Συνολικές προβολές σελίδας

Translate

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιάννης Ρίτσος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιάννης Ρίτσος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

06 Ιανουαρίου, 2024

#Semina_Digeni: Η Νύχτα που Γεννήθηκε η «Ρωμιοσύνη». 6/1/1966.


Η νύχτα που γεννήθηκε η «Ρωμιοσύνη». 6/1/1966.
Το άρθρο μου σήμερα στον Ριζοσπάστη.
Μια τέτοια μέρα, ένας άντρας με ματωμένο πουκάμισο, κάθεται να γράψει τραγούδια.
Παίρνει κάτι τσαλακωμένα χαρτιά με ποιήματα και συνεχίζει αυτό που είχε ξεκινήσει ο ποιητής.
Τη μάχη, σώμα με σώμα, με τον θάνατο.
Με όλες τις μορφές θανάτου: Την καταπίεση, τη σκλαβιά, την αδικία, την εκμετάλλευση, την ανελευθερία.
Μια μάχη ως το «αταξικό γαλάζιο», όπως συνήθιζε να λέει ο ποιητής.
Ο χτυπημένος άντρας είναι ο Μίκης Θεοδωράκης.
Ο ποιητής ο Γιάννης Ρίτσος. Στα τσαλακωμένα χαρτιά - που είχαν ξεχαστεί χρόνια στο συρτάρι - είναι γραμμένη η «Ρωμιοσύνη». Εννέα ποιήματά της θα γίνουν εκείνη την παγωμένη νύχτα αθάνατα τραγούδια.
Το ημερολόγιο έδειχνε 6 Γενάρη του 1966.
Εποχή μεγάλων και δραματικών γεγονότων, με το πολιτικό κλίμα ιδιαίτερα οξυμένο. Εχουν ήδη προηγηθεί - μεταξύ άλλων - οι δολοφονίες του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη και του φοιτητή Σωτήρη Πέτρουλα. Ηταν οι μέρες που η Ελλάδα συγκλονιζόταν από ένα κύμα διαδηλώσεων, που πέρασαν στην Ιστορία ως το «κίνημα των 70 ημερών» ή «Ιουλιανά», στις οποίες πήραν μέρος τρεις γενιές: Της ΕΑΜικής Αντίστασης, της μεταπολεμικής εργατικής τάξης, της φοιτητικής και σπουδάζουσας νεολαίας, ακόμα και μαθητές. Πολιτικά κυριαρχούσε το αίτημα για ομαλή λειτουργία του κοινοβουλευτισμού, απαλλαγμένου από σκουριές του μετεμφυλιακού πλέγματος καταστολής.
Τα «Ιουλιανά», όμως, δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Ξεκινούσαν από την αρχή της δεκαετίας του '50 (αν όχι και νωρίτερα) κι έφταναν μέχρι την εκδίωξη του βασιλιά από τη χούντα τον Δεκέμβρη του 1967 και (από μια συνολικότερη οπτική) μέχρι το 1974.
Τυπικά, λοιπόν, οι διαδηλώσεις τον Ιούλη του 1965 ξεκίνησαν με αφορμή την παραίτηση της κυβέρνησης της Ενωσης Κέντρου, εξαιτίας της άρνησης του βασιλιά Κωνσταντίνου να υπογράψει το Βασιλικό Διάταγμα ανάληψης του υπουργείου Εθνικής Αμυνας από τον Γεώργιο Παπανδρέου.
Ηταν τότε που ο Γ. Παπανδρέου - με τις προσφιλείς του μεγαλοστομίες - προσπαθούσε να εγκλωβίσει το τεράστιο λαϊκό κίνημα στα στενά πλαίσια της πολιτικής του Κέντρου, βάζοντας παρασκηνιακά τρικλοποδιές στον λαό, ώσπου να οδηγήσει στο ξεθύμασμα.
Σε λίγους μήνες, η χώρα θα βυθιζόταν στο σκοτάδι της δικτατορίας των συνταγματαρχών και οι πρωταγωνιστές της ιστορίας της «Ρωμιοσύνης» θα έπαιρναν πάλι τον δρόμο της φυλακής και της εξορίας.
Τα ματωμένα Θεοφάνεια και το «κομμουνιστικό μίασμα»
Επιστρέφουμε, όμως, σ' εκείνα τα επεισοδιακά Θεοφάνεια, στον Πειραιά, στο κλίμα μπαρουταποθήκης. Ο Γεώργιος Παπανδρέου βρίσκεται στο λιμάνι, ενώ ο βασιλιάς Κωνσταντίνος και τα μέλη της κυβέρνησης Στέφανου Στεφανόπουλου στο Τουρκολίμανο.
Ο αγιασμός των υδάτων μετατρέπεται ταχύτατα σε μια οργισμένη διαδήλωση κατά του βασιλιά και της κυβέρνησης (αν προσθέσουμε και τη λαϊκή δυσαρέσκεια, μετά το πρωτοχρονιάτικο διάγγελμα του βασιλιά Κωνσταντίνου, στο οποίο έχει χαρακτηρίσει «μίασμα» τον κομμουνισμό, η εξέλιξη είναι αναμενόμενη).
Η πρωτοφανής λαϊκή κινητοποίηση κατατρομάζει την εξουσία (οι ξένοι ανταποκριτές μεταδίδουν για 50.000 κόσμου). Ο Μίκης είναι τότε πρόεδρος της Νεολαίας Λαμπράκη και επικεφαλής βουλευτής της αντιπροσωπείας της ΕΔΑ.
Εκεί, λοιπόν, κοντά στο Δημοτικό Θέατρο και την πλατεία Κοραή, χτυπιέται άγρια από αστυνομία και παρακρατικούς.
Ο Φώντας Λάδης στο βιβλίο του «Μίκης Θεοδωράκης: Το χρονικό μιας επανάστασης 1960 - 1967» (εκδ. «Εξάντας»), γράφει: «Αρχισε η επίθεση της αστυνομίας. Επεφταν με λύσσα σ' όποιον έβρισκαν στο πέρασμά τους. Ρίχτηκαν πάνω στο Μίκη. Τον τραυμάτισαν. Ενας αρχιφύλακας ούρλιαξε: Θεοδωράκη, Βούλγαρε»!
Οταν καταφέρνει, αγκομαχώντας και κουτσαίνοντας να γυρίσει στη Ν. Σμύρνη, στο σπίτι του, διαπιστώνει πως είναι βαριά χτυπημένος, με βαθιά τραύματα στο πρόσωπο και στο σώμα, με τα ρούχα του σκισμένα, γεμάτα αίματα και μέσα στις λάσπες. Πηγαίνει τότε κατευθείαν στο γραφείο του, για να μην τον δει κάποιος από την οικογένειά του και τρομάξει με το θέαμα. Θέλει κάπου να ξεσπάσει, το ηφαίστειο μέσα του κοχλάζει. Ανοίγει το συρτάρι του, βρίσκει μέσα εκείνα τα παλιά χειρόγραφα που του είχε στείλει - μέσω των γυναικών των πολιτικών κρατουμένων - ο Γιάννης Ρίτσος. Αρχίζει να θυμάται. Κάπου στις αρχές του 1962, μία οργάνωση γυναικών που αγωνιζόταν για την αποφυλάκιση των κρατουμένων, είχε έρθει στο σπίτι του, του είχε δώσει τα ποιήματα του Ρίτσου και τον παρακαλούσε να βγάλει έναν δίσκο, να ευαισθητοποιήσει την κοινή γνώμη, μήπως βγουν οι άντρες τους από τις φυλακές.
Τα διαβάζει.
Καιρό μετά, ο Μίκης εξομολογείται:
«Επιασα στα χέρια μου τα χειρόγραφα και όταν διάβασα το στίχο "Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό", είπα πως έφτασε η ώρα της Ρωμιοσύνης και έκατσα στο πιάνο».
Εχει πάθος, πείσμα, θυμό, έχει όμως και έμπνευση. Γίνεται ένα με τα τσαλακωμένα χαρτιά, και μέσα στις επόμενες ώρες καταφέρνει το απίθανο. Μελοποιεί, σε χρόνο - ρεκόρ, εννέα τραγούδια από τη «Ρωμιοσύνη»!
Οι φωτεινοί ύμνοι των εξεγέρσεων!
Πού να φανταζόταν πως αυτά που θα δημιουργούσε εκείνη την έκτη νύχτα του Γενάρη, σε λίγο καιρό, μέσα στην κόλαση της χούντας, θα γίνονταν οι φωτεινοί ύμνοι των εξεγέρσεων, των διαδηλώσεων, των εξοριών, του Πολυτεχνείου.
Πού να φανταζόταν πως ακόμη και σήμερα, παραπάνω από μισό αιώνα μετά, μ' αυτά τα τραγούδια του, θα κατεβαίνουμε πάλι στις κινητοποιήσεις, αυτά θα τραγουδάμε κι απ' αυτά θα παίρνουμε δύναμη. Τραγούδια πιο ισχυρά κι από όπλα. Αφού ξέρουμε πια, πως:
«Οταν σφίγγουν το χέρι,
ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο
όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι
φεύγει μες απ' τα άγρια γένια τους.
όταν κοιμούνται,
δώδεκα άστρα πέφτουν απ' τις άδειες τσέπες τους,
όταν σκοτώνονται
η ζωή τραβάει την ανηφόρα
με σημαίες και με ταμπούρλα».
Ο Αραγκόν έχει πει για τον Ρίτσο:
«...Πάνε πάνω από είκοσι χρόνια, που μου φέραν στίχους μεταφρασμένους απ' τα ελληνικά, ενός ποιητή για να διορθώσω τα γαλλικά τους. Αξαφνα ένιωσα ένα σφίξιμο στο λαρύγγι και το παράξενο είναι πως αργότερα, κάθε φορά που μου φέρναν στίχους, καλά είτε κακά μεταφρασμένους, αυτού του άγνωστου, ένιωθα ανίκανος να κυριαρχήσω στα δάκρυά μου... Ολα γίνονται σάμπως ο ποιητής αυτός να γνώριζε το μυστικό της ψυχής μου, και να ήξερε, μόνος αυτός, να με συγκλονίζει έτσι. Στην αρχή δεν ήξερα πως ήταν ο πιο μεγάλος απ' τους ζώντες ποιητές της εποχής αυτής. Ορκίζομαι πως δεν το ήξερα. Το έμαθα σταδιακά, από το ένα ποίημα στο άλλο, παρά λίγο να πω από το ένα μυστικό στο άλλο, γιατί κάθε φορά ένιωθα τον συγκλονισμό μιας αποκάλυψης. Η αποκάλυψη ενός ανθρώπου και μιας χώρας, τα βάθη ενός ανθρώπου και τα βάθη μιας χώρας...».
(Κείμενο του Λουί Αραγκόν με τίτλο «Ο μεγαλύτερος ζων ποιητής ονομάζεται Γιάννης Ρίτσος»)
«Το ψωμί σώθηκε,
τα βόλια σώθηκαν,
γεμίζουν τώρα τα κανόνια τους
μόνο με την καρδιά τους».
Για τη «Ρωμιοσύνη» η κόρη του ποιητή, η συγγραφέας Ερη Ριτσου, έχει ξεκαθαρίσει:
«Είτε φασίστες την τραγουδήσουν, είτε πατριδολάγνοι, είτε πατριδοκάπηλοι, είτε δοσίλογοι, είτε άσχετοι, είτε ανύποπτοι, η "Ρωμιοσύνη" είναι το ποίημα που είναι, γράφτηκε για τον λόγο που γράφτηκε και αυτό δεν αλλάζει».
Ο Ρίτσος δεν απομακρύνεται ποτέ από τους συντρόφους του, είναι δοσμένος πάντα σε αυτούς. Σ' αυτούς καταλήγει και στη ζωή και στην ποίηση. Εκεί, δίπλα σ' αυτούς και μέσα στο Κόμμα, λέει πως βρίσκει την πλήρωση και τη δικαίωση της ζωής του:
«Κάθε φορά ξαναγυρνάω κοντά σας
κι είναι μια χαρά για μένα
να ξέρω πως με περιμένετε, να ξέρω την ωραία υπομονή σας
και τη βαθύτητα της εμπιστοσύνης σας.
Λοιπόν αφήστε με
να ξαναγράφω τ' άρθρα της πίστης μας,
με την απλή ιερατικότητα μαθητευόμενου,
με τον γλυκύ ενθουσιασμό του νέου προσήλωτου
που αποστηθίζει τ' άρθρα ζωής,
γραμμένα με μεγάλα κόκκινα γράμματα (...)».
Η ποίηση του Ρίτσου είναι μέρος της επανάστασης
Πιστεύω - και δεν ξεχνώ ποτέ - κάθε λέξη του αξέχαστου οικογενειακού φίλου και σημαντικού σκηνοθέτη Νίκου Αντωνάκου, που επεσήμαινε: «Το έργο του Γιάννη Ρίτσου είναι μέρος της ανθρώπινης ιστορίας. Είναι μέρος της πολιτικής και οικονομικής επιστήμης. Είναι μέρος της φιλοσοφικής και επιστημονικής γνώσης. Είναι εργαλείο στα χέρια της εργατικής τάξης. Είναι μέρος της επανάστασης».
Επαψα δίπλα του να αναρωτιέμαι αν η ποίηση θα μας σώσει. Μαθαίνω μέσα από τις ατέλειωτες συζητήσεις - στην εφηβεία μου - με τον Αντωνάκο πως οι πραγματικοί ποιητές δεν γράφουν για να περνάει ο χρόνος. Γράφουν για να αποκτάει αξία ο χρόνος και τα ποιήματα του Ρίτσου, όπως και η ζωή του, είναι η δική του συμμετοχή στην επανάσταση. Γράφει για να συνεισφέρει και αυτός στην έφοδο στους ουρανούς!
Πάντα, όμως, μαζί με τη μεγάλη του περιουσία, τους συντρόφους του.
Σ' αυτούς που γύριζε πάντα κι ο άλλος μεγάλος ποιητής, ο Γιώργος Κακουλίδης, που πίστευε πως «η ποίηση πρέπει ν' αναγνωριστεί ως μία εκ των πολεμικών τεχνών, ως πράξη που ανατρέπει τα αποτρόπαια όρια της Ιστορίας».
Και συμπλήρωνε:
«Πάντοτε στα δύσκολα ακούω τον ψίθυρο των Διακοσίων του Σκοπευτηρίου, που μου λένε πως ό,τι κάνουμε το κάνουμε για λόγους "ορθοστασίας" ενάντια στην άβυσσο που μας περιβάλλει. Για το στοίχημα που επέβαλαν οι κομμουνιστές του "εμείς", μακριά από το "εγώ"».
Απέναντι σε όσα έρθουν αυτήν τη νέα χρονιά, σε όλα όσα βάρβαρα κι απάνθρωπα υπαγορεύσει ο νόμος του κέρδους, σ' όλες τις άγριες επιθέσεις που θα εξαπολύσουν το κεφάλαιο και τα κόμματά του, ένας είναι ο δρόμος. Αυτός που ήταν πάντα. Ο δρόμος του αγώνα και της διεκδίκησης.
Και πάντα, μ' εκείνα τα τραγούδια που γράφτηκαν μια τέτοια μέρα, από έναν άντρα με ματωμένο πουκάμισο κι έναν εξόριστο ποιητή.
Καλή χρονιά

10 Φεβρουαρίου, 2018

--ΚΟΥΔΟΥΝΙΖΟΥΝ ΤΙΣ ΝΥΧΤΕΣ--


Α Ν Α Δ Ρ Ο Μ Η

Σαπουνόνερα, λάσπη, αγριόχορτα,
σημαδεμένοι τοίχοι –
πόσοι εκτελεσμένοι.
Τα κουμπιά απ’ τα σακάκια τους,
απ’ τα πουκάμισά τους,
μαζεμένα
σ’ ένα κουτί σιδερένιο,
κουδουνίζουν τις νύχτες.
Ράβω, ξεράβω στίχους
να τούς κουμπώσω ως το λαιμό
μη μου κρυώσουν,
μη και μου ξεχαστούνε,
μην ξεχαστώ μαζί κι εγώ.

                                          Αθήνα, 15.ΙΙΙ.85

Μονεμβασιά, Πρωτομαγιά 1909 - Αθήνα, 11 Νοεμβρίου 1990
Σχέδιο, Μπάμπης Ζαφειράτος, 10.V.2015 (Μελάνι, 29 χ 21 εκ.)
Αλιεύτηκε από: https://zbabis.blogspot.gr/2014/05/25.html


13 Απριλίου, 2017

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟ


ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟ

Χριστέ, που μου άνθησε η καρδιά κάτω απ’ τον ίσκιο το φαιό
του Λόγου σου – άνθος σιωπηλό, της ευλογίας σου πλάσμα –
και μες στη φούχτα σου χολή κι όξος ρουφούσα το θεό,
μ’ επιείκεια δέξου το, παλιό τάμα, το νέο μου άσμα.

Αξίωσε το δούλο σου να σ’ αντικρύσει στη ματιά
με του οίχτου ωχρά τα δάχτυλα να’ αγγίξει την πληγή σου,
λευτερωμένο απ’ τη βαθειά του μυστηρίου σου γητειά
να γδύσει σε απ’ το ένδυμα της φωτεινής σιγής σου.

Χριστέ, τα πόδια ανάπαψε τα ματωμένα, που γυμνά
απ’ τ΄ αγκάθια πλήγιασαν κι από τις πορείες των χρόνων
στερνή φορά χαμήλωσε τα μάτια σου γλυκά, σεμνά
προς τους απλούς ανθρώπους σου, τους εραστές των πόνων.

Κάθησε στης υπομονής το παγερό, σκληρό σκαμνί,
βγάλε απ’ την κόμη την ξανθή το φωτεινό στεφάνι,
μέτρα τα δάκρυα πούμασες μέσα στου ελαίου σου το σταμνί
απ’ τους πτωχούς των πνεύματι που φίλησε η πλάνη.

Ασε και συ τα δάκρυα σου, μια και δεν ξέρεις να οργιστείς,
μακριά απ’ το μάταιο θάμπωμα του πρωτινού σου ονείρου
κι ως σου ταιριάζει ταπεινός, μπρος στο κατώφλι της κλειστής
θύρας, το κώνειο τώρα πιες του πόθου σου του στείρου.

Η Βασιλεία των Ουρανών πλημμύρισε αποπνιχτικά
απ’ των θλιμμένων και άρρωστων πιστών σου τα όσια ποίμνια
κι ούτε μια θέση απόμεινε πλάι τους να μείνεις, νεκρικά
ν’ ανθίζεις αγριολούλουδα στων θλίψεων τα συντρίμμια.

Και σ’ εξόρισαν – σούπρεπε – να γίνει δεν μπορούσε αλλιώς,
το αίμα ρουμπίνι φώτισε την σκιά του άξιου σου θρόνου
της εποχής σου σ’ έκλεισε και σένα ο σιδερένιος κλοιός
κι είταν το πνεύμα σου παιδί του Τόπου και του Χρόνου

Πόσες μορφές δεν άλλαξες πριν γεννηθείς μα και μετά
μες από χώρες και καιρούς, κι αν πράα είσουν ασπίδα
κι ανώφελη παρηγοριά – τα λόγια σου μέθης πιοτά-
σε κάναν όπλο εγκλήματος και σκλάβων αλυσσίδα.

Χριστέ το «ειρήνη πάσι» σου, «εν τούτω νίκα» έχει γενεί,
στη δόξα σου ακονίζονται οι σαρκοφάγοι οδόντες,
με τα μαλλιά σου τα χρυσά ουράνιο έπλεξαν σκοινί
να κρεμαστούν «μακάριοι οι πεινώντες και διψώντες»

Τώρα σου γράφουν τ΄όνομα στα έρμα πεδία των μαχών
-λευκάζοντας τις έναστρες νύχτες-όστα θυμάτων
αθώων, και θρήνοι αρμονικοί των κουρασμένων και φτωχών
στη χάρη σου αναπέμπουνε το ανείπωτο άσμα ασμάτων.

Στον ύπνο σ’ ονειρεύεται ο φαντάρος στο στενό του αμπρί
κι έξω πετιέται γυάλινος βολβός σ’ έντρομη κόγχη-
σε βλέπει Σένα, πούφεγγε κάποτε η όψη σου η λαμπρή,
άγριον εχθρό να του προτείνει αμείλιχτα τη λόγχη.

Χριστέ, που καταδέχτηκες να γεννηθείς σε ένα παχνί,
στ’ άχυρα που χρυσώσανε, στα κόπρια που ευωδιάσαν,
κοντά σε βόδια, σε βοσκούς που σ’ έβλεπαν με την αχνή
καλή ματιά – στων τυράννων το στέμμα σε θρονιάσαν.

Ω, εσύ, που μίλαες στα πουλιά, στου δάσους τα γυμνά κλαδιά,
στου αγρού τα κρίνα και γλυκά στον κάθε πόνο εστράφης – 
σου κρέμασαν στο χέρι σου μιαν αρμαθιά βαριά κλειδιά
να κλεις μπουντρούμια, ιδιώνυμα γελώντας να υπογράφεις.

Συχώρα τον αμαρτωλό, Χριστέ, ο εργάτης σήμερα
καθώς πέφτει στην σκέψη των φυλακών η αυλαία
σε βλέπε με όψη βλοσυρή και με τα μάτια ανήμερα
να του απαγγέλεις την ποινή ίδιος με εισαγγελέα.

Χριστέ, που εδιάβης κι άνθησαν κρίνα οι ευλογίες σου λευκά
κι ήπιες νερό στου πένητα την ταπεινή παράγκα
κ’ έφεγγε η νύχτα ως έστρεφες γύρω τα μάτια σου γλαυκά
τώρα φρουρό σε βάλανε μπρος στων πλουσίων την μπάγκα.

Θάπρεπε να σε βλέπουνε τα’ αθώα παιδιά που με σκιερά
μάτια στην κούνια γείρανε και σώπασαν στον ύπνο
κι όμως σε βλέπουνε οι κλητοί σου μες στον κύκλο του παρά
να στρώνεις, δούλος ταπεινός, των τυράννων το δείπνο.

Και τ΄ονομά σου θάπρεπε να ψιθυρίζουν, ν’ απαντού
στάχυ στο στάχυ, καλαμιές που δείχνουν το φεγγάρι.
Τώρα τα μαύρα στόματα των πυροβόλων το βροντούν
και στίβεις μες στα χέρια σου τις νέες καρδιές σφουγγάρι.

Χριστέ, φραγμό σε στήσανε μπροστά στο δρόμο του φτωχού
και τ’ οργισμένο του υψώναν σ’ εκτάσεις όλβιο μάτι,
μα βάρυνε πολύ ο κασμάς σε χέρι εργάτη και πριχού
σκάψει τον τάφο του γκρεμίζει το άδειο σου παλάτι.

Χριστέ, η καρδιά σου είταν καρδιά όλου του κόσμου που πονεί,
μα έμεινε στην υποταγή δεμένη για να δένει
κι αν τρόμαξαν ποτέ οι εχθροί για την πλατειά σου τη φωνή
οι ίδιοι σου στεφανώσανε την όψη αντεστραμμένη.

Μα ο πόνος τώρα ωρίμασε κι έκφραση δίκιου βρήκε η οργή,
σπάνε οι αλυσσίδες της σκλαβιάς κ’ η υπομονή σου εχάθη,
και σε θωρώ στο νέο σταυρό, Χριστέ, στην ρόδινη αυγή
απ’ τον στερνό σου θάνατο η ζωή χαρά να πλάθει.
Τρακτέρ, 1930-40, Γιάννης Ρίτσος

*
Μου το θύμισε ο Nikos Varalis και τον ευχαριστώ. 
Καλά να περάσετε όλοι.
...........................................

παρουσίαση - αντιγραφή κειμένου: Viva La Revolucion



11 Νοεμβρίου, 2016

«Η ποίηση πρέπει να είναι ένας οδηγός μάχης κι ευτυχίας, ένα όπλο στα χέρια του λαϊκού αγωνιστή και μια σημαία στα χέρια της Ελευθερίας».

«Τον κόσμο αγκάλιασα και να, τον κόσμο εντός μου βάζω... »
26 χρόνια από το θάνατο του Γιάννη Ρίτσου
Είκοσι έξι χρόνια «απουσίας» του ποιητή της Ρωμιοσύνης, του Γιάννη Ρίτσου, συμπληρώνονται σήμερα, 11 Νοέμβρη, αλλά αδιάκοπα προβάλλει η τεράστια, διαχρονική, αλλά και επίκαιρη αξία του έργου του - ποιητικού, πεζογραφικού, δραματουργικού. 
Εργο «κληρονομιά» όχι μόνο του λαού μας, αλλά και των λαών όλου του κόσμου, γιατί ήταν έργο «(...) θύμηση από 'να ψωμί πολύ προσεχτικά μοιρασμένο/ κι αυτό που λέγαμε "πατρίδα" κρυφά μιλημένο τις νύχτες».
Η πανανθρώπινη αξία και το μέγα κάλλος του έργου του κατέστησαν τον Γιάννη Ρίτσο , όχι μόνον «Ποιητή της Ρωμιοσύνης», αλλά και της οικουμένης. 
Οσο ζούσε, ήταν ο πιο πολυμεταφρασμένος σχεδόν σε όλο τον κόσμο Ελληνας ποιητής, μετά τον Καβάφη (σε πολλές χώρες υπερτερούσε και του Καβάφη). 
Αλλά και μετά το θάνατό του παραμένει ο πιο πολυμεταφρασμένος, γεγονός που αποδείχνει πόσο πολύ επίκαιρο, πόσο πολύ σύγχρονο είναι το έργο του.
«Εμείς οι νεότεροι που κληθήκαμε, όπως λένε, την ύστατη στιγμή για να δρέψουμε τάχα τη δόξα την ετοιμασμένη με τα δικά σας όπλα, με τις δικές σας πληγές, με το δικό σας θάνατο, γνωρίζουμε κι εμείς κι αναγνωρίζουμε, κι έχουμε, ναι, κι εμείς τις πληγές μας σ' άλλο σημείο του σώματος - πληγές αθώρητες, χωρίς το αντίβαρο της περηφάνιας και του αξιοσέβαστου αίματος του χυμένου ορατά, σε ορατές μάχες, σε ορατά αγωνίσματα. 
Μια τέτοια δόξα ας μας έλειπε - ποιος τους την ζήτησε;
 Μήτε μιαν ώρα δεν είχαμε δική μας, πληρώνοντας τα χρέη και τις υποθήκες άλλων»... («Φιλοκτήτης», Αθήνα, Σάμος, Μάης 1963 - Οχτώβρης 1965).
Οδηγός μάχης και ευτυχίας

Η κοινωνική αποστολή βρίσκεται μέσα στη φύση της Τέχνης. 
Η Τέχνη αρδεύεται από την κοινωνία και απευθύνεται στην κοινωνία. 
Οπως είχε πει σε μια συζήτηση με το προσωπικό του «Ριζοσπάστη» ο Γιάννης Ρίτσος για την ποίηση: 
«Οι μαρξιστές αισθητικοί μάς είπαν ότι οι ποιητές είναι οι οργανωτές του κοινωνικού συναισθήματος. 
Οχι μονάχα απηχούν, όχι μονάχα αντανακλούν τα γενικότερα κοινωνικά αισθήματα, αλλά τα οργανώνουν». 
«Η ποίηση πρέπει να είναι ένας οδηγός μάχης κι ευτυχίας, ένα όπλο στα χέρια του λαϊκού αγωνιστή και μια σημαία στα χέρια της Ελευθερίας».
Ο Γιάννης Ρίτσος έχοντας συνείδηση της κοινωνικής, της ανθρώπινης αποστολής του, που του αναθέτει η ποίηση και που αυτός αναθέτει στην ποίησή του, 
μας «σηκώνει ψηλότερα» από τη λήθη της Ιστορίας, 
για να μας θυμίσει πόσο η ανθρώπινη ύπαρξη έχει τη δύναμη και την υποχρέωση να αντιδικήσει με την αρχή και την τάξη, αλλά και πως μια ανθρώπινη ύπαρξη μπορεί να εμπεριέχει όλες τις αντιθέσεις, τις αντιφάσεις, την ειλικρίνεια, τις ενοχές, τις επιθυμίες και τις αναστολές που υπάρχουν σε κάθε άνθρωπο. 
Ο Γιάννης Ρίτσος υπήρξε ο αδιάψευστος μάρτυρας της δικής του εποχής.
 Γιατί, συνταιριάζοντας τα βήματά του με το κομμουνιστικό κίνημα, βίωσε και περιέγραψε τις περιπέτειες της Ελλάδας τις περισσότερες από τις δεκαετίες του περασμένου αιώνα.
«Πιάνουμε μια κουβέντα - κόβεται στη μέση./ Πάμε να χτίσουμε έναν τοίχο - δε μας αφήνουν να τελειώσουμε./ Και το τραγούδι μας κομμένο./ Ολα τ' αποτελειώνει ο ορίζοντας»... 
Με αυτούς τους τέσσερις στίχους από το ποίημα «Πάντα», του «Πέτρινου χρόνου», 
ο Γιάννης Ρίτσος περιγράφει μια φοβερή πραγματικότητα. 
Την πραγματικότητα της Μακρονήσου, όπου ο ποιητής μεταφέρεται ως εξόριστος το 1949. 
Εχει προηγηθεί η εξορία του στο Κοντοπούλι της Λήμνου, όπου γράφει τα «Ημερολόγια εξορίας», τα οποία συνεχίζει στη Μακρόνησο. Εκεί συνθέτει και τον «Πέτρινο χρόνο». Εκεί αναμετράται με το θάνατο, από άλλη σκοπιά τώρα. Στη Μακρόνησο, κάθε μέρα είναι και μια δοκιμασία. Βασανιστήρια, αγγαρείες, σωματικές τιμωρίες, ψυχικές πιέσεις. 

Οι εξόριστοι, και μαζί τους ο ποιητής που νιώθει: «Ολα τα μοιραστήκαμε, σύντροφοι,/ το ψωμί, το νερό, το τσιγάρο, τον καημό, την ελπίδα,/ τώρα μπορούμε να ζήσουμε ή να πεθάνουμε/ απλά κι όμορφα-/ σαν ν' ανοίγουμε μια πόρτα το πρωί/ και να λέμε καλημέρα στον ήλιο και στον κόσμο».
... κάτι απ' τις "ρίζες της ζωής"
Καμιά φορά, 
η βαριά ατμόσφαιρα στο στρατόπεδο γίνεται ακόμα πιο βαριά όταν πληροφορούνται το θάνατο των συντρόφων τους. 
Η τραγική ατμόσφαιρα αποτυπώνεται στο ποίημα «Ο Αλέξης»: 
«Τι ήσυχος που ήσουν, Αλέξη,-/ νύχτα - νύχτα σε ξύπνησαν, σύντροφε,/ δεν πρόφτασες καλά - καλά να δέσεις τον μπόγο σου,/ δεν πρόφτασες να δέσεις τις αρβύλες σου. Προσέξαμε-/ σα δρασκελούσες την πόρτα του αντίσκηνου,/ τόνα σου κορδόνι λυμένο σέρνονταν στο χώμα. Φοβηθήκαμε/ μη και σκοντάψεις, σύντροφε. Κατάλαβες/ και χαμογέλασες. Χαμογελάσαμε»...
«Και μεις είμαστε χαρούμενοι, σύντροφε. Κοίταξέ μας - δεν κλαίμε», συνεχίζει το ποίημα του Αλέξη. «Οχι σύντροφε. Κλαίμε. Δεν το κρύβουμε./ Γιατί 'μαστε κομμουνιστές, και σ' αγαπάμε, σύντροφε,/ και θα λείψεις απ' τον αγώνα μας, και θα μας λείψεις».

Ηθελε να τον δένει η ποίησή του σφιχτά και παντοτινά με τον πόνο του άλλου: «Από την πληγή μου κοίταξα / του κόσμου την πληγή / Ξένη απ' τον άνθρωπο η χαρά / Ξένοι απ' το δίκιο οι νόμοι». Στόχος του Ρίτσου είναι μια ζωή με δικαιοσύνη για όλους: «Τον κόσμο αγκάλιασα και να / τον κόσμο εντός μου βάζω...».

Ο Γ. Ρίτσος μάς έδωσε όμως και αξιόλογα δείγματα ζωγραφικής τέχνης που αποκαλύπτουν τη μοναδικότητα, την ευαισθησία, το ρομαντισμό και τα πάθη του. 
Η ζωγραφική πάνω σε πέτρες τον ενδιέφερε για τους διαφορετικούς χρωματικούς σχεδιασμούς και τα φυσικά τους σχέδια. 
Ομως, τα πιο δυνατά βιώματα αποτυπώθηκαν στις ρίζες που ξέβραζε η θάλασσα: άγριες και ροζιασμένες, τις οποίες μετέτρεψε σε μαρτυρικές φυσιογνωμίες, γέρικα πρόσωπα και ανθρωπόμορφα τέρατα. 
«Η ρίζα έχει κάτι απ' τα απώτερα μυστικά της ανθρώπινης ύπαρξης, κάτι απ' τις "ρίζες της ζωής" - κάτι πρωτόγονο ή μάλλον αρχέγονο, καταγωγικό - μια συστολή, μια αγωνία, μιαν αισθησιακή αδηφαγία - το ακαταμάχητο, το τυφλό και πολυόμματο ένστικτο της αυτοσυντήρησης και της διαιώνισης, αμεταμφίεστο, απροσποίητο, ολόγυμνο, κτηνώδες, αισχρό, θεϊκό».


21 Ιουλίου, 2016

21-7-1965 στην Αθήνα έπεφτε νεκρός από χτυπήματα αστυνομικών ο νεολαίος αγωνιστής, στέλεχος της Δ.Ν.Λ. Σωτήρης Πέτρουλας


Στις 21 Ιούλη του 1965, το βράδυ έπεφτε νεκρός στην Αθήνα από τα χτυπήματα των αστυνομικών 
ο νεολαίος αγωνιστής, στέλεχος της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη Σωτήρης Πέτρουλας.
Μια ακόμα μαύρη σελίδα είχε γραφτεί στη σύγχρονη ιστορία μας.
«Μικρό δοξαστικό ελεγείο, στο Σωτήρη Πέτρουλα»:
“Είχες το κάλλος και το φως, το δίκιο και τα νιάτα
κι ορθός τη στράτα τράβαγες κι ας σου ‘κραζαν «σταμάτα».

Σπαθάκι- λεϊμονόφυλλο στο χέρι σου όλο κι όλο,
μπρος στη δαγκάνα του σκορπιού και της οχιάς το δόλο.

Μα η λεβεντιά σου βρόνταγε ψηλά στα χρυσαλώνια
χίλια κανόνια κι άλλα δυο- της λευτεριάς κανόνια.

Κι αγάλλονταν οι κορασιές στα ρόδινα περγιάλια
και μες στις σκοτεινές μονιές λουφάζαν τα τσακάλια.

Αχ, πώς σε βρήκε το κακό με το καυτό μολύβι
και τ’ ανθισμένο θώρι σου μ’ ωχρόν αχνό μας κρύβει;

Για δες, καλέ μας, γύρω σου τι γήλιος και τι μύρα
και τι σημαίες και τι καρδιές- τη νίκησες τη μοίρα.

Γιατί όποιος πράττει το καλό κι όποιος γι αυτό πεθαίνει,
πίνει τ’ αθάνατο νερό και στο καλό απομένει.

Και με τα νιάτα η νιότη σου ζυμώνεται κι αντρειεύει,
σπαθί- δαφνόφυλλο από φως που καταλύει τα ερέβη.”
(Γιάννης Ρίτσος, "Συντροφικά τραγούδια", εκδ. Σύγχρονη. Εποχή.)