13 Φεβρουαρίου, 2019

ΤΟ ΔΟΚΙΜΙΟ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΚΚΕ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΗΣ ΒΑΡΚΙΖΑΣ:

Το Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ για τη Συνθηκολόγηση της Βάρκιζας

Η υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας βαραίνει την ηγεσία του ΚΚΕ. Ανεξάρτητα από τις όποιες διεθνείς παραινέσεις για την εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης, έπρεπε να απορρίψει και την παραμικρή σκέψη για την παράδοση των όπλων και διάλυση του ΕΛΑΣ.

Ένα από τα θέματα που σίγουρα κεντρίζουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη στο νέο δοκίμιο ιστορία τους ΚΚΕ, είναι σαφώς η αποτίμηση της Συμφωνίας της Βάρκιζας. Προφανώς η αποτίμηση αυτή δεν έρχεται ως κεραυνός εν αιθρία, αλλά στη βάση αναλύσεων που είναι γνωστές και υπό επεξεργασία εδώ και χρόνια μέσα από τα κομματικά έντυπα. Η αυτοκριτική διάθεση, μακριά από τη λαθολογία, η ανάδειξη του ρόλου του διεθνούς παράγοντα με προεξάρχουσα την ΕΣΣΔ και η προβολή της εναλλακτικής που είχαν ΚΚΕ και ΕΑΜ – ΕΛΑΣ αποτελούν βασικούς άξονες της σημερινής κομματικής θεώρησης, που γλαφυρά και τεκμηριωμένα αποτυπώνεται στο σχετικό κεφάλαιο από τον τόμο Β1 του δοκιμίου, το οποίο και παρατίθεται παρακάτω:
Η δυσμενής έκβαση της μάχης στην Αθήνας και τον Πειραιά και η ανακωχή της 11ης Γενάρη κάθε άλλο παρά σήμαινε και ήττα συνολικά του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, που κυριαρχούσε στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας. Το ΚΚΕ και το ΕΑΜ διατηρούσαν επιρροή στην πλειοψηφία των λαϊκών μαζών, ενώ ο ΕΛΑΣ συνέχιζε να συσπειρώνει τον κύριο όγκο των δυνάμεών του.
Ο στρατηγός του ΕΛΑΣ Στ. Σαράφης αναφέρει ότι τις παραμονές της Συμφωνίας της Βάρκιζαςάρχισε μια εντατική δουλειά ανασυγκρότησης των μονάδων και τακτοποίησής τους με νέα διάταξη, ώστε στις αρχές του Φλεβάρη ο ΕΛΑΣ ήταν έτοιμος ν’ αντιμετωπίσει οποιαδήποτε νέα επίθεση”.
Ήδη από τις 22 Γενάρη, το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ ζητούσε από την Ομάδα Μεραρχιών Μακεδονίας λεπτομερείς αναφορές για την κατάσταση των δυνάμεων, τόσο της ίδιας όσο και του εχθρού, “εις Μακεδονία και ιδιαιτέρως περιοχήν Θεσ/νίκης και Καβάλας”.
Όσον αφορά την πρωτεύουσα, στις αρχές Φλεβάρη στάλθηκε πολυάριθμη ομάδα κομματικών στελεχών με επικεφαλής τον Σπ. Καλοδίκη, με σκοπό την ανασυγκρότηση των οργανώσεων του ΚΚΕ και του ΕΑΜ. Έως τα μέσα-τέλη Φλεβάρη είχαν ανασυσταθεί η Επιτροπή Πόλης της ΚΟΑ, όλες οι Αχτιδικές Επιτροπές και τα Γραφεία των περισσότερων ΚΟΒ. Με γοργούς ρυθμούς ακολουθούσε η ανασυγκρότηση των ΕΑΜικών και ΕΠΟΝίτικων οργανώσεων”.
Σχετικά με τη συνέχιση ή μη της ένοπλης σύγκρουσης μετά από την ήττα του ΕΛΑΣ το Δεκέμβρη, ο Π. Ρούσος αναφέρει:
“Τις μέρες της ανακωχής έγιναν στην ηγεσία του αγώνα σκέψεις για ενδεχόμενη συνέχιση του πολέμου κατά των επεμβάσεων. Ο ΕΛΑΣ διατηρούσε ακόμα σημαντικές, τις περισσότερες δυνάμεις ανέπαφες. Στη μάχη της Αθήνας είχαν δοκιμασθεί και χτυπηθεί 3 μεραρχίες 20.000 ανδρών περίπου. Διαθέταμε ακόμα 7 μεραρχίες, δύναμης περίπου 40.000. Ο ΕΛΑΣ μπορούσε να συνεχίσει τον ένοπλο αγώνα του, μάλλον σαν αγώνας τριβής, με την πιθανότητα να πετύχει ευνοϊκούς όρους για το κίνημα. Μα σε κάθε περίπτωση είχαμε ανάγκη από βοήθεια, τουλάχιστον σε πολεμοφόδια. Από πού όμως; Μην ξεχνάμε πως συνεχίζεται η μεγάλη προσπάθεια των Σοβιετικών για τη συντριβή του Χίτλερ και την κατάληψη του Βερολίνου. Ο Χίτλερ μπορεί ακόμα να κάνει ζημιά στους συμμάχους (Αρδέννες). Χρειάζεται η μεγαλύτερη ενότητα των συμμάχων. Και στερέωση των νέων λαϊκών καθεστώτων στην Ανατολική Ευρώπη.
Για να ‘χει κάποια σαφήνεια και προοπτική σ’ ένα νέο ένοπλο αγώνα που θα αναλάμβανε κατά των Άγγλων, την ώρα που ο παγκόσμιος πόλεμος βάδιζε προς το τέλος του, το Πολιτικό Γραφείο έστειλε ένα τηλεγράφημα προς το Γ. Ντιμιτρόφ για να βολιδοσκοπήσει ξανά τις δυνατότητες που θα υπήρχαν στη νέα διεθνή κατάσταση και ιδιαίτερα στην κατάσταση των Βαλκανίων, που ήταν ακόμα λεπτή”.
Σε συνάντησή του με τον Κοστόβ στη Σόφια, αρχές του 1945, ο Ζέβγος έθεσε ευθέως το ζήτημα της διεθνούς υλικοστρατιωτικής ή έστω πολιτικής στήριξης προς το λαϊκό κίνημα της Ελλάδας για τη συνέχιση του ένοπλου αγώνα. “Αν θα είναι αδύνατο να έχουμε μια τέτοια ηθική υποστήριξη, πρέπει ή να συνθηκολογήσουμε, πράγμα που θα σήμαινε καταστροφή για το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα, ή να αρχίσουμε πάλι τον πόλεμο. Εμείς θα προτιμήσουμε το δεύτερο”. Ωστόσο πρόσθεσε:
“Ο λαός μας κουράστηκε (…) οι άνθρωποι πεινούν. Αυτές οι δυσκολίες έχουν αντανάκλαση στο ηθικό των συμμάχων μας, μικροαστικών ομάδων, που θέλουν να επιτευχθεί ομαλότητα με συμφωνία (…) Ο στρατός μας αριθμεί 50-60.000, το ηθικό του είναι υψηλό, θέλει να συγκρουστεί, όμως δεν έχει εξπλισμό, κυρίως αντιαεροπορικά, πυροβόλα, τανκς και αντιαρματικά πυροβόλα (…) Χρειαζόμαστε αρβύλες -το 1/2 του στρατού μας είναι ξυπόλητοι- ψωμί, ο στρατός μας πεινά”.
Με τη σειρά του ο Κοστόβ απάντησε:
“Πολιτική υποστήριξη μπορεί να έχει η Ελλάδα μόνο από τη Σοβιετική Ένωση. Εμείς θα συνεχίσουμε να εκφράζουμε στον Τύπο τις συμπάθειές μας προς εσάς, όμως μεγάλη βοήθεια δεν μπορούμε να δώσουμε (…) Μεγάλες ελπίδες δεν μπορείτε να έχετε ούτε στη Σοβιετική Ένωση, διότι η διεθνής κατάσταση είναι δυσμενής για σας. Η Γερμανία δεν έχει ακόμη συντριβεί. Είναι ανάγκη να διατηρηθεί η συμμαχία με την Αγγλία. Αν αυτή η συμμαχία καταρρεύσει, η Γερμανία μπορεί να σηκώσει και πάλι κεφάλι. Ακριβώς γι’ αυτό οι Άγγλοι επέλεξαν τη στιγμή αυτή να σας επιτεθούν. Υποθέτω ότι η Σοβιετική Ένωση δε θα μπορούσε να σας δώσει αποφασιστική βοήθεια, όμως, εννοείται, αυτό είναι υπόθεση της ίδιας της Σοβιετικής Ένωσης”
Στις 15 Γενάρη 1945, ο Λεωνίδας Στρίγκος, όντας στη Θεσσαλονίκη, απέστειλε τηλεγράφημα προερχόμενο από τη Σόφια προς το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, που τότε βρισκόταν στα Τρίκαλα.
Ανάμεσα σε άλλα ανέφερε:
“Σας μεταδίδουμε τηλ/μα που στάλθηκε από… στοπ. Αρχίζει στοπ. Ο Παππούς (Ντιμιτρόφ) νομίζει ότι με τη σημερινή διεθνή κατάσταση η ένοπλη ενίσχυση προς τους Έλληνες συντρόφους απ’ έξω γενικά αδύνατη. Βοήθεια από μέρους της Βουλγαρίας ή Γιουγκοσλαβίας, η οποία να τους δέσμευε με το μέρος του ΕΛΑΣ εναντίον ενόπλων αγγλικών δυνάμεων, σήμερα λίγο θα βοηθήσει τους Έλληνες συντρόφους, ενώ πάρα πολύ θα μπορούσε να βλάψει τη Γιουγκοσλαβία ή τη Βουλγαρία. Όλα αυτά πρέπει να τα υπολογίζουν οι φίλοι μας οι Έλληνες. Έλληνες και ΕΛΑΣ πρέπει να καθορίσουν τα περαιτέρω βήματά τους, ξεκινώντας απ’ αυτή ακριβώς την κατάσταση, όχι ευνοϊκή γι’ αυτούς. Δεν πρέπει τραβήξουν σχοινί. Αλλά να δείξουν εξαιρετική ευλυγισία και ικανότητα χειρισμών για να διατηρήσουν όσο το δυνατόν δυνάμεις τους και να περιμένουν ευνοϊκότερη στιγμή για πραγματοποίηση δημοκρατικού τους προγράμματος. Για Ελληνικό Κόμμα το σπουδαιότερο είναι να μην επιτρέψει να απομονωθεί από μάζες ελληνικού λαού και από δημοκρατικές ομάδες που ανήκουν στο ΕΑΜ. Γιατί ΕΑΜ, ΓΣΕΕ και χωριστές προσωπικότητες ηγέτες δεν απευθύνονται επίσημα στα Συνδικάτα και Εργατικό Κόμμα Αγγλίας, στις αμερικανικές μαζικές οργανώσεις και Συνδικάτα και κοινή γνώμη εξωτερικού για να διαφωτίσουν για σκοπούς και χαρακτήρα πάλης τους, για να ξεσκεπάσουν ελληνική αντιδραστική κλίκα και τους καλέσουν ενίσχυσή τους; Αυτό θα ‘πρεπε να κάνουν με όλους τους δυνατούς τρόπους και μέσα ακατάπαυστα στοπ. Πρωτότυπο στείλαμε με σύνδεσμο στοπ”.
(Κατά το Χατζή, το παραπάνω τηλεγράφημα είχε σταλεί με ημερομηνία 19 Δεκέμβρη 1944 και το είχε παραλάβει στη Μακεδονία ο Λ. Στρίγκος στις 20 Δεκέμβρη. Όμως, από λάθος στον κώδικα, ήταν αδύνατη η αποκρυπτογράφησή του, οπότε ο Στρίγκος ζήτησε επανάληψη. Το νέο τηλεγράφημα, αφού αποκρυπτογραφήθηκε, στάλθηκε στο ΠΓ με ημερομηνία 15 Γενάρη 1945, όπως προαναφέρεται. Δεν είναι γνωστό αν το δεύτερο τηλεγράφημα ήταν επανάληψη του πρώτου ή αν είχε τροποποιηθεί, με δεδομένο ότι η κατάσταση το Γενάρη είχε αλλάξει δραματικά για το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Το τηλεγράφημα παραθέτει και ο Ιορντάν Μπάεφ, ο οποίος αναφέρει ότι είχε ημερομηνία 12 Γενάρη και έφτασε στο ΠΓ στις 15 Γενάρη).
Είχε προηγηθεί συνομιλία του Ντιμιτρόφ με το Στάλιν, στις 10 Γενάρη 1945. Σύμφωνα με το Ντιμιτρόφ, ο Στάλιν του είπε:
“Συμβούλεψα την Ελλάδα να μην αρχίσουν αυτόν τον αγώνα. Τα μέλη του ΕΛΑΣ δεν έπρεπε να βγουν από την κυβέρνηση Παπανδρέου. Καταπιάστηκαν με μια δουλειά για την οποία δεν αρκούν οι δυνάμεις τους. Φαίνεται υπολόγιζαν ότι ο Κόκκινος Στρατός θα κατέβαινε ως το Αιγαίο”. Αυτό δεν μπορούμε να το κάνουμε. Δεν μπορούμε να στείλουμε και στην Ελλάδα δικά μας στρατεύματα. Οι Έλληνες έκαναν βλακεία”.
Το παραπάνω τηλεγράφημα της 15ης Γενάρη αναμφίβολα άσκησε επίδραση στην πολιτική του ΚΚΕ.
Κατά το Θ. Χατζή, στο ΠΓ και στην ΚΕ διεξαγόταν διαπάλη. Οι Σιάντος και Ζέβγος, στηριζόμενοι και στις απόψεις του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ, υποστήριζαν τη συνέχιση του αγώνα εναντίον της Αγγλίας, ενώ η πλειοψηφία του ΠΓ ήταν υπέρ της εξεύρεσης συμβιβαστικής λύσης. Ο Σιάντος τελικά υποχώρησε, ενώ ο Ζέβγος παρέμεινε αμετακίνητος.
Στις 2 Φλεβάρη 1045 ξεκίνησαν στη Βάρκιζα διαβουλεύσεις μεταξύ των εκπροσώπων του ΕΑΜ και της κυβέρνησης Ν. Πλαστήρα που στις 12 του μήνα κατέληξαν σε συμφωνία. Η Συμφωνία της Βάρκιζας προέβλεπε την αποστράτευση και τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ, του ΕΛΑΝ και της Εθνικής Πολιτοφυλακής. Ακόμα: τη διασφάλιση των πολιτικών και συνδικαλιστικών ελευθεριών, την άρση του στρατιωτικού νόμου, την άμεση απελευθέρωση των συλληφθέντων ΕΑΜιτών, με το άρθρο 3 την αμνήστευση των “πολιτικών αδικημάτων” που διαπράχτηκαν κατά τις μάχες του Δεκέμβρη (εξαιρούνταν τα “κοινά αδικήματα κατά της ζωής και της περιουσίας”, καθώς και όσοι δεν παρέδιδαν τα όπλα έως την προκαθορισμένη ημερομηνία της 15ης Μάρτη), την απελευθέρωση των ομήρων του ΕΛΑΣ (όσοι κατηγορούνται ως δωσίλογοι θα παραδίδονταν στη Δικαιοσύνη για να δικαστούν), τη συγκρότηση εθνικού στρατού, την εκκαθάριση των κρατικών υπαλλήλων και των σωμάτων ασφαλείας από δωσιλογικά στοιχεία και, τέλος, τη διενέργεια το “ταχύτερο δυνατόν” ελεύθερων και γνήσιων εκλογών και δημοψηφίσματος για το πολιτειακό.
Μιλώντας στην ΚΕ του ΚΚΕ στις 14 Φλεβάρη 1945, όπου συζητήθηκε η Συμφωνία, ο Γ. Ιωαννίδης τόνισε μεταξύ άλλων:
“Η γραμμή του Πολιτικού Γραφείου ήταν να συνάψουμε κάθε είδους συμφωνία, εκτός από μια τέτοια συμφωνία που δε θα μας άφηνε κανένα ίχνος ελεύθερου πολιτικού βίου ή θα απαιτούσε να παραδοθούμε χωρίς όρους. Ήταν απαραίτητο να συνάψουμε τη συμφωνία. Η συμφωνία συνάφθηκε στις βάσεις που προβλέψαμε. Η αλήθεια είναι ότι ορισμένα σημεία της συμφωνία θα μπορούσαν να αποσαφηνιστούν περισσότερο, αλλά αυτό δεν είναι η ουσία του όλου ζητήματος (…) Η σημερινή συμφωνία είναι αποτέλεσμα της διεθνούς κατάστασης της Ελλάδας (…) Δεν πρέπει να τρέφουμε αυταπάτες. Διεξάγουμε πόλεμο. Θα κερδίσουμε, αν θέσουμε σωστά αυτό το πράγμα. Είχαμε και έχουμε σωστή πολιτική, αλλά οι σημερινές συνθήκες δε μας επιτρέπουν να την εφαρμόσουμε. Αν αύριο οι συνθήκες αλλάξουν, θα νικήσουμε. Οι εσωτερικές αντιφάσεις της μπουρζουαζίας μας θα οξυνθούν περισσότερο και πρέπει να τις εκμεταλλευτούμε κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Μπροστά στο Κόμμα τίθενται σήμερα τα ακόλουθα καθήκοντα:
1.Να υποστηρίζουμε το συμμαχικό μέτωπο (τη συμφωνία) και να το επεκτείνουμε. Να δημιουργήσουμε πλατύ μέτωπο των δημοκρατικών δυνάμεων. Να συσπειρώσουμε στο μέτωπο αυτό όλες τις δημοκρατικές δυνάμεις, που δεν είναι φασιστικές, ακόμα και τον ίδιο τον Πλαστήρα. Θα οργανώσουμε γρήγορα το συνέδριο του ΕΑΜ.
2. Πρέπει να στρέψουμε την προσοχή στο Κόμμα μας. Πρέπει να ενισχύσουμε και να εξασφαλίσουμε τη δράση του κάτω από κάθε όρους. Το Πολιτικό Γραφείο πρέπει να μελετήσει το οργανωτικό ζήτημα και να βρει τις μεθόδους για την ποιοτική βελτίωση του Κόμματος.
3. Πρέπει να οργανώσουμε διαφωτιστική και προπαγανδιστική δραστηριότητα του Κόμματος στις τάξεις των κομματικών μελών και στο λαό (…)
Για το ζήτημα των Άγγλων: δεν πρέπει να ξεχνάμε το ζήτημα της ανεξαρτησίας της χώρας. Κάθε φορά που τίθεται το ζήτημα από τη σκοπιά αυτή, πρέπει να υπογραμμίζουμε ότι η αγγλική επέμβαση δεν εξυπηρετεί την ομαλή πολιτική ανάπτυξη της χώρας”.
Την ίδια μέρα συνεδρίασε και η ΚΕ του ΕΑΜ, η οποία ενέκρινε ομόφωνα τη Συμφωνία.
Στις 15 Φλεβάρη η ΚΕ του ΕΛΑΣ εξέδωσε προκήρυξη για την αποστράτευση του ΕΛΑΣ. «Η συμφωνία της 12ης Φλεβάρη», τόνιζε η προκήρυξη απευθυνόμενη στους μαχητές του ΕΛΑΣ, «τερματίζει τον ένοπλο αγώνα σας. Τώρα ήλθε η ώρα να καταθέσετε με τιμή τα δοξασμένα όπλα σας. Όμως το έργο σας δεν ολοκληρώθηκε. Ο δεύτερος μεγάλος σκοπός του αγώνα μας, η κατοχύρωση της λαϊκής κυριαρχίας και η δημιουργία των προϋποθέσεων εκείνων που δεν εξασφαλίζουν την ανεμπόδιστη δημοκρατική εξέλιξη του τόπου, περιμένει την πραγματοποίησή του».
Την ίδια μέρα εκδόθηκε και η σχετική Ημερήσια Διαταγή του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ.
Όπως αναφέρει ο Στ. Σαράφης, ο Άρης Βελουχιώτης, αρνήθηκε αρχικά να υπογράψει τη διαταγή. Τότε ο Σαράφης του είπε ότι, αν δεν την υπογράψει αυτός, δε θα την υπέγραφε ούτε και ο ίδιος, ζητώντας του να αποταθεί στο Κόμμα. Τελικά, ο Βελουχιώτης συνυπέγραψε τη διαταγή.
Τα άμεσα καθήκοντα των ΚΟ του ΚΚΕ τέθηκαν τηλεγραφικά στις 15 Φλεβάρη ως εξής:
«Σ’ όλα τα μέλη μας, ΕΑΜ, ΕΛΑΣ αναλυθεί συμφωνία και λόγοι που επέβαλαν υπογραφή της στοπ. Βασικές κατευθύνσεις στοπ. Πάλη για δημοκρατικές ελευθερίες και εξέλιξη Χώρας στοπ. Διατήρησε ενότητας συμμαχικά αγώνα γραμμές ΕΑΜ και δημιουργία πλατιού πανδημοκρατικού μετώπου στοπ. Διαφώτιση Κόμματος και λαού σημερινές συνθήκες πρώτιστο καθήκον στοπ. Οργανωτικά προβλήματα αποκτούν σήμερα αποφασιστική σημασία στοπ. Ανάγκη εξασφαλιστεί λειτουργία και προφύλαξη οργανώσεων και τεχνικού μηχανισμού στοπ. Πάρουμε μέτρα σ’ επιστράτευση οργανώνοντας εθνοφυλακή, κομμ. Δυνάμεις κατά υπόδειγμα παλιού ΑΜΙ στοπ. Βασική προϋπόθεση πραγματοποίησης καθηκόντων μας είναι η σύνδεσή μας με τις μάζες στοπ. Συγκεκριμένες πράξεις τρομοκρατίας κυβέρνησης Πλαστήρα πρέπει να ξεσκεπάζονται καθημερινά από οργανώσεις στοπ. Χαρακτηρισμός κυβέρνησης Πλαστήρα φασιστικής σήμερα όχι ορθός στοπ. Οργανώσεις μας με προσωπική ευθύνη γραμματέων περιοχής και σε συνεργασία καπεταναίους διαφυλάξουν σημαντικό μέρος οπλισμού στοπ. Επίσης διαφυλάξουν τρόφιμα και άλλη περιουσία ΕΛΑΣ λ/σμο Πολ. Γραφείου στοπ. Πρέπει γίνουν συνελεύσεις ανταρτών όπου εξηγηθεί γιατί διαλύθηκε ΕΛΑΣ και καθήκοντα ΕΛΑΣιτών με γυρισμό τους πόλεις και χωριά στοπ. Εξηγηθεί ΕΛΑΣίτες ότι θα δημιουργήσουμε συλλόγους αγωνιστών εθνικοαπελευθερωτικού πολέμου 1941 – 1944 όπου θα μπούνε όλοι ΕΛΑΣίτες φαντάροι αξιωματικοί.
Στις 18 Φλεβάρη η καθοδήγηση του ΚΚΕ και του ΕΑΜ επέστρεψε στην Αθήνα. Στα Τρίκαλα παρέμεινε η ΚΕ του ΕΛΑΣ για την τήρηση των στρατιωτικών όρων της Συμφωνίας. Στις 20 Φλεβάρη κατέφτασε εκεί και βρετανική αντιπροσωπία. Ο Ριζοσπάστης, που ως τότε εκδιδόταν στα Τρίκαλα, άρχισε να τυπώνεται και πάλι στην πρωτεύουσα στις 20 Φλεβάρη (από τις 3-18 Φλεβάρη κυκλοφορούσε τοπική έκδοση Αθήνας του Ριζοσπάστη).
Η συγκέντρωση των όπλων του ΕΛΑΣ πραγματοποιήθηκε σε 32 πόλεις, όπου ο ΕΛΑΣ παρέδωσε περισσότερα όπλα απ’ όσα είχε δεσμευτεί: «Από τα 42.500 όπλα που είχε αναληφθή υποχρέωσε παραδίνονται 49.200». Υπήρχαν και άλλα όπλα, τα οποία έκρυψε ο ΕΛΑΣ σε διάφορες τοποθεσίες ανά την Ελλάδα, σύμφωνα και με τις παραπάνω οδηγίες προς τις ΚΟ του κόμματος.
Στις 28 Φλεβάρη 1945, ο ΕΛΑΣ αποστρατεύτηκε.
Πέντε χρόνια αργότερα, κατά την ομιλία του στην 7η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ το Μάη του 1950, ο Δ. Παρτσαλίδης αναφέρθηκε στην 3η σύσκεψη που είχε γίνει στη Μόσχα το Γενάρη του 1950 ανάμεσα στις ηγεσίες του ΚΚΣΕ (Στάλιν, Μολότοφ, Μαλένκοφ, Σουσλόφ) του ΚΚ Αλβανίας (Χότζα, Σέχου) και του ΚΚΕ (Ζαχαριάδης, Παρτσαλίδης). Σε αυτή τη σύσκεψη συζητήθηκε και η Συμφωνία της Βάρκιζας.

Γι’ αυτό το θέμα ο Δ. Παρτσαλίδης ανέφερε:
«Η συφωνία της Βάρκιζας. Ο σ. Στάλιν είπε: «Είτανε λάθος, δεν έπρεπε να παραδώσετε τα όπλα.» Όταν ο σ. Ζαχαριάδης ανέφερε πως δεν παραδώσαμε όλα τα όπλα και ‘γω ότι πολεμήσαμε στην Αθήνα και ότι είχαμε και την υπόδειξη του σ. Ντιμιτρόφ για συμφωνία, ο σ. Στάλιν απάντησε: «Έπρεπε να πολεμήσετε έξω από την Αθήνα. Ο σ. Ντιμιτρόφ δεν είναι ΚΕ του Μπολσεβίκικου Κόμματος»
Η τοποθέτηση του Στάλιν το 1950, ότι το ΚΚΕ έπρεπε αν μην παραδώσει τα όπλα και να συνεχίσει τον ένοπλο αγώνα έξω από την Αττική, ήταν απόλυτα σωστή, αλλά δεν υπάρχει αρχειακό εύρημα για ανάλογη τοποθέτηση το 1945. Και αυτό το ζήτημα υπάγεται σε εκείνα που παραμένουν σχετικά ανοιχτά στην παραπέρα μελέτη τους, σε συνδυασμό με πρόσβαση στο σχετικό αρχειακό υλικό.
Η υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας βαραίνει την ηγεσία του ΚΚΕ. Ανεξάρτητα από τις όποιες διεθνείς παραινέσεις για την εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης, έπρεπε να απορρίψει και την παραμικρή σκέψη για την παράδοση των όπλων και διάλυση του ΕΛΑΣ. Έπρεπε το κόμμα να ανασυνταχτεί και ο ΕΛΑΣ να συνέχιζε τον αγώνα έξω από την Αθήνα. Αυτή η στάση ήταν η μοναδική που θα βοηθούσε και το ΔΚΚ και πρωταρχικά τη Σοβιετική Ένωση. Η απαράδεκτη υποχώρηση, όντας σε βάρος του ΕΑΜικού κινήματος και γενικά του λαού, απέβαινε σε βάρος και του ΔΚΚ.
Οι παράγοντες που οδήγησαν στην υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας, πέρα από την υποτίμηση της δύναμης του λαϊκού κινήματος και την υπερτίμηση του αντιπάλου, ήταν πρωταρχικά: Η εμμονή στον κοινοβουλευτικό στόχο της «ομαλής δημοκρατικής εξέλιξης», σε συνάρτηση και με την πίεση που ασκούσαν στο ΚΚΕ οι σύμμαχοί του στο ΕΑΜ να υπογραφεί συμφωνία. Η υποχώρηση στην πίεση ήταν απόρροια της οπορτουνιστικής άποψης ότι σε αντίθετη περίπτωση το ΕΑΜ θα διαλυόταν και το ΚΚΕ θα οδηγούνταν στην απομόνωση.

Η Συμφωνία της Βάρκιζας: Τεχνικές και πολιτικές παράμετροι


Η Συμφωνία της Βάρκιζας δεν ήταν μια «τυπική», ως προς την διαδικασία της, πολιτική πράξη. Πολλά στοιχεία την διαφοροποιούσαν από την τρέχουσα πολιτική ή διπλωματική πρακτική. Ο χώρος όπου υπογράφηκε ήταν ένα από αυτά: η στέγαση των διαπραγματεύσεων σε ένα ιδιωτικό σπίτι, την «Βίλα Κανελλόπουλου», και σε όχι κάποιο δημόσιο κτίριο είχε τη δική του συμβολική σημασία. Ακόμα πιο σοβαρή παρατυπία μπορεί να θεωρηθεί η σύνθεση των εκατέρωθεν αντιπροσωπειών. Η αντιπροσωπεία της Αντίστασης είχε συγκροτηθεί στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο καθώς περιλάμβανε τον Γενικό Γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ελλάδας, τον Γιώργη Σιάντο, τον Γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου, Δημήτρη Παρτσαλίδη, και τον Ηλία Τσιριμώκο, Γραμματέα της Ένωσης Λαϊκής Δημοκρατίας (ΕΛΔ). Ο δε στρατιωτικός που συνόδευε την πολιτική αντιπροσωπεία ήταν ο στρατηγός Στέφανος Σαράφης, στρατιωτικός διοικητής του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (Ε.Λ.Α.Σ.). Από την άλλη πλευρά η κυβερνητική αντιπροσωπεία είχε συγκροτηθεί σε «υπηρεσιακό» θα λέγαμε επίπεδο και δεν περιλάμβανε κανένα πολιτικό ή στρατιωτικό πρόσωπο «πρώτης γραμμής». Τη συγκροτούσαν ο υπουργός εξωτερικών, Ιωάννης Σοφιανόπουλος, ο Υπουργός εσωτερικών, Περικλής Ράλλης και ο υπουργός γεωργίας, Ιωάννης Μακρόπουλος. Στρατιωτικός σύμβουλος ήταν ο Παυσανίας Κατσώτας ο οποίος δεν βρισκόταν στην κορυφή της στρατιωτικής ιεραρχίας του κυβερνητικού στρατοπέδου.
Στο πρακτικό πεδίο η πολιτική ανισότητα ανάμεσα στις δύο αντιπροσωπείες δεν είχε ιδιαίτερη σημασία. Πίσω από την κυβερνητική αντιπροσωπεία στεκόταν ο Βρετανός Πρέσβης Ρέτζιναλντ Λήπερ ο οποίος επέβλεπε και καθοδηγούσε την πορεία των διαπραγματεύσεων. Στο ουσιαστικό όμως πεδίο, στη βάση του οποίου θα προσμετριόταν η αξία της Συμφωνίας και η αξιοπιστία της, η ανισότητα αυτή είχε καίρια σημασία. Η όλη διαδικασία της Βάρκιζας στιγματιζόταν –και ακυρωνόταν ως λύση συμβιβασμού- από ετούτη την απουσία ίσου πολιτικού βάρους ανάμεσα στις δύο αντιπροσωπείες. Ουσιαστικά αυτό τη μετέβαλε από διαπραγμάτευση ίσων σε διαπραγμάτευση νικητών με νικημένους. Προφανώς η ηγεσία του Αντιστασιακού κινήματος αποδέχθηκε ετούτη την παράμετρο και προχώρησε στην υπογραφή της Συμφωνίας.
Το ερώτημα που αυτόματα προκύπτει από την παραπάνω διαπίστωση είναι το κατά πόσο η «τεχνική», η στρατιωτική, κατάσταση του Εαμικού στρατοπέδου ήταν τέτοια ώστε να υποχρεώνει την ηγεσία του σε διαπραγματεύσεις  ηττημένου προς νικητή. Η απάντηση στο ερώτημα δεν είναι εύκολη καθώς δεν διαθέτουμε τον απαραίτητο όγκο και είδος πληροφοριών που θα μας επέτρεπαν να γνωρίσουμε σε βάθος την κατάσταση του Αντιστασιακού κινήματος σε αυτές τις πρώτες εβδομάδες του 1945. Ας δούμε λοιπόν τι έχουμε με τα στοιχεία που έχουμε.
Οπωσδήποτε η μεγάλη μάχη της Αθήνας κατέληξε σε ήττα για το κίνημα. Στο στρατιωτικό πεδίο η ήττα αυτή είχε οδηγήσει στην καταστροφή του Α’ Σώματος Στρατού του ΕΛΑΣ της Αθήνας. Είχε καταστρέψει επίσης την ΙΙη Μεραρχία Αττικοβοιωτίας του ΕΛΑΣ, και ένα σημαντικό μέρος των δυνάμεων της ΙΙΙης Μεραρχίας Πελοποννήσου του ΕΛΑΣ που βρέθηκαν να πολεμούν στην Αθήνα. Οι μονάδες της ΧΙΙΙης Μεραρχίας της Ρούμελης είχαν υποστεί σοβαρά πλήγματα και απώλειες, η στέρεη κοινωνική βάση όμως της μονάδας αυτής δείχνει να διατήρησε τη συνοχή της μονάδας και σε κάποιο βαθμό τη μαχητική της ικανότητα. Άλλες μονάδες του ΕΛΑΣ οι οποίες οριακά μόνο ενεπλάκησαν στις συγκρούσεις της Αθήνας, είχαν απλά εξουθενωθεί από τις ατελείωτες πορείες σε χειμερινές συνθήκες είτε προς την Αθήνα, είτε προς την Ήπειρο –όπου η νικηφόρα εκστρατεία κατά του ΕΔΕΣ. Αυτό ήταν ιδιαίτερα σοβαρό για την πλέον αξιόλογη μονάδα του ΕΛΑΣ, την Ιη Μεραρχία της Θεσσαλίας και για ένα σημαντικό ποσοστό των μονάδων της βόρειας Ελλάδας.
Οι απώλειες του ΕΛΑΣ δεν ήταν καταθλιπτικές στις τριάντα τρεις ημέρες που βάσταξε η μάχη στην Αθήνα. Κρίνοντας από τη μορφή της μάχης, τις απώλειες των αντιπάλων του και τις εκταφές μετά το τέλος των μαχών, ο ΕΛΑΣ ίσως είχε κάτι ανάμεσα πεντακόσιους με χίλιους νεκρούς. Οι αριθμοί ελάχιστα μας λένε δεδομένου του τρόπου συγκρότησης των μάχιμων σχηματισμών του ΕΛΑΣ της Αθήνας ο οποίος ήταν εν μέρει μόνο στρατιωτική και εν μέρει πολιτική οργάνωση. Για την ακρίβεια η διαρκής είσοδος και η έξοδος μαχητών στους σχηματισμούς του πολύ δύσκολα θα ξεχώριζε στρατιωτικές ή πολιτικές απώλειες στις γραμμές του. Περισσότερο μετρούσε η ποιοτική διάσταση των απωλειών καθώς πολλά πολιτικά και στρατιωτικά στελέχη σκοτώθηκαν στις συγκρούσεις.
Λιγότερο ικανοποιητικά ήταν τα πράγματα στον τομέα του εφοδιασμού και των αποθεμάτων. Η σύγκρουση της Αθήνας είχε απορροφήσει μεγάλο ποσοστό των αποθεμάτων που είχε σχηματίσει ο ΕΛΑΣ στην διάρκεια του αγώνα του ενάντια στους κατακτητές. Εξαιρετικά κρίσιμη ήταν η κατάσταση των πυρομαχικών όπου ολόκληρες κατηγορίες όπλων –π.χ. τα ιταλικά ελαφρά όπλα- είχαν κυριολεκτικά αχρηστευθεί από την έλλειψη πυρομαχικών. Αλλά και η κατάσταση σε τρόφιμα, υγειονομικό υλικό, υλικά στρατοπεδίας, εξάρτυσης -κυρίως υπόδησης-, βρισκόταν σε πολύ άσχημη κατάσταση. Η πρόσκαιρη απόκτηση μηχανοκίνητων μεταφορικών μέσων από τον ΕΛΑΣ στη διάρκεια της μάχης της Αθήνας –ειδικά τα φορτηγά αυτοκίνητα που κατασχέθηκαν στον Βόλο- ναι μεν ανακούφισε στη διάρκεια της μάχης τους πολεμιστές του ΕΛΑΣ στην Αθήνα, αλλά άδειασε αποθέματα και αποθήκες στην ιδιαίτερα κρίσιμη σε αυτό το πεδίο ζώνη της Θεσσαλίας.
Προβληματική ήταν επίσης η κατάσταση του ηθικού. Η ουσιαστική αδυναμία μεγάλων σχηματισμών του ΕΛΑΣ της Πελοποννήσου να εκτελέσουν διαταγές στην διάρκεια της μάχης της Αθήνας και ο συνεπακόλουθος αφοπλισμός τους ήταν μια ένδειξη για την ανομοιομορφία της σύνθεσης του ΕΛΑΣ, ιδιαίτερα μονάδων που είχαν σχηματιστεί στην τελευταία περίοδο της Κατοχής. Οι μικρές ταχύτητες μετακίνησης άλλων μονάδων του ΕΛΑΣ δεν οφείλονταν μόνο στις –πραγματικά σκληρές- κλιματικές συνθήκες. Η διαβρωτική δράση βρετανικών ή ελληνικών κυβερνητικών υπηρεσιών ήταν μια άλλη παράμετρος. Η διάλυση του Στρατηγείου της Ομάδας Μεραρχιών Μακεδονίας ως αποτέλεσμα της δράσης της ομάδας αντικατασκοπείας της 4ηςΙνδικής Μεραρχίας στη Θεσσαλονίκη, επιχείρηση με κωδικό «Scarlet Pimpernail», δημιούργησε γενικά ζητήματα αξιοπιστίας σε πολλές διοικήσεις του ΕΛΑΣ.
Το πιο σοβαρό όμως πρόβλημα βρισκόταν στο οικονομικό πεδίο. Το παραγωγικό πλεόνασμα που τροφοδοτούσε τον ΕΛΑΣ και το λαϊκό κράτος στην Ελεύθερη Ελλάδα είχε μειωθεί στη διάρκεια του 1944. Η πρώτη αιτία ήταν οι καταστροφικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των Γερμανών και των Ταγμάτων Ασφαλείας τον χειμώνα 1943-1944 αλλά και οι αντίστοιχες επιχειρήσεις του καλοκαιριού. Η δεύτερη ήταν ο ανταγωνισμός που υφίστατο πλέον η  τοπική παραγωγή από τα φορτία της βοήθειας που έφθανε στη χώρα μέσω του Ερυθρού Σταυρού ή των συμμαχικών αρμόδιων υπηρεσιών μετά την Απελευθέρωση. Η οικονομία των ανταλλαγών αρθρωμένη πάνω στα μαζικά οργανωτικά σχήματα του ΕΑΜ πιέστηκε εξαιρετικά στην Απελευθέρωση όταν στο ισοζύγιο προστέθηκαν οι πόλεις. Η Επιμελητεία του Αντάρτη, ο οικονομικός μηχανισμός της Ελεύθερης Ελλάδας αναζητούσε ολοένα και περισσότερο πρόσβαση στα αγαθά της ξένης βοήθειας για να αντιμετωπίσει τις  ανάγκες του ΕΛΑΣ αλλά και τις αυξημένες ανάγκες του πληθυσμού που τα τέσσερα χρόνια της Κατοχής είχαν καταδικάσει στην απόλυτη ένδεια. Στη διάρκεια της μάχης της Αθήνας η γενική κινητοποίηση του ΕΛΑΣ στηρίχθηκε περισσότερο στα αποθέματα των αποθηκών της ξένης βοήθειας παρά στην φορολόγηση της εγχώριας παραγωγής που είχε πλέον φθάσει σε οριακά επίπεδα. Οι έρανοι για την στήριξη του ΕΛΑΣ στην διάρκεια της μάχης της Αθήνας απέδωσαν, σύμφωνα με τις εκθέσεις των οργανώσεων, πενιχρά αποτελέσματα.
Η οικονομική καχεξία επιβαρυνόταν ιδιαίτερα με το βάρος ενός κρατικού μηχανισμού που πλέον, μετά την Απελευθέρωση, είχε αναπτυχθεί σε μεγέθη και αρμοδιότητες ενός κανονικού κράτους. Διοικητικοί μηχανισμοί, εκπαίδευση, δικαιοσύνη, πρόνοια, περίθαλψη, οικονομικές υπηρεσίες βάραιναν τους στενούς οικονομικούς πόρους της ελεύθερης Ελλάδας. Μετά την υποχώρηση από την Αθήνα, η διαγραφόμενη απώλεια του ελέγχου πάνω σε σημαντικές παραγωγικά ζώνες, τις πεδιάδες της Θεσσαλίας και της Κεντρικής Μακεδονίας, αναμενόταν ότι θα πίεζε ακόμα περισσότερο τους διαθέσιμους πόρους. Σε περίπτωση συνέχισης του αγώνα το διοικητικό πλέγμα της Ελεύθερης Ελλάδας θα έπρεπε να συρρικνωθεί σημαντικά. Το ίδιο αναγκαστικά θα συνέβαινε με τους στρατιωτικούς σχηματισμούς του ΕΛΑΣ που θα έπρεπε να αναδιοργανωθούν σε ελαφρύτερα σχήματα.  
Παρόλα αυτά ο ΕΛΑΣ είχε ηττηθεί, δεν είχε όμως καταστραφεί. Ο όγκος των δυνάμεών του δεν είχε εμπλακεί στις συγκρούσεις και δεν είχε φθαρεί σε αυτές. Σε τοπικό επίπεδο, όπου δηλαδή δεν χρειάζονταν μετακινήσεις και δεν ήταν αναγκαία η προάσπιση μιας σταθερής αμυντικής γραμμής, οι μαχητικές του δυνατότητες παρέμεναν σημαντικές. Πιθανότατα σε μια νέα φάση ένοπλου αγώνα δεν θα μπορούσε πλέον να παρατάξει μεραρχίες και ομάδες μεραρχιών. Στις συνθήκες της Κατοχής είχε καταφέρει να διατηρεί μια παρατακτή δύναμη 30 ως 35.000 μαχητών. Στις συνθήκες του 1945 θα ήταν απόλυτα εφικτή η ανάπτυξη 15 ως 25.000 μαχητών. Η παρουσία τους θα αποτελούσε βαρύ πολιτικό επιχείρημα που θα ανέτρεπε τους σχεδιασμούς του αντιπάλου.
Ο αντίπαλος δεν ήταν σε καλύτερη κατάσταση. Ο όγκος των δυνάμεών του αποτελείτο από ένα εντυπωσιακό σε ισχύ Βρετανικό Εκστρατευτικό Σώμα. Τον Ιανουάριο του 1945 βρίσκονταν στην Ελλάδα η 4η και η 46η Βρετανικές Μεραρχίες, η 4η Ινδική Μεραρχία, η 23η Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία και η 2ηΤαξιαρχία Αλεξιπτωτιστών, μονάδες του ναυτικού και της αεροπορίας μαζί με ένα σμήνος σχηματισμών ειδικών δυνάμεων. Ένα σύνολο 80.000 περίπου ανδρών, σαφώς υπέρτερο των δυνάμεων που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει ο ΕΛΑΣ σε ένα «κλασσικό» πεδίο αναμέτρησης. Επρόκειτο όμως για μια δύναμη που δεν μπορούσε να έχει διάρκεια. Η πορεία του πολέμου επέβαλε την επιστροφή μεγάλου μέρος των μονάδων στο ιταλικό μέτωπο ενώ άλλες έπρεπε το ταχύτερο να επιστρέψουν στην Παλαιστίνη όπου η κατάσταση ήταν εκρηκτική. Μετά το τέλος της μάχης στην Αθήνα και την ανακωχή, ο σχεδιασμός πρόβλεπε την παραμονή στην Ελλάδα μόνο δύο μεραρχιών, της 4ης Ινδικής και της 46ης Βρετανικής, οι οποίες θα «έντυναν» τα όποια στρατεύματα θα μπορούσε να συγκεντρώσει η κυβέρνηση της Αθήνας.
Τα στρατεύματα που θα μπορούσε να παρατάξει η όποια κυβέρνηση στην Αθήνα δεν διέφεραν σημαντικά από τα αντίστοιχα στρατιωτικά σώματα που μπορούσε να παρατάξει η τελευταία κυβέρνηση του καθεστώτος της Ελληνικής Πολιτείας, η κυβέρνηση Ιωάννη Ράλλη δηλαδή. Η ραγδαία διόγκωση της Εθνοφυλακής στη διάρκεια των συγκρούσεων της Αθήνας δεν σήμαινε κάποια πανστρατιά του αντι-Εαμικού στρατοπέδου αλλά μόνο την ενσωμάτωση των φοβισμένων για την τύχη τους στελεχών και ανδρών των Ταγμάτων Ασφαλείας και της Χωροφυλακής στο νέο, «κεκαθαρμένο» από τα βάρη του άμεσου παρελθόντος, σχήμα. Η περαιτέρω ανάπτυξη των κυβερνητικών στρατευμάτων προσέκρουε σε δυσεπίλυτα προβλήματα. Τυχόν τυφλή επιστράτευση μιας κλάσης στρατευσίμων –εκείνης του 1936 κατά προτίμηση- θα έφερνε στο στρατό πλήθη ανθρώπων κάποιας ηλικίας –οικογενειάρχες στην πλειονότητά τους- και επιπλέον απόλυτα αβέβαιων πολιτικών πεποιθήσεων. Επρόκειτο για τη γενιά των πολεμιστών της Αλβανίας και των πρώτων κυμάτων του αντιστασιακού κινήματος. Η δε «επένδυση» σε παραστρατιωτικά σώματα –συμμορίες-  ναζιστικού ή ληστρικού χαρακτήρα όπως αυτές που στρατολογήθηκαν στην Κατοχή θα αποτελούσε απλά και μόνο μια λαμπρή ευκαιρία επίτευξης εύκολων στρατιωτικών επιτυχιών από τον ΕΛΑΣ που  θα επέλυαν μάλιστα, σε κάποιο βαθμό –από τα λάφυρα- το πρόβλημα του πολεμικού εφοδιασμού του.  
Οι βρετανικοί υπολογισμοί για την πορεία των επιχειρήσεων μετά το τέλος της ανακωχής ήταν εξαιρετικά απαισιόδοξοι. Το σχέδιο του στρατηγού Αλεξάντερ που υποβλήθηκε στις 8 Ιανουαρίου στους Αρχηγούς των Επιτελείων του Ηνωμένου Βασιλείου τόνιζε την ανάγκη ανάπτυξης των κυβερνητικών ενόπλων δυνάμεων σε 80.000 άνδρες. Θεωρούσε ότι ο έλεγχος της Αθήνας, του Πειραιά, της Αττικοβοιωτίας, της Θεσσαλονίκης, του Βόλου και της Πάτρας θα μπορούσε να αποδώσει στρατολογικά κάποιους αριθμούς αξιόπιστων στρατεύσιμων οι οποίοι μάλιστα θα βρίσκονταν κάτω από την αυστηρή «επίβλεψη» των βρετανικών δυνάμεων (FO 371/48247 R 974). Πολύ γρήγορα αποκαλύφθηκε ότι δεν επρόκειτο μόνο για ζήτημα αξιοπιστίας των στρατεύσιμων. Οι οικονομικοί πόροι της Βρετανικής Αυτοκρατορίας στο τέλος του παγκόσμιου πολέμου θα δυσκολεύονταν να στηρίξουν υλικά έναν στρατό αυτού του μεγέθους σε ένα καθεστώς που απλά συνέχιζε την παράδοση σπατάλης και διαφθοράς που του κληροδότησε το ομοαίματό του καθεστώς της Κατοχής. Οι βρετανικές φιλοδοξίες μετριάστηκαν για να καταλήξουν στην προοπτική διατήρησης των σημαντικών αυτών ζωνών ελέγχου μέχρις ότου η ροή της ξένης βοήθειας και η πολιτική της λειτουργία μεταβάλει προοδευτικά τον συσχετισμό των δυνάμεων. Σε τελευταία ανάλυση την βοήθεια την πλήρωναν οι Αμερικανοί. Το βρετανικό θησαυροφυλάκιο δεν κινδύνευε εκτροπές με αυτόν τον τρόπο.
Στο τεχνικό πεδίο η συνέχιση του ένοπλου αγώνα δεν ήταν –σύμφωνα με τα στοιχεία που παραπάνω εκθέσαμε- μια μη επιλέξιμη απόφαση. Προφανώς η παρουσία δύο βρετανικών μεραρχιών καθιστούσε αδύνατη πλέον μια καθολική επικράτηση του ΕΛΑΣ. Από την άλλη όμως τα προβλήματα του βρετανικού και του κυβερνητικού παράγοντα καθιστούσαν αδύνατη την επιβολή της εξουσίας τους στο ελληνικό λαό. Μεσοπρόθεσμα η στρατιωτική σύγκρουση ίσως ευνοούσε το στρατόπεδο των νικητών της μάχης της Αθήνας. Η ροή μιας μαζικής ξένης βοήθειας έδινε σημαντικά υλικά πλεονεκτήματα στο κυβερνητικό χώρο, πολύ περισσότερα απ’ όσα η ανάλογη βοήθεια του Ερυθρού Σταυρού στην τελευταία κατοχική περίοδο είχε δώσει στην κυβέρνηση Ράλλη. Η ταξική όμως υπόσταση του νέου αστικού καθεστώτος –κάτω από οποιοδήποτε κυβερνητικό σχήμα- έφερνε νέες συνθήκες κοινωνικής ανισότητας και βαθύτατη διαφθορά σε όποιον κρατικό μηχανισμό, καταστάσεις που περιόριζαν την πολιτική εμβέλεια και λειτουργία της βοήθειας.
Οπωσδήποτε η λήψη μιας πολιτικής, όπως και στρατιωτικής, απόφασης δεν είναι αποτέλεσμα μιας νηφάλιας ανάλυσης. Πολλοί άλλοι παράγοντες υπήρχαν στο προσκήνιο ή στο παρασκήνιο του πολιτικού χάρτη. Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος δεν είχε ακόμα τελειώσει. Το τέλος του το συνόδευαν αβεβαιότητες. Η απελευθέρωση των μεγάλων αποικιακών ζωνών της Ασίας που μετέτρεψε τα εκεί ένοπλα Αντιστασιακά κινήματα σε αντιαποικιακές δυνάμεις αργούσε πολύ ακόμα σε τρόπο ώστε η ηγεσία του ΕΛΑΣ δεν είχε κάποιο «πρότυπο» να ακολουθήσει.
Όλα αυτά όμως είναι συζητήσεις και υποθέσεις. Στην ιστορία συνήθως γίνεται αυτό που έχει τις περισσότερες πιθανότητες να γίνει. Μπορούμε δε να αλλάξουμε την ιστορία μόνο στο αύριο, να γράψουμε την ιστορία που δεν έχει γραφτεί ακόμα. Να ξαναγράψουμε την ιστορία των όσων έγιναν υπερβαίνει δυστυχώς τις πολιτικές δυνατότητες των ανθρώπινων κοινωνιών.   
* Ο Γιώργος Μαργαρίτης είναι καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης


Παρουσίαση: Viva La Revolucion