24 Ιανουαρίου, 2018

Για το ζήτημα της Kατοικίας: Αποκαλύψεις Δύο Αιώνων





Στο φύλλο αριθμός 10 και στα κατοπινά της Der Volksstaat, δημοσιεύτηκε μια σειρά από έξι άρθρα για το ζήτημα της κατοικίας που αξίζει να προσεχτούν και μόνο για το λόγο ότι -εκτός από μερικά πολύ καιρό ξεχασμένα μισολογοτεχνικά γραπτά της εποχής του 1840- αποτελούν την πρώτη προσπάθεια μεταφύτευσης της σχολής του Προυντόν στη Γερμανία. 
Αυτό είναι ένα τόσο τεράστιο βήμα προς τα πίσω, σε σχέση με την όλη εξέλιξη του γερμανικού σοσιαλισμού που πριν 25 κιόλας χρόνια έδωσε το αποφασιστικό χτύπημα* στις αντιλήψεις του Προυντόν, που αξίζει τον κόπο να αντιμετωπιστεί αμέσως αυτή η προσπάθεια.
Η λεγόμενη στενότητα κατοικίας, που παίζει σήμερα έναν τόσο μεγάλο ρόλο στον Τύπο, δεν είναι μόνο ότι η εργατική τάξη ζει γενικά συνωστισμένη σε κακές και ανθυγιεινές κατοικίες. 

Αυτή η στενότητα κατοικίας δεν είναι κάτι που χαρακτηρίζει ιδιαίτερα τη σημερινή εποχή. 
Δεν είναι ούτε ένα από τα βάσανα που αποτελούν ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του σύγχρονου προλεταριάτου σε σύγκριση με όλες τις προηγούμενες καταπιεζόμενες τάξεις. Αντίθετα, σε όλες τις εποχές η στενότητα κατοικίας έπληττε όλες τις καταπιεζόμενες τάξεις. 


Για να μπει τέρμα σ’ αυτήν τη στενότητα κατοικίας υπάρχει μόνο ένα μέσο: Να καταργηθεί γε­νικά η εκμετάλλευση και η καταπίεση της εργαζόμενης τάξης από την κυρίαρχη τάξη.
Αυτό που εννοούν σήμερα όταν μιλούν για στενότητα κατοικίας είναι η ιδιόμορφη επιδείνωση που σημειώθηκε στις κακές συνθήκες κατοικίας των εργατών, ως αποτέλεσμα της απότομης συρροής πληθυσμού στις μεγάλες πόλεις, της τεράστια αύξησης των ενοικίων, του ακόμα μεγαλύτερου συνωστισμού ενοίκων στα σπίτια και, για μερικούς, της αδυναμίας γενικά να βρουν κατάλυμα. 
Και γίνεται τόσος πολύς λόγος γι’ αυτήν τη στενότητα κατοικίας γιατί δεν περιορίστηκε μόνο στην εργατική τάξη αλλά έθιξε και τη μικροαστική τάξη.
Η στενότητα κατοικίας των εργατών και ενός μέρους των μικροαστών στις σύγχρονες μεγάλες πόλεις μας είναι ένα από τα αναρίθμητα μικρότερα, δευτερεύοντα κακά που πηγάζουν από το σημερινό κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής.

 Δεν είναι καθόλου άμεση συνέπεια της εκμετάλλευσης του εργάτη, ως εργάτη από τον κεφαλαιοκράτη. 


Η εκμετάλλευση αυτή είναι το βασικό κακό, αυτό που θέλει να καταργήσει η κοινωνική επανάσταση με την κατάργηση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής.
Ο ακρογωνιαίος λίθος του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής είναι το γεγονός ότι:

 Το σημερινό μας κοινωνικό καθεστώς δίνει στον κεφαλαιοκράτη τη δυνατότητα να αγοράσει στην αξία της την εργατική δύναμη του εργάτη, να βγάζει όμως απ’ αυτήν πολύ περισσότερα από την αξία της βάζοντας τον εργάτη να εργάζεται πολύ περισσότερο από ό,τι χρειάζεται για την αναπαραγωγή της τιμής που πληρώθηκε για την εργατική δύναμη. 


Η υπεραξία που παράγεται μ’ αυτόν τον τρόπο μοιράζεται ανάμεσα στο σύνολο της τάξης των κεφαλαιοκρατών και των γαιοκτημόνων και στους πληρωμένους υπηρέτες τους, από τον Πάπα και τον Κάιζερ ίσαμε το νυχτοφύλακα και ακόμα πιο κάτω. Ο τρόπος με τον οποίο γίνεται αυτή η διανομή δε μας ενδιαφέρει εδώ.
Ένα πράγμα είναι βέβαιο, ότι όλοι όσοι δεν εργάζονται μπορούν να ζουν μονάχα από τα υπολείμματα αυτής της υπεραξίας, που τα παίρνουν κατά τον έναν ή τον άλλο τρόπο. (Βλ. Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, όπου αυτό αναπτύσσεται για πρώτη φορά.) 
Η διανομή της υπεραξίας που παράγει η εργατική τάξη και που της αφαιρείται χωρίς πληρωμή ανάμεσα στις μη εργαζόμενες τάξεις γίνεται με εξαιρετικά διδακτικούς καυγάδες και με αμοιβαία ξεγελάσματα.
 Όταν η διανομή αυτή γίνεται με την αγορά και την πώληση, ένας από τους κυριότερους μοχλούς της είναι το ξεγέλασμα του αγοραστή από τον πωλητή που έχει γίνει τώρα στο μικρεμπόριο, ιδιαίτερα στις μεγαλουπόλεις, ο αληθινός όρος ύπαρξης για τους πωλητές.
Όταν όμως ο μπακάλης ή ο ψωμάς γελάει τον εργάτη στην τιμή ή στην ποιότητα του εμπορεύματος, αυτό δεν το παθαίνει ο εργάτης εξαιτίας της ειδικής ιδιότητάς του ως εργάτη. 

Αντίθετα, όταν σε έναν τόπο γίνει κοινωνικός κανόνας ένας κάποιος μέσος όρος εξαπάτησης αντισταθμίζεται με τον καιρό με μια αντίστοιχη αύξηση των μισθών. 


Ο εργάτης παρουσιάζεται στον μπακάλη ως αγο­ραστής, ως κάτοχος δηλαδή ή χρήματος ή πίστωσης, και κατά συνέπεια σε καμιά περίπτωση με την ιδιότητά του ως εργάτης, δηλαδή ως πωλητής της εργατικής του δύναμης.
Μπορεί η εξαπάτηση να τον θίγει, όπως και γενικά τη φτωχότερη τάξη, σκληρότερα από τις πλουσιότερες κοινωνικές τάξεις αλλά αυτό δεν είναι ένα κακό που βρίσκει αποκλειστικά αυτόν, δεν είναι ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της τάξης του.
Το ίδιο συμβαίνει και με τη στενότητα κατοικίας. Η επέκταση των σύγχρονων μεγαλουπόλεων προκαλεί σε μερικά, ιδιαίτερα σε κεντρικά, τμήματα των πόλεων μια τεχνητή αύξηση, συχνά κολοσσιαία, της αξίας των οικοπέδων. Η αξία των κτηρίων που είναι χτισμένα σ’ αυτά τα οικόπεδα αντί ν’ ανεβαίνει αντίθετα πέφτει προς τα κάτω και αυτό γιατί τα κτήρια δεν ανταποκρίνονται πια στις αλλαγμένες συνθήκες. Τα γκρεμίζουν και τα αντικαθιστούν με άλλα. Αυτό γίνεται προπαντός με τις εργατικές κατοικίες που βρίσκονται στο κέντρο, που τα ενοίκιά τους, ακόμα και με το μεγαλύτερο συνωστισμό ενοικιαστών, δεν μπορούν να ξεπεράσουν ένα ορισμένο ανώτερο όριο ή το ξεπερνούν με εξαιρετική καθυστέρηση. Τα γκρεμίζουν και στη θέση τους χτίζουν μαγαζιά, αποθήκες εμπορευμάτων, δημόσια καταστήματα.

Ο βοναπαρτισμός με τον Haussmann5 εκμεταλ­λεύτηκε στο έπακρο στο Παρίσι την τάση αυτή για απάτη και ατομικό πλουτισμό. Το πνεύμα του Haussmann όμως πέρασε και στο Λονδίνο, στο Μάντσεστερ, στο Λίβερπουλ. Μα φαίνεται ότι και στο Βερολίνο και στη Βιέννη βρίσκεται σα στο σπίτι του. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι εργάτες εκτοπίζονται από το κέντρο των πόλεων προς την περιφέρεια, ότι οι εργατικές και γενικά οι μικρότερες κατοικίες γίνονται σπάνιες και ακριβές και πολλές φορές δε βρίσκονται καθόλου. Κι αυτό συμβαίνει γιατί μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες οι ακριβές κατοικίες προσφέρουν πολύ καλύτερες δυνατότητες κερδοσκοπίας στις οικοδομικές επιχειρήσεις, που μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις χτίζουν εργατικές κατοικίες.


Αυτή η στενότητα κατοικίας θίγει λοιπόν τον εργάτη σκληρότερα από κάθε εύπορη τάξη. 
Όμως, όπως και η κλεψιά του μπακάλη, έτσι κι αυτό δεν είναι ένα κακό που πιέζει αποκλειστικά την εργατική τάξη και πρέπει επίσης, όσο θίγει την εργατική τάξη, να αντισταθμιστεί κάπως οικονομικά όταν φτάσει έναν ορισμένο βαθμό και μια ορισμένη διάρκεια.
Μ’ αυτά τα βάσανα της εργατικής τάξης, που είναι κοινά με τα βάσανα άλλων τάξεων και ιδιαίτερα με τη μικροαστική τάξη, ασχολείται κατά προτίμηση ο μικροαστικός σοσιαλισμός, στον οποίο ανήκει και ο Προυντόν. 
Και έτσι δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο δικός μας Γερμανός προυντονιστής καταπιάνεται προπαντός με το ζήτημα της κατοικίας, που όπως είδαμε δεν είναι καθόλου αποκλειστικά εργατικό ζήτημα και που αυτός αντίθετα το χαρακτηρίζει ως ένα αληθινό, αποκλειστικά εργατικό ζήτημα. 
«Ό,τι είναι ο μισθωτός εργάτης απέναντι στον κεφαλαιοκράτη, το ίδιο είναι και ο ενοικιαστής απέναντι στον ιδιοκτήτη τον σπιτιού.»
Αυτό είναι ολότελα λαθεμένο. 

Στο ζήτημα της κατοικίας έχουμε δυο μέρη που το ένα στέκεται αντιμέτωπο στο άλλο, τον ενοικιαστή και τον εκμισθωτή ή το σπιτονοικοκύρη. 


Ο πρώτος θέλει να αγοράσει από το δεύτερο την προσωρινή χρήση μιας κατοικίας. Διαθέτει χρήμα ή πίστωση -παρά το γεγονός ότι την πίστωση αυτήν την εξαγοράζει πάλι από τον ιδιοκτήτη σε τοκογλυφική τιμή, δηλαδή με την αύξηση του ενοικίου. Είναι μια απλή πώληση εμπορεύματος.
Δεν είναι συναλλαγή ανάμεσα σε προλετάριο και σε αστό, ανάμεσα σε εργάτη και σε κεφαλαιοκράτη. 
Ο ενοικιαστής, ακόμα και όταν είναι εργάτης, παρουσιάζεται ως κάτοχος περιουσίας που πρέπει να έχει κιόλας πουλήσει το δικό του εμπόρευμα, την εργατική δύναμη, για να μπορεί μ’ αυτό που εισέπραξε να παρουσιαστεί ως αγοραστής του δικαιώματος χρήσης της κατοικίας ή πρέπει να μπορεί να δώσει εγγυήσεις για την επικείμενη πώληση αυτής της εργατικής δύναμης.
Οι ιδιόμορφες συνέπειες της πώλησης της εργατικής δύναμης στον κεφαλαιοκράτη λείπουν εδώ εντελώς. 

Ο κεφαλαιοκράτης που αγοράζει εργατική δύναμη τη βάζει πρώτο να αναπαράγει την αξία της, δεύτερο να παράγει υπεραξία που προσωρινά παραμένει στα χέρια του, με την επιφύλαξη ότι θα μοιραστεί ανάμεσα στην τάξη των κεφαλαιοκρατών. Εδώ λοιπόν παράγεται μια παραπανίσια αξία, αυξάνει το συνολικό ποσό της υπάρχουσας αξίας.


 Εντελώς το αντίθετο συμβαίνει με τη συναλλαγή της ενοικίασης. 
Όσο και αν ξεγελάσει ο εκμισθωτής τον ενοικιαστή, πρόκειται πάντα για τη μεταβίβαση υπάρχουσας, από τα πριν δημιουργημένης αξίας και το συνολικό ποσό των αξιών που κατέχουν μαζί ο εκμισθωτής και ο ενοικιαστής παραμένει τόσο όσο ήταν και προηγούμενα.
Ασχετα αν ο εργάτης πληρώνεται από τον κεφαλαιοκράτη πάνω, κάτω ή στην αξία της εργασίας του, πάντα τον γελούν και του παίρνουν ένα μέρος του προϊόντος της εργασίας του. 
Τον ενοικιαστή τον γελούν τότε μόνο όταν πρέπει να πληρώνει την κατοικία πάνω από την αξία της.
Διαστρέφουμε επομένως εντελώς τη σχέση ανάμεσα στον ενοικιαστή και στον εκμισθωτή όταν την εξομοιώσουμε με τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στον εργάτη και στον κεφαλαιοκράτη. 
Απεναντίας, έχουμε να κάνουμε εδώ με μια πολύ συνηθισμένη εμπορική συναλλαγή ανάμεσα σε δυο πολίτες και η συναλλαγή αυτή γίνεται σύμφωνα με τους οικονομικούς νόμους που ρυθμίζουν γενικά την πώληση των εμπορευμάτων και ειδικά την πώληση του εμπορεύματος: Ιδιοκτησία της γης.
Πρώτα υπολογίζονται τα έξοδα οικοδομής και συντήρησης ολόκληρου του σπιτιού ή του μέρους εκείνου του σπιτιού που ενοικιάζεται.

Σε δεύτερη μοίρα έρχεται η αξία του οικοπέδου που εξαρτά- ται από την περισσότερο ή λιγότερο καλή θέση του σπιτιού. 


Τελικά, κρίνει το ζήτημα η κατάσταση που υπάρχει τη στιγμή εκείνη στη σχέση ανάμεσα στη ζήτηση και στην προσφορά.
Αυτή η απλή οικονομική σχέση εκφράζεται στο κεφάλι του δικού μας προυντονιστή έτσι: 

«Το σπίτι που χτίστηκε μια φορά χρησιμεύει ως αιώνιος νόμιμος τίτλος πάνω σ’ ένα ορισμένο κλάσμα της κοινωνικής εργασίας, ακόμα κι αν η πραγματική αξία του σπιτιού έχει πληρωθεί με το παραπάνω στον ιδιοκτήτη με τη μορφή του ενοικίου. Έτσι συμβαίνει για ένα σπίτι που χτίστηκε, λ.χ., πριν 50 χρόνια, να έχει καλυφθεί στο διάστημα αυτό με τα ενοίκια 2,3,5 και 10 φορές το ποσό της αρχικής του τιμής παραγωγής.»


Εδώ έχουμε αμέσως ατόφιο τον Προυντόν. 
Πρώτο, ξεχνάνε ότι με το ενοίκιο πρέπει να πληρωθεί όχι μόνο ο τόκος για το ποσό που στοίχισε η οικοδομή αλλά να καλυφθούν και οι επιδιορθώσεις και το μέσο ποσό κακών χρεών και απλήρωτων ενοικίων και η ζημιά από τις περιόδους που τυχόν μένει το σπίτι ξενοίκιαστο και, τέλος, πρέπει να αποσβεστεί σε χρονιάτικες δόσεις το κεφάλαιο που διατέ θηκε για την οικοδομή ενός φθαρτού σπιτιού που με την πάροδο του χρόνου παύει να είναι κατοικήσιμο και χάνει την αξία του.
Δεύτερο, ξεχνάνε ότι με το ενοίκιο πρέπει επίσης να καλυφθούν οι τόκοι για το ποσό που υπερτιμήθηκε το οικόπεδο του σπιτιού, ότι ένα μέρος από το ενοίκιο αποτελείται επομένως από γαιοπρόσοδο. 
Και είναι αλήθεια ότι ο προυντονιστής μας δηλώνει αμέσως ότι αυτή η υπερτί­μηση, που γίνεται χωρίς τη συμμετοχή του ιδιοκτήτη του οικοπέδου, σύμφωνα με το νόμο δεν ανήκει σ’ αυτόν αλλά στην κοινωνία, παραβλέπει όμως ότι μ’ αυτόν τον τρόπο ζητάει στην πραγματικότητα την κατάργηση της ιδιοκτησίας της γης, ένα σημείο με το οποίο, αν θέλαμε να ασχοληθούμε εδώ, θα μας οδηγούσε πολύ μακριά.
Τέλος, παραβλέπει ότι σ ’ όλη αυτήν τη συναλλαγή δεν πρόκειται να αγοράσει κανένας το σπίτι από τον ιδιοκτήτη αλλά μονάχα να το χρησιμοποιήσει για ένα ορισμένο διάστημα. 
Ο Προυντόν, που ποτέ του δεν ενδιαφέρθηκε για τους αληθινούς, πραγματικούς όρους κάτω από τους οποίους συμβαίνει ένα οποιοδήποτε οικονομικό φαινόμενο, 
δεν μπορεί φυσικά να εξηγήσει πώς, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, είναι δυνατόν να πληρωθεί με τη μορφή των ενοικίων μέσα σε πενήντα χρόνια δέκα φορές η αρχική τιμή παραγωγής του σπιτιού. 

Αντί να εξετάσει από οικονομική άποψη αυτό το όχι και τόσο δύσκολο ζήτημα και να εξακριβώσει αν πραγματικά και με ποιον τρόπο βρίσκεται σε αντίθεση με τους οικονομικούς νόμους,
 ξεφεύγει με ένα τολμηρό πήδημα από την οικονομία στα νομικά: «Το σπίτι που χτίστηκε μια φορά χρησιμεύει ως αιώνιος νόμιμος τίτλος», που δίνει δικαίωμα σε ένα ορισμένο χρονιάτικο εισόδημα. 

Πώς γίνεται αυτό, πώς το σπίτι γίνεται νόμιμος τίτλος, γι’ αυτό σωπαίνει ο Προυντόν. 
Κι όμως αυτό είναι που έπρεπε να είχε εξηγήσει. 
Αν είχε εξετάσει το ζήτημα αυτό, τότε θα είχε βρει ότι όλοι οι νόμιμοι τίτλοι του κόσμου, όσο αιώνιοι κι αν είναι, δεν μπορούν να δώσουν σε ένα σπίτι τη δύναμη να εισπράξει με τα ενοίκια μέσα σε πενήντα χρόνια δέκα φορές την αρχική του τιμή παραγωγής και ότι μονάχα οικονομικοί όροι (που μπορεί από την κοινωνία να αναγνωριστούν ως νόμιμοι τίτλοι) μπορούν να το καταφέρουν αυτό. Και έτσι βρίσκεται πάλι στο ίδιο σημείο απ’ όπου ξεκίνησε.
Όλη η διδασκαλία του Προυντόν στηρίζεται σ’ αυτό το σωτήριο πήδημα από την οικονομική πραγματικότητα στη νομική φράση. Κάθε φορά που ο αγαθός Προυντόν χάνει την οικονομική συνάφεια -κι αυτό του συμβαίνει σε κάθε σοβαρό ζήτημα- καταφεύγει στην περιοχή του δικαίου και κάνει έκκληση στην αιώνια δικαιοσύνη.
«Ο Προυντόν αντλεί στην αρχή το ιδανικό του της αιώνιας δικαιοσύνης από τις νομικές σχέσεις που ανταποκρίνονται στην εμπορευματική παραγωγή και έτσι, ας σημειωθεί κι αυτό μέσα σ’ όλα, προσφέρεται και η τόσο παρήγορη για όλους τους μικροαστούς απόδειξη ότι η μορφή της εμπορευματικής παραγωγής είναι και αυτή τόσο αιώνια όσο και η δικαιοσύνη.

 Και έπειτα προσπαθεί αντίστροφα να μεταμορφώσει την πραγματική εμπορευματική παρα­γωγή και το αντίστοιχο μ’ αυτήν πραγματικό δίκαιο σύμφωνα με το ιδανικό αυτό. 
Τι θα σκεφτόταν κανείς για ένα χημικό που αντί να μελετήσει τους πραγματικούς νόμους της ανταλλαγής της ύλης και με βάση αυτούς να λύσει ορι­σμένα προβλήματα, ζητούσε να μεταμορφώσει την ανταλλαγή της ύλης με τις “αιώνιες ιδέες” της “φυσικότητας και της συγγένειας”; 
Και μήπως θα ξέρουμε περισσότερα πράγ­ματα για την τοκογλυφία όταν λέμε ότι αντιφάσκει με την “αιώνια δικαιοσύνη”, με την “αιώνια ευθύτητα”, με την “αιώνια αλληλεγγύη” και με άλλες “αιώνιες αλήθειες” απ’ ό,τι ήξεραν οι πατέρες της Εκκλησίας, όταν έλεγαν ότι αντιφάσκει με την “αιώνια χάρη”, την “αιώνια πίστη” και την “αιώνια θεία βούληση”;» (Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, σελ. 45‘.)


Δεν πάει καλύτερα ο δικός μας προυντονιστής από τον κύριο και δάσκαλό του:

 «Το συμφωνητικό της ενοικίασης είναι μια από τις χίλιες συναλλαγές που είναι τόσο αναγκαίες στη ζωή της σύγχρονης κοινωνίας όσο και η κυκλοφορία του αίματος στο σώμα των ζώων.
 Θα ήταν φυσικά προς το συμφέρον αυτής της κοινωνίας αν όλες αυτές οι συναλλαγές ήταν διαποτισμένες από μια “ιδέα δικαίου”, αν δηλαδή γίνονταν παντού σύμφωνα με τις αυστηρές απαιτήσεις της δικαιοσύνης. 


Με μια λέξη η οικονομική ζωή της κοινωνίας πρέπει, όπως λέει ο Προυντόν, να ανέβει ως το ύψος ενός “οικονομικού δικαίου”.
Στην πραγματικότητα συμβαίνει, όπως είναι γνωστό, ακριβώς το αντίθετο. 

Ήταν δυνατόν να πιστέψουμε ότι, 5 χρόνια αργότερα από τότε που ο Κ. Μαρξ σκιαγράφησε τόσο ολιγόλογα και πειστικά τον προυντονισμό και μάλιστα απ’ αυτήν την αποφασιστική του πλευρά, θα μπορούσε να δημοσιευτεί ένα τέτοιο συγχυσμένο πράγμα στη γερμανική γλώσσα; 
Τι σημαίνει όλη αυτή η σχολαστική φλυαρία; 
Τίποτε άλλο παρά ότι οι πρακτικές συνέπειες των οικονομικών νόμων που διέπουν τη σημερινή κοινωνία χτυπούν κατάμουτρα το αίσθημα δικαιοσύνης του συγγραφέα και ότι ο συγγραφέας έχει τον ευσεβή πόθο να βολέψει την υπόθεση έτσι που να μπορεί να διορθωθεί.
 Μάλιστα, αν οι φρύνοι είχαν ουρές, δε θα ήταν φρύνοι! 


Και δεν είναι μήπως και ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής «διαποτισμένος από μια ιδέα δικαίου», δηλαδή από την ιδέα του δικαιώματός του να εκ­μεταλλεύεται τον εργάτη; 
Και μήπως προχωρήσαμε κατά ένα βήμα όταν μας λέει ο συγγραφέας ότι δεν είναι αυτή η δική του ιδέα δικαίου;

Αλλά ας επιστρέφουμε στο ζήτημα της κατοικίας. 
Ο προυντονιστής μας εξαπολύει τώρα τη δική του «ιδέα δικαίου» και κάνει την παρακάτω συγκινητική απαγγελία:

 «Δε διστάζουμε να ισχυριστούμε ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερος χλευασμός για τον πολιτισμό του περίφημου αιώνα μας από το γεγονός ότι στις μεγάλες πόλεις 90% και πάνω του πληθυσμού δεν έχουν μια στέγη που να μπορούν να λένε ότι είναι δική τους. Το σπίτι και η εστία που είναι ο καθαυτό πυρήνας της ηθικής και οικογενειακής ζωής έχουν παρασυρθεί στον κοινωνικό στρόβιλο… Από την άποψη αυτή είμαστε πολύ χειρότερα από τους αγρίους. Ο τρωγλοδύτης έχει τη σπηλιά του, ο Αυστραλός την πλίθινη καλύβα του, ο Ινδιάνος τη δική του εστία, ο σύγχρονος προλετάριος κρέμεται πραγματικά στον αέρα» κοκ.


Σ’ αυτή την ιερεμιάδα έχουμε τον προυντονισμό σε όλη του την αντιδραστική μορφή. 

Για να δημιουργηθεί η σύγχρονη επαναστατική τάξη του προλεταριάτου χρειάστηκε να κοπεί ο ομφάλιος λώρος που έδενε τον εργάτη του παρελθόντος με τη γη. 
Ο υφαντουργός που είχε δίπλα στον αργαλειό του το σπιτάκι του, το περιβολάκι του και το χωραφάκι του ήταν, παρόλη την αθλιότητα και παρόλη την πολιτική πίεση, ένας ήσυχος, ευχαριστημένος άνθρωπος, «γεμάτος θεία μακαριότητα και εντιμότητα», έβγαζε το καπέλο του μπροστά στους πλουσίους, στους παπάδες και στους κρατικούς λειτουργούς και ήταν μέσα του πέρα για πέρα δούλος. 


Και ακριβώς η σύγχρονη μεγάλη βιομηχανία που μετέτρεψε το δεμένο στη γη εργάτη σε τέλειο ακτήμονα, απαλλαγμένο από όλες τις κληρονομημένες αλυσίδες και ελεύθερο σαν το πουλί προλετάριο, ακριβώς αυτή η οικονομική επανάσταση δημιούργησε τους όρους κάτω από τους οποίους μπορεί μόνο να ανατραπεί η τελευταία μορφή εκμετάλλευσης της εργαζόμενης τάξης, η κεφαλαιοκρα­τική παραγωγή.
Και έρχεται τώρα ο προυντονιστής που έχει τόσο εύκολα τα δάκρυα και θρηνεί, ως να πρόκειται για ένα μεγάλο βήμα προς τα πίσω, για την εκτόπιση των εργατών από το σπίτι και την εστία, γι’ αυτό δηλαδή που ήταν ίσα-ίσα ο πρωταρχικός όρος της πνευματικής τους χειραφέτησης.
Πριν 27 χρόνια περιέγραψα στις κυριότερές του γραμμές ακριβώς αυτό το γεγονός της εκτόπισης των εργατών από το σπίτι και την εστία, όπως συντελέστηκε το 18ο αιώνα στην Αγγλία 
(Η κατάσταση της εργαζόμενης τάξης στην Αγγλία). 
Εκεί περιγράφονται, όπως τους αξίζει, οι ατιμίες που διέπραξαν τότε οι γαιοκτήμονες και οι εργοστασιάρχες, οι βλαβερές υλικές και ηθικές συνέπειες που αναγκα­στικά είχε στην αρχή αυτό το ξεσπίτωμα για τους εργάτες που εκτοπίστηκαν. 

Μπορούσε όμως να μου έρθει ποτέ στο νου ότι αυτή η απόλυτα αναγκαία για τις τότε περιστάσεις ιστορική εξελικτική πορεία αποτελεί ένα βήμα προς τα πίσω, «πιο πίσω ακόμα και από τους αγρίους»; Αδύνατο. 

Ο Αγγλος προλετάριος του 1872 βρίσκεται ασύγκριτα πιο ψηλά από τον αγρότη υφαντουργό του 1772 που είχε «σπίτι και εστία».


 Και μήπως πρόκειται να κάνουν ποτέ ο τρωγλοδύτης με τη σπηλιά του, ο Αυστραλός με την πλίθινη καλύβα του, ο Ινδιάνος με τη δική του εστία μια εξέγερση, σαν την εξέγερση του Ιούνη ή μια Παρισινή Κομμούνα;
Το ότι χειροτέρεψε η κατάσταση του εργάτη από τότε που επικράτησε ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής σε μεγάλη κλίμακα, αυτό μόνο ο αστός το αμφισβητεί. 

Μήπως όμως γι’ αυτό πρέπει να κοιτάμε προς τα πίσω και να λαχταράμε τις αιγυπτιακές χύτρες με κρέας (που κι αυτές ήταν πολύ ισχνές), 


τη μικρή βιομηχανία της υπαίθρου, αυτήν που διαπαιδαγωγούσε μονάχα δουλικές ψυχές ή τους «αγρίους»; 
Το αντίθετο. 

Μονάχα το προλεταριάτο, που το δημιούργησε η σύγχρονη μεγάλη βιομηχανία, που το απελευθέρωσε από όλες τις κληρονομημένες αλυσίδες, ακόμα και από εκείνες που το δένανε στη γη, και που έχει συγκεντρωθεί στις μεγάλες πόλεις, είναι σε θέση να πραγματοποιήσει τη μεγάλη κοινωνική μεταβολή που θα βάλει τέλος σε κάθε ταξική εκμετάλλευση και ταξική κυριαρχία. 


Οι παλιοί χειρωνακτικοί υφαντουργοί της υπαίθρου που είχαν σπίτι και εστία ποτέ δε θα ήταν σε θέση να κάνουν ένα τέτοιο πράγμα, ποτέ δε θα μπορούσαν να συλλάβουν μια τέτοια ιδέα και, ακόμα λιγότερο, ποτέ δε θα μπορούσαν να θέλουν να την πραγματοποιήσουν.
Για τον Προυντόν αντίθετα 

όλη η βιομηχανική επανάσταση των τελευταίων εκατό χρόνων, η κινητήρια δύναμη του ατμού, η μεγάλη εργοστασιακή παραγωγή, που αντικατέστησε με μηχανές τη δουλειά με το χέρι και που χιλιαπλασίασε την παραγωγική δύναμη της εργασίας, όλα αυτά είναι στον ανώτατο βαθμό αποκρουστικά γεγονότα, κάτι που δε θα έπρεπε, αλήθεια, να είχε γίνει. 


Ο μικροαστός Προυντόν ζητάει 
ένα κόσμο όπου ο καθένας φτιάχνει ένα δικό του αυτοτελές προϊόν που μπορεί να ξοδευτεί αμέσως και να ανταλλαχτεί στην αγορά. Και αν στην περίπτωση αυτή ο καθένας παίρνει σε αντάλλαγμα όλη την αξία της εργασίας του με τη μορφή ενός άλλου προϊόντος, τότε δίνε­ ται απόλυτη ικανοποίηση στην «αιώνια δικαιοσύνη» και αποκαθίσταται ο καλύτερος κόσμος.
Μα αυτός ο καλύτερος προυντονικός κόσμος ποδοπατήθηκε κιόλας στη γέννησή του 

από τη βιομηχανική εξέλιξη που προχωρούσε, που από καιρό εκμηδένισε την ατομική εργασία σε όλους τους μεγάλους κλάδους της βιομηχανίας και που καθημερινά την εκμηδενίζει στους μικρούς και στους μικρότερους κλάδους της. 


Στη θέση της βάζει την κοινωνική εργασία που στηρίζεται στις μηχανές και στις υποταγμένες φυσικές δυνάμεις, που το έτοιμό τους, άμεσα ανταλλάξιμο και καταναλώσιμο προϊόν είναι το συλλογικό έργο πολλών ατόμων από τα χέρια των οποίων χρειάστηκε να περάσει.
Και ίσα-ίσα μ’ αυτήν τη βιομηχανική επανάσταση αναπτύχθηκε σε τέτοιο βαθμό 

η παραγωγική δύναμη της ανθρώπινης εργασίας που -για πρώτη φορά από τότε που υπάρχουν άνθρωποι- με την προϋπόθεση μιας λογικής κατανομής της εργασίας ανάμεσα σε όλους, να υπάρχει όχι μόνο η δυνατότητα για άφθονη κατανάλωση από όλα τα μέλη της κοινωνίας και για πλούσια παρακαταθήκη, 


αλλά ακόμα και η δυνατότητα να μένει για τον καθένα ξεχωριστά αρκετή ελεύθερη ώρα για να μπορεί όχι μόνο να διατηρηθεί ό,τι πραγματικά αξίζει από τον ιστορικά κληρονομημένο πολιτισμό -επιστήμη, τέχνη, μορφές συμπεριφοράς κλπ- αλλά και να μετατραπεί από μονοπώλιο της κυρίαρχης τάξης σε κοινό κτήμα όλης της κοινωνίας και να καλλιεργηθεί πιο πέρα. Και εδώ βρίσκεται το αποφασιστικό σημείο.
Απ’ τη στιγμή που η παραγωγική δύναμη της ανθρώπινης εργασίας θα αναπτυχθεί ίσαμε αυτόν τον ανώτερο βαθμό, εξαφανίζεται κάθε πρόσχημα για την ύπαρξη μιας κυρίαρχης τάξης. 

Γιατί το τελευταίο επιχείρημα με το οποίο υπερασπίστηκαν την ανάγκη της ταξικής διάκρισης ήταν πάντα τούτο: Πρέπει να υπάρχει μια τάξη που να μην είναι υποχρεωμένη να βασανίζεται με την παραγωγή των καθημερινών μέσων συντήρησής της, για να της μένει καιρός να φροντίζει για την πνευματική εργασία της κοινωνίας.


Με τη βιομηχανική επανάσταση των τελευταίων εκατό χρόνων κόπηκαν μια για πάντα οι ρίζες αυτής της φλυαρίας, 

που ίσαμε τότε είχε τη μεγάλη της ιστορική δικαίωση. 
Η ύπαρξη μιας κυρίαρχης τάξης γίνεται κάθε μέρα και μεγαλύτερο εμπόδιο για την ανάπτυξη της βιομηχανικής παραγωγικής δύναμης, όπως και για την ανάπτυξη της επιστήμης, της τέχνης και ιδιαίτερα των πολιτισμένων μορφών συμπεριφοράς.


 Ποτέ δεν υπήρξαν πιο άξεστοι άνθρωποι από τους σύγχρονους αστούς.

Όλα αυτά δεν ενδιαφέρουν το φίλο Προυντόν.
 Θέλει την «αιώνια δικαιοσύνη» και τίποτα παραπάνω. 

Ο καθένας πρέπει σε αντάλλαγμα για το προϊόν του να παίρνει ολόκληρη την απόδοση της εργασίας του, όλη την αξία της εργασίας του. 
Ο υπολογισμός όμως αυτός για ένα προϊόν της σύγχρονης βιομηχανίας είναι μπερδεμένη υπόθεση. 
Η σύγχρονη βιομηχανία θολώνει ακριβώς την ιδιαίτερη συμβολή του καθένα στο συλλογικό προϊόν, που στην παλιά ατομική χειρωνακτική εργασία (ραινόταν μόνη της στο έτοιμο προϊόν.


 Έπειτα η σύγχρονη βιομηχανία παραμερίζει όλο και περισσότερο την ιδιωτική ανταλλαγή, που πάνω της βασίζεται όλο το σύστημα του Προυντόν, δηλαδή την άμεση ανταλλαγή ανάμεσα σε δυο παραγωγούς στην οποία ο καθένας ανταλλάσει το δικό του προϊόν με το προϊόν του άλλου για να το καταναλώσει.
Γι’ αυτό όλος ο προυντονισμός 

είναι διαποτισμένος με ένα αντιδραστικό πνεύμα, με μια αντιπάθεια ενάντια στη βιομηχανική επανάσταση και με την επιθυμία που εκδηλώνεται, άλλοτε πιο φανερά και άλλοτε πιο κρυφά, να στείλει κατά διαόλου όλη τη σύγχρονη βιομηχανία, τις ατμοκίνητες μηχανές, τις κλωστικές μηχανές και όλα τα άλλα κακά, για να γυρίσουμε στην παλιά, τη νοικοκυρεμένη χειρωνακτική εργασία. 
Ότι έτσι θα χάσουμε τα εννιακόσια ενενήντα εννιά χιλιοστά της παραγωγικής δύναμης, ότι έτσι καταδικάζουμε όλη την ανθρωπότητα στη χειρότερη δουλεία της εργασίας, ότι το δράμα της πείνας θα γίνει γενικός κανόνας 


-όλα αυτά δεν έχουν σημασία, 
αρκεί μόνο να πετύχουμε να γίνεται η ανταλλαγή με τέτοιο τρόπο που ο καθένας να παίρνει «ολόκληρη την απόδοση της εργασίας» και να εφαρμόζεται η «αιώνια δικαιοσύνη».
Fiat justitia, pereat mundus!
Δικαιοσύνη να γίνει κι ο κόσμος ας χαλάσει!
Και μ’ αυτήν την αντεπανάσταση του Προυντόν -αν βέβαια μπορούσε ποτέ να γίνει- θα καταστρεφόταν ο κόσμος. 

Αλλωστε, είναι αυτονόητο ότι και με την κοινωνική παραγωγή που προϋποτίθεται απ’ τη σύγχρονη μεγάλη βιομηχανία μπορεί να εξασφαλιστεί στον καθένα «ολόκληρη η απόδοση της εργασίας του», στο βαθμό βέβαια που έχει νόημα αυτή η φράση. 
Και τότε μόνο έχει κάποιο νόημα, όταν της δώσουμε πλατύτερη σημασία, όχι με την έννοια ότι ο κάθε εργάτης θα γίνει κάτοχος «ολόκληρης της απόδοσης της εργασίας του», 


αλλά ότι όλη η κοινωνία, που θα αποτελείται μόνο από εργάτες, θα γίνεται κάτοχος του συνολικού προϊόντος της εργασίας της, που ένα μέρος του θα μοιράζεται για κατανάλωση στα μέλη της, ένα άλλο μέρος του θα χρησιμεύει για την αντικατάσταση και για την αύξηση των μέσων παραγωγής και τέλος ένα τρίτο μέρος θα αποταμιεύεται ως παρακαταθήκη για την παραγωγή και την κατανάλωση.

* * * 

Ύστερα απ’ τα παραπάνω μπορούμε να ξέρουμε από πριν κιόλας πώς θα λύσει ο δικός μας προυντονιστής το μεγάλο ζήτημα της κατοικίας.  

Από το ένα μέρος έχουμε την απαίτηση ο κάθε εργάτης να έχει τη δική του ιδιόκτητη κατοικία, για να μην εξακολουθούμε να βρισκόμαστε πιο κάτω και από τους αγρίους. 


Απ ’ το άλλο, έχουμε τη διαβεβαίωση ότι η πληρωμή με τα ενοίκια δυο, τρεις, πέντε ή δέκα φορές της αρχικής τιμής παραγωγής ενός σπιτιού, όπως αυτό γίνεται στην πραγματικότητα, βασίζεται σε ένα νόμιμο τίτλο και ότι αυτός ο νόμιμος τίτλος αντιφάσκει με την «αιώνια δικαιοσύνη».
Η λύση είναι απλή: 

Καταργούμε το νόμιμο τίτλο και με βάση την αιώνια δικαιοσύνη χαρακτηρίζουμε τα ενοίκια ως δόσεις εξόφλησης της τιμής της κατοικίας. 


Όταν όμως κάνουμε τους συλλογισμούς μας με τέτοιο τρόπο που να περικλείουν κιόλας μέσα τους το συμπέρασμα, τότε δε χρειάζεται φυσικά περισσότερη δεξιοτεχνία από αυτήν που έχει ο κάθε τσαρλατάνος που βγάζει από το σακί του το παρασκευασμένο από τα πριν αποτέλεσμα για να καμαρώνουμε μετά από την ακλόνητη λογική της οποίας προϊόν είναι αυτό το αποτέλεσμα.
Και εδώ έτσι γίνεται. 
Διακηρύσσεται ως ανάγκη η κατάργηση της με ενοίκιο κατοικίας και μάλιστα με τη μορφή να γίνει κάθε ενοικιαστής ιδιοκτήτης της κατοικίας του.
Πώς θα το κάνουμε αυτό;
 Απλούστατα: 

«Το σπίτι που ενοικιάζεται το εξαγοράζουμε με δόσεις… Στον παλιό ιδιοκτήτη πληρώνεται ως την τελευταία δεκάρα η αξία του σπιτιού του. 
Αντί όμως, όπως συνέβαινε ίσαμε τώρα, το ενοίκιο να αποτελεί το φόρο υποτελείας που πληρώνει ο ενοικιαστής στο αιώνιο δικαίωμα του κεφαλαίου από την ημέρα που διακηρύσσεται η εξαγορά της ενοικιαζόμενης κατοικίας 


το ποσό που πληρώνει ο ενοικιαστής και που θα είναι με ακρίβεια καθορισμένο, θα αποτελεί τις χρονιάτικες δόσεις του για την εξόφληση της κατοικίας που πέρασε στην κατοχή του…
 Η κοινωνία… μ’ αυτόν τον τρόπο μεταβάλλεται σε ένα σύνολο από ανεξάρτητους, ελεύθερους σπιτονοικοκυραίους.»
Ο προυντονιστής θεωρεί έγκλημα ενάντια στην αιώνια δικαιοσύνη το γεγονός ότι ο ιδιοκτήτης ενός σπιτιού μπορεί χωρίς να δουλεύει να εισπράττει γαιοπρόσοδο και τόκο για το κεφάλαιό του που έχει τοποθετήσει στο σπίτι. 
Βγάζει διάταγμα και αποφασίζει ότι αυτό πρέπει να σταματήσει, ότι τα κεφάλαια που είναι τοποθετημένα σε σπίτια δεν πρέπει να δίνουν τόκο, ούτε βέβαια και γαιοπρόσοδο, εφόσον αντιπροσωπεύουν το αγορασμένο οικόπεδο. 
Όμως, όπως είδαμε, αυτό δε θίγει καθόλου τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, που είναι η βάση της σημερινής κοινωνίας. 
Ο άξονας γύρω από τον οποίο στρέφεται η εκμετάλλευση του εργάτη είναι η πώληση της εργατικής δύναμης στον κεφαλαιοκράτη και η εκμετάλλευση αυτής της συναλλαγής που κάνει ο κεφαλαιοκράτης, υποχρεώνοντας τον εργάτη να παράγει πολύ περισσότερα από την πληρω­ μένη αξία της εργατικής δύναμης.
Απ’ αυτήν τη συναλλαγή ανάμεσα στον κεφαλαιοκράτη και τον εργάτη βγαίνει όλη η υπεραξία που μοιράζεται κατόπιν με τη μορφή της γαιοπροσόδου, του εμπορικού κέρδους, του τόκου, των φόρων κλπ., ανάμεσα στις διάφορες κατηγορίες των κεφαλαιοκρατών και στους υπηρέτες τους. 
Και έρχεται τώρα ο προυντονιστής μας και πιστεύει ότι αν απαγορεύσουμε σε μια και μόνη κατηγορία κεφαλαιοκρατών, και μάλιστα των κεφαλαιοκρατών που δεν αγοράζουν άμεσα εργατική δύναμη και επομένως δεν μπορούν να βγάζουν υπεραξία, να εισπράττουν κέρδος ή τόκο, κάνουμε ένα βήμα προς τα μπρος!
Το ποσό της απλήρωτης εργασίας που αφαιρείται από την εργατική τάξη θα έμενε ακριβώς το ίδιο κι αν ακόμα αύριο αφαιρούσαμε από τους ιδιοκτήτες των σπιτιών τη δυνατότητα να εισπράττουν γαιοπρόσοδο και ενοίκιο, πράγμα όμως που δεν εμποδίζει τον προυντονιστή μας να δηλώνει ότι:

 «Η κατάργηση της κατοικίας με ενοίκιο είναι επομένως μια από τις πιο καρποφόρες και πιο μεγαλειώδεις επιδιώξεις που πηγάζει από τους κόλπους της επαναστατικής ιδέας και πρέπει να γίνει ένα από τα πρώτης γραμμής αιτήματα της κοινωνικής δημοκρατίας.» 


Έχουμε δηλαδή εδώ ακριβώς τις ίδιες αγύρτικες φωνές του δάσκαλου, του Προυντόν, που τα κακαρίσματά του βρίσκονται πάντα σε αντίστροφη αναλογία με το μέγεθος των αβγών που κάνει.
Και τώρα αναλογιστείτε την ωραία κατάσταση που θα δημιουργηθεί όταν κάθε εργάτης, μικροαστός και αστός υποχρεωθεί με χρονιάτικες εξοφλήσεις που θα πληρώνει να γίνει στην αρχή μερικός και κατόπιν ολοκληρωτικός ιδιοκτήτης της κατοικίας του! 

Στις βιομηχανικές περιοχές της Αγγλίας, όπου υπάρχει μεγάλη βιομηχανία αλλά μικρές εργατικές κατοικίες και όπου κάθε παντρεμένος εργάτης κά­θεται μόνος του σε ένα σπιτάκι, θα μπορούσε αυτό να έχει κάποιο νόημα. 
Μα η μικρή βιομηχανία του Παρισιού και των περισσοτέρων μεγάλων πόλεων της ηπειρωτικής Ευρώπης συμπληρώνεται με μεγάλα σπίτια στα οποία συγκατοικούν δέκα, είκοσι, τριάντα οικογένειες.
Ας παραδεχτούμε ότι τη στιγμή που θα βγει το κοσμοσωτήριο διάταγμα που θα προκηρύξει την εξαγορά με δόσεις των κατοικιών που ενοικιάζονται ο Πέτρος εργάζεται σ’ ένα εργοστάσιο μηχανών στο Βερολίνο. 
Ας υποθέσουμε ότι ύστερα από ένα χρόνο γίνεται ιδιοκτήτης του ενός δέκατου πέμπτου της κατοικίας του, που αποτελείται από ένα δωμάτιο στο πέμπτο πάτωμα ενός σπιτιού που βρίσκεται κάπου κοντά στην Πύλη του Αμβούργου. 
Σε λίγο χάνει τη δουλειά του και βρίσκεται σε μια όμοια κατοικία με θαυμάσια θέα προς την αυλή στο τρίτο πάτωμα του Πότχοφ στο Ανόβερο, όπου ύστερα από πέντε μηνών διαμονή μόλις απέκτησε το 1/36 της ιδιοκτησίας. 

Και τότε μια απεργία τον ρίχνει στο Μόναχο και τον αναγκάζει ύστερα από εντεκάμηνη διαμονή να φορτωθεί ακριβώς τα 11/180 του δικαιώματος ιδιοκτησίας ενός αρκετά σκοτεινού ισόγειου σπιτιού πίσω από την οδό Όμπερ-Ανγκεργκάσε. 
Σε συνέχεια άλλες μετακομίσεις, που τόσο συχνά συμβαίνουν σήμερα στους εργάτες,
 του βάζουν στην πλάτη του τα 7/360 μιας όχι λιγότερο αξιόλογης κατοικίας στο Σεντ Γκάλεν, 
τα 23/180 μιας άλλης στο Λιντς και τα 347/56.223, με ακρίβεια υπολογισμένα και για να μην μπορεί να παραπονεθεί η «αιώνια δικαιοσύνη», μιας άλλης στο Σερέν. 

Τι λοιπόν κέρδισε τώρα ο Πέτρος μας από όλα αυτά τα μερτικά στις κατοικίες;

 Ποιος του δίνει την πραγματική αξία γι’ αυτά; 
Πού μπορεί ν’ ανακαλύψει τον ή τους ιδιοκτήτες των υπόλοιπων μερτικών του στις διάφορες πρώην κατοικίες του;
 Και ποιες είναι οι σχέσεις ιδιοκτησίας ενός οποιουδήποτε μεγάλου σπιτιού που έχει, ας υποθέσουμε, στα διάφορα πατώματά του είκοσι κατοικίες 


και που όταν λήξει η προθεσμία για την εξόφληση και έχει καταργηθεί η κατοικία με ενοίκιο θα ανήκει σε τριακόσιους, ίσιος, μερικά ιδιοκτήτες που βρίσκονται σκορπισμένοι σε όλα τα πέρατα της γης;
Ο προυντονιστής μας θα απαντήσει ότι ίσαμε τότε θα υπάρχει η τράπεζα ανταλλαγών του Προυντόν,

που σε κάθε στιγμή θα πληρώνει στον καθένα για κάθε προϊόν της εργασίας του ολόκληρη την απόδοση της εργασίας του και επομένως και για κάθε μερτικό σε μια κατοικία θα πληρώνει όλη την αξία του.  
Μα, πρώτα, η τράπεζα ανταλλαγών του Προυντόν δε μας ενδιαφέρει εδώ καθόλου, γιατί στα άρθρα για το ζήτημα της κατοικίας δεν αναφέρεται πουθενά. 
Και έπειτα στηρίζεται στην περίεργη πλάνη ότι κάθε φορά που θα θέλει κάποιος να πουλήσει ένα εμπόρευμα θα βρίσκει πάντα αγοραστή να το αγοράσει στην πλήρη αξία του.


 Και τέλος, πριν την ανακαλύψει ο Προυντόν, είχε κιόλας χρεωκοπήσει περισσότερο από μια φορά στην Αγγλία με τον τίτλο Labour Exchange Bazaar7.
Όλη η ιδέα ότι ο εργάτης πρέπει να αγοράζει την κατοικία του στηρίζεται πάλι, όπως τονίστηκε παραπάνω,
 στην αντιδραστική βασική αντίληψη του Προυντόν 
ότι οι συνθήκες που δημιουργήθηκαν από τη σύγχρονη μεγάλη βιομηχανία είναι αρρωστιάρικες παραφυάδες 
και ότι πρέπει η κοινωνία να οδηγηθεί με το στανιό -ενάντια δηλαδή στο ρεύμα που ακολουθεί εδώ και εκατό χρόνια- 
σε μια κατάσταση όπου θα επικρατεί ως κανόνας η παλιά σταθερή ατομική χειρωνακτική εργασία, σε μια κατάσταση δηλαδή που δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια
 εξιδανικευμένη αποκατάσταση της μικροεπαγγελματικής επιχείρησης που αφανίστηκε και που εξακολουθεί να αφανίζεται. 
Και άμα μια φορά ρίξουμε τους εργάτες πίσω σ’ αυτήν τη σταθερή κατάσταση, και άμα πετύχουμε να βγάλουμε από τη μέση τον «κοινωνικό στρόβιλο», τότε φυσικά ο εργάτης θα μπορεί να κάνει χρήση της ιδιοκτησίας του «σπιτιού και της εστίας» και η παραπάνω θεωρία της εξόφλησης με δόσεις φαίνεται λιγότερο ανούσια. 
Ξεχνάει μονάχα ο Προυντόν ότι για να το κατορθώσει αυτό πρέπει να γυρίσει πριν απ’ όλα κατά εκατό χρόνια πίσω το ρολόι της παγκόσμιας ιστορίας και ότι θα έκανε έτσι τους σημερινούς εργάτες ξανά τέ­ τοιες περιορισμένες, έρπουσες, ύπουλες, δουλικές ψυχές, όπως ήταν οι προπάπποι τους.
Αλλωστε ό,τι λογικό και πρακτικά εφαρμόσιμο περιεχόμενο υπάρχει σ’ αυτήν την προυντονική λύση του ζητήματος της κατοικίας εφαρμόζεται κιόλας σήμερα και μάλιστα αυτή η πραγματοποίηση δεν προέρχεται από τους «κόλπους της επαναστατικής ιδέας» αλλά από τους ίδιους τους μεγαλοαστούς. 
Ας ακούσουμε τι λέει πάνω σ’ αυτό το ζήτημα ένα θαυμάσιο ισπανικό φύλλο της Μαδρίτης, La Emancipation8 της 16 Μάρτη 1872: 

«Υπάρχει ακόμα ένα άλλο μέσο για να λυθεί το ζήτημα της κατοικίας που προτάθηκε από τον Προυντόν και που στην πρώτη ματιά θαμπώνει, μα που άμα εξεταστεί από κοντά αποκαλύπτει όλη του την αδυναμία. 

Ο Προυντόν πρότεινε οι ενοικιαστές να μετατραπούν σε αγοραστές που θα εξοφλούν με δόσεις, έτσι που το χρονιάτικο ενοίκιο θα υπολογίζεται ως ποσοστό εξόφλησης της αξίας της κατοικίας και ο ενοικιαστής ύστερα από ορισμένο καιρό θα γινόταν ιδιοκτήτης αυτής της κατοικίας. 
Αυτό το μέσο, που το θεωρούσε ο Προυντόν πολύ επαναστατικό, εφαρμόζεται κιόλας σ’ όλες τις χώρες από εταιρίες κερδοσκόπων, που μ’ αυτόν τον τρόπο ανεβάζουν τα ενοίκια και εισπράττουν δυο και τρεις φορές την αξία του σπιτιού.
Ο κύριος Ντολφίς και άλλοι μεγάλοι εργοστασιάρχες της Βορειοανατολικής Γαλλίας εφάρμοσαν αυτό το σύστημα όχι μόνο για να μαζέψουν χρήματα, αλλά επιπλέον και με μια πολιτική υστεροβουλία.


Οι πιο έξυπνοι ηγέτες των κυρίαρχων τάξεων κατευθύνανε πάντα τις προσπάθειές τους προς την αύξηση του αριθμού των μικροϊδιοκτητών με το σκοπό να δημιουργήσουν έτσι ένα στρατό ενάντια στο προλεταριάτο. 
Οι αστικές επαναστάσεις του προηγούμενου αιώνα κομμάτιασαν τη μεγάλη γαιοκτησία της αριστοκρατίας και του κλήρου σε ιδιοκτησία μικρών κομματιών γης, όπως θέλουν να το κά­νουν σήμερα οι Ισπανοί δημοκράτες με τη μεγάλη γαιοκτησία που εξακολουθεί να υπάρχει. 
Δημιουργήθηκε έτσι μια τάξη μικρών γαιοκτημόνων, που έγινε από τότε το πιο αντιδραστικό στοιχείο της κοινωνίας και το διαρκές εμπόδιο του επαναστατικού κινήματος του προλεταριάτου των πόλεων. 
Ο Ναπολέων Γ’σκόπευε να δημιουργήσει μια παρόμοια τάξη στις πόλεις περιορίζοντας την ονομαστική αξία των μετοχών των κρατικών δανείων και ο κύριος Ντολφίς και οι συνάδελφοί του, πουλώντας στους εργάτες τους μικρές κατοικίες εξοφλητέες με χρονιάτικες δόσεις, ήθελαν να πνίξουν κάθε επαναστατικό πνεύμα στους εργάτες και ταυτόχρονα με την απόκτηση ιδιοκτησίας να τους δέσουν στο εργοστάσιο στο οποίο κάποτε δούλευαν.
Έτσι λοιπόν το σχέδιο του Προυντόν, όχι μόνο δεν έφερε καμιά ανακούφιση στην εργατική τάξη αλλά αντίθετα στράφηκε άμεσα ενάντιά της.»*

Αλλά με ποιο τρόπο μπορεί να λυθεί το ζήτημα της κατοικίας; 

Στη σημερινή κοινωνία μπορεί να λυθεί ακριβώς όπως και κάθε άλλο κοινωνικό ζήτημα: 

Με τη βαθμιαία οικονομική εξίσωση της ζήτησης και της προσφοράς, μια λύση που ξαναγεννάει πάντα από την αρχή το ίδιο ζήτημα και που επομένως δεν είναι λύση. 
Πώς θα έλυνε το ζήτημα αυτό μια κοινωνική επανάσταση αυτό δεν εξαρτάται μόνο από τις κάθε φορά περιστάσεις αλλά και από πολύ ευρύτερα ζητήματα, που ένα από τα κυριότερα είναι η εξάλειψη της αντίθεσης ανάμεσα στην πόλη και στην ύπαιθρο. 


Και μια που δεν πρόκειται να φτιάξουμε ουτοπικά συστήματα για τη συγκρότηση της μελλοντικής κοινωνίας, θα ήταν περισσότερο από ματαιοπονία αν θέλαμε να εξετάσουμε αυτό το ζήτημα.
Εκείνο όμως που είναι βέβαιο, είναι ότι σήμερα κιόλας υπάρχουν στις μεγάλες πόλεις αρκετά σπίτια για κατοικίες, έτσι που με μια λογική διάθεσή τους θα θεραπευόταν αμέσως κάθε πραγματική «στενότητα κατοικίας». 
Αυτό φυσικά μπορεί να γίνει μόνο με την απαλλοτρίωση των σημερινών ιδιοκτητών ή με την εγκατάσταση στα σπίτια τους άστεγων εργατών ή εργατών που ζουν πάρα πολύ συνωστισμένοι στις ως τώρα κατοικίες τους. 
Και μόλις θα έχει κατακτήσει το προλεταριάτο την πολιτική εξουσία, ένα τέτοιο μέτρο, που υπαγορεύεται από το δημόσιο καλό, θα μπορεί να εφαρμοστεί με την ίδια ευκολία που πραγματοποιούνται άλλες απαλλοτριώσεις και υποχρεωτικές στεγάσεις από το σημερινό κράτος. 

* * * 

Όμως ο προυντονιστής μας δεν είναι ικανοποιημένος από όσα έκανε ίσαμε τώρα στο ζήτημα της κατοικίας. 
Πρέπει να το ανεβάσει από τη γη στην περιοχή του ανώτερου σοσιαλισμού για να αποδειχτεί και εδώ ότι είναι ένα σημαντικό «μέρος του κοινωνικού ζητήματος»:
«Ας παραδεχτούμε ότι η παραγωγικότητα του κεφαλαίου πιάνεται πραγματικά απ’ τα κέρατα, κάτι που νωρίτερα ή αργότερα πρέπει να συμβεί, λ.χ., με ένα μεταβατικό νόμο που θα ορίζει τον τόκο όλων των κεφαλαίων σε ένα τοις εκατό, με την τάση βέβαια να κατεβαίνει όλο και περισσότερο προς το μηδέν, έτσι που τελικά να μην πληρώνεται τίποτα παραπάνω εκτός απ’ την εργασία που απαιτείται για την κυκλοφορία του κεφαλαίου. Όπως όλα τα άλλα προϊόντα, συμπεριλαμβάνονται φυσικά στα πλαίσια αυτού του νόμου και το σπίτι και η κατοικία… Ο ίδιος ο ιδιοκτήτης θα είναι ο πρώτος που θα προσφερθεί να πουλήσει το σπίτι του, γιατί αλλιώς θα μένει το σπίτι του αχρησιμοποίητο και το κεφάλαιο που έχει τοποθετήσει σ’ αυτό δε θα έδινε κανένα όφελος.»
Αυτή η φράση περιέχει ένα από τα κυριότερα άρθρα πίστης της προυντονικής κατήχησης και μας δίνει ένα χτυπητό παράδειγμα για τη σύγχυση που επικρατεί μέσα εκεί.
Η «παραγωγικότητα του κεφαλαίου» είναι ένας παραλογισμός που τον παίρνει ανεξέταστα ο Προυντόν από τους αστούς οικονομολόγους. 
Και οι αστοί οικονομολόγοι βέβαια αρχίζουν με τη φράση ότι η εργασία είναι πηγή όλου του πλούτου και μέτρο αξίας όλων των εμπορευμάτων.
Πρέπει όμως και να εξηγήσουν πώς συμβαίνει ο κεφαλαιοκράτης που προκαταβάλλει κεφάλαιο για μια βιομηχανική ή χειροτεχνική επιχείρηση να παίρνει στο τέλος πίσω όχι μόνο το κεφάλαιό του που προκατέβαλε, μα ακόμα και ένα κέρδος. 

Γι’ αυτό μπλέκονται υποχρεωτικά σε διάφορες αντιφάσεις και αναγκάζονται ν’ αποδώσουν και στο κεφάλαιο κάποια παραγωγικότητα. 


Τίποτα άλλο δεν αποδεικνύει καλύτερα πόσο βαθιά είναι ακόμα χωμένος ο Προυντόν στον αστικό τρόπο σκέψης, απ’ το γεγονός ότι μετα­χειρίζεται αυτήν την έκφραση για την παραγωγικότητα του κεφαλαίου.
Είδαμε στην αρχή κιόλας ότι η λεγόμενη «παραγωγικότητα του κεφαλαίου» δεν είναι τίποτα άλλο από την ιδιότητα που έχει (και χωρίς την ιδιότητα αυτή μέσα στις σημερινές κοινωνικές συνθήκες δε θα ήταν καθόλου κεφάλαιο) να μπορεί να ιδιοποιείται την απλήρωτη εργασία των μισθωτών εργατών.
Μα ο Προυντόν διαφέρει από τους αστούς οικονομολόγους κατά τούτο, 

ότι δεν επιδοκιμάζει αυτήν την «παραγωγικότητα του κεφαλαίου» μα, αντίθετα, ανακαλύπτει σ’ αυτήν μια καταπάτηση της «αιώνιας δικαιοσύνης». 
Αυτή είναι που εμποδίζει να παίρνει ο εργάτης την πλήρη απόδοση της εργασίας του. Πρέπει επομένως να καταργηθεί. Και πώς; 
Κατεβάζοντας το επιτόκιο με αναγκαστικούς νόμους, έτσι που τελικά να φτάσει στο μηδέν. 


Τότε, σύμφωνα με τους προυντονιστές μας, παύει το κεφάλαιο να είναι παραγωγικό.
Ο τόκος του χρηματικού κεφαλαίου που τοποθετείται σε δάνεια είναι μόνο ένα μέρος του κέρδους. 

Το κέρδος, τόσο του βιομηχανικού όσο και του εμπορικού κεφαλαίου, είναι ένα μέρος της υπεραξίας που η τάξη των κεφαλαιοκρατών το παίρνει από την εργατική τάξη με τη μορφή της απλήρωτης εργασίας. 


Οι οικονομικοί νόμοι που ρυθμίζουν το επιτόκιο είναι τόσο ανεξάρτητοι από τους νόμους που ρυθμίζουν το ποσοστό της υπεραξίας όσο αυτό είναι γενικά δυνατόν ανάμεσα σε νόμους της μιας και αυτής κοινωνικής μορφής.
Όσο για την κατανομή αυτής της υπεραξίας ανάμεσα στους χωριστούς κεφαλαιοκράτες, είναι φανερό ότι το ποσοστό του κέρδους των βιομηχάνων και των εμπόρων, που έχουν στην επιχείρησή τους μεγάλα κεφάλαια, που τα έχουν δανειστεί από άλλους κεφαλαιοκράτες, πρέπει να μεγαλώνει στον ίδιο βαθμό που πέφτει το επιτόκιο -αν μείνουν ίδιοι όλοι οι άλλοι όροι. 
Γι’ αυτό η μείωση και τελικά η κατάργηση του επιτοκίου σε καμιά περίπτωση δε «θα έπιανε» πραγματικά «από τα κέρατα» τη λεγόμενη «παραγωγικότητα του κεφαλαίου» αλλά θα ρύθμιζε απλώς διαφορετικά την κατανομή ανάμεσα στους χωριστούς κεφαλαιοκράτες της απλήρωτης υπεραξίας που παίρνουν από την εργατική τάξη και δε θα εξασφάλιζε κανένα όφελος στον εργάτη απέναντι στο βιομήχανο κεφαλαιοκράτη, αλλά στο βιομήχανο κεφαλαιοκράτη απέναντι στον εισοδηματία.
Ο Προυντόν από τη νομική του άποψη εξηγεί τον τόκο, όπως και όλα τα οικονομικά γεγονότα, όχι με βάση τους όρους της κοινωνικής παραγωγής, 

αλλά με τους κρατικούς νόμους που εκφράζουν γενικά αυτούς τους όρους. 


Απ’ αυτήν την άποψη, που της λείπει κάθε ιδέα για τη συνάφεια των κρατικών νόμων με τους κοινωνικούς όρους παραγωγής, οι κρατικοί αυτοί νόμοι παρουσιάζονται αναγκαστικά ως καθαρά αυθαίρετες διαταγές, που κάθε στιγμή θα μπορούσαν με την ίδια ευκολία να αντικατασταθούν με το άμεσα αντίθετό τους.
Δεν υπάρχει λοιπόν ευκολότερο πράγμα για τον Προυντόν από το να βγάλει ένα διάταγμα -μόλις θα έχει τη δύναμη να το κάνει- που θα κατεβάζει τον τόκο στο ένα τοις εκατό. 

Και αν όλοι οι άλλοι κοινωνικοί όροι μείνουν όπως ήταν, τότε αυτό το προυντονικό διάταγμα θα υπάρχει μόνο στα χαρτιά. 


Παρόλα τα διατάγματα το επιτόκιο θα εξακολουθεί, όπως και προηγούμενα, να ρυθμίζεται από τους οικονομικούς νόμους στους οποίους υπόκειται σήμερα. 
Οι αξιόχρεοι άνθρωποι θα δανείζονται, ανάλογα με τις περιστάσεις, προς 2, 3,4 και περισσότερο τοις εκατό, ακριβώς όπως και προηγούμενα, και η μόνη διαφορά θα είναι ότι οι εισοδηματίες θα προσέχουν πολύ και θα δανείζουν μονάχα σε ανθρώπους από τους οποίους δεν έχουν να φοβούνται δικαστήρια.
Στο μεταξύ όλο αυτό το μεγάλο σχέδιο, να αφαιρεθεί από το κεφάλαιο η «παραγωγικότητά» του, είναι πανάρχαιο,

 τόσο αρχαίο σαν τους νόμους ενάντια στην τοκογλυφία που δεν απέβλεπαν σε τίποτα άλλο εκτός από τον περιορισμό του επιτοκίου και που τώρα έχουν καταργηθεί παντού, 
γιατί στην πράξη διαρκώς παραβιάζονταν ή παρακάμπτονταν και το κράτος αναγκάστηκε να ομολογήσει την αδυναμία του απέναντι στους νό­μους της κοινωνικής παραγωγής. 


Και «θα πιάσει τάχα από τα κέρατα την παραγωγικότητα του κεφαλαίου» η επαναφορά αυτών των μεσαιωνικών ανεφάρμοστων νόμων;
Έτσι βλέπουμε ότι όσο πιο κοντά εξετάζουμε τον προυντονισμό τόσο πιο αντιδραστικός φαίνεται.

 Και αν μ’ αυτόν τον τρόπο κατέβει το επιτόκιο στο μηδέν, αν καταργηθεί δηλαδή ο τόκος του κεφαλαίου, τότε «δε θα πληρώνεται τίποτα άλλο εκτός απ ’ την εργασία που χρειάζεται για την κυκλοφορία του κεφαλαίου». 


Αυτό πρέπει να σημαίνει ότι η κατάργηση του επιτοκίου ισοδυναμεί με την κατάργηση του κέρδους και ακόμα και της υπεραξίας.
Ποιο όμως θα ήταν το αποτέλεσμα αν ήταν δυνατόν να καταργηθεί πραγματικά ο τόκος με ένα διάταγμα; 

Το αποτέλεσμα θα ήταν ότι η τάξη των εισοδηματιών δε θα είχε πια κανένα κίνητρο να δανείζει τα κεφάλαιά της με τη μορφή προκαταβολών αλλά θα τα τοποθετούσε για λογαριασμό της σε βιομηχανικές επιχειρήσεις, είτε απευθείας σε δικές της επιχειρήσεις είτε μέσω ανώνυμων εταιριών. 


Η μάζα της υπεραξίας που θα αφαιρούσε η τάξη των κεφαλαιοκρατών από την εργατική τάξη θα έμενε η ίδια, θα άλλαζε μόνο η κατανομή της, μα κι αυτή όχι πολύ.
Στην πραγματικότητα παραβλέπει ο προυντονιστής μας ότι και σήμερα ακόμα

 για την αγορά εμπορευμάτων δεν πληρώνεται στην αστική κοινωνία κατά μέσο όρο τίποτα περισσότερο από την «αναγκαία για την κυκλοφορία του κεφαλαίου εργασία». (Θέλει να πει την εργασία που χρειάζεται για την παραγωγή ενός ορισμένου εμπορεύματος.) 


Η εργασία είναι το μέτρο της αξίας όλων των εμπορευμάτων και στη σημερινή κοινωνία -αν παραβλέψουμε τις διακυμάνσεις της αγοράς- 
είναι ολότελα αδύνατον να πληρώνονται γενικά κατά μέσο όρο για τα εμπορεύματα περισσότερα από την εργασία που χρειάζεται για την παραγωγή τους.
Όχι, όχι αγαπητέ προυντονιστή, εντελώς αλλού βρίσκεται ο κόμπος: 

Βρίσκεται ακριβώς στο γεγονός ότι «η εργασία που χρειάζεται για την κυκλοφορία του κεφαλαίου» (για να μεταχειριστούμε το δικό σας συγκεχυμένο τρόπο έκφρασης) απλώς δεν πληρώνεται στο ακέραιο ! 


Πώς γίνεται αυ­τό μπορείτε να το διαβάσετε στον Κ. Μαρξ (Το Κεφάλαιο, σελ. 128-1609).

Αλλά κι αυτό δεν είναι αρκετό. 

Όταν καταργηθεί ο τόκος του κεφαλαίου καταργείται μαζί και το ενοίκιο. 


Κι αυτό γιατί, «όπως όλα τα άλλα προϊόντα, περιλαμβάνονται φυσικά και τα σπίτια και οι κατοικίες στα πλαίσια αυτού του νόμου». 
Αυτό θυμίζει έναν παλιό ταγματάρχη που φώναξε σ’ έναν από τους νεοσύλλεκτους: «Για πείτε μου, άκουσα ότι είστε δόκτορας. Να έρχεστε από καιρό σε καιρό σπίτι μου. Όταν έχει κανένας γυναίκα και εφτά παιδιά, κάτι υπάρχει πάντα για μπάλωμα.» Ο νεοσύλλεκτος: «Συγγνώμη, κύριε ταγματάρχη, είμαι δόκτορας της φιλοσοφίας.» Ο ταγματάρχης: «Αυτό μου είναι εντελώς αδιάφορο. Ο γιατρουδάκος είναι γιατρουδάκος.» 
Αυτό συμβαίνει και με τον προυντονιστή μας. 

Ενοίκιο ή τόκος γι’ αυτόν είναι το ίδιο. Τα ποσοστά είναι ποσοστά, ο δόκτορας είναι δόκτορας. 


Είδαμε παραπάνω ότι η τιμή της ενοικίασης, αυτό που στην απλή γλώσσα το λέμε ενοίκιο, αποτελείται: 

1) Από ένα μέρος γαιοπρόσοδο, 
2) από ένα μέρος τόκου του κεφαλαίου που χρησιμοποιήθηκε για την οικοδομή μαζί με το κέρδος του εργολάβου, 
3) από ένα μέρος έξοδα επιδιορθώσεων και ασφάλιστρα 


και 4) από ένα μέρος που αποσβένεται με χρονιάτικες δόσεις το κεφάλαιο που χρησιμοποιήθηκε για την οικοδομή, μαζί και το κέρδος του, στην αναλογία που φθείρεται βαθμιαία το σπίτι.
Τώρα πια πρέπει να το κατάλαβε και ο πιο στραβός.

 «Ο ίδιος ο ιδιοκτήτης θα είναι ο πρώτος που θα προσφερθεί να πουλήσει το σπίτι του γιατί αλλιώς θα μένει το σπίτι του αχρησιμοποίητο και το κεφάλαιο που έχει τοποθετήσει σ’ αυτό δε θα έδινε κανένα όφελος.» 


Φυσικά, όταν καταργηθεί ο τόκος του κεφαλαίου που προκαταβάλλεται, τότε κανένας ιδιοκτήτης δε θα μπορεί να παίρνει έστω και μια δεκάρα ενοίκιο για το σπίτι του, απλώς και μόνο γιατί αντί ενοίκιο (Miete) μπορούσε να λέμε και τόκος με τη μορφή ενοικίου (Mietzins) και γιατί ο τόκος με τη μορφή ενοικίου περικλείνει και ένα μέρος που είναι πραγματικός τόκος κεφαλαίου. Ο γιατρουδάκος είναι γιατρουδάκος.
Αν σχετικά με το συνηθισμένο τόκο του κεφαλαίου οι νόμοι ενάντια στην τοκογλυφία μπόρεσαν να εξουδετερωθούν μόνο με την παράκαμψή τους, ποτέ δεν έθιξαν ούτε στο ελάχιστο το ύψος των ενοικίων. 
Μονάχα στον Προυντόν έλαχε να φανταστεί ότι ο καινούργιος του νόμος ενάντια στην τοκογλυφία θα καταργήσει οπωσδήποτε όχι μόνο τον απλό τόκο του κεφαλαίου αλλά και θα ρυθμίσει και σιγά-σιγά θα καταργήσει κι αυτό το σύνθετο ενοίκιο των σπιτιών.
Τώρα, γιατί θα βρεθεί κάποιος που θα θελήσει να ακριβοαγοράσει από τον ιδιοκτήτη το «απλούστατα ανώφελο σπίτι» και γιατί, κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, ο ιδιοκτήτης δεν προτιμάει να πληρώσει κι απ’ την τσέπη του για να ξεφορτωθεί αυτό το «απλούστατα ανώφελο σπίτι» για να μην είναι αναγκασμένος να πληρώνει ακόμα από πάνω και έξοδα επισκευής; 
Πάνω στο ερώτημα αυτό μας αφήνουν στο σκοτάδι.

Ύστερα απ’ αυτό το θριαμβευτικό κατόρθωμα στο πεδίο του ανώτερου σοσιαλισμού (υπερσοσιαλισμό τον ονόμαζε ο δάσκαλος Προυντόν) νομίζει ο δικός μας προυντονιστής ότι απέκτησε το δικαίωμα να πετάξει λίγο ακόμα πιο ψηλά.
 «Μένει τώρα ακόμα να βγάλουμε μερικά συμπεράσματα για να ρίξουμε απ’ όλες τις πλευρές άπλετο φως στο θέμα.» 

Και ποια είναι αυτά τα συμπεράσματα; 

Πράγματα που απορρέουν τόσο λίγο από τα προηγούμενα όσο και το χάσιμο της αξίας των κατοικιών από την κατάργηση του ενοικίου, και που άμα απογυμνωθούν από τα πομπώδη και πανηγυρικά λόγια του συγγραφέα μας δε σημαίνουν τίπο­τα άλλο παρά ότι για την καλύτερη διεξαγωγή όλης αυτής της επιχείρησης της εξόφλησης με δόσεις της κατοικίας χρειάζεται: 
1) Ακριβής στατιστική πάνω στο αντικείμενο αυτό, 
2) καλή υγειονομική αστυνομική υπηρεσία 


και 3) συνεταιρισμοί εργατών οικοδομής, που θα μπορούν να αναλάβουν το χτίσιμο καινούργιων σπιτιών -όλα αυτά είναι πράγματα που ασφαλώς είναι πολύ ωραία και καλά, που όμως, παρόλο το περικάλυμμά τους με αγύρτικη φρασεολογία, δε ρίχνουν καθόλου «άπλετο φως» στο σκοτάδι της προυντονικής διανοητικής σύγχυσης.

Εκείνος που κατάφερε ένα τόσο μεγάλο έργο έχει τώρα και το δικαίωμα να απευθύνει στους Γερμανούς εργάτες μια σοβαρή προειδοποίηση:
 «Νομίζουμε ότι αξίζει τέτοια και παρόμοια ζητήματα να τα προσέξει η κοινωνική δημοκρατία… Ας προσπαθήσει να διαφωτιστεί, όπως εδώ για το ζήτημα της κατοικίας, και πάνω στα άλλα εξίσου σπουδαία ζητήματα όπως είναι η πίστη, τα κρατικά και ιδιωτι­ κά χρέη, οι φόροι κλπ.»
Εδώ λοιπόν ο προυντονιστής μας μάς προαναγγέλλει μια ολόκληρη σειρά από άρθρα πάνω σε «παρόμοια ζητήματα» και αν τα πραγματευτεί όλα τόσο διεξοδικά, όπως τούτο το «τόσο σπουδαίο θέμα» της κατοικίας, τότε θα έχει η Der Volksstaat αρκετά χειρόγραφα για έναν ολόκληρο χρόνο. Μπορούμε όμως και τώρα να προβλέψουμε ότι όλα θα καταλήγουν σε ό,τι έχει κιόλας ειπωθεί: 

Καταργείται ο τόκος του κεφαλαίου, έτσι εξαλείφεται και ο τόκος που θα πρέπει να πληρώνεται για τα κρατικά και ιδιωτικά χρέη, η πίστωση χορηγείται δωρεάν κοκ. 


Η ίδια μαγική λέξη χρησιμοποιείται για οποιοδήποτε ζήτημα και σε κάθε ξεχωριστή περίπτωση βγαίνει με την ίδια αδυσώπητη λογική το καταπληκτικό συμπέρασμα ότι άμα καταργηθεί ο τόκος του κεφαλαίου δε θα έχουμε πια να πληρώνουμε τόκους για τα χρήματα που θα δανειζόμαστε.
Κατά τα άλλα είναι ωραία τα ζητήματα με τα οποία μας απειλεί ο προυντονιστής μας: Πίστωση ! 

Μα ποια άλλη πίστωση χρειάζεται ο εργάτης εκτός απ ’ την πίστωση από βδομάδα σε βδομάδα ή απ’ την πίστωση του ενεχυροδανειστηρίου; 
Και ποια είναι η διαφορά για αυτόν αν αυτή η πίστωση του δίνεται δωρεάν ή με τόκο, έστω και με τον τοκογλυφικό τόκο του ενεχυροδανειστηρίου; 


Και αν, για να εκφραστούμε γενικά, θα είχε ο εργάτης κάποιο όφελος απ’ αυτό, αν θα λιγόστευαν δηλαδή τα έξοδα παραγωγής της εργατικής δύναμης, τότε δε θα έπρεπε μήπως να πέσει και η τιμή της εργατικής δύναμης;
Για τον αστό όμως, και ειδικά για το μικροαστό, γι’ αυτούς η πίστωση είναι σπουδαίο ζήτημα και ειδικά για το μικροαστό θα ήταν ωραίο πράγμα αν μπορούσε να είχε κάθε στιγμή την πίστωση και μάλιστα χωρίς να πληρώνει τόκο 

– «Κρατικά χρέη!» 

Η εργατική τάξη ξέρει ότι δεν έκανε αυτή τα χρέη αυτά και όταν θα έρθει στην εξουσία θ’ αναθέσει την εξόφλησή τους σ’ αυτούς που τα έκαναν. 


«Ιδιωτικά χρέη!» Βλέπε, πίστη. «Φόροι!» 
Πρόκειται για πράγματα που ενδιαφέρουν πολύ τους αστούς, που ενδιαφέρουν όμως πολύ λίγο τους εργάτες:
Ό,τι πληρώνει σε φόρους ο εργάτης με τον καιρό περνά στα έξοδα παραγωγής της εργατικής δύναμης και θα πρέπει επομένως να πληρωθεί κι αυτό από τον κεφαλαιοκράτη.
Όλα αυτά τα σημεία, που μας τα παρουσιάζουν εδώ ως εξαιρετικά σπουδαία ζητήματα για την εργατική τάξη, στην πραγματικότητα έχουν ουσιαστικό ενδιαφέρον μόνο για τον αστό και ακόμα περισσότερο για το μικροαστό και εμείς, για πείσμα του Προυντόν, ισχυριζόμαστε ότι δεν είναι δουλειά της εργατικής τάξης να αναλάβει την υπεράσπιση των συμφερόντων αυτών των τάξεων. 

Για το μεγάλο ζήτημα, για αυτό που πραγματικά ενδιαφέρει τον εργάτη, για τη σχέση ανάμεσα στον κεφαλαιοκράτη και στο μισθωτό εργάτη, για το ζήτημα: 

Πώς συμβαίνει να θησαυρίζει ο κεφαλαιοκράτης από τη δουλειά των εργατών του, γι’ αυτό ο προυντονιστής μας δε μας λέει λέξη.


 Ο κύριος και δάσκαλός του ασχολήθηκε βέβαια μ’ αυτό, μα δεν το ξεκαθάρισε καθόλου και με τα τελευταία του συγγράμματα δεν προχώρησε ουσιαστικά πιο πέρα από ό,τι Η Φιλοσοφία της αθλιότητας, στην οποία από το 1847 κιόλας ο Κ. Μαρξ αποκάλυψε τόσο λαμπρά τη μηδαμινότητά της.
Είναι πολύ άσχημο ότι οι εργάτες των λατινικών χωρών εδώ και 25 χρόνια σχεδόν δεν είχαν άλλη πνευματική τροφή εκτός από τα έργα αυτού του «σοσιαλιστή της δεύτερης αυτοκρατορίας». 
Θα ήταν διπλό δυστύχημα αν η θεωρία του Προυντόν κατέκλυζε ακόμα τώρα και τη Γερμανία.
Όμως ενάντια σ’ αυτό έχουν παρθεί μέτρα. Η θεωρητική τοποθέτηση των Γερμανών εργατών ξεπερνάει τους προυντονιστές κατά πενήντα χρόνια και αρκεί αυτό το ένα ζήτημα της κατοικίας ως παράδειγμα που θα μας απαλλάξει από κάθε άλλο κόπο προς αυτήν την κατεύθυνση.

* Βλ. Κ. Μαρξ, Η Αθλιότητα της Φιλοσοφίας, Βρυξέλλες και Παρίσι, 1847.

5. Georges Eugène Haussmann ( 1809-1891 ): Νομάρχης στο Τμήμα του Σηκουάνα την περίοδο 1853-1870. Πραγματοποίησε μεγάλες πολεοδομικές αλλαγές στο Παρίσι εξυπηρετώντας τα συμφέροντα της αστικήςτάξης.

6.0 αριθμός της σελίδας αναφέρεται στην πρώτη έκδοση του 1 ου τόμου Τον Κεφαλαίου (βλ. έκδοση Σύγχρονης Εποχής, σελ. 98-99).

7.Κατάστημα ανταλλαγής εργασίας. Ο Φρ. Ένγκελς εννοεί το πείραμα που έκανε ο Ρόμπερτ Όουεν να φτιάξει αγορές εργασίας για την ανταλλαγή προϊόντων με δελτία υπολογισμένα σε ώρες εργασίας.

* Η ακόλουθη περικοπή από ένα γράμμα της Ελεονόρας Μαρξ-Άβελινγκ, γραμμένο στις 28 Νοέμβρη 1886 από την Ινδιανάπολη, δείχνει πώς πραγματοποιείται μόνη της αυτή η λύση του ζητήματος της κατοικίας κοντά σε μεγάλες αμερικάνικες πόλεις ή σε πόλεις που αναπτύσσονται με το μέσο της δέσμευσης του εργάτη στο ιδιόκτητο σπίτι:
 «Στο Κάνσας-Σίτι, ή ακριβέστερα στην περιοχή του, είδαμε ελεεινές μικρές ξύλινες παράγκες από τρία περίπου δωμάτια που βρίσκονται σε μέρη εντελώς άγρια. Το οικόπεδο στοίχιζε 600 δολάρια και ήταν ακριβώς τόσο όσο έπιανε το σπίτι. Αυτό το ίδιο στοίχιζε άλλα 600 δολάρια, συνολικά δηλαδή 4.800 μάρκα για ένα άθλιο μικρό πράγμα μια ώρα δρόμο από την πόλη σε μια λασπερή ερημιά!» 
Μ’ αυτόν τον τρόπο αναγκάζονται οι εργάτες, για να αποκτήσουν αυτές τις κατοικίες, να συνάψουν βαριά ενυπόθηκα χρέη και γίνονται στα σωστά σκλάβοι των αφεντικών τους που τους ταΐζουν. Καθηλώνονται στα σπίτια τους, δεν μπορούν να φύγουν και είναι αναγκασμένοι να δέχονται κάθε όρο εργασίας που τους επιβάλλεται.)

8.La Emancipation (Χειραφέτηση): Εβδομαδιαίο φύλλο των μαρξι­στικών τμημάτων της Α’ Διεθνούς στην Ισπανία. Έβγαινε στη Μαδςίτη από τον Ιούνητου 1871 ως το 1873.

9.Η παραπομπή στη σελίδα αναφέρεται στην πρώτη έκδοση του 1ου τόμου Του Κεφαλαίου (βλ. έκδοση Σύγχρονης Εποχής το κεφάλαιο «Η μετατροπή του χρήματος σε κεφάλαιο», σελ. 159-189). Πηγή : F.Engels «Τό ζήτημα της κατοικίας», εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, σελ 26-57
Παρουσίαση κειμένου:
Viva La Revolucion