Ο Σπ. Κοτζαμάνης (1928-1993) ο οδηγός του τρίκυκλου Γκοτζαμάνης ήταν στέλεχος της παρακρατικής οργάνωσης του γερμανοντυμένου στην κατοχή Ξ. Γιοσμά. Με δράση νωρίτερα, όπως ο ίδιος περηφανεύονταν, στην οργάνωση ΕΟΝ του δικτάτορα Μεταξά, στην οργάνωση «Βασιλική Εθνική Νεολαία» (ΒΕΝ) επί Κατοχής, καθώς και στην παρακρατική οργάνωση «Εθνική Αντίστασις», που χρηματοδοτούνταν από τα κρατικά μυστικά κονδύλια και της οποίας αρχηγός ήταν ο Φον Γιοσμάς Πέθανε στις 3 Απριλίου 1993 από ανακοπή καρδιάς.
Ο Εμμ. Εμμανουηλίδης, παλιός παιδεραστής και συνεργάτης της αστυνομίας και των μυστικών υπηρεσιών, από χρόνια έπασχε από την καρδιά του, και διατηρούνταν με μία μικρή σύνταξη του ΟΓΑ. Πέθανε την Πρωτομαγιά του 2001 μόνος στη Β΄ καρδιολογική κλινική του Ιπποκράτειου Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης όπου νοσηλεύονταν.
Οι δύο βασικοί μάρτυρες κατηγορίας, Μανώλης Χατζηαποστόλου και Γιώργος Σωτηρχόπουλος, λίγο μετά τη δίκη, καταδικάστηκαν για… συκοφαντική δυσφήμηση του συνταγματάρχη Καμουτσή.
Ο επιπλοποιός Γ. Σωτηρχόπουλος, στον οποίο ο Κοτζαμάνης είχε εκμυστηρευθεί το πρωί της 22ας Μαίου 1963 ότι «Απόψε θα κάνω μεγάλη τρέλα. Μέχρι που θα σκοτώσω άνθρωπο»!, ταλαιπωρήθηκε αφάνταστα για τη μαρτυρία του εκείνη, γνωρίζοντας άγριο ξυλοδαρμό αλλά και προσπάθεια εξαγοράς του. Ο Σωτηρχόπουλος πέθανε το 1996 σε ηλικία 65 ετών.
Ο «Τίγρης» Μαν. Χατζηαποστόλου, που με το παρακινδυνευμένο «σάλτο μορτάλε» πάνω στο τρίκυκλο του παρακράτους, ενώ αυτό βρισκόταν εν κινήσει, συνέβαλε τα μέγιστα στη σύλληψη των δολοφόνων του Λαμπράκη, πέθανε την πρωτομαγιά του 2001 από καρκίνο, σε ηλικία 72 ετών.
-Ο απλός τροχονόμος Χαράλαμπος Ασπιώτης, που κατά σύμπτωση βρέθηκε στη γωνία των οδών Τσιμισκή και Καρόλου Ντηλ, όπου είχε ακινητοποιηθεί το τρίκυκλο του παρακράτους, συλλαμβάνοντας τους Γκοτζαμάνη και Εμμανουηλίδη, μετά την αποκάλυψη της υπόθεσης, μετατέθηκε δυσμενώς στην Ηλεία. Δεν υπάκουσε στα κελεύσματα των δολοφόνων να κάνει τα στραβά μάτια, κι έτσι χάλασε το σκηνικό του σκηνοθετημένου «τροχαίου ατυχήματος».
-Ο βουλευτής της αριστεράς, Γιώργης Τσαρουχάς, που επίσης είχε τραυματιστεί σοβαρά από το παρακράτος λίγα μέτρα μετά το σημείο όπου χτυπήθηκε ο Λαμπράκης, δολοφονήθηκε και ο ίδιος κάτω από φριχτά βασανιστήρια, στις 9 Μαϊου 1968, στον θάλαμο βασανιστηρίων της ΚΥΠ Θεσσαλονίκης.
Οι δύο θαρραλέοι δικαστικοί, ο ανακριτής Χρήστος Σαρτζετάκης και ο εισαγγελέας Παύλος Δελαπόρτας, θα αποπεμφθούν από το δικαστικό σώμα το 1968.
Ο Π. Δελαπόρτας ως εισαγγελέας της έδρας είχε προτείνει την καταδίκη των περισσοτέρων κατηγορουμένων στην υπόθεση, πρόταση που δεν έγινε δεκτή από το δικαστήριο. Με τον ερχομό της χούντας των Συνταγματαρχών εκδιώχθηκε μαζί με άλλους είκοσι εννέα από το δικαστικό σώμα με απόφαση της τότε κυβέρνησης. Πέθανε στις 7 Απριλίου 1980 σε ηλικία 75 ετών.
Ο Χρ.Σαρτζετάκης που γεννήθηκε στη Νεάπολη Θεσσαλονίκης το 1929, απολύθηκε από τη χούντα από το δικαστικό σώμα και στη συνέχεια συνελήφθη δύο φορές, βασανίστηκε στο ΕΑΤ-ΕΣΑ και φυλακίστηκε, χωρίς δίκη. Απολύθηκε από τις φυλακές της Χούντας μετά από διεθνή κατακραυγή το 1971. Μετά την πτώση της δικτατορίας είχε υπαινιχθεί ότι διαθέτει σημαντικά στοιχεία για την οργάνωση της δολοφονίας και τους ηθικούς αυτουργούς, δεν άνοιξε μέχρι σήμερα το στόμα του, παρότι πέρασε και από το ανώτατο αξίωμα της χώρας, ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Γιώργος Σωτηρχόπουλος
-Οι τρεις δημοσιογράφοι που συνέβαλαν στην διαλεύκανση της υπόθεσης, θα γνωρίσουν για τη δραστηριότητά τους αυτή τις διώξεις της χούντας. Ο Γιώργος Μπέρτσος(1937) θα καταδικαστεί από στρατοδικείο της δικτατορίας και θα κλειστεί στις φυλακές Επταπυργίου όπου ήδη βρίσκονταν οι Eμμανουηλίδης-Kοτζαμάνης..
Ο Γιώργος Ρωμαίος (1934) θα συναντήσει τον Σαρτζετάκη στις φυλακές Κορυδαλλού όπου κλείσθηκε επί έξι μήνες, αφού νωρίτερα συνελήφθη και κρατήθηκε ένα μήνα στο ΕΑΤ-ΕΣΑ.
Ο Γιάννης Βούλτεψης (1923-2010) θα αναγκαστεί να αυτοεξοριστεί στη Ρώμη, αφού προηγουμένως διαγραφεί από την ΕΣΗΕΑ στις 24 Απριλίου 1967.
Ο Ξενοφών Γιοσμάς (1906-1975), που ήταν ένα από τα στελέχη του παρακράτους στη Θεσσαλονίκη, υπήρξε συνεργάτης των Γερμανών στη Θεσσαλονίκη, έφυγε μαζί με τους Ναζί από την Ελλάδα στα τέλη του 1944 και υπήρξε υπουργός Προπαγάνδας (!) στην εξόριστη «κυβέρνηση» Τσιρονίκου που σχημάτισαν οι δοσίλογοι στις αρχές του 1945 στη Βιέννη. Καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο από το δικαστήριο δοσιλόγων, αλλά όταν γύρισε στην Ελλάδα το 1947, οι δοσίλογοι ήταν εθνικώς χρήσιμοι κι έτσι η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια και τελικά αποφυλακίστηκε περί το 1951 έχοντας κάνει τρία χρόνια μόνο φυλακή. Ο φον Γιοσμάς πέθανε το 1975, ύστερα από εγκεφαλικό επεισόδιο.
Ο Κωνσταντίνος Μήτσου (1909-1985), αντιστράτηγος της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής, στη διάρκεια της Κατοχής είχε αμφιλεγόμενο ρόλο, συμμετέχοντας στην οργάνωση ΠΑΟ, της οποίας βασικός ρόλος ήταν η αντιπαράθεση στις δυνάμεις του ΕΛΑΣ και της ΕΑΜικής εθνικής αντίστασης. Λόγω των διασυνδέσεών του είχε ταχύτατη άνοδο στην κλίμακα της ιεραρχίας και διατέλεσε γενικός επιθεωρητής Χωροφυλακής Βορείου Ελλάδος όταν έγινε η δολοφονία Λαμπράκη, ενώ και από πριν ήταν γνωστός στη Μακεδονία και τη Θράκη ως προστάτης των διάφορων παρακρατικών οργανώσεων. Στην υπόθεση Λαμπράκη προφυλακίστηκε με εντολή ανακριτή και εισαγγελέα ως οργανωτής αντισυγκεντρώσεων και ως προστάτης ακροδεξιών οργανώσεων. Όμως αργότερα στη δίκη για την πολύκροτη αυτή υπόθεση απαλλάχθηκε, όπως και οι άλλοι κατηγορούμενοι αξιωματικοί της χωροφυλακής. Ως «ανταμοιβή» για τη στάση του, η χούντα ακύρωσε στις 12 Νοεμβρίου 1969 την αποστρατεία του και τον επανέφερε στο Σώμα, απονέμοντάς του τον τίτλο του αντιστράτηγου, Πέθανε τον Ιούνιο του 1985, σε ηλικία 76 ετών.
-Τον Ευθύμιο Καμουτσή, αστυνομικό διευθυντή Θεσσαλονίκης την περίοδο της δολοφονίας Λαμπράκη, τον συναντάμε ακόμη από την υπόθεση Πολκ, όταν κι εκεί είχε καταβάλει προσπάθειες για τον αποπροσανατολισμό και τη συσκότιση της δολοφονίας του αμερικανού δημοσιογράφου. Για τη στάση του στην υπόθαλψη και ενθάρρυνση των παρακρατικών, ο ανακριτής Χρήστος Σαρτζετάκης είχε διατάξει την προφυλάκισή του με τις κατηγορίες της συνέργειας εις την εκ προθέσεως ανθρωποκτονίαν του Γρηγόρη Λαμπράκη και για κατάχρηση εξουσίας σε βαθμό κακουργήματος. Βγήκε από τη δίκη κι’ αυτός ως «αθώα περιστερά».
-Ο πρόεδρος του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνος Κόλλιας (1901-1998), που καταγγέλθηκε για μεθόδευση και παρεμβάσεις στην υπόθεση Λαμπράκη, προκειμένου να αποπροσανατολιστεί η δικαστική διερεύνηση της στυγερής δολοφονίας, ως «ανταμοιβή» για τις υπηρεσίες που πρόσφερε, θα ορκιστεί από τους πραξικοπηματίες την 21η Απριλίου 1967 ως ο πρώτος πρωθυπουργός της χούντας. Ο Κόλλιας από πριν ήταν γνωστός για τις άριστες σχέσεις του με τα Ανάκτορα, αλλά και την ακραία αντικομμουνιστική πτέρυγα του κόμματος της ΕΡΕ.
– Ο δικηγόρος και βιομήχανος Ιωάννης Κ. Χολέβας (1924- ), που υπήρξε σύνδεσμος κράτους και παρακράτους στο υπουργείο Βορείου Ελλάδος, όπου ήταν Γενικός Γραμματέας του, λίγο μετά την έκρηξη του πραξικοπήματος της χούντας και την επιβολή της δικτατορίας, θα τοποθετηθεί υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας, θέση στην οποία θα διατηρηθεί την περίοδο 1968-1971.
Ο ιατροδικαστής Δημήτριος Ροβίθης (1914-1976), υφηγητής στην έδρα της Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας του ΑΠΘ, που διενήργησε τη νεκροψία-νεκροτομή και συνέταξε την ιατροδικαστική έκθεση του δολοφονηθέντος Λαμπράκη, απολύθηκε επί χούντας από τα πανεπιστημιακά του καθήκοντα στην Ιατρική και Νομική σχολή του ΑΠΘ με Συντακτική πράξη που αφορούσε άλλους 30 πανεπιστημιακούς δασκάλους, με γελοίες και κατασκευασμένες κατηγορίες όπως «άμβλυνση του αισθήματος της κοινωνικής ευθύνης, μη διατήρηση σκληρού εθνικού φρονήματος κλπ», όπως αναφέρονταν σε επιστολή του Στυλιανού Παττακού της 2/1/1969. Η χούντα με αυτό τον τρόπο ήθελε να τον τιμωρήσει για τη γενναία του στάση στην υπόθεση της δολοφονίας του Λαμπράκη στην οποία υπεστήριξε με πάθος την αλήθεια – παρ’ όλες τις πιέσεις που δέχθηκε πανταχόθεν, – αποδεικνύοντας με αυτή του τη στάση το ήθος του, την πίστη του στα δημοκρατικά ιδεώδη, και την επιστημονική του επάρκεια. Επανήλθε στα πανεπιστημιακά του καθήκοντα μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, αλλά πέθανε πολύ νωρίς, το 1976.
-Τέλος, κι επειδή στην μετεμφυλιακή Ελλάδα κανείς δεν χάνεται, ο πρόεδρος των ενόρκων στη δίκη Λαμπράκη, Βύρων Αντωνιάδης (1921- ), δικηγόρος και βιομήχανος, λίγες εβδομάδες μετά την κατάλυση της δημοκρατίας και την επιβολή του χουντικού καθεστώτος θα τοποθετηθεί δήμαρχος Θεσσαλονίκης και θα του απονεμηθεί το ανώτατο κρατικό παράσημο του βασιλιά Γεωργίου του Α΄
Ποιος ήταν ο πρόεδρος των ενόρκων
Πρόεδρος του σώματος των ενόρκων, ήταν ο βιομήχανος Βύρων Αντωνιάδης, ιδιοκτήτης της ομώνυμης βιομηχανίας βάμβακος, των «Ελληνικών Κλωστηρίων Πέλλης ΑΕ» και άλλων εταιριών. Γεννήθηκε το 1921 στα Δαρδανέλλια της Μικράς Ασίας, αποφοίτησε από το αμερικανικό κολέγιο «Ανατόλια» της Θεσσαλονίκης και διετέλεσε πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος (ΣΒΒΕ), αντιπρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών (ΣΕΒ), πρόεδρος της Ένωσης Εκκοκιστών Βάμβακος Μακεδονίας-Θράκης, αντιπρόεδρος της συμβουλευτικής επιτροπής του αμερικανικού κολεγίου «Ανατόλια» Θεσσαλονίκης κ.α.
Στις 5 Αυγούστου 1967, η δικτατορία της χούντας τον τοποθέτησε δήμαρχο Θεσσαλονίκης, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι τις 12 Απριλίου 1968. Διετέλεσε επίσης πρόεδρος του Οργανισμού Ύδρευσης Θεσσαλονίκης, πρόεδρος του Δημοτικού Νοσοκομείου και του Βρεφοκομείου Θεσσαλονίκης «Άγιος Στυλιανός», ενώ υπήρξε και επίτιμος πρόξενος του Μεξικού στη Θεσσαλονίκη.
Όπως διαβάζουμε σε ένα βιογραφικό πορτρέτο του που δημοσιεύθηκε από τον Σύνδεσμο Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος, ο Βύρων Αντωνιάδης εκτός των άλλων, «ασχολήθηκε με την λογοτεχνία και εξέδωσε επτά συλλογές ποιημάτων», αλλά και με την ζωγραφική, κάνοντας πολλές ατομικές εκθέσεις.
Μαθαίνουμε επίσης και για τις τιμητικές διακρίσεις που είχε στο ενεργητικό του, όπως το ότι «του απενεμήθη ο Σταυρός του Βασιλέως Γεωργίου Α’, το Παράσημο της Ακαδημίας της Βραζιλίας και το Παράσημο του Τάγματος του Αετού των Αζτέκων»
Σπύρος Κουζινόπουλος