04 Φεβρουαρίου, 2018

Πόσο κόσμο χωράει το Σύνταγμα ? Η αλήθεια για το συλλαλητήριο

Ιστορίες για Αγρίους..

Στην προσπάθειά τους να «φτιάξουν κλίμα» ενόψει του συλλαλητηρίου, οι εμφανιζόμενοι ως «επίσημοι» διοργανωτές αλλά και κάθε λογής ακροδεξιά και εθνικιστικά μορφώματα, και πρώτοι πρώτοι βέβαια οι «χορηγοί επικοινωνίας» της εκδήλωσης, οι διάφορες φασιστοφυλλάδες και οι «ψεκασμένες» ιστοσελίδες, επιδίδονται σε ένα από τα αγαπημένα τους «σπορ», και συγκεκριμένα στις... ιστορίες για αγρίους.

Ετσι, μετά τα συλλαλητήρια στη Θεσσαλονίκη, όπου διά της... πλειοδοσίας έφτασαν να μιλάνε έως και για 800.000 κόσμου που συμμετείχε, στο συλλαλητήριο στο Σύνταγμα δε θα μπορούσαν να συμβιβαστούν με τίποτα λιγότερο από... 1.000.000 κόσμο που περιμένουν!

Αν και κάτι γνωρίζουμε από συγκεντρώσεις, είπαμε να απευθυνθούμε και σε ειδικούς τοπογράφους, έτσι για να επιβεβαιώσουμε και με μαθηματικά το μέγεθος της απάτης...

Τα όσα μας είπαν είναι αποκαλυπτικά: 

Αν οι διοργανωτές καταφέρουν και «στοιβάξουν» ώμο με ώμο και χωρίς να κουνιούνται, 1 εκατομμύριο κόσμου, τότε θα χρειαστούν ούτε λίγο ούτε πολύ 360.000 τετραγωνικά μέτρα (με ένα μέσο υπολογισμό 0,36 τετραγωνικών για τον καθένα, δεδομένου πλάτους ώμων 60 εκατοστών).

Πράγματι, τότε η πλατεία Συντάγματος των μόλις 14.454 τετραγωνικών θα είναι αρκετά μικρή, κι έτσι - όπως φαίνεται και στο διάγραμμα - αναμένουμε με αγωνία να δούμε τις εξής πλατείες και δρόμους τελείως γεμάτους: Αμαλίας (25.284 τ.μ.), Ομόνοια - Πανεπιστημίου - Σταδίου - Β. Σοφίας έως την αμερικάνικη πρεσβεία (112.324 τ.μ.), Προπύλαια και Πλατεία Κοραή (34.409 τ.μ.), Πατησίων από Ομόνοια έως Αλεξάνδρας (16.242 τ.μ.), Αλεξάνδρας από Πεδίον του Αρεως ως Αμπελόκηπους (59.220 τ.μ.), Πειραιώς από την Ομόνοια έως την Κουμουνδούρου (9.822 τ.μ.), Φιλελλήνων (6.039 τ.μ.), Ερμού (4.994 τ.μ.), Μεταξουργείο - Αγ. Κωνσταντίνου (15.080 τ.μ.), Μάρνη (10.650 τ.μ.), Ακαδημίας (19.565 τ.μ.).

Οταν καταφέρουν να τα γεμίσουν όλα αυτά, θα μένουν και περίπου 32 χιλιάδες τετραγωνικά, περίπου δύο πλατείες Συντάγματος ακόμη... Κάτι ψιλά δηλαδή για το «μεγαλείο» των μαθηματικών των διοργανωτών...


Συλλαλητήρια - «πολυεργαλεία» για την προώθηση των αστικών σχεδιασμών
Ο αστικός εθνικισμός και κοσμοπολιτισμός είναι όψεις του ίδιου νομίσματος, υπηρετούν τους ίδιους αντιδραστικούς σχεδιασμούς
Πλήρως ενταγμένα στους εν εξελίξει αστικούς σχεδιασμούς είναι και τα συλλαλητήρια ενάντια στη χρήση του όρου «Μακεδονία» σε περίπτωση σύνθετης ονομασίας της ΠΓΔΜ, όπως αυτό στην Αθήνα, μετά το αντίστοιχο της Θεσσαλονίκης. 
Η πρωτοβουλία υποτίθεται ανήκει σε διάφορες Παμμακεδονικές Οργανώσεις, ενώ πίσω τους στοιχίζονται ακροδεξιές και φασιστικές κινήσεις, μητροπολίτες με γνωστές αντικομμουνιστικές αντιλήψεις και άλλοι σκοταδιστές, που περιλαμβάνονται σε λίστα την οποία μοίρασαν οι διοργανωτές σε συνέντευξη Τύπου την περασμένη Πέμπτη. 
Ανάμεσά τους μοστράρει και η ναζιστική Χρυσή Αυγή, μαζί με άλλα κόμματα όπως οι ΑΝΕΛ, η Ενωση Κεντρώων, το ΛΑ.Ο.Σ. και το κόμμα Βελόπουλου.
Ο εθνικιστικός παροξυσμός των διοργανωτών εκδηλώνεται με κραυγές αλυτρωτισμού, όπως το ανιστόρητο σύνθημα 
«Η Μακεδονία είναι μία και είναι ελληνική», εννοώντας τη γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας, που έχει μοιραστεί ανάμεσα στην Ελλάδα, τη Βουλγαρία και τη Σερβία (το τμήμα που σήμερα αποτελεί την ΠΓΔΜ) με διεθνείς Συνθήκες. 
Με τα επικίνδυνα αυτά συνθήματα, επαυξάνουν στον αλυτρωτισμό των Σκοπίων, κάτι που «αλείφει βούτυρο στο ψωμί» των ιμπεριαλιστών να προωθήσουν τα σχέδιά τους.
Αυτά τα παραληρήματα αξιοποιεί και η κυβέρνηση για να εξωραΐσει τη δική της, κοσμοπολίτικη αντίληψη 
και να εμφανίσει ως «προοδευτικές» τάχα τις διευθετήσεις που «τρέχουν» στα Δυτικά Βαλκάνια, με επίκεντρο την ενίσχυση των θέσεων του ΝΑΤΟ στην περιοχή, ανταγωνιστικά προς τη Ρωσία.
Μόνο που ο στόχος αυτός δεν αμφισβητείται ούτε από τους επίσημους και ανεπίσημους διοργανωτές των συλλαλητηρίων, που δίνουν τη «μάχη» στο όνομα, αφήνοντας σκόπιμα στο απυρόβλητο τους επικίνδυνους σχεδιασμούς ΗΠΑ - ΝΑΤΟ - ΕΕ στη Βαλκανική.
Ενδεικτικές ως προς αυτό είναι δηλώσεις των διοργανωτών των συλλαλητηρίων, όπως της Ν. Γκατζούλη, που εμφανίζεται ως «συντονίστρια των Παμμακεδονικών Οργανώσεων Υφηλίου» και υποστηρίζει «τις προσπάθειες να γίνει μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ» η ΠΓΔΜ και παραδέχεται για τα συλλαλητήρια ότι «μπορούν να αξιοποιηθούν ως διαπραγματευτικό εργαλείο από την κυβέρνηση».
Επαληθεύεται και με αυτόν τον τρόπο ότι
 ο αστικός εθνικισμός και κοσμοπολιτισμός είναι όψεις του ίδιου νομίσματος, υπηρετούν τους ίδιους αντιδραστικούς σχεδιασμούς του κεφαλαίου και των ιμπεριαλιστικών τους ενώσεων.
 Θυμίζουμε, άλλωστε, ότι ο τότε «κοσμοπολίτης» «Συνασπισμός» καλούσε στα εθνικιστικά συλλαλητήρια του 1992, ενώ ορισμένοι από τους διοργανωτές τους εκείνη την περίοδο υπερασπίζονται σήμερα με θέρμη έναν «έντιμο συμβιβασμό» με την ΠΓΔΜ, στη βάση σύνθετης ονομασίας.
«Καταλύτης» στο πολιτικό σκηνικό
Δεν περνάει επίσης απαρατήρητο ότι τα συλλαλητήρια αξιοποιούνται από όλα τα αστικά κόμματα, στο πλαίσιο της αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήματος. 
Η κυβέρνηση κατηγορεί τη ΝΔ για ακροδεξιά - εθνικιστική ατζέντα αναφορικά με τις θέσεις της για την ΠΓΔΜ και ταυτόχρονα προσπαθεί να ενισχύσει τις κάλπικες διαχωριστικές γραμμές στο δίπολο «πρόοδος - συντήρηση» για να προσεταιριστεί κυρίως το ΠΑΣΟΚ, ακόμα και σε μια μελλοντική κυβερνητική συνεργασία.
Η ΝΔ, από την πλευρά της, αξιοποιεί τους τριγμούς στο εσωτερικό της κυβέρνησης, ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝΕΛ, για να οξύνει τις αντιθέσεις, ενώ προσδοκά και οφέλη από τη συμμετοχή της στα συλλαλητήρια, χαϊδεύοντας τα αυτιά ενός μέρους του ακροατηρίου της, με εθνικιστικές και ακροδεξιές απόψεις. Ταυτόχρονα, δεν μένει αδιάφορη και απέναντι στη συζήτηση που έχει ενταθεί το τελευταίο διάστημα για το ενδεχόμενο δημιουργίας νέου κόμματος στα «δεξιά της».
Στο ίδιο φόντο παρεμβαίνει και η Χρυσή Αυγή, για να συγκρατήσει δυνάμεις μέσα σε όλο αυτό το ανακάτεμα της σούπας, που δεν φαίνεται να δυσαρεστεί τον ΣΥΡΙΖΑ, αφού υπολογίζει ότι αυτό φθείρει τη ΝΔ. 
Αλλά και η ΛΑΕ με το κόμμα της Κωνσταντοπούλου ψαρεύουν στα θολά νερά του εθνικισμού, στο όνομα του «αντικυβερνητικού χαρακτήρα» του συλλαλητηρίου.
Τέλος, ερωτήματα προκαλεί η ανακοίνωση με την οποία η κίνηση «Πράττω», του ΥΠΕΞ Ν. Κοτζιά, δίνει έμμεση κάλυψη στα συλλαλητήρια, γράφοντας σε ανακοίνωση ότι «η συμμετοχή του λαού στα συλλαλητήρια για τη Μακεδονία είναι δημοκρατικό δικαίωμα έκφρασης».
Ολο αυτό το σούρτα - φέρτα δεν μπορεί και δεν πρέπει να κρύψει την ουσία, ότι όλες οι αστικές δυνάμεις, ανεξάρτητα από τη θέση που παίρνουν για το όνομα, συγκλίνουν στο βασικό: 
Στην εξυπηρέτηση των ευρωατλαντικών σχεδιασμών στην περιοχή, ως προϋπόθεση και για την υλοποίηση των επιδιώξεων της ελληνικής αστικής τάξης.
Το συμπέρασμα επομένως για την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα είναι ότι η θέση τους δεν βρίσκεται στα συλλαλητήρια της Κυριακής, μαζί με τους αντιδραστικούς εθνικιστές, ούτε βέβαια στην πλευρά του κοσμοπολιτισμού, που αποτελεί την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος. 
Η θέση τους είναι στον αγώνα ενάντια στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς και πολέμους στην περιοχή, για την απεμπλοκή της Ελλάδας απ' αυτούς, ενάντια στο σάπιο σύστημα που γεννάει πολέμους, φτώχεια, εκμετάλλευση.
Αλιεύτηκε απ' την Εφημερίδα της Εργατιάς  

«Πού 'ναι η Μάνα σου, Μωρή;

«Μωρή, δεν ακούς; Πού 'ναι η μάνα σου;»


Τώρα σίγουρα έπρεπε να κοιτάξω και γρήγορα μάλιστα. Αριστερά μπροστά μου, πάνω στα βράχια και στην ταράτσα του σπιτιού μας... 
Ητανε κει. Τρεις τέσσερις, περισσότεροι... Δε θυμάμαι τώρα πια. Ανάμεσά τους κι ένας που νομίζω ότι είχε ξύλινο πόδι, γιατί κούτσαινε, τόνε λέγανε Παυλίτινα και ήτανε συγγενής της μάνας μου.
 Αυτοί οι άνθρωποι εκείνη τη στιγμή δεν είχανε όνομα για μένα. Ητανε απλώς οι «Χίτες». 
Κι ο Παυλίτινας που, όταν ερχότανε άλλες φορές στο σπίτι μας, μάλλον θα μ' έπαιρνε αγκαλιά, τώρα για μένα κι αυτός ήτανε Χίτης. Δε θυμάμαι αν σηκώθηκα να περπατήσω ή μπήκα στο σπίτι μπουσουλώντας.(...)
(...) Μπαίνοντας στο σπίτι μας έψαχνα για τη γνώριμη καφετιά φουστάνα της μάνας μου και για τ' «αυτόματό» μου. 
Να το κρύψω... Να το κρύψω... Να μην το βρούνε... Πρώτα βρήκα το «αυτόματο». Ητανε μια λεπτή τάβλα κομμένη από μια ξύλινη βαλίτσα μαζί με το χερούλι της. Κούναγα το χερούλι πάνω κάτω και μπαμ!! σκότωνα όλους τους Γερμανούς. Πού να το κρύψω να μην το βρούνε;
(...) Ο πατέρας μου, σ' όλη τη διάρκεια της Κατοχής, πολέμαγε τους Γερμανούς. Ητανε ΕΛΑΣίτης κι αυτός κι ο αδερφός μου ο Αντώνης. 
Οταν τέλειωσε ο πόλεμος, ο πατέρας μου κι ο αδερφός μου - τουλάχιστον όσο εγώ μπορούσα να θυμάμαι - δε μένανε ταχτικά στο σπίτι μας. 
Τους κυνηγάγανε, λέει, οι Χίτες. Αλλά οι Χίτες ήτανε μαζί με τους Γερμανούς και πολεμάγανε τους ΕΛΑΣίτες. 
Τώρα ο πόλεμος είχε τελειώσει. Ετσι έλεγε ο πατέρας. Οι Γερμανοί είχανε φύγει, το 'λεγε κι αυτό ο πατέρας. Κι ο πατέρας μου δεν έλεγε ποτέ ψέματα. Ισα ίσα, τόνε άκουγα που έλεγε σε κάτι μεγάλα παιδιά ένα βράδυ, πως μόνο οι σκλάβοι λένε ψέματα... 
Αλήθεια, τι θα πει σκλάβος;... 
Ο πατέρας έλεγε πως οι Χίτες είναι προδότες, πως δεν είναι Μανιάτες. 
Γιατί οι Μανιάτες είναι όλοι παλικάρια και όλοι πολεμάγανε τους Γερμανούς. Ενώ οι Χίτες μαζί με τους Γερμανούς σκοτώνανε τους Μανιάτες, και πιο πολύ όσους Μανιάτες ήτανε ΕΛΑΣίτες κι ΕΠΟΝίτες.
Αλλά ο πόλεμος είχε τελειώσει. Οι Γερμανοί είχανε φύγει... 
Γιατί όμως είχανε μείνει οι Χίτες και γιατί κυνηγάγανε τον πατέρα μου και τον Αντώνη;
(...) Γραπώθηκα στην καφετιά φουστάνα της μάνας και ακολούθαγα βήμα βήμα τα βήματά της. 
Δεξιά αριστερά, πάνω κάτω. Υστερα έτρεχε. Κρεμάστηκα στη φουστάνα για να τήνε προλαβαίνω. 
Ετρεχε πολύ... 
κι αυτοί τήνε χτυπάγανε, τήνε χτυπάγανε, με το πίσω ξύλινο μέρος των τουφεκιών τους. 
Πώς ένιωθε; Εκτός απ' τον πόνο. Πώς να 'νιωθε... 
Να 'χει μένα κρεμασμένη στη φουστάνα της. Να μην μπορεί να τρέξει, να σωθεί απ' τα χτυπήματα. Να μην μπορεί να μου πει να φύγω μακριά. Να μη βλέπω πως τήνε σέρνανε. 
Να μη βλέπω, Θε μου. Να μη βλέπω! Εγώ κείνη τη στιγμή ήθελα να μπόραγε η μάνα μου να με πάρει αγκαλιά, να με κρύψει στον κόρφο της, να μη βλέπω, να μη βλέπω... 
Αλλά «αυτοί» τήνε σέρνανε έτσι άγρια και γρήγορα, που δεν μπόραγε ούτε αγκαλιά να με πάρει ούτε στον κόρφο της να με κρύψει. 
Αναγκαζότανε μόνο να τρέχει, ήθελε δεν ήθελε. Ετσι το μόνο που μου απόμενε ήτανε να κολλήσω μ' όλη μου τη δύναμη στη φουστάνα της. Με τίποτα δεν έπρεπε να ξεκολλήσω από κει, γιατί θα την έχανα. 
Τήνε σέρνανε, τήνε χτυπάγανε... Ενιωσα το χέρι της να σφίγγει το δικό μου. Ακουσα τη φωνή της:
 «Μπεμπέκα μου, Μπεμπέκα μου, αν ζήσεις τ' όνομά μας να κρατάς πάντα ψηλά. Ορκίσου μου... Ορκίσου μου...» 
Μα τι μου λέει, τι μου λέει, θα κουραστώ, Θε μου, θα κουραστώ! Πώς μπορώ να κρατάω μια ζωή, μια σανίδα γραμμένη με τ' όνομα ΠΕΤΡΟΥΛΑ, πάντα ψηλά. 
Θα κουραστώ. Θα κουραστούνε τα χέρια μου και θα μου πέσει χάμω η σανίδα με τ' όνομα.
Και κείνη: «Ορκίσου μου, Ορκίσου μου...» και οι Χίτες να τήνε χτυπάνε, να τήνε χτυπάνε...
(...) Εκείνη τη μέρα, ότι με είχε πλύνει η νουνά, μπήκανε μέσα στο δωμάτιο τρεις - τέσσερις Χίτες. Ενας απ' αυτούς - Κούλη τόνε λέγανε - κράταγε ένα σιδερένιο μακρόστενο πράγμα στο χέρι του. «Ελα δω, μωρή», μου λέει. «Ξέρεις τι είν' αυτό;» και μου 'δειχνε αυτό το παράξενο, σιδερένιο πράγμα. 
Ητανε φτιαγμένο από μικρά μικρά κομματάκια σίδερο - πρέπει να 'τανε ατσάλινα ελάσματα, γιατί είχε το χρώμα τ' ατσαλιού και ήτανε και ευλύγιστο.
Εγώ πάω κοντά για να πιάσω και να περιεργαστώ αυτό το παράξενο «πράγμα». 
Αυτός όμως λέγοντάς μου «αυτό είναι βούρδουλας», μου δίνει με δαύτο μια στα πόδια, που με λαχτάρησε. 
Ξεφωνίζω, ουρλιάζω απ' τον πόνο. Πρώτη μου φορά νιώθω τέτοιο πράγμα, πρώτη μου φορά νιώθω τόσο πόνο. 
Προσπαθώ να ξεφύγω. Ψάχνω με τα μάτια για τη νουνά της Φιλίτσας μας. Βλέπω όμως δυο από δαύτους να την έχουνε πιάσει και να τήνε κρατάνε ακούνητη.
 Αυτή προσπαθεί να λευτερώσει το στόμα της για να φωνάξει, αλλά αυτοί τήνε σέρνουνε έξω απ' το δωμάτιο. 
Δεν ξέρω τι θέλει αυτός ο Κούλης από μένανε. Δεν ξέρω γιατί με βαράει. 
Νιώθω μόνο πως κάτι χορεύει και χτυπάει σαν τρελό μέσα μου. Ακούω περίεργα βουητά στ' αυτιά μου. Αυτός με γραπώνει κι απ' τα δυο χέρια και δεν μπορώ να ξεφύγω και να πιλαλήσω μακριά, έξω απ' το δωμάτιο. 
«Ασε με, βρε. Τι θέλεις; που να σκάσεις. Γιατί με βαράεις;» τσιρίζω. 
«Θα μου μαρτυρήσεις πρώτα πού 'ναι ο πατέρας σου και θα σ' αμολήσω», μ' αποκρίνεται. 
«Οχι, βρε. Οχι. Τίποτα δε σου μαρτυράω», ξεφωνίζω. 
Αρχίζει να βλαστημάει και να βρίζει απαίσια. «Θα μαρτυρήσεις, μωρή, γιατί θα σου χαρακώσω την πλάτη και θα σου ρίξω αλάτι». 
Σηκώνεται η πέτσα μου! Αυτή τη φοβέρα την έχω πολλές φορές ακούσει. Δε θυμάμαι από ποιόνε για ποιόνε. Αλαφιάζω, θέλω να λευτερωθώ, να βγω απ' το δωμάτιο. Δεν μπορώ. Αυτός με το 'να χέρι σφίγγει σαν δόκανο τα δυο δικά μου και με τ' άλλο με βαράει δυνατά με το βούρδουλα. Ο πόνος στα πόδια είναι φοβερός. Αίματα ξεπηδάνε απ' όποιο σημείο μ' ακουμπάει αυτός ο δαιμονισμένος ο βούρδουλας.
 Σκέφτομαι πόσο πιο φοβερό θα 'ναι αυτό το χαράκωμα και το αλάτι που με φοβέρισε ότι θα μου κάνει, αν δε μαρτυρήσω. Αρχίζω να ξεφωνίζω και να τανιέμαι μ' όλη μου τη δύναμη. Θέλω να λευτερωθώ απ' το χέρι του. Τόνε δαγκώνω, τόνε κλοτσάω. Τίποτα. 
«Μαρτύρα, μωρή, πού 'ναι ο πατέρας σου και θα σ' αμολήσω». 
«Οχι. Οχι, βρε! Ξέρω, αλλά δε μαρτυράω», ουρλιάζω και χαίρομαι, γιατί νιώθω πως κανένα, μα κανένα, δάκρυ δεν κυλάει απ' τα μάτια μου. 
Ημουνα σίγουρη πως ο πατέρας μου ήταν ακόμα κοντά στο Μοναστήρι. Είχα ακούσει ποιες ήτανε μερικές απ' τις κρυψώνες του.
 Το Κακό Βουνό, ο Καβελάρης, η Τρούπα. Ομως, με τίποτα δε θα του τα 'λεγα αυτουνού. 
«Στο Κακό Βουνό πρέπει να 'ναι ο πατέρας μου», σκέφτομαι και ουρλιάζω ξανά: 
«Ξέρω, ξέρω πού 'ναι ο Σωτήρακας, ξέρω, αλλά δε μαρτυράω». 
Τι 'τανε να του το πω! Μου βουτάει το φουστάνι και σκίζοντάς το κοντεύει να με πνίξει. Βρίζοντας Παναγίες, Χριστούς, φάρες, φύτρες, με πετάει χάμω μπρούμυτα. 
Εγώ, που δεν ξέρω τι θέλει να κάνει, έχω σχεδόν πετρώσει. Ούτε ανάσα δε βγάζω. Μόνο αυτοί οι περίεργοι χτύποι μέσα μου, μόνο πολλά πολλά καψίματα στα πόδια μου. 
Και να, η πρώτη μαχαιριά στην πλάτη μου! Ξεφωνίζω άθελά μου, όχι απ' τον πόνο, αλλά από τρομάρα. 
Μετά από λίγο αρχίζει ο πόνος. Κι αυτός τώρα ουρλιάζει: «Μαρτύρα, μωρή. Μωρή, θα μαρτυρήσεις ή θα σε γδάρω σαν τραγί;» 
Κι εγώ ούτε κιχ. 
Νιώθω πως κάτι άλλο κάνει και καθυστερεί να ξαναχαρακώσει την πλάτη μου. 
Σηκώνω το κεφάλι, αλλά δεν μπορώ να δω. 
Ακούω μόνο σαν να δαγκώνει κάτι σκληρό και να προσπαθεί να το μασήσει με τα δόντια του. Σε λίγο, εκεί που νιώθω τον πόνο, νιώθω κι ένα τέτοιο τσούξιμο, τόσο ανυπόφορο, που δεν μπορώ να το περιγράψω.
Και πάλι, χωρίς να το θέλω, ξεφωνίζω. Μα κι αυτός ουρλιάζει: «Μαρτύρα, μωρή», και βρίζει χυδαία τη μάνα μου, τον πατέρα μου, όλο το Πετρουλαίικο.
 Κι εγώ σκέφτομαι: 
«Σαν την Πίπη να με κάνεις, βρε, τίποτα δε θα σου μαρτυρήσω... Πόσες μαχαιριές;» 
Ακόμα τις έχω. Για το Σωτήρακά μου τίποτα δε μαρτύρησα. Νομίζω πως είχα ακούσει τον πατέρα μου, να το λέει, πως θα κρυβότανε στο Κακό Βουνό για λίγο καιρό. Δεν είμαι σίγουρη όμως.(...)

Δήμητρα ΠΕΤΡΟΥΛΑ
    Απ' τον ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ