14 Οκτωβρίου, 2016

Τζάμπα χρήμα στους μεγαλοεπιχειρηματίες αγρότες, Ξεκλήρισμα στους μικροαγρότες:



"Τα προγράμματα της κυβέρνησης, στόχο έχουν να ενισχύσουν την καπιταλιστικοποίηση της αγροτοκτηνοτροφικής παραγωγής,
 με βάση τις κατευθύνσεις της ΚΑΠ" 




Η ανακοίνωση του υπουργού Αγροτικής ανάπτυξης για την προκήρυξη της πρώτης δέσμης μέτρων προϋπολογισμού 1,5 δισ. ευρώ από το Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης (ΠΑΑ) 2014 - 2020, τα οποία θα «τρέξουν» μέχρι το τέλος του χρόνου, είναι «μια από τα ίδια». 
Αφορούν σε τέσσερις πυλώνες: Νέοι αγρότες, βιολογική γεωργία, επενδυτικά σχέδια (μεταποίηση πρωτογενών προϊόντων και σχέδια βελτίωσης), κατάρτιση αγροτών. 
Τα 800 μάλιστα εκατομμύρια θα δοθούν στις 13 Περιφέρειες της χώρας, οι οποίες θα τα διαχειριστούν με βάση τις κεντρικές κατευθύνσεις.

Η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, με την εξαγγελία των μέτρων αυτών, 
σερβίρει «ξαναζεσταμένη σούπα», καθώς από το Δεκέμβρη που εγκρίθηκε το ΠΑΑ συνολικού ύψους 6 δισ. ευρώ (4,7 δισ. κοινοτική συμμετοχή και τα υπόλοιπα εθνική και ιδιωτική), 
το αξιοποιεί συνεχώς ως προπαγανδιστική αιχμή για το «αναπτυξιακό μοντέλο» που προωθεί στην ύπαιθρο, 
δηλαδή για την επιτάχυνση της καπιταλιστικής ανάπτυξης της αγροτικής παραγωγής, της ενίσχυσης της κερδοφορίας μέσω του ανταγωνισμού.
Αυτήν την πραγματικότητα υλοποιεί το ΠΑΑ. 
Είναι χαρακτηριστικό ότι στο προσχέδιο που είχε δοθεί για έγκριση στην Κομισιόν τον περασμένο Νοέμβρη, αναφερόταν: 
«Η μικρή σε έκταση γεωργική εκμετάλλευση είναι οικονομικά ασύμφορη, διότι απαγορεύει τις οικονομίες κλίμακας, τόσο στις καλλιεργητικές πρακτικές, όσο και στις επενδύσεις (...) 
Το μέγεθος των εκμεταλλεύσεων έχει σαφή επίπτωση στην οικονομική αποτελεσματικότητα και γενικά στις επιδόσεις και τις επιχειρηματικές ευκαιρίες των εκμεταλλεύσεων».

Η προοπτική ενίσχυσης της παραπάνω τάσης αποτυπώνεται και στις πρόσφατες εξαγγελίες της κυβέρνησης. 
Από την ίδια την ανακοίνωση του υπουργείου, γίνεται σαφές ότι τα προωθούμενα επενδυτικά προγράμματα, 
που αποτελούν ένα από τα τέσσερα σκέλη της χρηματοδότησης, αφορούν κατά βάση στη χρηματοδότηση καπιταλιστικών αγροτικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων μεταποίησης αγροτικών προϊόντων 
και όχι τους μικρομεσαίους παραγωγούς.


Για τη μεταποίηση και τα σχέδια βελτίωσης

Ενα από τα μέτρα αποτελεί η χρηματοδότηση επενδύσεων στη μεταποίηση αγροτικών προϊόντων από «επαγγελματίες αγρότες»
Τη στιγμή που η συγκυβέρνηση υιοθέτησε τις συστάσεις της εργαλειοθήκης του ΟΟΣΑ και μια σειρά άλλα μέτρα, δίνοντας τη δυνατότητα στα μονοπώλια της μεταποίησης να αξιοποιούν φθηνότερες εισαγόμενες πρώτες ύλες 
(π.χ. κατάργηση ορίου ζωής στο γάλα, αλλαγές στη νομοθεσία για το γιαούρτι), 
προβάλλει τώρα ότι δήθεν δίνει διεξόδους στους παραγωγούς, χορηγώντας τους τη δυνατότητα να μεταποιούν οι ίδιοι τα προϊόντα τους.
Το μέτρο αυτό θα το καρπωθούν καπιταλιστικές αγροτικές εκμεταλλεύσεις που έχουν τη δυνατότητα καθετοποίησης, πρόσβασης στην αγορά μέσω της ανάπτυξης βραχέων αλυσίδων εφοδιασμού και διαμόρφωσης αγροτοδιατροφικών clusters 
ή σύναψης συμφωνιών με βιομηχανίες τροφίμων, εμπορικά κέντρα και αλυσίδες σούπερ μάρκετ 
που απορροφούν άμεσα χωρίς εμπόρους - μεσάζοντες την παραγωγή τους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το πρόγραμμα αφορά 500 μόλις επενδυτικά σχέδια με προϋπολογισμό 170 εκατομμύρια (κατά μέσο όρο 340.000 ευρώ ανά σχέδιο) και με ποσοστό χρηματοδότησης από 40% - 75% ανάλογα με την περιοχή υλοποίησης της επένδυσης. 
Το υπόλοιπο ποσοστό (25% - 60%) θα χρηματοδοτηθεί από τους ίδιους τους «επαγγελματίες αγρότες» με ίδια κεφάλαια.
Αυτό το γεγονός από μόνο του αρκεί για να καταλάβει κανείς ότι οι φτωχομεσαίοι αγροτοκτηνοτρόφοι, που η θηλιά των χρεών στις τράπεζες τους πνίγει, 
που έχουν οδηγηθεί στην αδυναμία να πληρώσουν τις τεράστιες ασφαλιστικές εισφορές στον ΟΓΑ 
και από το γεγονός ότι οι βιομήχανοι τους παίρνουν την παραγωγή «μπιρ παρά», 
δεν έχουν να περιμένουν τίποτα από το πρόγραμμα. 
Αντίθετα, επειδή δεν μπορούν να αντέξουν στον ανταγωνισμό, θα έρθουν σε ακόμα χειρότερη θέση λόγω της συνέχισης της πολιτικής ικανοποίησης όλων των αξιώσεων των μονοπωλίων της μεταποίησης και των τραπεζών.

Η προοπτική αυτή επιβεβαιώνεται και από τον κατάλογο των πρώτων επενδυτικών σχεδίων ύψους 95 εκ. ευρώ που θα πληρωθούν από το ΠΑΑ 2014 - 2020 (είχαν ενταχθεί στο ΠΑΑ την περίοδο 2007 - 2013, αλλά έχουν περάσει ως «έργα - γέφυρες» για να πληρωθούν από το νέο ΠΑΑ 2014 - 2020). 
Το σύνολο των κονδυλίων κατευθύνεται σε μεγάλες κάθετες επιχειρήσεις του αγροτοδιατροφικού συμπλέγματος, σε ομάδες παραγωγών και σε μεταποιητικές μονάδες,


Ενίσχυση των καπιταλιστικών επιχειρήσεων
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η χρηματοδότηση μέχρι 5.000 σχεδίων βελτίωσης με ένα ποσό που φτάνει τα 360 εκ. ευρώ (κατά μέσο όρο 72.000 ευρώ). 
Σε αυτήν την περίπτωση, η συμμετοχή με ίδια κεφάλαια είναι ύψους 25% - 60%, ανάλογα πάλι με την περιοχή.
Ασφαλώς και από αυτά τα προγράμματα 
υπάρχει αρνητική εμπειρία για μεγάλο αριθμό μικρομεσαίων αγροτοκτηνοτρόφων, οι όποιοι μπήκαν σε αυτά, χρεώθηκαν στις τράπεζες για να εξασφαλίσουν το δικό τους μερίδιο στην «επένδυση» και η συνολική τους κατάσταση δεν άλλαξε, καθώς παρέμειναν έρμαια των μεγαλεμπόρων και μεταποιητών, αλλά και των ακόμα μεγαλύτερων χρεών τους.
Σε ό,τι αφορά το ύψος της επένδυσης, είναι χαρακτηριστικό ότι μπορεί να ανέλθει έως 500.000 ευρώ, ενώ για συλλογικές επενδύσεις από ομάδες παραγωγών έως 2 εκ. ευρώ. 
Το εν λόγω μέτρο είναι ιδιαίτερα προσανατολισμένο στην ενίσχυση των ομάδων παραγωγών, δηλαδή συλλογικών καπιταλιστικών αγροτικών επιχειρήσεων, των οποίων η ιδιωτική συμμετοχή δεν θα ξεπερνά το 40% (25% - 40%).


Αλλωστε, η προώθηση των ομάδων παραγωγών βρίσκεται στην προμετωπίδα της ΚΑΠ. 
Η νομοτελειακή εξέλιξη τέτοιων επιχειρήσεων, όπως και των συνεταιρισμών, είναι τελικά είτε η μετατροπή τους σε καπιταλιστικές επιχειρήσεις (τύπου ΑΕ), είτε η μετατροπή της συλλογικής ιδιοκτησίας σε μετοχική, σε συγκέντρωση της ιδιοκτησίας σε ορισμένους μεγαλομετόχους και τη σταδιακή μετατροπή του διευθυντικού μηχανισμού σε ιδιοκτήτες της επιχείρησης είτε η πτώχευση και διάλυσή τους.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση με την πώληση της γαλακτοβιομηχανίας «ΔΩΔΩΝΗ», αλλά ακόμη και το γεγονός ότι η συμμετοχή σε μια σειρά από ομάδες παραγωγών απαιτεί σημαντικό ύψος ατομικών κεφαλαίων.
Παραδείγματα αποτελούν στον τομέα των οσπρίων ο Αγροτικός Συνεταιρισμός Εθνικού Δρυμού Πρεσπών «Πελεκάνος», όπου η εξασφάλιση συνεταιριστικής μερίδας απαιτεί το ποσό των 34.000 ευρώ, αλλά και η Ομάδα Παραγωγών «ΘΕΣΓΑΛΑ», όπου το μέσο μέγεθος των εκμεταλλεύσεων που συμμετέχουν στο συνεταιρισμό είναι 180 αγελάδες/εκμετάλλευση, τη στιγμή που ο μέσος όρος σε επίπεδο χώρας υπολογίζεται ότι δεν ξεπερνά τις 35 αγελάδες/εκμετάλλευση.
Πρόκειται για παραδείγματα που αναδεικνύουν το πόσο κάλπικες είναι οι διακηρύξεις της κυβέρνησης ότι η σύσταση συλλογικών καπιταλιστικών επιχειρήσεων, πολύ περισσότερο ομάδων παραγωγών, αποτελεί τη λύση για τη μικρομεσαία αγροτιά.


Στις «ράγες» της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής

Το ΠΑΑ κινείται ακριβώς στην κατεύθυνση που θέτουν οι στόχοι της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) που συν-επεξεργάζονται τα κράτη - μέλη στα θεσμικά όργανα της ΕΕ και που εφαρμόζουν οι κυβερνήσεις. 
Πρόκειται για μια αντικειμενική τάση στον καπιταλισμό που όπως έχει δείξει η μέχρι σήμερα εμπειρία πραγματοποιείται και με τη συμβολή της ΚΑΠ.


Τα επενδυτικά σχέδια που θα ενταχθούν στο ΠΑΑ, 
θα ενισχύσουν, μέσω του ανταγωνισμού, το σχηματισμό μεγαλύτερων καπιταλιστικών επιχειρήσεων στον πρωτογενή τομέα, τη συγκεντροποίηση και την αύξηση της κλίμακας της παραγωγής, η οποία αποτελεί απαραίτητο συστατικό για την άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας και του εμπορίου. 
Μέσα από αυτήν τη διαδικασία μεγαλύτερα κεφάλαια μπορούν και εκτοπίζουν μικρότερα, 
καθώς οι μεγάλες καπιταλιστικές μονάδες, όπου η παραγωγικότητα είναι συγκριτικά πολύ μεγαλύτερη, 
έχουν τη δυνατότητα λόγω μεγαλύτερης παραγωγής να αγοράζουν φτηνότερα τα καλλιεργητικά μέσα, να παίρνουν τη μερίδα του λέοντος στις επιδοτήσεις και να μπορούν να προωθούν τα προϊόντα τους με καλύτερους όρους.
Αυτό είναι αντικειμενικό στο σημερινό δρόμο ανάπτυξης και ενδυναμώνει την τάση διαμόρφωσης μιας παραγωγικής βάσης που στηρίζεται στη μεγάλη καπιταλιστική παραγωγική μονάδα και στην καθετοποίηση.

Την ίδια στιγμή, οι μικρομεσαίοι αγροτοκτηνοτρόφοι θα εξακολουθήσουν να πλήττονται από την εφαρμοζόμενη πολιτική που ενισχύει τα μονοπώλια της μεταποίησης και τις μεγάλες καπιταλιστικές αγροτικές επιχειρήσεις.


Υπάρχει άλλος δρόμος

Η λύση, τόσο για τους μικρομεσαίους αγροτοκτηνοτρόφους, 
όσο και για τα λαϊκά στρώματα που έχουν ανάγκη από μια πρωτογενή παραγωγή που θα διασφαλίζει φθηνά και ποιοτικά τρόφιμα, 
βρίσκεται στη διαφορετική κοινωνικοοικονομική οργάνωση από τη λαϊκή εξουσία, 
στη μεγάλη παραγωγή και στην καθετοποίηση, αλλά με διαφορετικές σχέσεις παραγωγής, με επίκεντρο τη μεγάλη κοινωνικοποιημένη μονάδα με κεντρικό σχεδιασμό και εργατικό έλεγχο, 
έξω από τα δεσμά της καπιταλιστικής ΕΕ 
και κάθε άλλης ιμπεριαλιστικής διακρατικής καπιταλιστικής ένωσης.

Οι μικροί παραγωγοί 
που θα επιθυμούν να παραμείνουν στην παραγωγή 
θα μπορούν να αξιοποιούν τους παραγωγικούς συνεταιρισμούς 
που θα διαφέρουν ριζικά από τους σημερινούς 
και να εντάσσονται σε αυτούς εθελοντικά, 
για να διασφαλίζουν σημαντική βελτίωση των συνθηκών εργασίας και διαβίωσής τους 
(μείωση κόστους παραγωγής, προστασία παραγωγής, επιστημονική - τεχνική υποστήριξη κ.ά.). 
Μέσα από αυτήν τη διαδικασία θα μπουν οι βάσεις για την οριστική λύση του διατροφικού προβλήματος του λαού και την εξασφάλιση ικανοποιητικού εισοδήματος για τους παραγωγούς.



Ν. Α.

Η διέξοδος: