Συνολικές προβολές σελίδας

Translate

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λεβέντισσες Γυναίκες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λεβέντισσες Γυναίκες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

14 Μαρτίου, 2017

Οι «Μάγισσες της νύχτας» !!




H δράση του σοβιετικού Συντάγματος Νυχτερινών Βομβαρδισμών 588 με πιλότους μόνο γυναίκες
Η Λαρίσα Γερεμένκοβα σηκώθηκε από την τραπεζαρία, μπήκε στον άδειο κοιτώνα της, έβγαλε το παλτό της και ξεκούμπωσε το χακί φόρεμα που φορούσαν οι γυναίκες του Κόκκινου Στρατού. Έτος 1943.
Με αργές κινήσεις φόρεσε τη στολή πιλότου και από πάνω έβαλε ένα βαρύ γούνινο καφέ σκούρο μπουφάν. Κάθισε στην άκρη του μεταλλικού κρεβατιού εκστρατείας και με ευκολία έβαλε τις μπότες της. Σε λίγη ώρα θα ήταν έτοιμη για μια ακόμη νυχτερινή επιδρομή. Θα σκορπούσε τον θάνατο από ψηλά και οι ναζί δεν θα καταλάβαιναν τι τους είχε χτυπήσει.

Ένιωθε απίστευτη οργή να καίει τα σωθικά της. Είχε βιώσει πριν από λίγους μήνες την απώλεια. Ή καλύτερα τις απώλειες.
 Στο χωριό της, λίγο έξω από το Λβοφ, είδε με τα μάτια της το κτήνος να παίρνει σάρκα και οστά. Μια μονάδα Teilkommandos από τα φονικά Einsatzgruppen, τα τάγματα θανάτου των ναζί, περικύκλωσαν τα σπίτια. Έσυραν με το ζόρι έξω άνδρες και γυναίκες. Έβαλαν φωτιά παντού, ακόμη και στους στάβλους. 
Σαν σε όνειρο, είδε να σπρώχνουν με βία τον πατέρα της για να γονατίσει. Το παντελόνι του ήταν γεμάτο χώματα από το χωράφι, απ’ που τον είχαν φέρει άρον-άρον. Δίπλα του ο επτάχρονος Γιούρι, ο αδελφούλης της που λάτρευε, και παραπέρα ο Βάνιας, ο άνδρας που ήταν ερωτευμένη.
Ο επικεφαλής κάτι είπε στα γερμανικά. Η Λαρίσα άκουσε μόνο ένα πιστόλι να οπλίζει και ύστερα είδε τον Γερμανό να κλοτσάει τον πατέρα της που είχε σωριαστεί στο έδαφος, με μια μαύρη λίμνη αχνιστού αίματος να βγαίνει από το διαλυμένο του κρανίο και να ποτίζει το σκληρό χώμα. Ο ίδιος Γερμανός την κοίταξε στα μάτια και όπλισε πάλι. Χαμογέλασε σαδιστικά και κόλλησε το Luger του στη βάση του κρανίου του Γιούρι. Τα μάτια της Λαρίσα δεν τρεμόπαιξαν στον πυροβολισμό. Δεν ανοιγόκλεισαν ούτε όταν το ζεστό αίμα του επτάχρονου αδελφού της την πιτσίλισε. 

Η Λαρίσα ήταν τότε 17 χρόνων. Είδε τους Γερμανούς να δολοφονούν την οικογένειά της και στη συνέχεια ένας-ένας τη βίασαν μέχρι που έχασε τις αισθήσεις της. Κάποια στιγμή άκουσε μια φωνή να λέει: «Άφησέ τη, Γιόχαν, όσο όμορφη κι αν είναι, έχει πεθάνει πλέον η βρόμα...».

Δεν είχε πεθάνει…
Τις επόμενες ημέρες ζούσε σαν το αγρίμι. Έτρωγε ρίζες που έσκαβε να βρει στο χώμα. Τα ρούχα της ήταν σκισμένα, και τα αίματα στο κορμί της είχαν γίνει λάσπη και βρωμιά. Προχωρούσε τα παγωμένα βράδια ανάμεσα στα δάση και την ημέρα κρυβόταν. Μέχρι που κατάφερε να περάσει στις γραμμές των συμπατριωτών της.
Στο νοσοκομείο στην πόλη Sverdlovsk, πίσω από το μέτωπο, ο σωματικός πόνος και οι πληγές άρχισαν σύντομα να επουλώνονται. Η ψυχή της όμως δεν είχε γιατρειά. Μόλις κατάφερε να σταθεί στα πόδια της πήγε στα γραφεία του κόμματος και ζήτησε επιτακτικά να πολεμήσει.
«Έχουμε ανάγκη από νοσοκόμες στο μέτωπο» της είπε ο κομισάριος. 
Η Λαρίσα του απάντησε κοφτά πως κάτι τέτοιο δεν την ενδιαφέρει. «Θα σε έστελνα στην πόλη του μεγάλου ηγέτη μας, που έχει περικυκλωθεί, εάν ήξερες να χειρίζεσαι όπλο από απόσταση» της αντιπρότεινε. 
«Δεν με ενδιαφέρει να σκοτώνω έναν-έναν Γερμανό κρυμμένη. Θέλω να τους κάνω να πληρώσουν μαζικά» του ανταπάντησε. 
«Έχεις ακούσει για τις Αδελφούλες;» τη ρώτησε σοβαρά ο κομισάριος πίσω από το γραφείο του...

Κρεμλίνο, 1938
Η Μαρίνα Ρασκόβα περίμενε υπομονετικά έξω από την τεράστια δρύινη πόρτα. Δυο βλοσυροί πανύψηλοι φαντάροι στέκονταν ακίνητοι μπροστά της. Η Μαρίνα ήταν «ηρωίδα της Σοβιετικής Ένωσης». Ενάντια σε κάθε λογική, είχε καταφέρει το ακατόρθωτο. Με ένα δικινητήριο αεροσκάφος Ant-37, ονόματι «Rodina», είχε καταρρίψει το παγκόσμιο ρεκόρ συνεχούς πτήσης. Είχε πετάξει για 6.000 χλμ., από τη Μόσχα στο Kομσολμόσκ της μακρινής Aνατολής, μέσα σε 26 ώρες και 29 λεπτά. Τώρα περίμενε να τη δεχτεί ο ίδιος ο Ιωσήφ Βησαριόνοβιτς Στάλιν.

«Έχεις μόνο τρία λεπτά, συντρόφισσα Ρασκόβα» της εξήγησε ο Νικήτα Χρουστσώφ καθώς την οδηγούσε στο γραφείο του ηγέτη της αχανούς ΕΣΣΔ. Σε εκείνα τα τρία λεπτά η Μαρίνα κατάφερε να πείσει τον Στάλιν για την αναγκαιότητα ύπαρξης γυναικών σε θέση μάχιμων πιλότων στην πολεμική αεροπορία της Σοβιετικής Ένωσης.

Όταν, ύστερα από μήνες, οι ναζί εισέβαλαν στη Σοβιετία πιάνοντας απροετοίμαστο τον Κόκκινο Στρατό και την αεροπορία, ο Στάλιν θα έδινε εντολή, με τη διαταγή 0099, να δημιουργηθεί η περίφημη «Aεροπορική Mονάδα 122», με βάση την πόλη Ένγκελς του ποταμού Bόλγα, βόρεια του Στάλινγκραντ, στην επαρχία Σάρατοβ. Λίγο αργότερα θα άλλαζε ονομασία. Θα λεγόταν «46ο Σύνταγμα Εθνοφρουράς». Αποτελούνταν από τρία σμήνη. Τρία γυναικεία αεροπορικά σμήνη: το 586 Σύνταγμα Καταδίωξης, το 587 Σύνταγμα Βομβαρδισμού και το τρομερό 588 Σύνταγμα Νυχτερινού Βομβαρδισμού, τις «Μάγισσες της νύχτας».

Βάση 588ου Συντάγματος Νυχτερινού Βομβαριδισμού

«Όπως βλέπεις, συντρόφισσα Γερεμένκοβα, δεν έχουμε στολές. Φοράμε ανδρικά ρούχα και όλες έχουμε τα μαλλιά μας κομμένα ανδρικά, σχεδόν γουλί». Η Λαρίσα σε στάση προσοχής παρακολουθούσε τη θρυλική Μαρίνα Ρασκόβα να της μιλά. «Διάβασα τον φάκελό σου. Έχασες τους δικούς σου στο Λβοφ και οι Γερμανοί σε βίασαν ομαδικά. Κατάφερες να σωθείς. Είσαι διατεθειμένη να εκδικηθείς; Να πεθάνεις εάν χρειαστεί;». Η Λαρίσα βουρκωμένη απάντησε μονολεκτικά: «Είμαι».

«Εγώ προσωπικά επιλέγω τις γυναίκες που στελεχώνουν το σμήνος. Το σμήνος μου. Τις αδελφούλες. Δεν υπάρχει κανένας μα κανένας άνδρας. Άλλωστε όλες μας χάσαμε κάποιον αγαπημένο μας για αυτό είμαστε εδώ. Θα σταλείς στις εγκαταστάσεις της Aκαδημίας Zουκόβσκι για εκπαίδευση. Εάν δεν μου κάνεις για πιλότος θα παραμείνεις εδώ. Υπάρχει τεράστια ανάγκη και για μηχανικούς, τεχνικούς, πλοηγούς, ειδικούς ανεφοδιασμού. Όλες γυναίκες. Εγώ αποφασίζω ποια θα πετάει και ποια όχι. Τελειώσαμε»

«Μάγισσες»
Το 588ο Σύνταγμα Νυχτερινών Βομβαρδισμών έμεινε γνωστό στην παγκόσμια Ιστορία με το παρατσούκλι «Μάγισσες της νύχτας». Ήταν στελεχωμένο αποκλειστικά από γυναίκες, ηλικίας 17 - 24 ετών. Όλες, και οι 115 που το αποτελούσαν, είχαν χάσει κάποιον δικό τους από τους ναζί. Όλες διψούσαν για εκδίκηση. Οι γυναίκες πετούσαν μόνο τη νύχτα με παλιά ξύλινα ψεκαστικά διπλάνα Polikarpov P02 (τα Kukuruznik), δίχως όργανα, δίχως ασύρματο και με το κόκπιτ ανοιχτό και απροστάτευτο από σφαίρες και από κρύο. Η ταχύτητα του αεροπλάνου ήταν μόλις 120 χλμ./ώρα και το μέγιστο ύψος 3.000 μέτρα. Το μοναδικό θετικό στα P02 ήταν πως μπορούσαν να κάνουν εύκολα ελιγμούς.

Οι «Μάγισσες της νύχτας» για τους τρομαγμένους Γερμανούς ή «Αδελφούλες» για τους υπερήφανους Σοβιετικούς πραγματοποίησαν περισσότερες από 30.000 αποστολές και έριξαν 23.000 τόνους βόμβες στις γραμμές των ναζί εισβολέων. Σε όποιον κατάφερνε να καταρρίψει μια από αυτές απονεμόταν ο «Σιδηρούς Σταυρός».

Τις πρώτες νύχτες πτήσης των «Μαγισσών» τα αποτελέσματα έκαναν τον ίδιο τον Ζούκοβ να τρίβει τα χέρια του από ικανοποίηση: Σε λίγες ώρες κατέστρεψαν 17 μεγάλες γέφυρες, 9 τρένα, 26 αποθήκες πυρομαχικών και καυσίμων, 176 φορτηγά και 86 θέσεις πολυβολείων των Γερμανών. Ο θάνατος χτυπούσε τους Γερμανούς μέσα στη νύχτα, από ψηλά και αθόρυβα.

Οι «Μάγισσες» εντόπιζαν τον στόχο τους μέσα στο σκοτάδι. Έσβηναν τη μηχανή του διπλάνου και άφηναν τον αέρα και την επιδεξιότητά τους να κάνουν την υπόλοιπη δουλειά. Αθόρυβα κατέβαιναν χαμηλά και άφηναν τις βόμβες με τα ίδια τους τα χέρια αφού το P02 δεν ήταν βομβαρδιστικό. Τις βόμβες τις στοίβαζαν μέσα στο κόκπιτ και ανάμεσα στα πόδια τους. Όλες οι βόμβες είχαν παραλήπτη γραμμένο επάνω τους και αυτός ήταν οι Γερμανοί. Είχαν επίσης γραμμένο και το πρόσωπο για χάρη του οποίου τις έριχναν: «Για την Άννα», «Για τον Βάσια», «Για τον Ιγκόρ», «Για τον πατέρα μου», «Για τη μητέρα μου, τον σύντροφό μου, τον αδελφό μου, τον σύζυγό μου»

Γερμανικός καταυλισμός Νο 12, περίχωρα Στάλινγκραντ

Ο schütze Έρικ Μπρόνχερτς μόλις είχε πάρει μετάθεση στο Ανατολικό Μέτωπο. Κατευθείαν είχε ενταχθεί στην 6η Στρατιά και από ’κεί προωθήθηκε λίγα χιλιόμετρα έξω από το Στάλινγκραντ.

«Στραβάδι, σε λίγο θα κάνεις την πρώτη σου σκοπιά, να έχεις τα μάτια σου ανοιχτά» είπε με την μπάσα φωνή του ο gefreiter Χανς Μπρέμεν. «Ανοιχτά και να κοιτάς όχι μόνο χαμηλά, αλλά και ψηλά στον ουρανό. Οι “Μάγισσες” δεν αστειεύονται».

Ο Έρικ σε λίγες ημέρες θα έκλεινε τα 19 του. Από μικρός ήθελε να γίνει στρατιώτης. Φανταζόταν λαμπρές ημέρες δόξας με εκείνον αξιωματικό να οδηγεί τα στρατεύματα του Ράιχ σε νίκες. Η ζωή δεν του τα έφερε όπως ήθελε. Τελικά πήγε εθελοντής στον στρατό. Μισούσε δυο πράγματα στη ζωή του. Τους αδύναμους και τους κομμουνιστές. Στους αδύναμους συμπεριλάμβανε και τους Εβραίους, στους κομμουνιστές όσους δεν ήταν Εθνικοσοσιαλιστές.

Η Λαρίσα έκανε νόημα στη μηχανικό της να βάλει μπροστά τον έλικα του P02, είχε ανοιχτό το τσοκ και περίμενε. Κουβαλούσε τις βόμβες ανάμεσα στα πόδια της. Σε μια από αυτές είχε γράψει: «Για τον Γιούρι μου». Το ξύλινο διπλάνο πήρε μπροστά, τροχοδρόμησε και με μια κίνηση απογειώθηκε και χάθηκε στον μαύρο παγωμένο ουρανό. Πίσω του ακολουθούσαν και άλλα σκάφη.

Μέσα στο σκοτάδι και από ψηλά, ο γερμανικός καταυλισμός ξεχώριζε εύκολα.
Η Λαρίσα ένιωσε ένα παγωμένο ρεύμα αέρα να διαπερνά τη ραχοκοκαλιά της. Το πάθαινε πάντα αυτό πριν σβήσει τη μηχανή κατά τη διάρκεια της αποστολής. Με τη βοήθεια του χαμηλού φωτισμού στο κόκπιτ της, έλεγξε για τελευταία φορά τα όργανα. Όλα ήταν εντάξει.. Έσβησε τα φώτα του πιλοτηρίου, και με το αριστερό της χέρι άγγιξε τον μοχλό της μηχανής και τον έφερε στο μηδέν. Τώρα πετούσε μόνο με τα μάτια της στο στόχο, και μόνο με τη βοήθεια του αέρα.

Τα μάγουλα της είχα μουδιάσει, το ίδιο και τα χείλη της, ενώ από τη μύτη της, λόγω του ψύχους, έτρεχαν μικρές σταγόνες πάγου. Διέγραψε μια μεγάλη αριστερή στροφή στον αέρα και είδε με την άκρη του ματιού της και τα υπόλοιπα P02 να κάνουν το ίδιο. Πίεσε τον μοχλό και το διπλάνο χαμήλωσε και με ταχύτητα 90 χιλιομέτρων σε ύψος καμινάδας προσέγγιζε τον στόχο. Η Λαρίσα χάιδεψε την πρώτη βόμβα και τη σήκωσε με τα δυο της χέρια.

Στον καταυλισμό ο Έρικ Μπρόνχερτς πατούσε με την αρβύλα του και έσβηνε το τσιγάρο του. Σήκωσε το κεφάλι του ψηλά και άφησε αργά τον καπνό να βγει από τα πνευμόνια του. Η σκοπιά του δεν παρουσίαζε ενδιαφέρον. Σε λίγη ώρα θα τον άλλαζαν, θα προλάβαινε μάλιστα και να ξεκουραστεί για την επόμενη μεγάλη μέρα.


Και τότε ένας ήχος του πάγωσε το αίμα. Δεν ήταν θόρυβος μηχανής, ήταν ένας ήχος που έμοιαζε σαν κάποιος να κουνάει με ορμή ένα σκουπόξυλο. Κοίταξε ψηλά, δεξιά και αριστερά να εντοπίσει κάποιο ίχνος στον ουρανό. Μάταια. Με την άκρη του ματιού του είδε, δεν άκουσε, μια σκιά, ψηλά να τον προσπερνά με ταχύτητα και σχεδόν αμέσως μια έκρηξη τον πέταξε στο χώμα. Ένιωσε το δέρμα του ζεστό μέσα από το παντελόνι του, ανάμεσα στον καβάλο.
Σαν ένα αόρατο τεράστιο χέρι να είχε πιάσει τα παραπήγματα, εκεί που κοιμόντουσαν οι άλλοι φαντάροι, να τα είχε σηκώσει ψηλά και να τα κοπανούσε με ορμή στο έδαφος. Και ύστερα κι άλλες σκιές περνούσαν ξυστά πάνω από το κεφάλι του και άφηναν βόμβες. Βόμβες που έπεφταν με χειρουργική ακρίβεια και σκορπούσαν τον θάνατο, γέμιζαν τον αέρα με φωτιά, με χώμα και με την απαίσια μυρωδιά της καμένης σάρκας.

Ουρλιαχτά γέμισαν το στρατόπεδο. Η αποθήκη πυρομαχικών είχε λαμπαδιάσει, το ίδιο και οι κοιτώνες των αξιωματικών και το αμπρί του διοικητή. Πανικόβλητοι Γερμανοί, που είχαν ξυπνήσει βίαια και δεν είχαν προλάβει να ντυθούν, σχεδόν γυμνοί έτρεχαν μέσα στο κρύο πέρα - δώθε και πυροβολούσαν σε κάθε κατεύθυνση. Κανείς δεν γνώριζε τι συνέβαινε.

Στον αέρα η Λαρίσα έκανε άλλη μια στροφή για να αφήσει και την τελευταία της βόμβα. Ήταν το δώρο για τον αδελφό της, με το όνομά του επάνω. Πίσω της και οι υπόλοιπες «Μάγισσες» ετοιμάζονταν για τον τελευταίο γύρο και μετά θα έβαζαν μπρος τις μηχανές και θα χάνονταν στον ουρανό.
Ο Έρικ σύρθηκε μέχρι τη βάση ενός πολυβόλου. Γύρω του, ανάμεσα στα σακιά από άμμο τρία κορμιά είχαν πάρει μια αφύσικη στάση και έξι άψυχα μάτια τον κοίταζαν. Δεν είχαν προλάβει να ρίξουν καν. Το MG 42 ήταν οπλισμένο και η ταινία με τις σφαίρες στη θέση της. Ο Έρικ δίχως να σημαδέψει πάτησε τη σκανδάλη και τα τροχιοδεικτικά έσκισαν τον σκοτεινό ουρανό.

«Πάλι ο θόρυβος από το σκουπόξυλο. Μα πού είναι;» πρόλαβε να σκεφτεί όταν είδε να τον πλησιάζει από ψηλά ένα ασημόχρωμο αντικείμενο σαν κύλινδρος που διέγραφε κύκλους γύρω από τον εαυτό του, όπως ακριβώς διαγράφει ένα ξύλο που το πετάει κάποιος από τη μια άκρη του.

Το αντικείμενο σφηνώθηκε στο χώμα ακριβώς δίπλα του. Έγραφε κάτι σε κυριλλική γραφή που δεν κατάλαβε. Ξεχώρισε μόνο το όνομα «Γιούρι». Ήταν το τελευταίο πράγμα που είδε στη ζωή του ο schütze Έρικ Μπρόνχερτς. Ένα κοφτό σφύριγμα σαν από χύτρα και το κορμί του διαμελίστηκε στο παγωμένο χώμα, λίγο έξω από το Στάλινγκραντ...


Η Λαρίσα Γερεμένκοβα δεν επέστρεψε ποτέ στη βάση της. Μάταια την περίμεναν οι συντρόφισσές της. Το ξύλινο P02 βρέθηκε διάτρητο από τις σφαίρες ενός MG 42. Το ίδιο και το παγωμένο κορμί της. Οι σύντροφοί της που την βρήκαν, είπαν πως στο πρόσωπό της αχνοφαινόταν ένα χαμόγελο.

Η Mαρίνα Pάσκοβα πέθανε μέσα στο πιλοτήριο του φλεγόμενου αεροσκάφους της τον Γενάρη του 1943. Είναι ενταφιασμένη με τιμές ηρωίδας της ΕΣΣΔ στο Tείχος του Kρεμλίνου. Άλλες οκτώ γυναίκες, «Μάγισσες της νύχτας», έλαβαν την ανώτατη αυτή τιμητική διάκριση.

Οι «Μάγισσες της νύχτας» επιχειρούσαν κατά των ναζί μέχρι το 1945. Κάθε χρόνο στις 2 Μαΐου, ημέρα πτώσης του Βερολίνου, οι «Μάγισσες» συγκεντρώνονταν στη Μόσχα, έξω από το θέατρο Μπολσόι, και αναπολούσαν τα κατορθώματά τους, αλλά και τις νεκρές συντρόφισσές τους. Η τελευταία «Μάγισσα της νύχτας», η Ναντέζντα Πόποβα, απεβίωσε στις 8 Ιουλίου 2013 σε ηλικία 91 ετών. Είχε λάβει μέρος σε 852 αποστολές. Λίγο πριν πεθάνει, είχε δηλώσει σε συνέντευξή της: «Κάποιες φορές κλείνω τα μάτια μου και κοιτάω στο σκοτάδι και ακόμη μπορώ να με φανταστώ στο μικρό μου αεροπλάνο. Αμέσως μετά όμως αναρωτιέμαι: “Πώς το ’κανες αυτό, Νάντια;”».
του Β. ΛΕΒΕΝΤΟΓΙAΝΝΗ
Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ, τεύχος 1943 στις 17-11-2016

Οι «Μάγισσες τηγς νύχτας» φόβος και τρόμος των ναζί

14 Νοεμβρίου, 2016

,,, Είμαι η Γ υ ν α ί κ α ,,,



Προς τους άντρες συντρόφους μας

Είμαι η γυναίκα.


Αν κάνετε άγαλμα τη γυναίκα της Κίνας ποιός θα οργώσει τη γη;
Ποιός θα πορευτεί στο μέλλον;

Αν κάνετε άγαλμα
της Ινδίας τη γυναίκα
ποιός θα θερίσει τη γη;
Ποιός θα ταΐσει τα δώδεκα παιδιά της;

Αν κάνετε άγαλμα
τη μορφή της Ηλέκτρας
ποιός θα βάλει φωτιά
στις αδικίες των ανθρώπων;

Αν κάνετε άγαλμα
τη γυναίκα επονίτισσα
ποιός το ντουφέκι θα γεμίσει;

... Ξεκινώ απ της γης τα έγκατα.
Ανεβαίνω πόντο τον πόντο
στιγμή τη στιγμή
την κλίμακα του αγώνα
και καλημέρα θα σου πω
στις λεωφόρους
ενός κόσμου που έρχεται!

...Βαδίζω δίπλα σου.
Ποτέ δε μένω πίσω.
Σου απλώνω το χέρι,
σε γροθιά!
Μαζί θα σπείρουμε!

..... Είμαι γυναίκα.
Ο άλλος άνθρωπος.
Ο ίδιος άνθρωπος.
Aπ το Συνέδριο της ΟΓΕ
Όρκος μου, να βγω απ το περιθώριο των ταμπού της Ιστορίας...
Μαρία Δημητρούκα

το βρήκαμε σε ανάρτηση της:
Τατιανα ζωτου:
Aυτό το ποίημα της Μαρια Δημητρουκα το διάβασα στην ατζέντα που κυκλοφορεί η ΟΓΕ για το 2017.

************************************

Παρουσίαση Κειμένου k επιλογή φωτο: Viva La Revolucion


22 Οκτωβρίου, 2016

-ΛΕΒΕΝΤΙΣΣΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ στην "ΕΘΝΙΚΗΝ ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ" !!


Γυναίκες στην εξορία στα χρόνια του Εμφυλίου

Τα συρματοπλέγματα έγιναν απλώστρες...

Είναι γιομάτες 
οι ελληνικές θάλασσες, από αναρίθμητα ξερονήσια. 
Ένας μυθικός θεός λες και τα σφεντόνισε από τον Όλυμπο, σε μιαν οργισμένη στιγμή και σπάρθηκαν στην υγρή επιφάνεια και ρίζωσαν. Ξερές πέτρες φρυγμένες από την αλμύρα κι από τους αγέρες, που μέρα νύχτα τις δέρνουν.
 Απάνου τους δεν μπορεί ν' ανθίσει η ζωή. 
Λίγα μαραζωμένα αγριάγκαθα 
και λίγοι άνθρωποι ξερακιανοί και ρουφηγμένοι κι αυτοί σαν τους βράχους, παλεύουν με τα άγρια στοιχεία της φύσης για να διατηρηθούν... 
Κάθε φορά που ένα ανελεύθερο κράτος πίεζε τις καρδιές των Ελλήνων, σ' αυτά τα νησιά πετιούνταν οι άνθρωποι που πάλευαν για λίγο δίκιο, για λίγη λευτεριά... 
Από τα ξερονήσια πέρασαν κατά καιρούς, οι πιο λεύτεροι άνθρωποι της Ελλάδας. 
Κάθε φορά που η μαυρίλα πλάκωνε τον ουρανό, εκεί στα ξεμοναχιασμένα νησιά, πετιούνταν αρπαγμένοι από τις εστίες τους, οι πρόμαχοι της λευτεριάς. 
Μα το πνεύμα της λευτεριάς που το 'περναν μαζί τους, εκεί στα νησιά, έβρισκε κι αυτό καταφύγιο, μέχρις ότου καινούριες μέρες θα έρχονταν, που θα εξορμούσε και πάλι απ' αυτά τα νησιά, που στα δίσεκτα χρόνια είχαν γίνει θεματοφύλακές του, για να φέρει και πάλι στις καρδιές των ανθρώπων τη χαρά και την ελπίδα»

Το μέτρο της Δικαστικής και της Διοικητικής εκτόπισης έχει μεγάλη ιστορία στην Ελλάδα. 
Είναι το υπόλειμμα της αρχαίας ποινής της υπερορίας, δηλαδή της αναγκαστικής απομάκρυνσης για λόγους ασφαλείας ενός ατόμου από τον τόπο διαμονής του και της αναγκαστικής, επίσης, παραμονής του σε ορισμένο άλλο τόπο. 
Κατά καιρούς, η εκτόπιση χρησιμοποιήθηκε για τη δίωξη ατόμων του κοινού Ποινικού Δικαίου, αλλά και για πολιτικούς λόγους.
 Η πολιτική δίωξη μέσω της εκτόπισης, στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, 
εμφανίζεται λίγα χρόνια μετά την ίδρυση του κόμματος της εργατικής τάξης, έχοντας ως κύριο σκοπό τη θωράκιση του αστικού καθεστώτος, το διωγμό των ιδεών του επιστημονικού σοσιαλισμού και των φορέων τους. 
Συγκεκριμένα, το 1924 η κυβέρνηση του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, με σκοπό την πάταξη της ληστείας, εισάγει το Νομοθετικό Διάταγμα της 19/21 Απριλίου 1924 
«Περί συστάσεως εν εκάστω Νομώ Επιτροπών επί της Δημοσίας Ασφάλειας». 
Δύο χρόνια αργότερα, όμως, το εν λόγω διάταγμα τροποποιήθηκε με το διάταγμα της 5ης Μαΐου/ 2ας Ιουνίου 1926, του δικτάτορα Πάγκαλου, ούτως ώστε ο διωκτικός του χαρακτήρας να χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά για τη δίωξη του κομμουνισμού. 



Έκτοτε η συνέχεια είναι λίγο - πολύ γνωστή. 

Το Ιδιώνυμο (Ν. 4229/1929) και οι ενισχυτικοί προς αυτό νόμοι που ακολούθησαν, η νομοθεσία της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου (Αναγκαστικοί νόμοι 117/1936 και 1075/1938), ο αντικομμουνισμός και η αστυνομοκρατία δημιουργούν ένα καθεστώς άγριων πολιτικών διώξεων με κύρια θύματα τους κομμουνιστές, αλλά και κατά περιόδους τους προοδευτικούς - δημοκρατικούς πολίτες, ακόμη και αστούς (περίοδο 4ης Αυγούστου).
Γυναίκες εκτοπισμένες στο Β' στρατόπεδο Χίου στεγνώνουν τα στρωσίδια τους, μετά από την πλημμύρα το φθινόπωρο του 1948

Στη μεταπολεμική περίοδο η εκτόπιση ήρθε ως συνέχεια και συνέπεια της λευκής τρομοκρατίας, της προσπάθειας δηλαδή της αστικής αντίδρασης να ξαναποκτήσει την κοινωνική και πολιτική της κυριαρχία, υποτάσσοντας, μετά τη Βάρκιζα και τη διάλυση του ΕΛΑΣ, το ΕΑΜικό κίνημα. 

Οι εκτοπίσεις αρχίζουν από το καλοκαίρι του 1945 και πιο συστηματικά από το Γενάρη του 1946, ενώ από τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου γενικεύονται.
Ενα από τα πρώτα μέτρα που πήρε η κυβέρνηση Τσαλδάρη, μετά τις ψευτοεκλογές του Μαρτίου 1946, ήταν η επαναφορά της Διοικητικής εκτόπισης.
Με το Νομοθετικό Διάταγμα της 4ης Μαΐου 1946, αλλά και το διαβόητο Γ` Ψήφισμα, επανασυγκροτήθηκαν και εξοπλίστηκαν με τις απαραίτητες εξουσίες οι «Επιτροπές Δημόσιας Ασφάλειας» με σκοπό την εξόντωση των κομμουνιστών και των ΕΑΜιτών.
Όπου δεν μπορούσαν να επέμβουν τα έκτακτα στρατοδικεία, αναλάμβαναν οι εν λόγω Επιτροπές φροντίζοντας για τον εκτοπισμό - και τις επακόλουθες συνέπειες - όλων εκείνων που θεωρούνταν ύποπτοι όχι μόνο για αντικαθεστωτική δράση, αλλά και για αντικαθεστωτικές ιδέες. 
Διακρίσεις δε γίνονται. Εργάτες, αγρότες, υπάλληλοι, διανοούμενοι, επιστήμονες, στρατιωτικοί, άνθρωποι κάθε ηλικίας και φύλου, γέροι, γριές, έγκυες γυναίκες ή μανάδες με βρέφη στην αγκαλιά, βαριά άρρωστοι ή ανάπηροι, έφηβοι και ανήλικοι με την κατηγορία των αρχών ότι είναι ληστοτρόφοι (δηλαδή ανταρτοτρόφοι) και συνεπώς επικίνδυνοι για τη δημόσια τάξη ή χωρίς καμία κατηγορία, απλά ύποπτοι, εκτοπίζονται. 
Από μια έρευνα της Εθνικής Αλληλεγγύης, με στοιχεία έως το Γενάρη με αρχές Φλεβάρη του 1947, και χωρίς να υπολογίζονται οι κρατούμενοι σε διάφορα τμήματα μεταγωγών που ξεπερνούσαν τις 10.000, προέκυπτε ότι οι πολιτικοί εξόριστοι ανέρχονταν στους 5.809. 
Από αυτούς οι 4.816 ήταν άνδρες, 

οι 853 γυναίκες και 140 παιδιά.

Μακρόνησος. Κατεβάζουν τα σκουπίδια. Διακρίνονται οι σκηνές των γυναικών και οι άδενδρες πλαγιές του νησιού

Από το δράμα των εξορίστων γενικά, σε τούτο το σημείωμα θα ξεχωρίσουμε - για να αναφερθούμε - το δράμα των γυναικών, των μανάδων και των κοριτσιών, 
αυτών που η φύση τις προόρισε να κυοφορήσουν τη ζωή και που με τον αγώνα για τις ιδέες τους έγιναν δυο φορές μανάδες, 
κυοφορώντας τη νέα,
 την πραγματικά ανθρώπινη ζωή.

Από το χωράφι στο καθεστώς της «πειθαρχημένης διαβίωσης»

Μόλις ψηφίστηκαν τα προαναφερόμενα μέτρα και ανέλαβαν δράση οι Επιτροπές Ασφαλείας, τα αστυνομικά όργανα σε ολόκληρη την Ελλάδα, μαζί με το κυνηγητό των ανδρών, άρχισαν να κυνηγούν και τις γυναίκες. 
Στις 5/11/1946, 485 γυναίκες βρίσκονταν σε τόπους εξορίας. 
Στις 29/11 ο αριθμός των εξόριστων γυναικών έφτασε τις 636 και στις αρχές του 1947 ξεπέρασε τις 800. 
Πολλές από αυτές έπασχαν από χρόνια νοσήματα, ενώ αρκετές είχαν συρθεί στα ξερονήσια σε κατάσταση εγκυμοσύνης ή με μικρά παιδιά. 
Οι συλλήψεις γίνονταν μέσα στα χωράφια, στην ώρα της δουλειάς ή στα χαροκαμένα, από τον πόλεμο, σπίτια. 
Τις άρπαζαν χωρίς δεύτερη κουβέντα και χωρίς να τους δώσουν λίγο χρόνο να πάρουν μαζί τους μια αλλαξιά ρούχα. Τις έσερναν, δέρνοντάς τες και βλαστημώντας τες ως τ' αστυνομικά τμήματα, προσπαθούσαν να τις εξευτελίσουν με κάθε τρόπο και δεν ήταν λίγες εκείνες - ιδιαίτερα οι νεότερες - που έπεφταν θύματα των ζωωδών ενστίκτων των βασανιστών τους.
 Ετσι, υπό μία έννοια, ο τόπος εξορίας ήταν η ανακούφιση και η λύτρωση απ' όλα αυτά. 
Μετά υπήρχε το άγνωστο.

Ηρθε το υδροφόρο! Συναγερμός στις σκηνές του Μακρονησιού. Για την παραμικρή παράβαση, στέρηση του νερού
Κατά την πρώτη περίοδο, εξόριστες γυναίκες βρίσκονταν, μαζί με τους άνδρες, σχεδόν σε κάθε τόπο εξορίας. 
Στον Αϊ - Στράτη, στην Ανάφη, στη Φολέγανδρο, στην Ικαρία, στη Ζάκυνθο, στα Κύθηρα, στη Σκιάθο, στη Γαύδο, στους Αντιπαξούς κ.ο.κ. 
Αργότερα, τα μέρη συγκέντρωσής τους συγκεκριμενοποιήθηκαν. Από το Μάρτη του 1948 κύριος χώρος συγκέντρωσής τους έγινε η Χίος, Ένα χρόνο αργότερα μεταφέρθηκαν στο Τρίκερι, στη συνέχεια τις υποδέχτηκε η Μακρόνησος και κατόπιν ξανά το Τρίκερι. 

Έτσι το τρίγωνο Χίος, Μακρονήσι, Τρίκερι πέρασε στην ιστορία ως το τρίγωνο του βασανισμού των γυναικών την περίοδο του εμφυλίου πολέμου, αλλά και για ένα διάστημα της μετεμφυλιακής περιόδου.
Η αρχική περίοδος των εκτοπισμών δεν είχε τόσους πολλούς -όσους ακολούθησαν στη συνέχεια- καταναγκασμούς για τις εξόριστες. Ομως, πολύ γρήγορα το καθεστώς προσάρμοσε την πολιτική του και οι τόποι εξορίας μετατράπηκαν σε οργανωμένα στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπου κυριαρχούσε η αρχή της ...πειθαρχημένης διαβίωσης.
Με το Νομοθετικό Διάταγμα 392/1947 επιβλήθηκε η αστυνομική επιτήρηση των εξορίστων και καθιερώθηκαν βαριές ποινές (από 6 μήνες έως 5 χρόνια) για όποιον απομακρυνόταν από τον τόπο εκτόπισής του. 

Λίγο αργότερα, η κυβέρνηση υπό τον Θεμιστοκλή Σοφούλη εξέδωσε τον Αναγκαστικό Νόμο 511/31- 12- 1947, βάσει του οποίου οργανώθηκε η διαβόητη πειθαρχημένη διαβίωση στους τόπους εξορίας. 
Τώρα πια, τα στρατόπεδα των εξορίστων δεν είχαν τίποτα να ζηλέψουν από τα αντίστοιχά τους, της περιόδου της 4ης Αυγούστου και της Κατοχής. 

Ο ΑΝ 511/1947 μεταξύ άλλων έλεγε:
«Η Αστυνομική Αρχή, εις την περιφέρειαν της οποίας ευρίσκονται υπό επιτήρησίν της άτομα τελούντα υπό εκτόπισιν βάσει αποφάσεων των Επιτροπών Δημοσίας Ασφαλείας, δύναται:
 α) να υποχρεοί ταύτα να παρουσιάζωνται ενώπιόν της καθ' ορισμένα χρονικά διαστήματα, 
β) να απαγορεύη την κυκλοφορίαν αυτών καθ' ωρισμένας ώρας της νυκτός,
γ) να απαγορεύη την απομάκρυνσιν αυτών πέραν ορισμένης ακτίνος του τόπου εκτοπίσεως,
δ) να υποχρεοί ούτους να δηλώσωσι πάσαν αλλαγήν της κατοικίας των,
ε) να ενεργή κατ' οίκον έρευνα καθ' οιανδήποτε ώραν της ημέρας και νυκτός,
στ) να απαγορεύη πάσαν συγκέντρωσιν αυτών,
ζ) να απαγορεύη την υπ' αυτών ίδρυσιν πάσης φύσεων συλλόγων, λεσχών και εντευκτηρίων,
η) να απαγορεύη την έκδοσιν και τη μεταξύ αυτών κυκλοφορίαν εντύπων ή χειρογράφων, άτινα ήθελε θεωρήσει επιβλαβή εις τη δημοσίαν τάξιν,
θ) να απαγορεύη την υπ' αυτών άσκησιν του επαγγέλματός των, εφ' όσον ήθελε κρίνει ότι αυτή δε γίνεται διά σκοπούς καθαρώς βιοποριστικούς,
ι) να καθορίση το ανώτατον όριον του χρηματικού ποσού όπερ έκαστος των εις εκτόπισιν τελούντων δικαιούται να κατέχη,
ια) να υποβάλλη εις έρευνας παν αντικείμενον αποστελλόμενον προς τους υπό εκτόπισιν τελούντας,
ιβ) να ελέγχη την αλληλογραφίαν αυτών
».


Κάθε σχόλιο ασφαλώς περιττεύει!
Παιδιά της Κατοχής, παιδιά του Εμφυλίου, με τις μητέρες τους. Μεγαλώνουν στην εξορία. Χίος 1949
Ας δούμε, όμως, με περισσότερες λεπτομέρειες τη ζωή των γυναικών στους τόπους που συνέθεταν το τρίγωνο του μαρτυρίου.

Το στρατόπεδο της Χίου
Οι πρώτες εξόριστες έφτασαν στο στρατόπεδο της Χίου στις αρχές Μαρτίου του 1948. 
Ολες μαζί ήταν 94 γυναίκες και 17 μικρά παιδιά. 


Τον Ιούνιο του '48 οι εξόριστες 'γιναν 910 και τα παιδιά 44, ενώ 6 μήνες αργότερα οι γυναίκες έφτασαν τις 1.316 και τα παιδιά τα 52. 


Το στρατόπεδο ήταν στη δικαιοδοσία της Ανωτέρας Διοικήσεως Χωροφυλακής των νήσων του Αιγαίου. Διοικητής της Χωροφυλακής στη Χίο ήταν ο συνταγματάρχης Πλυτάκος και διοικητής του στρατοπέδου ο μοίραρχος Χρήστος Ζερβός. Ο Πλυτάκος λίγες φορές παρουσιάστηκε στις εξόριστες, αλλά εκείνες ένιωθαν την παρουσία του μέσα από τις διαταγές του, που, όπως γράφει η Αθηνά Κωνσταντοπούλου, «σκοπό είχανε να χειροτερεύσουν τη ζωή μας». 

Ο διοικητής του στρατοπέδου Ζερβός περιοριζόταν στο τυπικό μέρος των καθηκόντων του και την πραγματική διοίκηση ασκούσαν ο υποδιοικητής υπομοίραρχος Ν. Δήμου και ο ανθυπομοίραρχος Κ. Κουφόπουλος. 
Η διοίκηση του στρατοπέδου ξεχώρισε 199 γυναίκες, τις οποίες χαρακτήρισε επικίνδυνες και τις μετέφερε σε ένα σχολείο λίγα μέτρα μακριά από το στρατόπεδο. Τις υπόλοιπες τις ταξινόμησε σε δύο κατηγορίες: 
Τις «Βουλγάρες» που ήταν συγγενείς ανταρτών και τις «Ρωσίδες» που θεωρούνταν κομμουνίστριες.
Το νέο τους νοικοκυριό στο Τρίκερι. Εδώ θα ζήσουν τρία χρόνια

Οι εξόριστες στη Χίο ζούσαν σ' ένα καθεστώς συνεχούς καταπίεσης που μέρα με την ημέρα γινόταν χειρότερο. 
Στόχος των αρχών ήταν να σπάσει το ηθικό τους και να τους αποσπάσει δήλωση μετανοίας. 
Στους θαλάμους στους οποίους έμεναν επικρατούσε συνωστισμός, οι εγκαταστάσεις υγιεινής ήταν άθλιες, νοσοκομειακή περίθαλψη δεν υπήρχε, το φαγητό ήταν άθλιο και το νερό λιγοστό. 


Προαυλίζονταν το πολύ τρεις ώρες την ημέρα, δεν είχαν καμία δυνατότητα ψυχαγωγίας, ενώ η ψυχολογική βία που ασκούνταν πάνω τους για την απόσπαση δήλωσης μετανοίας ήταν αφόρητη. 


Συνηθισμένες ποινές ήταν το κρατητήριο, η νηστεία, η στέρηση αλληλογραφίας. Βέβαια, για τη στέρηση της αλληλογραφίας οι αρχές του στρατοπέδου δε χρειάζονταν αφορμή. Γνώριζαν την ψυχολογική επίδραση που είχε στις εξόριστες το θέμα και δεν έχαναν ευκαιρία να κατακρατούν τα γράμματα, όπως και τα χρήματα, των θυμάτων τους κάνοντας την κατάστασή τους ακόμη πιο αφόρητη.
Από τα ψυχικά και σωματικά βασανιστήρια που υπέστησαν αυτές οι γυναίκες το χειρότερο ήταν ο αποχωρισμός των παιδιών από τις μανάδες τους. 



Η Μαριγούλα Μαστρολέων - Ζέρβα γράφει σχετικά: 

«Μια μέρα, το πρώτο δεκαήμερο του Ιούνη (σ.σ. 1948) ξυπνήσαμε το πρωί και είδαμε μια αλλιώτικη συμπεριφορά. 
Σε λίγο μπαίνει μέσα στο κτίριο ο διοικητής με τον Μπατζάρα και λέει: "Ολες οι μωρομάνες στο χολ, με τα παιδιά τους"
Μαζεύτηκαν κι άρχισε να τους λέει: "Η μητέρα Ελλάδα αισθάνεται υποχρέωση απέναντι στα Ελληνόπουλα που κινδυνεύουν δίπλα στις μάνες Βουλγάρες που τα δηλητηριάζουν με τον κομμουνισμό, γι' αυτό θα τα πάρουμε να τα περισώσουμε"
Μόλις ακούστηκε αυτό, άρχισαν και τα πρώτα κλάματα των μεγάλων παιδιών που κατάλαβαν. 
Αρχισε η δραματική στιγμή. Παίρναν τα παιδιά από την αγκαλιά της μητέρας και τα φόρτωναν στα καμιόνια. Μπορείτε να φανταστείτε τη σκηνή αυτή; 
Από μέσα φώναζαν οι μάνες και από έξω φώναζαν και έκλαιγαν τα παιδιά. 
Οσο ήμαστε εξορία, ποτέ δεν έμαθαν οι μανάδες πού τα είχαν τα παιδιά τους. 
Τα είχαν πάει στα αναμορφωτήρια της Φρειδερίκης. 
Οταν βγήκαν οι μάνες, παιδεύτηκαν δύο και τρία χρόνια για να μπορέσουν να τα πάρουν».

Από τη Χίο στο Τρίκερι

Τσαγκαρίνες και κορδελιάστρες πρώην εργάτριες. Τώρα επισκευάζουν άρβυλα - σόλες, ψίδια, μπαλώματα. Φτιάχνουν τσόκαρα και πέδιλα για τις γυναίκες και για τα παιδιά στο Τρίκερι
Στις αρχές Απριλίου του 1949 οι εξόριστες άλλαξαν τόπο εξορίας και από τη Χίο μεταφέρθηκαν στο Τρίκερι, ένα μικρό νησί, μ' ελάχιστους κατοίκους στον Παγασητικό κόλπο. 
Το νησί αυτό χρησιμοποιούνταν ως τόπος εξορίας από το καλοκαίρι του 1947. 
Εκεί μάζευαν αρχικά άνδρες εξόριστους από διάφορα μέρη της Ελλάδας. Ο αριθμός τους, έως το Μάρτη του 1949 που τους μετέφεραν στη Μακρόνησο, έφτασε τις τρεις με τέσσερις χιλιάδες. Αργότερα, μαζί με τους άνδρες φέρνανε στο νησί «προληπτικά» και γυναίκες που προέρχονταν από οικογένειες ανταρτών.

Σύμφωνα με την Βικτωρία Θεοδώρου, η πρώτη αποστολή περίπου 1.200 εξορίστων γυναικών και παιδιών ξεκίνησε από τη Χίο, με προορισμό το Τρίκερι στις 4 Απριλίου του 1949. 



Ως το Σεπτέμβρη του ιδίου έτους οι εξόριστες στο νησί μαζί με τα παιδιά έφτασαν τα 4.700 άτομα.
Αρχικά οι εξόριστες εγκαταστάθηκαν στα κελιά του μοναστηριού του νησιού, αλλά όταν ο αριθμός τους μεγάλωσε αρκετά, οι περισσότερες ζούσαν σε αντίσκηνα γύρω από το μοναστήρι. Το στρατόπεδο φυλασσόταν από στρατιώτες και η ζωή των γυναικών είχε οργανωθεί σύμφωνα με τα πρότυπα των στρατιωτικών μονάδων.
Οι συνθήκες διαβίωσης στο στρατόπεδο ήταν άθλιες. Περισσότερο άθλιες απ' ό,τι στη Χίο. Το συσσίτιο ήταν λιγοστό, 80 δράμια ψωμί και όσπρια. Το νερό επίσης. Οι σκηνές το χειμώνα πλημμύριζαν. 
Από άποψη υγιεινής δεν υπήρχαν ούτε τα στοιχειώδη και φυσικά ούτε λόγος να γίνεται για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και φροντίδα τουλάχιστον των παιδιών και των ηλικιωμένων.
Καθημερινή, όμως και εξαντλητική ήταν η αγγαρεία που μαζί με τις εθνικοφρόνου περιεχομένου διαλέξεις, τις απειλές, τους εξευτελισμούς, τη βία αποτελούσαν ένα ασφυκτικό πλαίσιο το οποίο στόχευε στον εξαναγκασμό σε δηλώσεις μετανοίας.
Κι όμως οι γυναίκες άντεξαν. 
Βρήκαν ακόμη τη δύναμη να μάθουν γράμματα και να οργανώνουν πολιτιστικές εκδηλώσεις. 
Μικρές συναυλίες όπου τραγουδούσαν τραγούδια από διάφορους τόπους της Ελλάδας, αλλά και θεατρικές παραστάσεις. 
Η Ελένη Λεύκα περιγράφει: 
«Ετσι διψασμένες για τη ζωή, επιστρατεύουμε η κάθε μία τις δυνάμεις της, ό,τι μπορούμε για να γεμίσουμε τη ζωή μας. 
Οι γιατρίνες μας, οι νοσοκόμες μας φροντίζουν τις άρρωστες. 
Οι δασκάλες και παιδαγωγοί κάνουν μαθήματα, φροντίζουμε τα παιδιά μας, άλλες ζυγίζουν τα κάρβουνα, άλλες παλεύουν με τις φωτιές των καζανιών της κουζίνας. 
Κρυφά οργανώνουμε κυριακάτικες γιορτούλες με χορούς και σκετς, που πάντα στα κείμενά τους έχουν τα έθιμα και τη ζωή του κάθε τόπου... 
Οσο οι μήνες προχωρούν, τόσο η ζωή μας δυσκολεύει. Τα μέτρα που παίρνουν οι αρχές γίνονται πιο σκληρά, όσο ο αγώνας των ανταρτών πάνω στα βουνά σκληραίνει. 
Τις νύχτες πέρα στο Πήλιο ακούμε τις μάχες, τις εκρήξεις. 
Κι η κάθε μια αγωνιά, βρίσκεται με τη σκέψη της κοντά στον άντρα, στον αδελφό, στο γιο που μάχονται στο βουνό».

Στην κόλαση της Μακρονήσου

Τον Οκτώβρη του 1949 η κυβέρνηση των Αθηνών εξέδωσε το ΟΓ΄ Ψήφισμα «Περί μέτρων Εθνικής Αναμορφώσεως», βάσει του οποίου συστάθηκε ο Οργανισμός Αναμορφωτηρίων Μακρονήσου (ΟΑΜ). Στη δικαιοδοσία του ΟΑΜ περιήλθαν «άπαντες... οι διατελούντες εν εκτοπίσει ως ενεχόμενοι εις αντεθνικάς ενεργείας ή ως Επικίνδυνοι εις το εθνικόν καθεστώς, ως και οι προληπτικώς συλληφθέντες υπό του υπουργείου Δημοσίας Τάξεως και των στρατιωτικών αρχών»



Ετσι οι εξόριστες γυναίκες του στρατοπέδου στο Τρικέρι πέρασαν κι αυτές στη δικαιοδοσία του Οργανισμού Αναμορφωτηρίων Μακρονήσου. 

Το χειρότερο όμως συνέβη λίγο αργότερα, τον Ιανουάριο του 1950, όταν 1.200 απ' αυτές (μαζί και παιδιά) μεταφέρθηκαν στο κολαστήριο της Μακρονήσου. 
Εκεί η κατάσταση ήταν χειρότερη από οπουδήποτε αλλού. Από την πρώτη στιγμή οι αρχές του στρατοπέδου φανέρωσαν πλήρως τις προθέσεις τους.
 Διέξοδος πέραν της δήλωσης δεν υπήρχε για τις εξόριστες. «Ελληνίδες - φώναζαν τα μεγάφωνα - δεν ταιριάζουν στα χέρια σας οι αλυσίδες του κομμουνισμού - Ελληνίδες γυρίστε πίσω στα σπίτια σας - Ζητήστε συγνώμη από την πατρίδα»

Το στρατόπεδο στο οποίο κλείστηκαν οι γυναίκες, το λεγόμενο Ειδικόν Σχολείον Αναμορφώσεως Γυναικών (ΕΣΑΓ), ήταν διαμορφωμένο για να υπηρετήσει αυτόν τον σκοπό, το σκοπό της υποταγής ή της ανανήψεως, κατά την ορολογία των αρχών της εποχής. 


Οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν ήταν πολλές. 
Χωρίστηκαν οι μάνες από τα παιδιά τους, χρησιμοποιήθηκαν φαντάροι που είχαν υπογράψει δηλώσεις για να περιγράψουν στις κρατούμενες τα βασανιστήρια που τις περίμεναν και να τις τρομοκρατήσουν, οι πιο «επικίνδυνες» κομμουνίστριες απομονώθηκαν από τις υπόλοιπες. 

Κατόπιν άρχισαν τα βασανιστήρια: Εφοδοι από τους αλφαμίτες μέσα στη νύχτα, καψώνια, βρισιές, εξευτελισμοί, ανακρίσεις επί ώρες, ξυλοδαρμοί. 



Η Ουρανία Στάβερη περιγράφει μια από τις πολλές παρόμοιες σκηνές: «Ξετυλίχτηκαν τέτοιες σκηνές φρίκης, που καμία, όση δύναμη κι αν έχει, δεν μπορεί να περιγράψει τις σκηνές αλλοφροσύνης. 

Οι αλφαμίτες κραδαίνοντας τα ρόπαλα πάνω απ' τα κεφάλια μας, με ουρλιαχτά πεινασμένων λύκων που πέφτουν σε κοπάδι, έπεσαν επάνω μας και τραβούσαν τα παιδιά χτυπώντας όπου έβρισκαν. 
Εντρομα τα μικρά άρχισαν να βγάζουν σπαραχτικές φωνές που ξέσκιζαν και την πιο βάρβαρη καρδιά. 
Οι μάνες έσφιγγαν στην αγκαλιά τους τα μικρά που σπαρτάραγαν και τα ματάκια τους γεμάτα τρόμο απαθανάτιζαν αυτή τη φρίκη που θα τη σέρνουν σε όλη τους τη ζωή. 
Εμείς κρατούσαμε τις μάνες κι είχαμε γίνει ένα κουβάρι ανακατεμένα γυναικεία σώματα».
Τον Ιούλιο του 1950, ύστερα από διεθνή κατακραυγή, ο Οργανισμός Αναμορφωτηρίων Μακρονήσου διαλύθηκε και όσες εξόριστες δεν υπογράψανε δήλωση (περισσότερες από 500) μεταφέρθηκαν και πάλι στο Τρίκερι. 
Εκεί άρχισε η σταδιακή τους απόλυση. Τον Απρίλιο του 1953 είχαν μείνει μόνο 19 στο νησάκι του Παγασητικού, οι οποίες μαζί με νέες κρατούμενες μεταφέρθηκαν στον Αϊ Στράτη.

Η Ελένη Λεύκα, στις 31 Ιουλίου του 1950 - ημέρα κατά την οποία αναχωρούσε από τη Μακρόνησο για το Τρίκερι - έγραψε στο ημερολόγιό της: «Ξυπνήσαμε στις πέντε το πρωί. Το ραδιόφωνο παίζει εύθυμη μουσική. Οι σκηνές μισοάδειες... 
Γύρω μας αφάνες, άχυρα, σκουπίδια. Ο,τι απόμεινε από το χθεσινό βιαστικό ξεσήκωμα... 
Δένουμε τα μπαγκάζια μας. Μυρουδιά μούχλας αναδύεται απ' τη σκηνή. Φεύγουμε κι εμείς... 
ρίχνω γύρω μου μια ματιά στον τόπο τούτον του μαρτυρίου μα και της ανάτασης. Χίλια αισθήματα μέσα μου... 
Να κρύψω το ημερολόγιό μου».

Εκείνες οι γυναίκες το 'κρυψαν το ημερολόγιό τους, το φύλαξαν και μας το παρέδωσαν με όποιον τρόπο μπορούσαν. 
Σειρά μας να διαφυλάξουμε την ιστορική μνήμη,
 τις αξίες εκείνου του αγώνα
 και να διδαχτούμε για το δικό μας δρόμο.

Κυριακή 3 Φλεβάρη 2008
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ