ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
Χριστέ, που μου άνθησε η καρδιά κάτω απ’ τον ίσκιο το φαιό
του Λόγου σου – άνθος σιωπηλό, της ευλογίας σου πλάσμα –
και μες στη φούχτα σου χολή κι όξος ρουφούσα το θεό,
μ’ επιείκεια δέξου το, παλιό τάμα, το νέο μου άσμα.
Αξίωσε το δούλο σου να σ’ αντικρύσει στη ματιά
με του οίχτου ωχρά τα δάχτυλα να’ αγγίξει την πληγή σου,
λευτερωμένο απ’ τη βαθειά του μυστηρίου σου γητειά
να γδύσει σε απ’ το ένδυμα της φωτεινής σιγής σου.
Χριστέ, τα πόδια ανάπαψε τα ματωμένα, που γυμνά
απ’ τ΄ αγκάθια πλήγιασαν κι από τις πορείες των χρόνων
στερνή φορά χαμήλωσε τα μάτια σου γλυκά, σεμνά
προς τους απλούς ανθρώπους σου, τους εραστές των πόνων.
Κάθησε στης υπομονής το παγερό, σκληρό σκαμνί,
βγάλε απ’ την κόμη την ξανθή το φωτεινό στεφάνι,
μέτρα τα δάκρυα πούμασες μέσα στου ελαίου σου το σταμνί
απ’ τους πτωχούς των πνεύματι που φίλησε η πλάνη.
Ασε και συ τα δάκρυα σου, μια και δεν ξέρεις να οργιστείς,
μακριά απ’ το μάταιο θάμπωμα του πρωτινού σου ονείρου
κι ως σου ταιριάζει ταπεινός, μπρος στο κατώφλι της κλειστής
θύρας, το κώνειο τώρα πιες του πόθου σου του στείρου.
Η Βασιλεία των Ουρανών πλημμύρισε αποπνιχτικά
απ’ των θλιμμένων και άρρωστων πιστών σου τα όσια ποίμνια
κι ούτε μια θέση απόμεινε πλάι τους να μείνεις, νεκρικά
ν’ ανθίζεις αγριολούλουδα στων θλίψεων τα συντρίμμια.
Και σ’ εξόρισαν – σούπρεπε – να γίνει δεν μπορούσε αλλιώς,
το αίμα ρουμπίνι φώτισε την σκιά του άξιου σου θρόνου
της εποχής σου σ’ έκλεισε και σένα ο σιδερένιος κλοιός
κι είταν το πνεύμα σου παιδί του Τόπου και του Χρόνου
Πόσες μορφές δεν άλλαξες πριν γεννηθείς μα και μετά
μες από χώρες και καιρούς, κι αν πράα είσουν ασπίδα
κι ανώφελη παρηγοριά – τα λόγια σου μέθης πιοτά-
σε κάναν όπλο εγκλήματος και σκλάβων αλυσσίδα.
Χριστέ το «ειρήνη πάσι» σου, «εν τούτω νίκα» έχει γενεί,
στη δόξα σου ακονίζονται οι σαρκοφάγοι οδόντες,
με τα μαλλιά σου τα χρυσά ουράνιο έπλεξαν σκοινί
να κρεμαστούν «μακάριοι οι πεινώντες και διψώντες»
Τώρα σου γράφουν τ΄όνομα στα έρμα πεδία των μαχών
-λευκάζοντας τις έναστρες νύχτες-όστα θυμάτων
αθώων, και θρήνοι αρμονικοί των κουρασμένων και φτωχών
στη χάρη σου αναπέμπουνε το ανείπωτο άσμα ασμάτων.
Στον ύπνο σ’ ονειρεύεται ο φαντάρος στο στενό του αμπρί
κι έξω πετιέται γυάλινος βολβός σ’ έντρομη κόγχη-
σε βλέπει Σένα, πούφεγγε κάποτε η όψη σου η λαμπρή,
άγριον εχθρό να του προτείνει αμείλιχτα τη λόγχη.
Χριστέ, που καταδέχτηκες να γεννηθείς σε ένα παχνί,
στ’ άχυρα που χρυσώσανε, στα κόπρια που ευωδιάσαν,
κοντά σε βόδια, σε βοσκούς που σ’ έβλεπαν με την αχνή
καλή ματιά – στων τυράννων το στέμμα σε θρονιάσαν.
Ω, εσύ, που μίλαες στα πουλιά, στου δάσους τα γυμνά κλαδιά,
στου αγρού τα κρίνα και γλυκά στον κάθε πόνο εστράφης –
σου κρέμασαν στο χέρι σου μιαν αρμαθιά βαριά κλειδιά
να κλεις μπουντρούμια, ιδιώνυμα γελώντας να υπογράφεις.
Συχώρα τον αμαρτωλό, Χριστέ, ο εργάτης σήμερα
καθώς πέφτει στην σκέψη των φυλακών η αυλαία
σε βλέπε με όψη βλοσυρή και με τα μάτια ανήμερα
να του απαγγέλεις την ποινή ίδιος με εισαγγελέα.
Χριστέ, που εδιάβης κι άνθησαν κρίνα οι ευλογίες σου λευκά
κι ήπιες νερό στου πένητα την ταπεινή παράγκα
κ’ έφεγγε η νύχτα ως έστρεφες γύρω τα μάτια σου γλαυκά
τώρα φρουρό σε βάλανε μπρος στων πλουσίων την μπάγκα.
Θάπρεπε να σε βλέπουνε τα’ αθώα παιδιά που με σκιερά
μάτια στην κούνια γείρανε και σώπασαν στον ύπνο
κι όμως σε βλέπουνε οι κλητοί σου μες στον κύκλο του παρά
να στρώνεις, δούλος ταπεινός, των τυράννων το δείπνο.
Και τ΄ονομά σου θάπρεπε να ψιθυρίζουν, ν’ απαντού
στάχυ στο στάχυ, καλαμιές που δείχνουν το φεγγάρι.
Τώρα τα μαύρα στόματα των πυροβόλων το βροντούν
και στίβεις μες στα χέρια σου τις νέες καρδιές σφουγγάρι.
Χριστέ, φραγμό σε στήσανε μπροστά στο δρόμο του φτωχού
και τ’ οργισμένο του υψώναν σ’ εκτάσεις όλβιο μάτι,
μα βάρυνε πολύ ο κασμάς σε χέρι εργάτη και πριχού
σκάψει τον τάφο του γκρεμίζει το άδειο σου παλάτι.
Χριστέ, η καρδιά σου είταν καρδιά όλου του κόσμου που πονεί,
μα έμεινε στην υποταγή δεμένη για να δένει
κι αν τρόμαξαν ποτέ οι εχθροί για την πλατειά σου τη φωνή
οι ίδιοι σου στεφανώσανε την όψη αντεστραμμένη.
Μα ο πόνος τώρα ωρίμασε κι έκφραση δίκιου βρήκε η οργή,
σπάνε οι αλυσσίδες της σκλαβιάς κ’ η υπομονή σου εχάθη,
και σε θωρώ στο νέο σταυρό, Χριστέ, στην ρόδινη αυγή
απ’ τον στερνό σου θάνατο η ζωή χαρά να πλάθει.
Τρακτέρ, 1930-40, Γιάννης Ρίτσος
*
Μου το θύμισε ο Nikos Varalis και τον ευχαριστώ.
Καλά να περάσετε όλοι.
...........................................