29 Ιουνίου, 2019

ΑΠ' ΤΗ ΠΟΛΩΝΙΑ:-“ΛΑΧΤΑΡΟΥΜΕ ΤΙΣ ΕΠΟΧΕΣ ΠΟΥ ΚΑΤΑΡΙΟΜΑΣΤA”-




Κατιούσα

“Όλα όσα μας περιβάλλουν, όσα βλέπουμε, όλα όσα ακούμε και καταλαβαίνουμε, είναι η πραγματικότητα. Εκτός από την ανάγκη για ζωή, έχουμε ανάγκη να την καταλάβουμε, θέλουμε να ξέρουμε, για ποιο σκοπό και γιατί ζούμε. Με αυτό ακριβώς ασχολείται η τέχνη”. Έτσι ξεκινούσε τη διπλωματική του εργασία ο άσημος τότε φοιτητής Κινηματογράφου Κριστόφ Κισλόφσκι. Στην αρχή του αυτή έμεινε πιστός από τα πρώτα του ντοκιμαντέρ ως τις τελευταίες του ταινίες, που κυρίως αυτές ήταν που τον καθιέρωσαν ως το δημοφιλέστερο ίσως Πολωνό σκηνοθέτη της γενιά του, ιδιαίτερα στο ευρωπαϊκό κοινό.



Ο σκηνοθέτης σε νεαρή ηλικία


Ο σκηνοθέτης, σύμφωνα πάντα με την ίδια διπλωματική, έπρεπε να παραδίδεται στην τυχαιότητα της στιγμής, να συλλέγει υλικό και να διακρίνει τις συνδέσεις που δημιουργεί η ίδια η ζωή. Στόχος η δημιουργία μιας πραγματικότητας γεμάτης εκπλήξεις, μέσα από το μωσαϊκό πολύσημων και ποικίλων συμπτώσεων. H πραγματικότητα που αποτύπωσε μέσα από το φακό του ο μεγάλος δημιουργός, δεν ήταν φυσικά τυχαία, αλλά αποτέλεσμα προσωπικών επιλογών, επηρεασμένων από τις αισθητικές, ψυχολογικές, κοινωνικές και πολιτικές του προτιμήσεις.
Γεννήθηκε στην κατεχόμενη από τους ναζί Βαρσοβία στις 27 Ιούνη 1941, μετά τον πόλεμο ωστόσο πέρασε ήσυχα παιδικά χρόνια. Η μητέρα του ήταν λογίστρια και ο πατέρας του μηχανικός, που αναγκαζόταν με την οικογένειά του να μετακομίζει από πόλη σε πόλη για να βρει γιατρειά στη φυματίωση που τον ταλαιπωρούσε.

O ίδιος έλεγε πως ήταν η φιλοδοξία περισσότερο, παρά η αγάπη για το σινεμά που τον οδήγησε στη σκηνοθεσία. Φοίτησε σε μια σχολή θεατρικών τεχνιτών που είχε συγγενείς του, Και στη συνέχεια έκανε αίτηση για την Ακαδημία Κινηματογράφου του Λοντζ, φυτώριο κι άλλων διάσημων συμπατριωτών ομοτέχνων του, όπως ο Αντρέι Βάιντα και ο Ρόμαν Πολάνσκι, στοχεύοντας μεταξύ άλλων και στην αποφυγή της στρατιωτικής θητείας. Έγινε τελικά δεκτός στην τρίτη απόπειρα το 1964. 

Αντιπαθώντας το σοσιαλιστικό καθεστώς, τα πρώτα του ντοκιμαντέρ αναπαράγουν – με έμμεσο κριτικό σχόλιο – τη στερεοτυπική εικόνα μιας γκρίζας και καταπιεστικής ατμόσφαιρας. Παρά τα επιμέρους προβλήματα με τη λογοκρισία, ο ίδιος ομολογούσε αργότερα πως “το κράτος μπορεί να μην έδινε την ηθική του στήριξη στις ταινίες, τουλάχιστον όμως τις χρηματοδοτούσε”, γεγονός εξάλλου που επέφερε την κριτική συναδέλφων του.

Στην τηλεταινία του Εργάτες ΄71, απεικονίζει τις συνθήκες που οδήγησαν στις μεγάλες απεργίες του 1970, ενώ στο έργο Curriculum Vitae εμπλέκει πραγματικά πλάνα από συνεδριάσεις του Πολιτικού Γραφείου του κυβερνώντος κόμματος με τη φανταστική ιστορία ενός άντρα που βρίσκεται στο στόχαστρο κρατικών αξιωματούχων.
 H πιο ανοιχτά πολιτική του ταινία ήταν το “Χωρίς Τέλος” (1984), που διαδραματίζεται το 1982, την περίοδο επιβολής του στρατιωτικού νόμου. Σε αυτή, η χήρα ενός δικηγόρου προσπαθεί να βοηθήσει ένα πελάτη του άντρα της που είναι πολιτικός κρατούμενος, ενώ το φάντασμα του εκλιπόντος προσπαθεί να βοηθήσει τους ζωντανούς. 
Η ταινία εντέλει δεν ευχαρίστησε κανέναν, αφού οι αρχές της χώρας κατηγόρησαν τον Κισλόφσκι για προσπάθεια υπονόμευσης του σοσιαλισμού, οι αντικαθεστωτικοί θεώρησαν την ταινία φιλοκυβερνητική προπαγάνδα, ενώ και η καθολική εκκλησία εξανέστη με το “αντιχριστιανικό” τέλος της ταινίας. Η εισαγωγή του φαντάσματος του νεκρού στην ταινία αποτελεί προάγγελο της μεταφυσικής διάθεσης που έκτοτε θα επανέρχεται σταθερά στο έργο του.

To 1988 γυρίστηκε ο “Δεκάλογος” μια σειρά ωριαίων αυτοτελών επεισοδίων που προβλήθηκαν στην πολωνική τηλεόραση, με χρηματοδότηση από τη Δυτική Γερμανία. Με έμπνευση από τις Δέκα Εντολές της Παλαιάς Διαθήκης, οι πρωταγωνιστές κάθε επεισοδίου βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα ή περισσότερα ηθικά διλήμματα και τις συνέπειες των επιλογών τους.

Με την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού ξεκινά η ευρωπαϊκή περίοδος του Κισλόφσκι, κατά την οποία οι ταινίες του ήταν πολυεθνικές συμπαραγωγές, με πάντα παρόν το γαλλικό στοιχείο. Αυτές εξάλλου οι δημιουργίες ήταν που τον καθιέρωσαν στο ευρύ κοινό έξω από την πατρίδα του και ταυτίζονται μέχρι σήμερα με το όνομά του. 
Η πρώτη από αυτές ήταν “Η διπλή ζωή της Βερόνικα” (1991), που εξερευνά το βαθύ και μυστηριώδη δεσμό δυο γυναικών – σωσίων, που δε γνωρίζονται μεταξύ τους, ζώντας η μία στην Πολωνία και η άλλη στη Γαλλία.


Η διπλή ζωή της Βερόνικα

Το αριστούργημα με το οποίο κατέκτησε όμως μια για πάντα μια θέση στο πάνθεον των λειτουργών της έβδομης τέχνης είναι αναμφίβολα η τριλογία του “Τρία χρώματα” (1993-1994), με τη “Μπλε”, τη “Λευκή” και την “Κόκκινη ταινία”, τίτλοι εμπνευσμένοι από τα χρώματα της γαλλικής σημαίας. Κάθε ταινία έχει στο θεματικό της πυρήνα μία από τις έννοιες του τριπτύχου της Γαλλικής Επανάστασης: “Ελευθερία – Ισότητα – Αδελφότητα”, έννοιες που φυσικά, όπως και οι Δέκα Εντολές στο “Δεκάλογο” που προηγήθηκε, αξιοποιούνται εδώ με έναν τρόπο αμφίσημο και ειρωνικό. 
Παρότι οι ταινίες αυτές είναι κυρίως ατομοκεντρικές και υπαρξιακές, δεν είναι αποκομμένες και από το κοινωνικό και ιστορικό τους περίγυρο. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τη “Λευκή” ταινία, όπου, μέσα από το προσωπικό συναισθηματικό δράμα του πρωταγωνιστή, ξετυλίγονται οι συνέπειες της καπιταλιστικής παλινόρθωσης στην Πολωνία. 
Σε συνέντευξή το 1994, ο ίδιος ερωτηθείς για το αν η ζωή στην πατρίδα του ήταν πια ευκολότερη, εκείνος απαντούσε: “Όχι, τα πράγματα έχουν αλλάξει προς το χειρότερο. Για το λόγο αυτό η πρώην ανατολικές χώρες ψηφίζουν ξανά κομμουνιστές. Τους πεθυμήσαμε και λαχταρούμε τις εποχές που καταριόμαστα”. Προσέθετε πως, αν και δεν ήθελε να ξαναγυρίσει στην εποχή του σοσιαλισμού αφού δήλωνε πως “Μισούσα τους κομμουνιστές και ακόμα τους μισώ”, νοσταλγούσε τις παλιές φιλίες και τους δεσμούς που υπήρχαν κάποτε και δεν υπάρχουν πια: “Η συντροφικότητα του παλιού καιρού χάθηκε”.


Η “Λευκή” ταινία

Αμέσως μετά την τριλογία ο Κισλόφσκι αποσύρθηκε από τη σκηνοθεσία, την οποία χαρακτήριζε “ανέντιμη δουλειά” και τον κόσμο του θεάματος “ψεύτικο, γεμάτο αξίες πολύ διαφορετικές από αυτές που είχα συνηθίσει”. Δύο μόλις χρόνια μετά, στις 16 Μαρτίου 1996,, έφυγε πρόωρα από τη ζωή στη διάρκεια εγχείρησης ανοιχτής καρδιάς, μετά από καρδιακό επεισόδιο. Τάφηκε στη γενέτειρά του τη Βαρσοβία και τον τάφο του κοσμεί γλυπτό με δυο χέρια σε χαρακτηριστική “σκηνοθετική κίνηση”.


Δύσκολες Νύχτες