26 Μαρτίου, 2017

Τρεις μύθοι για την 25η Μαρτίου 1821

"Σε λίγο συμπληρώνονται 200 χρόνια από την Επανάσταση κι ακόμη τα παιδιά μας τα κανοναρχούν πως το ’21 δεν ήταν μια εξέγερση με πρωταγωνιστή το λαό αλλά θέλημα Θεού που όρισε ένα δεσπότη τον Γερμανό να κηρύξει την Επανάσταση σε ένα τόπο της Εκκλησίας (το μοναστήρι της Αγίας Λαύρας) σε μια σημαδιακή μέρα, του Ευαγγελισμού της Παναγίας για να δέσει και το παραμύθι της υπερμάχου στρατηγού στους «αγώνας του Έθνους»…"

Στην υπηρεσία του ευνουχισμού της εξέγερσης του 1821 και της διαστρέβλωσης του αληθινού περιεχόμενού της


Στην αστική ιστοριογραφία η 25η Μαρτίου, ημέρα που η ορθόδοξη Εκκλησία γιορτάζει τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, έχει καταγραφεί ως ημερομηνία έναρξης της Επανάστασης του 1821.  
Σύμφωνα με της άποψη της επίσημης «ιστορίας» η έναρξη της εξέγερσης σηματοδοτήθηκε από «την ύψωση της σημαίας της Επανάστασης» στην Αγία Λαύρα από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό. Πρόκειται για ένα ακόμη ιστορικό ψέμα της επίσημης κρατικής ιστοριογραφίας αφού όλοι ακόμη και οι «κρατικοί» ιστορικοί δέχονται ότι η Επανάσταση άρχισε νωρίτερα.

Η κυρίαρχη τάξη μετά την Επανάσταση όρισε, αυθαίρετα, αυτή τη σύνδεση της έναρξης της εξέγερσης με μια από τις σημαντικότερες εκκλησιαστικές γιορτές με ισχυρό συμβολισμό για τους πιστούς («Ο αρχάγγελος Γαβριήλ ευηγγελίσθη εις την Παρθένον Μαρίαν την εκ Πνεύματος Αγίου υπ’ αυτής σύλληψιν και γέννησιν του Κυρίου») θέλοντας έτσι να επιβάλει το ιδεολόγημα της καθοριστικής συμμετοχής της εκκλησιαστικής ηγεσίας στον Αγώνα γιατί χρειάζονταν την ορθόδοξη Εκκλησία σαν ένα βασικό στήριγμα στο δικό της εποικοδόμημα και τη δημιουργία μιας υποταγμένης σ’ αυτήν συνείδησης των λαϊκών μαζών. 
Μια επέτειος χρήσιμη στην κυρίαρχη τάξη και σε θεσμούς του εποικοδομήματος της όπως είναι η επίσημη εκπαίδευση, η Εκκλησία και ο Στρατός που χρειάζονται μια γιορτή «καθαρή» από τις ιδέες της αυθεντικής λαϊκής εξέγερσης. 
Μια επέτειος που θα διαφυλάσσει τα «ιερά και τα όσια» της εξουσίας της από τις «ανίερες» εθνικοαπελευθερωτικές αλλά και κοινωνικές ιδέες των εξεγερμένων. Γι αυτό και επιστρατεύθηκε ένας ακόμη μύθος και η σύνδεσή του με έναν άλλο μύθο, αυτόν του Ευαγγελισμού, όπως έχει αποδείξει και η ιστορική έρευνα των χρόνων που τοποθετείται η εμφάνιση του Χριστού στη Γη.
Το διάταγμα των Βαυαρών

Στις 15 Μαρτίου 1838, δέκα επτά χρόνια μετά την κήρυξη της Επανάστασης, με Διάταγμα του «ελέω Θεού Βασιλέως της Ελλάδος» Όθωνα ορίζεται η 25η Μαρτίου ως ημέρα εθνικής γιορτής.

ΟΘΩΝ ΕΛΕΩ ΘΕΟΥ ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
«Θεωρήσαντες ότι η ημέρα της 25 Μαρτίου, λαμπρά καθ’ εαυτήν εις πάντα Ελληνα διά την εν εαυτή τελουμένην εορτήν του Ευαγγελισμού της Υπεραγίας Θεοτόκου, είναι προσέτι λαμπρά και χαρμόσυνος διά την κατ’ αυτήν την ημέραν έναρξιν του υπέρ της ανεξαρτησίας αγώνος του ελληνικού έθνους, καθιερούμεν την ημέραν ταύτην εις το διηνεκές ως ημέρα ΕΘΝΙΚΗΣ ΕΟΡΤΗΣ».

Εν Αθήναις την 15 Μαρτίου 1838.
ΟΘΩΝ
Ο επί των εκκλησιαστικών κτλ. Γραμματεύς της Επικρατείας
Γ. ΓΛΑΡΑΚΗΣ

Έτσι με ένα απλό Διάταγμα ενός ξένου προς την Ελλάδα και τον επαναστατημένο λαό της και (ιατρικά αποδεδειγμένου) παρανοϊκού βασιλιά ορίστηκε αυθαίρετα μια εκκλησιαστική επέτειος ως ημέρα της εξέγερσης των Ελλήνων.

Μέχρι τότε ως εθνική γιορτή είχε καθιερωθεί να γιορτάζεται η Πρωτοχρονιά, σε ανάμνηση της πρώτης Ιανουαρίου 1822 που η πρώτη Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου διακήρυξε την ανεξαρτησία της χώρας και ψήφισε το πρώτο Σύνταγμα.

Έτσι η εθνική γιορτή ταυτιζόμενη με τον Ευαγγελισμό έχανε τον πολιτικό, κοινωνικό και επαναστατικό της χαρακτήρα.
Ο Υψηλάντης , ο Παπαφλέσσας και ο Καρατζάς

Το βαυαρικό Διάταγμα με μια μονοκοντυλιά έσβηνε την ίδια την ιστορία που γνώριζαν και γνωρίζουν όλοι, δεσποτάδες, πρωθυπουργοί, βασιλείς, πρόεδροι Δημοκρατίας, όλοι όσοι κυβέρνησαν αυτό τον τόπο και παρ’ όλα αυτά για να «θωρακίσουν» τους μύθους τους και την εξουσία τους τιμούν μια «μαϊμού-επέτειο».

Η Επανάσταση δεν ξεκίνησε στις 25 Μαρτίου αλλά νωρίτερα.

Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης επικεφαλής επαναστατών το Φεβρουάριο του 1821 στη Βεσσαραβία



Στις 22 Φεβρουαρίου 1821 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης από το Κισνόβ της Βεσσαραβίας μαζί με τα αδέρφια του Γεώργιο και Νικόλαο, τον Γ. Καντακουζηνό, τον Πολωνό αξιωματικό Γαρνόφσκι και μερικούς άλλους αγωνιστές πέρασε τον Προύθο, μπήκε στο Γαλάτσι και άναψε την επαναστατική φωτιά στις παραδουνάβιες ηγεμονίες με την πρώτη προκήρυξη του προς το λαό της Μολδαβίας: 
« Κάτοικοι της αυτής επαρχίας Μολδαβίας, σας γνωστοποιώ, ότι θεία συνάρσει άπασα η Γραικία ύψωσεν από σήμερον τας σημαίας από όλα τα μέρη του ζυγού της τυραννίας, ζητούσα την ελευθερίαν της. Εγώ με όλους τους συμπατριώτας μου πηγαίνω εκεί όπου με καλούσιν οι σάλπιγγες του έθνους και της πατρίδος μου…».

Λίγες μέρες μετά ο Υψηλάντης εισέπραξε τον αφορισμό του από το Πατριαρχείο που όχι μόνο διαβάστηκε σε όλες τις εκκλησίες των υπόδουλων χριστιανών αλλά και με ξεχωριστή εγκύκλιο του πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄ ενημερώθηκαν οι δεσποτάδες ότι το κίνημα του Υψηλάντη είναι ολέθριο και αντιχριστιανικό και γι’ αυτό όσοι είναι μυημένοι στην Φιλική Εταιρία είναι αφορισμένοι.
Στην Πελοπόννησο την φλόγα της Επανάστασης μετέφερε ο Παπαφλέσσας σταλμένος από τις κορυφές της Φιλικής Εταιρίας. Ξεπερνώντας δισταγμούς, τρικλοποδιές και την ανοιχτή έχθρα των περισσοτέρων δεσποτάδων και κοτζαμπάσηδων ο φλογερός ρασοφόρος εξεβίασε ουσιαστικά την κήρυξη του ένοπλου αγώνα.

Ο Παπαφλέσσας

Στις 15 Μαρτίου με δική του εντολή ο φίλος του Ν. Σουλιώτης μαζί με τον Ανδρέα Πετμεζά έστησαν καρτέρι στο δρόμο Καλαβρύτων – Τρίπολης και σκότωσαν δύο Τούρκους σπαχήδες κοντά στο Λιβάρτσι.

Όπως γράφει ο Γιάνης Κορδάτος («Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», τ.Χ, σ. 184) «επίσης, την ίδια ή την άλλη μέρα σκοτώθηκαν και μερικοί γυφτοχαρατζήδες κοντά στο Αγρίδι καθώς και τρεις τάταροι (ταχυδρόμοι). Έτσι το ντουφεκίδι άρχισε και τούρκικο αίμα χύθηκε».

Στην Πάτρα ένας απλός τσαγκάρης, μυημένος στην Φιλική Εταιρία, ο Παναγιώτης Καρατζάς ξεκίνησε την εξέγερση στις 21 Μαρτίου και την επόμενη μέρα οι επαναστάτες έγιναν κύριοι της πόλης.

H Καλαμάτα απελευθερώθηκε πριν από τις 25 Μαρτίου. Η δοξολογία για την απελευθέρωση της πόλης από τους επαναστάτες τελέστηκε στις 23 Μαρτίου. Και το αστείο είναι πως το κράτος που επισήμως θεωρεί πως η Επανάσταση ξεκίνησε από την Αγία Λαύρα στις 25 Μαρτίου τιμάει ακόμη και σήμερα με τελετές και παράτες την απελευθέρωση της Καλαμάτας δυο μέρες πριν.

Ιστορικά κουλουβάχατα από αυτούς που φτιάχνουν την ιστορία κατά πως τους βολεύει…

Είναι λοιπόν μεγάλο ιστορικό ψέμα ότι η Επανάσταση ξεκίνησε στις 25 Μαρτίου από το μοναστήρι της Αγίας Λαύρας με την ύψωση του λαβάρου από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, ο οποίος όπως θα δούμε παρακάτω δεν βρίσκονταν στο μοναστήρι εκείνη τη μέρα.

O μύθος της Αγίας Λαύρας

Αυτά ως προς τον μύθο της 25ης Μαρτίου και των ορισμό της ως ημέρα έναρξης της Επανάστασης. Πάμε τώρα σε ένα άλλο μύθο. Αυτόν της Αγίας Λαύρας ως τόπου όπου κηρύχθηκε η Επανάσταση.

Και αυτός ο μύθος χτίστηκε μετά την Επανάσταση, γύρω στο 1840, διαδόθηκε πλατιά μετά το 1854 και εξυπηρετούσε τον ίδιο σκοπό που εξυπηρέτησε και εξακολουθεί να εξυπηρετεί ο μύθος της 25 Μαρτίου. Ο μύθος της 25ης Μαρτίου έπρεπε να συμπληρωθεί και με ένα άλλο μύθο. Και αυτό έγινε . Πάνω στον πρώτο μύθο δομήθηκε ο δεύτερος.
 Και όπως ένας άλλος μύθος αυτός του Κρυφού Σχολείου βρήκε την έκφρασή του στη ζωγραφική με τον πίνακα του Ν. Γύζη έτσι και ο μύθος της Αγίας Λαύρας βοηθήθηκε από τον πασίγνωστο πίνακα του Θ. Βρυζάκη «Ύψωσις της σημαίας της Επανάστασεως εις την Αγίαν Λαύραν» που φιλοτεχνήθηκε το 1851 και είναι κρεμασμένος σε όλα τα σχολεία για να εμπεδώσουν το ψέμα τα άτυχα ελληνόπουλα.
Ο πίνακα του Θ. Βρυζάκη «Ύψωσις της σημαίας της Επανάστασεως εις την Αγίαν Λαύραν» (1851)

Ο μύθος της Αγίας Λαύρας στηρίχτηκε σε ένα περιστατικό. Το πέρασμα δηλαδή από το μοναστήρι του δεσπότη της Πάτρας Παλαιών Πατρών Γερμανού, του επισκόπου Κερνίτσης Προκοπίου και προεστών της Πάτρας, της Βοστίτσας (η μεσαιωνική ονομασία του Αιγίου) και των Καλαβρύτων τις πρώτες μέρες του Μαρτίου 1821. 
Λίγο πριν ο καϊμακάμης της Τρίπολης που αντικαθιστούσε τον Χουρσίτ Πασά που είχε φύγει για τα Γιάννενα για να χτυπήσει τον Αλή Πασά, διέταξε να παρουσιαστούν μπροστά του όλοι οι προύχοντες και οι δεσποτάδες του Μοριά, μετά από προδοσία του Σωτήρη Κούγια , ενός προύχοντα της Τρίπολης ο οποίος του είχε αποκαλύψει τα σχέδια των Ελλήνων για εξέγερση. Κάμποσοι πήγαν στην Τρίπολη για να το πληρώσουν αργότερα με τη ζωή τους όταν άναψε για τα καλά το ντουφέκι.
Αντίθετα ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Κερνίτσης Προκόπιος και οι προεστοί της Πάτρας, των Καλαβρύτων και της Βοστίτσας πήραν την απόφαση να μην πάνε στην Τρίπολη.  
Είχαν καταλάβει πως η Επανάσταση θα ξεσπούσε έτσι κι αλλιώς και θα το πλήρωναν με τη ζωή τους. Σκαρφίστηκαν λοιπόν ένα τέχνασμα. Αποχαιρέτησαν τον καϊμακάμη των Καλαβρύτων λέγοντας του πως πηγαίνουν στην Τρίπολη. Όμως είχαν φροντίσει να κατασκευάσουν ένα γράμμα που τάχα το έγραψε ένας Τούρκος φίλος τους προειδοποιώντας τους να μην πάνε στην Τρίπολη γιατί ο καϊμακάμης θα τους σκοτώσει. Όταν έφτασαν λοιπόν στις Καστάνες ένας δικός τους άνθρωπός, τους έδωσε το πλαστό γράμμα. Μετά από αυτό προσποιήθηκαν τους τρομοκρατημένους στους Τούρκους συνοδούς τους και επέστρεψαν στα Καλάβρυτα. Εκεί αποφάσισαν στις 10 Μαρτίου να καταφύγουν για μεγαλύτερη ασφάλεια στο μοναστήρι της Αγίας Λαύρας. 
Ήταν ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Κερνίτσης Προκόπιος και οι προύχοντες Ανδρέας Ζαΐμης, Ασημάκης Φωτήλας, Ανδρέας Λόντος, Σωτήρης Θεοχαρόπουλος και Σωτήρης Χαραλάμπης. 
Όμως επειδή φοβήθηκαν ότι έτσι όπως ήταν συναγμένοι στο μοναστήρι θα τους πιάσουν οι Τούρκοι αποφάσισαν να φύγουν και να σκορπιστούν. Έτσι ο Παλαιών Πατρών Γερμανός και ο Ανδρέας Ζαΐμης πήγαν στα Νεζερά Αιγίου και οι άλλοι σε άλλα μέρη. 
Ο ίδιος ο Γερμανός στα απομνημονεύματά του αποκαλύπτει τους λόγους που οι δύο επίσκοποι μαζί με τους προκρίτους μετά από σύσκεψη αποφάσισαν να κρυφτούν: 
 «Συσκεφθέντες αποφάσισαν να μη δώσωσιν αιτίαν τινά , αλλά πεφοβισμένοι να παραμερίσωσιν εις ασφαλή μέρη…».

« Ψεύδος παχυλόν»

Στις 25 Μαρτίου λοιπόν ο Γερμανός δεν ήταν στην Αγία Λαύρα. Όχι μόνο δεν το αναφέρει ο ίδιος στα απομνημονεύματά του αλλά την απουσία του σημειώνουν και όλοι οι ιστορικοί της εποχής.


Ο Σπυρίδων Τρικούπης γράφει στην Ιστορία του: «Ψευδής είναι η εν Ελλάδι επικρατούσα ιδέα ότι εν τη μονή της Αγίας Λαύρας ανυψώθη κατά το πρώτον η σημαία της ελληνικής επαναστάσεως…» .
Ο Σπ. Τρικούπης, o οποίος αρχικά είχε υιοθετήσει τον μύθο της Αγίας Λαύρας στη δεύτερη έκδοση της «Ιστορίας της Ελληνικής Επαναστάσεως» το 1860, είναι κατηγορηματικός:«Ψευδής είναι η εν Ελλάδι επικρατούσα ιδέα ότι εν τη μονή της Αγίας Λαύρας ανυψώθη κατά το πρώτον η σημαία της ελληνικής επαναστάσεως…».

Ο Τζορτζ Φίνλεϊ που έζησε μαζί με τους επαναστατημένους Έλληνες στην Ιστορία της Επανάστασης που εκδόθηκε το 1861 γράφει ότι ο Γερμανός και οι άλλοι σκορπίστηκαν και προσθέτει: «Η αλήθεια όμως είναι ότι ο λαός εμψυχωμένος από τους Φιλικούς αψήφησε τον κίνδυνο και πήρε τα όπλα ενώ οι άρχοντές του καιροσκοπούσαν».

Ο Ιωάννης Φιλήμων, στο «Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως χαρακτηρίζει τα περί κήρυξης της Επανάστασης στην Αγία Λαύρα «ψεύδος παχυλόν».

Κι ακόμη τα γεγονότα δείχνουν πως στις 25 Μαρτίου κι αφού ο Καρατζάς είχε απελευθερώσει την Πάτρα, ο Ζαΐμης, ο Λόντος και ο δεσπότης Γερμανός κατόπιν εορτής και εκβιαζόμενοι από την ορμή των επαναστατών συνέταξαν ένα έγγραφο στο οποίο αναφέρουν ότι αποφάσισαν όλοι να πεθάνουν ή να ελευθερωθούν και παρακαλούσαν τα χριστιανικά βασίλεια να τους θέσουν υπό την εύνοιά και την προστασία τους. 
Μάλιστα την επόμενη μέρα στις 26 Μαρτίου έστειλαν το έγγραφο αυτό στους προξένους των μεγάλων δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Αυστρίας και Ισπανίας) που έδρευαν στην Πάτρα.

Και το έγγραφο αυτό αποδεικνύει ότι ο Γερμανός με τους προεστούς της Αχαΐας, βρισκόντουσαν στις 25 Μαρτίου στην επαναστατημένη Πάτρα και όχι στο μοναστήρι της Αγίας Λαύρας.

O Παλαιών Πατρών Γερμανός χωρίς τα «στολίδια» της κρατικής ιστοριογραφίας

Αξίζει σ’ αυτό το σημείο να δούμε πιο αναλυτικά τη στάση που κράτησε εκείνες τις μέρες ο Γερμανός.
Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός
Οι ηγέτες της Φιλικής Εταιρίας αποφάσισαν να στείλουν τον Παπαφλέσσα στο Μοριά για να ανάψει τη φωτιά της Επανάστασης για δύο κυρίως λόγους. 
Ο πρώτος ήταν πως ο Γρηγόριος Δικαίος ήταν κληρικός και το ράσο θα του έδινε τη δυνατότητα να ανοίξει όλες τις πόρτες και των φτωχών και των πλουσίων ενώ παράλληλα δεν έδινε και υποψίες στους κατακτητές. Ο δεύτερος ήταν οι ικανότητες του. Ήταν ένας θαρραλέος άνθρωπος με γλώσσα που έκοβε και ικανός να ξεφεύγει από τους Τούρκους.

Όταν έφτασε στον Μοριά έπρεπε να ξεπεράσει ένα μεγάλο εμπόδιο, τα επάνω στρώματα της κοινωνίας, τους δεσποτάδες και τους προεστούς. Μερικοί από αυτούς είχαν μυηθεί στη Φιλική Εταιρία με το δόλωμα ότι πίσω από την « Αρχή» του αγώνα βρίσκονταν η Ρωσία. Όμως ακόμη και ανάμεσα σ’ αυτούς αρκετοί ήταν εκείνοι που δίσταζαν, άλλοι από συμφέρον και άλλοι από φόβο, και πρόβαλαν τη δικαιολογία πως ο καιρός για τον ξεσηκωμό δεν είχε φτάσει.

Άλλοι ήταν αμύητοι. Κάποιοι πατριώτες αλλά και αρκετοί ως το κόκαλο τουρκόφιλοι και αντίθετοι σε κάθε επαναστατική ενέργεια.

Ο Γερμανός είχε μυηθεί στην Φιλική Εταιρία από τον Αν. Πελοπίδα. 
Όπως γράφει ο Κορδάτος (« Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», τ. Χ, σ.177) παραπέμποντας στον κληρικό και Φιλικό Αμβρόσιο Φραντζή («Επίτομος Ιστορία της Αναγεννηθείσης Ελλάδος», τ. Δ΄, σ.93) «Αν και ο Πελοπίδας είχε αυστηρή διαταγή να μην πλησιάσει το Γερμανό γιατί θεωρούνταν ύποπτος , αυτός παράκουσε, πήγε και τον αντάμωσε και λέγοντάς του πολλά ψέματα, πως τάχα ήταν ο τσάρος, ο Καποδίστριας και άλλοι πίσω από την εταιρία, τον κατάφερε να γίνει μέλος. Ο Πελοπίδας παράκουσε γιατί ο Γερμανός είχε μεγάλο κύρος όχι μόνο στην Αχαία, αλλά και σ’ όλη την Πελοπόννησο».
Παρά την ένταξή του στην Εταιρία οι συντηρητικές του αντιλήψεις τον έκαναν να είναι άκρως επιφυλακτικός και δύσπιστος για τον απελευθερωτικό αγώνα. Και αυτό το έδειξε όταν ηγούμενος πολλών κοτζαμπάσηδων και κληρικών αντιμετώπισε αρνητικά την κάθοδο στο Μοριά του Παπαφλέσσα. Σε σύσκεψη που έγινε στο Αίγιο ήρθε σε ανοιχτή σύγκρουση με τον Παπαφλέσσα.

Ο Παπαφλέσσας είπε στους προύχοντες πως δεν χωρεί αναβολή για την εξέγερση. Οι προεστοί που όλη την ώρα τον άκουγαν με κρύα καρδιά σηκώθηκαν και τον άρχισαν στις βρισιές. «Φαίνεται πως έγινε μεγάλος καυγάς. Παραλίγο νάρθουν στα χέρια. Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ξεστόμισε βαριές φράσεις και λέξεις κατά του Παπαφλέσσα. Τον είπε απατεώνα, εξωλέστατο και μιαρό. Λένε πως ο Παπαφλέσσας εξαγριωμένος του απάντησε πως είναι μασκαράς, γιος ξυλοκόπου που έγινε αρχιερέας αφού δωροδόκησε τους τρανούς του Πατριαρχείου», γράφει ο Κορδάτος στην Ιστορία του (τ.Χ,σ.178) παραπέμποντας στην Ιστορία του Φραντζή (τ. Α΄, 98-99), και στα Απομνημονεύματα του Γερμανού (σ.23) και του αγωνιστή του ‘21 Φωτάκου (σ.172-173). 

Οι προεστοί φοβήθηκαν και γύρισαν το βιολί. Είπαν στον Παπαφλέσσα να τους αφήσει λίγες μέρες για να σκεφτούν. Αυτός συμφώνησε. Όμως του έστησαν παγίδα, τον έπιασαν και τον έκλεισαν στο μοναστήρι του Μεγάλου Σπηλαίου βάζοντας τους καλόγερους να τον φυλάνε. Όμως ο Παπαφλέσσας έπεισε τους φρουρούς του να τον αφήσουν. 
Έτσι ο «τρελλόπαπας» κατάφερε να ξεφύγει παίρνοντας μαζί του και μερικούς από τους φρουρούς του. Γύρισε όλο το Μοριά και με τη σύμφωνη γνώμη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, του Αναγνωσταρά , του Νικηταρά και του Καρατζά έστησαν το πρώτο στρατόπεδο του αγώνα έξω από την Καλαμάτα στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία. Εκεί μεταφέρθηκε και το φορτίο με μπαρουτόβολα που είχε φτάσει με ένα καΐκι της Φιλικής από τη Σμύρνη και το είχαν βγάλει σε κάποια ακρογιαλιά.

Η αποφασιστικότητα του Παπαφλέσσα οδήγησε στην εξέγερση και μόνο όταν οι προεστοί και οι δεσποτάδες είδαν πως δεν υπήρχε άλλος δρόμος, τότε συντάχτηκαν κι αυτοί ανοιχτά με τους εξεγερμένους. 
Τότε συντάχτηκε από το Ζαίμη, το Λόντο και το Γερμανό και το έγγραφο προς τους προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων.

Στα τέλη του 1822 ο Γερμανός μαζί με τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη πήγαν στην Ιταλία για να πετύχουν την αναγνώριση από τον Πάπα της ελληνικής Προσωρινής Διοίκησης. 
Όπως προκύπτει από την αλληλογραφία παπικών αξιωματούχων ο Γερμανός ήταν «προφορικά εξουσιοδοτημένος να ζητήσει την προστασία του Πίου Ζ΄ για τους αγωνιζόμενους Έλληνες προτείνοντας ως αντάλλαγμα την ένωση των Εκκλησιών». 
Η αποστολή αυτή απέτυχε γιατί ο Πάπας έδειξε αδιαφορία ( Ιωάννη Ασημάκη κληρικού της Καθολικής Εκκλησίας στην Ελλάδα «Η πορεία των σχέσεων Ελλάδος –Αγίας έδρας 1820-1980», σ. 242-244. Το ταξίδι αυτό και οι επαφές με την κορυφή της καθολικής Εκκλησίας αποτελούν ένα άγνωστο στους πολλούς, πλην όμως σημαντικό κεφάλαιο της ιστορίας του Αγώνα του 1821, που αξίζει να το ανοίξουμε κάποια στιγμή σε ένα επόμενο σημείωμα) .

Λίγο αργότερα θα συναντήσουμε τον Γερμανό να παίζει σημαντικό ρόλο στις πρώτες εμφύλιες συγκρούσεις ταυτιζόμενος με τους κοτζαμπάσηδες του Μοριά εναντίον του Παπαφλέσσα των ρουμελιωτών οπλαρχηγών και του Κουντουριώτη. Για ένα διάστημα αποσύρθηκε από το προσκήνιο έως το 1826 οπότε εκλέχτηκε πληρεξούσιος στη Γ΄ Εθνική Συνέλευση. Λίγο μετά αρρώστησε από εξανθηματικό τύφο και πέθανε στο Ναύπλιο.

Συνοψίζοντας κι αυτό το σημείωμα για το ’21: Τρεις μύθοι για την 25η Μαρτίου, την Αγία Λαύρα και τον ρόλο του Παλαιών Πατρών Γερμανού στην υπηρεσία του ευνουχισμού της εξέγερσης και της διαστρέβλωσης του αληθινού περιεχόμενο της. 
Σε λίγο συμπληρώνονται 200 χρόνια από την Επανάσταση κι ακόμη τα παιδιά μας τα κανοναρχούν πως το ’21 δεν ήταν μια εξέγερση με πρωταγωνιστή το λαό αλλά θέλημα Θεού που όρισε ένα δεσπότη τον Γερμανό να κηρύξει την Επανάσταση σε ένα τόπο της Εκκλησίας (το μοναστήρι της Αγίας Λαύρας) σε μια σημαδιακή μέρα, του Ευαγγελισμού της Παναγίας για να δέσει και το παραμύθι της υπερμάχου στρατηγού στους «αγώνας του Έθνους»…