Για τον χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ και τη στήριξή του από την αστική τάξη
στον ΣΥΡΙΖΑ και την κυβέρνησή του τίθεται το ερώτημα της αποσαφήνισης του χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ καθώς και γιατί στηρίχθηκε από την αστική τάξη.
Ο προσδιορισμός του πολιτικού στίγματος του ΣΥΡΙΖΑ προϋποθέτει καταρχάς τη διευκρίνιση της σχέσης ανάμεσα στην αστική πολιτική και το οπορτουνιστικό ρεύμα.
Η οπορτουνιστική πολιτική γραμμή είναι
-όσον αφορά την ταξική της ουσία-
αστική πολιτική γραμμή, όπως όμως αυτή εκδηλώνεται μέσα στις γραμμές του εργατικού κινήματος.
Ενώ, δηλαδή, πρόκειται για πολιτική στήριξης στρατηγικών στόχων του κεφαλαίου στην οικονομία και την πολιτική, εμφανίζεται με σοσιαλιστικό μανδύα και συνθήματα.
Το γεγονός ότι οι οπορτουνιστικές αντιλήψεις έχουν αντικειμενικά κοινό «πυρήνα» με την αστική ιδεολογία και πολιτική εκφράζεται τόσο στις κατά καιρούς συγκλίσεις ανάμεσα στα οπορτουνιστικά και αστικά κόμματα όσο και στη μετατροπή οπορτουνιστικών κομμάτων σε κόμματα αστικής διακυβέρνησης, ιδιαίτερα σε περιόδους που αυτό κρίνεται αναγκαίο για τον καπιταλισμό.
Οταν ένα οπορτουνιστικό κόμμα κληθεί να διαχειριστεί από κυβερνητικές θέσεις τα γενικά συμφέροντα της αστικής τάξης, τότε υπόκειται εκ των πραγμάτων σε μια σειρά πολιτικές, ιδεολογικές και οργανωτικές προσαρμογές που χαρακτηρίζονται από την υποχώρηση των οπορτουνιστικών του στοιχείων και αναφορών χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει ότι αυτές δεν συνεχίζουν να αξιοποιούνται για τον εγκλωβισμό λαϊκών δυνάμεων στις αστικές επιδιώξεις.
Τα παραπάνω εκφράζονται και στην ιστορική πορεία του ΣΥΡΙΖΑ. Η «ραχοκοκαλιά» του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ προέρχεται από το «Συνασπισμό της Αριστεράς και της Προόδου», ο οποίος με τη σειρά του συγκροτήθηκε όταν ο ομώνυμος συνασπισμός κομμάτων μετατράπηκε το 1991 σε διακριτό πολιτικό φορέα με την προσχώρηση σε αυτόν πολλών μελών και στελεχών που αποχώρησαν από το ΚΚΕ.
Τα επόμενα χρόνια, ο Συνασπισμός και από το 2004 ο ΣΥΡΙΖΑ
(ο οποίος αρχικά ήταν εκλογική συμμαχία οπορτουνιστικών κομμάτων)
αποτελούσε τον βασικό φορέα του οπορτουνισμού στην Ελλάδα.
Ως τέτοιος δρούσε σε ανοιχτή αντιπαράθεση με το ΚΚΕ, ενώ συστρατευόταν στις αστικές επιλογές στρατηγικού χαρακτήρα, π.χ. υπερψήφιση της Συνθήκης του Μάαστριχτ, συμμετοχή στα εθνικιστικά συλλαλητήρια για το «Μακεδονικό», ενθουσιασμός για τις αντεπαναστατικές ανατροπές της περιόδου 1989 - 1991, στήριξη του κοινωνικού εταιρισμού.
Η μακρόχρονη αναμόρφωση του αστικού πολιτικού συστήματος στο έδαφος της βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης επιφύλασσε στον ΣΥΡΙΖΑ νέα καθήκοντα στην υπόθεση της υπεράσπισης του καπιταλισμού μέσω της «αναβάθμισής» του σε κόμμα της αστικής διακυβέρνησης.
Το γεγονός αυτό επέβαλλε μια σειρά προσαρμογές σε όλα τα επίπεδα (μετατροπή σε ενιαίο κόμμα, προσέλκυση ΠΑΣΟΚογενών στελεχών, προσαρμογή των ιδεολογικών του αναφορών κ.λπ.) έτσι ώστε να μπορέσει να επιτελέσει με επάρκεια τον νέο του ρόλο.
Η «βίαιη ωρίμανση» την οποία υπέστη
-σύμφωνα με τα λεγόμενα των στελεχών του-
ο ΣΥΡΙΖΑ στην πορεία προς τη διακυβέρνηση και το πρώτο διάστημα της ανάληψής της συνίσταται στη σταδιακή μετατροπή του από οπορτουνιστικό σε αστικό σοσιαλδημοκρατικό κυβερνητικό κόμμα, το οποίο όμως διατηρεί οπορτουνιστικές αναφορές προς όφελος της απόσπασης της λαϊκής συναίνεσης στην αντιλαϊκή πολιτική.
Η αστική τάξη στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς διείδε έγκαιρα τα οφέλη της αξιοποίησης του ΣΥΡΙΖΑ για την εξασφάλιση της ομαλής κυβερνητικής εναλλαγής σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, λαϊκών κινητοποιήσεων και σχετικής «απαξίωσης» των παλιών αστικών κομμάτων. Ο καιροσκοπισμός, η ανοιχτή κοροϊδία των λαϊκών στρωμάτων, η μαζική διάδοση αυταπατών περί φιλολαϊκής εξυγίανσης του καπιταλισμού εκτιμήθηκαν ιδιαίτερα. Αυτές οι προσδοκίες της αστικής τάξης σε συνδυασμό με τις διαβεβαιώσεις του ΣΥΡΙΖΑ προς τον εσωτερικό και διεθνή αστικό κόσμο (βλ. επίσκεψη στις ΗΠΑ, ομιλίες στο ινστιτούτο «Brookings», στο «Φόρουμ του Κόμο», στον ΣΕΒ κ.λπ.) οδήγησαν στην ανάδειξή του στη διακυβέρνηση.
Μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης, τα αντιλαϊκά μέτρα που επέβαλε, η διαχείριση της κρίσης προς όφελος του κεφαλαίου επιτάχυναν τις προσαρμογές στον ΣΥΡΙΖΑ.
Προϊόν αυτών των προσαρμογών ήταν η πιο ανοιχτή πια στήριξη στρατηγικών επιλογών του κεφαλαίου, η υποχώρηση της όποιας φιλολαϊκής συνθηματολογίας, ο εκθειασμός της επιχειρηματικότητας, το πέρασμα από την αντιμνημονιακή ρητορική στη θέση ότι η υλοποίηση των μνημονίων είναι προϋπόθεση για να ανοίξει ο δρόμος για τη λαϊκή ευημερία,
ενώ τελευταία πυκνώνουν και οι εκκλήσεις προς άλλες αστικές πολιτικές δυνάμεις για συγκλίσεις και συναίνεση στην αντιλαϊκή στρατηγική.
Τα παραπάνω, βεβαίως, αποδεικνύουν ότι οι διαχωριστικές γραμμές εντός του αστικού στρατοπέδου (π.χ. μνημονιακός - αντιμνημονιακός) είναι πολύ δυσδιάκριτες.