04 Φεβρουαρίου, 2018

«Πού 'ναι η Μάνα σου, Μωρή;

«Μωρή, δεν ακούς; Πού 'ναι η μάνα σου;»


Τώρα σίγουρα έπρεπε να κοιτάξω και γρήγορα μάλιστα. Αριστερά μπροστά μου, πάνω στα βράχια και στην ταράτσα του σπιτιού μας... 
Ητανε κει. Τρεις τέσσερις, περισσότεροι... Δε θυμάμαι τώρα πια. Ανάμεσά τους κι ένας που νομίζω ότι είχε ξύλινο πόδι, γιατί κούτσαινε, τόνε λέγανε Παυλίτινα και ήτανε συγγενής της μάνας μου.
 Αυτοί οι άνθρωποι εκείνη τη στιγμή δεν είχανε όνομα για μένα. Ητανε απλώς οι «Χίτες». 
Κι ο Παυλίτινας που, όταν ερχότανε άλλες φορές στο σπίτι μας, μάλλον θα μ' έπαιρνε αγκαλιά, τώρα για μένα κι αυτός ήτανε Χίτης. Δε θυμάμαι αν σηκώθηκα να περπατήσω ή μπήκα στο σπίτι μπουσουλώντας.(...)
(...) Μπαίνοντας στο σπίτι μας έψαχνα για τη γνώριμη καφετιά φουστάνα της μάνας μου και για τ' «αυτόματό» μου. 
Να το κρύψω... Να το κρύψω... Να μην το βρούνε... Πρώτα βρήκα το «αυτόματο». Ητανε μια λεπτή τάβλα κομμένη από μια ξύλινη βαλίτσα μαζί με το χερούλι της. Κούναγα το χερούλι πάνω κάτω και μπαμ!! σκότωνα όλους τους Γερμανούς. Πού να το κρύψω να μην το βρούνε;
(...) Ο πατέρας μου, σ' όλη τη διάρκεια της Κατοχής, πολέμαγε τους Γερμανούς. Ητανε ΕΛΑΣίτης κι αυτός κι ο αδερφός μου ο Αντώνης. 
Οταν τέλειωσε ο πόλεμος, ο πατέρας μου κι ο αδερφός μου - τουλάχιστον όσο εγώ μπορούσα να θυμάμαι - δε μένανε ταχτικά στο σπίτι μας. 
Τους κυνηγάγανε, λέει, οι Χίτες. Αλλά οι Χίτες ήτανε μαζί με τους Γερμανούς και πολεμάγανε τους ΕΛΑΣίτες. 
Τώρα ο πόλεμος είχε τελειώσει. Ετσι έλεγε ο πατέρας. Οι Γερμανοί είχανε φύγει, το 'λεγε κι αυτό ο πατέρας. Κι ο πατέρας μου δεν έλεγε ποτέ ψέματα. Ισα ίσα, τόνε άκουγα που έλεγε σε κάτι μεγάλα παιδιά ένα βράδυ, πως μόνο οι σκλάβοι λένε ψέματα... 
Αλήθεια, τι θα πει σκλάβος;... 
Ο πατέρας έλεγε πως οι Χίτες είναι προδότες, πως δεν είναι Μανιάτες. 
Γιατί οι Μανιάτες είναι όλοι παλικάρια και όλοι πολεμάγανε τους Γερμανούς. Ενώ οι Χίτες μαζί με τους Γερμανούς σκοτώνανε τους Μανιάτες, και πιο πολύ όσους Μανιάτες ήτανε ΕΛΑΣίτες κι ΕΠΟΝίτες.
Αλλά ο πόλεμος είχε τελειώσει. Οι Γερμανοί είχανε φύγει... 
Γιατί όμως είχανε μείνει οι Χίτες και γιατί κυνηγάγανε τον πατέρα μου και τον Αντώνη;
(...) Γραπώθηκα στην καφετιά φουστάνα της μάνας και ακολούθαγα βήμα βήμα τα βήματά της. 
Δεξιά αριστερά, πάνω κάτω. Υστερα έτρεχε. Κρεμάστηκα στη φουστάνα για να τήνε προλαβαίνω. 
Ετρεχε πολύ... 
κι αυτοί τήνε χτυπάγανε, τήνε χτυπάγανε, με το πίσω ξύλινο μέρος των τουφεκιών τους. 
Πώς ένιωθε; Εκτός απ' τον πόνο. Πώς να 'νιωθε... 
Να 'χει μένα κρεμασμένη στη φουστάνα της. Να μην μπορεί να τρέξει, να σωθεί απ' τα χτυπήματα. Να μην μπορεί να μου πει να φύγω μακριά. Να μη βλέπω πως τήνε σέρνανε. 
Να μη βλέπω, Θε μου. Να μη βλέπω! Εγώ κείνη τη στιγμή ήθελα να μπόραγε η μάνα μου να με πάρει αγκαλιά, να με κρύψει στον κόρφο της, να μη βλέπω, να μη βλέπω... 
Αλλά «αυτοί» τήνε σέρνανε έτσι άγρια και γρήγορα, που δεν μπόραγε ούτε αγκαλιά να με πάρει ούτε στον κόρφο της να με κρύψει. 
Αναγκαζότανε μόνο να τρέχει, ήθελε δεν ήθελε. Ετσι το μόνο που μου απόμενε ήτανε να κολλήσω μ' όλη μου τη δύναμη στη φουστάνα της. Με τίποτα δεν έπρεπε να ξεκολλήσω από κει, γιατί θα την έχανα. 
Τήνε σέρνανε, τήνε χτυπάγανε... Ενιωσα το χέρι της να σφίγγει το δικό μου. Ακουσα τη φωνή της:
 «Μπεμπέκα μου, Μπεμπέκα μου, αν ζήσεις τ' όνομά μας να κρατάς πάντα ψηλά. Ορκίσου μου... Ορκίσου μου...» 
Μα τι μου λέει, τι μου λέει, θα κουραστώ, Θε μου, θα κουραστώ! Πώς μπορώ να κρατάω μια ζωή, μια σανίδα γραμμένη με τ' όνομα ΠΕΤΡΟΥΛΑ, πάντα ψηλά. 
Θα κουραστώ. Θα κουραστούνε τα χέρια μου και θα μου πέσει χάμω η σανίδα με τ' όνομα.
Και κείνη: «Ορκίσου μου, Ορκίσου μου...» και οι Χίτες να τήνε χτυπάνε, να τήνε χτυπάνε...
(...) Εκείνη τη μέρα, ότι με είχε πλύνει η νουνά, μπήκανε μέσα στο δωμάτιο τρεις - τέσσερις Χίτες. Ενας απ' αυτούς - Κούλη τόνε λέγανε - κράταγε ένα σιδερένιο μακρόστενο πράγμα στο χέρι του. «Ελα δω, μωρή», μου λέει. «Ξέρεις τι είν' αυτό;» και μου 'δειχνε αυτό το παράξενο, σιδερένιο πράγμα. 
Ητανε φτιαγμένο από μικρά μικρά κομματάκια σίδερο - πρέπει να 'τανε ατσάλινα ελάσματα, γιατί είχε το χρώμα τ' ατσαλιού και ήτανε και ευλύγιστο.
Εγώ πάω κοντά για να πιάσω και να περιεργαστώ αυτό το παράξενο «πράγμα». 
Αυτός όμως λέγοντάς μου «αυτό είναι βούρδουλας», μου δίνει με δαύτο μια στα πόδια, που με λαχτάρησε. 
Ξεφωνίζω, ουρλιάζω απ' τον πόνο. Πρώτη μου φορά νιώθω τέτοιο πράγμα, πρώτη μου φορά νιώθω τόσο πόνο. 
Προσπαθώ να ξεφύγω. Ψάχνω με τα μάτια για τη νουνά της Φιλίτσας μας. Βλέπω όμως δυο από δαύτους να την έχουνε πιάσει και να τήνε κρατάνε ακούνητη.
 Αυτή προσπαθεί να λευτερώσει το στόμα της για να φωνάξει, αλλά αυτοί τήνε σέρνουνε έξω απ' το δωμάτιο. 
Δεν ξέρω τι θέλει αυτός ο Κούλης από μένανε. Δεν ξέρω γιατί με βαράει. 
Νιώθω μόνο πως κάτι χορεύει και χτυπάει σαν τρελό μέσα μου. Ακούω περίεργα βουητά στ' αυτιά μου. Αυτός με γραπώνει κι απ' τα δυο χέρια και δεν μπορώ να ξεφύγω και να πιλαλήσω μακριά, έξω απ' το δωμάτιο. 
«Ασε με, βρε. Τι θέλεις; που να σκάσεις. Γιατί με βαράεις;» τσιρίζω. 
«Θα μου μαρτυρήσεις πρώτα πού 'ναι ο πατέρας σου και θα σ' αμολήσω», μ' αποκρίνεται. 
«Οχι, βρε. Οχι. Τίποτα δε σου μαρτυράω», ξεφωνίζω. 
Αρχίζει να βλαστημάει και να βρίζει απαίσια. «Θα μαρτυρήσεις, μωρή, γιατί θα σου χαρακώσω την πλάτη και θα σου ρίξω αλάτι». 
Σηκώνεται η πέτσα μου! Αυτή τη φοβέρα την έχω πολλές φορές ακούσει. Δε θυμάμαι από ποιόνε για ποιόνε. Αλαφιάζω, θέλω να λευτερωθώ, να βγω απ' το δωμάτιο. Δεν μπορώ. Αυτός με το 'να χέρι σφίγγει σαν δόκανο τα δυο δικά μου και με τ' άλλο με βαράει δυνατά με το βούρδουλα. Ο πόνος στα πόδια είναι φοβερός. Αίματα ξεπηδάνε απ' όποιο σημείο μ' ακουμπάει αυτός ο δαιμονισμένος ο βούρδουλας.
 Σκέφτομαι πόσο πιο φοβερό θα 'ναι αυτό το χαράκωμα και το αλάτι που με φοβέρισε ότι θα μου κάνει, αν δε μαρτυρήσω. Αρχίζω να ξεφωνίζω και να τανιέμαι μ' όλη μου τη δύναμη. Θέλω να λευτερωθώ απ' το χέρι του. Τόνε δαγκώνω, τόνε κλοτσάω. Τίποτα. 
«Μαρτύρα, μωρή, πού 'ναι ο πατέρας σου και θα σ' αμολήσω». 
«Οχι. Οχι, βρε! Ξέρω, αλλά δε μαρτυράω», ουρλιάζω και χαίρομαι, γιατί νιώθω πως κανένα, μα κανένα, δάκρυ δεν κυλάει απ' τα μάτια μου. 
Ημουνα σίγουρη πως ο πατέρας μου ήταν ακόμα κοντά στο Μοναστήρι. Είχα ακούσει ποιες ήτανε μερικές απ' τις κρυψώνες του.
 Το Κακό Βουνό, ο Καβελάρης, η Τρούπα. Ομως, με τίποτα δε θα του τα 'λεγα αυτουνού. 
«Στο Κακό Βουνό πρέπει να 'ναι ο πατέρας μου», σκέφτομαι και ουρλιάζω ξανά: 
«Ξέρω, ξέρω πού 'ναι ο Σωτήρακας, ξέρω, αλλά δε μαρτυράω». 
Τι 'τανε να του το πω! Μου βουτάει το φουστάνι και σκίζοντάς το κοντεύει να με πνίξει. Βρίζοντας Παναγίες, Χριστούς, φάρες, φύτρες, με πετάει χάμω μπρούμυτα. 
Εγώ, που δεν ξέρω τι θέλει να κάνει, έχω σχεδόν πετρώσει. Ούτε ανάσα δε βγάζω. Μόνο αυτοί οι περίεργοι χτύποι μέσα μου, μόνο πολλά πολλά καψίματα στα πόδια μου. 
Και να, η πρώτη μαχαιριά στην πλάτη μου! Ξεφωνίζω άθελά μου, όχι απ' τον πόνο, αλλά από τρομάρα. 
Μετά από λίγο αρχίζει ο πόνος. Κι αυτός τώρα ουρλιάζει: «Μαρτύρα, μωρή. Μωρή, θα μαρτυρήσεις ή θα σε γδάρω σαν τραγί;» 
Κι εγώ ούτε κιχ. 
Νιώθω πως κάτι άλλο κάνει και καθυστερεί να ξαναχαρακώσει την πλάτη μου. 
Σηκώνω το κεφάλι, αλλά δεν μπορώ να δω. 
Ακούω μόνο σαν να δαγκώνει κάτι σκληρό και να προσπαθεί να το μασήσει με τα δόντια του. Σε λίγο, εκεί που νιώθω τον πόνο, νιώθω κι ένα τέτοιο τσούξιμο, τόσο ανυπόφορο, που δεν μπορώ να το περιγράψω.
Και πάλι, χωρίς να το θέλω, ξεφωνίζω. Μα κι αυτός ουρλιάζει: «Μαρτύρα, μωρή», και βρίζει χυδαία τη μάνα μου, τον πατέρα μου, όλο το Πετρουλαίικο.
 Κι εγώ σκέφτομαι: 
«Σαν την Πίπη να με κάνεις, βρε, τίποτα δε θα σου μαρτυρήσω... Πόσες μαχαιριές;» 
Ακόμα τις έχω. Για το Σωτήρακά μου τίποτα δε μαρτύρησα. Νομίζω πως είχα ακούσει τον πατέρα μου, να το λέει, πως θα κρυβότανε στο Κακό Βουνό για λίγο καιρό. Δεν είμαι σίγουρη όμως.(...)

Δήμητρα ΠΕΤΡΟΥΛΑ
    Απ' τον ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ