Συνολικές προβολές σελίδας

Translate

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παρακράτος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παρακράτος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

04 Φεβρουαρίου, 2018

«Πού 'ναι η Μάνα σου, Μωρή;

«Μωρή, δεν ακούς; Πού 'ναι η μάνα σου;»


Τώρα σίγουρα έπρεπε να κοιτάξω και γρήγορα μάλιστα. Αριστερά μπροστά μου, πάνω στα βράχια και στην ταράτσα του σπιτιού μας... 
Ητανε κει. Τρεις τέσσερις, περισσότεροι... Δε θυμάμαι τώρα πια. Ανάμεσά τους κι ένας που νομίζω ότι είχε ξύλινο πόδι, γιατί κούτσαινε, τόνε λέγανε Παυλίτινα και ήτανε συγγενής της μάνας μου.
 Αυτοί οι άνθρωποι εκείνη τη στιγμή δεν είχανε όνομα για μένα. Ητανε απλώς οι «Χίτες». 
Κι ο Παυλίτινας που, όταν ερχότανε άλλες φορές στο σπίτι μας, μάλλον θα μ' έπαιρνε αγκαλιά, τώρα για μένα κι αυτός ήτανε Χίτης. Δε θυμάμαι αν σηκώθηκα να περπατήσω ή μπήκα στο σπίτι μπουσουλώντας.(...)
(...) Μπαίνοντας στο σπίτι μας έψαχνα για τη γνώριμη καφετιά φουστάνα της μάνας μου και για τ' «αυτόματό» μου. 
Να το κρύψω... Να το κρύψω... Να μην το βρούνε... Πρώτα βρήκα το «αυτόματο». Ητανε μια λεπτή τάβλα κομμένη από μια ξύλινη βαλίτσα μαζί με το χερούλι της. Κούναγα το χερούλι πάνω κάτω και μπαμ!! σκότωνα όλους τους Γερμανούς. Πού να το κρύψω να μην το βρούνε;
(...) Ο πατέρας μου, σ' όλη τη διάρκεια της Κατοχής, πολέμαγε τους Γερμανούς. Ητανε ΕΛΑΣίτης κι αυτός κι ο αδερφός μου ο Αντώνης. 
Οταν τέλειωσε ο πόλεμος, ο πατέρας μου κι ο αδερφός μου - τουλάχιστον όσο εγώ μπορούσα να θυμάμαι - δε μένανε ταχτικά στο σπίτι μας. 
Τους κυνηγάγανε, λέει, οι Χίτες. Αλλά οι Χίτες ήτανε μαζί με τους Γερμανούς και πολεμάγανε τους ΕΛΑΣίτες. 
Τώρα ο πόλεμος είχε τελειώσει. Ετσι έλεγε ο πατέρας. Οι Γερμανοί είχανε φύγει, το 'λεγε κι αυτό ο πατέρας. Κι ο πατέρας μου δεν έλεγε ποτέ ψέματα. Ισα ίσα, τόνε άκουγα που έλεγε σε κάτι μεγάλα παιδιά ένα βράδυ, πως μόνο οι σκλάβοι λένε ψέματα... 
Αλήθεια, τι θα πει σκλάβος;... 
Ο πατέρας έλεγε πως οι Χίτες είναι προδότες, πως δεν είναι Μανιάτες. 
Γιατί οι Μανιάτες είναι όλοι παλικάρια και όλοι πολεμάγανε τους Γερμανούς. Ενώ οι Χίτες μαζί με τους Γερμανούς σκοτώνανε τους Μανιάτες, και πιο πολύ όσους Μανιάτες ήτανε ΕΛΑΣίτες κι ΕΠΟΝίτες.
Αλλά ο πόλεμος είχε τελειώσει. Οι Γερμανοί είχανε φύγει... 
Γιατί όμως είχανε μείνει οι Χίτες και γιατί κυνηγάγανε τον πατέρα μου και τον Αντώνη;
(...) Γραπώθηκα στην καφετιά φουστάνα της μάνας και ακολούθαγα βήμα βήμα τα βήματά της. 
Δεξιά αριστερά, πάνω κάτω. Υστερα έτρεχε. Κρεμάστηκα στη φουστάνα για να τήνε προλαβαίνω. 
Ετρεχε πολύ... 
κι αυτοί τήνε χτυπάγανε, τήνε χτυπάγανε, με το πίσω ξύλινο μέρος των τουφεκιών τους. 
Πώς ένιωθε; Εκτός απ' τον πόνο. Πώς να 'νιωθε... 
Να 'χει μένα κρεμασμένη στη φουστάνα της. Να μην μπορεί να τρέξει, να σωθεί απ' τα χτυπήματα. Να μην μπορεί να μου πει να φύγω μακριά. Να μη βλέπω πως τήνε σέρνανε. 
Να μη βλέπω, Θε μου. Να μη βλέπω! Εγώ κείνη τη στιγμή ήθελα να μπόραγε η μάνα μου να με πάρει αγκαλιά, να με κρύψει στον κόρφο της, να μη βλέπω, να μη βλέπω... 
Αλλά «αυτοί» τήνε σέρνανε έτσι άγρια και γρήγορα, που δεν μπόραγε ούτε αγκαλιά να με πάρει ούτε στον κόρφο της να με κρύψει. 
Αναγκαζότανε μόνο να τρέχει, ήθελε δεν ήθελε. Ετσι το μόνο που μου απόμενε ήτανε να κολλήσω μ' όλη μου τη δύναμη στη φουστάνα της. Με τίποτα δεν έπρεπε να ξεκολλήσω από κει, γιατί θα την έχανα. 
Τήνε σέρνανε, τήνε χτυπάγανε... Ενιωσα το χέρι της να σφίγγει το δικό μου. Ακουσα τη φωνή της:
 «Μπεμπέκα μου, Μπεμπέκα μου, αν ζήσεις τ' όνομά μας να κρατάς πάντα ψηλά. Ορκίσου μου... Ορκίσου μου...» 
Μα τι μου λέει, τι μου λέει, θα κουραστώ, Θε μου, θα κουραστώ! Πώς μπορώ να κρατάω μια ζωή, μια σανίδα γραμμένη με τ' όνομα ΠΕΤΡΟΥΛΑ, πάντα ψηλά. 
Θα κουραστώ. Θα κουραστούνε τα χέρια μου και θα μου πέσει χάμω η σανίδα με τ' όνομα.
Και κείνη: «Ορκίσου μου, Ορκίσου μου...» και οι Χίτες να τήνε χτυπάνε, να τήνε χτυπάνε...
(...) Εκείνη τη μέρα, ότι με είχε πλύνει η νουνά, μπήκανε μέσα στο δωμάτιο τρεις - τέσσερις Χίτες. Ενας απ' αυτούς - Κούλη τόνε λέγανε - κράταγε ένα σιδερένιο μακρόστενο πράγμα στο χέρι του. «Ελα δω, μωρή», μου λέει. «Ξέρεις τι είν' αυτό;» και μου 'δειχνε αυτό το παράξενο, σιδερένιο πράγμα. 
Ητανε φτιαγμένο από μικρά μικρά κομματάκια σίδερο - πρέπει να 'τανε ατσάλινα ελάσματα, γιατί είχε το χρώμα τ' ατσαλιού και ήτανε και ευλύγιστο.
Εγώ πάω κοντά για να πιάσω και να περιεργαστώ αυτό το παράξενο «πράγμα». 
Αυτός όμως λέγοντάς μου «αυτό είναι βούρδουλας», μου δίνει με δαύτο μια στα πόδια, που με λαχτάρησε. 
Ξεφωνίζω, ουρλιάζω απ' τον πόνο. Πρώτη μου φορά νιώθω τέτοιο πράγμα, πρώτη μου φορά νιώθω τόσο πόνο. 
Προσπαθώ να ξεφύγω. Ψάχνω με τα μάτια για τη νουνά της Φιλίτσας μας. Βλέπω όμως δυο από δαύτους να την έχουνε πιάσει και να τήνε κρατάνε ακούνητη.
 Αυτή προσπαθεί να λευτερώσει το στόμα της για να φωνάξει, αλλά αυτοί τήνε σέρνουνε έξω απ' το δωμάτιο. 
Δεν ξέρω τι θέλει αυτός ο Κούλης από μένανε. Δεν ξέρω γιατί με βαράει. 
Νιώθω μόνο πως κάτι χορεύει και χτυπάει σαν τρελό μέσα μου. Ακούω περίεργα βουητά στ' αυτιά μου. Αυτός με γραπώνει κι απ' τα δυο χέρια και δεν μπορώ να ξεφύγω και να πιλαλήσω μακριά, έξω απ' το δωμάτιο. 
«Ασε με, βρε. Τι θέλεις; που να σκάσεις. Γιατί με βαράεις;» τσιρίζω. 
«Θα μου μαρτυρήσεις πρώτα πού 'ναι ο πατέρας σου και θα σ' αμολήσω», μ' αποκρίνεται. 
«Οχι, βρε. Οχι. Τίποτα δε σου μαρτυράω», ξεφωνίζω. 
Αρχίζει να βλαστημάει και να βρίζει απαίσια. «Θα μαρτυρήσεις, μωρή, γιατί θα σου χαρακώσω την πλάτη και θα σου ρίξω αλάτι». 
Σηκώνεται η πέτσα μου! Αυτή τη φοβέρα την έχω πολλές φορές ακούσει. Δε θυμάμαι από ποιόνε για ποιόνε. Αλαφιάζω, θέλω να λευτερωθώ, να βγω απ' το δωμάτιο. Δεν μπορώ. Αυτός με το 'να χέρι σφίγγει σαν δόκανο τα δυο δικά μου και με τ' άλλο με βαράει δυνατά με το βούρδουλα. Ο πόνος στα πόδια είναι φοβερός. Αίματα ξεπηδάνε απ' όποιο σημείο μ' ακουμπάει αυτός ο δαιμονισμένος ο βούρδουλας.
 Σκέφτομαι πόσο πιο φοβερό θα 'ναι αυτό το χαράκωμα και το αλάτι που με φοβέρισε ότι θα μου κάνει, αν δε μαρτυρήσω. Αρχίζω να ξεφωνίζω και να τανιέμαι μ' όλη μου τη δύναμη. Θέλω να λευτερωθώ απ' το χέρι του. Τόνε δαγκώνω, τόνε κλοτσάω. Τίποτα. 
«Μαρτύρα, μωρή, πού 'ναι ο πατέρας σου και θα σ' αμολήσω». 
«Οχι. Οχι, βρε! Ξέρω, αλλά δε μαρτυράω», ουρλιάζω και χαίρομαι, γιατί νιώθω πως κανένα, μα κανένα, δάκρυ δεν κυλάει απ' τα μάτια μου. 
Ημουνα σίγουρη πως ο πατέρας μου ήταν ακόμα κοντά στο Μοναστήρι. Είχα ακούσει ποιες ήτανε μερικές απ' τις κρυψώνες του.
 Το Κακό Βουνό, ο Καβελάρης, η Τρούπα. Ομως, με τίποτα δε θα του τα 'λεγα αυτουνού. 
«Στο Κακό Βουνό πρέπει να 'ναι ο πατέρας μου», σκέφτομαι και ουρλιάζω ξανά: 
«Ξέρω, ξέρω πού 'ναι ο Σωτήρακας, ξέρω, αλλά δε μαρτυράω». 
Τι 'τανε να του το πω! Μου βουτάει το φουστάνι και σκίζοντάς το κοντεύει να με πνίξει. Βρίζοντας Παναγίες, Χριστούς, φάρες, φύτρες, με πετάει χάμω μπρούμυτα. 
Εγώ, που δεν ξέρω τι θέλει να κάνει, έχω σχεδόν πετρώσει. Ούτε ανάσα δε βγάζω. Μόνο αυτοί οι περίεργοι χτύποι μέσα μου, μόνο πολλά πολλά καψίματα στα πόδια μου. 
Και να, η πρώτη μαχαιριά στην πλάτη μου! Ξεφωνίζω άθελά μου, όχι απ' τον πόνο, αλλά από τρομάρα. 
Μετά από λίγο αρχίζει ο πόνος. Κι αυτός τώρα ουρλιάζει: «Μαρτύρα, μωρή. Μωρή, θα μαρτυρήσεις ή θα σε γδάρω σαν τραγί;» 
Κι εγώ ούτε κιχ. 
Νιώθω πως κάτι άλλο κάνει και καθυστερεί να ξαναχαρακώσει την πλάτη μου. 
Σηκώνω το κεφάλι, αλλά δεν μπορώ να δω. 
Ακούω μόνο σαν να δαγκώνει κάτι σκληρό και να προσπαθεί να το μασήσει με τα δόντια του. Σε λίγο, εκεί που νιώθω τον πόνο, νιώθω κι ένα τέτοιο τσούξιμο, τόσο ανυπόφορο, που δεν μπορώ να το περιγράψω.
Και πάλι, χωρίς να το θέλω, ξεφωνίζω. Μα κι αυτός ουρλιάζει: «Μαρτύρα, μωρή», και βρίζει χυδαία τη μάνα μου, τον πατέρα μου, όλο το Πετρουλαίικο.
 Κι εγώ σκέφτομαι: 
«Σαν την Πίπη να με κάνεις, βρε, τίποτα δε θα σου μαρτυρήσω... Πόσες μαχαιριές;» 
Ακόμα τις έχω. Για το Σωτήρακά μου τίποτα δε μαρτύρησα. Νομίζω πως είχα ακούσει τον πατέρα μου, να το λέει, πως θα κρυβότανε στο Κακό Βουνό για λίγο καιρό. Δεν είμαι σίγουρη όμως.(...)

Δήμητρα ΠΕΤΡΟΥΛΑ
    Απ' τον ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ

21 Ιουλίου, 2016

21-7-1965 στην Αθήνα έπεφτε νεκρός από χτυπήματα αστυνομικών ο νεολαίος αγωνιστής, στέλεχος της Δ.Ν.Λ. Σωτήρης Πέτρουλας


Στις 21 Ιούλη του 1965, το βράδυ έπεφτε νεκρός στην Αθήνα από τα χτυπήματα των αστυνομικών 
ο νεολαίος αγωνιστής, στέλεχος της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη Σωτήρης Πέτρουλας.
Μια ακόμα μαύρη σελίδα είχε γραφτεί στη σύγχρονη ιστορία μας.
«Μικρό δοξαστικό ελεγείο, στο Σωτήρη Πέτρουλα»:
“Είχες το κάλλος και το φως, το δίκιο και τα νιάτα
κι ορθός τη στράτα τράβαγες κι ας σου ‘κραζαν «σταμάτα».

Σπαθάκι- λεϊμονόφυλλο στο χέρι σου όλο κι όλο,
μπρος στη δαγκάνα του σκορπιού και της οχιάς το δόλο.

Μα η λεβεντιά σου βρόνταγε ψηλά στα χρυσαλώνια
χίλια κανόνια κι άλλα δυο- της λευτεριάς κανόνια.

Κι αγάλλονταν οι κορασιές στα ρόδινα περγιάλια
και μες στις σκοτεινές μονιές λουφάζαν τα τσακάλια.

Αχ, πώς σε βρήκε το κακό με το καυτό μολύβι
και τ’ ανθισμένο θώρι σου μ’ ωχρόν αχνό μας κρύβει;

Για δες, καλέ μας, γύρω σου τι γήλιος και τι μύρα
και τι σημαίες και τι καρδιές- τη νίκησες τη μοίρα.

Γιατί όποιος πράττει το καλό κι όποιος γι αυτό πεθαίνει,
πίνει τ’ αθάνατο νερό και στο καλό απομένει.

Και με τα νιάτα η νιότη σου ζυμώνεται κι αντρειεύει,
σπαθί- δαφνόφυλλο από φως που καταλύει τα ερέβη.”
(Γιάννης Ρίτσος, "Συντροφικά τραγούδια", εκδ. Σύγχρονη. Εποχή.)

24 Μαΐου, 2016

Τι απέγιναν τα κεντρικά πρόσωπα της Δολοφονίας Λαμπράκη



Λαμπράκης62.JPG
Με τη συμπλήρωση 53 χρόνων από τη στυγερή δολοφονία του Μαραθωνοδρόμου της Ειρήνης και της Δημοκρατίας, Γρηγόρη Λαμπράκη, παρουσιάζει νομίζουμε ιδιαίτερο ενδιαφέρον να δούμε τι απέγιναν τα πρόσωπα που διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην πολύκροτη εκείνη υπόθεση:
Οι δύο φυσικοί αυτουργοί της δολοφονίας του Λαμπράκη, Σπύρος Κοτζαμάνης και Εμμανουήλ Εμμανουηλίδης, καταδικάσθηκαν τον Δεκέμβριο του 1966 σε πολυετή φυλάκιση και συγκεκριμένα για θανατηφόρο σωματική κάκωση καταδικάστηκαν ο Σπύρος Κοτζαμάνης (11χρόνια)
και ο Εμμανουήλ Εμμανουηλίδης (8,5 χρόνια), ενώ για διατάραξη οικιακής ειρήνης άλλα 8 άτομα, κυρίως «λουλούδια» του παρακράτους.
 Όμως, οι δύο δολοφόνοι του μαραθωνοδρόμου της Ειρήνης, θα αμνηστευθούν από τη χούντα, λίγο μετά την επιβολή της δικτατορίας και θα αφεθούν ελεύθεροι.

Ο Σπ. Κοτζαμάνης (1928-1993) ο οδηγός του τρίκυκλου Γκοτζαμάνης ήταν στέλεχος της παρακρατικής οργάνωσης του γερμανοντυμένου στην κατοχή Ξ. Γιοσμά. Με δράση νωρίτερα, όπως ο ίδιος περηφανεύονταν, στην οργάνωση ΕΟΝ του δικτάτορα Μεταξά, στην οργάνωση «Βασιλική Εθνική Νεολαία» (ΒΕΝ) επί Κατοχής, καθώς και στην παρακρατική οργάνωση «Εθνική Αντίστασις», που χρηματοδοτούνταν από τα κρατικά μυστικά κονδύλια και της οποίας αρχηγός ήταν ο Φον Γιοσμάς Πέθανε στις 3 Απριλίου 1993 από ανακοπή καρδιάς.
Ο Εμμ. Εμμανουηλίδης, παλιός παιδεραστής και συνεργάτης της αστυνομίας και των μυστικών υπηρεσιών, από χρόνια έπασχε από την καρδιά του, και διατηρούνταν με μία μικρή σύνταξη του ΟΓΑ. Πέθανε την Πρωτομαγιά του 2001 μόνος στη Β΄ καρδιολογική κλινική του Ιπποκράτειου Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης όπου νοσηλεύονταν.
Οι δύο βασικοί μάρτυρες κατηγορίας, Μανώλης Χατζηαποστόλου και Γιώργος Σωτηρχόπουλος, λίγο μετά τη δίκη, καταδικάστηκαν για… συκοφαντική δυσφήμηση του συνταγματάρχη Καμουτσή.
Ο επιπλοποιός Γ. Σωτηρχόπουλος, στον οποίο ο Κοτζαμάνης είχε εκμυστηρευθεί το πρωί της 22ας Μαίου 1963 ότι «Απόψε θα κάνω μεγάλη τρέλα. Μέχρι που θα σκοτώσω άνθρωπο»!, ταλαιπωρήθηκε αφάνταστα για τη μαρτυρία του εκείνη, γνωρίζοντας άγριο ξυλοδαρμό αλλά και προσπάθεια εξαγοράς του. Ο Σωτηρχόπουλος πέθανε το 1996 σε ηλικία 65 ετών.
Ο «Τίγρης» Μαν. Χατζηαποστόλου, που με το παρακινδυνευμένο «σάλτο μορτάλε» πάνω στο τρίκυκλο του παρακράτους, ενώ αυτό βρισκόταν εν κινήσει, συνέβαλε τα μέγιστα στη σύλληψη των δολοφόνων του Λαμπράκη, πέθανε την πρωτομαγιά του 2001 από καρκίνο, σε ηλικία 72 ετών.
-Ο απλός τροχονόμος Χαράλαμπος Ασπιώτης, που κατά σύμπτωση βρέθηκε στη γωνία των οδών Τσιμισκή και Καρόλου Ντηλ, όπου είχε ακινητοποιηθεί το τρίκυκλο του παρακράτους, συλλαμβάνοντας τους Γκοτζαμάνη και Εμμανουηλίδη, μετά την αποκάλυψη της υπόθεσης, μετατέθηκε δυσμενώς στην Ηλεία. Δεν υπάκουσε στα κελεύσματα των δολοφόνων να κάνει τα στραβά μάτια, κι έτσι χάλασε το σκηνικό του σκηνοθετημένου «τροχαίου ατυχήματος».
-Ο βουλευτής της αριστεράς, Γιώργης Τσαρουχάς, που επίσης είχε τραυματιστεί σοβαρά από το παρακράτος λίγα μέτρα μετά το σημείο όπου χτυπήθηκε ο Λαμπράκης, δολοφονήθηκε και ο ίδιος κάτω από φριχτά βασανιστήρια, στις 9 Μαϊου 1968, στον θάλαμο βασανιστηρίων της ΚΥΠ Θεσσαλονίκης.
Οι δύο θαρραλέοι δικαστικοί, ο ανακριτής Χρήστος Σαρτζετάκης και ο εισαγγελέας Παύλος Δελαπόρτας, θα αποπεμφθούν από το δικαστικό σώμα το 1968.
Ο Π. Δελαπόρτας ως εισαγγελέας της έδρας είχε προτείνει την καταδίκη των περισσοτέρων κατηγορουμένων στην υπόθεση, πρόταση που δεν έγινε δεκτή από το δικαστήριο. Με τον ερχομό της χούντας των Συνταγματαρχών εκδιώχθηκε μαζί με άλλους είκοσι εννέα από το δικαστικό σώμα με απόφαση της τότε κυβέρνησης. Πέθανε στις 7 Απριλίου 1980 σε ηλικία 75 ετών. 
Ο Χρ.Σαρτζετάκης που γεννήθηκε στη Νεάπολη Θεσσαλονίκης το 1929,  απολύθηκε από τη χούντα από το δικαστικό σώμα και στη συνέχεια συνελήφθη δύο φορές, βασανίστηκε στο ΕΑΤ-ΕΣΑ και φυλακίστηκε, χωρίς δίκη. Απολύθηκε από τις φυλακές της Χούντας μετά από διεθνή κατακραυγή το 1971. Μετά την πτώση της δικτατορίας είχε υπαινιχθεί ότι διαθέτει σημαντικά στοιχεία για την οργάνωση της δολοφονίας και τους ηθικούς αυτουργούς, δεν άνοιξε μέχρι σήμερα το στόμα του, παρότι πέρασε και από το ανώτατο αξίωμα της χώρας, ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
-Οι τρεις δημοσιογράφοι που συνέβαλαν στην  διαλεύκανση της υπόθεσης, θα γνωρίσουν για τη δραστηριότητά τους αυτή τις διώξεις της χούντας.  Ο Γιώργος Μπέρτσος(1937)  θα καταδικαστεί από στρατοδικείο της δικτατορίας και θα κλειστεί στις φυλακές Επταπυργίου όπου ήδη βρίσκονταν οι Eμμανουηλίδης-Kοτζαμάνης..
Ο Γιώργος Ρωμαίος (1934) θα συναντήσει τον Σαρτζετάκη στις φυλακές Κορυδαλλού όπου κλείσθηκε επί έξι μήνες, αφού νωρίτερα συνελήφθη και κρατήθηκε ένα μήνα στο ΕΑΤ-ΕΣΑ.
Ο Γιάννης Βούλτεψης (1923-2010) θα αναγκαστεί να αυτοεξοριστεί στη Ρώμη, αφού προηγουμένως διαγραφεί από την ΕΣΗΕΑ στις 24 Απριλίου 1967.
Ο Ξενοφών Γιοσμάς (1906-1975), που ήταν ένα από τα στελέχη του παρακράτους στη Θεσσαλονίκη, υπήρξε συνεργάτης των Γερμανών στη Θεσσαλονίκη, έφυγε μαζί με τους Ναζί από την Ελλάδα στα τέλη του 1944 και υπήρξε υπουργός Προπαγάνδας (!) στην εξόριστη «κυβέρνηση» Τσιρονίκου που σχημάτισαν οι δοσίλογοι στις αρχές του 1945 στη Βιέννη. Καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο από το δικαστήριο δοσιλόγων, αλλά όταν γύρισε στην Ελλάδα το 1947, οι δοσίλογοι ήταν εθνικώς χρήσιμοι κι έτσι η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια και τελικά αποφυλακίστηκε περί το 1951 έχοντας κάνει τρία χρόνια μόνο φυλακή.  Ο φον Γιοσμάς πέθανε το 1975, ύστερα από εγκεφαλικό επεισόδιο.
Ο Κωνσταντίνος Μήτσου (1909-1985), αντιστράτηγος της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής, στη διάρκεια της Κατοχής είχε αμφιλεγόμενο ρόλο, συμμετέχοντας στην οργάνωση ΠΑΟ, της οποίας βασικός ρόλος ήταν η αντιπαράθεση στις δυνάμεις του ΕΛΑΣ και της ΕΑΜικής εθνικής αντίστασης. Λόγω των διασυνδέσεών του είχε ταχύτατη άνοδο στην κλίμακα της ιεραρχίας και διατέλεσε γενικός επιθεωρητής Χωροφυλακής Βορείου Ελλάδος όταν έγινε η δολοφονία Λαμπράκη, ενώ και από πριν ήταν γνωστός στη Μακεδονία και τη Θράκη  ως προστάτης των διάφορων παρακρατικών οργανώσεων. Στην υπόθεση Λαμπράκη προφυλακίστηκε με εντολή ανακριτή και εισαγγελέα ως οργανωτής αντισυγκεντρώσεων και ως προστάτης ακροδεξιών οργανώσεων. Όμως αργότερα στη δίκη για την πολύκροτη αυτή υπόθεση απαλλάχθηκε, όπως και οι άλλοι κατηγορούμενοι αξιωματικοί της χωροφυλακής. Ως «ανταμοιβή» για τη στάση του, η χούντα ακύρωσε στις 12 Νοεμβρίου 1969 την αποστρατεία του και τον επανέφερε στο Σώμα, απονέμοντάς του τον τίτλο του αντιστράτηγου, Πέθανε τον Ιούνιο του 1985, σε ηλικία 76 ετών.
-Τον Ευθύμιο Καμουτσή, αστυνομικό διευθυντή Θεσσαλονίκης την περίοδο της δολοφονίας Λαμπράκη, τον συναντάμε ακόμη από την υπόθεση Πολκ, όταν κι εκεί είχε καταβάλει προσπάθειες για τον αποπροσανατολισμό και τη συσκότιση της δολοφονίας του αμερικανού δημοσιογράφου. Για τη στάση του στην υπόθαλψη και ενθάρρυνση των παρακρατικών, ο ανακριτής Χρήστος Σαρτζετάκης είχε διατάξει την προφυλάκισή του με τις κατηγορίες της συνέργειας εις την εκ προθέσεως ανθρωποκτονίαν του Γρηγόρη Λαμπράκη και για κατάχρηση εξουσίας σε βαθμό κακουργήματος. Βγήκε από τη δίκη κι’ αυτός ως «αθώα περιστερά».
-Ο πρόεδρος του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνος Κόλλιας (1901-1998), που καταγγέλθηκε για μεθόδευση και παρεμβάσεις στην υπόθεση Λαμπράκη, προκειμένου να αποπροσανατολιστεί η δικαστική διερεύνηση της στυγερής δολοφονίας, ως «ανταμοιβή» για τις υπηρεσίες που πρόσφερε, θα ορκιστεί από τους πραξικοπηματίες την 21η Απριλίου 1967 ως ο πρώτος  πρωθυπουργός της χούντας. Ο Κόλλιας από πριν ήταν  γνωστός για τις άριστες σχέσεις του με τα Ανάκτορα, αλλά και την ακραία αντικομμουνιστική πτέρυγα του κόμματος της ΕΡΕ.
Ο δικηγόρος και βιομήχανος Ιωάννης Κ. Χολέβας (1924- ), που υπήρξε σύνδεσμος κράτους και παρακράτους στο υπουργείο Βορείου Ελλάδος, όπου ήταν Γενικός Γραμματέας του, λίγο μετά την έκρηξη του πραξικοπήματος της χούντας και την επιβολή της δικτατορίας, θα τοποθετηθεί υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας, θέση στην οποία θα διατηρηθεί την περίοδο 1968-1971.
Ο ιατροδικαστής Δημήτριος Ροβίθης (1914-1976), υφηγητής στην έδρα της Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας του ΑΠΘ, που διενήργησε τη νεκροψία-νεκροτομή και συνέταξε την ιατροδικαστική έκθεση του δολοφονηθέντος Λαμπράκη, απολύθηκε επί χούντας από τα πανεπιστημιακά του καθήκοντα στην Ιατρική και Νομική σχολή του ΑΠΘ με Συντακτική πράξη που αφορούσε άλλους 30 πανεπιστημιακούς δασκάλους, με γελοίες και κατασκευασμένες κατηγορίες όπως «άμβλυνση του αισθήματος της κοινωνικής ευθύνης, μη διατήρηση σκληρού εθνικού φρονήματος κλπ», όπως αναφέρονταν σε επιστολή του Στυλιανού Παττακού της 2/1/1969. Η χούντα με αυτό τον τρόπο ήθελε να τον τιμωρήσει για τη γενναία του στάση στην υπόθεση της δολοφονίας του Λαμπράκη στην οποία υπεστήριξε με πάθος την αλήθεια – παρ’ όλες τις πιέσεις που δέχθηκε πανταχόθεν, – αποδεικνύοντας με αυτή του τη στάση το ήθος του, την πίστη του στα δημοκρατικά ιδεώδη, και την επιστημονική του επάρκεια.  Επανήλθε στα πανεπιστημιακά του καθήκοντα μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, αλλά πέθανε πολύ νωρίς, το 1976.
-Τέλος, κι επειδή στην μετεμφυλιακή Ελλάδα κανείς δεν χάνεται, ο πρόεδρος των ενόρκων στη δίκη Λαμπράκη, Βύρων Αντωνιάδης (1921- ), δικηγόρος και βιομήχανος, λίγες εβδομάδες μετά την κατάλυση της δημοκρατίας και την επιβολή του χουντικού καθεστώτος θα τοποθετηθεί δήμαρχος Θεσσαλονίκης και θα του απονεμηθεί το ανώτατο κρατικό παράσημο του βασιλιά Γεωργίου του Α΄
Ποιος ήταν ο πρόεδρος των ενόρκων 
Πρόεδρος του σώματος των ενόρκων, ήταν ο βιομήχανος Βύρων Αντωνιάδης, ιδιοκτήτης της ομώνυμης βιομηχανίας βάμβακος, των «Ελληνικών Κλωστηρίων Πέλλης ΑΕ» και άλλων εταιριών. Γεννήθηκε το 1921 στα Δαρδανέλλια της Μικράς Ασίας, αποφοίτησε από το αμερικανικό κολέγιο «Ανατόλια» της Θεσσαλονίκης και διετέλεσε πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος (ΣΒΒΕ), αντιπρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών (ΣΕΒ), πρόεδρος της Ένωσης Εκκοκιστών Βάμβακος Μακεδονίας-Θράκης, αντιπρόεδρος της συμβουλευτικής επιτροπής του αμερικανικού κολεγίου «Ανατόλια» Θεσσαλονίκης κ.α.
Στις 5 Αυγούστου 1967, η δικτατορία της χούντας τον τοποθέτησε δήμαρχο Θεσσαλονίκης, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι τις 12 Απριλίου 1968. Διετέλεσε επίσης πρόεδρος του Οργανισμού Ύδρευσης Θεσσαλονίκης, πρόεδρος του Δημοτικού Νοσοκομείου και του Βρεφοκομείου Θεσσαλονίκης «Άγιος Στυλιανός», ενώ υπήρξε και επίτιμος πρόξενος του Μεξικού στη Θεσσαλονίκη.
Όπως διαβάζουμε σε ένα βιογραφικό πορτρέτο του που δημοσιεύθηκε από τον Σύνδεσμο Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος, ο Βύρων Αντωνιάδης εκτός των άλλων, «ασχολήθηκε με την λογοτεχνία και εξέδωσε επτά συλλογές ποιημάτων», αλλά και με την ζωγραφική, κάνοντας πολλές ατομικές εκθέσεις.
Μαθαίνουμε επίσης και για τις τιμητικές διακρίσεις που είχε στο ενεργητικό του, όπως το ότι «του απενεμήθη ο Σταυρός του Βασιλέως Γεωργίου Α’, το Παράσημο της Ακαδημίας της  Βραζιλίας και το Παράσημο του Τάγματος του Αετού των Αζτέκων»
                                                                               Σπύρος Κουζινόπουλος