«Ρευστότητα», δηλαδή «ζεστό» χρήμα, νέα προνόμια μέσω του «αναπτυξιακού νόμου» και «ασφάλεια», δηλαδή... «κοινωνική ειρήνη», ήταν οι δεσμεύσεις που ανέλαβε απέναντι στους μονοπωλιακούς ομίλους που δραστηριοποιούνται στον τουρισμό, και συνολικά στο μεγάλο κεφάλαιο, ο πρωθυπουργός, Αλ. Τσίπρας, μιλώντας χτες βράδυ στη Γενική Συνέλευση τουΣυνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ).
Ξεκαθαρίζοντας από την αρχή της ομιλίας του ότι οι στόχοι της κυβέρνησης είναι αυτοί που θέτουν τα μονοπώλια, επισήμανε χαρακτηριστικά: «Θέλω να ξεκινήσω, αναφερόμενος σε δύο σημεία τα οποία συνιστούν τόσο πάγιο αίτημα των ανθρώπων του τουρισμού, όσο όμως και χρέος της πολιτείας. Τα δύο αυτά σημεία είναι αφενός η διασφάλιση ενός περιβάλλοντος οικονομικής και κοινωνικής σταθερότητας και αφετέρου η εγγύηση της ασφάλειας».Διαβεβαίωσε εξάλλου ότι το «τέλος διανυκτέρευσης» θα εφαρμοστεί από το 2018.
Παραθέτοντας τα... «επιτεύγματα» της κυβέρνησης όσον αφορά τη διαπραγμάτευση, ανέφερε: «Οι προοπτικές για τον ελληνικό τουρισμό είναι ανεξάντλητες και το κλείσιμο της αξιολόγησης δημιουργεί το σταθερό πλαίσιο για την περαιτέρω ανάπτυξή του». Μεταξύ άλλων αναφέρθηκε στην εκταμίευση της δόσης, στην αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου και την τόνωση της «ρευστότητας» στην αγορά, καθώς και στα κονδύλια του ΕΣΠΑ, «προσπερνώντας» το γεγονός ότι όλα αυτά θα καταλήξουν στα χέρια του μεγάλου κεφαλαίου.
Διαφημίζοντας και την περιβόητη «ενεργητική εξωτερική πολιτική» για λογαριασμό του κεφαλαίου, πρόσθεσε ότι η Ελλάδα είναι «φάρος σταθερότητας και ασφάλειας, σε μια ευρύτερα αποσταθεροποιημένη περιοχή (...) Και αυτό το πετύχαμε με μια πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, που αποκατέστησε σχέσεις και έσβησε ανορθογραφίες στις σχέσεις μας με τις γειτονικές μας χώρες - όπως την Αίγυπτο, την Τουρκία, το Ισραήλ - αλλά και ευρύτερα - όπως τη Ρωσία, το Ιράν και άλλες χώρες της Μέσης Ανατολής».
Σε ό,τι αφορά άλλωστε τη διαχείριση του Προσφυγικού, διαβεβαίωσε ότι «οι ανησυχίες μερίδας των επιχειρηματιών του τουρισμού μπορούν να κοπάσουν. Το λιμάνι του Πειραιά αδειάζει με σχέδιο, από τους πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν προσωρινά εκεί». Ο εγκλωβισμός δεκάδων χιλιάδων προσφύγων και μεταναστών βέβαια θα παραμένει, αλλά μακριά από τις μπίζνες του κλάδου...
Αναφέρθηκε παράλληλα σε συγκεκριμένες ενέργειες που προγραμματίζει η κυβέρνηση για την αύξηση του «μεριδίου» των επιχειρηματιών στον τουρισμό, εξήγγειλε αλλαγές του χωροταξικού σχεδιασμού και διευκόλυνση στις αδειοδοτήσεις, προκειμένου να αυξηθούν «οι προοπτικές περισσότερων επενδύσεων πολυτελούς τουρισμού».
Συνεχίζοντας να καταθέτει διαπιστευτήρια, σημείωσε ότι«εντάξαμε ήδη αρκετά έργα υποδομών στο σχέδιο Γιούνκερ και παράλληλα προσανατολιζόμαστε στη χρηματοδότηση μέσω ΕΣΠΑ για τη δημιουργία μαρίνων, κέντρων ιαματικού τουρισμού, συνεδριακών χώρων, γηπέδων γκολφ και λοιπών επενδυτικών δραστηριοτήτων που θα ενισχύσουν το αποτύπωμα του ελληνικού branding στον χάρτη του παγκόσμιου τουρισμού».
Διαφημίζοντας εξάλλου τον «αναπτυξιακό νόμο» σημείωσε ότι«συνιστά μια τομή για την προσέλκυση επενδύσεων εξωστρεφούς προσανατολισμού, καθώς και για την ενίσχυση της υγιούς επιχειρηματικότητας».
«Ανησυχίες» από τον ΣΕΤΕ για τα κέρδη των τουριστικών ομίλων
Την ίδια ώρα, αντιθέσεις γύρω από τη «φορολογική επιβάρυνση» του τουριστικού «πακέτου» διατυπώνουν οι μεγαλοεπιχειρηματίες του κλάδου, προτάσσοντας, βέβαια, την ανάγκη ολοκλήρωσης της «αξιολόγησης». Ταυτόχρονα, η διαχείριση των «κόκκινων» δανείων αποτελεί όχημα αναδιαρθρώσεων και στον τουρισμό, με κατεύθυνση τη διαμόρφωση ακόμη μεγαλύτερων επιχειρηματικών σχημάτων, αλλά και την είσοδο νέων «παικτών».
Σε αυτό το φόντο, ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ, Α. Ανδρεάδης, μιλώντας χτες στη Γενική Συνέλευση διατύπωσε «ανησυχίες» σχετικά με «το τεράστιο φορτίο που έχει φορτωθεί ο ελληνικός τουρισμός για τη στήριξη της ελληνικής οικονομίας». Σύμφωνα με τον ίδιο, η κυβέρνηση είναι έτοιμη να αυξήσει το κόστος σε διαμονή, εστίαση, αλκοολούχα, αυξάνοντας έτσι το «καλάθι του τουρίστα», χαρακτηρίζοντας «ταφόπλακα» της τουριστικής επιχειρηματικότητας την πρόταση για «τέλος διανυκτέρευσης».
Ο ίδιος διατύπωσε ανησυχίες και για την πορεία της τουριστικής κίνησης και των εισπράξεων, λέγοντας πως όχι μόνο ενισχύεται το ενδεχόμενο να μην επιτευχθούν οι στόχοι που είχαν τεθεί αρχικά για 25 εκατ. ξένους τουρίστες και 15 δισ. ευρώ έσοδα, αλλά διαμορφώνονται συνθήκες επιστροφής σε μεγέθη πριν από το 2015. Και βέβαια όλα τα παραπάνω συνδέονται με τους όρους ανταγωνιστικότητας των ισχυρών επιχειρήσεων του κλάδου, στη διαπάλη για την απόσπαση επιχειρηματικής πίτας από άλλες αγορές.
Χαρακτηριστική είναι η τοποθέτηση του διευθύνοντος συμβούλου της Eurobank, Φ. Καραβία, ο οποίος τόνισε: «Παρά την αύξηση των αφίξεων με νέα ρεκόρ σχεδόν κάθε χρόνο, παρά τη διατήρηση των τουριστικών εσόδων σε πολύ υψηλά επίπεδα, έχουμε το φαινόμενο τα ληξιπρόθεσμα δάνεια του ξενοδοχειακού κλάδου να κινούνται περίπου στα ίδια επίπεδα με κλάδους που δέχτηκαν σφοδρότατο το πλήγμα της οικονομικής κρίσης». Επισήμανε πως «θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι το πρόβλημα αυτό εστιάζεται σε συγκεκριμένους μόνο ομίλους».
Οπως είπε, «δεν αποτελεί πρώτη μας επιλογή η πώληση χαρτοφυλακίων μη εξυπηρετούμενων δανείων, ειδικά δε τουριστικών επιχειρήσεων, αλλά οφείλουμε να κινηθούμε γρήγορα και με ρεαλισμό στην εξεύρεση βιώσιμων λύσεων και ενίσχυση των επιχειρήσεων με νέα κεφάλαια, όπου αυτό είναι απαραίτητο». Οπως τόνισε, «σε διαφορετική περίπτωση, φοβάμαι ότι θα είμαστε υποχρεωμένοι να προχωρήσουμε σε λύσεις που θα προτιμούσαμε να αποφύγουμε».
Σχολιάζοντας τις γενικότερες εξελίξεις, ο τραπεζίτης τόνισε ότι ο«δημοσιονομικός κόφτης» αποτελεί βήμα που έπρεπε να γίνει«εδώ και πολλά χρόνια, ασφαλώς πριν από την έναρξη της οικονομικής κρίσης, αποτρέποντας την έκρηξη των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και, σωρευτικά, του δημοσίου χρέους».
Την ώρα που οι μεγαλοεργοδότες του Τουρισμού και ο πρωθυπουργός πανηγύριζαν για τις επιδόσεις και τις κερδοφόρες προοπτικές των επιχειρήσεων του κλάδου, η κατάσταση που διαμορφώνεται πίσω από τη βιτρίνα της χλιδής για τους χιλιάδες εργαζόμενους, επαληθεύει περίτρανα ότι δεν μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη που υπηρετεί το κεφάλαιο και τους εργαζόμενους μαζί.
Ετσι, παρά την αύξηση των αφίξεων, οι πιο μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες της Αττικής που λειτουργούν όλο το χρόνο (όπως άλλωστε και το 45,4% των μονάδων της χώρας),έχουν δραστικά μειώσει το ποσοστό των εργαζομένων με συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, την ίδια στιγμή που ο κύκλος εργασιών τους έχει αυξηθεί εντυπωσιακά τα τελευταία τρία χρόνια.
Ενα ακόμα στοιχείο που δείχνει την ένταση της εκμετάλλευσης στον κλάδο, είναι το εξής: Σύμφωνα με στοιχεία από μελέτη του Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων, από το 1990 το ξενοδοχειακό δυναμικό αυξήθηκε κατά 51% σε μονάδες, κατά 79% σε δωμάτια και κατά 84% σε κλίνες. Το ίδιο διάστημα, όμως, οι εργαζόμενοι με συμβάσεις αορίστου χρόνου είναι τουλάχιστον οι μισοί, σε όλες τις μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες.
Σήμερα, στα 20 μεγαλύτερα ξενοδοχεία της Αθήνας εργάζονται 2.700 λιγότεροι εργαζόμενοι με μόνιμη και σταθερή δουλειά, από ό,τι πριν 20 χρόνια (ποσοστό σχεδόν 40%). Σημειώνουμε, επίσης, ότι σε αυτούς τους λεγόμενους «μόνιμους», οι μισθοί είναι μειωμένοι από τον Ιούλη του 2012 κατά 15%.
Αλλά και στο χώρο του Επισιτισμού η κατάσταση είναι ανάλογη, αν λάβουμε υπόψη το μέγεθος του χώρου, που σήμερα αφορά πάνω από 100.000 εργαζόμενους στην Αττική (στοιχεία ΙΚΑ) και χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Ολοι αυτοί εργάζονται χωρίς κλαδική ΣΣΕ και αμείβονται κάτω ακόμα κι από την ΕΓΣΣΕ.
Οι αυξημένες ανάγκες σε προσωπικό, τόσο στα ξενοδοχεία όσο και στον Επισιτισμό, που προκύπτουν από την ανάπτυξη του κλάδου, καλύπτονται στην πλειοψηφία τους από τις παρακάτω μορφές εργασίας:
- Από συμβάσεις ορισμένου χρόνου, που στην πλειονότητά τους επαναλαμβάνονται για διάστημα πολλών χρόνων.
- Από συμβάσεις μιας μέρας, που σχεδόν όλες επαναλαμβάνονται για μέχρι και τριάντα μέρες το μήνα.
- Από συμβάσεις διαλείπουσας απασχόλησης, για λιγότερες από 5 μέρες με μειωμένο ή πλήρες ωράριο.
- Από δουλεμπορικά συνεργεία που «νοικιάζουν» εργαζόμενους σε ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, στην πλειοψηφία τους χωρίς συμβάσεις ή με όλες τις παραπάνω μορφές εργασίας.
- Από «συμβάσεις» πρακτικής, μαθητείας, κατάρτισηςμε Ελληνες και ξένους εργαζόμενους, για τις οποίες δεν ισχύει απολύτως τίποτε από την καταρημαγμένη εργατική και ασφαλιστική νομοθεσία.
Την ίδια ώρα, στον κλάδο η ανασφάλιστη και απλήρωτη δουλειά είναι κανόνας και όχι εξαίρεση, ενώ καταστρατηγούνται συστηματικά οι συνδικαλιστικές ελευθερίες και τα δικαιώματα.
Ειδικά σε ό,τι αφορά τους ελαστικά απασχολούμενους,εργαζόμενες που μένουν έγκυες απομακρύνονται, δίχως πρόσβαση στην άδεια λοχείας και τοκετού, δεν ισχύουν οι όποιες ρυθμίσεις αφορούν την άδεια ασθένειας, τα εργατικά ατυχήματα, οι εργαζόμενοι δεν δικαιούνται απολύτως καμία αποζημίωση απόλυσης, ενώ και οι περιπτώσεις κατά τις οποίες ο εργαζόμενος πληροί τις προϋποθέσεις για χορήγηση επιδόματος ανεργίας είναι ελάχιστες.