07 Σεπτεμβρίου, 2023

ΓΙΑ ΤΟ #ΣΥΜΦΩΝΟ_μη_Επίθεσης_ΜΟΛΟΤΩΦ_ΡΙΜΠΕΝΤΡΟΠ




ΣΥΜΦΩΝΟ ΜΟΛΟΤΩΦ-ΡΙΜΠΕΝΤΡΟΠ – Ένας ιδιοφυής ελιγμός — του Στέλιου Κανάκη 
Από Ατεχνως

Στα τέλη της δεκαετίας του 1930 η ΕΣΣΔ ήταν το μόνο ευρωπαϊκό έθνος που είχε έρθει σε ευθεία και άμεση σύγκρουση με χώρες του άξονα. 
Στον εμφύλιο της Ισπανίας, με τους Γερμανούς και τους Ιταλούς, όπου βρέθηκε να υπερέχει σε οπλικά συστήματα και στις επιδόσεις των μαχητικών αεροσκαφών (τα σοβιετικά ταχύτερα κατά 100 χιλιόμετρα την ώρα) και στην Κίνα και στη Μογγολία, όπου στις 20 Αυγούστου 1939 στον ποταμό Khalkhyn Gol κατατρόπωσε τους Ιάπωνες.

Η ΕΣΣΔ, όλο αυτό το διάστημα, επιδίωκε σθεναρά τη δημιουργία συστήματος συλλογικής ασφάλειας με το Λονδίνο και το Παρίσι και τη συμμετοχή της Βαρσοβίας, με στόχο τον περιορισμό της ναζιστικής επιθετικότητας και το σκεπτικό ότι η διαφύλαξη της ανεξάρτητης Πολωνίας θα απέκλειε το ενδεχόμενο της απευθείας επίθεσης της Γερμανίας εναντίον της ΕΣΣΔ.

Οι Σοβιετικοί έβλεπαν, γνώριζαν και συνεκτιμούσαν. 
Η πολιτική “κατευνασμού” και η γενικότερη στάση Βρετανών και Γάλλων, η άρνησή τους για την ένοπλη προσφορά της ΕΣΣΔ στην υπεράσπιση της ανεξαρτησίας της Τσεχοσλοβακίας, το όνειδος του Συμφώνου του Μονάχου, οι εκφρασμένες πολλαπλά και ευθαρσώς απόψεις των ναζιστών για “ζωτικό χώρο” προς ανατολάς και την εξάλειψη των Σλάβων έδειχναν προς τα πού στόχευαν όλοι μαζί.

Ήδη από τον Μάιο του 1938, ένα κρυπτογράφημα των υπηρεσιών της NKVD ενημέρωνε επειγόντως την ανώτατη ηγεσία της Σοβιετικής Ένωσης για ένα απόρρητο μυστικό σχέδιο σε βάρος της.

Του διαμορφωμένου αντισοβιετικού συνασπισμού ηγείτο και χρηματοδοτούσε η Βρετανία. 

Το πολεμικό σχέδιο δράσης που είχε καταρτιστεί και εγκριθεί, με τη σύμφωνη γνώμη όλων, είχε ως εξής:

Α. Η Ιαπωνία ξεκινά τον πόλεμο εναντίον μας με επίθεση στην Άπω Ανατολή.

Β. Με το πρόσχημα της βοήθειας προς την Ιαπωνία, δυνάμει του αντικομμουνιστικού συμφώνου, η Γερμανία ξεκινά άμεσα πολεμικές επιχειρήσεις. Ο γερμανικός στρατός διασχίζοντας την Πολωνία, επιτίθεται εναντίον της ΕΣΣΔ με κατεύθυνση το τμήμα της Ουκρανίας ανατολικά του Δνείπερου.

Γ. Τα πολωνικά στρατεύματα παίρνουν θέση στο νότιο τμήμα του μετώπου και επιτίθενται στο τμήμα της Ουκρανίας δυτικά του Δνείπερου.

Δ. Τα ιταλικά στρατεύματα συμμετέχουν με δύο τρόπους, μέσω Τουρκίας από ξηράς και με τη βοήθεια του ιταλικού στόλου που θα εισέλθει στη Μαύρη Θάλασσα, με απόβαση στρατευμάτων επιτίθενται στον Καύκασο.

Με την έναρξη των επιχειρήσεων, το βρετανικό ναυτικό θα προχωρούσε σε αποκλεισμό των ακτών της Βόρειας Θάλασσας και στη συνέχεια, εκμεταλλευόμενο την απασχόληση του Κόκκινου Στρατού στα βασικά μέτωπα, θα επιτίθετο στις βόρειες ακτές της ΕΣΣΔ με στόχο την κατάληψη του Μούρμανσκ και του Αρχάγγελου. 
Στόχος τους να δημιουργούσαν γύρω από τη Μόσχα μικρά ανεξάρτητα κράτη χωρίς διέξοδο στη θάλασσα. 
Το ζήτημα της Τσεχίας και πάλι με τη βοήθεια της Βρετανίας θα ρυθμιζόταν κι αυτό, όπως ρυθμίστηκε το ζήτημα της Αυστρίας «ανώδυνα». Σε κάθε περίπτωση προβλεπόταν η Τσεχοσλοβακία να υποταχθεί πλήρως στη Γερμανία (Το τελευταίο, δυστυχώς, επετεύχθη).

Ο άνθρωπος που υπέγραφε το παραπάνω κρυπτογράφημα, ο Κοσένκο, δούλευε για τις μυστικές υπηρεσίες της ΕΣΣΔ και αυτά που έγραφε ήταν πληροφορίες. Το πρόβλημα είναι πως κατά μεγάλο, τεράστιο ποσοστό, τα πράγματα εξελίχθηκαν ή έτειναν να εξελιχθούν με αυτόν τον τρόπο.

Οι δυτικοί “Σύμμαχοι” παρά την ανομολόγητη ευθέως, πολλές φορές, αλλά πολύ συγκεκριμένη αντισοβιετική στάση τους παρακολουθούσαν παράλληλα και την γιγάντωση της χιτλερικής Γερμανίας.
 Στα πλαίσια αυτά θεωρούσαν ως καλλίτερη για αυτούς λύση την εμπλοκή της ΕΣΣΔ σε πόλεμο με τη Γερμανία και την αποδυνάμωση εξ αυτού και των δύο.

Με επιμονή της ΕΣΣΔ και με σκανδαλώδεις καθυστερήσεις μηνών, αρχίζουν στις 11 Αυγούστου 1939, οι τριμερείς συνομιλίες στη Μόσχα μεταξύ ΕΣΣΔ-Βρετανίας-Γαλλίας. 
Το επίπεδο εκπροσώπησης σ’ αυτές των Γαλλίας – Βρετανίας είναι εξευτελιστικό για την ΕΣΣΔ και καταδεικνύει την έλλειψη ενδιαφέροντος και βούλησης από μέρους τους.
 Ο Γάλλος εκπρόσωπος, χρόνια μετά (Μάϊος 1992) έγραφε στο ημερολόγιό του πως ο πρωθυπουργός του Εντουάρ Νταλαντιέ (Édouard Daladier), τις παραμονές της αναχώρησής του για τη Μόσχα τού δημιούργησε την πεποίθηση πως «αντέτασσε στους Σοβιετικούς μια σιδερένια περιφρόνηση». Αξίζει να σημειωθεί πως αυτά που γράφει στο ημερολόγιό του ο Γάλλος στρατηγός για την περίοδο Σεπτέμβριος 1939-Ιούνιος 1940 αρκούν για να χαρακτηρίζονταν ορισμένα από τα πιο σημαίνοντα πρόσωπα της Γαλλίας ένοχοι εσχάτης προδοσίας.

Οι καθυστερήσεις από μέρους των Δυτικών είναι απερίγραπτες. 
Οι αντιπροσωπείες των δυτικών έφτασαν στο Λένινγκραντ μετά από ταξίδι μιας εβδομάδας με… εμπορικό πλοίο. 
Η Σοβιετική Ένωση προτείνει στην Πολωνία τη συνδρομή της με στρατό και όπλα. Η Πολωνία αρνείται.
 Σε περίπτωση κατάληψης της Πολωνίας από τους Γερμανούς, το Γ΄ Ράιχ θα έφτανε στα σύνορα της ΕΣΣΔ. 
Αν Γαλλία – Βρετανία επέμεναν, η Πολωνία θα δεχόταν τη συνδρομή της ΕΣΣΔ. Γνώριζαν την ανικανότητα του πολωνικού στρατού να αντισταθεί σε γερμανική επίθεση την οποίαν θεωρούσαν πολύ πιθανή.
 Αντίθετα, η εντολή τους προς τους πρέσβεις τους στη Βαρσοβία ήταν να παραμείνει η ΕΣΣΔ μακριά από τις σχετικές διαπραγματεύσεις.

Αποδεικνύεται όμως πως οι αντιπροσωπείες δεν έχουν ούτε τα στοιχειώδη νομιμοποιητικά έγγραφα. 
Γράφει σχετικά ο Τζέφρι Κ. Ρόμπερτς:
«Αυτοί [οι Βρετανοί και οι Γάλλοι] είδαν την αντιπροσωπεία [Drax] ως μια πολιτική ενέργεια που θα ευχαριστούσε τη Μόσχα και θα ασκούσε πίεση στο Βερολίνο. Σύμφωνα με αυτή τη στρατηγική, ο ναύαρχος Drax, αρχηγός της βρετανικής αντιπροσωπείας, έλαβε εντολή να καθυστερήσει τη σύναψη οποιωνδήποτε λεπτομερών και συγκεκριμένων στρατιωτικών συμφωνιών.

Όταν επιτέλους έφτασε η στρατιωτική αποστολή στη Μόσχα οι Ρώσοι ανακάλυψαν ότι ο ναύαρχος Drax δεν είχε γραπτή εξουσιοδότηση για διαπραγματεύσεις και, παρόλο που οι Γάλλοι είχαν την εξουσία να διαπραγματευτούν για όλα τα στρατιωτικά ζητήματα, δεν είχαν εξουσιοδότηση να υπογράψουν καμία συμφωνία. Αντίθετα, ο Βοροσίλοφ, αρχηγός της σοβιετικής αντιπροσωπείας, παρουσίασε γραπτή εντολή να διαπραγματευτεί και να υπογράψει μια στρατιωτική σύμβαση»[i].

Στις αγγλο-γαλλο-σοβιετικές συνομιλίες που διαρκούσαν έως τα μέσα Αυγούστου 1939, η Μόσχα επέμενε στη ρήτρα περί άμεσης στρατιωτικής αλληλοβοήθειας σε περίπτωση ναζιστικής επίθεσης, όμως οι άλλες πλευρές σκόπιμα υπονόμευσαν αυτή την προσπάθεια. 
Οι διαπραγματεύσεις απέτυχαν. 
Αρνητικό ρόλο έπαιξαν επίσης η επιθυμία του Λονδίνου και του Παρισιού να εκμεταλλευτούν τις συνομιλίες με τη Μόσχα για να πετύχουν άλλον έναν συμβιβασμό με τον Χίτλερ εις βάρος της Πολωνίας και της Σοβιετικής Ένωσης, 
η άρνηση της εχθρικής προς την ΕΣΣΔ Βαρσοβίας να επιτρέψει τη διέλευση σοβιετικών στρατευμάτων από το έδαφός της,
 καθώς και οι παράλληλες μυστικές αγγλο-γερμανικές επαφές, για τις οποίες ο Ι. Στάλιν ήταν ενήμερος.

Οι Γαλλοβρετανοί στις συνομιλίες, δεν πιέζουν την Πολωνία και αρνούνται να καλύψουν την ΕΣΣΔ και τις Βαλτικές χώρες σε περίπτωση επίθεσης του Χίτλερ.
 Είναι σα να προκαλείται η Γερμανία να επέμβει. 
Η Πολωνία κινδυνεύει.
 Η απόφαση στη Γερμανία για την εισβολή έχει παρθεί. 
Στις 10 Αυγούστου εκτελέστηκε η προβοκάτσια “Κονσερβοκούτι”. 
Μ’ αυτήν οι ναζιστές σκηνοθέτησαν δήθεν πολωνική επίθεση εναντίον του συνοριακού Ρ/Σ του Γκλάιβιτς. Ο γερμανικός στόλος έχει βγει στην ανοιχτή θάλασσα. Εάν καταληφθεί η Πολωνία, οι Γερμανοί φτάνουν στα σοβιετικά σύνορα. Οι Γερμανοί, έχοντας καταλάβει την Κλάιπεντα, βρίσκονταν δυο βήματα από το Λένινγκραντ. Οι Γαλλοβρετανοί φαίνεται να αγνοούν ή ακόμη χειρότερα να υποδαυλίζουν τη συγκεκριμένη στρατηγική κατάσταση που έχει διαμορφωθεί.

Η ΕΣΣΔ κάνει απίστευτες παραχωρήσεις. 
Όταν αρχίζει να διαφαίνεται ότι μπορεί να δεχτεί συμφωνία και χωρίς αμοιβαίες εγγυήσεις, οι Γάλλοι και οι Βρετανοί… τρομοκρατούνται
Οι τηλεγραφικές οδηγίες των τελευταίων προς τους αντιπροσώπους τους είναι να μην αναλαμβάνουν δεσμεύσεις, να παρελκύουν και να καθυστερούν. Ο ίδιος ο στρατηγός Ντιμένκ είναι κατάπληκτος και έξαλλος με την ηγεσία της χώρας του.
 Η ΕΣΣΔ είναι έτοιμη να συμφωνήσει σε απίστευτα πράγματα, κατά τη γνώμη του και η Γαλλία δεν αρπάζει την ουρανοκατέβατη ευκαιρία. 
Το ίδιο μπερδεμένος είναι και ο Βρετανός πρέσβης στη Μόσχα. 

Στις 13 Αυγούστου τηλεγραφεί στο Λονδίνο:
«Οι γραπτές οδηγίες που δόθηκαν στο ναύαρχο Ντραξ ορίζουν ότι οι συνομιλίες πρέπει να διεξάγονται με βραδύτητα μέχρι τη στιγμή που θα επιτευχθεί συμφωνία στα εκκρεμή πολιτικά θέματα. Από την άλλη μεριά πάλι, οι οδηγίες του Γάλλου στρατηγού του καθορίζουν να κάνει τα πάντα ώστε η στρατιωτική συμφωνία να συναφθεί το ταχύτερο δυνατό. Είναι φανερό ότι οι οδηγίες αυτές διίστανται με τις οδηγίες του στρατηγού Ντραξ.

Θα σας ήμουν ευγνώμων αν μου αποσαφηνίζατε επειγόντως αν η κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητος εξαρτά τη συνέχιση των στρατιωτικών συνομιλιών πέραν του σταδίου των κοινοτυπιών, οι οποίες δεν δεσμεύουν σε τίποτα, από την προγενέστερη λύση του ζητήματος της «έμμεσης εισβολής». Πολύ θα με λυπούσε αν πραγματικά αυτή ήταν η πρόθεση της κυβέρνησης της Αυτού Μεγαλειότητος, γιατί όλες οι ενδείξεις μας πείθουν απόλυτα ότι η Σοβιετική στρατιωτική ηγεσία επιθυμεί να εκπληρώσει με σοβαρότητα την αποστολή της.»[ii]

Στις 15 Αυγούστου 1939 η Σοβιετική Ένωση, διά μέσου των Κλίμεντ Βοροσίλοφ (Kliment Yefremovich Voroshilov) και Μπόρις Σαπόσνικοφ (Boris Mikhaylovich Shaposhnikov), συγκεκριμενοποιεί την προσφορά της. 
Ήταν διατεθειμένη να στείλει στα γερμανικά σύνορα
 έως 120 μεραρχίες πεζικού (η κάθε μία με περίπου 19.000 στρατιώτες),
 16 μεραρχίες ιππικού,
 5.000 βαριά όπλα πυροβολικού, 
9.500 άρματα μάχης και 
έως 5.500 μαχητικά και βομβαρδιστικά αεροσκάφη.[iii]

Αν αυτή η πρόταση είχε γίνει δεκτή θα μπορούσαν να έχουν αντιπαραταχθεί εναντίον της Γερμανίας σε δύο μέτωπα 300 τουλάχιστον μεραρχίες όταν τότε η Γερμανία διέθετε κάτω από 150.

Ο ιστορικός Simon Sebag Montefiore[iv], κάθε άλλο παρά φιλοσοβιετικός ή φιλοσταλινικός, είχε δηλώσει για τη συγκεκριμένη πρόταση:
«Η λεπτομέρεια της προσφοράς του Στάλιν υπογραμμίζει αυτό που είναι γνωστό. Ότι η Βρετανία και η Γαλλία μπορεί να έχασαν μια κολοσσιαία ευκαιρία το 1939 για να αποτρέψουν τη γερμανική επιθετικότητα που εξαπέλυσε τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Δείχνει ότι ο Στάλιν μπορεί να ήταν πιο σοβαρός, από ότι νομίζαμε, προσφέροντας αυτή τη συμμαχία».

Όταν, με τα πολλά, τίθεται το ζήτημα πώς οι σοβιετικές δυνάμεις θα βρεθούν σ’ επαφή με τις δυνάμεις του Γ΄ Ράιχ ώστε να συνδράμουν τους δυτικούς, μιας και δεν έχουν κοινά σύνορα η ΕΣΣΔ με τη Γερμανία, το αδιέξοδο μονιμοποιείται. Η Πολωνία δεν δέχεται να περάσουν από το έδαφός της δυνάμεις του Κόκκινου Στρατού και οι δυτικοί σύμμαχοί της δεν της το ζητούν, αν και θα μπορούσαν να το επιβάλλουν

Πέραν αυτού του σημείου, εξέλιξη στις συνομιλίες δεν υπάρχει. Απεναντίας καθίσταται φανερό ότι με τις δήθεν συνομιλίες καταβάλλεται προσπάθεια να επιτεθεί η Γερμανία στην ΕΣΣΔ. 
Βρετανία και Γαλλία δολοπλοκούν για την καταστροφή της ΕΣΣΔ και όχι του “αντιπάλου” τους της Γερμανίας.
 Έκριναν πως μια συμμαχία τους με την σοσιαλιστική Σοβιετική Ένωση θα μπορούσε να γίνει επικίνδυνη για τον ίδιο τον ιμπεριαλισμό.

Όλα αυτά τα χρόνια που η Ευρώπη παραδίδεται αργά αλλά σταθερά στα νύχια του ναζισμού, η ΕΣΣΔ κατέβαλε συνεχείς, σημαντικές και άοκνες προσπάθειες για ένα Σύμφωνο Συλλογικής Ασφάλειας. 

Αργότερα, ο τότε πρωθυπουργός του Λαϊκού Μετώπου της Γαλλίας, Λεόν Μπλουμ (Léon Blum) παραδεχόταν ότι η στάση της κυβέρνησής του δεν ήταν συνεπής όπως η αντίστοιχη της ΕΣΣΔ:
«Οι Ρώσοι, επιθυμούσαν πολύ να πραγματοποιηθούν επαφές μεταξύ Γενικών επιτελείων. Αλλά κάτι τέτοιο δεν έγινε και η επιμονή των Ρώσων αντιμετωπίστηκε με αναβλητική, γενικά, διάθεση. Η Ρωσία μας πρόσφερε –και η ίδια αναλάμβανε να μη δεχθεί την ανάλογη υλική προσφορά– την ανακοίνωση πληροφοριών επί των στρατιωτικών δυνατοτήτων της, των βιομηχανικών υλών και άλλων διευκολύνσεων που θα μπορούσε να θέσει στη διάθεσή μας στην περίπτωση μιας ευρωπαϊκής σύρραξης. Σ’ αντάλλαγμα ζητούσε μόνο παρόμοιες πληροφορίες, αλλά αυτές ακριβώς οι πληροφορίες δεν δόθηκαν ποτέ από μέρους μας»[v].

Αν και ο πόλεμος προβάλει αναπόφευκτος, οι Βρετανία-Γαλλία δεν φαίνονται διατεθειμένες να πάρουν συγκεκριμένα μέτρα για να τον εμποδίσουν.
 Οι χώρες αυτές, όχι μόνο δεν θέλουν συμμαχία με την Σοβιετική Ένωση αλλά προσπαθούν να εξωθήσουν τη Γερμανία σε πόλεμο με την ΕΣΣΔ. 
Η ίδια η Γερμανία έχει μεν αποφασίσει την κατάληψη της Πολωνίας αλλά, δεν έχει κανένα λόγο, προς ώρας τουλάχιστον, να εμπλακεί σε διμέτωπο πόλεμο.

Παράλληλα η Μόσχα δεν έχει κανένα λόγο να βρεθεί απομονωμένη απέναντι στη Γερμανία. 
Ούτε να παρεμβληθεί μονομερώς σ’ έναν πόλεμο της Γερμανίας με τρίτες χώρες. 
Βούλησή της είναι να μην συμμετέχει στον επικείμενο πόλεμο όσο είναι δυνατόν, ειδικά χωρίς κάλυψη από τις “Συμμαχικές” χώρες. 
Οι διαπραγματεύσεις με Γαλλία – Βρετανία είχαν αποτύχει – «προσέκρουσαν σε ανυπέρβλητα εμπόδια» υποστήριζε μέχρι τέλους της ζωής του ο Βοροσίλοφ. 
Στόχος της ΕΣΣΔ ήταν να κρατηθεί ο πόλεμος μακριά από τα εδάφη της.

Τα σχέδια που απεργάζονται από καιρό οι δυτικοί, πολλές φορές σε συνεννόηση με την Αντικομιντέρν Συμμαχία φαίνεται να ευοδώνονται. 
   Η ΕΣΣΔ όμως πρέπει να ζήσει. 
Με μια ιδιοφυή διπλωματική κίνηση – ίσως την ιδιοφυέστερη της ύπαρξής της καταφέρνει να αλλάξει άρδην το σκηνικό και να κερδίσει χρόνο στην προετοιμασία της για το έτσι κι αλλιώς αναπόφευκτο.

Την 21η Αυγούστου 1939, όταν έγινε πλέον ξεκάθαρο πως οι διαβουλεύσεις με τους εν δυνάμει συμμάχους έφτασαν σε αδιέξοδο, 
η ηγεσία της ΕΣΣΔ αποδέχθηκε την πρόταση του Βερολίνου για επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών Ρίμπεντροπ στη Μόσχα. 
Στο πλαίσιο αυτής, εσπευσμένα οι εκατέρωθεν θέσεις έγιναν αντικείμενο άμεσης επεξεργασίας και υπογράφηκε τη νύχτα 23–24 Αυγούστου το σοβιετικό-γερμανικό Σύμφωνο μη Επίθεσης παρουσία του Ιωσήφ Στάλιν, ενδεικτικό της σημασίας που προσέδιδε η ΕΣΣΔ.

Η Σοβιετική Ένωση είναι η τελευταία χώρα που υπογράφει τέτοιο σύμφωνο μετά από την Πολωνία, τη Μ. Βρετανία, τη Γαλλία και τις υπόλοιπες χώρες της δυτικής Ευρώπης.

Στο Σύμφωνο Μολότωφ-Ρίμπεντροπ η ΕΣΣΔ απαίτησε 
την ανατολική Πολωνία η οποία είχε υφαρπαχτεί από τον πόλεμο του 1919 και στην οποία πλειοψηφούσαν οι Ουκρανοί και οι Λευκορώσοι. Ουσιαστικά επρόκειτο για τη “Γραμμή Κέρζον”[vi] που είχαν αναγνωρίσει και οι Δυτικοί ως συνοριακή γραμμή μεταξύ ΕΣΣΔ και Πολωνίας.

Ακολούθως, στις 17 Σεπτεμβρίου 1939, όταν πια δεν υφίστατο πολωνικό κράτος, τα σοβιετικά στρατεύματα εγκαταστάθηκαν στην Πολωνία, αλλά μόνο σε εκείνα τα εδάφη που η Βαρσοβία κατέκτησε βίαια το 1920–1921 – τη Δυτική Ουκρανία και τη Δυτική Λευκορωσία. Στα σύνορα που υιοθετούσε η “Γραμμή Κέρζον”.

Λίγο πριν, στις 11 Αυγούστου 1939, ο Χίτλερ είχε πει στον Carl Jacob Burckhardt:
« Όλα όσα αναλαμβάνω απευθύνονται στη Ρωσία. Εάν η Δύση είναι υπερβολικά ηλίθια και πολύ τυφλή για να το καταλάβει, θα υποχρεωθώ να καταλήξω σε συμφωνία με τους Ρώσους, να σπάσω τη Δύση και στη συνέχεια μετά την ήττα της, να στραφώ κατά της Σοβιετικής Ένωσης».

Ο ακόλουθος της Γαλλικής πρεσβείας στο Βερολίνο, λίγο πριν την υπογραφή του Συμφώνου Μολότωφ-Ρίμπεντροπ, για την ακρίβεια μία μέρα πριν γίνει γνωστό, λέει στον υπουργό πολέμου της Γαλλίας αλλά και στην ανώτατη γαλλική ηγεσία:
«Είναι πιθανό, εν ονόματι Βιντλέ, ότι βρισκόμαστε στις παραμονές των πρώτων αιματηρών επεισοδίων του πολέμου, λέγω του πολέμου ξεκάθαρα και όχι των εκφράσεων των εφημερίδων “του λευκού πολέμου”, του πόλεμου νεύρων ή του πόλεμου ειρήνης. Η Ευρώπη βρίσκεται σε πόλεμο από το 1938, γιατί η ειρήνη εδράζεται σε συνθήκες ενώ ο πόλεμος είναι κατάσταση πραγμάτων που αντιστοιχεί στην απουσία συνθηκών».

Χαρακτηρίζει δηλαδή την κατάσταση της εποχής ως διάλυση του διεθνούς δικαίου όπως αυτό υφίστατο μέχρι εκείνη την περίοδο.

Όταν πραγματεύτηκε τη γαλλική πολιτική απέναντι στα ζητήματα του Μονάχου είπε ότι αυτή ισοδυναμούσε με προδοσία.

Αργότερα, στο Foreign Affairs τον Ιανουάριο του 1940 εκτιμώντας το Σύμφωνο Μολότωφ-Ρίμπεντροπ έλεγε:
«Οι Μπολσεβίκοι είναι ρεαλιστές. Ως εκ τούτου θα αποφύγουν πιθανώς να συμμετάσχουν στον ευρωπαϊκό πόλεμο εκμεταλλευόμενοι συγχρόνως κάθε ευκαιρία για να ενισχύσουν την άμυνα της Ρωσίας, απέναντι στη Δύση, ενάντια στην περίπτωση ανανέωσης της υγειονομικής ζώνης του 1919 ή ακόμα και της επέκτασης προς ανατολάς. Κατόπιν της εκ νέου αναδιανομής της ανατολικής Ευρώπης, της απόκτησης μιας κυρίαρχης θέσης της ανατολικής Βαλτικής και της προοπτικής εξασφάλισης μιας βάσης στα Βαλκάνια η Ρωσία διατηρεί την ισορροπία δυνάμεων στην ανατολική Ευρώπη».

Από τότε που δημοσίευσε το Mein Kampf το 1925, ο Χίτλερ δεν έκανε ποτέ μυστικό για την επιθυμία του να ανατρέψει τη συνθήκη των Βερσαλλιών, να υποτάξει την Ανατολική Ευρώπη για να δημιουργήσει “ζωτικό χώρο” (lebensraum) για τους Γερμανούς, να καταστρέψει τον σοβιετικό μπολσεβικισμό και να κάνει τη Γερμανία σε έναν κόσμο εξουσία.
Στις 11 Αυγούστου 1939, ο Χίτλερ είπε στον Carl Jacob Burckhardt: 
«Όλα όσα αναλαμβάνω απευθύνονται στη Ρωσία. Εάν η Δύση είναι υπερβολικά ηλίθια και πολύ τυφλή για να το καταλάβει, θα υποχρεωθώ να καταλήξω σε συμφωνία με τους Ρώσους, να σπάσω τη Δύση και στη συνέχεια μετά την ήττα της, να στραφώ κατά της Σοβιετικής Ένωσης».

Με την υπογραφή του Συμφώνου η Σοβιετική Ένωση καθιστά σαφές, με πολλούς τρόπους, στους δυτικούς ότι προτίθεται να υπογράψει συμφωνία και με αυτούς.

Πριν το Σύμφωνο Μολότωφ-Ρίμπεντροπ η ΕΣΣΔ είχε εξαντλήσει κάθε προσπάθεια δημιουργίας αντιχιτλερικού μετώπου με τις καπιταλιστικές χώρες της Ευρώπης.

Στις 25 Αυγούστου ο Βοροσίλοφ δηλώνει στον Ντιμένκ:
 «Η συμφωνία αυτή δεν στρέφεται ενάντια στη Γαλλία».
 Επίσης, την ίδια μέρα ο πρωθυπουργός και υπουργός των εξωτερικών της ΕΣΣΔ Β. Μολότωφ δηλώνει στον πρέσβη της Γαλλίας στη Μόσχα πως:
 «Όσον αφορά το γαλλοσοβιετικό σύμφωνο, τίποτα δεν απαγορεύει τη διατήρησή του». 

 

Στις 27 Αυγούστου, ο Βοροσίλοφ πάλι, δηλώνει στο Πρακτορείο ΤΑΣΣ:
«Η διακοπή των συνομιλιών με τη Βρετανία και τη Γαλλία δεν οφείλεται στο ότι η ΕΣΣΔ υπέγραψε σύμφωνο μη επίθεσης με τη Γερμανία. Αντίθετα: Το Σύμφωνο μη Επίθεσης υπογράφηκε επειδή οι στρατιωτικές συνομιλίες με τη Γαλλία και τη Βρετανία προσέκρουσαν σε ανυπέρβλητα εμπόδια».[vii]

Η συμφωνία πιάνει τους δυτικούς στον ύπνο. Προχωρούν σε αποκαλυπτικές που κάποιες είναι δηλωτικές για τις επιδιώξεις τους δηλώσεις.
 Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του Ουίνστον Τσόρτσιλ, αμέσως μετά την υπογραφή του συμφώνου:
«Οι ναζί πρόδωσαν το αντι-Κομιντέρν σύμφωνο και τις αντί-Μπολσεβίκικες συμφωνίες».

Η δε αμερικάνικη εφημερίδα Νew York Herald Tribune έγραφε πως ο Χίτλερ «δεν κράτησε την υπόσχεσή του να είναι λιοντάρι προς ανατολάς και αρνάκι προς δυσμάς».

Ο Badia έγραφε:
«Αντίθετα με αυτό που επανειλημμένα έχει λεχθεί, το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο δεν είναι ούτε η αιτία ούτε το πρόσχημα του πολέμου. Δεν προκάλεσε ούτε καν την επίσπευση της έκρηξής του. Αντίθετα, είναι πολύ πιθανό ότι η υπογραφή ενός γαλλοαγγλικορωσικού συμφώνου θα είχε συγκρατήσει τον Χίτλερ την τελευταία στιγμή ή ακόμη θα τον είχε αναγκάσει σε μια γρήγορη συνθηκολόγηση».[viii]

Ακόμη και ο Φινλανδός ηγέτης Karl Mannerheim, ο οποίος δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί φιλοσοβιετικός δήλωνε:
«Πρέπει να παραδεχτώ ότι η Σοβιετική Ένωση ήταν έξυπνη στην εξωτερική της πολιτική».

Αλλά και άλλοι αντικομμουνιστές μελετητές:
«Δεδομένης της έλλειψης σοβαρής πρόθεσης στο Λονδίνο ήταν αναπόφευκτο να στραφούν οι Ρώσοι στους Γερμανούς»[ix].

«Είχε η σοβιετική κυβέρνηση άλλη επιλογή για να προστατεύσει την ασφάλειά της εκτός από τη σύναψη συμφώνου μη επίθεσης με τη Γερμανία;… Η απάντηση πρέπει να είναι ότι η σοβιετική θέση ήταν και άκαμπτη και δικαιολογημένη… Ο πόλεμος ήταν επικείμενος, και οι Σοβιετικοί έπρεπε να επιλέξουν. Το Μόναχο, η κρίση και η αποτυχία των αγγλο-γαλλοσοβιετικών διαπραγματεύσεων το 1939, οδήγησαν άμεσα στο ναζιστικό-σοβιετικό σύμφωνο μη επίθεσης»[x].

Η Σοβιετική Ένωση ήταν αναγκασμένη να πετύχει το Σύμφωνο με τη Γερμανία. Η χώρα αναπτυσσόταν σύμφωνα με τη σχεδιοποίηση της οικονομίας της. Βάσει αυτής της σχεδιοποίησης, η μετάβαση της οικονομίας σε στρατιωτικό επίπεδο, η μετατροπή της βιομηχανίας σε στρατιωτική-πολεμική και ο στόχος να ανταποκρίνεται αυτή η παραγωγή στο ΣΥΝΟΛΟ της Ευρωπαϊκής, με εξοπλισμό αντίστοιχο ή και υπέρτερο των δυτικών, προγραμματιζόταν να έχει επιτευχθεί περί τα τέλη του 1942.

Οι Σοβιετικοί ήξεραν πολύ καλά τι τους περίμενε. Δεν είχαν αυταπάτες. Τουναντίον, ετοιμάζονταν πυρετωδώς για την πολύ μεγάλη σύγκρουση. Αυτό καταδεικνύεται από όλα τα τεκμήρια στα οποία μπορεί να ανατρέξει κάποιος αντικειμενικός ιστορικός.

Το Σύμφωνο επικυρώθηκε στις 31 Αυγούστου από το Ανώτατο Σοβιέτ εν μέσω υστερικών αντιδράσεων των δυτικών που όχι μόνο απέτυχαν οι προσπάθειές τους για πόλεμο Γερμανίας – ΕΣΣΔ, αλλά καθίστατο και η θέση τους από δυσχερέστερη ως δραματική.

Οι εξελίξεις έδειξαν ότι η ΕΣΣΔ κατάφερε να κερδίσει πολύτιμο χρόνο ενώ οι δυτικοί ήταν οι πρώτοι που έπεσαν στον λάκκο που έσκαβαν. 
Η άρνησή τους για συνεργασία θα απέβαινε μοιραία πρώτα γι’ αυτούς και στη συνέχεια για την υπόλοιπη Ευρώπη.

Το Σύμφωνο, εκτός του χρόνου που πρόσφερε στη Σοβιετική Ένωση και την υπερπήδηση του ενδεχόμενου – σχεδόν βέβαιου, να βρεθεί απομονωμένη και αντιμέτωπη με τη Γερμανία – ίσως και εναντίον των Γαλλίας — Βρετανίας είχε και άλλες θετικές και μείζονος σημασίας επιδράσεις.

Με αφορμή το Σύμφωνο, διαταράχτηκε η συνεργασία Βερολίνου, Ρώμης, Τόκιο.
Η Ιαπωνία, έχοντας μέτωπο κατά των Κινέζων και των Σοβιετικών, θεώρησε ότι το Σύμφωνο αυτό θα την έθετε σε κίνδυνο. 
Η αντισοβιετική κυβέρνηση του Κιιχίρο Χιρανούμα (Kiichiro Hiranuma) παραιτήθηκε, καθώς διαπίστωναν πως η οπορτουνιστική πολιτική του Χίτλερ τους δημιουργούσε σοβαρά προβλήματα. 
Έτσι, οι σχέσεις Βερολίνου και Τόκιο πέρασαν μια προσωρινή κρίση[xi]

Επίσης, περιορίστηκαν οι φιλοδοξίες των Ιαπώνων εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης και αναγκάστηκαν, λίγο αργότερα να υπογράψουν ανάλογη συμφωνία και οι ίδιοι. 
Μετά από πολλή συζήτηση, αποφασίστηκε η υπογραφή μιας συνθήκης ουδετερότητας ΕΣΣΔ-Ιαπωνίας, η οποία υπογράφηκε στις 13 Απριλίου 1941 με τον υπουργό εξωτερικών της Ιαπωνίας Γιοσούκε Ματσούκα (Yōsuke Matsuoka). 
Γεγονός που με τη σειρά του ξαλάφρωσε την ΕΣΣΔ από σοβαρές έγνοιες στα ανατολικά της. 
Από το σύμφωνο όμως χολώθηκε και η Ιταλία. Ο υπουργός εξωτερικών της Ιταλίας και γαμπρός του Μουσολίνι, Galeazzo Ciano, πίστευε ότι με το σύμφωνο της Μόσχας ο Χίτλερ είχε παραβιάσει το Σύμφωνο που είχε υπογραφεί με τον Μουσολίνι, σύμφωνα με το οποίο, η Γερμανία έπρεπε να συμβουλεύεται την Ιταλία σε κάθε της πρωτοβουλία.

Η υπογραφή του Συμφώνου υποχρέωσε τους Γάλλους να κηρύξουν επιστράτευση και να ενισχύσουν με νέες δυνάμεις τη γραμμή Maginot.

 Ενώ οι Βρετανοί κινητοποιήθηκαν και άρχισαν να εξοπλίζονται. Πέραν αυτού δεν έδειχναν καμία σοβαρή διάθεση να αντιμετωπίσουν τις γερμανικές ένοπλες δυνάμεις. Το σχέδιό τους να βάλουν μπροστά την ΕΣΣΔ δεν καρποφόρησε. Η απρόσμενη υπογραφή του συμφώνου της Μόσχας τους έθετε μπροστά στο ενδεχόμενο να χρειαστεί να αντιμετωπίσουν το θηρίο που έθρεψαν. Ο Χίτλερ δεν θα έκανε πίσω στο θέμα της Πολωνίας, έτσι κι αλλιώς. Ο οποίος εξάλλου και πολύ ορθά θεωρούσε ότι η Βρετανία και η Γαλλία δεν θα διακινδύνευαν έναν πόλεμο για χάρη της Πολωνίας.

Ένα χρόνο αργότερα 
η Γαλλία δεν θα υφίσταται – θύμα της δικής της πολιτικής και ολόκληρη η Ευρώπη θα βρίσκεται υπό τον ναζιστικό ζυγό. 
Η Βρετανία θα κινδυνέψει και λίγο αργότερα ο κόσμος θα αιματοκυλιστεί από το φασιστικό τέρας.

[i] (Τζέφρι Κ Ρόμπερτς. Η Ανίερη ΣΥΜΜΑΧΙΑ: Το σύμφωνο του Στάλιν με τον Χίτλερ .Ιντιάνα UP 1989.)

[ii] Ι.Μ. Μάισκι. Ποιος βοήθησε τον Χίτλερ, σελ. 221

[iii] “The Daily Telegraph”, Νικ Χόλντσγουορθ, 18 Οκτ. 2008. Άρθρο με δημοσίευση απόρρητων εγγράφων.

[iv] Συγγραφέας των Young Stalin and Stalin: The Court of The Red Tsar

[v] Πωλ Ρενώ: «Απομνημονεύματα», Παρίσι 1963, σελ. 162.Από Γ. Ντεμπόριν: Μυστικά του δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, ΑΛΦΕΙΟΣ, Αθήνα 1973, σελ. 24

[vi] Τζωρτζ Κέρζον, Βρετανός υπουργός των Εξωτερικών στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Γραμμή Κέρζον, σύνορα μεταξύ Πολωνίας και ΕΣΣΔ που συμφωνήθηκαν στον Α΄ ΠΠ και επιβεβαιώθηκαν από τους «Συμμάχους» στον Β΄ΠΠ.

[vii] ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ, Θ. Παπαρήγας, ΣΕ, 3η έκδοση, σελ. 152

[viii] G. Badia, II, σελ. 121, από ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ, Θ. Παπαρήγας, ΣΕ, 3η έκδοση, σελ. 152

[ix] (Τζόναθαν Χάσλαμ. Η Σοβιετική Ένωση και ο αγώνας για συλλογική ασφάλεια στην Ευρώπη, 1933–39 .Κεφάλαιο 10, Η κατάρρευση της συλλογικής ασφάλειας, σελ. 195–229Άγιος Μαρτίνος Press, 1984.)

[x] (Michael Jabara Carley. 1939: η συμμαχία που δεν υπήρξε ποτέ και ο ερχομός του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου . Σικάγο: IR Dee, 1999.)

[xi] *Αmbrose, S.E, Sulzberger C.L.: World War II, New York 1997, σελ. 39.