14 Μαΐου, 2018

ΝΑΖΙ: ΠΡΙΝ 85 ΧΡΟΝΙΑ ΞΕΚΙΝΗΣΑΝ ΚΑΙΓΟΝΤΑΣ ΒΙΒΛΙΑ - ΔΕΙΤΕ ΤΙ ΘΕΛΟΥΝ ΤΑ ΕΔΩ ΕΓΓΟΝΙΑ ΤΟΥΣ




Ο Αλέξανδρος Πλωμαρίτης – Καρέμπελας είναι χρυσαυγίτης, ήταν υποψήφιος βουλευτής με τη ναζιστική Χρυσή Αυγή και μπροστά στην κάμερα δεν είχε πρόβλημα να μιλήσει για τους μετανάστες και τους πρόσφυγες με αυτόν τον τρόπο:
«είναι πρωτόγονοι, είναι μιάσματα, είναι υπάνθρωποι… γιατί είμαστε έτοιμοι να ανοίξουμε τους φούρνους. Σαπούνια γιατί είναι και ωραίο, ξέρεις όχι για ανθρώπους. Γιατί είναι και χημικοί αυτοί, μπορεί να πάθουμε κανά… να βγάλουμε κανένα καντήλα, κανά τέτοιο… Θα τα χουμε σαπούνια για τα αμάξια, σαπούνια για τα πεζοδρόμια… Θα φτιάχνουμε κτίρια, κάνα λαμπατέρ να φτιάξουμε με το δέρμα τους…”, “τα δόντια να πάρουμε…».


(Από το ντοκιμαντέρ Cleaners του σκηνοθετη Κ. Γεωργούση – Ολόκληρο το βίντεο απ’ όπου είναι το συγκεκριμένο απόσπασμα δημοσιοποίησε το JailGoldenDawn (εδώ). Το βίντεο προβλήθηκε στο βρετανικό κανάλι Channel 4)


Την Παρασκευή 11 Μαΐου κρίθηκε τελεσίδικα ένοχος για παραβίαση του άρθρου 1 παρ. 1 του αντιρατσιστικού νόμου 979/1979 (προτροπή σε ενέργειες δυνάμενες να προκαλέσουν μίσος, βία και διακρίσεις με βάση την εθνικότητα) από το Γ’ Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών . Το δικαστήριο, μετά από πρόταση του εισαγγελέα, διατήρησε την πρωτόδικη ποινή φυλάκισης 12 μηνών με αναστολή. Υπενθυμίζεται τέλεσε το αδίκημα μιλώντας μπροστά στην κάμερα του κινηματογραφιστή Κωνσταντίνου Γεωργούση, στο καφενείο “Hobby” (Πιπίνου 111) της περιοχής του Αγίου Παντελεήμονα τον Μάιο του 2012.

Τα παραπάνω καταγράφονται σε ρεπορτάζ του jailgoldendawn.com, όπου παρουσιάζονται και εξής:

«Ο δικηγόρος υπεράσπισης του Πλωμαρίτη Γιάννης Ζωγράφος αμφισβήτησε τη νομιμότητα της λήψης του βιντεοσκοπημένου υλικού, όμως – κατόπιν διακοπής – ο κληθείς μάρτυρας Κωνσταντίνος Γεωργούσης προσκόμισε την εισαγγελική πράξη αρχειοθέτησης της μήνυσης που είχε καταθέσει ο Πλωμαρίτης σε βάρος του για παράνομη βιντεοσκόπηση. Σύμφωνα με την εισαγγελική διάταξη, που κατά το δικαστήριο έχει παράξει “οιονεί δεδικασμένο”, η βιντεοσκόπηση του Πλωμαρίτη έγινε εν γνώσει του και κατόπιν έγκρισής του. Συνεπώς, το δικαστήριο προχώρησε κανονικά στην εκδίκαση της υπόθεσης.
Μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας, όπου ξεχώρισε η δήλωση συμπάθειας του Πλωμαρίτη “στους αλλοδαπούς συνανθρώπους μου τους οποίους βοηθάω”, ο κύριος εισαγγελέας πρότεινε την ενοχή του για “τις εκφράσεις ρατσιστικού λεκτικού μίσους”, κρίνοντας αναξιόπιστους τους ισχυρισμούς των μαρτύρων του κατηγορουμένου για “ιδιωτική συζήτηση καφενείου” και για “αστεϊσμό”.
 Ο συνήγορος υπεράσπισης Γιάννης Ζωγράφος (συνήγορος του κατηγορούμενου Νίκου Μίχου στη δίκη της εγκληματικής οργάνωσης) μετέτρεψε την υπόθεση σε δίκη της Χρυσής Αυγής, αναφερόμενος στις “γνωστές πολιτικές διώξεις του 2013 χωρίς άρσεις βουλευτικής ασυλίας” και απέδωσε το σχηματισμό της δικογραφίας στο ότι “την κρίσιμη περίοδο, το 2013, κάποιοι ήθελαν να καταδικάσουν υποψήφιο της Χρυσής Αυγής για ρητορική μίσους”. Θυμίζουμε ότι στη δίκη της Χρυσής Αυγής, η υπεράσπιση είχε πάρει αποστάσεις από τον Πλωμαρίτη αποκαλώντας τον “αγράμματο” και “ανισόρροπο”.

Τελικά, το δικαστήριο συντάχθηκε με την εισαγγελική πρόταση. Όπως είχε εξάλλου κρίνει και το πρωτόδικο δικαστήριο (65738/2014 του Η’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών): 
“Οι δε φράσεις που χρησιμοποιήθηκαν από τον ίδιο κατά τη διάρκεια της συζήτησης στο καφενείο επί της οδού Πιπίνου, έστω και αν περιείχαν υπερβολή, καταδεικνύουν τις απόψεις του, κυρίως στην πρόσκληση δημόσια σε διάφορους άλλους να προβαίνουν στον ξυλοδαρμό, να απειλούν, να εξυβρίζουν, να τραυματίζουν με πρόκληση σοβαρών σωματικών βλαβών διάφορους αλλοδαπούς, προκειμένου οι υπόλοιποι να πείθονται κατά τον τρόπο αυτό να εγκαταλείπουν το έδαφος της Ελληνικής Επικράτειας, ήταν δε ικανές οι φράσεις του και οι λέξεις του να προκαλέσουν διακρίσεις, αφού κατά τα λεγόμενά του κατηγορούμενου αυτοί φέρονται ως όντα κατώτερα, μίσος, διότι φέρονται ότι καταλαμβάνουν ζωτικό χώρο των Ελλήνων, και βία κυρίως κατά ομάδων και προσώπων με συγκεκριμένα φυλετικά χαρακτηριστικά που προσιδιάζουν σε διάφορες εθνοτικές ομάδες προερχόμενες από τις περιοχές της νότιας και νοτιοδυτικής Ασίας. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι έστω και αν αυτό δεν απαιτείται για την πλήρωση της ειδικής υπόστασης της κρινόμενης πράξης του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν 927/1979, οι διακρίσεις, το μίσος και η βία εκφράστηκαν ιδιαιτέρως, με έκνομες και ακραίες συμπεριφορές, συνιστάμενες σε ξυλοδαρμούς και ανθρωποκτονίες αλλοδαπών, που ερευνώνται ήδη από την Ελληνική Δικαιοσύνη»».

******



10 Μάη 1933 – το κάψιμο των βιβλίων από τους ναζιστές στο Βερολίνο

Η ναζιστική προπαγάνδα και λογοκρισία

Αφού έδωσαν τέλος στη δημοκρατία και μετέτρεψαν τη Γερμανία σε μονοκομματική δικτατορία, οι Ναζί ενορχήστρωσαν μια πελώρια εκστρατεία προπαγάνδας για να εξασφαλίσουν την αφοσίωση και τη συνεργασία του γερμανικού λαού. Το Υπουργείο Προπαγάνδας των Ναζί, υπό τη διεύθυνση του Γιόζεφ Γκέμπελς, ασκούσε έλεγχο πάνω σε κάθε μέσο μαζικής επικοινωνίας στη Γερμανία: εφημερίδες, περιοδικά, βιβλία, δημόσιες συγκεντρώσεις και συναθροίσεις, τέχνες, μουσική, κινηματογράφος και ραδιόφωνο.
Οι απόψεις που θα μπορούσαν με οποιονδήποτε τρόπο να απειλήσουν τις ναζιστικές πεποιθήσεις ή το καθεστώς υπόκειντο σε λογοκρισία ή εξαλείφονταν απ’ όλα τα μέσα.
Την άνοιξη του 1933, ναζιστικές φοιτητικές οργανώσεις με τη βοήθεια καθηγητών και βιβλιοθηκάριων συνέταξαν μεγάλες λίστες με βιβλία που, κατά την άποψή τους, δεν θα έπρεπε να διαβάζονται από Γερμανούς.
Κατόπιν, το βράδυ της 10 Μαΐου 1933, οι Ναζί έκαναν επιδρομή στις βιβλιοθήκες και τα βιβλιοπωλεία απ’ άκρη σ’ άκρη της Γερμανίας. Κρατώντας πυρσούς πραγματοποίησαν βραδινές πορείες και τραγουδώντας ύμνους πέταξαν βιβλία σε μεγάλες πυρές. Τη νύχτα εκείνη κάηκαν περισσότερα από 25.000 βιβλία. Ορισμένα ήταν έργα Εβραίων συγγραφέων, όπως του Άλμπερτ Αϊνστάιν και του Σίγκμουντ Φρόιντ. Τα περισσότερα βιβλία ήταν γραμμένα από μη-Εβραίους συγγραφείς, μεταξύ των οποίοι ορισμένοι διάσημοι Αμερικανοί όπως ο Τζακ Λόντον, ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ και ο Σίνκλερ Λιούις, οι ιδέες των οποίων απέκλιναν από αυτές των Ναζί και ως εκ τούτου δεν έπρεπε να διαβάζονται τα έργα τους.

85339a
Ο Γιόζεφ Γκέμπελς, Γερμανός Υπουργός Προπαγάνδας, εκφωνεί ομιλία κατά τη νύχτα της καύσης των βιβλίων. Βερολίνο,  10 Μαΐου 1933.

Οι λογοκριτές των Ναζί έκαψαν επίσης τα βιβλία της Έλεν Κέλερ, η οποία είχε καταφέρει να γίνει καταξιωμένη συγγραφέας παρά το γεγονός ότι ήταν κωφή και τυφλή.
Όταν την πληροφόρησαν για το κάψιμο των βιβλίων απάντησε ως εξής: «Η τυραννία δεν μπορεί να νικήσει τη δύναμη των ιδεών». Εκατοντάδες χιλιάδες άτομα στις Ηνωμένες Πολιτείες διαμαρτυρήθηκαν κατά του καψίματος των βιβλίων, πράξη που αποτελούσε ξεκάθαρη παραβίαση της ελευθερίας του λόγου. Συγκεντρώσεις πραγματοποιήθηκαν στη Νέα Υόρκη, τη Φιλαδέλφεια, το Σικάγο και το Σεντ Λιούις.
Τα σχολεία διαδραμάτισαν επίσης σημαντικό ρόλο στην εξάπλωση των ναζιστικών ιδεών.
Ενώ οι λογοκριτές κατάργησαν μερικά βιβλία από τα σχολεία, συντάχθηκαν νέα εγχειρίδια για τη διδασκαλία της τυφλής πειθαρχίας στο κόμμα, της αγάπης για τον Χίτλερ και του αντισημιτισμού. Μετά το σχολείο, σε συναντήσεις της Χιτλερικής Νεολαίας και του Συνδέσμου Γερμανίδων Κορασίδων τα παιδιά διδάσκονταν αφοσίωση στο ναζιστικό κόμμα. Εντός και εκτός σχολείου, η νεολαία συμμετείχε σε εκδηλώσεις με αφορμή π.χ. τα γενέθλια του Αδόλφου Χίτλερ ή την επέτειο της ανόδου του στην εξουσία.

45032
Φοιτητές και μέλη των SA ξεφορτώνουν βιβλία που θεωρούνται «αντι-γερμανικά» κατά τη διάρκεια της καύσης βιβλίων στο Βερολίνο. Στο πανό αναγράφεται: «Οι Γερμανοί φοιτητές διαμαρτύρονται για το αντι-γερμανικό πνεύμα»Βερολίνο,  10 Μαΐου 1933.

Σαράντα χιλιάδες άτομα συγκεντρώθηκαν για να ακούσουν την ομιλία του Γερμανού υπουργού προπαγάνδας Γιόζεφ Γκέμπελς στην Πλατεία Όπεραςτου Βερολίνου. Ο Γκέμπελς καταδίκασε τα έργα που είχαν γραφτεί απόΕβραίους, φιλελευθέρους, αριστεριστές, ειρηνιστές, αλλοδαπούς και άλλους ως «αντιγερμανικά». Ναζιστές φοιτητές ξεκίνησαν να καίνε βιβλία. Οι βιβλιοθήκες όλης της Γερμανίας εκκαθαρίστηκαν από τα «λογοκριμένα» βιβλία. Ο Γκέμπελς διακήρυξε την «κάθαρση του γερμανικού πνεύματος».
«To Ολοκαύτωμα των βιβλίων»
Το 1933 η ναζιστική Γερμανία έζησε το δικό της πνευματικό μεσαίωνα. Κυρίως φοιτητές έκαψαν βιβλία επιφανών γερμανών συγγραφέων. Ήταν το προοίμιο όσων θα ακολουθούσαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
16792630_303
Το βράδυ της 10ης Μαΐου του 1933, 70.000 άνθρωποι μαζεύτηκαν στην πλατεία της Όπερας του Βερολίνου. Μπροστά στα έκπληκτα μάτια τους, φοιτητές με κάρα και φορτηγά κουβαλούσαν χιλιάδες βιβλία, μεταξύ αυτών έργα επιφανών γερμανών συγγραφέων, ποιητών και φιλοσόφων για να τα κάψουν. Ο ναζιστής φοιτητής Χέρμπερτ Γκούτγιαρ, μόλις 23 χρονών, έβγαλε μια σύντομη ομιλία γεμάτη μίσος. «Παραδίδω στη πυρά ότι είναι αντιγερμανικό» είπε καταχειροκροτούμενος.
Μπροστάρηδες οι φοιτητές
Το κάψιμο των βιβλίων οργανώθηκε από το ναζιστικό καθεστώς που ήθελε να «καθαρίσει» την πνευματική ζωή της ναζιστικής Γερμανίας από την «αντεθνική» ιδεολογία. 20.000 βιβλία συγγραφέων, όπως ο Χάινριχ Μαν, ο Έριχ Μαρία Ρεμάρκ ή ο Γιόαχιμ Τίνγκελνατς παραδόθηκαν στην πυρά. Η ίδια εικόνα επαναλήφθηκε και σε άλλες γερμανικές πόλεις, κυρίως σε πόλεις με πανεπιστήμια. Εκεί οι φοιτητές είχαν «καθαρίσει» από καιρό τις δημόσιες βιβλιοθήκες από βιβλία συγγραφέων και δημοσιογράφων με «εχθρική» προς το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς ιδεολογία. Ανάμεσά τους ειρηνιστές, σοσιαλιστές και εβραίοι συγγραφείς. Οι εργαζόμενοι στις βιβλιοθήκες, οι καθηγητές αλλά και ο φοιτητικός κόσμος δεν αντέδρασαν, ακόμη κι αν δεν συμμετείχαν ενεργά, σε αυτό που ο ξένος τύπος ονόμασε «Ολοκαύτωμα των Βιβλίων».
16550019_404
Από την πυρά δεν γλύτωσαν ούτε τα βιβλία για παιδιά του Έριχ Κέστνερ, ο οποίος μάλιστα ήταν και αυτόπτης μάρτυρας της πυράς εκείνο το βράδυ στην πλατεία της Όπερας.
«Βρισκόμουν μπροστά από το Πανεπιστήμιο, ανάμεσα σε φοιτητές, το άνθος του έθνους μας, με ναζιστικές στολές, και έβλεπα τα βιβλία μας να γίνονται παρανάλωμα του πυρός» έγραφε αργότερα.
Έξοδος ή «γύψος»
Οι αντιδράσεις στο εξωτερικό ήταν έντονες. Ο συγγραφέας Χάινριχ Χάινε, βιβλία του οποίου κάηκαν, έγραφε αργότερα κάτι που αποδείχθηκε προφητικό: «Όπου καίνε βιβλία, στο τέλος θα κάψουν και ανθρώπους». Οι άνθρωποι του πνεύματος δεν μπορούσαν να μείνουν άλλο στη χώρα και έτσι άρχισε η έξοδος. Ο Τόμας Μαν, ο Έριχ Μαρία Ρεμάρκ και ο Λίον Φοϊχτβάνκερ γύρισαν τα νώτα τους στη ναζιστική Γερμανία. Στις χώρες της νέας εγκατάστασής τους άρχισαν να πολεμούν τους εθνικοσοσιαλιστές. Από το 1940 ο Τόμας Μαν, κάτοχος του βραβείου Νόμπελ, κατήγγειλε το ναζιστικό καθεστώς από το BBC.«Είναι μια φωνή προειδοποίησης. Το να σας προειδοποιώ είναι μια μοναδική αποστολή που μπορεί να αναλάβει απέναντί σας ένας Γερμανός» είπε από τις συχνότητες του βρετανικού σταθμού.
Όποιος δεν μπόρεσε να φύγει, όπως ο Έριχ Κέστνερ, μπήκε στο γύψο. Λογοκρισία και απαγόρευση έκδοσης των έργων του.
Η πλειοψηφία των Γερμανών, ανθρώπων του πνεύματος και καθηγητών αποδέχθηκε σιωπηλά χωρίς καμιά αντίδραση την πυρά των βιβλίων, ορισμένοι μάλιστα την επιδοκίμασαν. Το πιο πικρό ήταν ότι στο κάψιμο της γερμανικής πνευματικής προσφοράς στην ανθρωπότητα συνέβαλαν με μεγάλο ενθουσιασμό φοιτητές.
πληροφορίες από .ushmm.org