14 Δεκεμβρίου, 2017

Τζακ Λόντον: Όταν ,,θυμήθηκα τους δίχως ράσο Ιεροκήρυκες,,

του Τζακ Λόντον
Είμαι παιδί της εργατικής τάξης. Πολύ νωρίς ανακάλυψα τον ενθουσιασμό, τη φιλοδοξία, τα ιδανικά – και η ανάγκη μου να τα ικανοποιήσω έγινε η κύρια έγνοια της παιδικής μου ηλικίας. Το περιβάλλον μου ήταν ακατέργαστο, τραχύ και ανεκπαίδευτο. Δεν είχα καμιά προοπτική, προσέβλεπα, ωστόσο, προς τα πάνω. Η θέση μου στην κοινωνία βρισκόταν στον πάτο. Εδώ η ζωή δεν πρόσφερε παρά ποταπότητα και εξαθλίωση, τόσο της σάρκας όσο και του πνεύματος· γιατί εδώ και η σάρκα και το πνεύμα λιμοκτονούσαν και βασανίζονταν εξίσου.
Πάνω από το κεφάλι μου πυργωνόταν το κολοσσιαίο οικοδόμημα της κοινωνίας, και θεωρούσα ότι η μόνη διέξοδος ήταν το σκαρφάλωμα προς τα πάνω. Σ’ αυτό το οικοδόμημα αποφάσισα νωρίς να αναρριχηθώ. Εκεί ψηλά οι άντρες φορούσαν μαύρα ρούχα και κολλαριστά πουκάμισα και οι γυναίκες ντύνονταν με ωραία φορέματα. Επίσης, έτρωγες καλά και πολύ. Αυτά όσον αφορά τη σάρκα – γιατί με απασχολούσαν και οι υποθέσεις του πνεύματος. Πάνω απ’ το κεφάλι μου, το ήξερα, απουσίαζε η πνευματική ιδιοτέλεια και αφθονούσε η αγνή και ευγενής σκέψη, η έντονη διανοητική ζωή. Τα ήξερα όλα αυτά επειδή διάβαζα τα μυθιστορήματα της σειράς Seaside Library, στα οποία, με εξαίρεση τα καθάρματα και τις τυχοδιώκτριες, όλοι οι άντρες και οι γυναίκες έκαναν ωραίες σκέψεις, μιλούσαν με ωραία γλώσσα και πραγματοποιούσαν λαμπρές πράξεις. Με δυο λόγια, όπως αναντίρρητα δεχόμουν ότι ο ήλιος ανατέλλει κάθε πρωί, εξίσου αναντίρρητα δεχόμουν ότι πάνω από το κεφάλι μου υπήρχαν όλα όσα ήταν ευγενή, ωραία και χαριτωμένα, όλα όσα έδιναν αξιοπρέπεια και ευπρέπεια στη ζωή, όλα όσα έκαναν τη ζωή άξια να τη ζήσεις και σε αποζημίωναν για τη δουλειά και τη φτώχεια σου.
Αλλά δεν είναι ιδιαίτερα εύκολη υπόθεση για έναν άνθρωπο της εργατικής τάξης να αναδυθεί στο φως – ιδίως αν επιβαρύνεται με το μειονέκτημα να τον διακατέχουν ιδανικά και ψευδαισθήσεις. Ζούσα σε ένα ράντσο στην Καλιφόρνια και ήταν δύσκολο να βρω τη σκάλα με την οποία θα αναρριχούμουν προς τα πάνω. Από νωρίς φρόντισα να πληροφορηθώ τα επιτόκια των επενδύσεων και βασάνισα το παιδικό μυαλό μου προσπαθώντας να κατανοήσω τα πλεονεκτήματα και τη σημασία αυτής της αξιοσημείωτης επινόησης του ανθρώπου, του τόκου. Στη συνέχεια, διερεύνησα τα τρέχοντα ημερομίσθια των εργατών κάθε ηλικίας και το κόστος ζωής. Με βάση όλα αυτά τα δεδομένα συμπέρανα ότι αν άρχιζα αμέσως να εργάζομαι και να αποταμιεύω, στα πενήντα μου χρόνια θα μπορούσα επιτέλους να σταματήσω τη δουλειά και να διεκδικήσω κι εγώ ένα εύλογο μερίδιο των ανέσεων και των απολαύσεων που θα ανοίγονταν μπροστά μου, εφόσον θα είχα ανέλθει κοινωνικά. Φυσικά, ήμουν ανένδοτα αποφασισμένος να μην παντρευτώ, αν και είχα σχεδόν ολότελα λησμονήσει να υπολογίσω εκείνον τον βράχο της συμφοράς που ανέκαθεν απειλούσε την εργατική τάξη – το ενδεχόμενο της ασθένειας.
Αλλά η ζωή που υπήρχε μέσα μου απαιτούσε κάτι παραπάνω από μια μίζερη ύπαρξη με σφιγμένο ζωνάρι και αιματηρές οικονομίες. Στα δέκα μου χρόνια έγινα εφημεριδοπώλης στους δρόμους της πόλης και ανακάλυψα ότι η άποψή μου περί ανόδου είχε αλλάξει. Όλα γύρω μου ήταν το ίδιο ποταπά και άθλια, και πάνω απ’ το κεφάλι μου υπήρχε ακόμα εκείνος ο παράδεισος που περίμενε να κερδηθεί· όμως η σκάλα απ’ όπου θα ανέβαινα ήταν διαφορετική. Τώρα ήταν η σκάλα των επιχειρήσεων. Γιατί να αποταμιεύω τα κέρδη μου και να επενδύω σε έντοκα γραμμάτια του δημοσίου όταν, αγοράζοντας δυο εφημερίδες έναντι πέντε σεντς, μπορούσα στο άψε σβήσε να τις πουλήσω έναντι δέκα σεντς και να διπλασιάσω το κεφάλαιό μου; Η σκάλα των επιχειρήσεων ήταν η κατάλληλη σκάλα για μένα και φανταζόμουν τον μελλοντικό εαυτό μου ως έναν φαλακρό και επιτυχημένο πρίγκιπα του εμπορίου.
Αλίμονο στις φαντασιώσεις! Στα δεκάξι μου χρόνια είχα ήδη κερδίσει τον τίτλο του «πρίγκιπα». Όμως τον τίτλο αυτόν μου τον είχε απονείμει μια συμμορία από κλέφτες και μαχαιροβγάλτες, οι οποίοι με αποκαλούσαν «Πρίγκιπα των Στρειδοπειρατών». Εκείνη την εποχή είχα πατήσει στο πρώτο σκαλοπάτι της επιχειρηματικής σκάλας. Ήμουν καπιταλιστής. Είχα στην κατοχή μου μια βάρκα και την πλήρη εξάρτυση ενός στρειδοπειρατή. Είχα αρχίσει να εκμεταλλεύομαι τους συνανθρώπους μου. Για πλήρωμα είχα έναν μόνο άντρα. Καπετάνιος και ιδιοκτήτης ταυτόχρονα, έπαιρνα τα δύο τρίτα της λείας και έδινα στο πλήρωμα το ένα τρίτο, μολονότι το πλήρωμα δούλευε το ίδιο σκληρά με μένα και διακινδύνευε εξίσου τη ζωή και την ελευθερία του.
Εκείνο το πρώτο σκαλί ήταν το μόνο που ανέβηκα στην επιχειρηματική σκάλα. Μια νύχτα επιχείρησα επιδρομή εναντίον των Κινέζων ψαράδων. Σχοινιά και δίχτυα κόστιζαν δολάρια και σεντς. Ήταν ληστεία, το παραδέχομαι, ωστόσο απόλυτα εναρμονισμένη με το πνεύμα του καπιταλισμού. Ο καπιταλιστής απογυμνώνει τους συνανθρώπους του από τα αγαθά τους μέσω της μείωσης των εισφορών, της απιστίας ή της εξαγοράς γερουσιαστών και δικαστών του ανώτερου δικαστηρίου. Εγώ ήμουν απλώς άξεστος. Αυτή ήταν η μόνη διαφορά. Χρησιμοποιούσα όπλο.
Όμως το πλήρωμά μου εκείνη τη νύχτα ήταν ένας από εκείνους τους «ανεπαρκείς», εναντίον των οποίων οι καπιταλιστές τείνουν να εξοργίζονται, επειδή, όντως, τέτοιοι ανεπαρκείς αυξάνουν τα έξοδα και μειώνουν τα κέρδη. Το πλήρωμά μου τα έκανε και τα δύο. Με την απροσεξία του έβαλε φωτιά στο μεγάλο πανί της μαΐστρας και το κατέστρεψε ολοσχερώς. Δεν υπήρξαν λάφυρα εκείνη τη νύχτα, και ο Κινέζοι ψαράδες έγιναν πλουσιότεροι από τα σχοινιά και τα δίχτυα που δεν καταφέραμε να αρπάξουμε. Είχα χρεοκοπήσει- δεν ήμουν σε θέση να πληρώσω εξήντα πέντε δολάρια για καινούργιο πανί. Άφησα τη βάρκα μου αγκυροβολημένη και βγήκα με ένα άλλο πειρατικό για μια επιδρομή ενάντια στο ρεύμα του ποταμού Σακραμέντο. Όσο έλειπα σ’ αυτό το ταξίδι, μια άλλη συμμορία από πειρατές του κόλπου επιτέθηκαν στη βάρκα μου. Έκλεψαν τα πάντα, ακόμα και τις άγκυρες· αργότερα, όταν περιμάζεψα το κουφάρι της που παράδερνε στα νερά, το πούλησα για είκοσι δολάρια. Είχα γλιστρήσει εκεί απ’ όπου ξεκίνησα και ποτέ πια δεν ξαναπροσπάθησα να χρησιμοποιήσω την επιχειρηματική σκάλα.
Τότε, άρχισε η ανελέητη εκμετάλλευσή μου από άλλους καπιταλιστές. Διέθετα μύες κι εκείνοι έβγαζαν χρήματα απ’ αυτούς, ενώ εγώ έβγαζα με δυσκολία το ψωμί μου απ’ τη δουλειά μου. Έκανα τον γαμπιέρη, το λιμενεργάτη, τον ανειδίκευτο εργάτη στις πετρελαιοπηγές· δούλεψα σε κονσερβοποιεία, σε φάμπρικες, σε πλυντήρια· κούρεψα γρασίδι, καθάρισα χαλιά, έπλυνα παράθυρα. Ποτέ δεν κέρδισα το πλήρες αντίτιμο του μόχθου μου. Έβλεπα, μέσα στην άμαξά της, την κόρη του ιδιοκτήτη του κονσερβοποιείου, και ήξερα ότι, σε κάποιο βαθμό, τα μπράτσα μου ήταν που επέτρεπαν σ’ εκείνη την άμαξα να κινείται πάνω στους λαστιχένιους τροχούς της. Έβλεπα τον γιο του εργοστασιάρχη να πηγαίνει στο πανεπιστήμιο και ήξερα ότι, σε κάποιο βαθμό, ήταν τα μπράτσα μου που του επέτρεπαν να πληρώνει για το κρασί και την καλή συντροφιά που απολάμβανε.
Αλλά δεν μου κακοφαινόταν. Μέσα στο παιχνίδι ήταν όλα. Εκείνοι ήταν οι δυνατοί. Πολύ ωραία. Όμως κι εγώ ήμουν δυνατός. Θα χάραζα τον δρόμο μου ώσπου να κατακτήσω μια θέση ανάμεσά τους και να κάνω λεφτά από τα μπράτσα άλλων αντρών. Δεν φοβόμουν τον μόχθο. Μου άρεσε η σκληρή δουλειά. Θα ριχνόμουν με τα μούτρα στη δουλειά, θα εργαζόμουν πιο σκληρά από ποτέ και στο τέλος θα γινόμουν στυλοβάτης της κοινωνίας.
Τότε ακριβώς, σαν από τύχη, βρήκα έναν εργοδότη που είχε τα ίδια μυαλά με μένα. Εγώ ήμουν πρόθυμος να δουλεύω, κι εκείνος ήταν παραπάνω από πρόθυμος να με βάζει να δουλεύω. Νόμιζα ότι μάθαινα μια τέχνη. Στην πραγματικότητα, είχα αντικαταστήσει δύο άντρες. Νόμιζα ότι με εκπαίδευε για να γίνω ηλεκτρολόγος· γεγονός ήταν ότι έβγαζε πενήντα δολάρια τον μήνα από μένα. Οι δύο άντρες που είχα αντικαταστήσει έπαιρναν σαράντα δολάρια το μήνα ο καθένας· εγώ έκανα τη δουλειά και των δύο για τριάντα δολάρια το μήνα.
Αυτός ο εργοδότης με πέθανε στη δουλειά. Μπορεί ένας άνθρωπος να αγαπάει τα στρείδια, αλλά πάρα πολλά στρείδια θα τον κάνουν να σιχαθεί μια δίαιτα βασισμένη αποκλειστικά σ’ αυτά. Το ίδιο έγινε και με μένα. Τόσο πολλή δουλειά με αρρώστησε. Δεν ήθελα να ξανακούσω για δουλειά στη ζωή μου. Το έσκασα από τον εργοδότη μου. Έγινα αλήτης, ζητιανεύοντας για το ψωμί μου από πόρτα σε πόρτα. Περιπλανήθηκα σ’ ολόκληρες τις Ηνωμένες Πολιτείες κι έχυσα μαύρο δάκρυ σε παραγκουπόλεις και φυλακές.
Ήμουν παιδί της εργατικής τάξης και τώρα βρισκόμουν, σε ηλικία δεκαοκτώ ετών, πολύ πιο χαμηλά από το σημείο απ’ όπου είχα ξεκινήσει. Είχα κατρακυλήσει στο κατώγι της κοινωνίας, στα υπόγεια βάθη της μιζέριας για την οποία δεν είναι ούτε ωραίο ούτε σωστό να μιλάει κανείς. Βρισκόμουν στον πάτο, στην άβυσσο, στον ανθρώπινο βόθρο, στα έγκατα, στο οστεοφυλάκιο του πολιτισμού μας. Στο κομμάτι του κοινωνικού οικοδομήματος που η κοινωνία επιλέγει να αγνοεί. Η περιορισμένη έκταση που έχω στη διάθεσή μου με αναγκάζει να το αγνοήσω -θα πω μόνο ότι τα πράγματα που είδα εκεί με κατατρόμαξαν.
Ο πανικός με έκανε να σκεφτώ. Διέκρινα, εντελώς απογυμνωμένες, τις απλές αλήθειες του πολύπλοκου πολιτισμού στον οποίο ζούσα. Η ζωή ήταν υπόθεση τροφής και καταλύματος. Προκειμένου να αποκτήσουν τροφή και κατάλυμα οι άνθρωποι πουλούσαν πράγματα. Ο έμπορος πουλούσε παπούτσια, ο πολιτικός τον ανδρισμό του και οι εκπρόσωποι του λαού, με κάποιες εξαιρέσεις ασφαλώς, πουλούσαν την εμπιστοσύνη του — ενώ σχεδόν όλοι πουλούσαν την τιμή τους. Και οι γυναίκες, επίσης, είτε βρίσκονταν στον δρόμο, είτε ήταν δεμένες με τα ιερά δεσμά του γάμου, ήταν πρόθυμες να πουλήσουν τη σάρκα τους. Όλα τα πράγματα ήταν εμπορεύσιμα, όλοι οι άνθρωποι πουλούσαν και αγόραζαν. Το μόνο εμπόρευμα που είχε να πουλήσει η εργασία ήταν οι μύες. Η τιμή της εργασίας δεν είχε τιμή στην αγορά. Η εργασία είχε να πουλήσει μύες και μόνο μύες.
Όμως υπήρχε μια διαφορά, μια ζωτική διαφορά. Τα παπούτσια, η εμπιστοσύνη, η περηφάνια, έχουν τον τρόπο να ανανεώνονται. Είναι ακατάλυτα εμπορεύματα. Οι μύες, από την άλλη πλευρά, δεν ανανεώνονται. Όσο ο υποδηματοπώλης πουλάει παπούτσια, αναπληρώνει συνεχώς το απόθεμά του. Όμως δεν υπάρχει τρόπος να αναπληρωθεί το μυϊκό απόθεμα του εργάτη. Όσο περισσότερο πουλάει τους μυς του, τόσο λιγότεροι του απομένουν. Είναι το μόνο αγαθό του και κάθε μέρα το απόθεμά του ελαττώνεται. Στο τέλος, αν δεν πεθάνει πριν την ώρα του, ξεπουλάει και κατεβάζει τα ρολά. Είναι μυϊκά χρεοκοπημένος και τίποτα πια δεν του απομένει παρά να κατέβει στο κατώγι της κοινωνίας και να ψοφήσει μέσα στην εξαθλίωση.
Ο Τζακ Λόντον με τις κόρες του
Στη συνέχεια έμαθα ότι και το μυαλό, επίσης, είναι αγαθό. Κι αυτό, επίσης, είναι διαφορετικό από τους μυς. Ο πωλητής μυαλού βρίσκεται στην ακμή του στα πενήντα ή εξήντα του χρόνια· τότε η πραμάτεια του πιάνει τις μεγαλύτερες τιμές. Όμως ένας εργάτης σαράντα πέντε ή πενήντα ετών είναι ξοφλημένος. Είχα περάσει από το κατώγι της κοινωνίας και δεν μου άρεσε καθόλου ως τόπος κατοικίας. Οι σωληνώσεις και οι αποχετεύσεις ήταν ανθυγιεινές και ο αέρας που ανέπνεες μολυσμένος. Αν δεν μπορούσα να ζήσω στο σαλόνι της κοινωνίας, θα μπορούσα, έστω, να δοκιμάσω στη σοφίτα. Βέβαια, η τροφή εκεί ήταν λιγοστή, αλλά ο αέρας τουλάχιστον ήταν καθαρός. Έτσι αποφάσισα να μην πουλάω πια μύες, και να γίνω μικροπωλητής μυαλού.
Και τότε άρχισε το φρενιασμένο κυνηγητό της γνώσης. Επέστρεψα στην Καλιφόρνια και άνοιξα τα βιβλία. Προσπαθώντας να εξοπλίσω τον εαυτό μου ώστε να γίνει έμπορος μυαλού, ήταν αναπόφευκτο να βυθιστώ στην κοινωνιολογία. Εκεί βρήκα, σε μια ορισμένη κατηγορία επιστημονικά διατυπωμένων βιβλίων, τις απλές κοινωνιολογικές έννοιες που είχα ήδη από μόνος μου κατανοήσει. Άλλα, σπουδαιότερα μυαλά, πριν καν γεννηθώ, είχαν επεξεργαστεί όλα όσα είχα σκεφτεί και απείρως περισσότερα ακόμη. Ανακάλυψα ότι ήμουν σοσιαλιστής.
Οι σοσιαλιστές ήταν επαναστάτες, στον βαθμό που αγωνίζονταν να ανατρέψουν την κοινωνία του παρόντος και από τα υλικά της κατεδάφισης να χτίσουν την κοινωνία του μέλλοντος. Εντάχθηκα στις ομάδες των επαναστατών, εργατών και διανοουμένων, και για πρώτη φορά μυήθηκα στην πνευματική ζωή. Εδώ βρήκα μυαλά-ξυράφια και λαμπρά πνεύματα- γιατί σ’ αυτούς τους κύκλους συνάντησα δυνατά και οξυδερκή, παρά τα ροζιασμένα χέρια τους, μέλη της εργατικής τάξης· ιεροκήρυκες δίχως ράσο, τόσο ανοιχτόμυαλους στη χριστιανοσύνη τους που θα μπορούσαν να απευθυνθούν σε οποιοδήποτε εκκλησίασμα πιστών του Μαμμωνά· καθηγητές που είχαν συντρίβει από τον τροχό της πανεπιστημιακής υποταγής στην άρχουσα τάξη, που είχαν αποπεμφθεί επειδή θέλησαν να θέσουν τη γνώση τους στην υπηρεσία του ανθρώπινου γένους.
Εδώ βρήκα, επίσης, θερμή πίστη στον άνθρωπο, φλογερό ιδεαλισμό, γλυκύτητα, έλλειψη εγωισμού, αυταπάρνηση και αυτοθυσία – όλα τα μεγαλειώδη χαρακτηριστικά του πνεύματος. Εδώ η ζωή ήταν καθαρή, ευγενική, ολοζώντανη. Εδώ η ζωή είχε αποκατασταθεί στις ουσιαστικές διαστάσεις της, είχε γίνει θαυμαστή και λαμπρή· εδώ χαιρόμουν που ήμουν ζωντανός. Είχα έρθει σε επαφή με σπουδαίες ψυχές που εξυμνούσαν τη σάρκα και το πνεύμα και όχι τα δολάρια και τα σεντς· ψυχές για τις οποίες το αδύναμο κλάμα του πεινασμένου παιδιού της παραγκούπολης σήμαινε περισσότερα από την επιδεικτική μεγαλοπρέπεια του εμπορικού επεκτατισμού και της παγκόσμιας αυτοκρατορίας. Όλα γύρω μου απέπνεαν την ευγένεια του σκοπού και τον ηρωισμό της προσπάθειας· οι μέρες μου και οι νύχτες μου ήταν γεμάτες λιακάδα και αστροφεγγιά, φλόγα και δροσιά. Μπροστά στα μάτια μου, ακτινοβόλο και φλεγόμενο, βρισκόταν το Ιερό Δισκοπότηρο, το Δισκοπότηρο του ίδιου του Χριστού, και ο άνθρωπος, που είχε βασανιστεί και κακοποιηθεί αιώνες ολόκληρους, επιτέλους θα σωζόταν και θα λυτρωνόταν.
Κι εγώ, ο φτωχός ηλίθιος, πίστεψα πως όλα αυτά ήταν απλή πρόγευση των απολαύσεων της ζωής που θα έβρισκα ψηλότερα από μένα στην κοινωνία. Είχα χάσει πολλές από τις ψευδαισθήσεις της εποχής που διάβαζα τα μυθιστορήματα της σειράς Seaside Library στο ράντσο της Καλιφόρνια, όμως ήμουν καταδικασμένος να χάσω και πολλές από τις ψευδαισθήσεις που ακόμα διατηρούσα.
Είχα επιτυχία ως έμπορος μυαλού. Η κοινωνία μού άνοιξε τις πύλες της. Μπήκα κατευθείαν στο σαλόνι, ενώ η απογοήτευσή μου αυξανόταν ραγδαία. Δείπνησα με τους άρχοντες της κοινωνίας, με τις συζύγους και τις θυγατέρες τους. Οι γυναίκες ήταν όμορφα ντυμένες, το παραδέχομαι’ αλλά, προς απλοϊκή μου έκπληξη, ανακάλυψα ότι ήταν φτιαγμένες από τον ίδιο πηλό με τις γυναίκες που είχα γνωρίσει στα βάθη του κατωγιού. «Η κυρία του συνταγματάρχη και η Τζούντι Ο’Γκρέιντι ήταν αδελφές κάτω απ’ το δέρμα τους»[1] – και κάτω από τα φορέματα τους.
Ωστόσο δεν με σκανδάλιζε τόσο αυτό, όσο ο υλισμός τους. Όντως, αυτές οι ωραία ντυμένες, όμορφες γυναίκες μωρολογούσαν για ευαίσθητα ιδανικούλια και αξιολάτρευτες ηθικές αρχούλες· αλλά παρά τις φλυαρίες τους η δεσπόζουσα νότα στην κλίμακα της ζωής τους ήταν υλιστική. Και ήταν τόσο συναισθηματικά εγωκεντρικές! Πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους σε όλες τις ευαίσθητες, αξιολάτρευτες φιλανθρωπικές εκδηλώσεις και πληροφορούσαν τους πάντες για το γεγονός, ενώ το φαγητό που έτρωγαν και τα ωραία ρούχα που φορούσαν αγοράζονταν με χρήματα λερωμένα από το αίμα της παιδικής εργασίας, από τον ιδρώτα της δουλειάς, από την ίδια την πορνεία. Όταν ανέφερα αυτά τα γεγονότα, περιμένοντας, μέσα στην αθωότητά μου, ότι εκείνες οι αδελφές της Τζούντι Ο’Γκρέιντι θα ξεφορτώνονταν στη στιγμή τα αιματοβαμμένα τους μετάξια και διαμαντικά, οι κυρίες αναστατώθηκαν και θύμωσαν και μου διάβασαν ιερεμιάδες περί απουσίας πνεύματος οικονομίας, περί ποτού, περί έμφυτης αισχρότητας, παρουσιάζοντάς τα ως μόνες αιτίες της τόσης δυστυχίας στο κατώγι της κοινωνίας. Όταν παρατήρησα ότι δεν έβλεπα να ευθύνεται η απουσία πνεύματος οικονομίας, η ασωτία και η αισχρότητα ενός λιμασμένου παιδιού έξι ετών για το γεγονός ότι το υποχρέωναν να δουλεύει δώδεκα ώρες κάθε νύχτα σε μια βαμβακουργία του Νότου, εκείνες οι αδελφές της Τζούντι Ο’Γκρέιντι μου επιτέθηκαν προσωπικά και με αποκάλεσαν «ταραξία» – λες και αυτός ο χαρακτηρισμός διευθετούσε τη διαφωνία μας.
Ούτε με τους άρχοντες τα πήγα καλύτερα. Περίμενα ότι θα συναντήσω άμεμπτους, ευγενείς και ζωντανούς άντρες με άμεμπτα, ευγενή και ζωντανά ιδανικά. Συναναστράφηκα άντρες που κατείχαν υψηλές θέσεις — ιεροκήρυκες, πολιτικούς, επιχειρηματίες, καθηγητές, εκδότες. Έφαγα μαζί τους κρέας, ήπια μαζί τους κρασί, χάναμε μαζί αυτοκινητάδες — και τους μελέτησα. Είναι αλήθεια, συνάντησα πολλούς που ήταν δίκαιοι και ευγενείς- αλλά, με σπάνιες εξαιρέσεις, δεν ήταν ζωντανοί. Πραγματικά πιστεύω ότι θα μπορούσα να μετρήσω τις εξαιρέσεις στα δάχτυλα των δύο χεριών μου. Όταν δεν τους ζωντάνευε η σαπίλα, όταν δεν τους κινητοποιούσε η βρομιά, ήταν απλώς άταφοι νεκροί – άμεμπτοι και ευγενείς, σαν καλά συντηρημένες μούμιες, όχι όμως ζωντανοί. Σχετικά μ’ αυτό ίσως θα άξιζε να αναφέρω ειδικότερα τους καθηγητές που συνάντησα, τους άντρες που ανταποκρίνονται σ’ εκείνο το παρακμασμένο πανεπιστημιακό ιδεώδες «τη δίχως πάθος αναζήτηση της δίχως πάθος γνώσης».
Portrait de jack London (1876-1916), romancier americain.
©Leemage
Συνάντησα άντρες που επικαλούνταν το όνομα του Άρχοντα της Ειρήνης[2] στα κατηγορητήριά τους εναντίον του πολέμου, αλλά έβαζαν τουφέκια στα χέρια των Πίνκερτονς[3] για να χτυπήσουν τους απεργούς των εργοστασίων τους. Συνάντησα άντρες που αγανακτούσαν με τη βαναυσότητα της πυγμαχίας, αλλά ταυτόχρονα συμμετείχαν στη νόθευση των τροφίμων που κάθε χρόνο σκότωνε περισσότερα μωρά απ’ όσα είχε εξοντώσει ο αιμοσταγής Ηρώδης.
Σε ξενοδοχεία, λέσχες, σπίτια, λεωφορεία και ατμόπλοια μίλησα με ηγετικές φυσιογνωμίες της βιομηχανίας μας και εντυπωσιάστηκα με το πόσο ελάχιστα είχαν ταξιδέψει στην επικράτεια της γνώσης. Από την άλλη πλευρά, ανακάλυψα ότι οι γνώσεις τους, στο επιχειρηματικό πεδίο, ήταν αφύσικα ανεπτυγμένες. Επίσης ανακάλυψα ότι οι ηθικές αρχές τους, σε ό,τι αφορούσε τις επιχειρήσεις, ήταν μηδενικές.
Εκείνος ο εκλεπτυσμένος, αριστοκρατικός στους τρόπους κύριος, ήταν ένας κουφιοκέφαλος διευθυντής, όργανο των συντεχνιών που ανομολόγητα λήστευαν χήρες και ορφανά. Αυτός ο κύριος, συλλέκτης σπάνιων εκδόσεων και μαικήνας της λογοτεχνίας, ενέδιδε στους εκβιασμούς του δημάρχου με το θεληματικό πιγούνι και τα πυκνά μαύρα φρύδια. Εκείνος ο εκδότης, που δημοσίευε διαφημίσεις για φαρμακευτικές ευρεσιτεχνίες και δεν τολμούσε να καταχωρίσει στην εφημερίδα του την αλήθεια σχετικά με την απάτη των φαρμακευτικών ευρεσιτεχνιών από φόβο μήπως χάσει τη διαφήμιση, με αποκάλεσε αγύρτη και δημαγωγό επειδή του είπα ότι η άποψή του για την πολιτική οικονομία ήταν απαρχαιωμένη και ότι η αντίληψή του για τη βιολογία ήταν σύγχρονη του Πλίνιου.
Εκείνος ο γερουσιαστής ήταν όργανο και σκλάβος, μια μαριονέτα στην υπηρεσία ενός χυδαίου, αμόρφωτου ιδιοκτήτη ατμομηχανών· το ίδιο κι αυτός ο κυβερνήτης κι εκείνος ο δικαστής του ανώτατου δικαστηρίου – ενώ και οι τρεις έπαιρναν τη μίζα τους από τις σιδηροδρομικές άδειες. Εκείνος ο άντρας που μιλούσε νηφάλια και ειλικρινά για την ομορφιά του ιδεαλισμού και την καλοσύνη του Θεού, είχε μόλις προδώσει τους συνεταίρους του σε μια επιχειρηματική συμφωνία. Αυτός ο άντρας, στυλοβάτης της εκκλησίας και μέγας χορηγός ξένων ιεραποστολών, απασχολούσε τις πωλήτριες στο κατάστημά του, επί δέκα ώρες την ημέρα έναντι μισθών πείνας και κατά συνέπεια ενθάρρυνε ευθέως την πορνεία. Αυτός ο άντρας που χρηματοδοτούσε έδρες στα πανεπιστήμια, ψευδομαρτυρούσε στα δικαστήρια για υποθέσεις λίγων δολαρίων. Κι αυτός ο μεγιστάνας των σιδηροδρόμων είχε αθετήσει τον λόγο της τιμής του ως άντρας και χριστιανός, όταν συμφώνησε μυστικά φοροαπαλλαγές για έναν από τους δύο μεγαλοβιομήχανους που ανταγωνίζονταν θανάσιμα για την επικράτηση.
Παντού τα ίδια: έγκλημα και προδοσία, προδοσία και έγκλημα. Άντρες που ήταν ζωντανοί αλλά δεν ήταν ούτε άμεμπτοι ούτε ευγενείς, άντρες που ήταν άμεμπτοι και ευγενείς αλλά δεν ήταν ζωντανοί. Και μετά υπήρχε η μεγάλη, απελπισμένη μάζα, ούτε ευγενής ούτε ζωντανή, αλλά ούτε και άμεμπτη. Οι άνθρωποι που ανήκαν σ’ αυτήν δεν αμάρταιναν ούτε απόλυτα ούτε ηθελημένα- όμως διέπρατταν αμαρτήματα μέσα στην παθητικότητα και την άγνοιά τους, συναινώντας στην κυρίαρχη ανηθικότητα και αποκομίζοντας απ’ αυτήν οφέλη. Αν ήταν ευγενείς και ζωντανοί δεν θα ήταν βυθισμένοι στην άγνοια και θα είχαν αρνηθεί να μοιραστούν τα κέρδη από την προδοσία και το έγκλημα.
Ανακάλυψα ότι δεν μου άρεσε να ζω στο σαλόνι της κοινωνίας. Διανοητικά έπληττα. Ηθικά και πνευματικά αηδίαζα. Θυμήθηκα τους διανοούμενους και τους ιδεαλιστές μου, τους δίχως ράσο ιεροκήρυκές μου, τους συντετριμμένους καθηγητές μου και τους άντρες της εργατικής τάξης, που είχαν καθαρό μυαλό και ταξική συνείδηση. Θυμήθηκα τις μέρες με τη λιακάδα και τις νύχτες με την αστροφεγγιά, όταν η ζωή ήταν ένα παράτολμο, υπέροχο θαύμα, ένας πνευματικός παράδεισος ανιδιοτελούς περιπέτειας και ειδυλλιακής χρηστότητας. Και είδα μπροστά μου, ακτινοβόλο και φλεγόμενο, το Ιερό Δισκοπότηρο.
Κι έτσι ξαναγύρισα στην εργατική τάξη, στους κόλπους της οποίας είχα γεννηθεί, εκεί όπου ανήκα. Δεν με ενδιέφερε πια να αναρριχηθώ. Το επιβλητικό οικοδόμημα της κοινωνίας πάνω απ’ το κεφάλι μου δεν με συναρπάζει πια. Αυτό που με απασχολεί είναι τα θεμέλια του οικοδομήματος. Αισθάνομαι βαθιά ικανοποίηση όταν μοχθώ εκεί κάτω, με τον λοστό στο χέρι, πλάι σε διανοούμενους, ιδεαλιστές και ταξικά συνειδητοποιημένους εργάτες, ρίχνοντας πότε-πότε μια βαριά σφυριά και κάνοντας όλο το οικοδόμημα να κλυδωνίζεται. Κάποια μέρα, όταν θα έχουμε περισσότερα χέρια και πιο πολλούς λοστούς, θα το συντρίψουμε, μαζί με τη σάπια του ζωή και τους άταφους νεκρούς του, μαζί με τον τερατώδη εγωισμό του και τον απέραντο υλισμό του. Τότε, θα καθαρίσουμε το κατώγι και θα χτίσουμε μια νέα κατοικία για το ανθρώπινο γένος, όπου δεν θα υπάρχει σαλόνι, όπου όλα τα δωμάτια θα είναι φωτεινά κι ευάερα, και όπου ο αέρας που θα αναπνέουμε θα είναι καθαρός, ευγενικός και ζωντανός.
Αυτή είναι η προοπτική μου. Προσβλέπω σε μια εποχή που ο άνθρωπος θα προοδεύει βασισμένος σε κάτι πιο σημαντικό και υψηλό από το στομάχι του, όταν θα υπάρχει ένα ευγενέστερο κίνητρο που θα παρακινεί τους ανθρώπους σε δράση από το κίνητρο του εδώ και τώρα, από το κίνητρο, δηλαδή, του στομαχιού. Διατηρώ την πίστη μου στην ευγένεια και την ηθική ανωτερότητα του ανθρώπου. Πιστεύω ότι η πνευματική καλοσύνη και η ανιδιοτέλεια θα επικρατήσουν, εκτοπίζοντας τη χυδαία βουλιμία τού σήμερα. Και, εν κατακλείδι, πιστεύω στην εργατική τάξη. Όπως είχε πει κάποιος Γάλλος, «η σκάλα του χρόνου αντηχεί από τα ξυλοπάπουτσα που ανεβαίνουν και από τις γυαλισμένες μπότες που κατεβαίνουν».
Newton, Iowa, Νοέμβριος τον 1905
[1] Αναφορά στον στίχο του Ρ. Κίπλινγκ “The Colonel’s lady and Judy O’Grady /are sisters under the skin”, από το ποίημά του «Οι κυρίες» που περιλαμβάνεται στη συλλογή Barrack-Room Ballads (1892). Η Τζούντι Ο’Γκρέιντι ήταν μια πόρνη που τριγυρνούσε έξω από το στρατόπεδο του Βρετανικού Στρατού στην Ινδία.
[2] Αναφέρεται στον Ιησού τον Ναζωραίο, «Άρχοντα της Ειρήνης», σύμφωνα με τον Προφήτη Ησαΐα (Ησαΐας 9:6).
[3] Οι Πίνκερτονς (Pinkerton National Detective Agency) ήταν μια ιδιωτική εταιρεία ασφάλειας που ιδρύθηκε το 1850, Έχοντας αποτρέψει μια απόπειρα δολοφονίας εναντίον του προέδρου Λίνκολν, οι Πίκνκερτονς κέρδισαν την εμπιστοσύνη του και ταυτόχρονα σημαντική δύναμη. Κατά τη διάρκεια των εργατικών κινητοποιήσεων στα τέλη του 19ου αιώνα, οι επιχειρηματίες προσλάμβαναν πράκτορες από τους Πίνκερτονς για να διεισδύσουν στα συνδικάτα ή για να απομακρύνουν από τα εργοστάσια απεργούς και συνδικαλιστές. Η πιο γνωστή σύγκρουση εργατών και πρακτόρων έγινε στην απεργία του Homestead το 1892, όπου οι Πίνκερτονς κλήθηκαν να περιφρουρήσουν τα απεργοσπαστικά μέτρα της εργοδοσίας. Η σύγκρουση είχε αιματηρό τέλος, με πολλά θύματα και από τις δύο πλευρές.