27 Οκτωβρίου, 2018

ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΛΥΘΡΥΛΗΤΟ «Φάκελο της Κύπρου»

Γιατί Τόσα Χρόνια Παρέμενε Στο Σκοτάδι ;; 
Γιατί έπρεπε να περάσουν 12 χρόνια από την εισβολή για να συγκροτηθεί Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής το 1986, ενώ πέρασαν πάνω από 44 χρόνια - στη διάρκεια των οποίων σχηματίστηκαν 7 κυβερνήσεις της ΝΔ και 5 του ΠΑΣΟΚ - για να δοθούν στη δημοσιότητα αυτά τα περιορισμένα υλικά;


Ορισμένα ζητήματα για τον «Φάκελο της Κύπρου»
Να δοθούν στη δημοσιότητα όλα τα σχετικά υλικά
Το πραξικόπημα της 15ης Ιούλη 1974 οδήγησε στην τουρκική εισβολή πέντε μέρες αργότερα
Το πραξικόπημα της 15ης Ιούλη 1974 οδήγησε στην τουρκική εισβολή πέντε μέρες αργότερα
Είναι πάγια τακτική όλων των αστικών κυβερνήσεων, κάθε έγγραφο που αφορά σε σημαντικά ζητήματα εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής, να κατατάσσεται στα απόρρητα, ανεξάρτητα από το αν οι συνέπειες αυτών των ζητημάτων έχουν προκαλέσει ακόμα και τραγωδίες σε βάρος του λαού. Το απόρρητο δικαιολογείται παγίως με το υποκριτικό επιχείρημα «της διαφύλαξης των εθνικών συμφερόντων», όπου ως εθνικά συμφέροντα υπονοούνται τα συμφέροντα της αστικής τάξης.
Η δημοσιοποίηση του λεγόμενου «Φακέλου της Κύπρου» ανακοινώθηκε με πηχυαίους τίτλους από τα αστικά Μέσα. Και αυτό, αν και γνωρίζουν ποια είναι η πραγματικότητα.
Τα υλικά του «Φακέλου της Κύπρου» που δόθηκαν στη δημοσιότητα από τον πρόεδρο της Βουλής (4 τόμοι, ενώ θα ακολουθήσουν άλλοι 28 - 29 τόμοι) δεν συγκροτούν τον πραγματικό «Φάκελο της Κύπρου». Κι αυτό γιατί περιλαμβάνουν μόνο το μέρος που αφορά το ανακριτικό υλικό της Εξεταστικής Επιτροπής για τον «Φάκελο της Κύπρου», η οποία συστάθηκε το 1986.
Εξάλλου, όπως είπε και ο Ν. Βούτσης κατά την παράδοση των 4 τόμων στον πρωθυπουργό, υπάρχει και άλλο υλικό στην Κύπρο, αλλά και στα υπουργεία Εξωτερικών και Αμυνας της Ελλάδας, το οποίο, σημειώνουμε, παραμένει επτασφράγιστο μυστικό. Πρόκειται για υλικό που δεν δόθηκε ούτε στην Εξεταστική Επιτροπή του 1986.
Ομως, όπως προκύπτει από τα «διαδικαστικά» της Εξεταστικής Επιτροπής, στους 33 τόμους δεν συμπεριλαμβάνεται ούτε το υλικό που τέθηκε υπόψη της Εξεταστικής Επιτροπής και που περιέχει καταθέσεις στον ανακριτή Μπέλκα, το 1975, εκθέσεις αξιωματικών της περιόδου 1974 - 1975, οπωσδήποτε και άλλα έγγραφα, που συνεχίζουν να θεωρούνται απόρρητα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο πρώτος πρόεδρος της Εξεταστικής Επιτροπής Μάρκος Νάτσινας, βουλευτής του ΠΑΣΟΚ, είχε διευκρινίσει ότι «οι υπουργοί έχουν τη δυνατότητα να μην παραδώσουν έγγραφα, όταν η παράδοσή τους είναι επικίνδυνη για την ασφάλεια του κράτους».
Ολα τα παραπάνω καθώς και άλλα, που πιθανόν δεν γνωρίζουμε, συγκροτούν, μαζί με το κυπριακό υλικό, τον πραγματικό «Φάκελο της Κύπρου».
Αυτός ο Φάκελος, χωρίς καμιά περικοπή, πρέπει να δοθεί στη δημοσιότητα. Ο ελληνικός και ο κυπριακός λαός έχουν δικαίωμα, έστω μετά από 44 χρόνια, να μάθουν την αλήθεια για τα εγκλήματα που έγιναν σε βάρος του κυπριακού λαού (Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων), για τις αιτίες που η Κύπρος παραμένει διχοτομημένη όλες αυτές τις δεκαετίες καθώς και για το ρόλο του «συμμαχικού παράγοντα» (ΗΠΑ - Μ. Βρετανίας - ΝΑΤΟ) σ' αυτήν την τραγωδία.
Οι τελευταίες εξελίξεις, οι ιμπεριαλιστικοί σχεδιασμοί στην ευρύτερη περιοχή, που περιλαμβάνουν και την Κύπρο, είναι ένας επιπλέον λόγος για να δοθούν στη δημοσιότητα όλα τα προαναφερθέντα υλικά.
Υπάρχει το ερώτημα: Γιατί έπρεπε να περάσουν 12 χρόνια από την εισβολή για να συγκροτηθεί Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής, ενώ πέρασαν πάνω από 44 χρόνια - στη διάρκεια των οποίων σχηματίστηκαν 7 κυβερνήσεις της ΝΔ και 5 του ΠΑΣΟΚ - για να δοθούν στη δημοσιότητα αυτά τα περιορισμένα υλικά;
Οι πραγματικοί λόγοι σχετίζονται με τα παρακάτω:
Α) Η στάση της κυβέρνησης «εθνικής ενότητας», υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και των κατοπινών κυβερνήσεων της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, γενικά στην κυπριακή τραγωδία και ειδικότερα στο θέμα των ποινικών ευθυνών των πρωταιτίων του πραξικοπήματος στην Κύπρο, καθοριζόταν από το χαρακτήρα της αλλαγής του Ιούλη του 1974, οπότε η στρατιωτική δικτατορία κατέρρευσε.
Η αλλαγή στη διακυβέρνηση που έγινε τότε ήταν αποτέλεσμα συμβιβασμού ανάμεσα στην ηγεσία της χούντας, που βαρυνόταν και με το έγκλημα στην Κύπρο, ΗΠΑ - ΝΑΤΟ και αστούς πολιτικούς ηγέτες της προδικτατορικής περιόδου, με προεξάρχοντα τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Αυτό καθόρισε και τη στάση απέναντι στους πραξικοπηματίες, πρώτα απ' όλα στον στρατηγό Γκιζίκη, που παρέμεινε Πρόεδρος της Δημοκρατίας και τους άλλους 4 ανώτατους αξιωματικούς (Μπονάνο, αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων, Γαλατσάνο, αρχηγός ΓΕΣ, Παπανικολάου ΓΕΑ, Αραπάκης ΓΕΝ). Ακόμα, με εξαίρεση όσους αποτάχθηκαν μετά την απόπειρα πραξικοπήματος το Φλεβάρη του 1975, πολλοί άλλοι παρέμειναν στο στράτευμα και αποστρατεύτηκαν ακόμα και μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1980 και έχοντας φτάσει έως και τον βαθμό του αντιστράτηγου.
Ο «συμβιβασμός» του Ιούλη 1974 καθόρισε την απόφαση για να χαρακτηριστεί το πραξικόπημα του 1967 «στιγμιαίο αδίκημα» καθώς και τις Πράξεις 44 και 45 του υπουργικού συμβουλίου της 7ης Μάρτη 1975, που στην πράξη εξασφάλισαν το ακαταδίωκτο των πραξικοπηματιών.
Εννοείται ότι η στάση όλων των κυβερνήσεων μετά τη δικτατορία σχετίζεται με τη στρατηγική της αστικής τάξης της Ελλάδας, των συμφερόντων της στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, της ελληνο-αμερικανικής συμφωνίας. Ολες οι κυβερνήσεις έως σήμερα ενδιαφέρονταν απόλυτα για τη διατήρηση της ενότητας της Νοτιοανατολικής Πτέρυγας του ΝΑΤΟ.
Β) Η αποχουντοποίηση, στην οποία αναφέρεται η εισαγωγή στον πρώτο τόμο, δεν έχει καμιά σχέση με αυτό που έγινε στην πραγματικότητα στις Ενοπλες Δυνάμεις. 
Πολύ περισσότερο δεν έχει καμιά σχέση με επιδίωξη για Ενοπλες Δυνάμεις στην υπηρεσία του λαού, όπως συνήθως λέγεται από τα αστικά κόμματα. 
Και αυτή η υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας είναι υπονομευμένη από το ίδιο το ΝΑΤΟ. Οι αλλαγές που έγιναν ήταν ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών εντός της αστικής εξουσίας και μετά το 1974, ακόμα και με το προσωρινό, τακτικής φύσης, διάλειμμα της εξόδου από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Οι ελληνικές Ενοπλες Δυνάμεις δεν έπαψαν να είναι ΝΑΤΟικός στρατός, όπως άλλωστε είναι και σήμερα, συμμετέχοντας και υπηρετώντας απόλυτα τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς στην περιοχή και ευρύτερα.
Γ) Τα γεγονότα του 1974 ήταν ο πιο δραματικός και αιματηρός κρίκος στην αλυσίδα της μόνιμης ιμπεριαλιστικής επιβουλής των ΗΠΑ - Μ. Βρετανίας, του επεκτατισμού της τουρκικής άρχουσας τάξης και της πολιτικής των ελληνικών αστικών κυβερνήσεων. Βεβαίως, η δικτατορία, η χούντα του Ιωαννίδη ιδιαίτερα, οι πραξικοπηματίες αξιωματικοί, στην Κύπρο και την Ελλάδα, έχουν τεράστιες ευθύνες, που δεν τους αποδόθηκαν, δεν δικάστηκαν για το Κυπριακό και φυσικά δεν καταδικάστηκαν ποτέ, όπως έπρεπε να γίνει, για τα εγκλήματά τους.
Δεν πρέπει όμως να ξεχαστεί ότι το ζήτημα της διχοτόμησης της Κύπρου υπάρχει από τη δεκαετία ακόμα του 1950 με ευθύνη του ιμπεριαλιστικού παράγοντα, αλλά και των ελληνικών κυβερνήσεων. 
Η νομιμοποίηση των τουρκικών βλέψεων στην Κύπρο επισημοποιείται από το 1955 στην τριμερή διάσκεψη στο Λονδίνο μεταξύ Μ. Βρετανίας, Ελλάδας και Τουρκίας. 
Ακολούθησαν οι συμφωνίες Ζυρίχης, Λονδίνου με την περιορισμένη ανεξαρτησία της Κύπρου, την παρουσία των τριών εγγυητριών δυνάμεων (Μ. Βρετανία, Τουρκία, Ελλάδα), που άνοιγαν το δρόμο για τη διχοτόμηση. Μετά τα γεγονότα του 1963 - 1964 η Μ. Βρετανία μπήκε στη μέση ως διαιτητής και χάραξε στην Κύπρο την «Πράσινη Γραμμή», που αποτέλεσε τον φυσικό διαχωρισμό των δύο κοινοτήτων, της ελληνοκυπριακής και της τουρκοκυπριακής. Ακολούθησε το αμερικανικό σχέδιο Ατσεσον, που είχε ως τίτλο την «Ενωση» και ως περιεχόμενο τη διχοτόμηση.
Στην πραγματικότητα, καμιά ελληνική κυβέρνηση δεν υποστήριξε τη θέση της κυπριακής ηγεσίας για ανεξαρτησία της Κύπρου.
Από τις πιο χαρακτηριστικές ήταν η στάση της κυβέρνησης Γεωργίου Παπανδρέου. Ο απεσταλμένος της στην Κύπρο, Ιωάννης Τσουδερός, έγραψε σε έκθεσή του προς τον Παπανδρέου:
«... για να επιβάλη η Ελλάς στην λύση με τουρκική βάση, οιασδήποτε μορφής, πρέπει να ανατρέψη προηγουμένως το σημερινό καθεστώς. (...) Γενικά δεν νομίζουμε ότι πρέπει να επιδιωχθή η λύση αυτή, παρά μόνο στην ακραία περίπτωση που η κυβέρνηση θα κρίνη πως είναι εντελώς απίθανο (...) να γίνη δεκτή άλλη λύση» (Φάκελος Κύπρου, τόμ. Β΄, σελ. 351).
Να σημειωθεί ότι τα προηγούμενα γράφτηκαν μετά από τη μετάβαση της ελληνικής μεραρχίας στην Κύπρο.
Η ευθύνη όλων των προδικτατορικών κυβερνήσεων είναι ότι επιδίωκαν να λύσουν το Κυπριακό μέσα στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Επικαλούνταν μάλιστα τον «κομμουνιστικό κίνδυνο». Είναι χαρακτηριστική η τοποθέτηση του τότε πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου στο μνημόνιο προς τον Πρόεδρο των ΗΠΑ Τζόνσον, στις 15 Ιούνη 1964:
«... Το δίλημμα είναι ΝΑΤΟποίηση ή Κούβα; ΝΑΤΟποίηση μπορεί να επιτευχθεί μόνο διά της ένωσης με την Ελλάδα. Ως αποτέλεσμα της ένωσης, ολόκληρο το νησί, όντας τμήμα της Ελλάδας, θα μπορούσε να είναι ΝΑΤΟική βάση όπως η Κρήτη. Ο εσωτερικός κομμουνισμός θα μειωθεί σημαντικά, όπως και στην Ελλάδα όπου ελαττώθηκε στο 12%. Ετσι η ασφάλεια της Τουρκίας και ολόκληρης της Μέσης Ανατολής θα περιφρουρηθεί πλήρως...».
Οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ επιδίωκαν να μετατρέψουν την Κύπρο σε ένα αβύθιστο αεροπλανοφόρο και βάση για τα επιδρομικά τους σχέδια σε βάρος των λαών της περιοχής, της Σοβιετικής Ενωσης και των άλλων σοσιαλιστικών χωρών.
Από το μνημόνιο Παπανδρέου και τα κατοπινά τραγικά γεγονότα, αβίαστα προκύπτει το συμπέρασμα ότι η αστική τάξη και οι αστικές κυβερνήσεις της χώρας, κοινοβουλευτικές και κυβερνήσεις της δικτατορίας, επιδίωκαν λύση του Κυπριακού στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Ολες είχαν την αγωνία μήπως ο κυπριακός λαός κάνει τις δικές του επιλογές, επιδίωκαν με κάθε μέσο να παραμείνει η Κύπρος στην επιρροή του ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου.
Η εργατική τάξη, ο λαός μας πρέπει να βγάλει χρήσιμα διδάγματα από όλη αυτήν την ιστορία, που παραμένει επίκαιρη, γιατί και σήμερα επιδιώκεται διχοτομική λύση στην Κύπρο. Σήμερα, ακόμη, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ όπως και όλα τα αστικά κόμματα θεωρούν το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ παράγοντες σταθερότητας και υπηρετούν απόλυτα τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς στην περιοχή, που συμβαδίζουν με τα οικονομικά συμφέροντα της ελληνικής αστικής τάξης.