08 Νοεμβρίου, 2019

ΤΌΤΕ ΠΟΥ ΣΤΗ ΔΥΣΗ ΤΟ 90% ΔΕΝ ΗΞΕΡΕ ΝΑ ΓΡΑΦΕΙ...

,,Όλες οι αυτοκρατορίες στα τελευταία τους μαυρίζουν και σαπίζουν ό,τι υπάρχει γύρω τους και μέσα τους. Κι η βρωμιά διαχέεται. Πάει παντού. Στους ανθρώπους, στις χώρες, στα τραγούδια. Και στα βιβλία ακόμα. 
Αλλά η σαπίλα και το αδιέξοδο είναι ο πυρήνας της ιδεολογίας τους. Η ιδιοκτησία και το κέρδος. Αυτό που «Αποκλείεται να είναι αυτή η ασχήμια κι η προστυχιά, η μοίρα του πλανήτη και των ανθρώπων»...


Τον ζήσαμε το σοσιαλισμό. Ζήσαμε την αύρα του. Καμαρώσαμε τον εξηλεκτρισμό και την εκβιομηχάνιση. Περηφανευτήκαμε για την οικονομία αυτή που έφτιαξε τα Τ34 και τις Κατιούσες για να σκοτώσουν το κτήνος. Υπήρξαμε σύντροφοι με το Στάλιν και τον Ζούκοφ.

Μάνος Δούκας

Κάθε φορά που έρχεται η επέτειος της Οκτωβριανής επανάστασης (7 Νοέμβρη), νοιώθω… πολύ τυχερός, γιατί…
Έτυχε να ζήσουμε στον 1ο αιώνα του σοσιαλισμού
Η ιστορία έχει κάτι εκρηκτικές αναλαμπές που και που. Κι από τη γη πέρασαν δισεκατομμύρια άνθρωποι. Πόσοι ήταν τόσο τυχεροί ώστε να ζουν την ίδια εποχή μ’ αυτές τις «αναλαμπές»; Ας πούμε με την επανάσταση του Σπάρτακου; Να επηρεαστούν από την μυρωδιά της. Μυρωδιά άνοιξης στα ρουθούνια των δούλων. Μυρωδιά θανάτου στα ρουθούνια των αφεντάδων.
Πόσο άτυχος είναι ένας Γάλλος που πέθανε το 1780 και δεν είδε ή άκουσε έστω κι από μακριά τα κεφάλια των βασιλιάδων που κατρακυλούσαν στα Παρισινά πλακόστρωτα το 1789 και το 1793;

Θα μου πεις, «τις προετοίμασαν» κι είναι σχεδόν το ίδιο. Δίκιο κι αυτό.
Ή θα μου πεις, «τυχερή όλη η ανθρωπότητα που έγιναν αυτές οι επαναστάσεις». Σωστό κι αυτό.

Αλλά σκέψου έναν κομμουνιστή που πέθανε το 1915, χωρίς να δει ποτέ την Οκτωβριανή Επανάσταση; Χωρίς να νοιώσει την ανασαιμιά της, που μάθαινε σε εκατομμύρια ανθρώπους σ’ όλο τον κόσμο τον ηλεκτρισμό, την ειρήνη και τη φιλία των λαών και των εθνοτήτων, το ψωμί, το βιβλίο και το θέατρο σε όλους… Σε όλους…

Ο κόσμος προχωράει μέχρι να φτάσει σε αυτό το… «για όλους»

Ιστορική τύχη έχουμε. Εγώ κι ο πατέρας μου κι ο παππούς μου. Ζήσαμε σ’ ένα κόσμο που υπήρχε η ΕΣΣΔ. Τον ζήσαμε το σοσιαλισμό. Ζήσαμε την αύρα του. Καμαρώσαμε τον εξηλεκτρισμό και την εκβιομηχάνιση. Περηφανευτήκαμε για την οικονομία αυτή που έφτιαξε τα Τ34 και τις Κατιούσες για να σκοτώσουν το κτήνος. Υπήρξαμε σύντροφοι με το Στάλιν και τον Ζούκοφ. Ήταν «δικός μας» ο Γκαγκάριν κι ο κάθε γιατρός κι ο κάθε δάσκαλος κι ολόκληρη η ακαδημία επιστημών, τότε που η επιστήμη ήταν… επιστημονική.



Θαρρείς πως είναι λίγο πράγμα να ζεις την πρωτοχρονιά του 1959, τότε που ο Κάστρο με τον Τσε έμπαιναν στην Αβάνα; 
Θαρρείς πως είναι μικρό πράγμα να βλέπεις τη νίκη του λαού του Βιετνάμ στην τηλεόραση, στις ειδήσεις κι όχι σε ντοκιμαντέρ; 
Να κολλάς στα τετράδιά σου και στα ντουβάρια αυτοκόλλητα για την Επανάσταση των γαρυφάλλων στην Πορτογαλία, την ώρα που ακόμα δεν έχει τελειώσει;

Ζήσαμε την εποχή που η θεωρία ήταν πράξη. Ζήσαμε τότε που η επιστήμη έλεγε «8 κι 8 κι 8» η μέρα του εργάτη. Κι όταν η σοσιαλιστική οικονομία κέρδιζε τον πόλεμο κι ύστερα το διάστημα. Κι όταν τα ωράρια και τις συντάξεις και την τιμή του φυσικού αερίου, τα κανόνιζαν οι επιστημονικές μελέτες κι η φροντίδα για τους «Όλους». Κι όχι για το κέρδος. Τότε που πήγαιναν όλοι στην Όπερα και στο νοσοκομείο. Στο πανεπιστήμιο και στις διακοπές. Όλοι όμως. Όταν οι γυναίκες σπούδαζαν κι έκαναν προληπτικό έλεγχο για καρκίνο του μαστού, την ίδια ώρα που στη δύση το 90% δεν ήξερε ούτε να γράφει, ούτε τι θα πει «εξέταση αίματος».

Ζήσαμε αυτό που αν δεν υπήρχε, δε θα είχε γίνει αυτονόητο στα μυαλά των ανθρώπων το σχολείο, το ωράριο, η νοσοκόμα, το βιολί, το πάρκο, ο κινηματογράφος κι ο αθλητισμός. Ο καθαρός έρωτας, το σπίτι και η ζέστη.

Κι άλλα πολλά που για να τα γράψω θέλω μια μεγάλη σοβιετική εγκυκλοπαίδεια. 
Αλλά τα ξέρετε όλοι όλα. Κι εσείς. Κι αυτοί ακόμα που δε συμφωνούσαν με τον «υπαρκτό», λες κι εκείνοι επεδίωκαν κάποιου «άλλου» είδους σοσιαλισμό κι όχι τον καθαρό καπιταλισμό που υπηρετούν. 
Κι όλοι αυτοί που λέγανε «καλά η παιδεία κι η υγεία κι η ασφάλιση και η πρόνοια κι η επιστήμη κι οι διακοπές και τα δωρεάν σπίτια χωρίς κοινόχρηστα, αλλά…». 
Ούτε «καλά», ούτε «αλλά». Αυτονόητα πράγματα. Δικαιώματα, όχι ευκαιρίες. Αυτός είναι ο σοσιαλισμός. Η ανάγκη, το δικαίωμα, η επιστήμη.

Κι αυτό το σοσιαλισμό εμείς τον είδαμε. Την κοινωνία που έκανε και νόμο και συνείδηση το δίκιο του εργάτη. Του λαού. Αυτή την προλάβαμε. Τυχεροί άνθρωποι. Τώρα πρέπει να μεταφέρουμε τη γνώση και τη συλλογική μας μνήμη, στα παιδιά τα σημερινά, τα αυριανά και τα μετά από 1000 χρόνια παιδιά. Στα ντοκουμέντα μας. «Να το φυσήξουμε στο στόμα τους»:


«Γίνεται λοιπόν. Να που έγινε μια φορά».


Έγινε αυτό που ονειρεύτηκαν όλοι οι «παραβάτες» κι οι «ονειροπόλοι», όλοι οι «τρελοί» και οι «παράνομοι» της ιστορίας: Η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας. Η εξαφάνιση του κέρδους, του ρατσισμού και του εθνικισμού.





Ρωτάει το ποίημα: 
«Στον αιώνα σου ποιητή τι βλέπεις». Ο ποιητής είδε την επανάσταση. Κι η επανάσταση έφτιαξε Μαγιακόφσκιδες. 
Η πρόοδος της ιστορίας σε δίκαια κατεύθυνση μοιράζει έμπνευση κι αιώνια έργα της δικαιοσύνης και της καλοσύνης. 
Ο σοσιαλισμός στο δικό του αιώνα «είδε» και μας «έδειξε» το Γκόρκι, το Νερούδα, τον Πικάσο και το Ρίτσο. Το Χικμέτ, το Βάρναλη και τον Μπρεχτ. Και το Μίκη. Όλους τους φίλους του Λένιν και του Στάλιν.

Σας τρώει να μου πείτε το «αλλά»
Κι εγώ το σκέφτομαι συνέχεια. Και αναρωτιέμαι: «τι έκαναν οι ηλίθιοι». Και τα βάζω με τον έναν (Χρουστσόφ) και με τον άλλο (Γκορμπατσώφ). Και όχι μόνο.

Τώρα πάμε λίγο πίσω.
Σημασία όμως έχει ότι το είδα. Το έζησα. Ακόμα το ζω και το βλέπω και τώρα.
 Καθώς παρακολουθώ τι προσπαθούν να καταστρέψουν οι σημερινοί «νικητές». Να ξεριζώσουν όλες τις παρακαταθήκες του σοσιαλισμού. 
Το εμείς, το μεροκάματο, την επιστήμη και την κουλτούρα, τη δουλειά και τις σπουδές για όλους, το γιατρό και τις διακοπές και την κοινωνική ιδιοκτησία. Να αλλάξουν τα αυτονόητα και τις ψυχές. 
Να σπείρουν το εγώ, το κέρδος, την κακία, το ρατσισμό και το φασισμό, την απανθρωπιά, την ασχήμια και τη σκληρότητα.

Νοιώθουν παντοδύναμοι. Θέλουν να καθαρίσουν τα «ζιζάνια» – εμάς, για να οργώσουν την ιστορία με το σάπιο σπόρο τους. 
Νομίζουν ότι μπορούν να αναστήσουν το πτώμα τους. Για ένα διάστημα θα κάνουν πολλούς αφελείς να το πιστέψουν. Όλες οι αυτοκρατορίες στα τελευταία τους μαυρίζουν και σαπίζουν ό,τι υπάρχει γύρω τους και μέσα τους. Κι η βρωμιά διαχέεται. Πάει παντού. Στους ανθρώπους, στις χώρες, στα τραγούδια. Και στα βιβλία ακόμα. 
Αλλά η σαπίλα και το αδιέξοδο είναι ο πυρήνας της ιδεολογίας τους. Η ιδιοκτησία και το κέρδος. Αυτό που «Αποκλείεται να είναι αυτή η ασχήμια κι η προστυχιά, η μοίρα του πλανήτη και των ανθρώπων».


Χάσαμε λοιπόν;
Ναι. Χάσαμε κι εμείς μια μάχη. Κι ο Σπάρτακος έχασε τη δική του. Κι ο Ροβεσπιέρος. Κι η Κομμούνα. 
Αλλά οι αυτοκρατορίες που τους σκότωσαν δεν έζησαν πολύ να το χαρούν. Και τους «νικητές» αυτούς, τους ξέρουν μόνο οι ιστορικοί κι οι εγκυκλοπαίδειες. 
Όμως τα όνειρα των τρελών της ιστορίας ήρθαν κι εδραιώθηκαν, ύστερα από τις ήττες τους. 
 Μετά από πολλούς αιώνες πειραματισμών της ιστορίας, που πάσχιζε να δώσει την οριστική μορφή στη φεουδαρχία κι ύστερα στον καπιταλισμό.
 Η ιστορία εμπιστεύεται μόνο τις μάζες που τη γράφουν και τις νομοτέλειές της. 
Κι έχει πολλές άγραφες σελίδες ακόμα που περιμένουν να γράψουν νέες μάχες και επαναστάσεις, νέα αίματα και δίκαια. Γιατί…



«Οι άνθρωποι οδηγούν τους ανθρώπους σε καλύτερες μέρες».

Κι αυτοί οι άνθρωποι τον τελικό τους σοσιαλισμό θα τον κάνουν καλύτερο. Έτσι θα γίνει. Γιατί είναι ανάγκη των λαών, της οικονομίας, του πλανήτη. Είναι δίκιο. Κι είναι επιστημονική απαίτηση. Γι’ αυτό θα γίνει. «Θα φροντίσουμε εμείς γι’ αυτό». 
Και τότε όλοι οι αιώνες θα είναι του σοσιαλισμού. Και των ανθρώπων. Που πάντα θα θυμούνται και θα τιμούν την αρχή του «τελικού πολιτισμού»: την Οκτωβριανή επανάσταση.

ΤΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΤΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΓΙΑ «ΔΙΚΑΙΗ» k «ΒΙΩΣΙΜΗ» ΑΝΑΠΤΥΞΗ

Μαύρη τρύπα


«Καπνός» έγινε μέσα σε δυο μήνες η ελάχιστη αύξηση του μέσου μισθού που προέκυψε από την αναπροσαρμογή του κατώτατου τον περασμένο Φλεβάρη, όταν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ενεργοποίησε με πανηγυρισμούς τον νόμο Βρούτση.
Όπως φανερώνουν τα στοιχεία του ΕΦΚΑ, τον Απρίλη του 2019 ο μέσος μισθός για την πλήρη απασχόληση επανήλθε στα ίδια περίπου επίπεδα όπου βρισκόταν πριν από την αύξηση του κατώτατου από τα 586 στα 650 ευρώ μεικτά και την κατάργηση του «υποκατώτατου» μισθού!
Χρειάστηκαν δηλαδή μερικές μόνο βδομάδες για να «εξαϋλωθεί» η σχετική αύξηση του κατώτατου μισθού, την οποία ρούφηξε η «μαύρη τρύπα» της αγοράς εργασίας, όπου η «ευελιξία» και το συνολικότερο αντεργατικό πλαίσιο ζουν και βασιλεύουν.
Τα στοιχεία για την εξέλιξη των μισθών αποστομώνουν κυβέρνηση και ΣΥΡΙΖΑ, που διαγκωνίζονται για την πατρότητα του νόμου Βρούτση, με τον οποίο το κράτος καθορίζει πλέον τον κατώτατο μισθό, με κριτήριο την ανταγωνιστικότητα και τις προοπτικές της οικονομίας.
Αποκαλύπτει όμως και το πόσο κάλπικος είναι ο καβγάς τους, πάνω στο δίπολο «δίκαιη» ή «βιώσιμη» ανάπτυξη, ως προαπαιτούμενο τάχα για τη βελτίωση της ζωής του λαού.
Η αλήθεια είναι ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη, που υπηρετούν τόσο η ΝΔ με τον ΣΥΡΙΖΑ όσο και τα άλλα κόμματα, όπως κι αν τη βαφτίσουν, έχει ως προϋπόθεση την ένταση της εκμετάλλευσης, κάτι που αποτυπώνεται στους όρους δουλειάς, αμοιβής και ζωής της εργατικής - λαϊκής οικογένειας.
Μέσα από έναν κυκεώνα αντεργατικών νόμων, που παραμένουν άθικτοι και επεκτείνονται στη «μεταμνημονιακή εποχή», η εργοδοσία χρησιμοποιεί μια ανεξάντλητη γκάμα εργαλείων για να διατηρεί καθηλωμένους τους μισθούς για τους νεοπροσλαμβανόμενους, αυξάνοντας παράλληλα τις πιέσεις στους παλιότερους εργαζόμενους, που αμείβονται με σχετικά καλύτερους όρους.
Το αντεργατικό αυτό πλαίσιο όχι μόνο δεν «κλονίστηκε» από τα αποσπασματικά μέτρα που νομοθέτησε η προηγούμενη κυβέρνηση για τις συμβάσεις, λίγο πριν από τις εκλογές, αλλά ενισχύθηκε παραπέρα, με νόμους για την «ευελιξία», τη «διευθέτηση» του χρόνου εργασίας, τα «δουλεμπορικά» γραφεία, τη συρρίκνωση των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων.
Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι ότι ο μέσος μισθός παραμένει σταθερά μειωμένος κατά 25% σε σχέση με το 2011, παρά τις επιμέρους οριακές διακυμάνσεις.
Πάνω σ' αυτό το έδαφος πατάει σήμερα η ΝΔ για να πάει ένα βήμα πιο πέρα την επίθεση, χρησιμοποιώντας το ίδιο άθλιο επιχείρημα, ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη είναι όρος για να ζήσει καλύτερα ο λαός, αρκεί να φύγει από τη μέση ό,τι εμποδίζει την επιχειρηματικότητα, και πρώτα απ' όλα τα εργασιακά δικαιώματα, που έχουν προγραφεί από τις «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» όλων των προηγούμενων κυβερνήσεων!
Γι' αυτό καταργεί ακόμα και την «υποψία» μόνιμης και σταθερής δουλειάς που έχει απομείνει, επεκτείνοντας παραπέρα την «ευελιξία», θεσμοθετεί την υπεροχή των επιχειρησιακών συμβάσεων έναντι των κλαδικών, βάζει νέα εμπόδια στην απεργία, παίρνει μέτρα συνολικής παρεμπόδισης της συλλογικής οργάνωσης και δράσης.
Όλα αυτά, σε συνδυασμό με τις γενναιόδωρες επιδοτήσεις και τα άλλα μέτρα στήριξης της επιχειρηματικότητας, τα οποία πληρώνουν στο πολλαπλάσιο τα λαϊκά στρώματα, διαφημίζει η κυβέρνηση για να προσελκύσει επενδύσεις και να στηρίξει την καπιταλιστική ανάπτυξη.
Το δίλημμα επομένως που έχει μπροστά του ο λαός είναι: Θα συνεχίσει να «επενδύει» τις προσδοκίες του σε μια προδιαγεγραμμένη πορεία διαρκούς συρρίκνωσης των δικαιωμάτων του και συντριβής των σύγχρονων αναγκών του, αποδεχόμενος θυσίες δίχως τέλος για τα κέρδη του κεφαλαίου και την έκθεση σε μεγάλους κινδύνους από την εμπλοκή της χώρας στα ιμπεριαλιστικά σχέδια και τους ανταγωνισμούς;
'Η θα επιλέξει το δρόμο του αγώνα και της οργάνωσης της αντεπίθεσης, για κατάργηση όλων των αντεργατικών νόμων και ανάκτηση των απωλειών, παλεύοντας για σύγχρονους όρους δουλειάς και αμοιβής, στην προοπτική του άλλου δρόμου ανάπτυξης, όπου αποκλειστικό κριτήριο στην οργάνωση της παραγωγής θα είναι η ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών του; Ο δρόμος αυτός είναι ο μόνος που μπορεί να εγγυηθεί τη λαϊκή ευημερία. Και γι' αυτό αξίζει κάθε θυσία!
Αναδημοσίευση από τη στήλη «Η Άποψή μας» του «Ριζοσπάστη», Τετάρτη 6 Νοέμβρη 2019