ΣΕΙΣΜΟΙ ΤΟΥ 1953 - ΦΥΛΑΚΕΣ ΑΡΓΟΣΤΟΛΙΟΥ. Η ΞΕΧΑΣΜΕΝΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΩΝ ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΩΝ
Με το άρθρο μας αυτό θέλουμε να θυμίσουμε στους αναγνώστες του περιοδικού ότι εκείνες τις πρώτες ώρες και μέρες της οργής του Εγκέλαδου, τον Αύγουστο του 1953, βοήθεια ουσιαστική και πρακτική στους πανικόβλητους σεισμοπαθείς του Αργοστολιού έδωσαν και οι πολιτικοί κρατούμενοι των Φυλακών της πόλης.
Και αυτή η προσφορά δεν αναφέρθηκε από κανένα σχεδόν ομιλητή των εκδηλώσεων, που πραγματοποιήθηκαν τούτο το καλοκαίρι του 2013 στο νησί για τα 60 χρόνια από τους σεισμούς του 1953.
Μέχρι τότε λειτουργούσαν στο βόρειο τμήμα της πόλης του Αργοστολιού οι λεγόμενες «Εγκληματικές Φυλακές Αργοστολίου»,[1] οι οποίες από τη μεταξική ήδη περίοδο «φιλοξενούσαν» και πολιτικούς κρατούμενους, ο αριθμός των οποίων πολλαπλασιάστηκε κατά την περίοδο του Εμφυλίου.
Την εποχή των σεισμών του 1953 στις ακτίνες τους «φιλοξενούνταν» περίπου 350 με 400 πολιτικοί κρατούμενοι (σύμφωνα με μαρτυρίες των τελευταίων) – οι περισσότεροι μελλοθάνατοι – και 100 περίπου ποινικοί.[2]
Οι πληροφορίες που χρησιμοποιούμε και αξιοποιούμε σε αυτό το άρθρο προέρχονται από γραπτές μαρτυρίες και καταθέσεις αποκλειστικά φυλακισμένων-πολιτικών κρατουμένων στις Φυλακές του Αργοστολιού, οι οποίοι έζησαν τη συγκλονιστική εμπειρία των σεισμών,[3] τις οποίες μαρτυρίες και καταθέσεις συγκρίνουμε και με δημοσιευμένες ήδη σχετικές πληροφορίες.[4]
Οι σεισμοί και η αντίδραση των πολιτικών κρατουμένων
Με τον πρώτο σεισμό – πρωί της Κυριακής 9 Αυγούστου 1953 -
οι Φυλακές μέτρησαν τον πρώτο – και μοναδικό, ευτυχώς – νεκρό τους, έναν Κρητικό ενωματάρχη, που τον τραυμάτισε θανάσιμα μια πλάκα από τον εξωτερικό τοίχο των Φυλακών. Πανικός και φωνές:
«Κινδυνεύουμε, θέλουμε τον εισαγγελέα, βγάλτε μας έξω. Λαέ της Κεφαλονιάς, βοήθεια!».[5]
Οι φρουροί αρνούνταν να συνεχίσουν τη φύλαξη, ενώ οι πολιτικοί κρατούμενοι ζήτησαν να εγκαταλείψουν το κτήριο, να βγουν «έξω από το πέτρινο φέρετρο», αλλά απόλυτη ήταν η άρνηση του διευθυντή των Φυλακών Μανώλη Μπουζάκη, του φρούραρχου και του εισαγγελέα. Τουλάχιστον, επέτρεψαν οι τελευταίοι να μείνουν ξεκλείδωτοι οι θάλαμοι και τα κελιά.[6]
Την επόμενη μέρα – Δευτέρα 10 Αυγούστου, μέρα χωρίς δυνατό σεισμό – έγιναν κάποιες επιδιορθώσεις στις ρωγμές των δωματίων της Α΄ ακτίνας. Χάρη στην ανυποχώρητη θέση των πολιτικών κρατουμένων και αυτό το βράδυ οι πόρτες των θαλάμων και των κελιών έμειναν ξεκλείδωτες, ενώ αρνητική παρέμενε η θέση των υπευθύνων για εγκατάλειψη του κτηρίου.
Με το δεύτερο σεισμό – ξημερώματα της Τρίτης 11 Αυγούστου[7] - η επικινδυνότητα του κτηρίου έγινε σοβαρή, καθώς οι μαλτεζόπλακες των κελιών «ξαρματώθηκαν», προκαλώντας πάλι τις διαμαρτυρίες των φυλακισμένων.[8]
Υπήρξαν τραυματίες. Ο γιατρός πολιτικός κρατούμενος Μανώλης Σιγανός, ένας υπέροχος αγωνιστής,[9] που βρισκόταν την ώρα του σεισμού στο αναρρωτήριο λόγω κρίσης στηθάγχης, είδε να τραυματίζονται δυο χωροφύλακες σκοποί, καθώς σωριάστηκαν στο έδαφος μαζί με τις σκοπιές τους.[10]
«Ο ένας με σπασμένα πόδια κι ο άλλος με βαρύ τραύμα στον αυχένα. “Ανοίξτε να βγάλουμε τα παιδιά”, αντήχησε η δυνατή φωνή του Μανώλη»,
και γρήγορα έτρεξε με κίνδυνο της ζωής του προς το μέρος τους, για να τους απελευθερώσει από τα ερείπια που τους είχαν καταπλακώσει.[11]
Σε άλλο σημείο των Φυλακών «ένα οπλοπολυβόλο εκπυρσοκρότησε. Ο χωροφύλακας είχε καταληφθεί από αμόκ», σύμφωνα με μαρτυρία κρατουμένων.
Η σωματική, λοιπόν, ακεραιότητα των τροφίμων του «σωφρονιστικού» κτηρίου είχε πια καταστεί ιδιαίτερα επισφαλής.
Γι’ αυτό οι πολιτικοί κρατούμενοι επέμεναν με εντονότατες διαμαρτυρίες ζητώντας να εγκαταλείψουν αμέσως το επικίνδυνο κτήριο.[12]
Εξαιτίας αυτής της κατάστασης αναγκάστηκαν ο διευθυντής των Φυλακών, ο φρούραρχος και ο εισαγγελέας να δεχτούν να συζητήσουν με επιτροπή των κρατουμένων.
Γράφει ο Μπ. Λεωνιδάκης: «[...] οι αείμνηστοι γιατροί Μ. Σιγανός και Στάθης Καναβός, ο Σ. Συντυχάκης, ο γράφων και δύο άλλοι, φτάσαμε στο γραφείο του διευθυντή και χωρίς άλλη κουβέντα ο Σιγανός δηλώνει: “Κύριε εισαγγελέα, απαιτούμε να δώσετε εντολή να βγούμε έξω από τα σίδερα. Κινδυνεύει η ζωή 500 κρατουμένων, μαζί με τους ποινικούς. Σας καθιστούμε υπεύθυνο. Κάθε ολιγωρία δυνατόν να αποβεί μοιραία”».
H απάντηση, όμως, του εισαγγελέα ήταν αρνητική: «Αυτό δε θα γίνει ποτέ. Γρήγορα στα κελιά σας και ησυχάστε. Αλλιώς θα υποστείτε τις συνέπειες του νόμου για τη στάση».
Οι κρατούμενοι, βέβαια, δεν ησύχασαν, αλλά συνέχισαν ακόμη πιο αποφασισμένοι τις διαμαρτυρίες τους. Και το πρωί της Τετάρτης 12 Αυγούστου έγινε νέα πρόσκληση από το διευθυντή στην επιτροπή, στην οποία ο Μ. Μπουζάκης δήλωσε: «Πήρα την απόφαση, χωρίς καμιά έγκριση να σας βγάλω έξω από τη φυλακή. Παίζω το κεφάλι μου κορώνα-γράμματα. Από σας [εννοείται τους πολιτικούς κρατούμενους] δεν έχω παράπονο. Με τους ποινικούς τι θα γίνει;».
Ηρέμησε, πάντως, με την απάντηση του Μ. Σιγανού, που τον διαβεβαίωνε ότι οι ίδιοι εγγυώνται τη φύλαξη των ποινικών.
Δόθηκε, τελικά, η πολυπόθητη εντολή εξόδου από το κτήριο των Φυλακών και εγκατάστασης στο διπλανό χώρο της πλατείας του Μέτελα.
Αμέσως μετά, χωρίς καμιά καθυστέρηση, έγινε η εκκένωση του κτηρίου συντονισμένα και πειθαρχημένα από την πλευρά των κρατουμένων, οι οποίοι επέδειξαν θάρρος και αυτοθυσία.
Σε πολύ σύντομο διάστημα μετέφεραν από το κτήριο όλα τα απαραίτητα με ιδιαίτερη τη φροντίδα τους για τα φάρμακα. Χρησιμοποίησαν, μάλιστα, όπως οι ίδιοι λένε, «τρόπο αριστοτεχνικό, ώστε αν κάτι συνέβαινε [μεγάλη δηλαδή σεισμική δόνηση] να πάθει μόνο ένας».
Ο νέος χώρος καταυλισμού περιφράχθηκε από τους ίδιους με αγκαθωτό σύρμα, κατασκευάστηκαν τουαλέτες, μπήκαν και οι σκοπιές με τα οπλοπολυβόλα τους.[13] - Βλέπεις, ακόμη και σε τέτοιες έκτακτες καταστάσεις για το κράτος της καταστολής ο «εσωτερικός εχθρός» παραμένει εχθρός...
Ο τελευταίος, όμως, θα δείξει την ανωτερότητά του! -
Έτσι δημιουργήθηκε μια νέα φυλακή, υπαίθρια τώρα, που επέτρεπε τουλάχιστο στους φυλακισμένους της να «γαληνεύουν» κάτω από τον έναστρο ουρανό: «ήταν Αύγουστος, γλυκιά μέρα κι ακόμα πιο γλυκιά νύχτα στον έναστρο ουρανό». Οι πολιτικοί, βέβαια, κρατούμενοι πήραν εντολή να προσέχουν τους ποινικούς μήπως δραπετεύσουν. Αλλά κάτι τέτοιο δε χρειάστηκε: μέσα σε αυτές τις συνθήκες οι ποινικοί ήταν συνεννοήσιμοι και αρκετά συνεργάσιμοι.[14]
Έτσι λοιπόν, όταν χτύπησε για τρίτη και τελειωτική για το νησί φορά ο Εγκέλαδος – Τετάρτη 12 Αυγούστου 1953, 11.23΄ π. μ. -
οι Φυλακές ήταν άδειες.[15] Το κτήριο κατέρρευσε,[16] οι τρόφιμοί του όμως επέζησαν. Οι «Εγκληματικές Φυλακές» του Αργοστολιού δεν υπήρχαν πια, οι φυλακισμένοι τους όμως θα συνέχιζαν να ζουν (όσο τους επέτρεπαν οι αποφάσεις των έκτακτων στρατοδικείων και οι γενικότερες πολιτικές συγκυρίες) και να εκτίουν τις ποινές τους σε άλλα ανά την Ελλάδα εθνωφελή «σωφρονιστικά καταστήματα».
Οι Φυλακές του Αργοστολιού
«με την αποτρόπαια ιστορία των βασανισμών, των εκτελέσεων στο Δράπανο, των θανάτων και των θανάσιμων τραυματισμών από την αναγκαστική σίτιση στη διάρκεια των απεργιών πείνας για να σταματήσουν οι εκτελέσεις»
έμπαιναν ήδη στην ιστορία, ενώ οι πολιτικοί κρατούμενοι θα συνέχιζαν να γράφουν τη δική τους οδυνηρή αλλά μεγαλειώδη ιστορία.
Πάντως, αν δεν επέμεναν οι φυλακισμένοι στην έγκαιρη εκκένωση του κτηρίου, είναι σχεδόν βέβαιο πως θα μετρούσαμε πολλά επιπλέον θύματα στο Αργοστόλι.
Αξίζει, ωστόσο, να αντιγράψουμε εδώ την περιγραφή που έχουν κάνει οι ίδιοι οι κρατούμενοι, μέλη τώρα του Συλλόγου «Δρέπανο Αργοστολίου», για τον καταστροφικό σεισμό της 12ης Αυγούστου:
«Ο ήλιος θάμπωσε από τον κουρνιαχτό που προκάλεσαν οι βράχοι που κατακρημνίζονταν καθώς ξερριζώνονταν από τις βουνοπλαγιές και έπεφταν ορμητικά στη θάλασσα αφήνοντας βαρύγδουπους ήχους. [...] Το εξωτερικό τείχος της Φυλακής σαν παλλόμενη χορδή... [...] Κραυγές που ζητούσαν βοήθεια έσμιγαν με τα βογκητά των τραυματισμένων. Ένα παλιρροϊκό κύμα κατέκλυσε την προκυμαία. Η γέφυρα Δεβουσέτου ράγισε. Η γη γιόμισε χαρακιές. Ένα τρίπατο ξυλόσπιτο δίπλα μας, βενετσιάνικης τεχνοτροπίας, μεταβλήθηκε σε σωρούς ερειπίων που μέσα του έθαψε τις [τρεις] λεβέντισσες κεφαλληνοπούλες. [...] όταν έπεσε ο πολύς κουρνιαχτός είδαμε απέναντί μας να έχουν στηθεί δύο μπρεν, οπλοπολυβόλα. Δύο δικοί μας ήταν καταματωμένοι. Στον πανικό τους είχαν πέσει πάνω στο συρματόπλεγμα».
Και ο Μπ. Λεωνιδάκης συμπληρώνει: «Εμείς αλλόφρονες, ριχτήκαμε κατά γης, χοροπηδώντας ασυναίσθητα. Όσοι καταφέρναμε να σηκωθούμε, αγκαλιαζόμαστε και διερωτόμαστε: Ζούμε μωρέ; Υπάρχουμε; Πού βρισκόμαστε; Εικόνες που ούτε ο Δάντης δε θα περιέγραφε»...
Οι δραστηριότητες των πολιτικών κρατουμένων
Η νέα πια κατάσταση είναι δεδομένη και πρέπει να αντιμετωπιστεί χωρίς καθυστερήσεις, με πνεύμα συνεννόησης και αλληλεγγύης.
Αλλά και πάλι οι πολιτικοί κρατούμενοι βρίσκονται αντιμέτωποι με την καχυποψία των αρμοδίων.
Ζητούν να συγκροτήσουν συνεργεία διάσωσης και να βγουν στην ερειπωμένη πόλη για βοήθεια, αλλά αμείβονται με άρνηση.
Ζητούν να δημιουργήσουν συνεργεία για τη μεταφορά νερού στους πρόχειρους καταυλισμούς,[17] αλλά και πάλι τους απαγορεύεται κάτι τέτοιο. Έπρεπε να έρθει στο νησί ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Π. Κανελλόπουλος,[18] για να γίνει αποδέκτης των αιτημάτων και των προτάσεων των φυλακισμένων και να δώσει εντολή στο διευθυντή των Φυλακών να επιτραπεί στους φυλακισμένους να βοηθήσουν στη διάσωση των εγκλωβισμένων, στη μεταφορά των τραυματιών και γενικότερα να συμμετάσχουν στο έργο της βοήθειας, περίθαλψης και ανακούφισης.
Έτσι, στήθηκε ένας πρόχειρος σταθμός πρώτων βοηθειών και συγκροτήθηκαν τρεις ομάδες τραυματιοφορέων και δύο ομάδες νεροκουβαλητάδων.[19]
Ο σταθμός πρώτων βοηθειών στηρίχθηκε κυρίως στις πλάτες και την ευσυνειδησία δύο γιατρών πολιτικών κρατουμένων, του Μανώλη Σιγανού και του Στάθη Καναβού.
Και αυτός ο σταθμός των φυλακισμένων πρόσφερε απλόχερα τις υπηρεσίες του στον αργοστολιώτικο λαό. «Απλώσαμε κουβέρτες, φέραμε θαλασσόνερο και μ’ αυτό κυρίως έπλεναν τις πληγές όσων έρχονταν με τραύματα βαριά ως βαρύτατα. Ο Μανώλης ο Σιγανός, ο Στάθης ο Καναβός ως τον αγκώνα στο αίμα να σταματήσουν αιμορραγίες, να ανακουφίσουν», θυμάται ο Στ. Ζαμάνος. Φαρμακευτικό υλικό τους προμήθευσαν τα ισραηλινά πλοία αλλά και ο διευθυντής του Νοσοκομείου της πόλης Σπ. Μαρκέτος.[20]
Από εκεί πέρασε και ο φούρναρης, που προμήθευε ψωμί τις Φυλακές, με καμένα τα πόδια του από το φλεγόμενο φούρνο του, απ’ όπου τον απεγκλώβισε συνεργείο κρατουμένων. «Από τα μηριά και κάτω οι σάρκες του είχαν λιώσει», θυμάται ο Χ. Ρούπας. Ξεψύχησε «σφίγγοντας τη χούφτα του Μ. Σιγανού».
Πολλά περιστατικά, τα περισσότερα τραγικά και συγκλονιστικά, έχουν καταθέσει με τις μαρτυρίες τους οι πολιτικοί κρατούμενοι.
Αλλά και οι σκέψεις και οι εκτιμήσεις τους για πρόσωπα και γεγονότα είναι ενδιαφέρουσες.
Όλα έχουν την αξία τους. Αναφέρουμε στη συνέχεια κάποια από αυτά:
● Αναφέρουν οι πολιτικοί κρατούμενοι την έκπληξή τους για την ολιγωρία της Πολιτείας. Ενώ το λιμάνι του Αργοστολιού είχε κατακλυσθεί από ξένα πλοία, η απουσία ελληνικών σκαφών ήταν προκλητική.
Αντί η ελληνική κυβέρνηση να στείλει ιατροφαρμακευτικό υλικό, τρόφιμα, μηχανικούς κ.λπ., προτίμησε να στείλει χωροφύλακες: «Το απομεσήμερο φάνηκε κι ένα δικό μας αρματαγωγό. Να, είπαμε, ήρθε και η βοήθεια της κυβέρνησης. Αμ δε! Κουβάλησε χωροφύλακες! Προπάντων η ασφάλεια απ’ τους αντεθνικούς δρώντες!».[21]
● Βεβαιώνουν ότι εκείνες τις δύσκολες ώρες υπήρξαν κάτοικοι προφανώς του Αργοστολιού, οι οποίοι στράφηκαν στην κλοπή των ερειπωμένων αρχοντικών ή μικρότερων σπιτιών αλλά και στη σκύλευση πτωμάτων:[22] «Δίπλα στη Βαλλιάνειο [Εμπορική Σχολή]. Από έναν σωρό ερειπίων εξείχε ένα χέρι με κομμένο το δάχτυλο του δαχτυλιδιού»... Τέτοιες περιπτώσεις «πλιατσικολόγων» αντιμετωπίστηκαν με αυστηρότητα, «Δύο από αυτούς εκτελέστηκαν».[23]
● Ιδιαίτερη ήταν η φροντίδα και η έγνοια τους για τα μικρά παιδιά. «Και το λιγοστό φαγητό μας το μοιράζαμε στους πιτσιρικάδες ιδιαίτερα. Αλλά νερό προμήθευαν κάθε παιδί που τους ζητούσε: Οι ομάδες των νεροκουβαλητάδων ποτέ δεν έφερναν στο στρατόπεδο πλήρη τα δοχεία του νερού, γιατί στο δρόμο της επιστροφής «πιτσιρικάδες με κυπελάκια [...] εκλιπαρούσαν για λίγο νεράκι. Μπορούσαν λοιπόν οι κρατούμενοι [...] να τους το αρνηθούν»;
● «Βρήκαμε ένα χεράκι παιδικό να εξέχει σ’ ένα χάλασμα. Σκαλίζαμε να βρούμε το σώμα και μια φωνή και ένα δακτυλάκι να κουνιέται: “Αφήστε την αυτή, είναι η αδελφή μου, είναι σκοτωμένη, εμένα να βγάλετε...” Ο πόνος περίσσεψε».
● Καταθέτουν την αρνητική τους εμπειρία από τις τυχαίες συναντήσεις τους με τον Άγγλο ναύαρχο Μαουμπάτεν και με τη βασίλισσα Φρειδερίκη.
-- Παρ’ όλο που οι κρατούμενοι εκτιμούν επωφελέστατη την παρουσία και τη βοήθεια των αγγλικών πλοίων προς τους σεισμόπληκτους, δεν έχουν να πουν τα ίδια καλά λόγια για τον Μαουμπάτεν. Τους έδειξε στάση περιφρονητική: «γύρισε τις πλάτες στους φυλακισμένους, αν και πέρασε δίπλα τους». Γνώριζε, προφανώς, περί τίνων επρόκειτο.
-- Επισκέφτηκε το βασιλικό ζεύγος το σεισμόπληκτο νησί[24] και η Φρειδερίκη περπάτησε στους δρόμους. Κάπου στο κέντρο της πόλης συναντήθηκε με ένα από τα συνεργεία των νεροκουβαλητάδων:
« - Ποιοι είστε εσείς; ρώτησε ο ταγματάρχης-ακόλουθος της άνασσας.
- Συνεργείο πολιτικών κρατουμένων.
Σιωπή.
-Δώστε τους τσιγάρα, διέταξε στα γερμανικά.
-Νιχτ ράουχεν, απάντησε ένα νεροκουβαλητής κι ας ήταν όλοι τους φουγάρα φλεγόμενα.
Η Φρειδερίκη εμφανώς ζοχαδιασμένη γύρισε την πλάτη της στην ομάδα».
● Και μια ιδιότυπη συγκλονιστική μαρτυρία: Περνώντας από το χώρο του ερειπωμένου Διοικητηρίου ένα από τα συνεργεία των τραυματιοφορέων είδε να κάθεται δίπλα σ’ ένα δέντρο «κουβαριασμένη μια γυναίκα στα μαύρα ντυμένη».
Και ακολούθησε ο παρακάτω σύντομος και κοφτός διάλογος:
« – Είστε πολιτικοί κρατούμενοι; ρώτησε.
Κι όταν πήρε καταφατική απάντηση, ορθώθηκε και σχεδόν έσκουξε:
- Το αδικοχαμένο αίμα εκδικήθηκε.
Κερώσαμε. Την καλέσαμε να επισκεφτεί το στρατόπεδο.
– Δε θα ’ρθω. Θα πάω στον εγγονό μου. Με περιμένει.
– Ποιος, θεια;
Μας τύλιξε με μια ζεστή ματιά και χάθηκε».
Ήταν η γιαγιά ενός νεαρότατου πολιτικού κρατούμενου, του Χαράλαμπου Παππαβασιλόπουλου, που είχε εκτελεστεί στο Φανάρι στις 13 Αυγούστου 1949.[25] Προφανώς, η γιαγιά είχε έρθει εκείνες τις μέρες στην Κεφαλονιά για τα τετράχρονα από την εκτέλεση του εγγονού της και τη βρήκε ο σεισμός...
Οι πρώτες εκτιμήσεις
Η προσφορά των πολιτικών κρατούμενων των Φυλακών του Αργοστολιού ακόμη δεν έχει αξιολογηθεί.
Οι πρώτες, πάντως, εκτιμήσεις μπορούν να διατυπωθούν ως εξής:
▬ Πρώτα-πρώτα, χάρη στην επιμονή τους εκκενώθηκε έγκαιρα το κτήριο των Φυλακών, με αποτέλεσμα να μη θρηνήσουμε κι άλλα θύματα.
▬ Συνειδητοποίησαν αμέσως το μέγεθος της συμφοράς και ζήτησαν να βοηθήσουν. Και η συμβολή τους πρέπει να θεωρείται σημαντική στους απεγκλωβισμούς και την τροφοδοσία (κυρίως υδροδότηση) των σεισμόπληκτων κατοίκων του Αργοστολιού αλλά και στην παροχή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης:
α) Όπου υπήρξε ανάγκη έτρεξαν και απλόχερα έδωσαν τη βοήθεια τους. «Και μαιευτήρες γινήκαμε και νεκροθάφτες. Και το λιγοστό φαγητό μας το μοιράζαμε στους πιτσιρικάδες ιδιαίτερα».
β) Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Ερυθρού Σταυρού (όπως αναφέρουν οι ίδιοι οι κρατούμενοι) τα συνεργεία των πολιτικών κρατουμένων «ξέθαψαν από τα ερείπια 27 τραυματισμένους, επέδεσαν περί τους 70, συνέφεραν από λιποθυμικές εκδηλώσεις περί τους 25 (ιδιαίτερα προσκυνητές στον Άγ. Γεράσιμο)».
γ) Ο Ιταλός πλωτάρχης Τζιοβάνι Λεόνε, που με τα πλοία του κατέφτασε στη σεισμόπληκτη Κεφαλονιά για βοήθεια, σε έκθεσή του έχει εξάρει «το υψηλό ηθικό» των πολιτικών κρατουμένων και ειδικότερα του γιατρού πολιτικού κρατούμενου Μ. Σιγανού.
▬ Γενικότερα, έδειξαν απαράμιλλη ευψυχία και λεβεντιά. Αν και μπορούσαν προφανώς να λιποτακτήσουν, δεν το έπραξαν. Προτίμησαν να μείνουν και να προσφέρουν την αλληλεγγύη τους στους κατοίκους της πόλης του Αργοστολιού – εκείνης της πόλης που για χρόνια κρατούσε στον κόρφο της, ανεχόταν και συντηρούσε το κάτεργό τους, που μόνο πόνο, βασανιστήρια και εκτελέσεις τους θύμιζε...
Τέσσερις μέρες μετά τον κύριο σεισμό, την Κυριακή 16 Αυγούστου το ελληνικό κράτος, μη θέλοντας προφανώς ... να ταλαιπωρεί άλλο τους πολιτικούς κρατούμενους με τα βάσανα των Κεφαλονιτών, τους έστειλε στην Κρήτη.
Με το πλοίο «Αθηνά» οι πολιτικοί κρατούμενοι των ερειπωμένων πια Φυλακών του Αργοστολιού στάλθηκαν στις Φυλακές του Ιτζεδίν (Καλάμι), κοντά στα Χανιά. Όπως λένε οι ίδιοι, έφευγαν με «σφιγμένη την καρδιά από πόνο και συγκίνηση».
Οι υπεύθυνοι, βέβαια, του ταξιδιού στην προκειμένη περίπτωση αντάμειψαν τους πολιτικούς κρατούμενους για την όλη υποδειγματική τους στάση εκείνες τις σεισμόπληκτες μέρες:
τους επέτρεψαν σε αυτήν τη μεταγωγή να μη φορέσουν – παρά τους νόμους – χειροπέδες. Δεν ήταν μικρό πράγμα αυτό.
Έτσι, μπορούσαν να κυκλοφορούν ελεύθερα μέσα στο πλοίο. Ελεύθερα, δίχως χειροπέδες. «Ο Αμπατιέλος κυκλοφορούσε ελεύθερα πάνω στη γέφυρα»[26], σημειώνουν με θαυμασμό και περηφάνεια, υπογραμμίζοντας έτσι το γεγονός τούτης της μοναδικά «ελεύθερης» μεταγωγής τους.
Ήταν γι’ αυτούς μια μικρή κατάκτηση η μεταγωγή χωρίς χειροπέδες.
Ήταν μια μικρή από το κράτος αναγνώριση των υπηρεσιών, που πρόσφεραν οι πολιτικοί κρατούμενοι των Φυλακών του Αργοστολιού στους σεισμόπληκτους κατοίκους τις πρώτες μέρες των σεισμών στο νησί.
[1] Το κτηριακό συγκρότημα των Φυλακών του Αργοστολιού ήταν δημιούργημα της Βρετανικής Προστασίας. Άρχισε η ανέγερσή του το 1826 χάρη στην επιμονή του τότε τοποτηρητή της Κεφαλονιάς C. J. Napier (βλ. Charles J. Napier, The Colonies:Treating of their value generally, of the Ionian Islands in particular, Λονδίνο 1833, σσ. 326-328), ο οποίος το σχεδίασε μαζί με τον μηχανικό P. Κennendy με βάση το «Πανοπτικόν» (νεωτεριστικές αντιλήψεις και σχέδιο) του Άγγλου νομικού και φιλοσόφου J. Βentham (βλ. Μαρίνος-Παναγής Σολομός, Γενική Δημοσιονομία της Κεφαλληνίας, [έτος συγγραφής 1859], μτφρ. Π. Άννινος Καβαλιεράτος, Αθήναι 1996, σσ. 72-73).
[2] Οι πολιτικοί κρατούμενοι «φιλοξενούνταν» στις ακτίνες Α΄, Β΄ και Γ΄, ενώ στην ακτίνα Δ΄ βρίσκονταν και ποινικοί κατάδικοι. Κάθε ακτίνα ήταν διώροφη και διέθετε 24 κελιά και δυο θαλάμους. Την ακτίνα Ε΄ τη χρησιμοποιούσαν για μαγειρεία.
[3] Έχουμε υπόψη μας τα εξής συγκεκριμένα κείμενα:
1) το δισέλιδο άρθρο του αντιστασιακού Χ. Ρούπα, πολιτικού κρατούμενου την περίοδο των σεισμών στις Φυλακές Αργοστολιού, δημοσιευμένο στο περιοδικό του Πανελλαδικού Συνδέσμου Αγωνιστών ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης (Π.Σ.Α.Ε.Ε.Α.) ΕΑΜ--Αντίσταση, τχ. 52, (Ιανουάριος-Μάρτιος 2000), σσ. 12-13, με τίτλο «Σεισμοί Κεφαλονιάς και πολιτικοί κρατούμενοι (από φυλακίσιο ημερολόγιο)»·
2) τη σύντομη ομιλία-χαιρετισμό του προέδρου του Π.Σ.Α.Ε.Ε.Α. Στέλιου Ζαμάνου, πολιτικού κρατούμενου την περίοδο των σεισμών στις Φυλακές Αργοστολιού, κατά την τελετή των αποκαλυπτηρίων του αγάλματος της Εθνικής Αντίστασης στο Αργοστόλι στις 25-11-2007·
3) το αρκετά διαφωτιστικό κείμενο-επιστολή του Συλλόγου «Δρέπανο Αργοστολίου», που βασίζεται στις «καταθέσεις μνήμης τριών εγκλείστων στις Φυλακές Αργοστολίου, που πήραν μέρος στα σωστικά συνεργεία και έζησαν όλη τη φρίκη», με τίτλο «Σεισμοί και πολιτικοί κρατούμενοι (Κεφαλονιά)», που κοινοποιήθηκε στη Διεθνή Ομοσπονδία Αντιστασιακών (F.I.R.), στη Νομαρχία Κεφαλονιάς, στην Ομοσπονδία Ιταλών Φυλακισθέντων κατά τη διάρκεια της Κατοχής και στα περιοδικά Memories και Triangolo Rosso και αναρτήθηκε στις 30-11-2010 στο διαδικτυακό τόπο http://vlahatasamis.blogspot.com/2010/…/blog-post_7001.html∙
το δισέλιδο άρθρο του αντιστασιακού Μπάμπη Λεωνιδάκη, πολιτικού κρατούμενου την περίοδο των σεισμών στις Φυλακές του Αργοστολιού, δημοσιευμένο στο περιοδικό της Πανελλήνιας Ένωσης Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης – ΔΣΕ (Π.Ε.Α.Ε.Α.-ΔΣΕ) Εθνική Αντίσταση, τχ. 159, (Ιούλης – Σεπτέμβρης 2013), σσ. 78-79, με τίτλο «Ένα απίστευτο κατόρθωμα ...».
Τέλος, λάβαμε υπόψη μας και το δισέλιδο κείμενο της Αλίκης Ξένου Βενάρδου στον Κυριακάτικο Ριζοσπάστη,15-8-1993, σσ. 22-23, που αναφέρεται στις Φυλακές της Ζακύνθου, με υπέρτιτλο και τίτλο αντίστοιχα «1953-1993. Σαράντα χρόνια από τους σεισμούς που ισοπέδωσαν τη Ζάκυνθο. Όταν ο Εγκέλαδος γκρεμίζει μια φυλακή ...», και βασίζεται στις μαρτυρίες του Ζακυνθινού αγωνιστή Δημήτρη (Μίμη) Λογαρά, πολιτικού τότε κρατούμενου στις Φυλακές του νησιού.
[4] Διευκρινίζουμε ότι όσες λέξεις ή φράσεις αυτού του άρθρου μας κλείνονται σε εισαγωγικά και δεν αναφέρεται κάποια πηγή, προέρχονται από τα κείμενα της παραπάνω σημείωσης.
[5] Ο Γεράσιμος Μπάλλας, δωδεκάχρονος περίπου τότε, που διέμενε με την οικογένειά του κοντά στις Φυλακές, θυμάται να λένε για τραυματισμούς σκοπών και άκουγε τις φωνές των φυλακισμένων. Το περιστατικό όμως που σημειώνει, ίσως να αναφέρεται, όπως θα δούμε στη συνέχεια, στο σεισμό της Τρίτης, 11 Αυγούστου, βλ. Γεράσιμος Σπ. Μπάλλας, «Αναμνήσεις και μαρτυρίες. Αργοστόλι, Αύγουστος 1953», στον τόμο Γεώργιος Ν. Μοσχόπουλος, Κατερίνα Μαραβέγια-Κώστα, Αργοστόλι. Σεισμοί 1953. Το τέλος και η αρχή μιας πόλης, έκδοση του Κοργιαλενείου Ιδρύματος, Αργοστόλι 2007, σ. 279.
[6] Κάτι ήταν κι αυτό. «Ξέρεις τι είναι να είσαι κλεισμένος και να μην μπορείς να ξεφύγεις από πουθενά», αναλογίζεται ο κρατούμενος στις Φυλακές της Ζακύνθου Μίμης Λογαράς, βλ. εφ. Κυριακάτικος Ριζοσπάστης, 15-8-1993, ό.π., σ. 23.
[7] Ο Στ. Ζαμάνος θυμάται: «Ήρθε πάλι η βροντερή βουή και το ταρακούνημα. Οι επτά που είμασταν στο θαλαμάκι, ο Γιώργος Αναστασέας, ο Βασίλης Παπαγιαννόπουλος, ο Γιάννης ο Μαυρομάτης, ο Λάζαρος ο Μπουρμπούλογου, ο Χρήστος απ’ τον Ασπρόπυργο, ένας ακόμα κι εγώ αγκαλιαστήκαμε και γινήκαμε μια μπάλα στη θολωτή πόρτα».
[8] Γράφει ο Α-Δ. Δεμπόνος, Το χρονικό του σεισμού του 1953, Αργοστόλι 1976, σ. 20, ότι «οι φυλακές είχανε πάθει ρωγμές», γι’ αυτό και «οι φυλακισμένοι ξεσηκώθηκαν».
[9] Ο Μ. Σιγανός (1904-1972) γιατρός φυματιολόγος από την Κρήτη, εντάχθηκε από τα φοιτητικά του χρόνια στο προοδευτικό κίνημα και στη συνέχεια στο ΚΚΕ, του οποίου τις αρχές και αξίες υπερασπίστηκε σε όλη του τη ζωή, γι’ αυτό και «ανταμείφθηκε» με πολύχρονες διώξεις, φυλακίσεις και εξορίες. Αξίζει να διαβάσει κανείς το βιογραφικό που γι’ αυτόν έχει γράψει η φιλόλογος Άννα Μανουκάκη-Μεταξάκη «Ο γιατρός Μανώλης Σιγανός» στην ηλεκτρονική σελίδα της εφ. Πατρίς του Ηρακλείου Κρήτης http://www.patris.gr/frontpage
Η βιογράφος βασιζόμενη σε σημειώσεις και το ημερολόγιο του ίδιου του Μ. Σιγανού αλλά και σε μαρτυρίες συναγωνιστών του καταλήγει: «Ήταν κυριαρχημένος από τον γνήσιο ανθρωπισμό, την αγάπη για τον κάθε άνθρωπο και αγωνιζόταν για το καλύτερο του κόσμου».
Για τον Μ. Σιγανό βλ. επίσης «Μανώλης Σιγανός. “Στα χέρια των βασανιστών μου Γερμανών και ντόπιων συνεργατών τους”», Εθνική Αντίσταση, τχ. 158, (Απρίλης-Ιούνης 2013), σσ. 59-63, και τχ. 159, (Ιούλης-Σεπτέμβρης 2013), σσ. 53-57, όπου αυτοβιογραφικές σελίδες του Μ. Σιγανού αποκείμενες στο Αρχείο Κέντρου Μελέτης Ιστορίας Εθνικής αντίστασης (ΚΜΙΕΑ).
[10] Σε αυτό το περιστατικό ταιριάζει η αφήγηση του Γ. Μπάλλα, ό.π., σ. 279: «Στις γωνίες του συγκροτήματος [των Φυλακών], ψηλά, εκεί που τελείωνε ο τοίχος, είχαν κατασκευαστεί μεταγενέστερα σκοπιές από τσιμέντο, όπου και εκεί ήταν πάντα οπλισμένοι χωροφύλακες. Κάποιες από τις σκοπιές αυτές, όπως άκουσα να λένε, ξεκόλλησαν από τη βάση τους με το σεισμό και έπεσαν στο εσωτερικό της Φυλακής. Άκουσα να λένε μάλιστα ότι κάποιοι εκεί μέσα τραυματίστηκαν».
[11] Την επόμενη μέρα τον θαύμαζαν ακόμη και οι βασανιστές του, σύμφωνα με όσα έχει γράψει ο συγκρατούμενός του Στάθης Καναβός, βλ. το βιογραφικό «Ο γιατρός Μανώλης Σιγανός» της Ά. Μανουκάκη-Μεταξάκη.
[12] Όσα αναφέρει ο Γ. Μπάλλας, ό.π., σ. 281, είναι χαρακτηριστικά: «Οι φωνές στις Φυλακές φθάνανε καθαρά μέχρι εμάς. Οι φυλακισμένοι ζητούσαν να τους μεταφέρουν σε κάποιο ασφαλέστερο μέρος, επειδή θεωρούσαν δεδομένο ότι εκεί μέσα θα σκοτώνονταν σχεδόν όλοι, από την κατάρρευση του κτιρίου, και στο κάτω κάτω δεν ήταν και όλοι “θανατοποινίτες”! Το να παραμένουν εκεί, σε μία σίγουρη θανατερή παγίδα, ήταν μία προσωρινή επιβίωση δίχως ελπίδα. Μετά ήταν και οι φύλακες και οι χωροφύλακες της φρουράς, που κι εκείνοι θα πήγαιναν χαμένοι, αφού ο σεισμός “δεν έκανε διακρίσεις”! Οι φωνές δεν έλεγαν να σταματήσουν και συνεχίστηκαν μέχρι που το θέμα διευθετήθηκε».
[13] Ο Γ. Μπάλλας, ό.π., σ. 284, αναφέρει – κάτι που δεν υπάρχει στις μαρτυρίες των πολιτικών κρατουμένων – ότι «κάποιοι θανατοποινίτες ή ισοβίτες δέθηκαν», προφανώς για να μη δραπετεύσουν.
[14] Το επιβεβαιώνει και ο Α-Δ. Δεμπόνος, ό.π., σσ. 20-22: «[...] εκτός από τους πολιτικούς κρατούμενους ήσαν και πολλοί βαρυποινίτες που είχανε κάθε αιτία να δραπετεύσουν. Και όμως κανείς δεν το αποπειράθηκε, όχι βέβαια γιατί ήτανε αρκετή η φύλαξη, αλλά στις στιγμές τις έκρυθμες, σαν να υπάρχει ένας άγραφος κώδικας τιμής. Και οι φυλακισμένοι είχανε υποσχεθεί να τους βγάλουν στο ύπαιθρο και να τον τηρήσουν».
Και Γ. Μπάλλας, ό.π., σσ. 281-282, το επικυρώνει: «Όπως είπανε στη γειτονιά, οι κρατούμενοι “δώσανε το λόγο τους” ότι δεν θα φύγουν και ζήτησαν να τους βγάλουν από κάτω, στην πλατεία του Μέτελα, κάτω από τα πεύκα. Το λέγανε οι γείτονές μας με καμάρι, όχι μόνο γιατί όλοι ήταν με την πλευρά των φυλακισμένων, αλλά τονίζανε το γεγονός ότι αυτοί που ήτανε στη φυλακή “είχανε λόγο” και θα τον “τιμούσαν”. Και πράγματι τον τίμησαν. Δεν έφυγε κανένας, ούτε πολιτικός κρατούμενος, ούτε ποινικός».
Αλλά και η εφ. Ελευθερία, 12-8-1953, αναφέρει ότι, παρ’ όλο που οι φυλακισμένοι των Φυλακών Αργοστολιού και Ζακύνθου κρατούνταν στην ύπαιθρο, «ουδείς εκ τούτων εδραπέτευσεν».
[15] Αντίθετα, στη Ζάκυνθο τους φυλακισμένους (πολιτικούς κρατούμενους και ποινικούς) τους έβγαλαν μετά το μεγάλο σεισμό της Τετάρτης, 12 Αυγούστου. Θυμάται ο Ζακυνθινός πολιτικός κρατούμενος Μίμης Λογαράς, εφ. Κυριακάτικος Ριζοσπάστης, 15-8-1993, ό.π., σ. 23:
«[...] Στην Κεφαλονιά, όπως μάθαμε, έβγαλαν τους κρατούμενους έξω. Εδώ κανείς δεν αναλάμβανε την ευθύνη. [...] Ευτυχώς κανένας από τους φυλακισμένους δεν είχε σκοτωθεί. [...] Τέλος πάντων, μετά το μεγάλο σεισμό [...] μας βγάλανε έξω το απόγευμα και μας συγκέντρωσαν σ’ ένα πλάτωμα δίπλα από τη φυλακή. [...]».
[16] «[...] οι φυλακές είχανε διαπλατώσει σαν χτυπημένο καρπούζι. Οι μεγάλες καταρρεύσεις ήτανε στις εσωτερικές αχτίνες», Α-Δ. Δεμπόνος, ό.π., σ. 107.
Ο Γ. Καράγιωργας στο ρεπορτάζ του στην εφ. Έθνος, 13-8-1953, έγραφε: «[...] ως και το κτίριον [κατέρρευσε] των φυλακών των οποίων οι 450 κατάδικοι φρουρούνται υπό χωροφυλάκων πλησίον της ακτής».
[17] Ειδικότερα, το πρόβλημα του νερού ήταν σοβαρότατο, γιατί «τα νερά είχαν μολυνθεί. Τα πηγάδια είχανε ανακατευτεί και βγάζανε λάσπη. Το ίδιο και τα αρτεσιανά δίνανε ένα σκουρόχρωμο βούρκο, στις πόλεις το δίχτυο της ύδρευσης είχε αχρηστευτεί [...]. Ο κόσμος δίψαγε», Α-Δ Δεμπόνος, ό.π., σ. 96.
«Εκείνο το οποίον χρειαζόμεθα περισσότερον είναι ύδωρ», τηλεγραφούσε η αμερικανική αποστολή, εφ. Καθημερινή, 14-8-1953, ενώ ο ναύαρχος Μαουτμπάττεν ζητούσε από το Βρετανικό Ναυαρχείο «όπως αποσταλή αμέσως εκ Μάλτας ανεφοδιασμός εις ύδωρ», εφ. Φιλελεύθερος, 14-8-1953.
Εξάλλου, «όσο και αν αφαλατώνανε οι Αγγλο-Αμερικάνοι πάλι [το νερό] δεν έφτανε. [...] Οι Ιταλοί κουβαλούσαν συνέχεια με ειδικά βυτιοφόρα νερό. Πολύτιμο νερό. [...]», Α-Δ. Δεμπόνος, ό.π., σ. 121.
Πολύ σωστά, λοιπόν, οι πολιτικοί κρατούμενοι είχαν εντοπίσει το πρόβλημα του νερού και προσφέρονταν για την επίλυσή του.
[18] Με αποδοκιμασίες υποδέχτηκε τον εκπρόσωπο της κυβέρνησης το αγανακτισμένο πλήθος των σεισμοπλήκτων, λόγω της μέχρι τότε ανύπαρκτης κυβερνητικής φροντίδας και αρωγής, και κυρίως εξαιτίας της κυβερνητικής απαγόρευσης εξόδου των σεισμοπλήκτων από το νησί, βλ. Α-Δ. Δεμπόνος, ό.π., σσ. 115-116, καθώς και σ. 190.
[19] Στη Ζάκυνθο, αφού μετά το μεγάλο σεισμό έβγαλαν τους φυλακισμένους από το ετοιμόρροπο κτήριο, δεν τους επέτρεψαν καμιά επικοινωνία με το σεισμόπληκτο πληθυσμό: «Το βράδυ με βάρκες μας βάλανε σ’ ένα καΐκι και μας κράτησαν ανοιχτά από τις ακτές. Ασφαλώς φρουρούμενους. Κι ύστερα άρχισε η διανομή σε άλλες φυλακές. [...]», όπως αναφέρει ο Μ. Λογαράς, εφ. Κυριακάτικος Ριζοσπάστης, 15-8-1993, ό.π., σ. 23.
[20] Είναι γνωστή στους Κεφαλονίτες η ανεκτίμητη προσφορά του χειρουργού γιατρού Σπ. Μαρκέτου (1899-1973), ο οποίος υπηρέτησε με ευσυνειδησία και μοναδική ανθρωπιά τους συμπατριώτες του σε ιδιαίτερα χαλεπούς για το νησί καιρούς (Κατοχή, σεισμοί). Βλ. Γεράσιμος Πεντόγαλος, Γιατροί και ιατρική Κεφαλονιάς από τα χρόνια της Ένωσης μέχρι τον πόλεμο του 1940 (1864-1940), εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2007, σσ. 333-335.
[21] Δεν ξέρω αν οι πολιτικοί κρατούμενοι με τον παραπάνω σχολιασμό αυτοπροσδιορίζονταν ως «αντεθνικοί δρώντες», για τους οποίους στάλθηκαν οι χωροφύλακες.
Η αλήθεια είναι ότι ενισχύθηκε η τοπική χωροφυλακή. Γιατί όμως;
Ίσως για να αποτραπούν τα κρούσματα κλοπής, λεηλασίας κ.λπ. αλλά και για αντιμετωπιστούν οι αναμενόμενες δίκαιες εξαιτίας της κρατικής ολιγωρίας αντιδράσεις των σεισμόπληκτων κατοίκων.
Ο αντιστράτηγος Ιατρίδης, που ήταν ουσιαστικά ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης στο νησί εκτελώντας χρέη στρατιωτικού διοικητή, είχε δηλώσει στον τοπικό βουλευτή Γεράσιμο Βασιλάτο, ότι
«θα κάμη εν ανάγκη και χρήσιν των όπλων», προκειμένου να διατηρηθεί η τάξη ενόψει της επίσκεψης των βασιλέων στο νησί, βλ. Α-Δ. Δεμπόνος, σσ. 118-119, σημ. 2.
Να σημειώσουμε εδώ ότι η κυβέρνηση για τους δικούς της λόγους δήλωνε ότι τις λαϊκές αντιδράσεις τις καθοδηγούσαν οι αντιπολιτευτικές πολιτικές δυνάμεις και ειδικότερα οι κομμουνιστές: «[...] Ελπίζω να μη υπάρχει μεταξύ σας κανείς κομμουνιστής, [...] Οφείλω να τονίσω ότι δεν θα παίξη μαζί μου κανείς από αυτούς [...]», είναι αποσπάσματα από τις δηλώσεις του πρωθυπουργού Αλ. Παπάγου στο Αργοστόλι, εφ. Το Βήμα, 25-8-1953, πρβλ. Α-Δ. Δεμπόνος, ό.π., σ. 111, σημ. 3. Βλ. και ό.π., σ. 143.
Βλ. επίσης ό.π., σσ. 191-192, σημ. 2: «Ο στρατάρχης Παπάγος τόσο εις το Αργοστόλι όσο και στο Ληξούρι προσπάθησε να καταπνίξη τη δυσφορία των κατοίκων με τον ισχυρισμό ότι όποιος κατηγορεί την κυβέρνησιν επί ολιγορία και ανεπαρκεία, είναι κομμουνιστής και με την απειλήν ότι θα εκτοπίζεται αμέσως πας τολμών να εκφράζη τοιαύτας δυσμενείς κρίσεις».
[22] «Κρούσματα λεηλασίας είχανε εμφανιστεί στα εγκαταλελειμμένα σπίτια», αναφέρει ο Α-Δ. Δεμπόνος, διευκρινίζοντας ότι «ετούτες οι κλοπές γινήκανε από αδέσποτους μικροκλέφτες των περιστάσεων», ό.π., σ. 128.
[23] Υπήρξε κυβερνητική απόφαση για τουφεκισμό τέτοιων ατόμων. Δεν είναι όμως εξακριβωμένη η αναφερόμενη από τους πολιτικούς κρατούμενους εκτέλεση. Βλ. σχετικά Α-Δ. Δεμπόνος, ό.π., σ. 128.
[24] Για την επίσκεψη των βασιλέων βλ. Α-Δ. Δεμπόνος, ό.π., σσ. 118-119.
[25] Αντιγράφω από το σχετικό Βιβλίο τη ληξιαρχική πράξη θανάτου του αδικοσκοτωμένου Χ. Παππαβασιλόπουλου. (Τα έντονα γράμματα από μένα). Καταδικάστηκε για φόνους 75άκις σε θάνατο!!! Και ήταν μόλις 22 χρονών!!! Το έγκλημά του; Ήταν μέλος της ΕΠΟΝ. Το μετεμφυλιακό ελληνικό κράτος σε όλο του το ... μεγαλείο.
Ληξιαρχική πράξις θανάτου
Αριθ. 102
Εν Αργοστολίω, σήμερον την δεκάτην τρίτην (13ην) του μηνός Αυγούστου, του χιλιοστού εννεακοσιοστού τεσσαρακοστού εννάτου έτους, ημέραν Σάββατον και ώραν 10ην προ μεσημβρία[ς] και εν τω Ληξιαρχικώ καταστήματι κειμένω εν τη οδώ Π. Βαλλιάνου, αριθμός -- , ενώπιον εμού του [αναγράφεται το ονοματεπώνυμο], προσωρινού αναπληρωτού ληξιάρχου της πόλεως Αργοστολίου του δήμου Αργοστολίου της επαρχίας Κραναίας, προσήχθη υπό του Γραμματέως Πρωτοδικών Κεφαλληνίας [αναγράφεται το ονοματεπώνυμο] η υπ’ αριθ. 23 της 13/8/1949 έκθεσις βεβαιώσεως θανατικής εκτελέσεως, δι’ ης δηλούται ότι εν τη θέσει Νερόμυλοι Αγίων Θεοδώρων Φανάρι της περιφερείας Αργοστολίου την 13ην Αυγούστου 1949 έτους, ημέραν Σάββατον και ώραν 5 και 40΄ πρωϊνήν, εξετελέσθη διά τυφεκισμού υπό αποσπάσματος ανδρών της Στρατιωτικής Διοικήσεως Κεφαλληνίας, κατόπιν των υπ’ αριθ. 181, 183, 184 και 185/1949 εμπιστευτικών παραγγελιών του Εισαγγελέως Εφετών Πατρών, συνεπεία των υπ’ αριθ. 1526, 378, 676 και 323 του έτους 1949 εμπιστευτικών παραγγελιών του επί της Δικαιοσύνης Σού [=Σεβαστού] Υπουργείου,
ο επί φόνοις 75άκις εις θάνατον καταδικασθείς, δυνάμει της υπ’ αριθ. 14 και από 11η Νοεμβρίου 1947 αποφάσεως του Α΄ Δικαστηρίου των εν Πύργω Συνέδρων και εν ταις ενταύθα φυλακαίς κρατούμενος
Χαράλαμπος Σπυρ. Παππαβασιλόπουλος ή Μπόγιας, γεννηθείς και κατοικών εις [δυσανάγνωστη λέξη], ετών 22, κτηματίας, άγαμος, Έλλην και Χριστιανός Ορθόδοξος.
Εφ’ ω συνετάγη η παρούσα, ήτις αναγνωσθείσα και βεβαιωθείσα παρά του δηλούντος Γραμμ. Πρωτοδικών [αναγράφεται το ονοματεπώνυμο] υπεγράφη παρ’ αυτού και παρ’ εμού.
Ο δηλώσας Ο ληξίαρχος
α.α.
Ο προσωρινός αναπληρωτής
[υπογραφή] [υπογραφή]
[26] Πρόκειται για το γνωστό Κεφαλονίτη κομμουνιστή (στέλεχος και βουλευτή του ΚΚΕ) Αντώνη Αμπατιέλο: οι σεισμοί του 1953 τον βρήκαν στις Φυλακές του Αργοστολιού, αφού προηγουμένως είχε συμπληρώσει μέχρι τότε σε διάφορες φυλακές πέντε χρόνια φυλάκισης· θα περάσει άλλα έντεκα περίπου χρόνια σε διάφορες άλλες φυλακές, για να απελευθερωθεί το 1964. Βλ. Αντώνης Αμπατιέλος, Μια ζωή στον αγώνα. Με μετερίζι το ελληνικό καράβι, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σ. 210.
Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Η Κεφαλονίτικη Πρόοδος",
τχ. 8, Οκτ.-Δεκ. 2013, σσ. 10-14, και τχ. 9, Ιαν.-Μάρτ. 2014, σσ. 34-38.