ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΝΑΚΗΣ:
Μια υπόμνηση στο ΚΙΣ (Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο)
Βερολίνο. Ένα πλακόστρωτο πεζοδρόμιο. Κάπου μεταξύ της Αλεξάντερπλατς και του Μπερλίνερ Ανσάμπλ. Πρώην Ανατολικό Βερολίνι. Δυο ορειχάλκινες πλάκες. Εδώ έζησαν ο Jakob και η Felli. Το 1938 δραπέτευσαν στην Πράγα. To 1939 διέφυγαν στη Γαλλία απ’ όπου απελάθηκαν το 1942. Δολοφονήθηκαν στο Άουσβιτς…
Τουλάχιστον έξι εκατομμύρια Εβραίοι συνολικά. Και εκατομμύρια Κομμουνιστές, Σλάβοι, Ρομά, Πολωνοί… Κι ανάμεσα στους δολοφόνους ναζιστές ο Ουκρανός Μπαντέρα που χρεώθηκε 250.000 εβραϊκές ψυχές. Σήμερα το άγαλμά του είναι ντυμένο στα χρώματα του Ισραήλ. Η επιτομή της άρρωστης ειρωνείας. Με το Ισραήλ και η ακροδεξιά Πολωνία. Αλλά στο κτίριο του κοινοβουλίου τους υπάρχει ένα περίπτερο. Στις εφημερίδες αναγράφονται οδηγίες για το πώς οι Πολωνοί μπορούν να διακρίνουν τους Εβραίους. Προφανώς για τα περαιτέρω εφ’ όσον χρειαστεί.
Ο Μπαντέρα βέβαια εκτελέστηκε (όπως του έπρεπε) από τους Σοβιετικούς. Αυτοί δεν είχαν δικαίωμα να ξεχάσουν. Και δεν ξέχασαν. Λησμόνησαν όμως οι Πολωνοί. Λησμόνησαν και οι Εβραίοι. Το Γκέτο της Βαρσοβίας και την εξέγερσή του, το Άουσβιτς, το Νταχάου… το ολοκαύτωμα, τη γιγάντωση των BMW, Bayer, Continental και άλλων από – στην κυριολεξία το αίμα και τις σάρκες Εβραίων. Και οι Γερμανοί με το Ισραήλ είναι. Αυτοί που έσωσαν, ξέπλυναν και υπέθαλψαν τα ναζιστικά αποβράσματα μετά τον Β΄ ΠΠ.
Όλοι με τους δολοφόνους, τους γενοκτόνους της κυβέρνησης των εγκληματιών του Ισραήλ. Γιατί το εγκληματικό Ισραήλ είναι το μακρύ τους χέρι στην περιοχή. Με τους μακελάρηδες που αντέγραψαν άριστα τις μεθόδους των πρώην θυτών τους. Ωχριά το γκέτο της Βαρσοβίας μπρος στο γκέτο της Γάζας. Σιγοψιθυρίζουν οι Ισραηλινοί πως δεν έφταιγε ο Χίτλερ για το ολοκαύτωμα αλλά οι… Παλαιστίνιοι. Ξεπλένουν τον ναζισμό καθώς τον αντιγράφουν. Μαζί τους και το ΚΙΣ. Που τολμά να ψέξει την ΟΛΜΕ και τη θέση της για το ξεκλήρισμα των Παλαιστινίων. Το ΚΙΣ που δεν έχει αρθρώσει ούτε μια λέξη για τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας που συντελούνται από τους δολοφόνους της χώρας τους.
Ο Jakob και η Felli καθώς και πολλοί άλλοι – εκατομμύρια δεν πρόλαβαν να δουν την κατρακύλα σας, το πέρασμα στην άλλη πλευρά. Την φασιστικοποίηση της χώρας σας. Τη μεταμόρφωση του κατατρεγμένου λαού σε κράτος δολοφόνων ντροπή για την ανθρωπότητα.
Θεωρώ πως αυτό το κράτος όνειδος, αυτή η πλανητική ξεφτίλα σκάβει τον λάκκο της. Γνωρίζω δε από την επιστήμη πως ό,τι συντελείται μια φορά μπορεί να επαναληφθεί. Το πρώτο το ελπίζω, το δεύτερο το φοβάμαι. Μην αποθρασύνεστε λοιπόν, κύριοι του ΚΙΣ. Απλώς ακονίστε τη μνήμη σας και προστατεύστε τον λαό σας.
Από
Katerina Kastridou:
Το κείμενο που ακολουθεί δείχνει διαχρονικά ποιος κατέκτησε ποιον και με ποιον τρόπο και ποιος δεν ήθελε ειρήνη και συνύπαρξη δύο κρατών. Περιγράφει πως ξεκίνησε η ΝΑΚΜΠΑ των Παλαιστινίων.
Η αφήγηση του Ζακ Ντε Ρεϊνιέ για τη σφαγή στο Ντεϊρ Γιασίν 9/4/1948
(εκπροσώπου του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού στην Παλαιστίνη την κρίσιμη περίοδο της ίδρυσης του Ισραήλ)
"Το Σάββατο10 Απριλίου έγινε ένα πολύ σοβαρό γεγονός: πήρα ένα τηλέφωνο από τους Άραβες, που με καλούσαν να πάω αμέσως στο χωριό Ντεϊρ Γιασίν, όπου μόλις είχαν σφαγεί ολόκληρος ο άμαχος πληθυσμός του χωριού.
Πληροφορήθηκα ότι η περιοχή αυτή, που βρίσκεται πολύ στην Ιερουσαλήμ, βρισκόταν κάτω από τον έλεγχο των εξτρεμιστών της “Ιργκούν” (σσ ακροδεξιοί σιωνιστές).
Το Εβραϊκό Πρακτορείο και το αρχηγείο της Χαγκάνα μου δήλωσαν ότι δε γνωρίζουν τίποτα σχετικά με την υπόθεση κι ότι όπως και να έχει το πράγμα ήταν αδύνατο σε οποιονδήποτε να εισχωρήσει σε αυτήν την περιοχή της Ιργκούν.
Με συμβούλεψαν ακόμη να ΜΗΝ αναμειχθώ στην υπόθεση, γιατί ΑΝ το έκανα, θα τελείωνε οπωσδήποτε οριστικά η αποστολή μου (σσ Η υπόδειξη έχει καθαρά τρομοκρατικό χαρακτήρα και θυμίζει τη γνωστή σε όλους μας από τον κινηματογράφο εκφραστική των δολοφόνων της Μαφίας).
Δεν αρνήθηκαν μόνο να με βοηθήσουν, αλλά αρνήθηκαν να αναλάβουν οποιαδήποτε ευθύνη για αυτό που ΣΙΓΟΥΡΑ θα πάθαινα.
Απάντησα πως προτίθεμαι να πάω κι ότι οι πάντες γνωρίζουν ότι το Εβραϊκό Πρακτορείο ασκούσε εξουσία πάνω σε όλες τις περιοχές που βρίσκονταν κάτω από εβραϊκά χέρια και επομένως ήταν υπεύθυνοι για τη ζωή μου, όπως και για την ελευθερία κινήσεών μου, μέχρι που να ολοκληρωθεί η αποστολή μου.
Έτσι βρέθηκα σε πολύ δύσκολη θέση και δεν ήξερα τι πρέπει να κάνω (…). Τότε θυμήθηκα πως μια εβραία νοσοκόμα μου είχε δώσει το τηλέφωνό της, λέγοντάς μου, με μια παράξενη έκφραση, πως μπορούσαν να της τηλεφωνήσω αν ποτέ βρισκόμουν σε κατάσταση αδιεξόδου.
Της τηλεφώνησα αργά το βράδυ και της εξήγησα την κατάσταση. Μου είπε να πάω με το αυτοκίνητο μου, το άλλο πρωί στις 7 σε ένα ορισμένο μέρος, όπου θα με περίμενε ένας άνδρας με πολιτικά. Την άλλη μέρα το πρωί στην ορισμένη ώρα και τόπο με περίμενε ένας άνδρας με πολιτικά που οι τσέπες του ήσαν γεμάτες περίστροφα. Πήδησε στο αυτοκίνητό μου και μου είπε να οδηγώ γρήγορα χωρίς να σταματήσω πουθενά στο δρόμο για το Ντεϊρ Γιασίν.
Βγήκαμε από την Ιερουσαλήμ (…) αλλά πολύ σύντομα μας σταμάτησαν δύο ένοπλοι που έμοιαζαν με στρατιώτες, με πολύ άγριο παρουσιαστικό, οπλοπολυβόλα στα χέρια και μεγάλα σπαθιά στη ζώνη τους.
Βγήκα από το αυτοκίνητο και δέχθηκα να μου κάνουν έναν εξονυχιστικό έλεγχο, μετά όμως συνειδητοποίησα ότι ήμουν ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΣ. Τη στιγμή που όλα δείχνανε να έχω χάσει το παιχνίδι, ξεπετάχτηκε ξαφνικά μπροστά μου ένας μεγαλόσωμος άνδρας, ογκώδης σαν ντουλάπα, που σπρώχνοντας τους συντρόφους του στην άκρη, άρπαξε το χέρι μου και το έσφιξε γερά, φωνάζοντας σε μια ακατανόητη γλώσσα.
Δε μιλούσε ούτε γαλλικά, ούτε αγγλικά, αλλά τελικά καταφέραμε να επικοινωνήσουμε στα γερμανικά.
Εκδήλωσε τη χαρά του βλέποντας έναν εκπρόσωπο του Ερυθρού Σταυρού επειδή χάρη στην παρέμβαση του Ε.Σ. είχε τρεις φορές σωθεί η ζωή του, όταν βρισκόταν φυλακισμένος σε ένα γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης. Μου δήλωσε πως με θεωρούσε κάτι παραπάνω από αδελφό του και πως θα έκανε οτιδήποτε του ζητούσα (…).
Έτσι κάναμε αρχή από το Ντεϊρ Γιασίν.
Αφού φτάσαμε σε ένα λόφο 500 περίπου γιάρδες μακριά από το χωριό (...) ο διοικητής της Ιργκούν δεν έδειξε και πολύ ενθουσιασμό για να με συναντήσει.
Τελικά έφτασε κοντά μας ένας νέος, καλοβαλμένος, που είχε μια περίεργη λάμψη στα μάτια, κρύα και εγκληματική (σσ αυτός ο φανατικός εγκληματίας ήταν ο ΜΕΝΑΧΕΜ ΜΠΕΓΚΙΝ (κατοπινός πρωθυπουργός του Ισραήλ και ιδρυτής του κόμματος “Λικούντ”, του κόμματος του Νετανιάχου. 'Ελαβε και Νόμπελ Ειρήνης!).
Του εξήγησα το νόημα της αποστολή μου (...) και ότι με ενδιέφερε μονάχα να σώσω τους τραυματίες και να μαζέψω τους νεκρούς. Οι Εβραίοι είχαν υπογράψει τη Συνθήκη της Γενεύης και έτσι η αποστολή μου είχε την απόλυτα επίσημη κάλυψη.
Αυτή η τελευταία δήλωση μου εξαγρίωσε τον αξιωματικό, που μου τόνισε απερίφραστα ότι "εγώ μονάχα η Ιργκούν κάνει ό,τι θέλει και κανένας άλλος", ούτε το εβραϊκό Πρακτορείο, το οποίο δεν είχε κανένα δικαίωμα επέμβασης.
Στο σημείο αυτό μπήκε στη μέση ο φίλος μου, η "ντουλάπα", που βρηκε τα σωστά επιχειρήματα και μαλάκωσε τον αξιωματικό. Μου είπε ακόμη την ιστορία αυτού του μικρού χωριού, που το κατοικούσαν κατά αποκλειστικότητα 400 περίπου Άραβες, πάντοτε άοπλοι, οι οποίοι ζούσαν αρμονικά με τους γειτονικούς Εβραίους χωρικούς.
Σύμφωνα με τα λεγόμενα του αξιωματικού (του Μπεγκίν) η Ιργκούν είχε φτάσει στην περιοχή εδώ και 24 ώρες και διέταξε τους κατοίκους, με τους τηλεβόες, να βγουν από τα σπίτια τους και να παραδοθούν: τους έδωσαν 15 λεπτά προθεσμία.
Μερικοί απο τους δυστυχισμένους εκείνους κατοίκους είχαν παραδοθεί, για να διωχθούν αργότερα προς την κατεύθυνση των αραβικών γραμμών. οι υπόλοιποι δεν υπάκουσαν τη διαταγή και υπέστησαν την τύχη που τους άρμοζε.
Δεν υπήρχε κανέναν λόγος, κατά τη γνώμη του αξιωματικού, να υπερβάλει κανείς τα συμβάντα, υπήρχαν μόνο λίγοι νεκροί, που θα τους έθαβαν μόλις τελείωνε η "εκκαθάριση" του χωριού.
Αν έβρισκα πτώματα, ήμουν ελεύθερος να τα πάρω, το βέβαιο είναι ότι δεν υπήρχαν τραυματίες.
Αυτή η αποτίμηση ΠΑΓΩΣΕ το αίμα μου.
Γύρισα πίσω στην Ιερουσαλήμ και βρήκα ένα ασθενοφόρο και ένα φορτηγό. Οι δύο εβραίοι οδηγοί και ο εβραίος γιατρός ήταν περισσότερο νεκροί παρά ζωντανοί, με ακολούθησαν όμως θαρραλέα (...).
Όταν φτάσαμε στο χωριό τα αραβικά πυρά σταμάτησαν.
Η ομάδα της Ιργκούν ήταν ντυμένη με χωριάτικα ρούχα και κράνη. Ήταν όλοι τους νέοι, μερικοί έφηβοι, άνδρες και γυναίκες, όλοι τους οπλισμένοι σαν αστακοί: περίστροφα, οπλοπολυβόλα, χειροβομβίδες και μεγάλα σπαθιά στα χέρια τους.
Οι περισσότεροι από αυτούς είχαν λεκέδες από αίμα. Μια όμορφη κοπέλα, με ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΑ μάτια, μου έδειξε τη σπάθα της που έσταζε ακόμη αίμα. Την έδειχνε σαν να ήτανε τρόπαιο.
Αυτή ήταν η ¨ομάδα εκκαθάρισης", που ήτανε φανερό ότι εκτελούσε το έργο της με μεγάλη ευσυνειδησία. Προσπάθησα να μπω σε ένα σπίτι. Μια ντουζίνα στρατιώτες με περικύκλωσαν, με τα οπλοπολυβόλα τους πάνω στο σώμα μου και ο αξιωματικός τους μου απαγόρευσε να κινηθω.
Θα έφερναν εκείνοι τους νεκρούς, ΑΝ υπήρχαν, μου δήλωσε. Τότε εξοργίστηκα όσο ποτέ άλλοτε στη ζωή μου. Είπα σε αυτούς τους ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΕΣ τι πίστευα για τη συμπεριφορά τους, εκτοξεύοντας απίθανες απειλές και σπρώχνοντάς τους μπήκα στο σπίτι.
Το πρώτο δωμάτιο ήταν σκοτεινό και όλα ήταν άνω κάτω. Δεν υπήρχε κανένας. Στο δεύτερο ανάμεσα στα κατεστραμμένα έπιπλα και σκεπάσματα, βρήκα κρύα ΠΤΩΜΑΤΑ. Εδώ η "εκκαθάριση" είχε γίνει αρχικά με οπλοπολυβόλα και αργότερα με χειροβομβίδες. Ύστερα τους είχαν αποτελειώσει με ξιφολόγχες. Αυτό μπορούσε να το δει ο καθένας.
Καθώς ετοιμαζόμουν να φύγω άκουσα κάτι σαν αναστεναγμό. Έψαξα παντού, γύρισα ανάποδα όλα τα πτώματα και τελικά βρήκα ένα μικρό πόδι, ζεστό ακόμη. Ήταν ένα μικρό κοριτσάκι 10 χρονών, πληγωμένο από χειροβομβίδα, αλλά ζωντανό ακόμη.
Καθώς βάδιζα προς την πόρτα για να βγω έξω, ο αξιωματικός προσπάθησε να με σταματήσει. Τον έσπρωξα και βγήκα έξω με το πολύτιμο φορτίο μου, με την προστασία του καλού μου φίλου του "ντουλάπα". Το ασθενοφόρο έφυγε και έδωσα διαταγή να επιστρέψει όσο το δυνατόν συντομότερα.
Μιας και η τρομακτική ΣΥΜΜΟΡΙΑ δεν είχε δοκιμάσει να μου επιτεθεί ανοιχτά, μπορούσα να συνεχίσω. Έδωσα οδηγίες για να φορτωθούν τα πτώματα στο φορτηγό και στη συνέχεια μπήκα στο επόμενο σπίτι κ.ο.κ.
Παντού συναντούσα το ίδιο αποτρόπαιο θέαμα. Βρήκα μόνον δύο ακόμη ζωντανούς και οι δύο γυναίκες, κρυμμένες πίσω από ένα σωρό ξύλα, όπου είχαν παραμείνει αμίλητες για 23 ώρες!
Ζούσαν σε αυτό το χωριό 400 άτομα περίπου. Πενήντα από αυτούς είχαν δραπετεύσει και ήταν ακόμη ζωντανοί. Όλοι οι άλλοι είχαν σφαγεί σκόπιμα εν ψυχρώ, γιατί όπως παρατήρησα, η ΣΥΜΜΟΡΙΑ αυτή ήταν άριστα εκπαιδευμένη και ενεργούσε πειθαρχικά ύστερα από διαταγές.
Όταν γύρισα στην Ιερουσαλήμ πήγα κατευθείαν στο Εβραϊκό Πρακτορείο όπως βρήκα τους αρχηγούς έκπληκτους, συντετριμμένους ΥΠΟΚΡΙΤΙΚΑ και η αλήθεια είναι ότι δεν μπορούσαν να ελέγξουν τις ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΚΕΣ συμμορίες της Ιργκούν και της Στερν. Δεν είχαν όμως κάνει τίποτα, δε δοκίμασαν να εμποδίσουν τους 100 περίπου άνδρες για να μην πραγματοποιήσουν αυτό το απαίσο έγκλημα.
Ύστερα πήγα να επισκεφθώ τους Άραβες. Δεν τους είπα τίποτα για όσα αντίκρισαν τα μάτια μου (...). Η αγανάκτηση των Αράβων ήταν ΑΠΟΛΥΤΑ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ (...). Θα ήθελαν να πάρουν τα πτώματα στην αραβική ζώνη. Τελικά αποφάσισαν να με παρακαλέσουν να φροντίσω να ταφούν κάπου κανονικά, κάπου που θα ήταν δυνατόν να αναγνωριστούν αργότερα. Συμφώνησα μαζί τους και γύρισα στο χωριό Ντείρ Γιασίν.
Εκεί βρήκα τους ανθρώπους της Ιργκούν πολύ ΔΥΣΘΥΜΟΥΣ.
Στην αρχή προσπάθησαν να με εμποδίσουν να πλησιάσω το χωριό.
Κατάλαβα τις διαθέσεις τους όταν είδα τον αριθμό και ιδιαίτερα την κατάσταση στην οποία βρίσκονταν τα πτώματα, που ήταν ξαπλωμένα στον κεντρικό δρόμο.
Ζήτησα επιτακτικά να αρχίσει η ταφή και επέμενα να παρευρίσκομαι. Ύστερα από πολλές συζητήσεις άρχισε το σκάψιμο ενός μεγάλου ομαδικού τάφου σε έναν μικρό κήπο.
Ήταν τελείως αδύνατο να ελέγξω την ταυτότητα των νεκρών, αλλά κράτησα λεπτομερειακές σημειώσεις και προσπάθησα να καταγράψω τις ηλικίες κατά προσέγγιση (...).
Δυο μέρες αργότερα η Ιργκούν είχε εξαφανιστεί από την περιοχή και την διοίκηση είχε αναλάβει η Χαγκάνα.
Ανακαλύψαμε πολλά σημεία στα οποία είχαν στοιβαχτεί πτώματα, στο ύπαιθρο, χωρίς κανένα ίχνος ΣΕΒΑΣΜΟΥ στους νεκρούς.
Ύστερα από αυτή την τελευταία μου επίσκεψη με επισκέφθηκαν στο γραφείο μου δύο κύριοι, καλοντυμένοι με πολιτικά.
Ήταν ο διοικητής εκείνου του αποσπάσματος της Ιργκούν (ο Μπεγκίν) και ο βοηθός του.
Είχαν ετοιμάσει ένα έγγραφο και μου ζητούσαν να το υπογράψω. Ήταν μια δήλωση που ανέφερε πως με είχαν δεχθεί με μεγάλη ευγένεια καιι μου είχαν παραχωρήσει ό,τι κι αν ζήτησα, για την εκτέλεση της αποστολής μου και πως τους ευχαριστούσα για τη βοήθεια που μου είχαν προσφέρει!
Όταν με είδαν διστακτικό και είχα αρχίσει να διαφωνώ μου είπαν πως ΑΝ ΥΠΟΛΟΓΙΖΑ ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ, ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΥΠΟΓΡΑΨΩ ΑΜΕΣΩΣ (σσ έτσι διαπραγματεύεται ο Μεναχέμ ΜΠεγκίν, σαν γκάνγκστερ του Σικάγου (...).
Ο μόνος δρόμος που φαινόταν ανοιχτός για μένα ήταν να τους πείσω πως δε δίνω και τόση αξία στη ζωή μου και ότι μια άλλη δήλωση, τελείως αντίθετη με αυτήν θα είχε φτάσει ήδη στη Γενεύη.
Ακόμη, πρόσθεσα πως δεν συνηθίζω να υπογράφω δηλώσεις που μου είχαν συντάξει κάποιοι άλλοι, παρά μόνο εκείνες που έγραφα μόνος μου.
Η υπόθεση του Ντεϊρ Γιασίν είχε τεράστιες επιπτώσεις. Οι εφημερίδες και τα ραδιόφωνα μετέδωσαν τα τραγικά νέα παντού.
Έτσι ανάμεσα στους Άραβες απλώθηκε ένας φοβερός ΤΡΟΜΟΣ, ένας τρόμος που τον ΥΠΕΘΑΛΠΤΑΝ οι Εβραίοι (σσ αυτός ήταν εξάλλου ο στόχος τους. Να ασκήσουν ομαδική τρομοκρατία στο μαρτυρικό λαό της Παλαιστίνης) ...
Τρομοκρατημένοι οι Άραβες εγκατέλειπαν τα σπίτια τους για να βρουν σίγουρο καταφύγιο κοντά στους δικούς τους.
Ολόκληρες πόλεις ερημώθηκαν ακόμη και όταν οι Εβραίοι εισβολείς δεν έκαναν τίποτα περισσότερο από το να δείχνουν ότι πρόκειται να επιτεθούν.
Τελικά, 700.000 Άραβες έγιναν πρόσφυγες, αφήνοντας στη βιαστική τους αναχώρηση τα πάντα πίσω τους, με μοναδική τους ελπίδα να αποφύγουν την τύχη των κατοίκων του ΝτεϊρΓιασίν.
Είναι τα αποτελέσματα αυτής της σφαγής, σήμερα, καθώς ατελείωτα καραβάνια προσφύγων ζουν ακόμη κάτω από αντίσκηνα, χωρίς δουλειά και χωρίς ελπίδα, με τον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό να τους μοιράζει την επείγουσα βοήθεια που προσφέρουν τα Ηνωμένα Έθνη.
Οι Εβραικές Αρχές συγκλονίστηκαν φοβερά από την υπόθεση που έγινε 4 μέρες μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Γενεύης. Με παρακάλεσαν να μεσολαβήσω (...) για να πείσω τους Άραβες ότι ήταν ένα μεμονωμένο περιστατικό.
Οι Άραβες είχαν ΔΙΚΑΙΑ εξοργιστεί πολύ και ήταν ολοκληρωτικά απογοητευμένοι. Από τη δική τους πλευρά δεν είχαν καμία εμπιστοσύνη για οτιδήποτε καλό θα προερχόταν από την πλευρά των Εβραίων. Αναρωτιόταν αν δε θα ήταν καλύτερο να ξεχάσουν τέτοιες ανθρωπιστικές ιδέες, αναφορικά με τους Εβραίους.
Δεν ήταν καθόλου εύκολο να τους καθησυχάσω. Αντίθετα, μου είπαν ότι ο Άραβες ΚΡΑΤΗΣΑΝ τις υποσχέσεις τους, θα απόδειχαννα περίτρανα σε ολόκληρο τον κόσμο πως οι Άραβες ξέρουν να κρατούν το λόγο τους και η ειλικρίνειά τους είναι αδιαφιλονίκητη.
Τους επιβεβαιώσαμε ότι η μεγάλη μας πείρα μας έκανε αδύνατο το να αμφιβάλλουμε για αυτούς και πως είμαστε βέβαια ότι στο μέλλον θα ενεργούσαν με εντιμότητα και ανθρωπισμό, οτιδήποτε κι αν γινότανε (...)"
Από το βιβλίο του Πέτρου Βάβαλη "Μεχαέμ Μπεγίν, ο χασάπης του Ντεϊρ Γιασίν", εκδόσεις Γραμμή 1978.