«Τον κόσμο αγκάλιασα και να, τον κόσμο εντός μου βάζω... »
26 χρόνια από το θάνατο του Γιάννη Ρίτσου
Είκοσι έξι χρόνια «απουσίας» του ποιητή της Ρωμιοσύνης, του Γιάννη Ρίτσου, συμπληρώνονται σήμερα, 11 Νοέμβρη, αλλά αδιάκοπα προβάλλει η τεράστια, διαχρονική, αλλά και επίκαιρη αξία του έργου του - ποιητικού, πεζογραφικού, δραματουργικού.
Εργο «κληρονομιά» όχι μόνο του λαού μας, αλλά και των λαών όλου του κόσμου, γιατί ήταν έργο «(...) θύμηση από 'να ψωμί πολύ προσεχτικά μοιρασμένο/ κι αυτό που λέγαμε "πατρίδα" κρυφά μιλημένο τις νύχτες».
Η πανανθρώπινη αξία και το μέγα κάλλος του έργου του κατέστησαν τον Γιάννη Ρίτσο , όχι μόνον «Ποιητή της Ρωμιοσύνης», αλλά και της οικουμένης.
Οσο ζούσε, ήταν ο πιο πολυμεταφρασμένος σχεδόν σε όλο τον κόσμο Ελληνας ποιητής, μετά τον Καβάφη (σε πολλές χώρες υπερτερούσε και του Καβάφη).
Αλλά και μετά το θάνατό του παραμένει ο πιο πολυμεταφρασμένος, γεγονός που αποδείχνει πόσο πολύ επίκαιρο, πόσο πολύ σύγχρονο είναι το έργο του.
«Εμείς οι νεότεροι που κληθήκαμε, όπως λένε, την ύστατη στιγμή για να δρέψουμε τάχα τη δόξα την ετοιμασμένη με τα δικά σας όπλα, με τις δικές σας πληγές, με το δικό σας θάνατο, γνωρίζουμε κι εμείς κι αναγνωρίζουμε, κι έχουμε, ναι, κι εμείς τις πληγές μας σ' άλλο σημείο του σώματος - πληγές αθώρητες, χωρίς το αντίβαρο της περηφάνιας και του αξιοσέβαστου αίματος του χυμένου ορατά, σε ορατές μάχες, σε ορατά αγωνίσματα.
Μια τέτοια δόξα ας μας έλειπε - ποιος τους την ζήτησε;
Μήτε μιαν ώρα δεν είχαμε δική μας, πληρώνοντας τα χρέη και τις υποθήκες άλλων»... («Φιλοκτήτης», Αθήνα, Σάμος, Μάης 1963 - Οχτώβρης 1965).
Οδηγός μάχης και ευτυχίας
Η Τέχνη αρδεύεται από την κοινωνία και απευθύνεται στην κοινωνία.
Οπως είχε πει σε μια συζήτηση με το προσωπικό του «Ριζοσπάστη» ο Γιάννης Ρίτσος για την ποίηση:
«Οι μαρξιστές αισθητικοί μάς είπαν ότι οι ποιητές είναι οι οργανωτές του κοινωνικού συναισθήματος.
Οχι μονάχα απηχούν, όχι μονάχα αντανακλούν τα γενικότερα κοινωνικά αισθήματα, αλλά τα οργανώνουν».
«Η ποίηση πρέπει να είναι ένας οδηγός μάχης κι ευτυχίας, ένα όπλο στα χέρια του λαϊκού αγωνιστή και μια σημαία στα χέρια της Ελευθερίας».
Ο Γιάννης Ρίτσος έχοντας συνείδηση της κοινωνικής, της ανθρώπινης αποστολής του, που του αναθέτει η ποίηση και που αυτός αναθέτει στην ποίησή του,
μας «σηκώνει ψηλότερα» από τη λήθη της Ιστορίας,
για να μας θυμίσει πόσο η ανθρώπινη ύπαρξη έχει τη δύναμη και την υποχρέωση να αντιδικήσει με την αρχή και την τάξη, αλλά και πως μια ανθρώπινη ύπαρξη μπορεί να εμπεριέχει όλες τις αντιθέσεις, τις αντιφάσεις, την ειλικρίνεια, τις ενοχές, τις επιθυμίες και τις αναστολές που υπάρχουν σε κάθε άνθρωπο.
Ο Γιάννης Ρίτσος υπήρξε ο αδιάψευστος μάρτυρας της δικής του εποχής.
Γιατί, συνταιριάζοντας τα βήματά του με το κομμουνιστικό κίνημα, βίωσε και περιέγραψε τις περιπέτειες της Ελλάδας τις περισσότερες από τις δεκαετίες του περασμένου αιώνα.
«Πιάνουμε μια κουβέντα - κόβεται στη μέση./ Πάμε να χτίσουμε έναν τοίχο - δε μας αφήνουν να τελειώσουμε./ Και το τραγούδι μας κομμένο./ Ολα τ' αποτελειώνει ο ορίζοντας»...
Με αυτούς τους τέσσερις στίχους από το ποίημα «Πάντα», του «Πέτρινου χρόνου»,
ο Γιάννης Ρίτσος περιγράφει μια φοβερή πραγματικότητα.
Την πραγματικότητα της Μακρονήσου, όπου ο ποιητής μεταφέρεται ως εξόριστος το 1949.
Εχει προηγηθεί η εξορία του στο Κοντοπούλι της Λήμνου, όπου γράφει τα «Ημερολόγια εξορίας», τα οποία συνεχίζει στη Μακρόνησο. Εκεί συνθέτει και τον «Πέτρινο χρόνο». Εκεί αναμετράται με το θάνατο, από άλλη σκοπιά τώρα. Στη Μακρόνησο, κάθε μέρα είναι και μια δοκιμασία. Βασανιστήρια, αγγαρείες, σωματικές τιμωρίες, ψυχικές πιέσεις.
Οι εξόριστοι, και μαζί τους ο ποιητής που νιώθει: «Ολα τα μοιραστήκαμε, σύντροφοι,/ το ψωμί, το νερό, το τσιγάρο, τον καημό, την ελπίδα,/ τώρα μπορούμε να ζήσουμε ή να πεθάνουμε/ απλά κι όμορφα-/ σαν ν' ανοίγουμε μια πόρτα το πρωί/ και να λέμε καλημέρα στον ήλιο και στον κόσμο».
... κάτι απ' τις "ρίζες της ζωής"
Καμιά φορά,
η βαριά ατμόσφαιρα στο στρατόπεδο γίνεται ακόμα πιο βαριά όταν πληροφορούνται το θάνατο των συντρόφων τους.
Η τραγική ατμόσφαιρα αποτυπώνεται στο ποίημα «Ο Αλέξης»:
«Τι ήσυχος που ήσουν, Αλέξη,-/ νύχτα - νύχτα σε ξύπνησαν, σύντροφε,/ δεν πρόφτασες καλά - καλά να δέσεις τον μπόγο σου,/ δεν πρόφτασες να δέσεις τις αρβύλες σου. Προσέξαμε-/ σα δρασκελούσες την πόρτα του αντίσκηνου,/ τόνα σου κορδόνι λυμένο σέρνονταν στο χώμα. Φοβηθήκαμε/ μη και σκοντάψεις, σύντροφε. Κατάλαβες/ και χαμογέλασες. Χαμογελάσαμε»...
«Και μεις είμαστε χαρούμενοι, σύντροφε. Κοίταξέ μας - δεν κλαίμε», συνεχίζει το ποίημα του Αλέξη. «Οχι σύντροφε. Κλαίμε. Δεν το κρύβουμε./ Γιατί 'μαστε κομμουνιστές, και σ' αγαπάμε, σύντροφε,/ και θα λείψεις απ' τον αγώνα μας, και θα μας λείψεις».
Ηθελε να τον δένει η ποίησή του σφιχτά και παντοτινά με τον πόνο του άλλου: «Από την πληγή μου κοίταξα / του κόσμου την πληγή / Ξένη απ' τον άνθρωπο η χαρά / Ξένοι απ' το δίκιο οι νόμοι». Στόχος του Ρίτσου είναι μια ζωή με δικαιοσύνη για όλους: «Τον κόσμο αγκάλιασα και να / τον κόσμο εντός μου βάζω...».
Ο Γ. Ρίτσος μάς έδωσε όμως και αξιόλογα δείγματα ζωγραφικής τέχνης που αποκαλύπτουν τη μοναδικότητα, την ευαισθησία, το ρομαντισμό και τα πάθη του.
Η ζωγραφική πάνω σε πέτρες τον ενδιέφερε για τους διαφορετικούς χρωματικούς σχεδιασμούς και τα φυσικά τους σχέδια.
Ομως, τα πιο δυνατά βιώματα αποτυπώθηκαν στις ρίζες που ξέβραζε η θάλασσα: άγριες και ροζιασμένες, τις οποίες μετέτρεψε σε μαρτυρικές φυσιογνωμίες, γέρικα πρόσωπα και ανθρωπόμορφα τέρατα.
«Η ρίζα έχει κάτι απ' τα απώτερα μυστικά της ανθρώπινης ύπαρξης, κάτι απ' τις "ρίζες της ζωής" - κάτι πρωτόγονο ή μάλλον αρχέγονο, καταγωγικό - μια συστολή, μια αγωνία, μιαν αισθησιακή αδηφαγία - το ακαταμάχητο, το τυφλό και πολυόμματο ένστικτο της αυτοσυντήρησης και της διαιώνισης, αμεταμφίεστο, απροσποίητο, ολόγυμνο, κτηνώδες, αισχρό, θεϊκό».