Συνολικές προβολές σελίδας

Translate

02 Αυγούστου, 2022

Παραμύθι για Παιδιά, Εγγόνια της Έρη Ρίτσου


Μια που δεν κάνω παρουσιάσεις, σκέφτηκα πως όσοι θέλουν να πάρουν το παραμύθι μου σε παιδιά, εγγόνια, ανίψια, βαφτιστήρια, καλό είναι να μην πάρουν "γουρούνι στο σακί", έτσι είπα να σας ανεβάσω το κείμενο για να πάρετε μια ιδέα. Εννοείται πως η πανέμορφη εικονογράφηση της Έρσης, δίνει άλλες διαστάσεις στο κείμενο και αυτό από μόνο του είναι απόλαυση για τα παιδιά.
Η υπόσχεση του παιδιού.
Μια φορά κι έναν καιρό, σε λιβάδι δροσερό, ζούσε μία πεταλούδα που ΄χε φίλη μια αρκούδα. Από το πρωί πετούσε, τα λουλούδια όλα τρυγούσε απ’ το νόστιμό τους μέλι που το ζήλευαν οι αγγέλοι. Ζούσε στον Παράδεισό της, που η ζωή την είχε στείλει και καμάρωνε πως είχε μια αρκούδα καλή φίλη. Παίζανε μαζί ωραία και χαιρόντουσαν πολύ, που κι οι δυο κάναν παρέα. Έρχοταν κι ένα πουλί και τους άρεσε, ω πόσο, να τ’ ακούνε να λαλεί.
Μια φορά της είχε φέρει και τα δυο της αρκουδάκια, που κυλιόνταν στο γρασίδι σαν χαρούμενα παιδάκια. Βγάζανε μικρές φωνούλες για να δείξουν τη χαρά τους και χαζεύαν τα πουλάκια που κουνούσαν τα φτερά τους.
Χάρηκε η πεταλούδα και τ΄αγάπησε κι αυτά και πολύ επιθυμούσε να τα δει έστω κλεφτά. «Φέρτα μόνο μια στιγμούλα» όλο την παρακαλούσε κι η αρκούδα αποκρινόταν, ήθελε μα δεν μπορούσε. «Βλέπεις έξω από το δάσος ειν’ οι κίνδυνοι μεγάλοι. Οι άνθρωποι είναι καλοί, μα υπάρχουν και οι άλλοι. Κάποιοι άνθρωποι νομίζουν, οι δικές μας οι ζωές πως καθόλου δεν αξίζουν.» έλεγε στην πεταλούδα, λυπημένη, η αρκούδα.
«Μια φορά, ένας σοφός, πολύ γέρος πεταλούδος, μου ΄χε πει το ίδιο πράγμα. Πως οι άνθρωποι δεν ξέρουν η ζωή πως είναι θαύμα. Τους αρέσουν τα φτερά μας για τα χρώματα που έχουν, μα δεν θέλουν να πετάμε, θέλουν κείνοι να μας έχουν πεθαμένες πεταλούδες καρφωμένες με καρφίτσες μεσ’ σε γυάλινα καδράκια ή σε γυάλινες μπαλίτσες.»
Πριν προφτάσει η πεταλούδα όλα να τα θυμηθεί, που ο γέρος πεταλούδος κάποτε της είχε πει, ΜΠΑΜ, ακούστηκε βροντή και μετά ΜΠΟΥΜ, μία άλλη, θόρυβος και μυρωδιά φοβερή, που ΄φερνε ζάλη. «Τρέχω, είπε η αρκούδα, μεσ’ στο δάσος να κρυφτώ, κυνηγοί σκοτώνουν ζώα. Το ακούς το μπαμ αυτό;» και χωρίς να περιμένει άλλη απάντηση να πάρει, κρύφτηκε μέσα στο δάσος, ίδια όπως το φεγγάρι κρύβεται στην καταιγίδα μονομιάς, σε μια στιγμή, απ’ τα σύννεφα που τρέχουν στα ουράνια μ’ ορμή.
Τρομαγμένη η πεταλούδα βλέπει πίσω από ΄να θάμνο το λιβάδι να γεμίζει κυνηγούς μ’ άγρια σκυλιά, τουφεκιές συνέχεια πέφτουν κι απ’ τον ουρανό πουλιά, στο γρασίδι σπαρταράνε, χτυπημένα στην καρδιά. Η δική της η μικρούλα η καρδιά πάει να σπάσει απ’ τον φόβο και τη θλίψη για τους φίλους που έχει χάσει.
Ζώα και πουλιά φοβούνται, το λιβάδι ερημώνει κι η καημένη πεταλούδα μένει πια τελείως μόνη. Παντού γύρω ησυχία έχει πέσει θλιβερή, μάταια η πεταλούδα μια φωνούλα καρτερεί.
Ώσπου μιαν ωραία μέρα, που ψηλά λάμπει ο ήλιος, φαίνεται πως στο λιβάδι ήρθε ένας καινούργιος φίλος. Ένα όμορφο τραγούδι απ’ τον ύπνο την ξυπνάει και κείνη αναρωτιέται ποιος να ειν’ που τραγουδάει. Πίσω από το θάμνο βλέπει πως είναι ένα παιδί, στην αρχή πολύ φοβάται μα τ’ ακούει που τραγουδεί. «Δεν μπορεί κακό να είναι τούτο το μικρό ανθρωπάκι, που με μια γλυκειά φωνούλα λέει ωραίο τραγουδάκι.» Ξεθαρρεύει η πεταλούδα και κοντά του πια πετά, το παιδάκι όλο χάρη τραγουδά και την κοιτά.
«Μοιάζεις λίγο φοβισμένη, πεταλούδα μου καλή, έλα δω, στο μάγουλό μου δώσε τώρα ένα φιλί!» Στα μαλλιά του η πεταλούδα πάει και κάθεται για λίγο μα ακόμα φοβισμένη, λέει «Ω, πρέπει να φύγω.»
«Μα μη φεύγεις πεταλούδα, ΄γω πολύ σε αγαπώ. Αγαπώ όλα τα ζώα και πάντα τα βοηθώ. Τα ταϊζω, και νεράκι για να πίνουνε τους δίνω και ποτέ σαν υποφέρουν εγώ μόνα δεν τ’ αφήνω.»
Ξεθαρρεύει για καλά, και του λέει τι έχει γίνει, το λιβάδι οι κυνηγοί πώς ερήμωσαν και κείνη έμεινε δω μοναχή χωρίς ούτε ένα φίλο και φοβάται κι η καρδιά της τρέμει τώρα σαν το φύλλο
Θυμωμένο το παιδάκι την ακούει, την κοιτάει, και γεμάτο από θλίψη το κεφάλι του κουνάει. «Γω θα είμαι καλός φίλος και θα έρχομαι εδώ, να σε βλέπω πεταλούδα κι όλο θα σου τραγουδώ, όποτ’ ειν’ γιορτή και σκόλη, για να ξέρεις δεν ειν’ όλοι ίδιοι οι άνθρωποι μ’ αυτούς που σου δώσαν τόσο πόνο. Θέλω να θυμάσαι μόνο πως εγώ σαν μεγαλώσω δεν θ’ αφήσω πια κανέναν τα ζωάκια να πληγώνει και καμμία πεταλούδα δεν θα κλαίει τελείως μόνη. Θα πω σ’ όλους μου τους φίλους τα ζωάκια ν’ αγαπάνε γιατί σαν και μας και κείνα χαίρονται μα και πονάνε. Έναν κόσμο πιο ωραίο, έναν κόσμο φωτεινό, αύριο τα παιδιά θα φτιάξουν. Για όλων θα’ναι το καλό.»
Έτσι είπε το παιδάκι με χαμόγελο στα χείλη και αυτό κι η πεταλούδα μείνανε για πάντα φίλοι.