29 Μαΐου, 2016

η Άλωση της Κωνσταντινούπολης k όσα Σάς έκρυβαν γι Αυτή, μέχρι Τώρα !!


Κώστας Λουλουδάκης Ιουλιανός:

Σαν σήμερα ήταν που έπαψε να υπάρχει και τυπικά η Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Ήταν μια εποχή όπου βασίλευε το μίσος του ενός έναντι όλων των άλλων.
Μίσος των ορθόδοξων εναντίων των καθολικών οι οποίοι φυσικά το ανταπέδιδαν.
Μίσος του λαού εναντίων των αρχόντων του.
Μίσος ανάμεσα στις φατρίες των αρχόντων.
Ας μην αμελούμε πως οι αδελφοί του αυτοκράτορα που βασίλευαν στο απομεινάρι της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στο Μοριά έφτασαν στο σημείο να ζητήσουν την βοήθεια των Τούρκων εναντίον του.
Μάλιστα ο Δημήτριος είχε πάρει μέρος στην πρώτη πολιορκία της Κωνσταντινούπολης στο πλευρό του Σουλτάνου Μουράτ.

Όπως όμως έγραψα σε κείμενο μου που δημοσιεύθηκε στον «Παραλληλογράφο» το 2012 και σήμερα ανασύρω από την λήθη:
«στην πολιτική η αλήθεια και το ψέμα πέρα από το ότι είναι συμβατικές έννοιες , έχουν και την ίδια αξία. Εξαρτάται αυτή η αξία από τους σκοπούς θα εξυπηρετήσει.
Και σε μια τέτοια κατάσταση δεν υπάρχουν ένοχοι και αθώοι, πόσο μάλλον καλοί ή κακοί.

Υπάρχει όμως ο λαός ο οποίος οποιαδήποτε απόφαση κι αν έπαιρνε ο Κωνσταντίνος το σπαθί θα ήταν κάτω από το λαιμό του. 
Διότι ο Αυτοκράτορας δεν ήταν λαϊκός ηγέτης, αλλά ηγέτης της βυζαντινής αριστοκρατίας.
Προτιμούσε ο λαός να ασχολείται με δογματικά ζητήματα όπως το άζυμο πρόσφορο και την παράθεση του «και» στο Πιστεύω. 
Και επειδή ήταν ηγέτης της αριστοκρατίας δεν τόλμησε να χτυπήσει τους ηγέτες, ρασοφόρους και μη, των ανθενωτικών που με χρησμούς και πύρινους λόγους άνοιγαν το δρόμο στους Τούρκους. 
Θα ήταν σαν να χτυπούσε τις δομές της φεουδαρχίας η οποία καταδυνάστευε τις αγροτικές τάξεις της υπαίθρου μα και τις λαϊκές τάξεις των πόλεων.»
Καλή ανάγνωση:

Κωνσταντινούπολη: Μεταξύ σφύρας και άκμονος

Posted on 21 Μαΐου, 2012 9:53 πμ από 
5

Ήταν 12 Δεκεμβρίου του 1452 ημέρα του Αγίου Σπυρίδωνα όταν ο καρδινάλιος Ισίδωρος παρουσία του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και του Πατριάρχη Γρηγορίου Μάμα, διάβασε την διακήρυξη της ένωσης της καθολικής και ορθόδοξης εκκλησίας μέσα στον Ναό της Αγίας Σοφίας. Κατά την διάρκεια της λειτουργίας που ακολούθησε έψαλε το Πιστεύω με την προσθήκη «και» στο εκ του Υιού.
Η ίδια η διακήρυξη είχε διαβαστεί και πριν δεκατέσσερα χρόνια από τον Μητροπολίτη Βησσαρίωνα και τον ακόμα Μητροπολίτη, Κιέβου τότε, Ισίδωρο στην Μητρόπολη της Φλωρεντίας παρουσία του Πάπα Ευγένιου Δ’, ο οποίος αμέσως μετά αναγνώρισε ως καρδινάλιους τους παραπάνω Μητροπολίτες.
Η διακήρυξη όμως έλαβε νομική ισχύ μετά την ανάγνωση της στην Αγία Σοφία.

Ο Διχασμός στα χρόνια της Πολιορκίας

Στην Πόλη, η οποία από το 1373 πλήρωνε φόρο υποτελείας στον Οθωμανό σουλτάνο, περισφιγγόταν από τους Τούρκους και που μόνο συμβολική αξία είχε, ως πρωτεύουσα μιας χιλιόχρονης αυτοκρατορίας, οι εσωτερικές αντιθέσεις οξύνθηκαν μετά την ένωση των εκκλησιών.
 Η άρχουσα τάξη ήταν χωρισμένη σε δυο στρατόπεδα. Στους ενωτικούς οπαδούς της ένωσης, και στους ανθενωτικούς που ήταν ανοικτά τουρκόφιλοι, μια και η ορθόδοξη εκκλησία δήλωσε υποταγή στον Πάπα και έτρεφαν μίσος για τους Λατίνους. Ας μην αμελούμε ότι οι δυτικοί είχαν βλέψεις κατακτητικές, κάτι που επιβεβαιώνεται από την κατάκτηση της Πόλης το 1204 από τους σταυροφόρους.
Ωστόσο και οι δυο παρατάξεις είχαν σχηματιστεί μέσα στο ζάρωμα μιας αυτοκρατορίας και ενός πολιτισμού που ξεψυχούσε. Και οι δυο ύφαιναν το σάβανο τους και όταν τελείωσαν την ύφανση κάλεσαν οι πρώτοι τους Λατίνους και οι δεύτεροι τους Τούρκους για να φτιάξουν το φέρετρο τους.
Πέρα όμως από τις πολιτικές, ψυχρές υπολογιστικές ενέργειες της αριστοκρατίας, που αφορούσαν την μελλοντική κατάληψη της εξουσίας, ο λαός στην μεγάλη πλειονότητα του ήταν έτοιμος να επαναστατήσει εναντίον του Κωνσταντίνου και των ενωτικών.

Την ημέρα που ο Αυτοκράτορας έδωσε νομική ισχύ στην ένωση, ο λαός δεν πήρε μέρος στην λειτουργία, μα προκάλεσε ταραχές.
Ο Ιστορικός Πασπάτης γράφει στο έργο του «Πολιορκία και άλωσις Κωνσταντινουπόλεως»:
«Τελουμένης της ενώσεως εν Αγία Σοφία μέγα πλήθος λαού συνωθείτο εν τω περιβόλω ,κραυγάζοντες αράς κατά των ενωτικών και αφόβως καθυβρίζοντες βασιλέα, άρχοντας και πάντα Λατίνων δόγματα.»
Μάλιστα μετά την λειτουργία (βδελυκτή θυσία την ονόμασαν) που επικύρωσε την ένωση από λαϊκούς παπάδες και μοναχούς, κανείς δεν πήγαινε στην Αγία Σοφία γιατί πλέον θεωρούτανε «Ιουδαίων συναγωγή» και «σπήλαιον και βωμός αιρετικών» .

Τα πρόσωπα

Πνευματικός αρχηγός των ανθενωτικών ήταν ο μοναχός Γεννάδιος Σχολάριος που μετά την άλωση και την κατάργηση από τον ίδιο της διακήρυξης της ένωσης, οι Τούρκοι τον όρισαν Πατριάρχη των ορθόδοξων χριστιανών. Συμβούλευε και υποστήριζε τους ανθενωτικούς μια και πίστευε ότι οι ενωτικοί «ελληνίζανε», μέγα αμάρτημα, και ότι πρόδωσαν με την αναγνώριση του Πάπα την ορθόδοξη πίστη.
Προφήτευε πως είναι θέλημα θεού να τουρκέψει η Πόλη για να σωθεί η Εκκλησία από τους Λατίνους. 
Και πως όποιος πολεμάει εναντίον του σουλτάνου, πολεμάει και εναντίον της θέλησης του θεού. 
Αυτά έγραφε σε επιστολές που διαβάζονταν στις αγορές της Πόλης. Ο ίδιος για τον εαυτό του έλεγε : «Έλλην ων τη φωνή ουκ αν ποτε φαίην Έλλην είναι» 
Και ο Γεννάδιος είχε μαζί του το λαό.
Πολιτικός αρχηγός των ανθενωτικών ήταν ο δεύτερος της τάξης μετά τον Αυτοκράτορα, Μέγας Δούκας, Λουκάς Νοταράς. Ο οποίος ήταν ο πιο μεγάλος υποστηριχτής του Παλαιολόγου στον αγώνα διεκδίκησης του Θρόνου και είχε παντρευτεί την αδελφή του Κωνσταντίνου. Ήταν υποστηρικτής της ένωσης και είχε συμβάλει στις διαπραγματεύσεις.
Όταν όμως είδε ότι οι δυτικοί παρά την ένωση και την υποταγή της εκκλησίας στον Πάπα δεν έστειλαν την απαιτούμενη, παρά ελάχιστη βοήθεια, και αν παρ’ ελπίδα η Πόλη άντεχε στην επίθεση των Τούρκων τότε αυτή θα έπεφτε στα χέρια των Λατίνων, άλλαξε γνώμη και τάχτηκε φανερά κατά των ενωτικών.
Στον Νοταρά αποδίδεται η φράση «Κρειττότερον εστίν ειδέναι εν μέση πόλει φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν λατινική» όπως γράφει ο Δούκας στην «Βυζαντινοτουρκική Ιστορία» του. ( Η Ιστορία του Δούκα σώζεται σε χειρόγραφο)


Είναι καλό να γνωρίζουμε πως οι Βυζαντινοί είχαν για μια γενιά δοκιμάσει την κυριαρχία και την άμεση εξουσία των δυτικών.
Τι κι αν είχαν περάσει τριακόσια χρόνια από τότε;
Μετά το 1204 η αυτοκρατορία δεν κατάφερε ούτε να επουλώσει τις πληγές της ούτε είχε καταφέρει να ασκήσει στα εδάφη της καμιά κυριαρχία ,γιατί οι Λατίνοι είχαν επιβάλει την κυριαρχία τους σε όλους σχεδόν τους θαλάσσιους δρόμους της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, και τώρα απαιτούσαν και πέτυχαν να υποτάξουν και την κληρονομημένη παράδοση του Βυζαντίου. Και αυτή δεν ήταν άλλη από την ορθόδοξη πίστη. 
Οι Τούρκοι όμως όπως καλά γνώριζε ο Νοταράς μια και είχε μυστικές επαφές μαζί τους, θα επέτρεπαν στους Βυζαντινούς να διατηρήσουν την ορθοδοξία μαζί με τα μοναστήρια την περιουσία και τα οικοδομήματα της, πλην Αγίας Σοφίας, μα και για να μπορέσουν να κυβερνήσουν και να διευθετήσουν βυζαντινές υποθέσεις χρειαζόταν στην υπηρεσία τους ανθρώπους που ξέρουν τα ζητήματα της δημόσιας διοίκησης. Ο Νοταράς έθετε υποψηφιότητα για ανώτερη θέση πριν ξεκινήσει η πολιορκία.
Από την μεριά τον ενωτικών, τον κύριο ρόλο έπαιζε ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος έχοντας όμως ανέβει σε ένα ετοιμόρροπο θρόνο και μάλιστα χωρίς να έχει καμία επαφή με τα αισθήματα του λαού και χωρίς να λογαριάζει τις εσωτερικές αντιθέσεις μιας Πόλης που ψυχορραγούσε. Το σωστό όμως είναι πως δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να την σώσει.

Ωστόσο, στην πολιτική η αλήθεια και το ψέμα πέρα από το ότι είναι συμβατικές έννοιες , έχουν και την ίδια αξία. Εξαρτάται αυτή η αξία από τους σκοπούς θα εξυπηρετήσει. Και σε μια τέτοια κατάσταση δεν υπάρχουν ένοχοι και αθώοι, πόσο μάλλον καλοί ή κακοί. 
Υπάρχει όμως ο λαός ο οποίος οποιαδήποτε απόφαση κι αν έπαιρνε ο Κωνσταντίνος το σπαθί θα ήταν κάτω από το λαιμό του.
Διότι ο Αυτοκράτορας δεν ήταν λαϊκός ηγέτης, αλλά ηγέτης της βυζαντινής αριστοκρατίας. Προτιμούσε ο λαός να ασχολείται με δογματικά ζητήματα όπως το άζυμο πρόσφορο και την παράθεση του «και» στο Πιστεύω.
Και επειδή ήταν ηγέτης της αριστοκρατίας δεν τόλμησε να χτυπήσει τους ηγέτες, ρασοφόρους και μη, των ανθενωτικών που με χρησμούς και πύρινους λόγους άνοιγαν το δρόμο στους Τούρκους. 
Θα ήταν σαν να χτυπούσε τις δομές της φεουδαρχίας η οποία καταδυνάστευε τις αγροτικές τάξεις της υπαίθρου μα και τις λαϊκές τάξεις των πόλεων.
Έτσι αφού δεν είχε εμπιστοσύνη στην Βυζαντινή αριστοκρατία, παρέδωσε την Πόλη διοικητικά και στρατιωτικά στους Δυτικούς, Γενοβέζους και Βενετσιάνους και την εκκλησία στον Πάπα.
Πρωτοστάτορα δηλαδή γενικό διοικητή όρισε τον ικανό κατά τα άλλα Γενοβέζο Ιουστινιάνη που διέθετε 3.000 άνδρες και στους Βενετούς του Ιερώνυμου Μηνώτου έδωσε την διοίκηση του στόλου και την φύλαξη του τείχους Βλαχερνών εκεί που βρισκόταν και το ανάκτορο.
Υπήρχαν όμως και αρκετοί μισθοφόροι μα και γύρω στους 5.000 Έλληνες που είχαν έρθει στην Πόλη για να την υπερασπιστούν.
Από τα δώδεκα φρούρια του κάστρου μόνο δυο προστάτευαν και πολέμησαν Έλληνες. Όλα τα άλλα ήταν στα χέρια των Ιταλών μα και σε χέρια μισθοφόρων Γερμανών, Δαλματών και Ισπανών.

Ταυτόχρονα ο Παλαιολόγος εναπόθεσε τις ελπίδες του στην σταυροφορία που θα οργάνωναν και στον στόλο που του υποσχέθηκαν ότι θα του έστελναν οι χριστιανοί σύμμαχοι του.

Σίγουρα αγωνιούσε, από την μια να μην ξεσπάσει εμφύλιος μέσα στην Πόλη, και από την άλλη κατέβαλε προσπάθειες για να οργανώσει το πολυεθνικό στράτευμα του- μέρα νύχτα έτρεχε στα τείχη και κοίταζε τι στρατηγικές άμυνας θα ακολουθήσει, επέβλεπε τις συντηρήσεις και τις επιδιορθώσεις. «..έφιππος δι όλης της ημέρας και νυκτός περιπατών ην γύρωθεν ένδον της πόλεως και των ντειχών» γράφει ο λογοθέτης και Ιστορικός Φρατζής.
Εν ολίγοις για το μόνο πράγμα που δεν κατηγορείται ο Παλαιολόγος είναι για δειλία.

Η πολιορκία

Στις 5 Απριλίου του 1453 οι εμπροσθοφυλακές των Τούρκων έκαναν την εμφάνιση τους έξω από τα τείχη της Πόλης.Την επόμενη μέρα ένα τεράστιο στρατόπεδο είχε στηθεί αποτελούμενο από εκατό χιλιάδες ενόπλους με επικεφαλής τον σουλτάνο Μωάμεθ όπως τον έλεγαν οι βυζαντινοί. Μεχμέτ όμως ήταν το όνομα του.
Στον στρατό του Μωάμεθ πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι υπηρετούσαν και χριστιανοί μισθοφόροι ,Σέρβοι που αποτελούσαν το ιππικό, Φράγκοι ,Ούγγροι μα και Έλληνες.
Ακόμα και οι κυβερνήτες της γενοβέζικης αποικίας του Γαλατά, στη βόρεια ακτή του Κεράτιου Κόλπου, απέναντι από την Κωνσταντινούπολη, ακολουθούν προδοτική πολιτική απέναντι στον αυτοκράτορα. 
Πριν πολιορκήσει την πόλη, συνεννοούνται με τον Μωάμεθ για τη διατήρηση των εμπορικών τους προνομίων και βοηθάνε κρυφά το σουλτάνο με τρόφιμα, μπαρούτι και μέταλλα για τα κανόνια του τα οποία κατασκεύαζε ο Ούγγρος χριστιανός, Ουρβανός.
Σύμφωνα με τους ορισμούς του Κορανίου, ο Μωάμεθ πριν διατάξει την έναρξη των επιχειρήσεων ζήτησε από τον Παλαιολόγο να παραδοθεί τάζοντας του πολλά και διάφορα μα εκείνος αρνήθηκε.
Άρχισαν άγριες μάχες. Τα τείχη άντεχαν στους κανονιοβολισμούς των Τούρκων, και ο Παλαιολόγος ο Ιουστινιάνης μαζί με τον Μηνώτο υπερασπίζονται άξια την Κωνσταντινούπολη με όχι παραπάνω από δέκα χιλιάδες μαχητές. 
Οι δυο τελευταίοι όμως γνωρίζουν πως αν αντέξουν την πολιορκία, η Κωνσταντινούπολη δεν θα είναι τίποτα άλλο από ένα πτώμα κάτω από την κυριαρχία των πόλεων τους. Κάτι που γνώριζε όμως και ο Κωνσταντίνος, μα η ποιοτική διαφορά ήταν ότι εκείνος μαχόταν για την πόλη του έχοντας κάνει την δύσκολη επιλογή του. Επιλογή, μεταξύ σφύρας και άκμονος. 
Μια αυτοκρατορία που καταρρέει και βρίσκεται ανάμεσα σε δυο κόσμους, στο μεταίχμιο των καιρών που αλλάζουν.
Για δυο εβδομάδες και τα τείχη και οι υπερασπιστές αντέχουν. Όμως τα τρόφιμα λιγοστεύουν, οι μαχητές πέφτουν σιγά-σιγά νεκροί, υπάρχουν και λιποταξίες, η βοήθεια του Πάπα δεν έρχεται, το ταμείο του αυτοκράτορα αδειάζει και η γενοβέζικη αποικία του Γαλατά αφήνει με τέχνασμα τον στόλο του σουλτάνου να μπει στον κόλπο του Γαλατά, οι παπάδες, οι καλόγεροι και ο Νοταράς μαζί με την πλειοψηφία των αρχόντων συνωμοτούν και διχάζουν.
 Ως και τις αποθήκες που βρίσκονταν στον ιππόδρομο και φυλάσσονταν το μπαρούτι των κανονιών ανατίναξαν. Το αλληλοφάγωμα παρέλυε την άμυνα και έριχνε το ηθικό.
Η κατάσταση ύστερα από όλα αυτά ήταν τραγική. Η αντίσταση αδυνάτιζε, ο Παλαιολόγος μόνο με τους ξένους και λίγους δικούς του προσπαθούσαν να κρατήσουν. Μα οι ανθενωτικοί στασίασαν. Και το θαύμα παρά τις λιτανείες των εικόνων και τα κύριε ελέησον δεν έλεγε να γίνει.
Αυτές ήταν οι συνθήκες που επικρατούσαν και έτσι αναπόφευκτα η Πόλη στις 29 Μαΐου έπεσε χωρίς την βοήθεια καμιάς κερκόπορτας.
Την μέρα εκείνη η επίθεση των Τούρκων ήταν συντονισμένη. Ο στόλος χτυπούσε από τον Κεράτιο και τα στρατεύματα κατά κύματα σε όλο το τείχος που είχε καταστραφεί μετά από βομβαρδισμό εβδομάδων. Το τελειωτικό χτύπημα είναι ο βαρύς τραυματισμός του Ιουστινιάνη που οι συμπολεμιστές του τον πήραν και έφυγαν από την Πόλη με τα πλοία τους. Η άμυνα δεν μπόρεσε να βαστάξει στην πύλη του Αγίου Ρωμανού όπου ήταν το μεγάλο μέτωπο και το οποίο το κρατούσαν οι γενοβέζοι.
Όσο για την κερκόπορτα , ο Δούκας την αναφέρει μα κανένας άλλος ιστορικός ή πατριαρχική πηγή ή χρονογράφημα δε κάνει λόγο γι αυτήν. Μόνο ο Αμάντος κάνει λόγο για το άνοιγμα της πύλης του Ιουστίνου. Μα και να άνοιξαν την κερκόπορτα , μόνο καλή θέληση θα έδειχναν στους Τούρκους μια και αυτή καμιά στρατηγική σημασία δεν είχε γιατί δεν οδηγούσε στην Πόλη μα στο ισχυρό τείχος της Χαρσίας Πύλης που θα έπρεπε να την κυριεύσουν για να μπούνε μέσα.
Ωστόσο ο Παλαιολόγος θέλησε τότε να παραδώσει την Πόλη μα οι όροι του Μωάμεθ ήταν εξευτελιστικοί. Έτσι, δεν θέλησε να φύγει ούτε να παραδοθεί και δήλωσε ότι θα έπεφτε μαχόμενος.
Οι ανθενωτικοί δεν είχαν κανενός είδους πρόβλημα. Σε συνεννόηση με τους Τούρκους έβαλαν σημάδια στα σπίτια τους και έπεσαν να κοιμηθούν περιμένοντας να αποδώσουν τιμές στην νέα εξουσία.
Μόνος ο Κωνσταντίνος, μια και όλοι τον είχαν εγκαταλείψει, έβγαλε την βασιλική στολή του και ρίχτηκε είτε στην υπεράσπιση της Πόλης είτε στην υπεράσπιση της ζωής του. Για τις τελευταίες ώρες του Παλαιολόγου, οι πηγές που έφτασαν ως εμάς τα λένε μπερδεμένα. Και έτσι γεννήθηκαν οι θρύλοι του μαρμαρωμένου βασιλιά.
Η τύχη όμως του Νοταρά δεν του επέτρεψε να χαρεί δόξα και τιμές ως υποτελής αλλά με αριστοκρατική θέση στο διβάνι του Σουλτάνου. Ο Μωάμεθ σωστά τον θεώρησε με την βοήθεια του συμβούλου του Χαλίλ-ο οποίος είχε μυστικές επαφές με τον Κωνσταντίνο- ύπουλο και επικίνδυνο και του πήρε το κεφάλι.
Η λεηλασία εκτός των δημόσιων κτιρίων, των εκκλησιών, των μοναστηριών και των σπιτιών των ανθενωτικών βάσταξε τρεις μέρες.

Συμπερασματικά

Πέρα από τις πράξεις των ανθρώπων που είναι αποτέλεσμα συσχετισμών συμμαχιών και γεγονότων που συχνά τους υπερβαίνουν, η άλωση της Πόλης έγινε τους χρόνους που η Ευρώπη ξυπνούσε από τον λήθαργο του μεσαίωνα και αναζητούσε να αναπροσδιορίσει τον εαυτό της έξω και ενάντια στον σκοταδιστικό φεουδαλισμό. Κάτι που κλόνιζε τα θεμέλια της παντοδυναμίας του μεγαλύτερου φεουδάρχη της Ευρώπης. Του Βατικανού.
Είναι η εποχή του Κολόμβου και της αποικιοκρατίας που την συνόδευσε. Είναι η εποχή της ανάπτυξης των πόλεων με τις ποικίλες οικονομικές δραστηριότητες των αστών που γίνονται τα σύμβολα μιας νέας ανώτερης μορφής οικονομικού πολιτεύματος από τον φεουδαλισμό.
Είναι η εποχή ανάπτυξης του Καπιταλισμού.
Στην ανατολή όμως η οθωμανική κατάκτηση διατήρησε τον πτωχευμένο φεουδαλισμό και καταδίκασε τους λαούς σε οπισθοδρόμηση , σκλαβιά, εκμετάλλευση και σε πνευματικό σκοτάδι.

Πηγές:

(Εκτός των αναφερόμενων στο κείμενο)
Γιάννης Κορδάτος, Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, Νίκος Ψυρούκης