο Εμφύλιος Πόλεμος στην Πελοπόννησο», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2000, σελ.185-189.
56. Αριστείδη Θεοχάρη: «Στη Στερεά Ελλάδα με το Δημοκρατικό Στρατό 1945-1949», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2002, σελ. 218-219.
57. Για το πλήρες κείμενο της επιστολής βλ. Συλλογικό: «Η τρίχρονη εποποιία του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή» & εφημερίδα «Ριζοσπάστης», Αθήνα, 1998, σελ. 211.
58. Μιλτιάδη Πορφυρογένη: «Λόγος στο συνέδριο του ΚΚ Γαλλίας στο Στρασβούργο» στο ΚΕ του ΚΚΕ: Το ΚΚΕ: «Επίσημα Κείμενα», τ. 6, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1987, σελ. 442.
59. Γιώργου Μαργαρίτη: «Η ιστορία του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου», τ. Α΄, εκδ. «Βιβλιόραμα», Αθήνα, 2001, σελ. 344.
60. Συλλογικό: «Η τρίχρονη εποποιία του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή» & εφημερίδα «Ριζοσπάστης», Αθήνα, 1998, σελ. 285-290.
61. «Αναγκαστικός Νόμος υπ’ αριθ. 509», «Εφημερίς της Κυβερνήσεως», φ. 293, τ. Α΄, 27 Δεκέμβρη 1947.
62. Οι βόμβες ναπάλμ χρησιμοποιήθηκαν στη συνέχεια και στον πόλεμο Κορέας και στον πόλεμο των ΗΠΑ εναντίον του Βιετνάμ. Η χρήση τους οδηγούσε σε άμεσο θάνατο όλων των έμβιων οργανισμών σε μια ακτίνα χιλιομέτρων λόγω υψηλής θερμοκρασίας και σε δεύτερο επίπεδο αποψίλωνε τα δάση, που αποτελούσαν το πεδίο υπέρτερης δράσης των ανταρτών.
63. ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ: «Η εποποιΐα στη Βόρεια Πίνδο: Πολιτικά και στρατιωτικά συμπεράσματα και διδάγματα», Περιοδικό «Δημοκρατικός Στρατός», Σεπτέμβρης 1948 στο «Δημοκρατικός Στρατός: Φωτογραφική αναπαραγωγή από τα πρωτότυπα τεύχη», εκδ. «Ριζοσπάστης», Αθήνα, 1996, σελ. 321.
64. Fernando Claudin: «Ευρωκομμουνισμός και σοσιαλισμός», εκδ. «Γράμματα», Αθήνα, 1981, σελ.40-41.
65. Συλλογικό: «Η τρίχρονη εποποιία του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή» & εφημερίδα «Ριζοσπάστης», Αθήνα, 1998, σελ. 381.
66. Οι θέσεις του Βαφειάδη μπορούν να εξαχθούν από την ομιλία του στην 5η Ολομέλεια. «Μάρκος Βαφειάδης, Ομιλία» στο «5η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, Πραχτικά», έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, σελ. 137-144.
67. Νίκου Ζαχαριάδη: «Ο λαός μας στο δρόμο προς τη νίκη μπροστά στην αποφασιστική καμπή (Εισήγηση και κλείσιμο του Νίκου Ζαχαριάδη στην 5η Ολομέλεια της ΚΕ)», στο «5η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, Πραχτικά», έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, σελ. 30.
68. ΚΕ του ΚΚΕ: «Πολιτική απόφαση στο πρώτο θέμα της 5ης Ολομέλειας» στο «5η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, Πραχτικά», έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, σελ. 16.
Συνεργάτης του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ

Το βρήκαμε Εδώ 

30 Οκτωβρίου, 2017

Το «ΟΧΙ» σαν μύθος, σαν συμβολισμός και σαν ουσία (μέσα από κείμενα του Ι.Μεταξά)

Mεταξάς:«…Θα σας αποκαλύψω τώρα, ότι τότε διέταξα να βολιδοσκοπηθή καταλλήλως το Βερολίνον. 

Μου διεμηνύθη εκ μέρους τον Χίτλερ (οι επαφές έγιναν την άνοιξη του 1940 σ.σ.), η σύστασις να αποφύγω οιονδήποτε μέτρον δυνάμενον να θεωρηθή από την Ιταλίαν πρόκλησις. 

Έκαμα το πάν δια να μη μπορούν οι Ιταλοί να εμφανισθούν ως δυνάμενοι να έχουν όχι αφορμάς ευλόγους, αλλ' ούτε ευλογοφανές παράπονον εκ μέρους μας, αν και από την πρώτην στιγμήν αντελήφθην τι πράγματι εσήμαινεν η όλως αόριστος σύστασις του Βερολίνου….
... Εις σχετικάς βολιδοσκοπήσεις προς την κατεύθυνσιν τον Άξονος μου εδόθη να εννοήσω σαφώς ότι μόνη λύσις θα μπορούσε να είναι μία εκουσία προσχώρησις της Ελλάδος εις την "Νέαν Τάξιν" . Προσχώρησις που θα εγένετο όλως ευχαρίστως δεκτή από τον Χίτλερ "ως εραστήν του Ελληνικού πνεύματος",,

– 28 Οκτωβρίου 1940 – Το «ΟΧΙ» σαν μύθος, σαν συμβολισμός και σαν ουσία (μέσα από κείμενα του Ι.Μεταξά)

Κάθε χρόνο τις μέρες αυτές, κάθε επετειακό κείμενο ή ομιλία που σέβεται τον εαυτό της, πρέπει να περιλαβάνει το χρονικό των ημερών… Ας αρχίσουμε λοιπόν τηρώντας την παράδοση, σε μια ασυνήθιστη και ίσως «αιρετική» προσέγγιση, αφήνοντας να μιλήσουν τα ίδια τα γεγονότα και οι πρωταγωνιστές τους:

Ένα «Όχι» που ποτέ δεν ειπώθηκε!
Στις 3.00 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940, ο Ιταλός πρεσβευτής Γκράτσι ξυπνάει τον Έλληνα δικτάτορα Μεταξά και του επιδίδει κατ’ εντολή της ιταλικής κυβέρνησης ένα επίσημο διπλωματικό έγγραφο. 
Στο έγγραφο αυτό που έχει τη συνηθισμένη μορφή τελεσιγράφου, αναφέρονται μεταξύ άλλων και τα παρακάτω:
«…Όθεν, η Ιταλική Κυβέρνησις κατέληξεν εις την απόφασιν να ζητήση από την Ελληνικήν Κυβέρνησιν -ως εγγύησιν δια την ουδετερότητα της Ελλάδος και ως εγγύησιν δια την ασφάλειαν της Ιταλίας- το δικαίωμα να καταλάβη δια των ενόπλων αυτής δυνάμεων… ωρισμένα στρατηγικά σημεία του ελληνικού εδάφους. 
Η Ιταλική Κυβέρνησις ζητεί από την Ελληνικήν Κυβέρνησιν όπως μη εναντιωθή εις την κατάληψιν ταύτην και όπως μη παρεμποδίση την ελευθέραν διέλευσιν των στρατευμάτων των προοριζομένων να την πραγματοποιήσωσι. …η Ιταλική Κυβέρνησις δεν προτίθεται ποσώς, δια της προσωρινής κατοχής στρατηγικών τινών σημείων …να θίξη οπωσδήποτε την κυριαρχίαν και την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος.
Η Ιταλική Κυβέρνησις ζητεί από την Ελληνικήν Κυβέρνησιν όπως δώση αυθωρεί εις τας στρατιωτικάς αρχάς τας αναγκαίας διαταγάς ίνα η κατοχή αυτή δυνηθή να πραγματοποιηθή κατά ειρηνικόν τρόπον. Εάν τα ιταλικά στρατεύματα ήθελον συναντήση αντίστασιν, η αντίστασις αυτή θα καμφθή δια των όπλων και η Ελληνική Κυβέρνησις θα έφερε τας ευθύνας, αι οποίαι ήθελον προκύψη εκ τούτου.
Αθήναι τη 28η Οκτωβρίου 1940[1]

Με άλλα λόγια η Ιταλία απαιτεί το «δικαίωμα» της ανεμπόδιστης …ειρηνικής(sic!) διέλευσης των ενόπλων δυνάμεών της από την ελληνική επικράτεια με σκοπό την κατάληψη (και κατοχή!) «ωρισμένων στρατηγικών σημείων του ελληνικού εδάφους!»,
 τα οποία βέβαια δεν ορίζονται εξ αρχής, ούτε ως προς τη θέση, αλλά ούτε και ως προς την έκταση!...
Για την ελληνική κυβέρνηση απομένουν σαν χρονικό περιθώριο αντίδρασης οι τρείς ώρες, οι όποίες τελικά περιορίζονται σε δυόμιση!... Που σημαίνει ότι, αν δεν είχαν ήδη εκδοθεί σχετικές διαταγές, τίποτε δεν μπορούσε να αλλάξει από τις ισχύουσες. 
Το αποκορύφωμα της προκλητικότητας και της ιταμότητας του περιεχομένου του εγγράφου, έρχεται μέσα από την …διαβεβαίωση των Ιταλών συντακτών του ότι, οι παραπάνω αναφερόμενες απαιτήσεις, δεν πρόκειται «να θίξουν οπωσδήποτε την κυριαρχίαν και την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος!»…
Πέρα λοιπόν από το τυπολατρικό τελετουργικό ενός συνηθισμένου διπλωματικού εγγράφου τέτοιας σοβαρότητας, αυτό στην ουσία δεν ήταν τίποτε άλλο από την ανακοίνωση μιας προαναγγελθείσας κήρυξης πολέμου μεταξύ Ιταλίας και Ελλάδας.
 Με τη διακοίνωση που έδοσε ο πρέσβης στον Μεταξά, απλά ανακοινωνόταν ότι σε μερικές ώρες θα άρχιζαν οι εχθροπραξίες που όλοι περίμεναν εδώ και καιρό, όπως θα δούμε παρακάτω.

Σε ανάλογο ύφος υπήρξε και η απάντηση του δικτάτορα στον πρέσβη:
«Alors, c' est la guerre (ώστε έχουμε πόλεμο)».
Δεν είναι γνωστό τι ακριβώς λέχθηκε μεταξύ των δύο ανδρών.
 Σε κάθε περίπτωση, δεν αλλάζει το πνεύμα της αρχικής διαπίστωσης, ότι δηλαδή έχουμε να κάνουμε με αδιαμφισβήτητη κήρυξη πολέμου, χωρίς ίχνος διαπραγματευτικής διάθεσης..

Στις 5.30 το πρωί, μια πανέτοιμη, υπερεξοπλισμένη δύναμη 135.000 ανδρών με την υποστήριξη αρμάτων μάχης, βαρέων πυροβόλων και αεροπορίας περνάει τα ελληνοαλβανικά σύνορα, υπερφαλαγγίζει τα ελληνικά φυλάκια και προελαύνει σε ελληνικό έδαφρος.
Στην Ελλάδα, ηχούν οι σειρήνες, και κηρύσσεται γενική επιστράτευση. Και ενώ ο λαός σπεύδει ενθουσιώδης στα γραφεία επιστράτευσης, η πολιτειακή, πολιτική και στρατιωτική ηγεσία εκδίδει απανωτά διαγγέλματα.

Ενδιαφέρον και το διάγγελμα του Μεταξά[2] όπου μεταξύ των γνωστών «εθνεγερτικών» λέει:
«Η στιγμή επέστη που θα αγωνισθώμεν δια την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος, την ακεραιότητα και την τιμήν της. 
Μολονότι ετηρήσαμεν την πλέον αυστηράν ουδετερότητα και ίσην προς όλους, η Ιταλία, μη αναγνωρίζουσα εις ημάς το δικαίωμα να ζώμεν ως ελεύθεροι Έλληνες, μου εζήτησε σήμερον την 3ην πρωινήν την παράδοσιν τμημάτων του εθνικού εδάφους, κατά την ιδίαν αυτής βούλησιν, και μου ανεκοίνωσεν ότι, προς κατάληψιν αυτών, η κίνησις των στρατευμάτων της θα ήρχιζε την 6ην πρωινήν. 
Απήντησα εις τον ιταλόν Πρέσβυν ότι θεωρώ και το αίτημα αυτό καθ' εαυτό και τον τρόπον με τον οποίον γίνεται τούτο ως κήρυξιν πολέμου της Ιταλίας κατά της Ελλάδος
Τώρα θα αποδείξωμεν εάν πράγματι είμεθα άξιοι των προγόνων μας και της ελευθερίας, την οποίαν μας εξησφάλισαν οι προπάτορές μας. Όλον το Έθνος ας εγερθή σύσσωμον. Αγωνισθήτε δια την Πατρίδα. τας γυναίκας, τα παιδιά σας και τας ιεράς μας παραδόσεις.
Νυν υπέρ πάντων ο αγών.
Ι. ΜΕΤΑΞΑΣ (Οι επισημάνσεις δικές μας σ.σ.)

Στο ίδιο πνεύμα ήταν και το διάγγελμα του Γλύξμπουργκ, του Αρχιεπισκόπου Χρύσανθου, η ημερήσια διαταγή του επικεφαλής του στρατού στρατηγού Παπάγου. 
Ακολούθησαν οι εφημερίδες με έκτακτες εκδόσεις. 
Όλες στο πνεύμα του πρώτου πολεμικού ανακοινωθέντος:
«Αι ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουσιν από της 05:30 ώρας της σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της Ελληνοαλβανικής Μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του Πατρίου εδάφους.»
Πόλεμος!… είμαστε σε πόλεμο!… Η Ιταλία μας επιτέθηκε!… Η Ελλάδα αμύνεται!…

Στις 30 Οκτωβρίου κυκλοφορεί η τεταρτοαυγουστιανή εφημερίδα «Ελληνικό Μέλλον», όπου για πρώτη φορά αναφέρεται η λέξη ΟΧΙ, σαν τίτλος πρωτοσέλιδου άρθρου.
Την ίδια μέρα, ο Μεταξάς συναντιέται με δική του πρωτοβουλία με τους ιδιοκτήτες και τους αρχισυντάκτες των αθηναϊκών εφημερίδων[3]
Εκεί ο ίδιος, αρχίζοντας την ομιλία του, αναφέρει:
«…Mη νομίσητε ότι η απόφασις του ΟΧΙ πάρθηκε έτσι, σε μια στιγμή. Μην φαντασθήτε ότι εμπήκαμε στον πόλεμο αιφνιδιαστικά…»
Εδώ, η λέξη ΟΧΙ, χρησιμοποιείται για πρώτη φορά από επίσημα χείλη. Η τυπική άρνηση ενός τελεσιγράφου, που επιδόθηκε στα πλαίσια του τυπολατρικού διπλωματικού τελετουργικού, αποκτά νέα σημασία και γεννά νέα ερωτηματικά: 
Είναι το ΟΧΙ, η «άρνηση» δηλαδή του δικτάτορα στο τελεσίγραφο, η αιτία που «εμπήκαμε στον πόλεμο»;
 Θα μπορούσε να είχε πει ναι αντί για όχι; 
Πώς θα είχε υλοποιηθεί αυτή η «συναίνεση», μέσα σε δυόμιση ώρες; Με ποιες συνέπειες; 
Και το πιο σημαντικό: Αν δεν επιδιδόταν το τελεσίγραφο, όπως στην περίπτωση της εισβολής της Γερμανίας, λίγους μηνες αργότερα, πώς θα λεγόταν αυτό το «όχι»;
Θα επιστρέψουμε όμως να απαντήσουμε σε αυτά τα ερωτήματα, αφού πρώτα διευκρινήσουμε κάποια σημαντικά σημεία.
Το χρονικό ενός προαποφασισμένου πολέμου.
Η Φασιστική Ιταλία του Μουσολίνι βρσκόταν από καιρό σε μια πορεία ολοκλήρωσης των μεγαλεπίβολων σχεδίων για την επανίδρυση της αρχαίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και τη μετατροπή της Μεσογείου σε σύγχρονη Μάρε Νόστρουμ. 
Η Αβυσσηνία έχει ήδη κατακτηθεί και ο Ιταλός βασιλιάς αποκαλείται πλέον και Αυτοκράτορας της Αφρικής! 
Στις αρχές του 1939 τα ιταλικά στρατεύματα εισβάλουν και καταλαμβάνουν τα εδάφη της Αλβανίας, που ήταν ήδη σύμμαχός της, μετατρέποντας όλα τα λιμάνια και το νησί Σάσσων σε στρατιωτικές βάσεις, για τον έλεγχο της Αδριατικής.

Για την ιστορία: Η κατάληψη της Αλβανίας είχε γίνει με σχεδόν πανομοιότυπο τρόπο, όπως είχε σχεδιαστεί και για την Ελλάδα: Μια διακοίνωση κήρυξης πολέμου για τη διέλευση των στρατευμάτων και την κατοχή στρατηγικών σημείων. Εκατό χιλιάδες στρατός με πολλές ναυτικές μονάδες. Μερικές αψιμαχίες με περιορισμένο αριθμό αντιστασιακών Αλβανών. Κατάληψη όλης της τότε Αλβανικής επικράτειας, ενσωμάτωση του Αλβανικού κρατικού μηχανισμού και του στρατού στον ιταλικό. Στέψη του Βίκτωρα Εμμανουήλ και σαν βασιλιά της Αλβανίας.
Με προγεφύρωμα τώρα την Αλβανία, τα σχέδια για τον ιταλικό έλεγχο των Βαλκανίων, μέχρι και τα ρουμανικά πετρέλαια, βρίσκονται σε πλήρη ανάπτυξη. Όταν στις αρχές του 1940 όμως ο σύμμαχος Χίτλερ προλαβαίνει να φτάσει πρώτος στα πετρέλαια της Ρουμανίας, ο Μουσολίνι εξοργίζεται κι αποφασίζει να επισπεύσει τις ενέργειές του. Η κατάληψη της Ελλάδας μπαίνει σαν άμεσο ζητούμενο.
Οι προκλητικές σε βάρος της Ελλάδας δηλώσεις ιταλών αξιωματούχων είναι συνεχείς. ο τορπιλισμός της «Έλλης» στις 15 Αυγούστου στην Τήνο, οι συνεχείς παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου, οι αλλεπάλληλοι βομβαρδισμοί ελληνικών πολεμικών πλοίων, οι προβοκάτσιες με τη δράση αλβανικών συμμοριών στα σύνορα, η ενθάρρυνση επεισοδίων με τους Τσάμηδες στην ελληνική Ήπειρο… Όλα δείχνουν ότι η ιταλική επίθεση κατά της Ελλάδας,είναι κοντά.
Την ίδια εποχή στην Ελλάδα
Τη ίδια περίοδο στην Ελλάδα τα πράγματα είναι δύσκολα. Για δυο σχεδόν δεκαετίες, η ελληνική αστική τάξη και οι πολιτικοί της εκπρόσωποι έχοντας βγει από μια προηγούμενη δεκαετία συνεχών πολεμικών αναμετρήσεων, αγωνίζονται απεγνωσμένα να αφομοιώσουν οικονομικά και κοινωνικά μια στρατηγική ήττα, του 1920-1922 και μια στρατιά εξαθλιωμένων προσφύγων από τη Μικρά Ασία. 
Επί πλέον, το χρεοστάσιο του 1932 επηρεάζει τις οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις, όπως πάντα σε αντιλαϊκές κατευθύνσεις. 

Ο αστικός πολιτικός κόσμος παραδέρνει μέσα σε ένα χάος αδιεξόδων και εσωτερικών αντιθέσεων. 
Βενιζελικοί και αντιβενιζελικοί, μοναρχικοί και αντιμοναρχικοί, στρατιωτικοί και πολιτικοί, αγγλόφιλοι και γερμανόφιλοι, φασίστες και δημοκρατικοί, συγκρούονται και συνάμα συμπορεύονται μέσα σε ένα πεδίο κινούμενης άμμου. 
Οι πραξικοπηματικές παρεμβάσεις και τα στρατιωτικά κινήματα διαδέχονται το ένα το άλλο. Η διαφθορά βασιλεύει. 
Η κυρίαρχη αντίληψη της «ψωροκώσταινας» οδηγεί στην σχεδόν ολοκληρωτική ανυπαρξία ενός στοιχειώδους σχεδιασμού σε ό, τι αφορά στην διαχείριση των αδιεξόδων και αναζητά όπως πάντα στηρίγματα στο εξωτερικό, στην πρόσδεση της χώρας στα συμφέροντα των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.
Και μέσα σε όλα αυτά, ένα νεαρό, ρωμαλέο εργατικό επαναστατικό και συνδικαλιστικό κίνημα διεκδικεί από το 1918 τη θέση που του αρμόζει στην κοινωνία, απειλώντας τους δυνάστες και εκμεταλλευτές του, έτοιμο να γράψει τη δική του ιστορία.

Η δικτατορία του Μεταξά
Η μεταξική δικτατορία ήρθε σαν φυσική συνέπεια των παραπάνω. Σύσσωμος ο αστικός πολιτικός κόσμος μαζί και οι στρατιωτικοί, υπό την κάλυψη και παρότρυνση των βιομηχάνων, των μεγαλεμπόρων και των τραπεζιτών, παραμέρισε τις υποτιθέμενες «αγεφύρωτες διαφορές» των διαφόρων μερίδων του και μπροστά στην ολοφάνερη αδυναμία τους να αντιμετωπίσουν τον ταξικό εχθρό, όλοι μαζί συνέργησαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στην επιβολή ενός στυγνού αποκρουστικού καθεστώτος εξοντωτικών διώξεων για κάθε δημοκράτη και για κάθε επαναστάτη αγωνιστή του εργατικού κομουνιστικού κινήματος. 
Οι αγωνιστές πρέπει να εξαφανιστούν… οι εργάτες πρέπει να σκύψουν το κεφάλι… η κερδοφορία των κεφαλαιοκρατών πρέπει να διασφαλιστεί… Οι εντολές των ιμπεριαλιστών «προστατών» μας πρέπει να εκτελεστούν απαρέγκλιτα…
Το φασιστικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου χτύπησε αλύπητα τους πολιτικούς του αντιπάλους και ειδικά τους κομουνιστές, μέχρι και την ηθική ή και φυσική τους εξόντωση, συνέτριψε τις κοινωνικές οργανώσεις, κρατικοποίησε τα συνδικάτα, ίδρυσε την ΕΟΝ, επιχείρησε να περάσει ενιαία ιδεολογικά και ενιαία πολιτικά - πολιτιστικά πρότυπα. 
Παρ’ όλα αυτά, μετά από τέσσερα χρόνια στυγνής δικτατορίας, έχει κι αυτή εξαντλήσει τα όριά της σαν τελευταία λύση διακυβέρνησης της άρχουσας τάξης. 
Μπορεί το οργανωμένο λαϊκό κίνημα να έχει προσωρινά εξουδετερωθεί, αλλά και το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, στέκει απομονωμένο από το λαό που περιμένει την κατάλληλη ευκαιρία να εκφράσει την οργή και τη δυσαρέσκειά του. 
Ο ίδιος ο Μεταξάς επιβιώνει μόνο χάρη στο γεγονός ότι το σύνολο του αστικού πολιτικού κόσμου δεν έχει μπορέσει να ξεπεράσει τις εσωτερικές αντιθέσεις του, αυτές που έφεραν το φασισμό στο προσκήνιο. 
Η αντίδραση του λαού, βρισκει διέξοδο αρχικά μέσα από το Λαϊκό ‘Επος του Σαράντα, για να μεγαλουργήσει τα επόιμενα χρόνια μέσα από το Λαϊκό Έπος της Εθνικής Αντίστασης.

Φασισμός και 4η Αυγούστου
Ο Μεταξάς ήταν πέρα από κάθε αμφιβολία φασίστας. Θαυμαστής του πρωσικού μιλιταρισμού από την εποχή των στρατιωτικών σπουδών του στο Βερολίνο, έκλινε περισσότερο προς τον γερμανικό ναζισμό. 
Ο ίδιος χαρακτηρίζει τα καθεστώτα της Γερμανίας, της Ιταλίας, αλλά και της Ελλάδας σαν συγγενή, «αντικοινοβουλευτικά, αντικομουνιστικά, ολοκληρωτικά». 
Εκφράζει μάλιστα το παράπονό του, στις αρχές Γενάρη του 41[4], λίγες μέρες πριν πεθάνει, γιατί με την ιταλική επίθεση και με την μη υποστήριξη της συγγενούς ιδεολογικά Ελλάδας από τον Χίτλερ, «επρόδωσαν τις ιδεολογικές σημαίες τους για την εξυπηρέτηση άλλων συμφερόντων, ιμπεριαλιστικών». 
Πού να μπορούσε κιόλας να δει την Γερμανία να επιτίθεται στην Ελλάδα, μόλις τρεις μήνες μετά!...
Στο ίδιο απόσπασμα όμως του ημερολογίου του, αποκαλύπτεται και ένα ακόμα από τα χαρακτηριστικά του τυπικού φασίστα: 
Ένας φασίστας έχει ελάχιστη σχέση με τη συνέπεια και την πίστη σε ιδεολογίες και αρχές. 
Βασικός του οδηγός στην καθημερινή του πρακτική είναι μόνο το συμφέρον.
 Έτσι, και ο φασίστας Μεταξάς, εκεί που κατηγορεί τους ομοϊδεάτες του γιατί δεν υποστήριξαν το αδελφό ιδεολογικά καθεστώς της Ελλάδας, παραδέχεται ότι και η Ελλάδα, παρά τη συγγένειά της με τις χώρες του Άξονα, δεν προσχωρεί σε αυτόν, αλλά αντίθετα, διατηρεί στενούς δεσμούς με την Αγγλία και επιμένει να τηρεί αυστηρά ουδέτερη στάση στον πόλεμο.

Κάποιοι υποστηρίζουν ότι ο Μεταξάς αναγκάστηκε να επιλέξει την πρόσδεση με την Αγγλία[5], λόγω του αγγλόφιλου βασιλιά Γεώργιου Γλύξμπουργκ. 
Τους βολεύει μια παρόμοια εκδοχή. Τους βολεύει μια εικόνα, σύμφωνα με την οποία ο φασίστας γερμανόφιλος Μεταξάς και η παρέα του βρίσκονται σε αγαστή συμβίωση με την παρέα του αγγλόφιλου «δημοκράτη» Γλύξμπουργκ και των «καλών» Άγγλων ιμπεριαλιστών. 
Νομίζουν ότι έτσι «αθωώνουν» τους Άγγλους, το βασιλιά και τη μερίδα του αστικού πολιτικού κόσμου που διέφυγε στο Κάιρο. 
Ας μην ξεχνάμε όμως ότι η μεταξική δικτατορία επιβλήθηκε με πλήρη σύμπνοια και σε αγαστή συνεργασία με τον βασιλιά και εξυπηρετούσε κοινούς στόχους. 
Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι στην τελευταία Βουλή του 36, όλα τα αστικά πολιτικά κόμματα αποδέχτηκαν το διορισμό του Μεταξά από τον βασιλιά σαν πρωθυπουργού, αν και ήξεραν πού οδηγούνταν τα πράγματα. 
Μόνο το ΚΚΕ αντιστάθηκε, αφού πρώτα εγκαταλείφθηκε μόνο του από τους «δημοκράτες» της εποχής. 
Αλλά και στους Άγγλους δεν είχε έρθει άσχημα η επιβολή της δικτατορίας. 
Ο υφυπουργός της Αγγλίας, Ρ. Βάνσιταρτ, έγραφε σε υπόμνημά του το Μάη του 1937 για τις ελληνοβρετανικές σχέσεις:
«Βρήκαμε ότι το καθεστώς Μεταξά είναι πολύ πιο συνεννοήσιμο από πολλά από τα προϋπάρχοντα καθεστώτα»[6]

Και φυσικά, ας μην ξεχνάμε ότι και ο ίδιος ο «Μεταξάς» ήταν αστός συντηρητικός πολιτικός, που έφερε μάλιστα και τον τίτλο του …κόμη! Άλλωστε, όπως πολύ γρήγορα φάνηκε, με την πολιτική κρίση που ξέσπασε κατά την γερμανική επίθεση την άνοιξη του 1941, ότι ολοκληρωτικοί, αντικοινοβουλευτικοί γερμανόφιλοι φασίστες υπήρχαν παντού, από την κυβέρνηση και τη βασιλική αυλή, μέχρι και τις παρέες των απότακτων «δημοκρατικών» αξιωματικών του στρατού. 
Και όλοι τους αυτοί ήταν πάντα έτοιμοι να έρθουν σε επαφή με τους Άγγλους και να αλλάξουν στρατόπεδο, ή τουλάχιστον να κάνουν προσωρινές συμφωνίες πίσω από τις πλάτες του λαού. 
Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου λοιπόν ήταν φασιστικό, αλλά και αστικό, στην υπηρεσία του μεγάλου κεφαλαίου
Η Ελλάδα δεμένη στο άρμα της Αγγλίας
Η αλήθεια είναι ότι η καπιταλιστική Ελλάδα ήταν από την αρχή δεμένη στο άρμα των Άγγλων και των συμμάχων και αυτό δεν επρόκειτο να αλλάξει. 
Από το Δημόσιο χρέος, μόλις το 3,5% προέρχονταν από κεφάλαια των χωρών του Άξονα. 
Το ελληνικό νόμισμα, μετά την κρίση του 1929-1932 και οδυνηρό «χρεοστάσιο». 
Οι εμπορικές συναλλαγές γίνονταν κατά συντριπτικό ποσοστό με χώρες όπως η Αγγλία, οι ΗΠΑ, οι Κάτω Χώρες κλπ. 
Το ίδιο πάνω κάτω ισχύει και για τις 567 νέες ελληνικές επιχειρήσεις που ιδρύθηκαν στα πρώτα δύο χρόνια της δικτατορίας, ενώ μόλις προς το τέλος είχε αρχίσει να αυξάνεται ο όγκος των εμπορικών συναλλαγών με τις χώρες του Άξονα και ειδικά με τη χιτλερική Γερμανία.
Όλα αυτά ήταν από πολύ νωρίς σε πλήρη γνώση της γέρικης αλεπούς, του Μεταξά. 
Σαν παλιός και άριστος γνώστης της στρατιωτικής τέχνης, γνώριζε ότι η στρατηγική θέση της Ελλάδας στην Ανατολική Μεσόγειο παρουσίαζε κυρίαρχο ενδιαφέρο για την Αγγλία, η οποία δεν θα άφηνε εύκολα χώρο σε οποιονδήποτε εχθρικά διακείμενο, να αμφισβητήσει την κυριαρχία της στην περιοχή, κοντά στις αποικίες της της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής. 
Ήξερε πολύ καλά να προχωρά σε αναλύσεις της πραγματικής κατάστασης και των συσχετισμών και γι’ αυτό διακατεχόταν από έναν στυγνό πραγματισμό. 
Από τη άλλη, έχοντας καταφέρει να επιβιώνει πολιτικά για δύο σχεδόν δεκαετίες και κάτω από οριακές καταστάσεις, είχε μάθει να ελίσσεται ώστε να μεγιστοποιεί το αποτέλεσμα κάθε ενέργειάς του.
 Δεν επρόκειτο λοιπόν να προσχωρήσει χωρίς λόγο στις δυνάμεις του Άξονα, όσο και αν αυτό ήταν πιο κοντά στις βαθύτερες επιθυμίες του.

Η ουδετερότητα της Ελλάδας
Έτσι, ο Ι. Μεταξάς,παρά την ομολογημένη προσέγγισή του προς τον γερμανικό ναζισμό και τις δυνάμεις του Άξονα, έχει αποφασίσει από νωρίς ότι η Ελλάδα, σαν παραθαλάσσιο κράτος, ώφειλε να συνδέσει τις τύχες της με την μόνη μέχρι τότε παγκόσμια ναυτική δύναμη, την Αγγλία. Το 1938 και το 1939 είχε προτείνει στην Αγγλία την υπογραφή αμυντικής συμφωνίας. 
Οι τελευταίοι όμως αντιμετώπιζαν δυσκολίες στα διάφορα μέτωπα και δεν θα μπορούσαν να διαθέσουν τις απαραίτητες δυνάμεις για την εξασφάλιση της ακεραιότητας και της άμυνας του νέου συμμάχου τους. Άλλωστε είχαν αρκετή εμπιστοσύνη στους εδώ τοποτηρητές των συμφερόντων τους, τον βασιλιά, τα αστικά πολιτικά κόμματα και, τώρα πια τον δικτάτορα πρωθυπουργό με τις ακραίες θέσεις.

Από την άνοιξη του 1939 και την κατάληψη της Αλβανίας, η Ιταλία αυξάνει τις προκλήσεις και δείχνει ότι είναι αποφασισμένη να επιτεθεί. Η Ελλάδα γίνεται ιδιαίτερα προσεκτική.
 Εκπονεί για πρώτη φορά σχέδια οργάνωσης της άμυνας και στο Αλβανικό Μέτωπο. Η κυβέρνηση κάνει ό,τι περνά από το χέρι της ώστε να μην φανεί ότι προκαλεί, ότι επιδιώκει μια πολεμική σύρραξη, ή ακόμη και ότι προετοιμάζεται γι’ αυτήν. 
Καθυστερεί ακόμα και η διαδικασία επιστράτευσης που ζητούσε επιτακτικά το Επιτελείο. 
Μετά τον τορπιλισμό της «Έλλης» και ενώ η εντεταλμένη επιτροπή έρευνας είχε στα χέρια της από πολύ νωρίς τις αποδείξεις για την ιταλική συνενοχή, η κυβέρνηση δίνει τα στοιχεία στη δημοσιότητα μόνο τις τελευταίες ημέρες πριν την επίθεση. 
Οι προβοκάτσιες με τις συμμορίες ποινικών Αλβανών στα ελληνοαλβανικά σύνορα είναι πια σχεδόν καθημερινό φαινόμενο και τροφοδοτούν την ανθελληνική προπαγάνδα τω Ιταλών, μέσω του ιταλικού Πρακτορείου Ειδήσεων Στέφανι… 
Η απειλή κατά της Ελλάδας γίνεται πιο χειροπιαστή, όλοι πια συμφωνούν σε αυτό και προσπαθούν να προβλέψουν τον χρόνο εκδήλωσης της επίθεσης.
 Για τον Μεταξά, η επιμονή στην ουδετερότητα γίνεται μόνη διέξοδος, ειδικά από την εποχή που η Αγγλία δηλώνει ότι δεν μπορεί να του προσφέρει ουσιαστική βοήθεια.

Η απόπειρα προσέγγισης του Άξονα
Ανεξάρτητα από τα δικά του «πιστεύω» ο Μεταξάς δεν είχε ταλαντεύσεις στο δόγμα της εποχής, ότι λόγω ιστορικών και μακροχρόνια διαμορφωμένων πολιτικών, οικονομικών και στρατιωτικών δεσμών η Ελλάδα ποτέ δεν θα μπορούσε να βρεθεί σε αντίπαλο στρατόπεδο με τη Μεγάλη Βρετανία. 
Εντούτοις, μπροστά στο ενδεχόμενο πολεμικής εμπλοκής τής Ελλάδας με την Ιταλία, επιχείρησε να διερευνήσει τη δυνατότητα απεμπλοκής από την Αγγλία και συμβιβασμού με τις απαιτήσεις του φασιστικού μπλοκ της Ευρώπης. 
Οι επαφές γίνονταν μυστικά από διπλωματικές αντιπροσωπείες, σε διάφορες πόλεις της Ευρώπης.
Ο ίδιος περιέγραψε τις προσπάθειές του στη συνάντηση που είχε, στις 30 Οκτωβρίου του 1940, με τους ιδιοκτήτες και τους αρχισυντάκτες του αθηναϊκού Τύπου, σημειώνοντας πως για να αποφύγει η Ελλάδα τον πόλεμο θα έπρεπε να προσχωρήσει στον συνασπισμό των φασιστικών χωρών της Ευρώπης, καταβάλλοντας όμως βαρύτατες θυσίες:
 «Μου εδόθη να καταλάβω», έλεγε ο Μεταξάς για τις βολιδοσκοπήσεις που είχε κάνει προς τη μεριά του φασιστικού Αξονα, 
«ότι η προς τους Ελληνας στοργή του Χίτλερ ήτο οι εγγυήσεις ότι αι θυσίαι αυταί θα περιορίζοντο "εις το ελάχιστον δυνατόν".


Παραθετουμε αποσπάσματα από την σημαντική αυτή ομιλία του. όπου είναι αποκαλύπτικότατος, τόσο για τις γενικότερες συνθήκες,όσο και για τον τρόπο πουο ίδιος τις αντιμετωπίζει[7].
«…Θα σας αποκαλύψω τώρα, ότι τότε διέταξα να βολιδοσκοπηθή καταλλήλως το Βερολίνον. 
Μου διεμηνύθη εκ μέρους τον Χίτλερ (οι επαφές έγιναν την άνοιξη του 1940 σ.σ.), η σύστασις να αποφύγω οιονδήποτε μέτρον δυνάμενον να θεωρηθή από την Ιταλίαν πρόκλησις. 
Έκαμα το πάν δια να μη μπορούν οι Ιταλοί να εμφανισθούν ως δυνάμενοι να έχουν όχι αφορμάς ευλόγους, αλλ' ούτε ευλογοφανές παράπονον εκ μέρους μας, αν και από την πρώτην στιγμήν αντελήφθην τι πράγματι εσήμαινεν η όλως αόριστος σύστασις του Βερολίνου….
... Εις σχετικάς βολιδοσκοπήσεις προς την κατεύθυνσιν τον Άξονος μου εδόθη να εννοήσω σαφώς ότι μόνη λύσις θα μπορούσε να είναι μία εκουσία προσχώρησις της Ελλάδος εις την "Νέαν Τάξιν" . Προσχώρησις που θα εγένετο όλως ευχαρίστως δεκτή από τον Χίτλερ "ως εραστήν του Ελληνικού πνεύματος".
Συγχρόνως όμως μου εδόθη να εννοήσω ότι η ένταξις εις την Νέαν Τάξιν προϋποθέτει προκαταρκτικήν άρσιν όλων των παλαιών διαφορών με τους γείτονάς μας, και ναι μεν αυτό θα συνεπήγετο φυσικά θυσίας τινάς δια την Ελλάδα, αλλά αι θυσίαι θα έπρεπε να θεωρηθούν απολύτως "ασήμαντοι" εμπρός εις τα "οικονομικά και άλλα πλεονεκτήματα" τα οποία θα είχεν δια την Ελλάδα ή Νέα Τάξις εις την Ευρώπην και εις την Βαλκανικήν…
... Όταν επέμεινα να κατατοπισθώ, πόσον επί τέλους θα μπορούσε να είναι αυτό το ελάχιστον τελικώς, μάς εδόθη να καταλάβωμεν ότι τούτο συνίστατο εις μερικάς ικανοποιήσεις προς την Ιταλίαν δυτικώς μέχρι Πρεβέζης, ίσως και προς την Βουλγαρίαν ανατολικώς μέχρι Δεδεαγάτς . 
Δηλαδή θα έπρεπε δια να αποφύγωμεν τov πόλεμον, να γίνωμεν εθελονταί δούλοι και να πληρώσωμεν αυτήν την τιμήν... με το άπλωμα του δεξιού χεριού της Ελλάδος προς ακρωτηριασμόν από την Ιταλίαν και του αριστερού προς ακρωτηριασμόν από την Βουλγαρίαν.
 Φυσικά δεν ήτo δύσκολον να προβλέψη κανείς ότι εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν οι Άγγλοι θα έκοβαν και αυτοί τα πόδια της Ελλάδος. Και με το δίκαιόν των…»

Στη συνέχεια, πρώτα δικαιολογεί την Αγγλία, εξηγώντας τους λόγους για τους οποίους «νομιμοποιείται» και εκείνη να καταλάβει ένα ακόμα κομμάτι της ελληνικής επικράτειας αι να προστατέψει τα ζωτικά συμφέροντά της[8]
Επικαλείται μάλιστα και ασφαλείς πληροφορίες από κύκλους της Αλεξάνδρειας, ότι ένα τέτοιο σενάριο είναι περισσότερο από πιθανό.
 Και στο τέλος περιγράφει και την κατάσταση που θα επικρατούσε στην Ελλάδα σε περίπτωση που θα ίσχυαν όσα περιγράφει λίγο πριν:
«…Αλλά τότε ο Ελληνικός λαός δικαίως θα ετάσσετο εναντίον της κυβερνήσεως η οποία δια vα τον προφυλάξη από τον πόλεμον θα τον κατεδίκαζε εις εθελουσίαν υποδούλωσιν μετ' εθνικού ακρωτηριασμού. Αυτή η δήθεν προφύλαξις θα ήτο δια την τύχην της εις το μέλλον Ελληνικής φυλής, πλέον ολεθρία και από τας χειροτέρας έστω συνεπείας οποιουδήποτε πολέμου. 

Το δίκαιον λοιπόν, δεν θα ήτο με το μέρος της Κυβερνήσεως των Αθηνών, εάν η τελευταία ενήργει κατά τας υποδείξεις του Βερολίνου που ανέφερα. Το δίκαιον θα ήτο με το μέρος του Ελληνικού Λαού, ο οποίος θα κατεδίκαζεν αυτήν, και των Άγγλων οι οποίοι υπερασπίζοντες την ύπαρξίν των επίσης δικαίως θα ελάμβανον τα μέτρα που εφέροντο έχοντες μελετήσει, εισακούοντες άλλωστε τας δικαίας αιτιάσεις των Ελλήνων, οίαι θα προέκυπτον εν καιρώ εάν εδίδετο ή εύλογος αυτή αφορμή.
Θα εδημιουργούντο έτσι όχι δύο, όπως το 1916, άλλά τρείς αυτήν την φοράν Ελλάδες.

Η πρώτη θα ήτο η επίσημος των Αθηνών η οποία είχεν φθάσει εις την πόρωσιν και το κατάντημα δια να αποφύγη τον πόλεμον να δεχθή να γίνη εθελοντής δούλος, πληρώνουσα μάλιστα την τιμήν αυτήν και με την συγκατάθεσίν της να αυτοακρωτηριασθή τραγικώτατα, παραδίδουσα εις την δουλείαν πληθυσμούς αμιγώς Ελληνικούς και μάλιστα δύναμαι να είπω τους Ελληνικωτέρους των Ελληνικών τοιούτους. 
Δευτέρα θα ήτο η πραγματική Ελλάς. Δηλαδή η παμψηφία της κοινής γνώμης του Έθνους, το οποίον ποτέ δεν θα απεδέχετο την εκουσίαν του υποδούλωσιν πληρωνομένην μάλιστα με εθνικόν ακρωτηριασμόν αφόρητον και ισοδυναμούσαν με οριστικήν ατίμωσιν και μελλοντικήν βεβαίαν εκμηδένισιν του Ελληνισμού ως εννοίας και οντότητος, εκμηδένισιν πρώτον ηθικήν και δεύτερον εν συνεχεία της ηθικής και υλικήν.

Tο Έθνος ουδέποτε θα συνεχώρει εις τόν Βασιλέα και την Εθνικήν Κυβέρνησιν της 4ης Αυγούστου, τοιαύτην πολιτικήν. 
Τρίτη τέλος θα προέκυπτε μία ακόμη Ελλάς, η Ελλάς την οποίαν δεν θα παρέλειπον να δημιουργήσουν, φυσικά με την επίκλησιν του δημοκρατισμού, οι δημοκρατικοί Έλληνες υπό την κάλυψιν του βρετανικού Στόλου εις τα νήσους, Κρήτην και εις τας άλλας. 
Η τρίτη αυτή Ελλάς, η "Δημοκρατική" θα είχε με το μέρος της όχι μόνον την πρόθυμον υποστήριξιν της Αγγλίας εις την οποίαν θα έδιδε το δικαίωμα να καλύψη τας νήσους μας, καλυπτομένη και η ιδία εις την Βόρειον Αφρικήν, αλλά θα είχε με το μέρος της και το Εθνικόν δίκαιον. 
Η ηθική της δύναμις λοιπόν θα απερρόφα μοιραίως την επίσημον Ελλάδα, διότι θα διέθετεν η τρίτη αυτή Ελλάς, την ανεπιφύλακτον έγκρισιν και ενίσχυσιν της ανεπισήμου, της "δευτέρας" Ελλάδος, της Εθνικής δημοσίας γνώμης εν τη παμψηφία της….»

Αξίζει νομίζουμε τον κόπο να σταθούμε λίγο σε αυτό το σημείο και να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τον ομιλούντα. Το κυρίαρχο θέμα που τον απασχολούσε ήταν η αποφυγή της εμπλοκής της Ελλάδας σε πόλεμο. 
Έχει πλήρη επίγνωση της κατάστασης στην οικονομία, την κοινωνία, ακόμα και τον βαθμό προετοιμασίας, το αξιόμαχο του στρατεύματος. Γνωρίζει επίσης ότι μετά από μια τετράχρονη στυγνή δικτατορία, οι δομές εξουσίας έχουν φθαρεί, βρίσκονται σε αδράνεια, ενώ η κοινωνία είναι βαθύτατα διαιρεμένη. 
Γνωρίζει τέλος ότι η είσοδος στον πόλεμο, χωρίς ένα ιδεολόγημα που θα λειτουργούσε συνεκτικά και συνεγερτικά προς τον λαό, θα δημιουργούσε τον τεράστιο κίνδυνο για κάθε εξουσιαστή, του «κενού εξουσίας», της αδυναμίας των δυνάμεων εξουσίας να ελέγξουν τις εξελίξεις.
 Μια τέτοια προοπτική μάλιστα θα αποτελούσε τον εφιάλτη όχι μόνο του ίδιου του δικτάτορα, αλλά του συνόλου των δομών εξουσίας, της βασιλείας, του πολιτικού κόσμου και το χειρότερο, του ίδιου του κοινωνικού και οικονομικού συστήματος, του μεγάλου κεφαλαίου. 
Μια τέτοια εξέλιξη ο ίδιος ο Μεταξάς, χωρίς να την κατονομάζει ευθέως, την χαρακτηρίζει «πλέον ολεθρία και από τας χειροτέρας έστω συνεπείας οποιουδήποτε πολέμου».
Θα προτιμούσε βέβαια να διατηρήσει την Ελλάδα σε κατάσταση αυστηρής ουδετερότητας, αλλά οι εμμονικές απαιτήσεις που θέτει η Ιταλία, δεν αφήνουν περιθώρια προς αυτή την κατεύθυνση, ειδικά εφ’ όσον η Αγγλία δεν μπορεί να υποσχεθεί σημαντική στρατιωτική προστασία που ίσως να λειτουργούσε αποτρεπτικά.
Και τότε εξετάζει το ενδεχόμενο να προσχωρήσει στο στρατόπεδο του Άξονα! 
Βήμα απελπισίας που είναι δεδομένο ότι θα γεννήσει εκρηκτικές αντιδράσεις σε διαφορετικά επίπεδα, εντός και εκτός Ελλάδας. 
Οι ιταλογερμανικές αξιώσεις όμως δεν επιδέχονται αμφισβήτησης. Προσχώρηση στις δυνάμεις του Άξονα σημαίνει οριστική εγκατάλειψη της ουδετερότητας, παραχώρηση εδαφών και ενεργό στρατιωτική εμπλοκή!

Στην ουσία, μια τέτοια επιλογή θα σήμαινε και το τέλος του φασιστικού καθεστώτος της 4ης Αυγούστου. 
Και αυτό το ήξερε πολύ καλά ο Μεταξάς. 
Είναι άγνωστο αν θα υπήρχε η «Τρίτη Ελλάς» με την μορφή που την περιγράφει τόσο γλαφυρά. 
Αν δηλαδή, μια μερίδα απότακτων «δημοκρατικών αξιωματικών, με το βασιλιά και τους αγγλόφιλους πολιτικούς και με την μερίδα εκείνη των κεφαλαιοκρατών που τα συμφέροντά τους ήταν δεμένα με τους Άγγλους, θα ίδρυαν ένα ξεχωριστό κράτος με την Κρήτη και άλλα νησιά του Αιγαίου που θα πολεμούσε στο πλευρό των συμμάχων ενάντια στην υπόλοιπη Ελλάδα, ή θα πέρναγαν στην Αίγυπτο, (όπως άλλωστε και έγινε τελικά). 
Όπως επίσης είναι άγνωστο αν η «δεύτερη Ελλάς», η κοινή γνώμη, το Έθνος, ο λaός, όπως αρέσκεται να τους αποκαλεί, θα συντάσσονταν και σε ποιο βαθμό με την «Τρίτη Ελλάδα» των αγγλόφιλων αστών. 
Το μόνο βέβαιο θα ήταν ότι η «επίσημη Ελλάς» των φασιστών και της 4ης Αυγούστου, μαζί με τη μερίδα του κεφαλαίου που είχε συμφέροντα με τους Γερμανούς, θα αποτελούσαν τους δοσίλογους και τους γερμανοτσολιάδες, (όπως επίσης έγινε τελικά)
Σε κάθε περίπτωση, ο εργαζόμενος λαός. ο εργάτης, ο αγρότης, ο νέος και η νέα, πάλι θα έγραφαν το Λαϊκό Έπος του 40, καθώς και το Επος της Λαϊκής Εθνικής Αντίστασης.

ΠΡΩΤΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

1.- Ο Μύθος του « Όχι»
Σύμφωνα με διεθνείς συνθήκες, ένα «τελεσίγραφο» επιδίδεται από ένα κράτος σε άλλο για να κάνει γνωστή μια απαίτησή του πρώτου προς το δεύτερο. 
Θα περιλαμβάνει την αιτιολογημένη «απαίτηση», μια προθεσμία εκπλήρωσής της και μια «ποινή» (συνέπειες), αν αυτή δεν εκπληρωθεί.
 Η «συνέπεια» από την άρνηση συμμόρφωσης μπορεί να είναι και η κήρυξη πολέμου. 
Επίσης, το τελεσίγραφο (διεθνώς: ultimatum) υπονοεί ότι είναι η τελευταία προειδοποίηση και ότι δεν είναι διαπραγματεύσιμο, εκτός αν προκύψουν νέα στοιχεία ή μπει η συζήτηση σε νέες βάσεις. 
Τέλος, οι διεθνείς συνθήκες (Χάγη, ΟΗΕ κλπ.) ενθαρρύνουν ή επιβάλλουν τη επίδοση τελεσιγράφων πριν από την έναρξη εχθροπραξιών μεταξύ δύο κρατών, σε μια προσπάθεια μείωσης των ανεξέλεγκτων πολεμικών συγκρούσεων.
 Επειδή όμως ο πόλεμος είναι εφαρμογή δύναμης ή απλά επίδειξη δύναμης, πολλές φορές οι εχθροπραξίες αρχίζουν χωρίς την επίδοση τελεσιγράφου. 
Σε άλλες πάλι, η διατύπωσή του ή η «προθεσμία συμμόρφωσης» είναι έτσι διαμορφωμένες ώστε το τελικό αποτέλεσμα να είναι δεσμευτικό για τον παραλήπτη και να μην αφήνει περιθώρια αντίδρασης άλλης απ΄την έναρξη εχθροπραξιών.
Από τις δυνάμεις του Άξονα, η Γερμανία και η Ιαπωνία δεν επέδωσαν ποτέ τελεσίγραφα στις χώρες στις οποίες επιτέθηκαν. Στις περιπτώσεις αυτές είχαμε τον λεγόμενο «αιφνίδιο πόλεμο». 
Η Ιταλία πάλι, επέδιδε τελεσίγραφο, διατυπωμένο όμως με τρόπο που δεν αποτελούσε τελεσίγραφο, αλλά στην ουσία μια ανακοίνωση έναρξης εχθροπραξιών, δηλαδή κήρυξη πολέμου. 
Δεν περιείχε πρακτικά εφαρμόσιμα χρονικά περιθώρια αντίδρασης. Ανακοίνωνε απλώς ότι τα στρατεύματά της εισέρχονται άμεσα στο ελληνικό έδαφος με σκοπό να κινηθούν ελεύθερα, όπου θέλουν, χωρίς να ενημερώνουν καν! 
Η μόνη διατυπωμένη «απαίτηση» ήταν να …μην συναντήσουν οποιαδήποτε αντίσταση! 
Τέλος δεν αναφέρονται «συνέπειες μη συμμόρφωσης», που σε μια τέτοια περίπτωση δεν θα ήταν άλλη από την κήρυξη πολέμου. 
Ο λόγος είναι φανερός βέβαια Γιατί στην πράξη έχομε «αιφνίδια εισβολή» ιταλικών στρατευμάτων στην ελληνική επικράτεια, πράγμα που από μόνο του συνιστά πολεμική επιθετική ενέργεια!


2.- ΌΧΙ!... Τεχνικά δεν υπήρξε καμιά άρνηση, κανένα «όχι» στην ιταλική εισβολή
Επιστρέφω λοιπόν στα ερωτήματα που έθεσα κοντά στην αρχή: Τι ακριβώς λοιπόν «αρνήθηκε» ο Μεταξάς; 
Η απάντησή του στο «τελεσίγραφο» ήταν: «λοιπόν, έχουμε πόλεμο»! Που φυσικά ήταν σωστή σαν διαπίστωση, αλλά δεν συνιστούσε άρνηση σε κάτι. 
Η αντίθεση στις επιλογές των δύο χωρών και η ένταξή τους σε διαφορετικά στρατόπεδα του νέου ιμπεριαλιστικού πολέμου που είχε ξεσπάσει πριν λίγο, ήταν γνωστή και δεδομένη . 
Οι Ιταλοί ήταν από τις μεγάλες δυνάμεις του ιμπεριαλιστικού Άξονα, ενώ μικρή Ελλάδα είχε ταυτίσει την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της ελληνικής αστικής τάξης με τα συμφέροντα της αστικής τάξης της ιμπεριαλιστικής μεγάλης Βρετανίας.
Οι Ιταλοί είχαν εισβάλει σε ξένη χώρα και μάλιστα ουδέτερη, με σκοπό να κάνουν κατάληψη και κατοχή. 
Και σε ένα χέρσο χωράφι να πηδούσαν τη μάντρα και να έμπαιναν, σε ένα ακατοίκητο σπίτι να έσπαγαν το τζάμι και να έκαναν το ίδιο, πάλι θα ήταν παράνομοι. 
Για τους ιδιοκτήτες δε, θα ήταν αυτονόητο όχι απλά να αρνηθούν, αλλά να πάρουν όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα να διώξουν τους εισβολείς από εκεί που ήρθαν. 
Πολύ περισσότερο όταν μιλάμε για ένα κράτος και έναν λαό, αναγνωρισμένα μέλη της διεθνούς κοινότητας, με παράδοση και ιστορία που, όποια προβλήματα και αν έχει, δεν παύει να διατηρεί το δικαίωμα για ελευθερία και ανεξαρτησία. 
Και, στην περίπτωση που κάποιοι πολίτες αυτού του κράτους, θα επέλεγαν να αποδεχτούν το αποτέλεσμα της εισβολής, θα άξιζε να τους πετάξουν κι αυτούς σαν προδότες, μαζί με τα αφεντικά τους. Αυτό το νόημα είχε και η επιστολή του Ζαχαριάδη προς τους κομουνιστές και τους υπόλοιπους πατριώτες αγωνιστές.

Ο Μεταξάς λοιπόν δεν είπε κανένα Όχι!... Ο βασιλιάς, ο αστικός πολιτικός κόσμος, η στρατιωτική ηγεσία, η ίδια η αστική τάξη δεν είπαν όχι!... 
Όλοι αυτοί που αποτελούσαν την «Επίσημο Ελλάδα» δεν είπαν όχι στους Ιταλούς. 
Αντίθετα μάλιστα, όλοι τους λίγο ή πολύ σκέφτηκαν και μέτρησαν το ενδεχόμενο να πουν «ναι», να προσχωρήσουν δηλαδή στον χιτλεροφασιστικό Άξονα!
 Ήταν έτοιμοι να παραδώσουν τα κλειδιά της χώρας, να συναινέσουν στην υποδούλωση του ελληνικού λαού, γιατί αυτό υπαγόρευαν τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου που είχαν ταχτεί να υπηρετούν. 
Και όταν μερικούς μήνες αργότερα, με την εισβολή των Γερμανών, κατέρρεε όλο το σύστημα εξουσίας τους κάτω από την προδοσία κάποιων και την ολιγωρία κάποιων άλλων, τότε διαλύθηκαν σαν «ομάδες» και κατέληξαν υπηρέτες ξεχωριστών αφεντάδων.

Προς το παρόν πάντως, προτίμησαν να παραμείνουν προσκολλημένοι στο μύθευμα του Όχι… Το Έπος του σαράντα ήταν ένα καλό άλλοθι για όλα αυτά τα κοινωνικά παράσιτα. 
Χάρη στον γνήσιο πατριωτισμό των απλών φαντάρων που έτρεξαν με περίσσιο ενθουσιασμό στην επιστράτευση, τις λειψές αμυντικές πολεμικές προετοιμασίες που είχε προλάβει το τεταρτοαυγουστιανό καθεστώς με τη στρατιωτική ηγεσία, τον γνήσιο πατριωτισμό και τον επαγγελματισμό των κατώτερων, ανώτερων και ελάχιστων ανώτατων αξιωματικών των Ενόπλων Δυνάμεων, το «Λαϊκό Εθνικό Έπος του Σαράντα» είχε αρχίσει να γράφεται στα Βουνά της Αλβανίας. 
Και αποτελούσε μια καλή ευκαιρία για όλα τα παράσιτα και τους καιροσκόπους, να περάσουν το παραμύθι του «πανεθνικού αλβανικού έπους» και, μέσα από αυτό να εγγράψουν υποθήκες για μελλοντικές υποχωρήσεις και προδοσίες, για νέες επιθέσεις ενάντια στο λαϊκό εργατικό κίνημα.

Ο μόνος συμβολισμός του «όχι» είναι ο αγώνας του λαού κατά του φασισμού
Βέβαια, παρά την παντοδυναμία της προπαγάνδας τους που μπορούσε κάθε στιγμή να κάνει το μαύρο άσπρο, δεν ήταν δυνατόν να στηρίζονται επ’ άπειρον σε ένα ανύπαρκτο «όχι». 
Έτσι, με την πάροδο του χρόνου,κατασκεύασαν διάφορους «συμβολισμούς» του όχι, το φόρτισαν συναισθηματικά, με ταινίες, τραγούδια, πρόσθεσαν μεμονωμένα περιστατικά ηρωισμού στις μάχες, εθνικιστικές ακρότητες και αρκετή προπαγανδιστική σάλτσα, στοχεύοντας όχι στην ορθολογική λειτουργία του μυαλού, αλλά στο συναίσθημα του αναγνώστη, του θεατή, του μαθητή… Και έστησαν ένα ολόκληρο σκοταδιστικό αντιδραστικό κατασκεύασμα με το οποίο βομβαρδίζουν ογδόντα χρόνια τώρα τις συνειδήσεις, κρύβοντας ή διαστρεβλώνοντας την αλήθεια, συκοφαντώντας τον αγώνα γνήσιων αγωνιστών πατριωτών.

Κ όμως, υπάρχει ένας συμβολισμός στο «Όχι» του Σαράντα. 
Οι Έλληνες φαντάροι και αξιωματικοί, ήξεραν ότι πολεμώντας στα βουνά μέσα στο καταχείμωνο του 40-41, δεν αγωνίζονταν ενάντια στον Ιταλό φαντάρο ούτε μόνο ενάντια στον Ιταλικό φασισμό. 
Αγωνίζονταν ενάντια στον φασισμό με όποια μορφή και αν παρουσιάζεται. 
Και όταν τρέχαν να καταταγούν «με το χαμόγελο στα χείλη» το χαμόγελο αυτό πλάταινε ακόμα περισσότερο, όταν σκέφτονταν και τους δικούς τους Μεταξάδες, τους φασίστες, τους ναζιστές, τους δικτάτορες, και κάθε λογής ξενόδουλους.


Το μοναδικό ΟΧΙ! που βγήκε από το στόμα των Μεταξάδων…
Για να μην τους αδικούμε όμως… Υπάρχει ένα σημείο του Ελληνο-ιταλικού πολέμου στο οποίο πρώτος ο φασίστας δικτάτορας, όσο και το σύνολο σχεδόν του αστικού πολιτικού κόσμου ήταν κάθετοι στο «όχι» τους, απόλυτοι στην άρνησή τους.
Είπαν «όχι» στους κρατούμενους κομμουνιστές της Ακροναυπλίας που ζήτησαν από την πρώτη κιόλας μέρα να καταταγούν και να πάνε στο μέτωπο. 
Είπαν επίσης «όχι» και στους υπόλοιπους κρατούμενους και εξόριστους κομουνιστές στα διάφορα κάτεργα και στα ξερονήσια. 
Αρνήθηκαν επίσης να επιτρέψουν τη στρατολόγηση των δημοκρατικών αξιωματικών που είχαν αποταχτεί από το 35 και προσήλθαν μόλις ξέσπασε ο πόλεμος, ζητώντας να καταταγούν και να πολεμήσουν. 
Και δεν έφτανε αυτό, αλλά τελικά τους κράτησαν φυλακισμένους όλη την περίοδο και στο τέλος, τους παρέδωσαν σιδηροδέσμιους στους Γερμανούς!
 Άλλοι από αυτούς κρατήθηκαν σαν όμηροι και τελικά εκτελέστηκαν και άλλοι στάλθηκαν σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας στη Γερμανία.
Αυτός ήταν ο ψευτοπατριωτισμός του δικτάτορα και των υπολοίπων εκπροσώπων των Μποδοσάκηδων, των Δαμβέργηδων, των εφοπλιστών, του Γ.Α.Βλάχου της Καθημερινής και του Χ. Λαμπράκη του Ελεύθερου Βήματος… Αυτή ήταν η υποκρισία τους ότι δήθεν νοιάζονταν για την πατρίδα, το κύρος και την αξιοπρέπεια του λαού της!...Ένα «όχι» γνήσια ταξικό, στην υπηρεσία της αστικής τάξης. 
Γιατί για τις αστικές τάξεις τα πράγματα είναι πάντα καθαρά και αδυσώπητα, χωρίς συναισθηματισμούς και φληναφήματα για Έθνη και πατριωτισμούς, για θυσίες και ηρωισμούς. 
 Είναι το συμφέρον της τάξης που έρχεται πρώτο. Και θα συμμαχήσουν ακόμα και με το διάβολο αν αυτός τους εξασφαλίζει τη διατήρηση της εξουσίας τους

Επίλογος
Το θέμα είναι τεράστιο και δεν χωρά στα στενά πλαίσα ενός επετειακού άρθρου για την 28η Οκτωβρίου και το λεγόμενο «Έπος του Σαράντα». Η εργασία αυτή όμως δεν τελειώνει εδώ. 
Πολύ περισσότερο γιατί μια πληθώρα στοιχείων και αποδείξεων γύρω από τα όσα ισχυρίζομαι κάνουν την εμφάνισή τους κατά τη δεύτερη και τρίτη φάση του ελληνο-ιταλικού πολέμου, κατά την γερμανική εισβολή και μετά από αυτήν. 
Είναι η περίοδος της μεγάλης πολιτικής κρίσης της ελληνικής αστικής τάξης και του αστικού πολιτικού κόσμου που, ξεσπάει στις αρχές του 1941 και διαρκεί με διάφορες φάσεις, για πολλές δεκαετίες
Επιφυλάσσομαι λοιπόν για το δεύτερο μέρος, σε εύθετο χρόνο…





[5] Έστω και καλυμμένη κάτω από την αυστηρή, αλλά οπωσδήποτε προσχηματική ουδετερότητα (σ.σ.)
[6] Γ. Ανδρικόπουλου: «Οι ρίζες του ελληνικού φασισμού», εκδόσεις «ΔΙΟΓΕΝΗΣ», σελ 25

[7] Βλέπε σημείωση 4
[8] Ένας ακόμα συνήγορος και υπερασπιστής των δικαίων του ιμπεριαλισμού, αυτή τη φορά του αγγλικού!...

Παρουσίαση κειμένου:Viva La Revolucion