16 Απριλίου, 2017

ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ !!!





Ξεκίνησα να πάω στην Κυριακάτικη πρωινή Αναστάσιμη λειτουργία! 

Το μυαλό μου φορτωμένο με σκέψεις καθώς δεν κοιμήθηκα καλά! Ύπνος γεμάτος εφιάλτες καθώς ανάμεσα στα βεγγαλικά, στα πυροτεχνήματα στις καμπανοκρουσίες, στις μαγειρίτσες, στα κόκκινα αυγά, στους πατσάδες της προηγούμενης νύχτας της Αναστάσεως ήμουν σίγουρος ότι δεν τον είδα να Ανασταίνεται!

Όχι μόνο δεν τον είδα να Ανασταίνεται, αλλά ολόκληρο το βράδυ άκουγα τους ήχους των σφυριών που τον κάρφωναν γερά απάνω στον σταυρό! 
Άκουγα καλά τα καρφιά να καρφώνονται απάνω στο σώμα του κι ας προσπαθούσαν οι ήχοι της καμπάνας να κρύψουν την μουσική των σφυριών καθώς εκείνα χτυπούσαν πάνω στα καρφιά κι εκείνα με τη σειρά τους επάνω στην ανθρώπινη σάρκα!
Βαδίζοντας για την Κυριακάτικη λειτουργία κοιτούσα ψηλά! Ηλιόλουστη ημέρα!
 Κοιτούσα ψηλά μήπως τον δω, μήπως έκανα λάθος, μήπως έχω βυθίσει τον εαυτό μου σ’ έναν ατέλειωτο εφιάλτη και κάνω πως δεν τον βλέπω αναστημένο, για να μπορέσω πιο εύκολα να περάσω την Πύλη καθώς για μια ακόμα φορά νομίζω ότι περπατάω μέσα στο Έρεβος! 
Κοιτάω ψηλά μήπως κάνω λάθος μα δυστυχώς δεν κάνω λάθος, ούτε είναι η κατάθλιψη, ούτε και τα νεύρα, ούτε και η σχιζοφρένεια που οδηγούν το βλέμμα μου!
 Βλέπω καθαρά! Ο ουρανός είναι γεμάτος πνιγμένα παιδιά, γεμάτος παιδιά πεθαμένα από την πείνα, γεμάτος νεκρά παιδιά από την δίψα, γεμάτος άψυχα παιδικά κορμάκια που δεν άντεξαν την βαρβαρότητα της εκμετάλλευσης!

Καθώς με διώχνουν από κάθε εκκλησία που προσπαθώ να μπω απογοητεύομαι! Με βρίζουν, με κλωτσούν, με χτυπούν! Καμία δουλειά δεν έχω εκεί μέσα! Μου φωνάζουν ότι προσπαθώ να χαλάσω την τάξη του Θεού, ότι είμαι αντίχριστος, ότι είμαι θεομπαίχτης! Φεύγω και χτυπάω την πόρτα άλλης εκκλησίας καθώς οι καμπάνες χτυπάνε χαρμόσυνα, αλλά πουθενά δεν με βάζουν μέσα παρά με διώχνουν λιθοβολώντας με. Αντιλαμβάνομαι ότι μαζί με τα δάκρυα τρέχει και το αίμα μου ποτάμι!
Στο κεφάλι έχω ένα ακάνθινο στεφάνι και στην πλάτη μου έχω φορτώσει τον σταυρό και τον σέρνω από Γολγοθά σε Γολγοθά, αλλά κανένας Γολγοθάς δεν αντέχει την ύπαρξή μου και με διώχνουν όλοι!

Κυριακή πρωί της Αναστάσεως εγώ γυρνάω φορτωμένος τον σταυρό του μαρτυρίου από εκκλησία σε εκκλησία!

«Φύγε αντίχριστε! Σταυρώθηκες την Πέμπτη, τάφηκες την Παρασκευή και χθες αναστήθηκες! Τι θέλεις και γυρνάς με τον σταυρό και προκαλείς τον λαό και τον Θεό! Τι καμώματα είναι κι αυτά τα φετινά;!» 
Δεν είναι όμως φετινά καμώματα! Κάθε χρόνο την ίδια δουλειά κάνω το πρωινό της Κυριακής του Πάσχα! Γυρίζω από εκκλησία σε εκκλησία φορτωμένος τον σταυρό κι εκείνοι με περιγελούν και με κλωτσούν, εμένα που φορτώθηκα τον δικό τους σταυρό και τον έκανα δικό μου! 
Χιλιάδες εκκλησίες πέρασα και εκατομμύρια κλωτσιές κατάφερα να εισπράξω! Είπα να μαζέψω τον σταυρό και να του δίνω αφού μέρα είναι και αύριο και δόξα τον Θεό κάθε μέρα εγώ αυτήν την δουλειά θα κάνω! Σηκώνω το κεφάλι για τελευταία φορά ψηλά μήπως και τον δω να ανασταίνεται!

Εκεί ανάμεσα στα νεκρά παιδάκια στην κορυφή ενός Γολγοθά ξεχωρίζω έναν μικρό ναό!
Αποφασίζω να δοκιμάσω την τύχη μου για τελευταία φορά σ’ εκείνον τον ναό που στέκει έρμος και μόνος στα ξάγναντα!

Δεν σκέφτομαι πώς θα χτυπήσω την πόρτα! Έχω πάρει τον αέρα του χτυπήματος και έχω συνηθίσει στα χτυπήματα που θα ακολουθήσουν μετά πάνω στο κορμί μου από τις γροθιές και τις κλωτσιές!

Δεν έφτασα καλά – καλά στην πόρτα του αυλόγυρου και η πόρτα του ναού ανοίγει και στο κατώφλι εμφανίζεται ένας παπάς άγριος που η όψη του δεν έχει καμία σχέση με όλους εκείνους τους γλυκύτατους παπάδες που μαζί με το γλυκύτατο ποίμνιό τους με έχουν ταράξει στις κλωτσιές. Καθώς κατεβαίνει τα σκαλιά της εκκλησίας και με πλησιάζει ένας περίεργος τρόμος ανάμεικτος με μια περίεργη γαλήνη με κυριεύουν!

Φτάνει μπροστά μου και με κοιτάει στα μάτια, με μάτια που βγάζουν φωτιές και ίσα που φαίνονται ανάμεσα στα άγρια κι αχτένιστα μαλλιά και γένια του!

Κατά περίεργο τρόπο δεν σφίγγομαι όπως τις προηγούμενες φορές για να προστατεύσω το κορμί μου από το χέρι του αγρέπαπα που σηκώνεται επάνω μου! Όλως παραδόξως το χέρι του παπά δεν πέφτει στο κορμί μου!
Πίσω του ξεχωρίζω τον κόσμο που έχει βγει από την εκκλησία και κατευθύνεται κι εκείνος προς το μέρος μου!

Το χέρι του παπά απλώνεται απάνω στον σταυρό, τον αρπάζει και τον φορτώνει στη δική του πλάτη! Μπροστά απ’ όλον τον κόσμο που βγήκε από αυτήν την περίεργη εκκλησία και με πλησιάζει πηγαίνουν δύο παιδάκια αλλά δεν κρατούν εξαπτέρυγα!

– Ποιος είσαι εσύ, ρωτώ τον παπά καθώς εκείνος ήδη σέρνει τον σταυρό του μαρτυρίου προς τον Γολγοθά!

– Παπά Φώτη με λένε μα οι άνθρωποι με φωνάζουν παπά Κόκκινο!

Τα δύο παιδάκια έχουν πάρει θέση δεξιά κι αριστερά από τον παπά Φώτη και κρατούν στα χέρια τους δύο τεράστιες σημαίες βαμμένες με το αίμα της θυσίας του Ανθρώπου και πάνω τους έχουν σχηματισμένα τα εργαλεία!
Κοιτώ καλά και τώρα μπορώ να ξεχωρίσω! Το ένα είναι ο Μέλιος που τόσο αγάπησε αυτήν την σημαία με τα εργαλεία! Το άλλο είναι ο Αϊλάν! Παίρνω θέση δίπλα στον παπά Φώτη από την άλλη μεριά του σταυρού!
– Μαζί θα πάμε για την σταύρωση, λέω του παπά Φώτη!
– Δεν πάμε να σταυρωθούμε, μου απαντάει ξεκαρδισμένος στα γέλια ο παπά Φώτης!
Κοιτάζω ψηλά καθώς τα πεθαμένα παιδάκια από τον ουρανό ζωντανεύουν και κατεβαίνουν να ακολουθήσουν την πομπή και είμαι κι εγώ για πρώτη φορά τόσο χαρούμενος παρά το ότι έχω φορτωμένο επάνω μου τον σταυρό, γιατί αυτήν την φορά δεν είμαι μαναχός μου!

Για την Ανάσταση πηγαίνουμε, συνεχίζει ο παπά Φώτης!

Για την Ανάσταση! Όχι για την σταύρωση!

Μενέλαος Καζαντζής



Δες Ακόμη: