01 Μαΐου, 2021

«Συμμορίτη θα το κάνετε κι αυτό»


Ερη Ριτσου:

Ο Μαύρος Άγιος

Μικρή θυμάμαι τη μαμά μου να κλαίει πολύ συχνά. Διαρκώς μας σκοτώνανε κάποιον καλό ή αρκετά καλό. Η μαμά άκουγε στο ραδιόφωνο πως σκότωσαν κάποιον. Τον Λαμπράκη, τον ένα Κέννεντυ, τον άλλο Κέννεντυ κι έκλαιγε. Εγώ στεναχωριόμουν πολύ που η μαμά έκλαιγε.
Ο θείος Γιωργάκης ήταν αδελφός της γιαγιάς μου. Δεν είχε παντρευτεί και έμενε στο πατρικό του σπίτι των Μανταφούνηδων απέναντι απ΄ το σπίτι του παππού αλλά έτρωγε στο δικό μας σπίτι και όταν δεν πήγαινε στην Ταβέρνα, περνούσε όλη τη μέρα του στο σπίτι του παππού.
Η Ταβέρνα ήταν μια τεράστια αποθήκη πάνω στον παραλιακό, όπου τα παλιά χρόνια, όταν οι Μανταφούνηδες ήταν πλούσιοι, αποθήκευαν καπνά και κρασιά που τα εμπορεύονταν με δικά τους καράβια. Τότε ο θείος Γιωργάκης πήγαινε βόλτες εις τα Ευρώπας και γυρνούσε κουβαλώντας διάφορα πρωτόγνωρα πράγματα, όπως φωτογραφικές μηχανές, ή λιχουδιές, όπως χαβιάρι. 
Αυτές τις εποχές των παχιών αγελάδων δεν τις έζησα εγώ αφού γεννήθηκα πολύ αργότερα. Η Ταβέρνα, στα δικά μου χρόνια ήταν τεράστια μεν άδεια δε. Ο θείος Γιωργάκης με έπαιρνε όμως συχνά και πηγαίναμε εκεί για να μελετήσει χαρτιά στο γραφείο του και στο δρόμο μου αγόραζε μπισκότα γεμιστά Παπαδοπούλου απ’ το μπακάλικο του Αχιλλέα, ή με κερνούσε υποβρύχιο στο καφενεδάκι της Πάτρας. Κατά συνέπεια ο θείος Γιωργάκης ήταν αγαπημένος θείος. Αλλά.
 Υπάρχει και αλλά.
Ο θείος Γιωργάκης μάλωνε συχνά με τη μαμά. 
Καθόταν στο τραπέζι της τραπεζαρίας ο ένας απέναντι στον άλλον. Η μαμά διάβαζε «Αυγή» ο θείος Γιωργάκης «Καθημερινή» ή «Βραδυνή» και όποτε άρχιζαν να μιλούν μεταξύ τους, σιγά σιγά ανέβαζαν τόνους. 
Είχα ρωτήσει τον παππού γιατί μαλώνουν και μου είχε πει «Ο καημένος ο Γιωργάκης είναι βασιλικός.»
 Δεν κατάλαβα τι σήμαινε αυτό και νόμισα πως ο παππούς έκανε ένα αστείο, γιατί ο θείος Γιωργάκης δεν είχε καμμιά σχέση ούτε με βασιλικό ούτε με κανένα άλλο φυτό. Ούτε πράσινος ήταν, ούτε μύριζε. Καμμιά φορά ο παππούς έκανε πολύ κρύα αστεία.
Μια μέρα όμως κατάλαβα γιατί μαλώνουν. 
Είχαν αρχίσει τη συζήτηση και η μαμά έλεγε για τον Πατρίς Λουμούμπα. Εγώ τον ήξερα τον Λουμούμπα γιατί ήξερα πως τον είχαν σκοτώσει επειδή ήταν καλός και ο μπαμπάς είχε γράψει ένα ποίημα που το λέγανε «Ο Μαύρος Άγιος» γι’ αυτόν, όπως είχε γράψει και για μένα, όχι βέβαια επειδή με σκότωσε κανένας αλλά επειδή γεννήθηκα. 
Έτσι χωμένη κάτω απ το τραπέζι που ήταν σαν σπιτάκι καθώς το σκέπαζε το μακρύ τραπεζομάντηλο, έστησα αυτί ν’ ακούσω τι λένε για τον Λουμούμπα. Και τότε άκουσα τον θείο Γιωργάκη να λέει «Καλά σας κάνανε και τον σκοτώσανε τον σκυλάραπα» 
και αγρίεψα πολύ, γιατί ήταν Μαύρος Άγιος και όχι σκυλάραπας και γιατί εγώ αγαπούσα πολύ τους αράπηδες και είχα και κούκλα αραπίνα και γιατί η φωνή της μαμάς ακουγόταν να βράζει από θυμό, και πήγα και δάγκωσα όσο πιο δυνατά μπορούσα τη γάμπα του θείου Γιωργάκη κάτω απ’ το τραπέζι.
Και τότε ο θείος Γιωργάκης, έξαλλος με την αχαριστία μου, που τόσα μπισκότα και τόσα υποβρύχια μου είχε αγοράσει, σηκώθηκε και βγήκε βροντώντας την πόρτα και λέγοντας.
«Συμμορίτη θα το κάνετε κι αυτό.»