Aπόσπασμα απ το βιβλίο:
"Εντάξει, συμφωνώ απόλυτα με αυτά που λες.
Από ό,τι φαίνεται έχεις δίκιο. Αλλά ένα κόμμα επαναστατικό σαν το ΚΚΕ, που ξέρω ότι δεν πρόκειται να υποταχθεί, δεν θα άξιζε τον κόπο να δοκιμάσει, έστω και για μια φορά, να πάρει μέρος σε κυβέρνηση;
Πού ξέρεις; Μπορεί το ΚΚΕ με την εμπειρία που έχει, να κατάφερνε κάτι καλύτερο για το λαό."
Πραγματικά αυτό το ερώτημα έχει απασχολήσει πάρα πολύ τους Έλληνες κομμουνιστές, όπως άλλωστε και τους κομμουνιστές όλου του κόσμου. Δεν πρέπει όμως να διαφύγει της προσοχής μας ένα πράγμα - που ίσως δεν το ξέρεις ή δεν το έχεις κατά νου - ότι δηλαδή η εργατική τάξη της Ελλάδας και το κόμμα της, έχουν ιδία πείρα από συμμετοχή σε αστικές κυβερνήσεις.
Δηλαδή ναι, το ΚΚΕ έχει δοκιμάσει αυτό που λες, κόντρα στη σκληρή λογική που έλεγε ότι δεν έπρεπε να το κάνει!
Στο παρελθόν, το ΚΚΕ, είχε προσπαθήσει, όπως άλλωστε και άλλα εργατικά κόμματα στον κόσμο, να εξερευνήσει νέους δρόμους που θα οδηγούσαν το λαό στο σοσιαλισμό (πέρα από αυτόν που έδειξε ο Λένιν και η επιτυχημένη επανάσταση των μπολσεβίκων στη Ρωσία), οι οποίοι όμως αποδείχθηκαν αδιέξοδοι.
Στη σχεδόν εκατοντάχρονη ζωή του, έχει πάρει μέρος σε Αστικές κυβερνήσεις, από τις οποίες τόσο ο λαός, όσο και το ίδιο το κόμμα, βγήκαν βαριά τραυματισμένοι.
Η πρώτη προσπάθεια συνεννόησης του ΚΚΕ με τα αστικά κόμματα
(παραμερίζοντας βασικές αρχές των εργατικών-κομμουνιστικών κομμάτων),
έγινε το 1936, όταν υπέγραψε μυστική συμφωνία με το βενιζελικό κόμμα των φιλελευθέρων, που έμεινε γνωστή ως «Σύμφωνο Σοφούλη-Σκλάβαινα».
Εκείνη την εποχή, το πολιτικό σύστημα ήταν σε αδιέξοδο, επειδή τα δύο αστικά κόμματα ήταν ισοδύναμα και δεν μπορούσαν να σχηματίσουν κυβέρνηση.
Με βάση το «Σύμφωνο Σοφούλη - Σκλάβαινα», το «Παλλαϊκό Μέτωπο», στο οποίο συμμετείχαν το ΚΚΕ και το Αγροτικό Κόμμα Ελλάδας, θα έδινε ψήφο ανοχής στην κυβέρνηση Σοφούλη και στο προεδρείο της Βουλής,
ενώ η κυβέρνηση αντίστοιχα θα
ακύρωνε αναδρομικά τη διάταξη του εκλογικού νόμου, που αφαιρούσε τα εκλογικά δικαιώματα όσων είχαν καταδικαστεί με το «Ιδιώνυμο»,
θα καταργούσε τις επιτροπές ασφάλειας,
θα έδινε αμνηστία σ' όλους τους πολιτικούς κρατούμενους, τους εξόριστους,
θα διέλυε τις φασιστικές οργανώσεις,
θα καθιέρωνε πάγιο εκλογικό σύστημα την απλή αναλογική,
θα μείωνε την τιμή του ψωμιού,
θα απαγόρευε την προσωποκράτηση για οφειλές προς το Δημόσιο μέχρι 3.000 δρχ.,
θα προχωρούσε στην εφαρμογή της Κοινωνικής Ασφάλισης,
και θα καθιέρωνε 5χρονο χρεοστάσιο χωρίς όρους, για τα χρέη των αγροτών σε τράπεζες και ιδιώτες.
Ο Σοφούλης όμως, έγραψε στα παλιά του τα παπούτσια τη συμφωνία και τελικά συνεργάστηκε με το βασιλικό κόμμα του Τσαλδάρη.
Έτσι μέσα σε λίγες βδομάδες, με τη σύμφωνη γνώμη των δύο αστικών κομμάτων και σε συνεργασία με τα ανάκτορα και τον εκδότη της εφημερίδας «ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΒΗΜΑ» Δ. Λαμπράκη, οδηγηθήκαμε στη δικτατορία του Μεταξά!
Να μην ξεχνάμε ότι εκείνη την περίοδο, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, λίγες μόνο μέρες πριν πεθάνει, μπροστά στην αδυναμία των διαφορετικών τμημάτων της Αστικής Τάξης να συμφωνήσουν στη σύσταση κυβέρνησης, έστειλε επιστολή από το Παρίσι, με την οποία υποστήριζε τη δικτατορική λύση, σαν τη μόνη εφικτή λύση στην πολιτική κρίση που είχε ξεσπάσει.
Επίσης, να θυμηθούμε ότι και ένα χρόνο πριν, τον Μάρτη του 1935, ο Βενιζέλος με τον στρατηγό Πλαστήρα είχαν ηγηθεί αποτυχημένου πραξικοπήματος, με σκοπό την επιβολή δικτατορίας.
Φυσικά ο Βενιζέλος δεν αποτελούσε εξαίρεση, όλοι οι πολιτικοί της αστικής τάξης έχουν στην άκρη του μυαλού τους την δυνατότητα άσκησης της εξουσίας με ανοιχτά δικτατορικό τρόπο.
Για παράδειγμα ένας άλλος «εθνάρχης», (όπως τους χαρακτηρίζει η Ελληνική άρχουσα τάξη) ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, έγραφε στις 10.5.1966, ένα χρόνο πριν το πραξικόπημα Παπαδόπουλου, από το Παρίσι στον Κωνσταντίνο Τσάτσο: «… Εισηγούμεθα λοιπόν παρεκτροπήν από το πολίτευμα και μίαν προσωρινήν δικτατορίαν –ἰσως ενός έτους.» (Κωνσταντίνος Καραμανλής, Αρχείο, Γεγονότα και κείμενα σελ 220).
Ο ίδιος πέντε μήνες μετά το πραξικόπημα, στις 8.9.1967, έγραφε σε επιστολή του προς τον αρχιεπίσκοπο Αμερικής Ιάκωβο: «…Διότι το θέμα δεν είναι να επανέλθωμεν εις την ομαλότητα δια της αποτυχίας της επαναστάσεως, αλλά δια της επιτυχίας της. (…) Η επανάστασις, άπαξ και εγένετο, προσφέρει μίαν ευκαιρίαν ανασυντάξεως της ζωής του έθνους.» (Γεώργιος Μαλούχος, Εγώ ο Ιάκωβος, σελ. 247-248).
Δεν χρειάζεται μεγαλύτερη ανάλυση για να συμπεράνουμε ότι οι κομμουνιστές και η Εργατική Τάξη δεν πρέπει να δείχνουν εμπιστοσύνη στα αστικά κόμματα.
Στο τέλος, θα τους την «φέρουν», επειδή τα συμφέροντά τους είναι διαμετρικά αντίθετα.
Η αστική τάξη, για να διατηρήσει την εξουσία της, χρησιμοποιεί τόσο τον κοινοβουλευτικό μανδύα (την συγκεκαλυμμένη δικτατορία) όσο και την ανοιχτή δικτατορία.
Η πρώτη φορά που το ΚΚΕ πήρε μέρος σε κυβέρνηση, συνεργαζόμενο με αστικά κόμματα, ήταν το 1944, μετά την απελευθέρωση της χώρας από τους Γερμανούς.
Να τι έγραφε η Γενική Γραμματέας του ΚΚΕ Αλέκα Παπαρήγα, σε άρθρο της το 2013 στην «Κομμουνιστική Επιθεώρηση»:
«…Η συμμετοχή σε μια αστική κυβέρνηση συνιστά λάθος που δεν διορθώνεται εύκολα και μπορεί να αποδειχθεί ανεπανόρθωτο. Η πρώτη πείρα που αποκτήθηκε αφορά στη συμμετοχή του ΚΚΕ στην κυβέρνηση που σχηματίστηκε μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τη γερμανική, ιταλική και βουλγαρική κατοχή.
Ένας αστός πολιτικός, ο Γεώργιος Παπανδρέου (πατέρας και παππούς δύο κατοπινών πρωθυπουργών της Ελλάδας, ηγετών της σοσιαλδημοκρατίας) πήρε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, κατόπιν επιλογής του από το βασιλιά και την Αγγλία, δίπλα στην οποία είχε συνταχθεί προ πολλού η αστική τάξη της χώρας.
Επιλέχθηκε το πρόσωπο αυτό γιατί απολάμβανε της απόλυτης εμπιστοσύνης τους, θεωρούσαν ότι με πολιτικές δολοπλοκίες και μηχανορραφίες θα αντιμετώπιζε το μεταπολεμικό συσχετισμό δυνάμεων που ήταν υπέρ του ΚΚΕ και των αγωνιστών πατριωτών της ελληνικής εθνικής αντίστασης και θα οδηγούσε σε αστική σταθερότητα. Η εξέλιξη αυτή άρχισε να δρομολογείται από τον Απρίλη του 1944, πριν την απελευθέρωση της Ελλάδας.
Ο Γεώργιος Παπανδρέου είχε μείνει συνειδητά μακριά από τον αγώνα του ελληνικού λαού κατά της ξενικής κατοχής, είχε αρνηθεί επίμονα τις προτάσεις του ΚΚΕ και του ΕΑΜ για ενότητα και συμμετοχή στην Αντίσταση.
Από το 1943 είχε αποστείλει υπομνήματα στη βρετανική κυβέρνηση, με τα οποία συντάσσονταν στο πλευρό της και βεβαίως κατά της ένοπλης εθνικής αντίστασης που καθοδηγούσε το ΚΚΕ, με σκοπό να κόψει τη λαϊκή νίκη στο νήμα, πράγμα που έγινε.
Η εντολή για το σχηματισμό αυτής της κυβέρνησης στηρίχθηκε και στον απαράδεκτο συμβιβασμό που έκανε το ΚΚΕ
-το ηρωικό κόμμα της αντίστασης, ο αιμοδότης και καθοδηγητής της- και η ηγεσία της Εθνικής Αντίστασης όταν -πριν λήξει ο πόλεμος, στα μέσα του Απρίλη του 1944-
ήρθε σε συμφωνία για τη δημιουργία ενιαίας κυβέρνησης με αστικές πολιτικές δυνάμεις και με ρυθμιστή το Βρετανικό Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής.
Η αντιπροσωπεία που πήγε στο Κάιρο της Αιγύπτου για τη συμφωνία δέχτηκε να συμμετάσχει το ΕΑΜ, το ΚΚΕ στη μεταπολεμική κυβέρνηση.
Η συμφωνία παραβίαζε το συσχετισμό δυνάμεων και τις αρχές του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, ο οποίος από την πρώτη στιγμή έθετε το ζήτημα της έκβασης του αγώνα προς τη λαϊκή δημοκρατία.
Το ΠΓ (Πολιτικό Γραφείο) της ΚΕ (Κεντρικής Επιτροπής) του ΚΚΕ χαρακτήρισε απαράδεκτες τις υποχωρήσεις της αντιπροσωπείας, η οποία δεν τήρησε τις σχετικές κατευθύνσεις, όμως η προσωρινή κυβέρνηση που είχε σχηματιστεί μέσα στην Ελλάδα, που εξέφραζε και τη συμμαχία του ΚΚΕ, θεώρησε αναγκαία τη συμφωνία.
Ακολούθησαν άκαρπες προσπάθειες για τη βελτίωση της συμφωνίας και τελικά η ΚΕ του ΚΚΕ που συγκλήθηκε στις 2-3 Αυγούστου του 1944, την ενέκρινε.
Η συγκατάθεση της ΚΕ του ΚΚΕ οδήγησε στη συμμετοχή στην κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου με το επιχείρημα ότι:
Η μη συμμετοχή θα ενίσχυε τις ακραίες μερίδες που επεδίωκαν να ματαιώσουν την ενότητα και να επιβάλουν αντιλαϊκό καθεστώς με πρόκληση ανοικτού εμφύλιου πολέμου.
Το ΚΚΕ πρόταξε ως κύρια επιδίωξη να παρεμποδιστούν οι δικτατορικές τρομοκρατικές τάσεις, να επιτευχθεί η διάσπαση των δυνάμεων που έχουν φασιστικές αντιλαϊκές τάσεις.
Η υπογραφή της συμφωνίας έδωσε αντικειμενικά τη δυνατότητα στους Άγγλους ιμπεριαλιστές να προωθήσουν με επιτυχία τα σχέδιά τους να τσακίσουν το κίνημα της εθνικής αντίστασης και να στηρίξουν ένοπλα το δολοφονικό όργιο κατά του ΚΚΕ.
Η μια υποχώρηση έφερε την άλλη, νέες συμφωνίες που έδωσαν τη δυνατότητα να επιστρέψουν τα αστικά κόμματα στον κυβερνητικό μηχανισμό και να αναστηλώσουν τους κλονισμένους μηχανισμούς της αστικής εξουσίας, όπως τον «εθνικό» στρατό, μια διαδικασία που κράτησε αρκετά χρόνια κι έδωσε τη δυνατότητα στην αστική τάξη
-που δεν είχε τότε λαϊκά ερείσματα-
να διαμορφώσει ένα πολιτικό κομματικό σύστημα ικανό να ανατρέψει άμεσα τον υπέρ του λαού συσχετισμό δυνάμεων…»
Η εμπειρία από την ολιγοήμερη συμμετοχή στην κυβέρνηση Παπανδρέου το 1944
(18 Οκτώβρη έως 30 Νοέμβρη)
ήταν τραυματική, με τραγικές συνέπειες για το λαό.
Μέσα σε λίγες βδομάδες, η Αστική Τάξη με τη βοήθεια των Άγγλων (60.000 Βρετανοί στρατιώτες βρέθηκαν στην Ελλάδα εκείνες τις ημέρες)
κατόρθωσε να ανασυντάξει όπως-όπως τις δυνάμεις της
και, αφού καταπάτησε όλες τις συμφωνίες περί αφοπλισμού των γερμανοντυμένων ταγμάτων ασφαλείας και της τιμωρίας των δοσίλογων,
οδήγησε τα πράγματα στη σύγκρουση, τα γνωστά ως Δεκεμβριανά, κτυπώντας το ΕΑΜ, τον ΕΛΑΣ και ματοκυλώντας την Αθήνα.
Αξίζει να μνημονεύσουμε ότι σε εκείνη την κυβέρνηση το ΕΑΜ (και το ΚΚΕ) είχε αναλάβει όλα τα οικονομικά υπουργεία (οικονομικών, εθνικής οικονομίας, γεωργίας δημοσίων έργων και εργασίας).
Παρ’ όλα αυτά, στην προσπάθεια του ΕΑΜ να βάλει μπροστά την οικονομία και να αρχίσει η ανάπτυξη και αναγκαζόμενο να συγκυβερνήσει μέσα στα ασφυκτικά περιθώρια που του έθεταν τα άλλα κόμματα και οι βιομήχανοι, αποδέχθηκε τη μείωση των εργατικών μισθών και τον περιορισμό των δημοσίων υπαλλήλων.
Επίσης, λόγω του νέου νομίσματος, που μπήκε σε κυκλοφορία για να αντικαταστήσει το παλιό, το ΕΑΜ χρεώθηκε την καταστροφή των μικροκαταθετών, μιας και οι καταθέσεις τους εξανεμίστηκαν, ενώ το φάσμα της πείνας, λόγω του υπερπληθωρισμού, απλώθηκε επικίνδυνα πάνω στις πόλεις.
Από την άλλη, τα οικονομικά μέτρα εκείνης της κυβέρνησης και το νέο νόμισμα, ωφέλησαν μόνο τους επιχειρηματίες που λόγω της νέας ισοτιμίας είδαν τα χρέη τους προς το δημόσιο να μηδενίζονται!
Ακόμα και τα δύο νομοσχέδια, που κατέθεσαν οι Εαμίτες υπουργοί, για την «φορολόγηση των πλουτησάντων κατά την κατοχή» και για την «εφάπαξ φορολογία αυτών που ωφελήθηκαν από τον νομισματικό πληθωρισμό», αναγκάστηκαν να τα αποσύρουν λόγω των αντιρρήσεων του Λαϊκού Κόμματος (Κ. Τσαλδάρης).
Οι κομμουνιστές, στο όνομα της συμμετοχής σε μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας, αναγκάστηκαν να στηρίξουν την καπιταλιστική ανάπτυξη, την οποία ήθελε η Αστική Τάξη, αποδεχόμενοι αντιλαϊκά μέτρα και αποφάσεις πέρα από τις προθέσεις τους και την ιδεολογία τους.
Για άλλη μια φορά αποδείχθηκε, ότι φιλολαϊκή διαχείριση στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος, δεν μπορεί να υπάρξει.
Ας δούμε όμως πώς σχολιάζει τα γεγονότα της εποχής ένας από τους κύριους πρωταγωνιστές, αλλά από την αντίθετη πλευρά, ο τότε Πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου, με την επιστολή-άρθρο που δημοσιεύτηκε στις 2 Μαρτίου 1948 στην εφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»:
«Φίλε κ. Διευθυντά, …Και ερχόμεθα εις τον ιδικόν μας Δεκέμβριον.
Γράφετε: «Ο Υψιστος μας έκαμε δώρον την Επανάστασιν και τα Δεκεμβριανά. Διότι τι θα συνέβαινε αν δεν εγίνοντο;
Δια να μη γίνουν ήμεθα τότε εις κάθε υποχώρησιν έτοιμοι. Θα εδίδαμεν εις τους Κομμουνιστάς και ένα και δύο υπουργεία, ακόμα και πέντε.
Σιγά – σιγά θα τους παραδίδαμεν, για να μη γίνει Επανάστασις και την Διοίκησιν και τον Στόλον και τον Στρατόν. Θα τους τα εδίδαμεν όλα»…
Η διαφωνία μου είναι απόλυτος.
Οχι ότι δεν υπήρξε «δώρον του Υψίστου» ο Δεκέμβρης… Αλλά ότι «θα τους τα εδίναμε όλα…».
Διότι συνέβαινεν ακριβώς το αντίθετον: «Τους τα επαίρναμεν όλα…»
Και διότι επεμείναμεν, απεφάσισαν την Στάσιν…»
Ο Γεώργιος Παπανδρέου, με τα λόγια του αυτά, εξηγεί, σε όσους έχουν αμφιβολίες, ότι η Αστική Τάξη είναι διατεθειμένη να δώσει μερικές υπουργικές καρέκλες στους κομμουνιστές-εκπροσώπους της Εργατικής Τάξης,
προκειμένου, στη συνέχεια, να τους τα πάρει όλα!
Και συνεχίζει στην ίδια επιστολή:
«Οσοι θέλουν να κρίνουν δικαίως εκείνην την εποχήν, οφείλουν να αναπολήσουν την κατάστασιν του Απριλίου 1944, όταν ανέλαβον την Κυβέρνησιν.
Εις την Ανατολήν, αι ένοπλοι δυνάμεις μας είχον αποσυντεθεί από την Στάσιν.
Και εις την Ελλάδα το ΚΚΕ είχε καταστή παντοδύναμον και είχε συγκροτήσει και την Κυβέρνησιν των Βουνών – την ΠΕΕΑ.
Και η αγωνία, από την οποία αδιαλείπτως κατειχόμην ήτο: Πως θα καταλύετο;
Δύο ήσαν τα στάδια δια να φθάσωμεν εις την Νίκην:
Πρώτον, η έλευσις εις τας Αθήνας! Και δεύτερον, ο αφοπλισμός του ΚΚΕ.
Δια να έλθωμεν εις τας Αθήνας -ως αντίπαλοι του ΚΚΕ- δεν διεθέταμεν, δυστυχώς, ούτε εις το εσωτερικόν, ούτε εις το εξωτερικόν, ελληνικάς δυνάμεις, αριθμητικώς επαρκείς διά να αντιμετωπίσουν τας μυριάδας του ΕΛΑΣ, τακτικού και εφεδρικού, καθώς και την ευρυτάτην συνωμοτικήν οργάνωσιν του ΕΑΜ.
Αλλά δεν υπήρχον επίσης τότε ούτε Βρετανικαί δυνάμεις διαθέσιμοι, διότι είχον απορροφηθή από τα τρία ευρωπαϊκά μέτωπα …».
Αλλά και αν ακόμη καθίστατο, μ’ όλα ταύτα, δυνατόν να εξευρίσκοντο δυνάμεις Βρετανικαί, και πάλι θα ήτο τότε πολιτικώς αδύνατος η απόβασις εναντίον του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, λόγω της σφοδράς αντιδράσεως και των Αγγλων εργατικών και του Προέδρου Ρούσβελτ και της Σοβιετικής Ενώσεως.
Δια να πεισθώμεν, φθάνει να ενθυμηθώμεν την γενικήν εξέγερσιν, την οποίαν είχε προκαλέσει η Βρεταννική επέμβασις κατά τον Δεκέμβριον και η οποία εκλόνισε την θέσιν του Τσώρτσιλ – και η οποία, εν τούτοις, είχεν επιχειρηθή υπό «απείρως ευμενεστέρας συνθήκας», διότι αι Βρετανικαί δυνάμεις υπεστήριζαν τότε την νόμιμον κυβέρνησιν και ευρίσκοντο εδώ πρεσκεκλημένοι και από τον ΕΛΑΣ, διά την διατήρησιν της τάξεως…
Ιδού, διατί, μόνον η συμμετοχή του ΚΚΕ εις την Κυβέρνησίν μας ήνοιγε τας πύλας της Ελλάδος.
Και δια τούτο την επεδίωξα – και ευτυχώς κατωρθώθη…
…Το συμπέρασμα είναι ότι ο Δεκέμβριος ημπορεί να θεωρηθή «δώρον του υψίστου».
Αλλά, δια να υπάρξη ο Δεκέμβριος, έπρεπε προηγουμένως να είχωμεν έλθει εις την Ελλάδα. Και τούτο ήτο δυνατόν μόνο με την συμμετοχήν και του ΚΚΕ εις την κυβέρνησιν, δηλαδή με τον Λίβανον.
Και δια να ευρεθούν εδώ οι Βρετανοί, οι οποίοι ήσαν απαραίτητοι δια την Νίκην, έπρεπε προηγουμένως να είχεν υπογραφή το Σύμφωνον της Καζέρτας.
Και δια να γίνη η Στάσις – «το δώρον του Υψίστου» – έπρεπε προηγουμένως να επιμείνω εις την άμεσον αποστράτευσιν του ΕΛΑΣ και να θέσω το ΚΚΕ ενώπιον του διλήμματος ή να αποδεχθή ειρηνικώς τον αφοπλισμόν του ή να επιχειρήση την Στάσιν, υπό συνθήκας όμως πλέον, αι οποίαι ωδήγουν εις την συντριβήν του. Αυτή είναι η ιστορική αλήθεια».
Πόσο πιο ξεκάθαρα μπορεί να το δηλώσει ένας εκπρόσωπος της Αστικής Τάξης, πόσο πιο κυνικά να το ομολογήσει,
ότι ο μόνος τρόπος για να κτυπηθεί το εργατικό και λαϊκό κίνημα, όταν τούτο βρίσκεται σε άνοδο και απειλεί την εξουσία της Αστικής Τάξης,
είναι να επιτρέψουν στους εκπροσώπους του να πάρουν μέρος στην κυβέρνηση και αφού στη συνέχεια οι καπιταλιστές καταφέρουν να ανασυντάξουν τις δυνάμεις τους, μετά να το συντρίψουν!
Στη δεκαετία του ’60, επειδή το ΚΚΕ ήταν εκτός νόμου, οι κομμουνιστές συμμετείχαν σε έναν πλατύ κεντροαριστερό σχηματισμό, την ΕΔΑ, με αποτέλεσμα ο στόχος τους για την Εξουσία της Εργατικής Τάξης να περάσει σε δεύτερο πλάνο.
Την περίοδο αυτή, υιοθετώντας στο μέγιστο βαθμό την τακτική της συνεργασίας με το δήθεν «προοδευτικό» τμήμα της Αστικής Τάξης, κατέληξαν στις εκλογές του 1964 σε πολλές εκλογικές περιφέρειες να μην κατεβάσουν υποψηφίους, καλώντας τους οπαδούς τους να ψηφίσουν το κόμμα του Γ. Παπανδρέου (ναι-ναι, αυτόν που με τις δολοπλοκίες του 20 χρόνια πριν τους είχε σύρει στον εμφύλιο!).
Αλλά και στη δεκαετία 1974-1984 όταν το Κομμουνιστικό Κόμμα κατέκτησε τη νομιμοποίησή του, συνέχισε να προσαρμόζει την πολιτική του στα πλαίσια της συνεργασίας με την «καλή» αστική τάξη, προσπαθώντας να δημιουργηθεί κοινό κυβερνητικό σχήμα με το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα του Ανδρέα Παπανδρέου.
Με την πολιτική του όμως αυτή, άθελά του, περνούσε στους οπαδούς του το μήνυμα ότι είναι δυνατόν μέσα στον καπιταλισμό να υπάρξει πραγματική αλλαγή, ότι η επανάσταση μπορεί να περιμένει, ότι δεν είναι και τόσο κακό να ψηφίζουν φιλελεύθερα και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και σε τελευταία ανάλυση, έσπρωχνε τους ψηφοφόρους του στην αγκαλιά των Αστικών κομμάτων.
Η εμπειρία όμως του ΚΚΕ από συμμετοχή σε κυβερνήσεις δεν περιορίζεται στο 1944.
Το 1989-1990 συμμετέχοντας στον συμμαχικό σχηματισμό «ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ της ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ και της ΠΡΟΟΔΟΥ» υπέκυψε στις πιέσεις των συμμάχων του και, ενώ το αστικό πολιτικό σύστημα ήταν σε δύσκολη θέση μην μπορώντας να σχηματίσει κυβέρνηση, στήριξε (έστω και χωρίς να συμμετέχει με δικούς του υπουργούς) την αστική κυβέρνηση «Τζανετάκη, (στην κυβέρνηση Τζανετάκη από την μεριά του τότε ενιαίου ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ συμμετείχαν ως υπουργοί οι Ν. Κωνσταντόπουλος και Φ. Κουβέλης)» και στη συνέχεια την κυβέρνηση «Ζολώτα» (έχοντας έναν υπουργό τον Ι. Δραγασάκη, ο οποίος στη συνέχεια αποχώρησε από το ΚΚΕ και ξανάγινε υπουργός στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ) .
Να πώς σχολιάζει η Αλέκα Παπαρήγα το γεγονός, στο ίδιο κείμενο:
«…Το ΚΚΕ διαθέτει και σύγχρονη εμπειρία από ένα είδος ιδιόμορφης συμμετοχής σε δύο διαδοχικές κυβερνήσεις το 1989-1990, στην πρώτη περίπτωση με το φιλελεύθερο κόμμα (ΝΔ) και στη δεύτερη και με τη σοσιαλδημοκρατία (ΠΑΣΟΚ).
Η συμμετοχή στην κυβέρνηση έγινε για πολύ ειδικούς λόγους, καθώς ήταν αδύνατος ο σχηματισμός κυβέρνησης ύστερα από εκλογές, σύμφωνα δε με το νόμο έπρεπε να μεσολαβήσει ένα μικρό χρονικό διάστημα ως την επόμενη εκλογική αναμέτρηση για να μην παραγραφεί ένα πολιτικό σκάνδαλο που επικεφαλής -σύμφωνα με το κατηγορητήριο- αναφέρονταν ο σοσιαλδημοκράτης πρωθυπουργός.
Το Κόμμα μας από τη φύση των δύο αυτών κυβερνήσεων
-που ήταν μεταβατικές ως τις επόμενες εκλογές-
δεν υποχρεώθηκε σε επιζήμιες υποχωρήσεις αν και ένα μέρος του λαού -καθοδηγημένο από τη σοσιαλδημοκρατία- απέδωσε στο κόμμα πολιτική ανίερης συμμαχίας.
Είχαμε ζημιά σε ψήφους, το κυριότερο όμως δεν ήταν αυτό το γεγονός, όσο το ότι αναπτύχθηκε (σε μια περίοδο που ο οπορτουνισμός είχε σηκώσει κεφάλι μέσα στο κόμμα) η αντίληψη ότι δεν είναι θέμα αρχής η συμμετοχή του κόμματος σε μια αστική κυβέρνηση.
Ακόμα όμως χειρότερο ήταν η διάδοση της αντίληψης ότι σε κάποια πολύ κορυφαία στιγμή, που το αστικό πολιτικό σύστημα συναντά εμπόδια, το ΚΚΕ πρέπει να παραμερίσει τη στρατηγική του και να στηρίξει το σχηματισμό κυβέρνησης στη λογική του λεγόμενου μίνιμουμ προγράμματος, που στην πραγματικότητα σε όλες τις περιπτώσεις δεν προκαλεί ρήγματα στο αστικό πολιτικό σύστημα, αντίθετα του παρέχει τη δυνατότητα να ανασυντάξει τις δυνάμεις του…»
Βλέπουμε ότι στις ημέρες μας έχει συσσωρευτεί πλούσια πείρα,
τόσο από το ελληνικό, όσο και από το διεθνές εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα.
Κατανοούμε ότι το κακό δεν είναι να κάνεις λανθασμένες εκτιμήσεις,
ούτε και το να προβαίνεις σε ενέργειες, οι οποίες εκ των αποτελεσμάτων κρίνονται ότι δεν ήταν σωστές. Στο κάτω-κάτω, όποιος έχει στόχο και δράση, θα κάνει και λάθη. Το κακό είναι να επαναλαμβάνεις τα ίδια λάθη και να μη διδάσκεσαι από αυτά.
Και αντιλαμβάνομαι ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ελλάδας έμαθε από αυτά.
Η μελέτη των ιστορικών στοιχείων με οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι οι Έλληνες κομμουνιστές,
όχι μόνο δεν είναι «δογματικοί» και «αποστεωμένοι» όπως τους κατηγορούν οι αντίπαλοί τους,
αλλά ότι δεν διστάζουν και νέους δρόμους να εξερευνούν και την τακτική τους να αναπροσαρμόζουν και την πορεία τους να μελετούν και να την κριτικάρουν.
Σε ένα μόνο δεν κάνουν πίσω, στο στόχο τους να οδηγήσουν την τάξη τους στην εξουσία.
Όσο για τις ανόητες κατηγορίες που εκπορεύονται από κάποια κέντρα, ότι τάχα οι κομμουνιστές αρνούνται να μπούνε σε αστικές κυβερνήσεις,
επειδή «φοβούνται» να αναλάβουν κυβερνητικές ευθύνες,
δεν είναι δυνατόν να ληφθούν στα σοβαρά υπόψη, εκτός κι αν κάποιος είναι πολύ εύπιστος ή αδαής.
Πόσο φαιδρά γίνονται αυτά τα «κέντρα», διαδίδοντας τέτοιες ανοησίες, όταν είναι πασίγνωστο και σε μένα όπως και σε όλον τον κόσμο,
ότι οι κομμουνιστές είναι μπροστάρηδες σε κάθε αγώνα, σε κάθε κινητοποίηση,
ότι οργανώνουν τη λαϊκή πάλη, διεκδικώντας όχι μόνο την άμεση επίλυση των καυτών προβλημάτων, αλλά προετοιμάζοντας την εργατική τάξη για την κατάκτηση της εξουσίας.
Ότι ποτέ τους δεν φοβήθηκαν ούτε φυλακές ούτε εξορίες, ότι, στον όμορφο αυτόν αγώνα, δεν δίστασαν να θυσιάσουν ακόμα και την ίδια τους τη ζωή!
Μην απορείς λοιπόν, ούτε να διαμαρτύρεσαι (είτε είσαι εργαζόμενος είτε όχι), όταν ένα Εργατικό - Κομμουνιστικό Κόμμα αρνείται να λάβει μέρος σε κυβερνήσεις του Αστικού Κράτους.
Έχει σοβαρότατους λόγους για να ακολουθεί αυτή την πολιτική, λόγοι που είναι σύμφωνοι με τον στρατηγικό του στόχο (με τον οποίο στόχο έχεις κάθε δικαίωμα να συμφωνείς ή να διαφωνείς),
δηλαδή την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος
και το πέρασμα της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής στα χέρια της Εργατικής Τάξης και της κοινωνίας ολόκληρης, για την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών.
Το πρόβλημα για ένα εργατικό κόμμα, δεν είναι αν θα χάσει ή θα κερδίσει μερικές βουλευτικές έδρες, αλλά αν με τη συμμετοχή του σε αστική κυβέρνηση θα ζημιώσει συνολικά την υπόθεση του λαού.
Το κομμουνιστικό κόμμα οφείλει να στρατεύεται με το μακροπρόθεσμο συμφέρον της Εργατικής Τάξης και όχι να μεταλλάσσεται σε «κυβερνώσα αριστερά», για να ικανοποιήσει προσωπικές φιλοδοξίες κάποιων στελεχών του και έτσι να στηρίζει τα συμφέροντα της ολιγαρχίας.