Συνολικές προβολές σελίδας

Translate

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα συνεργάτες των ναζί. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα συνεργάτες των ναζί. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

17 Αυγούστου, 2016

Ο γερμανός αξιωματικός γαυγίζει k ο προδότης μεταφράζει: Θα τουφεκιστείτε τώρα, Όποιος θέλει τη ζωή του, να μας πει ποιοι από τους 1500 είναι κομμουνιστές κ εαμίτες



Ο αρχηγός Κασιμάτης


«Δίπλα σε όλους τους τίμιους Έλληνες πήρανε επάξια μέρος στην Εθνική αντίσταση κι οι λογοτέχνες μας: Στην απόλυτη πλειοψηφία τους, ―έξω από λίγες εξαιρέσεις που τις συνοδεύει η γενική περιφρόνηση― στάθηκαν πιστά παιδιά του λαού μας και συναγωνιστές στο σκληρόν αγώνα για τη λευτεριά του. Έριξαν κι αυτοί το βόλι τους στη μεγάλη μάχη της ανθρωπότητας για τη συντριβή του Φασισμού. Έδωσαν κι αίμα και θυσίες για το λυτρωμό του ανθρώπου από κάθε σκλαβιά. Για να ξαναπάρει η ζωή την ομορφιά που της έκλεψαν οι εχθροί κάθε καλού και δίκιου, πολέμησαν και πολεμούν ακόμα κι αυτοί δίπλα σε όλον το λαό. Και μέσα στης μάχης την αντάρα, σαν πραγματικοί πνευματικοί άνθρωποι και καλλιτέχνες δεν ξέχασαν και τον άλλο τον κύριο προορισμό τους. Δεν ξέχασαν την τέχνη τους. Την έκαναν τραγούδι και ποίημα, διήγημα και θέατρο. Έζησαν την αντίσταση σαν στρατευμένοι εργάτες του πνεύματος. Στις κρίσιμες στιγμές της Ελλάδας δείχτηκαν αντάξιοι με τον ήρωα λαό της. Η στάση τους αυτή θάναι πάντα παράδειγμα και κίνητρο στους νέους, τους αυριανούς διανοούμενους και καλλιτέχνες, δείχτης για το δρόμο το σωστό που πρέπει ν’ ακολουθούνε».
Έτσι ξεκινάει ο πρόλογος του βιβλίου 15 διηγήματα από την αντίσταση (υπογράφεται από το Τμήμα Μόρφωσης – Διαφώτισης του Κ. Σ. της ΕΠΟΝ) που  εκδόθηκε ―μάλλον― το 1944 από το περιοδικό «Νέα Γενιά» της ΕΠΟΝ.
Στην έκδοση αυτή που ανατυπώθηκε και κυκλοφόρησε το 1983 (Γ΄ έκδοση) από τις εκδόσεις Ειρήνη, παρουσιάζονται διηγήματα των Έλλης Αλεξίου, Μέλπως Αξιώτη, Βασίλη Ρώτα, Γαλάτειας Καζαντζάκη, Μενέλαου Λουντέμη και άλλων -δεκαπέντε συνολικά- λογοτεχνών.
Από το βιβλίο επιλέξαμε και μεταφέρουμε στο διαδίκτυο το διήγημα του Θέμου Κορνάρου Ο ΑΡΧΗΓΟΣ ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ που αναφέρεται στο Μπλόκο του Βύρωνα (7 Αυγούστου του 1944) και στον ηρωισμό του 20χρονου στελέχους της ΕΠΟΝ Παναγιώτη Κασιμάτη. Παραθέτουμε πρώτα τα λιγοστά βιογραφικά στοιχεία για τον συγγραφέα που προηγούνται (μαζί με το σκίτσο) του διηγήματος  στην πρώτη έκδοση. Στην αντιγραφή διατηρείται η ορθογραφία της έκδοσης.
ΘΕΜΟΣ ΚΟΡΝΑΡΟΣ. Γεννήθηκε στην Κρήτη στα 1906. Προσπάθησε να σπουδάσει μόνος του, χωρίς να το μπορέσει ως το τέλος. Έτσι επέρασε από επάγγελμα σε επάγγελμα, σε σκληρές εργατικές δουλειές ως τα 1933, που έβγαλε τα πρώτα του βιβλία, «Άγιον Όρος» και «Σπιναλόγκα». Εξακολούθησε να ζει ως εργάτης μέχρι τα 1944. Έχει εκδόσει μέχρι σήμερα 10 βιβλία. Γι’ αυτά διώχτηκε και φυλακίστηκε. Το τελευταίο του βιβλίο είναι το «Στρατόπεδο του Χαϊδαριού».
Ο ΑΡΧΗΓΟΣ ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ
Αρχές του Αυγούστου 1944. Δεν έχει φέξει ακόμα κι ο σκοπός ειδοποιεί το σχηματισμό του ΕΛΑΣ, για κάποιαν ύποπτη κίνηση που παρατηρήθηκε στις εξωτερικές συνοικίες του Βύρωνα.
Άλλος σύνδεσμος φέρνει, σε λίγο, την πληροφορία πως κυκλώνεται ο συνοικισμός. Σώμα μιχτό: Γερμανοί και Τσολιάδες. 
Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ είναι ασήμαντες μπροστά στον όγκο και τα μηχανοκίνητα του εχθρού. Όμως θα χτυπήσει. Πρέπει να δόσει καιρό να μαζευτούν τ’ Αρχεία των οργανώσεων και να πάρουνε μέτρα οι παράνομοι, που θα μείνουνε πίσω.
Η νύχτα, έτσι στα ξαφνικά, αναστατώνεται. Η μάχη έχει αρχίσει βίαιη, πεισματική από γωνιά σε γωνιά κι’ από σπίτι σε σπίτι.
Τα χωνιά γκαρδιώνουν τους πολεμιστές, τρομοκρατούνε τους τσολιάδες, ειδοποιούνε το συνοικισμό για ό,τι γίνεται, κ’ η μάχη βράζει μέσα στην πηχτή νύχτα.
Όταν είχαν όλα πια κανονιστεί, το μικρό τμήμα του ΕΛΑΣ, παίρνει διαταγή να τραβηχτεί. Ο συνοικισμός είναι κυκλωμένος από παντού. Μα η διαταγή είν’ αυστηρή. Έπρεπε ν’ ανοιχτεί δρόμος, για να γλυτώσουνε τον οπλισμό και με τις πιο λίγες θυσίες, να φύγουνε τα παιδιά στο βουνό.
Έτσι μπήκανε, μέρα πια πλατειά, στό συνοικισμό, τα σιδερόφραχτα τμήματα του εχθρού, ύστερ’ από πολύωρη μάχη, με μια φούχτα αμούστακα παληκάρια του εφεδρικού ΕΛΑΣ.
Χτυπούν οι καμπάνες. Οι τσολιάδες σκορπίζουνε σ’ όλους τους δρόμους και φοβερίζουνε.
Όλος ο κόσμος έπρεπε να μαζευτεί στην πλατεία, μέσα σε δέκα λεφτά. «Όποιος κρυφτεί, όποιος δοκιμάσει να φύγει, θα τουφεκιστεί επί τόπου, μαζί μ’ όλη τη φαμίλια του. Και το σπίτι του θα καίγεται…»
Κανένας δεν ξέρει ακόμα το σκοπό τούτης της πρωινής επιδρομής. Όλοι όμως είναι βέβαιοι πως για καλό δεν είναι. Και καθένας ετοιμάζει την ψυχή του, για να μπορέσει ν’ αντέξει σε σκληρές στιγμές και κακά μαντάτα.
Δε βλέπεις δάκρυα και δεν ακούς λιγμούς, την ώρα τούτη, που η κάθε φαμίλια αποχαιρετιέται πριν ξεκινήσει για τον άγνωστο κίντυνο. Είναι παράδοση πια, στις ανατολικές συνοικίες, να παίζει ο άνθρωπος μ’ αξιοπρέπεια και με γαλήνη το στερνό παιχνίδι με τον χάρο.
Η πλατεία βουίζει. Εν’ άναρθρο βούισμα που μοιάζει περισσότερο με σφηκοφωληάς αμυντική προετοιμασία, παρά με θόρυβο πολυάνθρωπης σύναξης που τη φρουρούνε αυτόματα και τανκς.
«Οι άντρες χωριστά!» Ακούγεται η πρώτη διαταγή.
Κάποια χέρια απλώνουνται κρυφά σφίγγουνται βιαστικά και καθένας παίρνει τη θέση του.
Τα μωρά ξέγνοιαστα χτυπούνε παλαμάκια και από της μάνας τους την αγκαλιά καλούνε τον πατέρα να προσέξει τα καμωματάκια τους και τα παιχνίδια. 
Κι’ ο τσολιάς, που στάζει το φαρμάκι από τα χείλια του, απαντά στην παιδική αθωότητα με βρισιές και φοβέρες: «…Σε λιγάκι μωρό μου θα σου δώσω μια μπάλα να παίξεις.» και του δείχνει το κεφάλι του πατέρα, κάνοντάς του και την κίνηση, για να καταλάβει το μικρό πώς κόβεται ένα κεφάλι.
Οι γερμανοί ρωτούν τι ειπώθηκε. 
Κ’ ύστερα γελούνε και χτυπούν αδελφικά την πλάτη του ευφυολόγου τσολιά.
Από την παράταξη των αντρών ξεχωρίζουνε οι γερμανοί τους πιο γερούς, τους πιο νέους. 
Πότε – πότε ψαχουλεύουνε και τα μπράτσα τους για να εκτιμήσουνε την αντοχή.
Η υπόθεση αρχίσει να φωτίζεται. Σκλάβους γυρεύουνε για τους βιομηχανικούς στόχους της Γερμανίας.
Ξεχωρίζουνε 1500. Αυτό δεν ήτανε και τόσο δύσκολη δουλειά. Το δύσκολο είναι να βρεις τι κρύβεται πίσω από τ’ αυστηρά τούτα πρόσωπα, με το σκοτεινό βλέμα και τ’ ασάλευτα χείλη.
Δεν είναι και τόσο απλή ιστορία, το να στείλεις στα μετόπισθεν 1500 άντρες από έναν ανυπόταχτο συνοικισμό της Αθήνας!
Κάτι λένε μεταξύ τους, γερμανοί και τσολιάδες. 
Κι αμέσως, τέσσερις σπιούνοι προχωρούνε και μπαίνουνε ανάμεσα στην αμίλητη μάζα. Έναν – έναν τους κοιτάζουνε στα μάτια. Και διαλέγουνε. 
Έχουνε βάλει δώδεκα στην «πάντα». 
Δώδεκα παληκάρια, που τα μάτια τους λένε ιστορίες παράξενες για ελευτεριά κι αγώνες. 
Τους στήνουνε στον τοίχο τον έναν πλάι στον άλλον. 
Κι άντικρα στο πλήθος. 
Η ανάσα μόνο του κόσμου ακούγεται. Κι ο ρυθμός της έγινε κάπως πιο βιαστικός. Όλο τούτο το πλήθος είν’ οργανωμένο, από το γέρο ως το εξάχρονο παιδί. Και ξέρει τι πόστο αντιπροσωπεύει ο καθένας απ’ αυτή την πολύτιμη ντουζίνα…
Ο γερμανός αξιωματικός γαυγίζει μια διαταγή στη βάρβαρη γλώσσα του. Κι ο προδότης μεταφράζει, κοιτάζοντας τους 12.
«Θα τουφεκιστείτε τώρα! 
Όποιος θέλει τη ζωή του, να μας πει ποιοι από τους 1500 είναι κομμουνιστές κι’ εαμίτες.»
Ένας βαθύς ανασασμός. 
Χιλιάδες μάτια σταυροκοπούνε δεξά – ζερβά, διασταυρώνουνται, κ’ η συνεννόηση έχει γίνει. 
Σιωπή!
Τη διαταγή την επαναλαμβάνει πιο έντονα. 
Κ’ η φωνή του προδότη μοιάζει με τρομάρας κραυγή, σε μια έρημη νύχτα, που μηδ’ αγέρι φυσσά μηδέ φύλλο σαλεύει στ’ αμίλητα δέντρα.
Το απόσπασμα των τσολιάδων, με τ’ αυτόματα παίρνει θέση απέναντι στους 12 διαλεχτούς. 
Κι αυτοί ήσυχοι ψηλά τα κεφάλια, με μάτι σίγουρο ατενίζουνε τον κόσμο. 
Μόνο αν είσ’ από τις ανατολικές συνοικίες θα καταλάβεις τι είπανε αυτά τα μάτια.
 Είπαν ευχαριστώ στον κόσμο για τη στάση του; 
Δώκανε το σύνθημα της απόλυτης σιωπής; 
Ή χαιρετίσανε, για στερνή φορά, μιας μανούλας τα μάτια, 
ή ένα μωρό κατσαρομάλικο που τους κάνει χαρές από κάποιαν ακρούλα;
«Δεν μιλείτε λοιπόν; 
Γκουτ!»

«Επί – σκοπόν!» 

Δίνεται η διαταγή στο απόσπασμα.
Η σιωπή παλεύει με την καρδιά, γιατί αυτή χτυπά βαρειά κι ακούγεται! Και μέσα σ’ αυτή τη γαλήνη ένας κεραυνός. 
Μια φωνή γερή, καμπανιστή, τρυπά την ερημιά, αναταράζει τις καρδιές, ανατριχιάζει το πλήθος, κι η ανάσα γίνεται άρυθμη και μοιάζει σα να πολεμά να πνίξει τον προδότη!
«Σταθείτε!»
Αυτό μονάχα είπε η φωνή. Χιλιάδες μάτια καρφώνουνται πάνω σ’ ένα πυρόξανθο κεφάλι που σαλεύει κι αγωνίζεται να ξεχωρίσει από τη μάζα.
Οι γερμανοί μπαίνουνε στη μέση. Χτυπούνε λαχτίζουνε, προσπαθούνε να ανοίξουνε δρόμο, για να φτάσει πιο γρήγορα κοντά τους ο καινούργιος… πιστός.
Ο κόσμος ξεδιακρίνει πια τον άνθρωπο με τη φωνή. 
Δύο Επονίτες κλαίνε κάπου παράμερα. Είναι της παρέας τους! 
Προδότης από την παρέα τους! 
Αυτά τα δύο και αυτός που στέκεται τώρα ανάμεσα στους γερμανούς, είναι η γραμματεία της ΕΠΟΝ του Βύρωνα!…
Δεν είναι πια ανάσα τούτο π’ ακούγεται. 
Είναι σκεπασμένη θύελλα που μουγκρίζει, είναι θυμός που θα ξεσπάσει, αγωνία που καίει κι αφανίζει.
Το παιδί με το πυρόξανθο κεφάλι, έχει μάτια γαλανά. Και καθώς τα βλέπεις, φλογισμένα κι άγρια, σούρχεται να κλαις. 
Αυτός προδότης! Τέτοιο παληκάρι! Και τέτοια ιστορία…
«Τι έχεις να πείς;» τον ρωτούνε.

«Αυτοί οι δώδεκα είναι αθώοι! Αφήστε τους. Αυτοί δεν ξέρουνε. Εγώ θα σας δείξω τους κομμουνιστές!»

Το γέλιο φωτίζει των δημίων τα πρόσωπα. Φαίνεται καθαρά η χαρά, ο θρίαμβος, σ’ αυτό το στεγνό γέλιο.

«Γκουτ! Λέγε.»

Τα μάτια των μελλοθάνατων πετούνε φλόγες, που ζώνουνε τον παλιό συναγωνιστή, που ξέρει ο καθένας πως είναι σε θέση να τινάξη στον αέρα, σε μια στιγμή, την οργάνωση του Βύρωνα. 
Κι από το πλήθος μέσα ξεκίνησε μια βραχνή φωνή παλόμενη, που έλεγε: 
«Μη! Μη, Κασιμάτη!»
Μα η φωνή εμπέρδεψε και πνίγηκε σ’ ένα λιγμό, κ’ έτσι δεν έφτασε στ’ αυτί του φοιτητή Κασιμάτη που στέκεται μπροστά στον εχθρό, έτοιμος να μιλήσει.
«Λέγε λοιπόν! Ποιοι είναι;»

«Εγώ!»
«Μπράβο. Είσαι παληκάρι! Κ’ οι άλλοι;»

Ένα κύμα στοργής και θαυμασμού ξεκίνησε από τη μάζα και τυλίγει τον ήρωα. Κ’ οι αστραπές των ματιών, από τους 12 μελλοθάνατους, σχηματίζουνε φωτοστέφανο γύρω από το ξανθό κεφάλι του Επονίτη.
Για κείνον που δεν ξέρει να διαβάζει τις ψυχές, η πράξη του λεβέντη είναι μεγάλη μ α  χ ω ρ ί ς  σ κ ο π ό. Είν’ ένα ξέσπασμα όμορφο μα κι ασυλλόγιστο…
Για τον καθένα όμως Βυρωνιώτη αγωνιστή, η πράξη τούτη έχει σκοπούς, έχει στόχο. 
Και μέσα της κλίνει μια νίκη πρώτη.
Ελπίδα, πως θα γλύτωναν τα 12 στελέχη, δεν είχε καμμιά το λαμπρό παληκάρι. 
Ελπίδα, πως ο ίδιος θάβγαινε ζωντανός από τέτοιαν εξόρμηση, ήτανε ξεγραμένη. 
Όμως είχε τη σιγουριά πως έτσι μετατοπίζει το ενδιαφέρο του εχθρού, σ’ ένα κρίσιμο λεπτό απάνω. 
Βέβαιος, πως σηκώνει κύματα ενθουσιασμού στο πλήθος, που ο εχθρός σαδιστικά και με μεγάλη μαστοργιά, πολιορκούσε την ψυχή του.
Τούτη τη στιγμή, ο κίντυνος, πλανάται ανάμεσώ μας. 
Δεν ξέρουμε, από τη μία στιγμούλα ως την άλλη, μπας και φανεί η αδυναμία. Μπας και παρουσιαστεί μια ξαφνική λιποψυχία. 
Και τότε; Και «τότε» δεν πρέπει να υπάρξει.
 Ε ί μ α ι    α ρ χ η γ ό ς ! 
Απαγορεύω, εγώ στον κίντυνο να φανεί και λιγόψυχο να εκδηλωθεί. Σηκώνω φρούριο: Τον ενθουσιασμό της μάζας!
Έτσι εμίλησε το παληκάρι με την ψυχή του. Έκανε τα σχέδια και τινάχτηκε μπρός, όμορφος και μεγάλος διαφεντευτής της τιμής.

«Εγώ είμαι! Κανένας άλλος!»

Η φωνή του έγινε πύρινη προσταγή, προς τον ενθουσιασμό, να σηκωθεί σε κύμα πελώριο και να καταποντίσει κάθε αδυναμία που θα μπορούσε να φανεί.
Ο εχθρός εκνευρίστηκε! Τον βασανίζει. Αφήνει το σαδισμό του να ξεσπάσει σπάταλα. Αυτή η σπατάλη είναι η δεύτερη νίκη του παληκαριού.
Το επιστημονικό, σαδιστικό παιχνίδι, με την πολιορκημένη ψυχή του πλήθους χαλαρώνεται.
Το πλήθος παίρνει ανάσα, ενθουσιάζεται, ηλεκτρίζεται και της λιγοψυχίας το καβουράκι τρέχει να κρυφτεί όθε ξεκινούσε. Όλος ο επιστημονικός σαδισμός, χάνει τον αρχικό σκοπό και στόχο.
Εντοπίζεται το παιχνίδι του εχθρού στον ηρωικό επονίτη πάνω. Κι απαλάσσεται η μάζα!
Τον στήνουνε κι αυτόν στη σειρά. 
Δέκατος τρίτος! 
Το αυτόματο τραγουδά της ψυχής του ήρωα το τραγούδι: «ΕΜΠΡΟΣ ΕΛΑΣ!……»
Το πλήθος δεν κλαίει. 
Χιλιάδες μάτια γελαστά, διασταυρώνονται με των δεκατριών παληκαριών την περήφανη ματιά. 
Κι ο επονίτης Κασιμάτης επέρασε, σαν αρχηγός μιας κρίσιμης ώρας, στην ιστορία του κόσμου.
Οι 1500 ξεκινήσανε για τα γερμανικά κάτεργα. 
Μα δεν υπάρχει επισήμανση! 
Οι ελπίδες ενός γυρισμού τραγουδάνε μέσα τους. 
Και πάντα, σε κάθε στροφή του τραγουδιού αυτού, ακούγεται τα’ όνομα του επονίτη Κασιμάτη.
ΘΕΜΟΣ ΚΟΡΝΑΡΟΣ
................................................................................................
Δες και το Βίντεο:

28 Ιουλίου, 2016

Ο "ΕΘΝΑΡΧΗΣ" Σας Κ.Καραμανλής Ήταν Συνεργάτης των Ναζί ; *

*ερώτηση Σφου 
Έγγραφο - έκπληξη της CIA που προκαλεί απορίες εμπλέκει τον Κ. Καραμανλή ως συνεργάτη των ναζί (pdf)  - Media
AddThis Sharing Butto
Ένα έγγραφο που αναμένεται να προκαλέσει αναταράξεις στο πολιτικό σκηνικό της χώρας και έρχεται σε μια κρίσιμη στιγμή για τη Νέα Δημοκρατία, ενόψει των εσωκομματικών εκλογών για νέα ηγεσία αλλά και την γενικότερη αναζήτηση ιδεολογικοπολιτικού στίγματος, περιλαμβάνεται στα αποχαρακτηρισμένα αρχεία της CIA.

Σύμφωνα με το σχετικό έγγραφο, που βρίσκεται αναρτημένο στην επίσημη ιστοσελίδα της CIA, ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας, πρωθυπουργός και ιδρυτής της Νέας Δημοκρατίας, Κωνσταντίνος Καραμανλής, είχε συνδράμει τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής στη Θεσσαλονίκη στην εξόντωση των Εβραίων της πόλης.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα πάντα με το έγγραφο της CIA, στη δικογραφία που οδήγησε στην καταδίκη του εγκληματία πολέμου Άντολφ Άιχμαν υπήρχε πίνακας Ελλήνων πρακτόρων που συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς κατακτητές και συγκεκριμένα τον αξιωματικό Μαξ Μέρτεν, που πρωτοστάτησε στην εξόντωση των Εβραίων της Θεσσαλονίκης.

Όπως αναφέρει το έγγραφο, στα ονόματα των πρακτόρων περιλαμβανόταν το όνομα του τότε Έλληνα πρωθυπουργού και επικεφαλής της ΕΡΕ, Κωνσταντίνου Καραμανλή, 
του πρώην πρωθυπουργού και αρχηγού του Λαϊκού Κόμματος, Κωνσταντίνου Τσαλδάρη, καθώς και ενός καθηγητή Πανεπιστημίου ονόματι Πετρόπουλου.




Στο έγγραφο αναφέρεται ότι υπάλληλος του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών με καταγωγή από το Ισραήλ παρακολούθησε τη δίκη και έλαβε γνώση «ιδίοις όμμασι», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο έγγραφο, των ευαίσθητων πληροφοριών που περιείχε ο πίνακας. Στη συνέχεια ειδοποίησε αρμοδίως την τότε ελληνική κυβέρνηση.

Από εκείνο το σημείο και έπειτα, σύμφωνα πάντα με το έγγραφο, η ελληνική κυβέρνηση μέσω της πρεσβείας στο Ισραήλ προέβη σε επίμονα διαβήματα ώστε να μη δημοσιοποιηθεί με κανέναν τρόπο ο επίμαχος πίνακας και αποκαλυφθεί το όνομα του πρωθυπουργού.

Πράγματι, αναφέρει το έγγραφο, ο εισαγγελέας της δίκης, Χάουσνερ, δεν χρησιμοποίησε τα στοιχεία του πίνακα στη δίκη. 

Σημειώνεται ωστόσο ότι εδώ και δεκαετίες έχουν εκφραστεί σοβαρές ενστάσεις για τα γεγονότα αλλά και τα πρόσωπα που εμπλέκει με τις μαρτυρίες του ο Μέρτεν.

Καλό θα ήταν η συζήτηση που θα διεξαχθεί στην Ελλάδα για το έγγραφο να λάβει υπόψη της διασταυρώσεις προσώπων και γεγονότων τα οποία έχουν έντονα αμφισβητηθεί κατά καιρούς, ακόμα και από αντικαραμανλικούς μελετητές της ιστορίας. 

Δείτε το έγγραφο στον ιστότοπο της CIA ΕΔΩ.

Δείτε το σχετικό έγγραφο όπως βρίσκεται αναρτημένο στην επίσημη ιστοσελίδα της CIA: 


Παρακάτω στο Βίντεο οι Δηλώσεις του Προέδρου του ΣυΡιζΑ "Κου Κου" Τσίπρα για τον Εθνάρχη Σας 


26 Ιουλίου, 2016

ο Παππούς των ΧρυσΑβγουλων: Πλυτζανόπουλος Αφηγείται για το 1944:


Ο ταγματασφαλίτης διοικητής Πλυτζανόπουλος περιγράφει τη μάχη της Καλλιθέας (23-24 Ιούλη 1944)




Ο συνεργάτης των Γερμανών «πρωθυπουργός» Ράλλης (δεξιά) και ο επικεφαλής των Ταγμάτων Ασφαλείας Αττικής Πλυτζανόπουλος (με τη σημαία), μπροστά στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, επί Κατοχής…
Στις 23 Ιούλη του 1944 μηχανοκίνητα του ταγματασφαλίτη Μπουραντά με ισχυρές δυνάμεις Γερμανών και διοίκηση χιτλερικών αξιωματικών, κυκλώνουν την Καλλιθέα, με σκοπό να διαλύσουν τα ένοπλα τμήματα του ΕΛΑΣ που δρούσαν στην περιοχή και να μαζέψουν εργάτες για τα εργοστάσια της χιτλερικής Γερμανίας.  Μετά από πολύωρη μάχη και σοβαρές απώλειες αποκρούονται από τμήματα του 1ουΣυντάγματος του ΕΛΑΣ.
Την επόμενη μέρα περίπου 1500 Γερμανοτσολιάδες επιστρέφουν και ξανακυκλώνουν την Καλλιθέα. Στην Καλλιθέα και στις γύρω περιοχές  ακολουθεί παλλαϊκός συναγερμός. Κηρύσσεται γενική απεργία. Ο λαός σπεύδει με κάθε τρόπο να ενισχύσει τον ΕΛΑΣ. 
Στη διάρκεια της μάχης ένα μικρό σπιτάκι στην οδό Μπιζανίου 10 γίνεται κάστρο-σύμβολο ηρωισμού της ματωμένης θυσίας του λαού μας στον πόλεμο κατά του φασισμού. Το σπιτάκι έπεσε, μα οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν για να τελειώσουν με τη νίκη των τμημάτων του ΕΛΑΣ, που απέτρεψαν τα σχέδια των ναζί και των ντόπιων συνεργατών τους για επιστράτευση.
Στη μάχη της Καλλιθέας συμμετέχει από τη θέση του β΄ καπετάνιου του 2ου  Συντάγματος του ΕΛΑΣ ο Ορέστης Μακρής (Γιάννης). 
Στο βιβλίο του Ο ΕΛΑΣ της Αθήνας αναφέρεται με λεπτομέρειες στη  μάχη της Καλλιθέας και καταθέτει μεταξύ άλλων και μια ενδιαφέρουσα προσωπική μαρτυρία για τον επικεφαλής των ταγμάτων ασφαλείας συνταγματάρχη Ιωάννη Πλυτζανόπουλο, υπεύθυνο για τη δολοφονία εκατοντάδων πατριωτών, με πρωταγωνιστικό ρόλο στο Μπλόκο της Κοκκινιάς και άλλα μπλόκα στις ηρωικές συνοικίες της Αθήνας.
Χαρακτικό στη μνήμη των ηρώων της οδού Μπιζανίου 10, στη Μάχη της Καλλιθέας
Χαρακτικό στη μνήμη των ηρώων της οδού Μπιζανίου 10, στη Μάχη της Καλλιθέας

Ο συνταγματάρχης Ιωάννης Πλυτζανόπουλος, διοικητής του «1ου Συντάγματος Ευζώνων Αθηνών» 
(επίσημη ονομασία των Γερμανοτσολιάδων), 
όταν τον συναντά ο συγγραφέας του βιβλίου βρίσκεται «φυλακισμένος» και περιμένει τη «δίκη» του μαζί με άλλους δοσίλογους. 
Τον Μάρτη του 1947 το Γ΄ Δικαστήριο δωσιλόγων θα τον αθωώσει μαζί με άλλους προδότες και εγκληματίες και στη συνέχεια θα προαχθεί για τις υπηρεσίες του σε υποστράτηγο του κυβερνητικού στρατού.
Θα τιμηθεί και επί χούντας που, εκτός των άλλων τιμών… 
θα διορίσει και τον ανιψιό του Νίκο 
δήμαρχο στην Κοκκινιά!


Χαρακτηριστικά είναι επίσης και τα όσα αναφέρει στον συγγραφέα για τη μάχη της Καλλιθέας ο αστυνόμος Χρύσανθος Μπεκιάρης, δεξί χέρι του Μπουραντά, που… κατηγορεί με αγανάκτηση όσους του έδιναν εντολές να βασανίζει και να δολοφονεί έλληνες πατριώτες…

Χωρίς άλλα σχόλια από μέρους μας, παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από το βιβλίο του καπετάν Γιάννη – Ορέστη Μακρή.



ΠΛΥΤΖΑΝΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΙ ΜΠΕΚΙΑΡΗΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΟΥΝ ΤΗ ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΑΛΛΙΘΕΑΣ

Μου δόθηκε η ευκαιρία μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, στα μέσα του 1946, 
ν’ ακούσω από «πρώτο χέρι» την αφήγηση της μεγάλης μάχης της Καλλιθέας από το συνταγματάρχη Πλυτζανόπουλο. 
Και πολύ αργότερα από τον αστυνόμο Χρύσανθο Μπεκιάρη, που ήταν το δεξί χέρι του Μπουραντά.
Το καλοκαίρι του 1946 οι μεταδεκεμβριανές κυβερνήσεις με συνέλαβαν για συμμετοχή μου στην οργάνωσή μας μέσα στο στρατό. Με παρέπεμψαν στο στρατοδικείο για παράβαση του νόμου 375 «περί κατασκοπείας».
Ύστερα από ένα μήνα «ανακρίσεις» και βασανιστήρια στα υπόγεια μιας «βίλας» στην Εκάλη, με μετέφεραν μαζί με 15 άλλους συντρόφους, (τον Τάσο Ρασιά, τον Κούρναβο, τον υπολοχαγό Αριστείδη Παπαδόπουλο, το λαχαγό Ευάγγελο Μονιάκη, το Νίκο Καστρινή, τον Πανταζή, το Γιάννη Μαυρομάτη, το Γαβρίλο Μανιά, το Μπαρτζάκα και άλλους) στις φυλακές του Σταδίου (αποδυτήρια).

Εκεί κρατούσαν σαν υπόδικους όλους τους «έλληνες» γερμανοκατάσκοπους της Μέσης Ανατολής, περίπου 50. 
Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν κι ο αρχηγός της γερμανικής κατασκοπείας Μέσης Ανατολής γερμανός Ζάιτς, ο «συνταγματάρχης» Πλυτζανόπουλος, ο βασανιστής της «Ειδικής Ασφάλειας» ανθυπομοίραρχος Παπαγρηγοράκης, οι βασανιστές χωροφύλακες Κουρεμπανάς και Γραφάκος και 10 ακόμα υπαξιωματικοί – βασανιστές γερμανοτσολιάδες.

Ο δικός μας ερχομός στις φυλακές δεν άρεσε καθόλου στον Πλυτζανόπουλο, γιατί μέχρι τότε είχε μετατρέψει το δωμάτιο που τον κρατούσαν σε «γκαρσονιέρα», όπου δεχόταν καθημερινά μια στρουμπουλή νεαρή κοπέλα. Όταν το βράδυ έκλειναν τα κελιά μας, αυτός έφευγε ελεύθερος για το σπίτι του και γύριζε πάλι το πρωί!

Γι’ αυτό έβαλε σαν σκοπό του να μας διώξει κι άρχισε τις προκλήσεις με τους δικούς του, προσπαθώντας να παρασύρει ενάντιά μας και τους γερμανοκατάσκοπους
Σε μια τέτοια απόπειρα να μας λιανίσουν στο ξύλο, για να μας πάρουν με τα φορεία, όταν ο Πλυτζανόπουλος είδε απ’ τα σκαλιά, ότι θα τα βρουν σκούρα οι παλικαράδες του, άρχισε να φωνάζει:

«Σταματήστε ρέεε! Παπαγρηγοράκη πάρε τους δικούς σου και γρήγορα μέσα στα κελιά σας. Δεν είσαστε, ρε, άξιοι να τα βάλετε με τα κομμούνια. Αν δεν είχαν το «μίασμα» του κομμουνισμού, θα γινόμουν εγώ αρχηγός τους, γιατί είναι πραγματικά παλικάρια…»

Τότε του φωνάζω κι εγώ: «Ναι, αλλά δε μας ρώτησες εμάς αν θα σε δεχόμαστε για αρχηγό μας.»

Από τότε δε μας ξαναπροκάλεσαν. 
Αντίθετα ο Πλυτζανόπουλος γινόταν «λαλίστατος» και διηγόταν στο προαύλιο τα «κατορθώματά» του. 
Σε μια τέτοια «ρητορική του ευφορία» έλεγε, ανάμεσα σε βωμολοχίες, στρίβοντας συνέχεια το τσιγγελωτό μουστάκι του με τη βαριά του φωνή, στους ακροατές του 
(τον επικεφαλής της φρουράς ανθυπομοίραρχο και δυο – τρεις ύποπτους επισκέπτες του) 
για τη μάχη της Καλλιθέας:

«… Με κάλεσε ο πούστης ο Ράλλης 
(εννοούσε τον κούισλιγκ πρωθυπουργό) 
στο γραφείο του. 
Ήταν εκεί και ο γερμανός στρατηγός των ΕΣ-ΕΣ και μου λέει: 
θέλουμε 100.000 εργάτες για τη Γερμανία. 
Πρέπει να τους μαζέψεις σ’ ένα μήνα. 
Είσαι ελεύθερος να ενεργήσεις όπως θέλεις. Σκότωσε, κρέμασε, κάψε όσους νομίζεις, θα σε ενισχύουν και μονάδες των ΕΣ-ΕΣ, αρκεί να φέρεις τους 100.000 που θέλουν οι γερμανοί. 
Τώρα ο πούστης τα γυρίζει και λέει ότι ενεργούσε βάσει εντολών του αγγλικού στρατηγείου και ρίχνει τα βάρη σε μένα για το αίμα που χύθηκε. 
Βγάζει την ουρά του και λέει πως τα έκανα όλα με δική μου πρωτοβουλία. 
Μόλις πήρα τη διαταγή, σχηματίζω ένα κοινό επιτελείο, με τον Μπουραντά, το Γρίβα, τον Γκίνο κι έναν ταγματάρχη γερμανό. 
Είχαμε στη διάθεσή μας περίπου 1200 άνδρες. 

Την πρώτη μέρα θα ξεκαθαρίζαμε τις ανατολικές συνοικίες (23.7.44), που γειτόνευαν με τη λεωφόρο Συγγρού, 
για να μπορούμε να πραγματοποιήσουμε ανενόχλητοι κυκλωτικό ελιγμό απ’ τη γέφυρα του Κουκακιού προς την οδό Δήμητρας, να καταλάβουμε το αμαξοστάσιο και να μπλοκάρουμε όλους τους ελασίτες της Καλλιθέας. 
Αλλά οι πούσ… τα κομμούνια, 
ενώ φτάσαμε ως την οδό Αρτάκης μας ξέφευγαν, μόλις τους πλησιάζαμε μας έριχναν και φεύγανε. 
Δε μπορέσαμε να πιάσουμε ούτε έναν.

Έκανε κι ο Μπουραντάς μια ψευτοεπίθεση το απόγευμα στην Καλλιθέα, για να τους ξεγελάσουμε και να τους πιάσουμε στον ύπνο.
Μετά τα μεσάνυχτα συγκεντρώσαμε όλες μας τις δυνάμεις στο Κουκάκι και τις χωρίσαμε σε τρία σώματα. 
Το 1ο με το Γρίβα και τους 200 χίτες του, θα έπιαναν όλες τις γέφυρες του ηλεκτρικού, απ’ το θησείο ως την Καλλιθέα, για να μη μπορούν τα κομμούνια να φύγουν από κει. 
Το 2ομε τους μπουραντάδες, τους χωροφύλακες και τους ευζώνους, γύρω στους 700, θα έδιναν το κύριο χτύπημα απ’ τα Παλαιά Σφαγεία και Χαροκόπου. 
Και, τέλος το 3ο με 300 ευζώνους θα ξεκινούσαν απ’ τη γέφυρα του Κουκακιού προς τη λεωφόρο Συγγρού να μπλοκάρουν τα κομμούνια στην οδό Δήμητρας. 
Έτσι θα τους κυκλώναμε και θα τους πιάναμε όλους. 
Ύστερα με την άνεσή μας θα μαζεύαμε 10 και 20 χιλιάδες εργάτες για το Ράλλη και τους γερμανούς. 
Είχαμε κι ένα λόχο από γερμανούς με πολυβόλα και όλμους, για να τους ρίξουμε, όπου βρίσκαμε αντίσταση. 
Φαίνεται όμως πως οι πούσ… είχαν πληροφορηθεί το σχέδιό μας και μας περίμεναν. 
Χρειάστηκα τρεις ώρες για να τους εκτοπίσω από το λόφο Σικελίας και την ΕΛβΙΕΛΑ, κι όταν τους διώξαμε χάσαμε πολύ χρόνο στην οδό Μπιζανίου.
 Εκεί κολλήσαμε. 
Ήταν 10 παιδαρέλια και πολεμούσαν σα λύκοι.

Mου στέλνανε απανωτές αναφορές οι αξιωματικοί μου, ότι έχουν κυκλώσει ένα τάγμα ελασιτών. Τέτοιοι μαλάκ…δες ήταν. 
Τους έστειλα και μια διμοιρία γερμανών με δύο όλμους. 
Με τις βλακείες τους έχασα πολύτιμο χρόνο πιστεύοντας πως είχα κυκλώσει τις κύριες δυνάμεις τους.

Όταν είδα το απόγευμα με τα μάτια μου πως ήταν μονάχα 10, έχεσα πατόκορφα τους αξιωματικούς που μου έστελναν τις κωλοαναφορές τους.
Δίνω αμέσως διαταγή για γενική επίθεση μ’ όλες μας τις δυνάμεις να καταλάβουμε το αμαξοστάσιο της Καλλιθέας.
Τελικά φτάσαμε εκεί γύρω στις 6 το απόγευμα. 
Τα κομμούνια μας χτυπούσαν απ’ όλες τις ταράτσες, παράθυρα, χωρίς να τους βλέπουμε. Δεχόμαστε πυρά κι απ’ τη λεωφόρο Συγγρού, όπου είχαν φτάσει οι ελασίτες απ’ τις συνοικίες του Νέου Κόσμου και της Νέας Σμύρνης. 
Όταν φτάσαμε στο αμαξοστάσιο και την οδό Δήμητρας, οι κομμουνιστές είχαν εξαφανιστεί. 
Αλλά και μεις είμαστε κατάκοποι. Όλοι οι άνδρες είχαν φύγει από την Καλλιθέα. Πιάσαμε μοναχά καμιά εκατοσταριά ύποπτους. Είχαμε σκοτώσει και καμιά 50ριά ελασίτες, αλλά χάσαμε και μεις άλλους τόσους. 
Εμείς δίναμε το αίμα μας κι ο πούστης ο Ράλλης με τους εγγλέζους τα γυρίζουν σήμερα κι αντί να με γεμίσουν παράσημα που έσωσα την Ελλάδα, με κλείσαν στη φυλακή…».


Αυτά έλεγε ο Πλυτζανόπουλος πίνοντας το καφεδάκι του στο προαύλιο της φυλακής. Και τώρα ας δούμε τι έλεγε ο αστυνόμος Χρύσανθος Μπεκιάρης, του μηχανοκίνητου του Μπουραντά, όταν πια είχε πάρει τη σύνταξή του, σε καφενείο του τέρματος Αμπελοκήπων. 
Μετανιωμένος και γεμάτος αγανάκτηση γι’ αυτούς που τον έβαλαν να χτυπάει και να βασανίζει τους έλληνες πατριώτες 
και που όταν πια δε τον χρειάζονταν τον πέταξαν σαν άχρηστο σκουπίδι στην άκρη, μια και ο Μπουραντάς δεν τον χώνευε και τον κατηγορούσε συνεχώς, γιατί τον θεωρούσε αντίζηλό του στη θέση του αρχηγού του μηχανοκίνητου.

Ο Μπεκιάρης ήταν κουμπάρος ενός παιδικού μου φίλου στους Αμπελόκηπους, του Μήτσου Τράπαλη. 
Ένα βράδυ που περνούσα απ’ το καφενείο, με φώναξε ο Τράπαλης και με σύστησε στο Μπεκιάρη. 
Αυτός απάντησε αμέσως πως με ήξερε και πως από την κατοχή είχε τις πληροφορίες του πως ήμουν στέλεχος του ΕΛΑΣ και πως πολέμησα εναντίον τους στην Καλλιθέα.


Και συνέχισε: 
«Αν μ’ άκουγε τότε ο Πλυτζανόπουλος, θα σας πιάναμε όλους. Του είχα προτείνει να κατέβουμε απ’ τα ξημερώματα, με τ’ αυτοκίνητά μας στον Ιππόδρομο και να σας χτυπήσουμε απ’ τις Τζιτζιφιές και την Αγία Ελεούσα. 
Έτσι θα σας συνθλίβαμε σαν τις συμπληγάδες πέτρες και δεν θα μας ξεφεύγατε…»


Θυμάμαι του απάντησα. 
«Πριν μας συνθλίψετε, πάλι Θα σας ξεφεύγαμε. 
Δε μπορούσατε να μας νικήσετε γιατί μας βοηθούσε ολόκληρος ο λαός της Αθήνας 
κι όταν έπρεπε μας έκρυβε και δε μας βρίσκατε».
makris-elas-4



Ορέστης Μακρής
Ο ΕΛΑΣ της Αθήνας
(εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1985)