Με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η Γερμανία βρέθηκε με μια αδύναμη οικονομία, από την οποία έλειπε εκείνο που την χαρακτήριζε προπολεμικά, η βαριά βιομηχανία.
Επιπρόσθετα είχε την υποχρέωση να εξοφλήσει το δημόσιο χρέος που κουβαλούσε από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα δάνεια που είχε πάρει κατά την περίοδο του μεσοπολέμου και τα δάνεια που είχε ληστρικά αρπάξει από τις διάφορες χώρες που είχε καταλάβει κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ήταν προφανές ότι κάτω από τέτοιες συνθήκες η οικονομική ανάκαμψη της χώρας θα ήταν εξαιρετικά χρονοβόρα, αφού δεν θα είχε τη δυνατότητα να παράξει επαρκές πρωτογενές πλεόνασμα.
Η ριζική μείωση χρέους και η ταχεία ανοικοδόμηση της Δυτικής Γερμανίας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο κατέστησαν δυνατές, χάρη στην πολιτική βούληση των πιστωτών της, ήτοι των Ηνωμένων Πολιτειών και των βασικών δυτικών συμμάχων τους (Βρετανία, Γαλλία).
Έτσι ο βασικός λόγος για τον οποίο η μεταπολεμική Γερμανία κατάφερε να ξεπεράσει σε χρόνο – ρεκόρ τα οικονομικά προβλήματα ήταν η συμφωνία της 23ης Φεβρουάριου του 1953.
Τι ακριβώς προέβλεπε αυτή η συμφωνία;
Η τριμερής επιτροπή για το γερμανικό εξωτερικό Χρέος, που δημιούργησαν η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία και οι ΗΠΑ ξεκίνησε από τον Ιούνιο του 1951 – σε συνεργασία με τη γερμανική πλευρά – την καταμέτρηση των συνολικών υποχρεώσεων της ηττημένης πλευράς, καθώς και την έρευνα τρόπου αποπληρωμής αυτών.
Οι τρεις αυτές χώρες θεωρούσαν πρωταρχικό στοιχείο να καθοριστεί το ποσό που θα μπορούσε να καταβάλλει η Γερμανία ετησίως έναντι της συνολικής της οφειλής.
Η συμφωνία κατέληξε στην εντυπωσιακή μείωση του χρέους κατά περίπου 60% και υπογράφηκε από τις κυβερνήσεις του Βελγίου, του Καναδά, της Δανίας, της Γαλλίας, της Ελλάδας, του Ιράν, της Ιρλανδίας, της Ιταλίας, του Λουξεμβούργου, της Νορβηγίας, του Πακιστάν, της Ισπανίας, της Σουηδίας, της Ελβετίας, της Νοτίου Αφρικής, του Ηνωμένου Βασιλείου, των ΗΠΑ και της (ενωμένης τότε) Γιουγκοσλαβίας.
Οικονομικές απαιτήσεις από τη Γερμανία είχαν 70 χώρες και το 1953 το συνολικό χρέος της χώρας ανερχόταν σε 30 δισ. μάρκα (σχεδόν 15,3 δισ. ευρώ) και αντιστοιχούσε μόλις στο 23% του ΑΕΠ. Το μισό χρέος αφορούσε την προπολεμική και το υπόλοιπο τη μεταπολεμική περίοδο.
Στη διάρκεια της συμφωνίας του Λονδίνου τα ποσά μειώθηκαν σε 7,5 δισ. μάρκα για την πρώτη περίοδο και σε 7 δισ. μάρκα για τη δεύτερη. Σε ποσοστό, αυτό αντιπροσωπεύει μείωση κατά 62,6%.
Επιπλέον, η συμφωνία προέβλεπε τη δυνατότητα αναστολής των πληρωμών για να επαναδιαπραγματευθούν οι όροι, αν συνέβαινε μια ουσιαστική αλλαγή που περιόριζε τη διαθεσιμότητα των πόρων.
Για να διασφαλιστεί ότι η οικονομία της Δυτικής Γερμανίας έμπαινε πραγματικά σε επανεκκίνηση ώστε να αποτελεί ένα κεντρικό και σταθερό στοιχείο στο ατλαντικό μπλοκ ενώπιον του ανατολικού μπλοκ, οι Σύμμαχοι πιστωτές έκαναν πολύ σημαντικές παραχωρήσεις προς τις χρεωκοπημένες γερμανικές αρχές και εταιρείες που υπερέβαιναν κατά πολύ μια απλή μείωση του χρέους.
Την εποχή εκείνη η Ευρώπη χρειαζόταν μια ισχυρή Δυτική Γερμανία ως προπύργιο ενάντια στον κομμουνισμό. Έτσι οι πιστωτές της χώρας συναντήθηκαν στο Λονδίνο και έδειξαν ότι έχουν κατανοήσει ότι έπρεπε να βοηθήσουν μια χώρα να ανακάμψει από την καταστροφή. Έδειξαν επίσης κατανόηση στο γεγονός ότι το χρέος δεν μπορεί ποτέ να θεωρηθεί ευθύνη του οφειλέτη και μόνο.
Η Ελλάδα πήρε μέρος οικειοθελώς σε μια συμφωνία για να συμβάλλει στη δημιουργία μιας σταθερής και ευημερούσας Δυτικής Ευρώπης, παρά τα εγκλήματα πολέμου, που οι Γερμανοί κατακτητές είχαν προκαλέσει μόλις λίγα χρόνια πριν.
Βασική ιδέα
Η βασική αρχή ήταν πως η Γερμανία υποχρεωνόταν να αποπληρώσει το χρέος, που απέμεινε μετά τη διαγραφή, διατηρώντας ένα επίπεδο ανάπτυξης, που θα την καθιστά ικανή να ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις της και να βελτιώνει παραλλήλως το βιοτικό επίπεδο του λαού της. Θα επέστρεφε στη φερεγγυότητα χωρίς ο δρόμος αυτός να περνά μέσα από τη φτώχεια του πληθυσμού της. Επιπλέον, αν η εκπλήρωση αυτών των όρων υπερέβαινε τις πραγματικές δυνατότητές της, θα επανεξεταζόταν η γενική συμφωνία, μ΄ επιμέρους διαπραγματεύσεις.
Από τη γερμανική πλευρά «αρχιτέκτονας» της συμφωνίας ήταν ο Χέρμαν Αμπς. Διοικητής της Deutsche Bank την περίοδο του χιτλερισμού, άτυπος οικονομικός σύμβουλος των βρετανικών δυνάμεων κατοχής στη Γερμανία κι αργότερα συνεργάτης του καγκελάριου Αντενάουερ, αλλά και διοικητής της Dresdner Bank μέχρι τη δεκαετία του 1970. Με «ελληνική δράση», μάλιστα, αφού συμμετείχε κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής στο αναγκαστικό δάνειο του Χίτλερ από την Ελλάδα και στον έλεγχο του τραπεζικού συστήματος.
Με τις ρυθμίσεις δεν είναι καθόλου περίεργο πως η αποπληρωμή του γερμανικού χρέους έγινε δυνατή πολύ νωρίτερα από το προβλεπόμενο. Μετά την πλήρη εφαρμογή του σχεδίου (1958) το χρέος έπεσε στο 6% του ΑΕΠ. Το 1960 η Γερμανία απαλλάχτηκε από τοκοχρεολυτικές υποχρεώσεις.
Η συμφωνία του Λονδίνου, σε συνδυασμό με το σχέδιο Μάρσαλ, ήταν η βάση για το περίφημο μεταπολεμικό «οικονομικό θαύμα».
Η γερμανική οικονομία σημείωσε καταπληκτικές επιδόσεις από τότε. Σε διάστημα δέκα χρόνων το ΑΕΠ διπλασιάστηκε. Ουδέποτε στο μέλλον καταγράφηκαν τόσο υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης όσο τη δεκαετία που ακολούθησε. Η συμφωνία του Λονδίνου θεωρήθηκε τα κατοπινά χρόνια από πολλούς ως πρότυπο λογικής ρύθμισης χρεών κι έγινε σημείο αναφοράς στις διεκδικήσεις φτωχών και υπερχρεωμένων χωρών. Όπως επίσης κι άλλων πρωτοβουλιών έως τις μέρες μας.
Μέτρα διευκόλυνσης
Η βασική ιδέα ότι «το ύψος της εξυπηρέτησης του χρέους δεν πρέπει να είναι τέτοιο, ώστε να θέτει σε κίνδυνο, άμεσα μεν την ευημερία των πολιτών της χώρας, μακροπρόθεσμα δε την ανοικοδόμηση της οικονομίας της» έγινε κοινός τόπος σε θεωρητικό επίπεδο. Δυστυχώς μόνο σε θεωρητικό…
Για να επιτευχθεί η παραπάνω ιδέα οι πιστωτές δέχτηκαν:
1. Ότι η Γερμανία θα πλήρωνε είτε στο εθνικό της νόμισμα, το μάρκο, είτε σε σκληρό νόμισμα (δολάρια, ελβετικά φράγκα, λίρες…).
2. Ενώ στις αρχές του 1950, η χώρα εξακολουθούσε να έχει αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο (η αξία των εισαγωγών ξεπερνούσε εκείνη των εξαγωγών), οι πιστώτριες δυνάμεις δέχτηκαν ότι η Γερμανία θα μπορούσε να μειώσει τις εισαγωγές της και να παράγει δικά της προϊόντα, αντί να τα εισάγει. Συνεπώς, επιτρέποντας στη Γερμανία να αντικαταστήσει τις εισαγωγές αγαθών με δική της παραγωγή, οι πιστωτές συμφωνούσαν να μειώσουν τις εξαγωγές τους προς αυτή. Με το 41% των γερμανικών εισαγωγών από τη Βρετανία, τη Γαλλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες για την περίοδο 1950-51 και με το μερίδιο των άλλων πιστωτριών χωρών που συμμετείχαν στη διάσκεψη (Βέλγιο, Ολλανδία, Σουηδία και Ελβετία), το σύνολο ανήλθε στο 66%.
3. Επετράπη στη Γερμανία να πωλεί τα προϊόντα της στο εξωτερικό, για να επιτύχει ένα θετικό εμπορικό ισοζύγιο.
Η σχέση μεταξύ της εξυπηρέτησης του χρέους και των εσόδων από τις εξαγωγές δεν έπρεπε να υπερβαίνει το 5%. Αυτό σήμαινε ότι η Δυτική Γερμανία δεν θα έπρεπε να ξοδεύει περισσότερο από το ένα εικοστό των εσόδων από τις εξαγωγές της για να εξυπηρετεί το χρέος της. Στην πράξη, μόλις το 4,2% των εσόδων της από τις εξαγωγές πήγαν στην εξυπηρέτηση του χρέους της (αυτό το ποσοστό ανήλθε το 1959). Έτσι και αλλιώς, δεδομένου ότι ένα μεγάλο μέρος του γερμανικού χρέους εξοφλήθηκε σε γερμανικά μάρκα, πράγμα που σήμαινε ότι η γερμανική κεντρική τράπεζα μπορούσε και εξέδιδε νέο χρήμα, με άλλα λόγια, μπορούσε και έβαζε σε λειτουργία το τυπογραφείο νομίσματος (ή ρευστοποιούσε το χρέος).
Επιπροσθέτως, εφαρμόστηκε ένα εξαιρετικό μέτρο: έγινε μια δραστική μείωση των επιτοκίων, τα οποία κυμάνθηκαν μεταξύ 0 και 5%.
Τέλος, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι δωρεές σε δολάρια των ΗΠΑ προς τη Δυτική Γερμανία: 1,17 δισ. δολάρια με το σχέδιο Μάρσαλ μεταξύ 3 Απρ. 1948 και 30 Ιουνίου 1952 (ήτοι περίπου 10 δισ. σημερινά δολάρια) συν τουλάχιστον 200 εκατομμύρια δολάρια (περίπου 2 δις σημερινά) μεταξύ 1954 και 1961, κυρίως μέσω του Διεθνούς Οργανισμού Ανάπτυξης των Ηνωμένων Πολιτειών (USAID).