09 Μαρτίου, 2017

οι "νέοι" νεο"αριστεροί" κ οι φρούδες ελπίδες που σπέρνουν με την αλλαγή νομίσματος:


ΙΔΡΥΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ «ΑΡΙΣΤΕΡΟΥ ΡΕΥΜΑΤΟΣ»
Το παραμύθι της «αριστερής κυβέρνησης» σε επανάληψη
Στις 4 και 5 Φλεβάρη πραγματοποιήθηκε το ιδρυτικό συνέδριο του «Αριστερού Ρεύματος» (ΑΡ), το οποίο και μετατράπηκε από τάση μέσα στη ΛΑΕ σε διακριτή πολιτική οργάνωση.
Είναι εξέλιξη που ουσιαστικά είχε προαναγγελθεί εδώ και καιρό και δεν μεταβάλλει, τουλάχιστον σε αυτή τη φάση, τη συμμετοχή του ΑΡ (ως βασική συνιστώσα) στη ΛΑΕ. Κατοχυρώνει, όμως, την αυτοτέλειά του μέσα και έξω από τη ΛΑΕ και με αυτή την έννοια διευκολύνει τις ζυμώσεις, τα παζάρια, τις συνεργασίες ανάμεσα στα κόμματα και τις ομάδες του οπορτουνιστικού χώρου, ο οποίος βρίσκεται σε κινητικότητα που δεν έχει ακόμη κατασταλάξει πλήρως μετά την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ στην αστική διακυβέρνηση. Το ΑΡ, εκδηλώνοντας τον πόθο του να αναδειχθεί σε ΣΥΡΙΖΑ νο2, αναφέρει χαρακτηριστικά: «Το κενό που άφησε ο ΣΥΡΙΖΑ στρεφόμενος στα μνημόνια και στο νεοφιλελευθερισμό, θα καλυφθεί με άλλους όρους, με άλλο τρόπο, από άλλες δυνάμεις».1


Κυβερνητισμός και «δεύτερη φορά αριστερά»

Με αφορμή το ιδρυτικό του συνέδριο, το ΑΡ επαναφέρει σε μια επανάληψη που θυμίζει κακοφτιαγμένο ριμέικ το παραμύθι της «αριστερής κυβέρνησης», που τόσο ακριβά έχει πληρώσει ο λαός με τις αυταπάτες που μαζικά έσπειρε ο ΣΥΡΙΖΑ.

Η πολιτική πρόταση του ΑΡ παρουσιάζεται ως «ριζοσπαστικό αντιμνημονιακό μεταβατικό πρόγραμμα με σοσιαλιστική κατεύθυνση και προοπτική» και έχει ως πυρήνα την ανοιχτή (και όχι καλυμμένη όπως συμβαίνει σε «μεταβατικά προγράμματα» άλλων οπορτουνιστικών δυνάμεων) διεκδίκηση της αστικής διακυβέρνησης: 
«Προτείνουμε ένα συνολικό πολιτικό πρόγραμμα, για να ανατρέψουμε τους ταξικούς συσχετισμούς, να δημιουργήσουμε τις πολιτικές και κοινωνικές προϋποθέσεις, ώστε να τεθεί με άλλους όρους και με πειστικότητα το ζήτημα της αριστερής διακυβέρνησης (...) Από αυτό τον αγώνα θα προκύψει σε νέες βάσεις η αναγκαιότητα ενός δεύτερου και τώρα πραγματικού κύκλου αριστερής κυβερνητικής διεξόδου (...) Η επαναστατική αριστερά έχει στο DNA της την ανατροπή, αλλά πρέπει να γνωρίζει να ασκεί και διακυβέρνηση μαζί με το λαό σε μία πορεία, που φέρνει πιο κοντά την ανατροπή. Η Αριστερά διεκδικεί την εξουσία ακόμη και αν δεν έχει διαμορφωθεί το έδαφος για επαναστατική αλλαγή (...)».

Το ΑΡ αναμασά - ως δήθεν καινοτόμα σκέψη - τις οπορτουνιστικές αυταπάτες περί δυνατότητας αξιοποίησης του αστικού κράτους προς όφελος της λαϊκής ευημερίας και της επιδίωξης του σοσιαλισμού, γι' αυτό και ιεραρχείται η ανάγκη διεκδίκησης ενός «δεύτερου», «πραγματικού» κύκλου «αριστερής διακυβέρνησης».

Υπό το πρίσμα αυτής της αποδοχής ψέγει τον ΣΥΡΙΖΑ γιατί δεν αξιοποίησε προς όφελος του λαού την κατάκτηση της διακυβέρνησης και ερμηνεύει την πορεία του ως προϊόν της «κυβερνητικής - μνημονιακής μετάλλαξής» του για την οποία ευθύνεται η «στενή ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ υπό τον Αλέξη Τσίπρα», η οποία, όπως λένε, «αποδείχτηκε πολύ κατώτερη των περιστάσεων».

Οταν τα παραπάνω διατυπώνονται από οπορτουνιστές με πορεία σαν αυτή των κεντρικών στελεχών της ΛΑΕ, τότε δεν πρόκειται απλώς για αδυναμία άντλησης συμπερασμάτων από την ιστορία του ελληνικού και διεθνούς επαναστατικού κινήματος, αλλά για ανοιχτή κοροϊδία του λαού.
 Γνωρίζουν πολύ καλά ότι οπουδήποτε το κομμουνιστικό κίνημα υιοθέτησε τέτοιες λογικές και συμμετείχε από κυβερνητικές θέσεις στη διαχείριση του καπιταλισμού, όχι μόνο δεν χρησίμευσε αυτό στη βελτίωση της θέσης του λαού και της «προοπτικής του σοσιαλισμού», αλλά σταθεροποιούσε ακόμα περισσότερο τον καπιταλισμό μέσω του τραβήγματος στην αστική διαχείριση (και κατ' επέκταση στην άμβλυνση της επαναστατικής αιχμής) των ΚΚ.

Η αντίληψή τους αυτή κρύβει τον ταξικό χαρακτήρα του αστικού κράτους και των θεσμών του, ο αστικός χαρακτήρας των οποίων εδράζεται πριν απ' όλα στην κυριαρχία των καπιταλιστικών σχέσεων στην παραγωγή. Σε αυτή την απατηλή βάση, το ΑΡ διακηρύσσει τη «δημοκρατική μεταρρύθμιση του κράτους και του Δημοσίου» και «μεγάλες προοδευτικές τομές στο πολιτικό σύστημα, στη δημόσια διοίκηση, στη διεύρυνση της δημοκρατίας με μορφές άμεσης δημοκρατικής συμμετοχής». Ουσιαστικά, πλασάρει ως βήματα προς το σοσιαλισμό την ενίσχυση των αστικών θεσμών σε μια εκδοχή σοσιαλδημοκρατικής διαχείρισης. Ο σοσιαλισμός προβάλλεται ως προϊόν και κατάληξη της διεύρυνσης της αστικής δημοκρατίας και όχι ως αποτέλεσμα της επαναστατικής ανατροπής της.

«Παραγωγική ανασυγκρότηση» για «επενδυτική άνοιξη» του κεφαλαίου

Στη βάση αυτής της αστικής διακυβέρνησης, το ΑΡ υπόσχεται «μεγάλους προοδευτικούς μετασχηματισμούς στην παραγωγή και την οικονομία», στο έδαφος πάντα της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και εξουσίας, με ένα οικονομικό πρόγραμμα που «θα συγκρούεται με όρους δικαιοσύνης, αναδιανομής και αποτελεσματικότητας με το νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα». 
Το πρόγραμμα αυτό περιλαμβάνει μια σειρά προτάσεων διαχείρισης που βαρετά διατυπώνουν και αναδιατυπώνουν διάφορες δυνάμεις όλα τα τελευταία χρόνια - και ο ΣΥΡΙΖΑ βέβαια όταν ήταν στην αντιπολίτευση - στα πλαίσια της «αντιμνημονιακής» πάλης: 
«Η διαγραφή του δημόσιου χρέους, μαζί με τη διαγραφή και τη γενναία ρύθμιση των ιδιωτικών χρεών (...) η κατάργηση των μνημονίων και των εφαρμοστικών τους νόμων, η εθνικοποίηση - κοινωνικοποίηση των τραπεζών (...), η εθνικοποίηση - κοινωνικοποίηση και ανασυγκρότηση των στρατηγικών δημόσιων επιχειρήσεων και ο τερματισμός των ιδιωτικοποιήσεων (..) νέο απλό και δίκαιο φορολογικό σύστημα (...) 
Ενα νέο σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης και παραγωγικού μετασχηματισμού, με έμφαση στο διπλασιασμό, τουλάχιστον, των δημόσιων επενδύσεων, στη χορήγηση ισχυρής ρευστότητας με ευνοϊκότατους όρους και σχεδόν μηδενικά επιτόκια στην οικονομία (...)».

Το μαγικό «κλειδί» που μπορεί να ανοίξει το δρόμο για την εφαρμογή των παραπάνω βρίσκεται, κατά το ΑΡ, στην «ανάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας και λαϊκής κυριαρχίας» με βασικό μέσο την ανάκτηση της «νομισματικής κυριαρχίας», δηλαδή την έξοδο από το ευρώ. Το ΑΡ, εξάλλου, υιοθετεί την αντίληψη ότι η Ελλάδα έχει χάσει την εθνική της ανεξαρτησία και έτσι παρουσιάζει τις ανισότιμες σχέσεις μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών, και συγκεκριμένα της Ελλάδας, με τα πιο ισχυρά καπιταλιστικά κράτη, ως προϊόν υποτέλειας, επιτροπείας, ξενοδουλίας. 
Ετσι, η ανισοτιμία στις διεθνείς σχέσεις αποκόβεται τελείως από τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής.

Στην ουσία, το ΑΡ δαιμονοποιεί το νόμισμα - βγάζοντας «λάδι» τον καπιταλισμό - για τα δεινά των εργαζομένων και υπόσχεται ένα φιλολαϊκό καπιταλισμό της δραχμής με ενισχυμένη παρουσία της κρατικής υποβοήθησης της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Αυτό γίνεται φανερό, άλλωστε, από τις ίδιες τις δηλώσεις του επικεφαλής του ΑΡ και της ΛΑΕ, όπου σε πρόσφατη συνέντευξή του ο Π. Λαφαζάνης δήλωσε: 
«Το εθνικό νόμισμα, με ένα πρόγραμμα αντιλιτότητας, προστασίας της εθνικής παραγωγής και ρευστότητας για μια επενδυτική άνοιξη στον τόπο, μπορεί να συνεισφέρει στη γρήγορη διέξοδο από την κρίση και να θέσει τη χώρα σε μια βιώσιμη αναπτυξιακή και κοινωνική τροχιά, με επίκεντρο τη νεολαία της πατρίδας μας».2

Είναι φανερό ότι η «προστασία της εθνικής παραγωγής και ρευστότητας» και η «επενδυτική άνοιξη» ταυτίζεται με την αναζωογόνηση της καπιταλιστικής κερδοφορίας, γι' αυτό όλο και περισσότερο τέτοιες προτάσεις συμπίπτουν με αστικούς στόχους. Αυτό, άλλωστε, είναι και το περιεχόμενο της παραγωγικής ανασυγκρότησης στο έδαφος του καπιταλισμού. 
Δεν υπάρχει καμία ταξικά ουδέτερη παραγωγή και οικονομία. Στην παραγωγή και την οικονομία που αναπτύσσονται με κριτήριο το καπιταλιστικό κέρδος, η παραγωγική ανασυγκρότηση είναι συνώνυμη της «ανασυγκρότησης» της καπιταλιστικής κερδοφορίας.
 Με άλλα λόγια, η καπιταλιστική ανάπτυξη παρουσιάζεται ως κρίκος της αντικαπιταλιστικής συσπείρωσης.

Ουσιαστικά, η «οικονομική πολιτική» του ΑΡ είναι μια εναλλακτική σοσιαλδημοκρατική πρόταση αστικής διαχείρισης. Βασικά χαρακτηριστικά αυτής της πρότασης είναι η ενίσχυση του ρόλου του κράτους στη στήριξη της επιχειρηματικής δράσης μέσω μιας σειράς παραγόντων, όπως ενίσχυση της κρατικής ιδιοκτησίας στις τράπεζες, σε «δημόσιες» επιχειρήσεις, ενίσχυσης των κρατικών δαπανών, υποβοήθηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της χώρας (δηλαδή του ελληνικού κεφαλαίου) μέσω υποτιμημένου νομίσματος κ.λπ.

Από τα παραπάνω γίνονται φανερές οι συγκλίσεις που αντικειμενικά εμφανίζονται - παρά τις σημαντικές ιδεολογικές διαφορές - μεταξύ της συγκεκριμένης οπορτουνιστικής γραμμής και του αστικού ευρωσκεπτικισμού, των αυξανόμενων διακηρύξεων υπέρ της υιοθέτησης εθνικών νομισμάτων και μέτρων προστατευτισμού των καπιταλιστικών οικονομιών που εκφράζεται από κόμματα σε όλο το φάσμα του αστικού πολιτικού συστήματος σε χώρες της ΕΕ (με παρόμοιο τρόπο και στις ΗΠΑ). Είναι, βέβαια, ζήτημα που δεν μπορεί να εξαντληθεί στα πλαίσια του παρόντος άρθρου.

Ζυμώσεις με «Πλεύση» και ΑΝΤΑΡΣΥΑ

Η διαφαινόμενη άνοδος του αστικού ρεύματος του ευρωσκεπτικισμού θα επηρεάσει την κινητικότητα στον ευρύτερο οπορτουνιστικό χώρο, όπου κάθε κόμμα επιδιώκει την εξασφάλιση του «ζωτικού του χώρου» και ει δυνατόν την πρωτοκαθεδρία.
 Η ΛΑΕ βρίσκεται σε συνεχή διάλογο, που περιλαμβάνει και αρκετές διαφωνίες, με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ενώ παράλληλα συνεργάζονται στο εργατικό κίνημα, το φοιτητικό και αλλού. Η ΛΑΕ έχει επίσης στενές σχέσεις με την «Πλεύση Ελευθερίας» της Ζ. Κωνσταντοπούλου (η οποία ούτε καν στα λόγια δεν αναφέρεται στην εργατική τάξη, το εργατικό κίνημα κ.λπ.), που επιδιώκει να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στο ευρωσκεπτικιστικό ρεύμα. Στελέχη του «χώρου» όπως ο Αλ. Αλαβάνος και η Ν. Βαλαβάνη τονίζουν την ανάγκη σύμπηξης μιας εκλογικής συμμαχίας ανάμεσα σε ΛΑΕ και «Πλεύση», με στόχο την εξασφάλιση κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης στις επόμενες εκλογές.

Οπως επισημαίνεται στις Θέσεις της ΚΕ: «Αυτά τα κόμματα και οι ομάδες καμουφλάρουν - με διαβάθμιση μεταξύ τους - τον ευρωσκεπτικισμό τους και με κάποια αντικαπιταλιστική συνθηματολογία,
 συμβάλλοντας στον αποπροσανατολισμό και τον εγκλωβισμό δυνάμει ριζοσπαστικών στοιχείων σε μία εκδοχή αστικής διαχείρισης. 
Συνολικά, πρόκειται για δυνάμεις που επιδιώκουν να λειτουργήσουν ως ανάχωμα στη ριζοσπαστικοποίηση και συμπόρευση λαϊκών δυνάμεων με το ΚΚΕ, υιοθετώντας στην ουσία θέσεις και πρακτικές που είχε και ο ΣΥΡΙΖΑ, όταν βρισκόταν ακόμα στην αντιπολίτευση. 
Αρκετοί από αυτούς βρίσκονταν στις γραμμές του ΣΥΡΙΖΑ, βοηθώντας τον να αναρριχηθεί στους θώκους της κυβερνητικής εξουσίας, χρημάτισαν υπουργοί του ή θεσμικοί εκλεγμένοι παράγοντες, συνέβαλαν με τον τρόπο τους στο να δίνεται άλλοθι για την επιβολή σκληρών αντεργατικών πολιτικών και να καλλιεργούνται μαζικά αυταπάτες». Με παρόμοιο ρόλο θα αξιοποιηθούν και το επόμενο διάστημα.

Παραπομπές:

1. «Ιδρυτική διακήρυξη» του Συνεδρίου του «Αριστερού Ρεύματος», 4-5/2/2017, www.iskra.gr


ΤουΚωστή ΜΠΟΡΜΠΟΤΗ*
* Ο Κωστής Μπορμπότης είναι μέλος της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ