30 Αυγούστου, 2016

Άλμπερτ Αϊνστάιν: "Είμαι πεπεισμένος ότι υπάρχει μόνο ένας δρόμος για να εξαλειφθεί όλο αυτό το κακό,, και αυτός είναι η ίδρυση μιας σοσιαλιστικής οικονομίας"



Albert EINSTEIN televize
Το άρθρο αυτό γράφτηκε από τον Albert Einstein για την Ιδρυση του αμερικανικού περιοδικού Monthly Review και δημοσιεύτηκε στο πρώτο τεύχος του (Μάιος 1949).




Είναι ορθό για κάποιον που δεν είναι ειδικός σε οικονομικά και κοινωνικά θέματα να εκφράζει τις απόψεις του για το σοσιαλισμό; Πιστεύω για μια σειρά από λόγους πως είναι.

Ας εξετάσουμε κατά πρώτον το ερώτημα από την άποψη της επιστημονικής γνώσης. 

Μπορεί να φαίνεται ότι δεν υπάρχουν ουσιαστικές μεθοδολογικές διαφορές ανάμεσα στην αστρονομία και τα οικονομικά: 
οι επιστήμονες και στους δύο τομείς προσπαθούν να ανακαλύψουν νόμους γενικής αποδοχής για καθορισμένες ομάδες φαινομένων, για να κάνουν τη διασύνδεση των φαινομένων αυτών όσο γίνεται πιο κατανοητή. 
Αλλά στην πραγματικότητα τέτοιες μεθοδολογικές διαφορές υπάρχουν. 
Η ανακάλυψη γενικών νόμων στον τομέα των οικονομικών γίνεται δυσκολότερη, γιατί τα υπό παρατήρηση οικονομικά φαινόμενα επηρεάζονται συχνά από πολλούς παράγοντες, οι οποίοι είναι πολύ δύσκολο να εκτιμηθούν ξεχωριστά.
Επιπλέον, η πείρα που έχει συσσωρευτεί από την αρχή της λεγάμενης πολιτισμένης περιόδου της ανθρώπινης ιστορίας έχει -όπως είναι γνωστό- σε μεγάλο βαθμό επηρεαστεί και περιοριστεί από αιτίες όχι μόνο οικονομικού χαρακτήρα. 

Για παράδειγμα, οι περισσότερες μεγάλες δυνάμεις στην ιστορία όφειλαν την ύπαρξή τους στις κατακτήσεις. 
Οι κατακτητές λαοί εδραιώνονταν νομικά και οικονομικά ως η προνομιούχα τάξη στην κατακτημένη χώρα. 
Υφάρπαζαν για τους εαυτούς τους το μονοπώλιο της ιδιοκτησίας της γης και όριζαν τον κλήρο από τις τάξεις τους. 
Οι ιερείς, με το να ελέγχουν την παιδεία, έκαναν την ταξική διαίρεση της κοινωνίας μόνιμο θεσμό και δημιούργησαν ένα σύστημα αξιών από το οποίο οι άνθρωποι έκτοτε καθοδηγούνταν, σε μεγάλο βαθμό ασυνείδητα, στην κοινωνική τους συμπεριφορά. 


Αλλά η ιστορική παράδοση ανήκει, ούτως ειπείν, στο χθες. 
Πουθενά δεν έχει πραγματικά ξεπεραστεί εκείνο που ο Thorstein Veblen αποκαλούσε «πρωτόγονη, ληστρική φάση» της ανθρώπινης ανάπτυξης. 
Τα οικονομικά γεγονότα που παρατηρούμε ανήκουν σε αυτή τη φάση και ακόμα και οι νόμοι που μπορούμε να εξάγουμε από αυτά δεν είναι εφαρμόσιμοι σε άλλες φάσεις. 
Δεδομένου ότι ο πραγματικός σκοπός του σοσιαλισμού είναι ακριβώς να ξεπεράσει και να προχωρήσει μπροστά, πέρα από τη ληστρική φάση της ανθρώπινης ανάπτυξης, 
η οικονομική επιστήμη στη σημερινή της κατάσταση μπορεί να ρίξει πολύ λίγο φως στη σοσιαλιστική κοινωνία του μέλλοντος. 

Δεύτερον, ο σοσιαλισμός είναι προσανατολισμένος σε ένα κοινωνικο-ηθικό σκοπό. 

Η επιστήμη, ωστόσο, δεν μπορεί να δημιουργήσει σκοπούς και, ακόμα λιγότερο, να τους εμφυσήσει στους ανθρώπους. 
Το μέγιστο που η επιστήμη μπορεί να προσφέρει είναι τα μέσα για την επίτευξη ορισμένων σκοπών. 

Αλλά οι σκοποί αυτοί καθαυτούς επινοούνται από προσωπικότητες με υψηλά ηθικά ιδανικά και 
-αν οι σκοποί αυτοί δεν είναι θνησιγενείς, αλλά βιώσιμοι και υγιείς- 
υιοθετούνται και προωθούνται από πολλούς ανθρώπους που, εν μέρει ασυνείδητα, καθορίζουν την αργή εξέλιξη της κοινωνίας. 

Για τους λόγους αυτούς, θα πρέπει να έχουμε στο νου μας να μην υπερεκτιμάμε την επιστήμη και τις επιστημονικές μεθόδους όταν η υπόθεση αφορά ανθρώπινα προβλήματα.
Και δεν θα πρέπει να θεωρούμε ως δεδομένο ότι μόνο οι ειδικοί έχουν δικαίωμα να εκφράζουν τη γνώμη τους για ζητήματα που επηρεάζουν την οργάνωση της κοινωνίας.


Αμέτρητες φωνές, εδώ και καιρό, διακηρύσσουν ότι η ανθρώπινη κοινωνία περνάει κρίση, ότι η σταθερότητά της έχει κλονιστεί σοβαρά.
Χαρακτηριστικό αυτής της κατάστασης είναι ότι τα άτομα νιώθουν αδιάφορα ή ακόμα και εχθρικά προς τις ομάδες, μικρές ή μεγάλες, στις οποίες ανήκουν.



Για να διευκρινίσω τι εννοώ, επιτρέψτε μου να επικαλεστώ μια προσωπική εμπειρία. 
Πρόσφατα συζητούσα με έναν έξυπνο και ευνοϊκά διατεθειμένο άνθρωπο για την απειλή ενός ακόμα πολέμου, ο οποίος κατά τη γνώμη μου θα αποτελούσε σοβαρό κίνδυνο για την ίδια την ύπαρξη της ανθρωπότητας, και σχολίασα πως μόνο ένας υπερεθνικός οργανισμός θα μπορούσε να προσφέρει προστασία από έναν τέτοιο κίνδυνο. 
Ο επισκέπτης μου, πολύ ήρεμα και ψυχρά, μου είπε: «Γιατί είσαι τόσο βαθιά αντίθετος στην εξαφάνιση της ανθρώπινης φυλής;».

Είμαι βέβαιος ότι μόλις έναν αιώνα πριν κανείς δεν θα έκανε μια τέτοια δήλωση με τόση ευκολία.

Πρόκειται για τη δήλωση ενός ανθρώπου που μάταια προσπαθούσε να βρει μια ισορροπία μέσα του και έχασε λίγο πολύ την ελπίδα για να το πετύχει.

Είναι η έκφραση μιας οδυνηρής μοναξιάς και απομόνωσης από την οποία τόσο πολλοί άνθρωποι υποφέρουν στις μέρες μας.


Ποια είναι όμως η αιτία; Υπάρχει διέξοδος;

Είναι εύκολο να εγείρεις τέτοια ερωτήματα, αλλά δύσκολο να τα απαντήσεις με κάποιο βαθμό βεβαιότητας.

Πρέπει να προσπαθήσω, ωστόσο, όσο καλύτερα μπορώ, αν και έχω μεγάλη επίγνωση ότι τα συναισθήματά μας και οι στόχοι για τους οποίους παλεύουμε είναι συχνά αντιφατικοί και δυσνόητοι και ότι δεν μπορούν να εκφραστούν με εύκολες και απλές διατυπώσεις.

Ο άνθρωπος είναι, ταυτόχρονα, ον μοναχικό και κοινωνικό. 

Ως μοναχικό ον, προσπαθεί να προστατέψει την ύπαρξή του και την ύπαρξη των οικείων του, να ικανοποιήσει τις προσωπικές του επιθυμίες και να καλλιεργήσει τις έμφυτες ικανότητές του. 

Ως κοινωνικό ον, επιδιώκει να κερδίσει την αναγνώριση και την αγάπη των συνανθρώπων του, να μοιραστεί τις χαρές τους, να τους παρηγορήσει στις στενοχώριες τους και να βελτιώσει τις συνθήκες ζωής τους. 

Μόνο η ύπαρξη αυτών των διάφορων, συχνά αλληλοσυγκρουόμενων, επιδιώξεων εξηγεί τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του ανθρώπου, και οι συγκεκριμένοι συνδυασμοί τους καθορίζουν το βαθμό που το άτομο μπορεί να πετύχει μια εσωτερική ισορροπία και να συμβάλλει στην ευημερία της κοινωνίας.

Είναι πολύ πιθανό η σχετική δύναμη αυτών των δύο επιδιώξεων να είναι βασικά προσδιορισμένη από την κληρονομικότητα.

Αλλά η προσωπικότητα που τελικά προκύπτει έχει σε μεγάλο βαθμό διαμορφωθεί από το περιβάλλον στο οποίο ο άνθρωπος τυχαίνει να βρίσκεται κατά την ανάπτυξή του, από τη διάρθρωση της κοινωνίας στην οποία μεγαλώνει, από την παράδοση της κοινωνίας αυτής και από το πώς αυτή αξιολογεί συγκεκριμένους τύπους συμπεριφοράς.

Η αφηρημένη έννοια «κοινωνία» σημαίνει για το ξεχωριστό ανθρώπινο ον το σύνολο των άμεσων και έμμεσων σχέσεών του με τους συγχρόνους του και με όλους τους ανθρώπους των προηγούμενων γενεών.

Το άτομο είναι ικανό να σκέφτεται, να νιώθει, να αγωνίζεται και να δουλεύει μόνο του.
Όμως εξαρτάται τόσο πολύ από την κοινωνία -στη φυσική, διανοητική και συναισθηματική ύπαρξή του- που είναι αδύνατο να το σκεφτούμε ή να το κατανοήσουμε εκτός του πλαισίου της κοινωνίας.
Είναι η «κοινωνία» που παρέχει στον άνθρωπο τροφή, ενδυμασία, κατοικία, εργαλεία εργασίας, γλώσσα, μορφές σκέψης και το βασικό περιεχόμενο των σκέψεων.
Η ζωή του είναι δυνατή χάρη στην εργασία και στα επιτεύγματα των πολλών εκατομμυρίων ανθρώπων στο παρελθόν και στο παρόν, που όλοι κρύβονται πίσω από τη μικρή λέξη «κοινωνία».

Είναι προφανές, συνεπώς, ότι η εξάρτηση του ατόμου από την κοινωνία είναι ένα φυσικό γεγονός που δεν μπορεί να καταργηθεί – όπως ακριβώς στην περίπτωση των μυρμηγκιών και των μελισσών.

Ωστόσο, ενώ ολόκληρη η πορεία ζωής των μυρμηγκιών και μελισσών καθορίζεται μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια με αυστηρά, κληρονομικά ένστικτα, τα κοινωνικά πρότυπα και οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων είναι ευμετάβλητα και επιρρεπή στις αλλαγές.

Η μνήμη, η ικανότητα να κάνει νέους συνδυασμούς, το δώρο της προφορικής επικοινωνίας έχουν καταστήσει δυνατές εξελίξεις μεταξύ των ανθρώπων που δεν υπαγορεύονται από βιολογικές αναγκαιότητες.
Τέτοιες εξελίξεις εκδηλώνονται στις παραδόσεις, τους θεσμούς και τους οργανισμούς. Επίσης στη λογοτεχνία, σε επιστημονικά και τεχνολογικά επιτεύγματα, σε έργα τέχνης.
Αυτό εξηγεί πώς συμβαίνει, υπό μία συγκεκριμένη έννοια, ο άνθρωπος να μπορεί να επηρεάζει τη ζωή του μέσα από τη δική του συμπεριφορά, και πώς σ’ αυτή τη διαδικασία η συνειδητή σκέψη και θέληση μπορεί να παίξει ρόλο.
Ο άνθρωπος αποκτά κατά τη γέννησή του, χάρη στην κληρονομικότητα, μια βιολογική σύσταση που πρέπει να τη θεωρούμε καθορισμένη και αμετάβλητη, και η οποία περιλαμβάνει τις φυσικές παρορμήσεις που είναι χαρακτηριστικές για το ανθρώπινο είδος.

Επιπλέον, στη διάρκεια της ζωής του,
αποκτά πολιτιστική συγκρότηση την οποία υιοθετεί από την κοινωνία μέσω της επικοινωνίας και μέσα από πολλά άλλα είδη επιρροών.
Είναι αυτή η πολιτιστική συγκρότηση που, με το πέρασμα του χρόνου, υπόκειται σε αλλαγή και που καθορίζει σε πολύ μεγάλο βαθμό τη σχέση μεταξύ του ατόμου και της κοινωνίας.

Η σύγχρονη ανθρωπολογία μάς έχει διδάξει, μέσα από σχετική έρευνα των επονομαζόμενων πρωτόγονων πολιτισμών,
 ότι η κοινωνική συμπεριφορά των ανθρώπινων όντων μπορεί να διαφέρει πολύ, ανάλογα με τα επικρατούντα πολιτιστικά πρότυπα και τους τύπους οργάνωσης που κυριαρχούν στην κοινωνία. 
Σε αυτό ακριβώς βασίζουν τις ελπίδες τους όσοι αγωνίζονται να καλυτερέψουν την τύχη του ανθρώπου: 

οι άνθρωποι δεν είναι καταδικασμένοι, λόγω της βιολογικής κατασκευής τους, να αλληλοεξοντώνονται ή να παραδίδονται στο έλεος μιας σκληρής και αναπόφευκτης μοίρας.

Όταν αναρωτιόμαστε πώς η διάρθρωση της κοινωνίας και η πολιτιστική στάση του ανθρώπου πρέπει να αλλάξουν για να γίνει η ανθρώπινη ζωή όσο πιο ικανοποιητική γίνεται,
θα πρέπει συνεχώς να έχουμε επίγνωση του γεγονότος ότι υπάρχουν ορισμένες συνθήκες τις οποίες δεν μπορούμε να αλλάξουμε.
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η βιολογική φύση του ανθρώπου, για πρακτικούς λόγους, δεν υπόκειται σε αλλαγή.
Επιπροσθέτως, τεχνολογικές και δημογραφικές εξελίξεις των τελευταίων λίγων αιώνων έχουν δημιουργήσει συνθήκες που είναι αμετάβλητες.

Στις περιοχές με σχετικά πυκνό πληθυσμό, η παραγωγή των αναγκαίων για τη ζωή αγαθών προϋποθέτει αναγκαστικά τον καταμερισμό της εργασίας και μια μεγάλη συγκέντρωση παραγωγικού μηχανισμού.

Η εποχή που τα άτομα ή σχετικά μικρές ομάδες μπορούσαν να είναι πλήρως αυτάρκη
-η οποία, κοιτώντας στα περασμένα, φαίνεται τόσο ειδυλλιακή-
έχει παρέλθει για πάντα.
Είναι απλώς μια μικρή υπερβολή να πούμε ότι η ανθρωπότητα αποτελεί ήδη μια παγκόσμια κοινότητα παραγωγής και κατανάλωσης.

Τώρα έφτασα στο σημείο όπου μπορώ να προσδιορίσω με συντομία τι συνιστά για μένα την ουσία της σημερινής κρίσης.
Πρόκειται για τη σχέση του ατόμου με την κοινωνία.
Το άτομο έχει συνειδητοποιήσει περισσότερο από ποτέ την εξάρτησή του από την κοινωνία.


Όμως δεν βιώνει αυτή την εξάρτηση ως θετικό στοιχείο, ως οργανικό δεσμό, ως προστατευτική δύναμη, αλλά, μάλλον, ως απειλή στα φυσικά του δικαιώματα, ή ακόμα και στην οικονομική του ύπαρξη.
Επιπλέον, η θέση του στην κοινωνία είναι τέτοια που οι εγωιστικές του επιδιώξεις επιτείνονται συνεχώς, ενώ οι κοινωνικές του επιδιώξεις, που από τη φύση τους είναι πιο ασθενείς, σταδιακά υποβαθμίζονται.
Όλοι οι άνθρωποι, ανεξάρτητα από τη θέση τους στην κοινωνία, υποφέρουν από αυτή τη διαδικασία χειροτέρευσης.
Αιχμάλωτοι εν αγνοία τους του ίδιου τους του εγωισμού, νιώθουν ανασφαλείς, μοναχοί και στερημένοι από την αφελή, απλή και ανεπιτήδευτη απόλαυση της ζωής.
Ο άνθρωπος μπορεί να βρει νόημα στη ζωή, που είναι τόσο σύντομη και επικίνδυνη, μόνο αφιερώνοντας τον εαυτό του στην κοινωνία.

Η οικονομική αναρχία της καπιταλιστικής κοινωνίας όπως υπάρχει σήμερα είναι, κατά τη γνώμη μου, η πραγματική πηγή του κακού.

Βλέπουμε μπροστά μας μια τεράστια κοινότητα παραγωγών, τα μέλη της οποίας παλεύουν ακατάπαυστα να αποστερήσουν ο ένας από τον άλλο τους καρπούς της συλλογικής εργασίας τους – όχι με τη βία, αλλά γενικά με πιστή υποταγή στους νομικά καθιερωμένους κανόνες.

Από την άποψη αυτή, είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσει κανείς ότι τα μέσα παραγωγής -δηλαδή ολόκληρη η παραγωγική ικανότητα που απαιτείται για να παραχθούν καταναλωτικά αγαθά, καθώς και πρόσθετα κεφαλαιουχικά αγαθά- μπορούν νομικά να αποτελέσουν, και κατά το μεγαλύτερο μέρος αποτελούν, ατομική ιδιοκτησία μεμονωμένων ατόμων.

Χάριν απλοποίησης, στη συζήτηση που ακολουθεί θα αποκαλώ «εργάτες» όλους εκείνους που δεν συμμετέχουν στην ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής – αν και αυτό δεν αντιστοιχεί απόλυτα στη συνηθισμένη χρήση του όρου. 

Ο ιδιοκτήτης των μέσων παραγωγής είναι σε θέση να αγοράζει την εργατική δύναμη του εργάτη. Χρησιμοποιώντας τα μέσα παραγωγής, ο εργάτης παράγει νέα αγαθά τα οποία γίνονται ιδιοκτησία του καπιταλιστή.

Το ουσιώδες σημείο σ’ αυτή τη διαδικασία είναι η σχέση ανάμεσα σ’ αυτό που ο εργάτης παράγει και σ’ αυτό που πληρώνεται, και τα δύο μετρημένα σε όρους πραγματικής αξίας.

Στο βαθμό που η σύμβαση εργασίας είναι «ελεύθερη», αυτό που ο εργάτης λαμβάνει δεν καθορίζεται από την πραγματική αξία των αγαθών που παράγει,
αλλά από τις ελάχιστες ανάγκες του και από τις απαιτήσεις του καπιταλιστή σε εργατική δύναμη,

σε σχέση με τον αριθμό των εργατών που συναγωνίζονται για τις θέσεις εργασίας.

Είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι, ακόμη και στη θεωρία, η αμοιβή του εργάτη δεν καθορίζεται από την αξία του προϊόντος που παράγει.

Το ιδιωτικό κεφάλαιο τείνει να συγκεντρωθεί σε λίγα χέρια,
 εν μέρει λόγω του ανταγωνισμού μεταξύ των καπιταλιστών,
και εν μέρει γιατί η τεχνολογική ανάπτυξη και ο αυξανόμενος καταμερισμός εργασίας ενθαρρύνουν το σχηματισμό μεγαλύτερων παραγωγικών μονάδων σε βάρος μικρότερων.
Το αποτέλεσμα αυτών των εξελίξεων είναι μια ολιγαρχία ιδιωτικού κεφαλαίου,
η τεράστια εξουσία του οποίου δεν μπορεί να ελέγχεται αποτελεσματικά ακόμη και σε μια δημοκρατικά οργανωμένη κοινωνία.

Αυτό συμβαίνει επειδή τα μέλη των νομοθετικών οργάνων επιλέγονται από τα πολιτικά κόμματα, τα οποία σε μεγάλο βαθμό χρηματοδοτούνται ή επηρεάζονται αλλιώς από ιδιώτες καπιταλιστές, που, για πρακτικούς σκοπούς, διαχωρίζουν το εκλογικό σώμα από τους νομοθέτες.
Το αποτέλεσμα είναι ότι οι αντιπρόσωποι του λαού στην πραγματικότητα δεν προασπίζονται αποτελεσματικά τα συμφέροντα των μη προνομιούχων τμημάτων του πληθυσμού.
Επιπλέον, στις υπάρχουσες συνθήκες, οι ιδιώτες καπιταλιστές ελέγχουν αναπόφευκτα, άμεσα ή έμμεσα, τις κύριες πηγές πληροφόρησης (τύπος, ραδιόφωνο, παιδεία).


Έτσι είναι υπερβολικά δύσκολο, και μάλιστα στις περισσότερες περιπτώσεις εντελώς αδύνατο, για τον απλό πολίτη να καταλήξει σε αντικειμενικά συμπεράσματα και να ασκεί έξυπνα τα πολιτικά του δικαιώματα.


Η κατάσταση που επικρατεί σε μια οικονομία που βασίζεται στην ατομική ιδιοκτησία του κεφαλαίου χαρακτηρίζεται επομένως από δύο κύριες αρχές:
πρώτον, τα μέσα παραγωγής (κεφάλαιο) αποτελούν ατομική ιδιοκτησία και οι ιδιοκτήτες τα διαχειρίζονται κατά την κρίση τους, δεύτερον, η σύμβαση εργασίας είναι ελεύθερη.
 Φυσικά, κατά την έννοια αυτή, δεν υπάρχει καθαρή καπιταλιστική κοινωνία.
Ειδικά, θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι εργάτες, μέσα από μακροχρόνιους και δριμείς πολιτικούς αγώνες, πέτυχαν να διασφαλίσουν μία κάπως βελτιωμένη μορφή «ελεύθερης σύμβασης εργασίας» για ορισμένες κατηγορίες εργατών.


Αλλά, στο σύνολό της, η σημερινή οικονομία δεν διαφέρει πολύ από τον «καθαρό» καπιταλισμό.
Η παραγωγή πραγματοποιείται για το κέρδος, και όχι για τη χρήση.


Δεν υπάρχει πρόνοια ότι όλοι αυτοί που μπορούν και θέλουν να εργαστούν θα είναι πάντα σε θέση να βρουν εργασία.


Μια «στρατιά ανέργων» υπάρχει σχεδόν πάντα.

Ο εργάτης βρίσκεται σε συνεχή φόβο να μη χάσει τη δουλειά του. Αφού οι άνεργοι και οι χαμηλόμισθοι εργάτες δεν εξασφαλίζουν μια κερδοφόρα αγορά, η παραγωγή καταναλωτικών αγαθών είναι περιορισμένη, και το αποτέλεσμα είναι μεγάλες οικονομικές δυσκολίες.

Η τεχνολογική πρόοδος συχνά οδηγεί σε περισσότερη ανεργία παρά στην ανακούφιση όλων των εργαζομένων από τα βάρη της εργασίας.

Το κίνητρο του κέρδους, σε συνδυασμό με τον ανταγωνισμό μεταξύ των καπιταλιστών, είναι υπεύθυνο για την αστάθεια στη συσσώρευση και στο βαθμό χρησιμοποίησης του κεφαλαίου, πράγμα που οδηγεί σε όλο και πιο σοβαρές υφέσεις.

Ο απεριόριστος ανταγωνισμός οδηγεί σε μια τεράστια σπατάλη εργασίας, και σ’ αυτό το σακάτεμα της κοινωνικής συνείδησης των ατόμων, που ανέφερα πιο πάνω.


Θεωρώ το σακάτεμα των ατόμων το χειρότερο κακό του καπιταλισμού. Ολόκληρο το σύστημα της παιδείας μας υποφέρει από αυτό το κακό.


Μια υπέρμετρα ανταγωνιστική συμπεριφορά καλλιεργείται στους σπουδαστές, που μαθαίνουν να λατρεύουν την επιτυχία σε όρους κατέχειν, ως προετοιμασία για τη μελλοντική τους καριέρα.



Είμαι πεπεισμένος ότι υπάρχει μόνο ένας δρόμος για να εξαλειφθεί όλο αυτό το κακό, και αυτός είναι η ίδρυση μιας σοσιαλιστικής οικονομίας,
συνοδευόμενη από ένα σύστημα παιδείας που θα είναι προσανατολισμένο σε κοινωνικούς σκοπούς.


Σε μια τέτοια οικονομία, τα μέσα παραγωγής ανήκουν στην ίδια την κοινωνία και αξιοποιούνται με σχεδιασμένο τρόπο.

Μια σχεδιασμένη οικονομία, που προσαρμόζει την παραγωγή στις ανάγκες της κοινωνίας, θα κατένειμε την εργασία που θα έπρεπε να καταβληθεί μεταξύ των ικανών να δουλέψουν και θα μπορούσε να εγγυηθεί τα προς το ζην σε κάθε άντρα, γυναίκα και παιδί.

Η παιδεία του κάθε ατόμου, μαζί με την προώθηση των δικών του έμφυτων ικανοτήτων, θα επιχειρούσε να αναπτύξει στο άτομο μια αίσθηση ευθύνης για τους άλλους ανθρώπους, αντί για την εξύμνηση της εξουσίας και της επιτυχίας όπως γίνεται στη σημερινή μας κοινωνία.

Ωστόσο, είναι αναγκαίο να θυμόμαστε ότι μια σχεδιασμένη οικονομία δεν σημαίνει από μόνη της σοσιαλισμό.

Μια σχεδιασμένη οικονομία αυτή καθαυτήν μπορεί να συνοδεύεται από την πλήρη υποδούλωση του ατόμου.

Η επίτευξη του σοσιαλισμού απαιτεί την επίλυση κάποιων εξαιρετικά δύσκολων κοινωνικοπολιτικών προβλημάτων: 

Πώς είναι δυνατό, λαμβάνοντας υπόψη τη μεγάλη συγκέντρωση της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας, να αποτρέψει κανείς τη γραφειοκρατία από το να γίνει παντοδύναμη και υπερφίαλη;

Πώς μπορούν να προστατευτούν τα δικαιώματα του ατόμου και ταυτόχρονα να διασφαλιστεί ένα δημοκρατικό αντίβαρο στην εξουσία της γραφειοκρατίας;

Η σαφήνεια σχετικά με τους σκοπούς και τα προβλήματα του σοσιαλισμού είναι μεγίστης σημασίας στη μεταβατική μας εποχή.
Αφού, κάτω από τις παρούσες συνθήκες, η ελεύθερη και ανεμπόδιστη συζήτηση των προβλημάτων αυτών θεωρείται ένα μεγάλο ταμπού, πιστεύω ότι η ίδρυση αυτού του περιοδικού θα είναι μια σημαντική κοινωνική υπηρεσία.

Πηγή: agkarra