10 Νοεμβρίου, 2016

το νέο Τσιράκι των Εφοπλιστών:


«Οι προκλήσεις για το μέλλον είναι μεγάλες. 
Ωστόσο, η πολιτεία θα συνεχίσει να είναι αρωγός και συνταξιδιώτης στις τρικυμίες και στις νηνεμίες. 
Θα συνεχίσει να προασπίζει τα συμφέροντα της ελληνικής ναυτιλίας στους διεθνείς οργανισμούς».

ΑΛ. ΤΣΙΠΡΑΣ
«Συνταξιδιώτης» των εφοπλιστών στο αντιλαϊκό δρομολόγιο

Με βασικά χαρτιά για την κερδοφορία τους την πάμφθηνη εργατική δύναμη, τα σχέδια για την προοπτική ανάδειξης της Ελλάδας σε ενεργειακό και διαμετακομιστικό κέντρο και την ανάπτυξη των υποδομών στα λιμάνια



«Οι προκλήσεις για το μέλλον είναι μεγάλες. Ωστόσο, η πολιτεία θα συνεχίσει να είναι αρωγός και συνταξιδιώτης στις τρικυμίες και στις νηνεμίες. Θα συνεχίσει να προασπίζει τα συμφέροντα της ελληνικής ναυτιλίας στους διεθνείς οργανισμούς». Τη διαβεβαίωση αυτή παρείχε στους εφοπλιστές ο πρωθυπουργός Αλ. Τσίπρας, χαιρετίζοντας τη χτεσινοβραδινή εκδήλωση για τα 100 χρόνια της Ενωσης Ελλήνων Εφοπλιστών, που χαρακτήρισε «ορόσημο τόσο για την ελληνική ναυτιλία όσο και για την ελληνική οικονομία».

Με δεδομένες τις δεσμεύσεις για έμπρακτη στήριξη, συνέστησε στους εφοπλιστές να αξιοποιήσουν τις τελευταίες εξελίξεις, όπως π.χ. το Brexit, ως επενδυτική ευκαιρία για το ναυτιλιακό κλάδο, ενώ δεν παρέλειψε να διαφημίσει τα όσα η κυβέρνησή του έχει κάνει για το κεφάλαιο, αξιοποιώντας στο επικίνδυνο παιχνίδι των ανταγωνισμών τη γεωστρατηγική θέση της χώρας και τη συμμετοχή της στις ιμπεριαλιστικές ενώσεις. 
Οπως είπε: «Η γεωστρατηγική θέση της χώρας μας παρέχει: την προοπτική αναβάθμισης των λιμένων με πρότυπο την ποιοτική αναβάθμιση του Πειραιά, την εκμετάλλευση μαρίνων, την ανάδειξη επιχειρήσεων που θα εξειδικεύονται στην ανάπτυξη καινοτόμων σχεδίων με εφαρμογή στο χώρο της ναυτιλίας, την ανάπτυξη της κρουαζιέρας, την εμβάθυνση της εμπιστοσύνης και της συνεργασίας που έχουμε αναπτύξει με την COSCO στο λιμάνι του Πειραιά, την εκμετάλλευση των συνεργιών που δημιουργεί η παράλληλη ενεργειακή αναβάθμιση της χώρας μας, χάρη στα σημαντικά έργα σε εξέλιξη όπως ο Trans-Adriatic Pipeline (TAP) και ο Interconnector Greece-Bulgaria (IGB), η αναβάθμιση του τερματικού LNG στη Ρεβυθούσα και ο σχεδιαζόμενος FSRU στην Αλεξανδρούπολη».

Ολα αυτά τα παρουσίασε σαν «ελπιδοφόρες ενδείξεις ότι υπάρχουν οι ευκαιρίες που θα δώσουν το έναυσμα για την αλλαγή σελίδας στην οικονομία» και επικαλέστηκε «τη γνωστή σε όλο τον κόσμο επιχειρηματική οξυδέρκεια των Ελλήνων πλοιοκτητών και τη συνήθεια που έχουν να παίρνουν τη σωστή απόφαση, στη σωστή στιγμή», προσκαλώντας τους «να επενδύσετε και να αξιοποιήσετε τις ευκαιρίες που αναδύονται στη χώρα μας».
Ο Αλ. Τσίπρας, σε μια εξοργιστική προσπάθεια να κρύψει ότι η «ανταγωνιστικότητα» του ελληνικού εφοπλιστικού κεφαλαίου έχει χτιστεί πάνω στην άγρια εκμετάλλευση των ναυτεργατών, εξήρε την «καινοτομία, πρωτοπορία και διορατικότητα των Ελλήνων εφοπλιστών στις επενδύσεις και στον τρόπο λήψης αποφάσεων», που, όπως είπε, «έθεσαν τις βάσεις για την κατάκτηση της κορυφής στο διεθνές στίβο» και εξασφάλισαν «τα πρωτεία για τον ελληνόκτητο στόλο».

Αναγνωρίζοντας το ρόλο του εφοπλισμού στην ανάπτυξη της καπιταλιστικής οικονομίας, τόσο στην Ελλάδα όσο και σε επίπεδο ΕΕ, ανέφερε ότι «η ελληνική πλοιοκτησία κατατάσσεται πρώτη σε επίπεδο χωρητικότητας, με την Ιαπωνία, την Κίνα και τη Γερμανία να υπολείπονται. Τα μεγέθη είναι αν μη τι άλλο εντυπωσιακά. Ο ελληνικός πληθυσμός καταλαμβάνει ποσοστό μόλις 0,15% του παγκόσμιου πληθυσμού και παρ' όλα αυτά, τα πλοία που ελέγχονται από Ελληνες διενεργούν το 25% του παγκόσμιου θαλάσσιου εμπορίου» και πρόσθεσε ότι τα μεγέθη αυτά «έχουν διπλή ανάγνωση. Πρωτίστως, η συνεισφορά της ελληνικής ναυτιλίας διεθνώς δεν θα πρέπει να εξετάζεται μόνο υπό το πρίσμα της ελληνικής οικονομίας, αλλά είναι επιτακτική ανάγκη να αναδεικνύεται και η συνεισφορά της στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της Ευρωπαϊκής Ενωσης στο παγκόσμιο θαλάσσιο εμπόριο».

Ολα για την ανάκαμψη των κερδών...

Σε ό,τι αφορά το «ιερό δισκοπότηρο» της ανάκαμψης των καπιταλιστικών κερδών για την οποία πασχίζει, ο πρωθυπουργός, αφού σκιαγράφησε τις δυσκολίες λέγοντας ότι «η αναιμική ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας σε συνδυασμό με την υπερπροσφορά πλοίων και την απομόχλευση των πιστωτικών ιδρυμάτων, έχει συρρικνώσει την κερδοφορία των περισσοτέρων εταιρειών του χώρου. Σε όλα αυτά έρχονται να προστεθούν οι ταχύτατες εξελίξεις στην τεχνολογία, οι επικείμενες αλλαγές στην εκπομπή των ρύπων, οι πιέσεις από το ευρωπαϊκό πλαίσιο ανταγωνισμού», πρόσθεσε ότι «η ελληνική οικονομία, μετά από 6 χρόνια βαθιάς κρίσης, βρίσκεται επιτέλους στη φάση της ανάκαμψης».

Ταυτόχρονα, έδωσε το στίγμα των μόνιμων αντιλαϊκών μέτρων και των μέτρων στήριξης του κεφαλαίου, που αποτελούν προϋπόθεση για την ανάκαμψη των κερδών, λέγοντας ότι «τα τελευταία 2 χρόνια επιχειρούμε να διορθώσουμε χρόνιες στρεβλώσεις και να μεταρρυθμίσουμε την οικονομία μας. Να αλλάξουμε τα κακώς κείμενα του παρελθόντος. Να θεμελιώσουμε αναπτυξιακό υπόβαθρο στους κλάδους που διαθέτουμε συγκριτικό πλεονέκτημα. Να ενισχύσουμε την ανταγωνιστικότητά μας», ενώ εκτίμησε πως στη βάση αυτών των μέτρων, «το 2017 θα βρει την Ελλάδα να αναπτύσσεται με υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης, να συμμετέχει στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ και να επιστρέφει αυτοδύναμη στις αγορές. Αυτό εκτιμούν οι περισσότεροι αναλυτές, αλλά και οι επίσημοι θεσμικοί φορείς της Ευρώπης και του ΔΝΤ». Εξάλλου, δεν έκρυψε ότι στόχος είναι η πρόσβαση των επιχειρηματικών ομίλων σε φτηνότερο χρήμα, μιλώντας για τη «στιγμή να αναγνωριστούν οι προσπάθειές μας μέσω της λήψης των απαραίτητων μέτρων για την ελάφρυνση του χρέους».

Σαν απαραίτητη προϋπόθεση για τα παραπάνω παρουσίασε την «αποσαφήνιση της στρατηγικής γύρω από τη διαχείριση του ελληνικού χρέους», ενώ απ' την πλευρά του παρουσίασε σαν εχέγγυο την τήρηση των αντιλαϊκών δεσμεύσεων και την ολοκλήρωση της πρώτης «αξιολόγησης», λέγοντας ότι «έπεισε και τους πλέον δύσπιστους ότι κάτι έχει αλλάξει στη χώρα. Η Ελλάδα μπορεί πλέον να βάζει στόχους και να τους εκπληρώνει»!

Στο πλαίσιο αυτό τοποθέτησε το κλείσιμο και της δεύτερης «αξιολόγησης», ώστε «από την αρχή του νέου έτους, να ξεκινήσει ο καθορισμός και των μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων παρεμβάσεων. Ο οικονομικός ορίζοντας πρέπει να γίνει ξεκάθαρος. Το έχει ανάγκη η οικονομία μας, οι αγορές, αλλά και η ίδια η Ευρωζώνη».

Τέλος, έπαιξε εκ νέου το «χαρτί» της γεωστρατηγικής σημασίας της Ελλάδας, λέγοντας ότι «σε μια ρευστή διεθνή συγκυρία, όλοι πια συνειδητοποιούν ότι δεν υπάρχει πια κανένας λόγος να διαιωνίζεται το ελληνικό ζήτημα. Πόσο μάλλον όταν η Ελλάδα αποτελεί τελευταίο οχυρό σταθερότητας σε μια ευρύτερα αποσταθεροποιημένη περιοχή».
περισσότερα Εδώ