Η ιστορική αλήθεια για το Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ
Του Νίκου Μόττα
Σαν σήμερα, 23 Αυγούστου, υπογράφτηκε το 1939 στη Μόσχα το σύμφωνο μη επίθεσης μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και της Γερμανίας, που έμεινε γνωστό στην ιστορία ως Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ.
Στο πλαίσιο της μεταπολεμικής αντικομμουνιστικής προπαγάνδας, η εν λόγω συμφωνία έγινε σημαία κατασυκοφάντησης της ΕΣΣΔ και του Σοσιαλισμού από τους κάθε λογής απολογητές του ιμπεριαλισμού.
Ένα ευρύ και ετερόκλητο ιδεολογικά φάσμα συκοφαντών της ΕΣΣΔ (τροτσκιστές, σοσιαλδημοκράτες, φιλελεύθεροι κλπ.) διαστρεβλώνει κατά το δοκούν την ιστορική πραγματικότητα, παρουσιάζοντας το σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ ως μέσο επεκτατικής πολιτικής της Σοβιετικής Ένωσης στην Ευρώπη.
Έτσι, ο Στάλιν παρουσιάζεται ως…«σύμμαχος του Χίτλερ» και η ΕΣΣΔ ως στήριγμα της ναζιστικής επιθετικότητας.
Πρόκειται, ασφαλώς, για χυδαία διαστρέβλωση της Ιστορίας η οποία αποσκοπεί σε δύο πράγματα:
Πρώτον, στην εξίσωση Κομμουνισμού-Ναζισμού, στο πλαίσιο της ανιστόρητης προπαγανδιστικής πολιτικής της Ε.Ε. περί «ολοκληρωτικών καθεστώτων» και
δεύτερον, στην εκμηδένιση της καθοριστικής συμβολής της ΕΣΣΔ στην αντιφασιστική νίκη των λαών και στην ήττα των δυνάμεων του Άξονα.
Σε αυτό το πλαίσιο, η αστική ιστοριογραφία έχει βαλθεί να κάνει το άσπρο-μαύρο, να προβάλει ψέματα αναμεμειγμένα με μισές αλήθειες, να ξαναγράψει την Ιστορία από την σκοπιά των συμφερόντων του Κεφαλαίου.
Έτσι, βλέπουμε εκπροσώπους του «νέου κύματος» της ιστοριογραφίας, όπως ο καθηγητής Ν. Μαραντζίδης, να γράφουν για «συνεργασία του ναζισμού και του σταλινισμού κατά τα χρόνια 1939-1941»(!),
επιχειρώντας, όπως λένε, να αναδείξουν τις «αναλογίες ανάμεσα στα ολοκληρωτικά συστήματα όπως ο ναζισμός και ο σταλινισμός»(«Καθημερινή», 22/3/2015).
Στην σοβαροφανή και δήθεν αντικειμενική ανάλυση των «Μαραντζίδηδων» έρχονται να προστεθούν και οι παπαγαλίες δημοσιογραφικών φερέφωνων του αστικού συστήματος, όπως λόγου χάρη ο Γ.Πρετεντέρης, που ασελγούν πάνω στην Ιστορία αναφέροντας
«πως όταν ξεκίνησε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος την 1η Σεπτεμβρίου 1939, η ναζιστική Γερμανία, η φασιστική Ιταλία και η κομμουνιστική Σοβιετική Ένωση βρίσκονταν στο ίδιο στρατόπεδο» («Τα Νεα», 29/10/2013).
Ποια είναι, όμως, η πραγματικότητα για την ιστορική περίοδο και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες υπογράφτηκε το σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ;
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1930 το ναζιστικό καθεστώς του Χίτλερ, έχοντας την οικονομική και τεχνική υποστήριξη ευρωπαϊκών και αμερικανικών μονοπωλίων (Ford, Standard Oil, IBM, Hugo Boss, JP Morgan Chase, κλπ) ενίσχυσε σημαντικά του εξοπλισμούς του. Το Μάρτη του 1936 η Γερμανία στρατιωτικοποίησε την περιοχή του Ρήνου, ενώ μαζί με την Ιταλία του Μουσολίνι συνέβαλαν στην ήττα του Λαϊκού Μετώπου και την επιβολή της φασιστικής δικτατορίας του Φράνκο στην Ισπανία. Όλα αυτά συνέβησαν με την ανοχή και σιωπηλή υποστήριξη των«δημοκρατικών» ιμπεριαλιστικών δυνάμεων (Βρετανία, ΗΠΑ, Γαλλία).
Στις 30 Σεπτέμβρη 1938, ένα σχεδόν χρόνο πριν το σύμφωνο μη επίθεσης Μολότοφ-Ρίμπεντροπ, υπογράφτηκε στο Μόναχο συμφωνία μεταξύ των «συμμάχων» (Βρετανία Γαλλία), της ναζιστικής Γερμανίας και της φασιστικής Ιταλίας. Η αστική προπαγάνδα επιχειρεί να συσκοτίσει την σημασία της Συμφωνίας του Μονάχου, η οποία ουσιαστικά παραχώρησε στις χιτλερικές δυνάμεις την Τσεχοσλοβακία, ενισχύοντας σημαντικά τις επιθετικές βλέψεις των Ναζί προς την ανατολή. Τι είχε προηγηθεί όμως της Συμφωνίας του Μονάχου;
Πριν συμφωνήσουν τον Σεπτέμβρη του 1938 με τον Χίτλερ, Βρετανία και Γαλλία είχαν απορρίψει επανειλημμένες εκκλήσεις και πρωτοβουλίες της ΕΣΣΔ για μέτωπο ενάντια στην φασιστική απειλή. Το Μάρτη του 1938, λίγους μήνες πριν την Συμφωνία του Μονάχου, η ΕΣΣΔ είχε προτείνει την σύγκληση Διεθνούς Συνδιάσκεψης με θέμα την αντιμετώπιση της χιτλερικής επεκτατικότητας. «Αύριο μπορεί να είναι πια αργά», σημείωνε η σοβιετική ηγεσία, «όμως σήμερα υπάρχει ακόμα καιρός, αν όλα τα κράτη και ιδιαίτερα οι μεγάλες δυνάμεις τηρήσουν σταθερή και όχι διφορούμενη στάση απέναντι στα προβλήματα της συλλογικής ασφάλειας του κόσμου» [1].
Τον Μάρτη του 1939, ως αποτέλεσμα της Συμφωνίας του Μονάχου, τα ναζιστικά στρατεύματα κατέλαβαν την Πράγα [2]. Στις 23 Ιούλη 1939, η Σοβιετική Ένωση πρότεινε και πάλι σε Βρετανία και Γαλλία την έναρξη διαπραγματεύσεων με σκοπό την κατάστρωση σχεδίου σε περίπτωση επίθεσης από τη Γερμανία. Τότε, λοιπόν, συνέβη το εξής: Ενώ Βρετανοί και Γάλλοι δέχθηκαν- για λόγους σκοπιμότητας- την πρόταση της ΕΣΣΔ και ξεκίνησαν συνομιλίες στη Μόσχα, ταυτόχρονα στο Λονδίνο διεξάγονταν μυστικές διαπραγματεύσεις μεταξύ της βρετανικής κυβέρνησης και αντιπροσωπείας του Χίτλερ. Την ίδια στιγμή, δηλαδή, που παρίσταναν πως συνεργάζονται με την ΕΣΣΔ, οι Βρετανοί διαπραγματεύονταν, πίσω απ’ την πλάτη των σοβιετικών, σύμφωνο μη επίθεσης με τους Ναζί.
Από την ιστορική μελέτη της περιόδου αυτής προκύπτει ένα σαφές συμπέρασμα: Η πολιτική των καπιταλιστικών δυνάμεων (Βρετανία, Γαλλία, ΗΠΑ) είχε ως κύριο στόχο να στραφεί σταδιακά η Γερμανία ενάντια στην ΕΣΣΔ. Η λεγόμενη «πολιτική του κατευνασμού»(appeasement policy) απέναντι στον Χίτλερ εντάσσονταν σε αυτό το πλαίσιο. Αυτός ήταν και ο σκοπός της Συμφωνίας του Μονάχου: μια προσπάθεια να ενθαρρυνθεί ο Χίτλερ προς την κατεύθυνση μιας επίθεσης ενάντια στην Σοβιετική Ένωση.
Ο καναδός ιστορικός Μάικλ Κάρλεϊ αναφέρει: «Εάν ο Τσάμπερλεν (σ.σ: βρετανός πρωθυπουργός) ήθελε να σταματήσει τον Χίτλερ, η να συγκρατήσει τη ναζιστική Γερμανία, ο καλύτερος τρόπος να το κάνει ήταν διαμορφώνοντας μια συμμαχία με την ΕΣΣΔ. Δυστυχώς, κάτι τέτοιο ήταν αποκρουστικό σενάριο για το βρετανό πρωθυπουργό και τους στενούς συμβούλους του. Η Βρετανία- και όχι η ΕΣΣΔ- πρέπει να θεωρείται ότι υπήρξε το βασικό εμπόδιο στην κοινή ασφάλεια ενάντια στη ναζιστική Γερμανία» [3].
Σύμφωνα με τον αμερικανό καθ. Ιστορίας Τζον Σνελ (John Snell) «…τα κράτη της Δύσης έβλεπαν στο Τρίτο Ράϊχ το ισχυρό φράγμα στην κεντρική Ευρώπη κατά της Ρωσίας». Στα κράτη αυτά, πέραν της Βρετανίας και της Γαλλίας, περιλαμβάνονταν και οι- αρχικά- “ουδέτερες” ΗΠΑ. Να τι έλεγε ο αμερικανός γερουσιαστής Ρόμπερτ Ταφτ λίγο πριν τη ναζιστική επίθεση στην ΕΣΣΔ: «Μια νίκη του κομμουνισμού θα είναι για τις ΗΠΑ πολύ πιο επικίνδυνη απ’ ό,τι η νίκη του φασισμού» και σημείωνε πως «γι’ αυτό θα έπρεπε ν’ αρχίσουν διαπραγματεύσεις με την χιτλερική Γερμανία» [4].
Το Σύμφωνο μη επίθεσης Μολότοφ-Ρίμπεντροπ (23 Αυγούστου 1939) ήρθε ως φυσική συνέπεια της ανάγκης της Σοβιετικής Ένωσης να κερδίσει χρόνο για την προετοιμασία της αμυντικής της ικανότητας. Την ίδια στιγμή που η ΕΣΣΔ ακολουθούσε, έμπρακτα, πολιτική ειρήνης και αποτροπής πολέμου, βρισκόταν στο στόχαστρο όλων: Και της ναζιστικής Γερμανίας και των«δημοκρατικών» καπιταλιστικών χωρών που, όπως είδαμε παραπάνω, έστρωναν το έδαφος για την προέλαση των χιτλερικών δυνάμεων προς την ανατολή.
Το Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ ήρθε, λοιπόν, αφότου οι«δημοκρατικές» καπιταλιστικές χώρες είχαν απορρίψει και σαμποτάρει κάθε σοβιετική απόπειρα για αντιφασιστική συμμαχία ενάντια στον Χίτλερ. Αυτό που η ιμπεριαλιστική προπαγάνδα ανερυθρίαστα και συκοφαντικά αποκαλεί «συμμαχία Χίτλερ-Στάλιν» ήταν μια αναγκαία διπλωματική κίνηση ώστε να προετοιμαστεί κατάλληλα, κερδίζοντας χρόνο, η ΕΣΣΔ για τον επερχόμενο πόλεμο. «Στις τότε συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες η θέση αυτή του Σοβιετικού Κράτους ήταν απόλυτα ρεαλιστική» αναφέρει ο αμερικανός ιστορικός Φόστερ Ντάλες, παραδεχόμενος πως το Σύμφωνο υπογράφτηκε από την ΕΣΣΔ προκειμένου «να αποφύγει την άμεση επίθεση της Γερμανίας» και να«κερδίσει χρόνο για την ενίσχυση της άμυνας της» [5].
Τι συνέβη στην Πολωνία;
Η χυδαία αντικομμουνιστική προπαγάνδα για το Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ συνοδεύεται και από μια σειρά διαστρεβλώσεις για το ζήτημα της Πολωνίας. Κατηγορούν, μάλιστα, την Σοβιετική Ένωση ότι άφησε… αβοήθητη την Πολωνία, βορά στα νύχια των Ναζί! Η πραγματικότητα, ασφαλώς, είναι διαφορετική.
Παρά το γεγονός ότι η πολωνική κυβέρνηση είχε συνάψει (Μάρτης 1939) συμφωνίες συμμαχίας και«αμοιβαίας βοήθειας» με Γαλλία και Βρετανία, όταν οι χιτλερικές δυνάμεις εισέβαλαν στην Πολωνία την 1η Σεπτέμβρη 1939 συνέβησαν τα εξής:
α) Οι ΗΠΑ κήρυξαν στάση ουδετερότητας,
β) Βρετανοί και Γάλλοι- που είχαν «εγγυηθεί» την ασφάλεια της Πολωνίας- κήρυξαν λεκτικά τον πόλεμο στη Γερμανία, χωρίς ωστόσο να τον διεξάγουν στην πράξη και
γ) η πολωνική κυβέρνηση όχι μόνο απέρριψε αμυντικό «Σύμφωνο» που της πρότεινε η ΕΣΣΔ, αλλά διαπραγματεύονταν με το Βερολίνο από κοινού επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης!
Η πολωνική κυβέρνηση- όργανο της άρχουσας τάξης της χώρας- εγκατέλειψε τη Βαρσοβία δυο εβδομάδες μετά την επίθεση των Ναζί μετακομίζοντας στο Λονδίνο…
[1] Στ.Ζορμπαλάς, Η αλήθεια για το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο- Η συμβολή της ΕΣΣΔ και οι διαστρεβλωτές της ιστορίας, Σύγχρονη Εποχή.
[2] Με την ολοκληρωτική κατάληψη της Τσεχοσλοβακίας από τον Χίτλερ, η Βρετανία παρέδωσε στους Ναζί αποθέματα χρυσού (ιδιοκτησίας της Τσεχοσλοβακίας που ήταν αποθηκευμένα στην Τράπεζα της Αγγλίας) αξίας σχεδόν 9 εκατομμυρίων δολαρίων.
[3] Eιδησ. Πρακτορείο “Sputnik”, 26/9/2015.
[4] CBS, 25/6/1941.
[5] F.Dulles, The Road to Tehran, New York, 1944, σελ. 203-207.
...................................................................
Για το:
Σύμφωνο Μολότοφ - Ρίμπεντροπ:
Συμφωνούν στην παραχάραξη
Αυτή η γραμμή είναι το σύμφωνο Μολότοφ - Ρίμπεντροπ που υπογράφηκε στις 23/8/1939 ανάμεσα στον υπουργό Εξωτερικών της Σοβιετικής Ένωσης Μολότοφ και τον Γερμανό ομόλογό του Ρίμπεντροπ.
Ορισμένοι δημοσιογράφοι και ιστορικοί μέχρι τη Χρυσή Αυγή και το λεγόμενο χώρο της εξωκοινοβουλευτικής «αριστεράς» ομονοούν:
- Διαβάζουμε στις 23/8/2013 στο site www.ksm.gr που ανήκει στο Κυριακάτικο Σχολείο Μεταναστών στο οποίο δραστηριοποιούνται διάφορες ομάδες, αλλά και συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ «
...σε μυστικό συμπληρωματικό πρωτόκολλο αποφασίστηκε η δημιουργία γερμανικών και σοβιετικών "σφαιρών επιρροής" στην Ευρώπη.
Δηλαδή, με απλά λόγια, ολόκληρη η Ανατολική Ευρώπη μοιραζόταν ανάμεσα στις δυο δυνάμεις.
Η Πολωνία θα μοιραζόταν μεταξύ των δυο χωρών με σύνορα τους ποταμούς Νάφερ, Βιστούλα και Σαν. Οι Βαλτικές χώρες και η Φινλανδία θα ανήκαν στη σοβιετική σφαίρα επιρροής – με εξαίρεση τη Λιθουανία».
- Η εφημερίδα «Eργατική Αλληλεγγύη» της οργάνωσης ΣΕΚ (μία από τις συνιστώσες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ) αναφέρει σε άρθρο που αναρτήθηκε στην ηλεκτρονική της ιστοσελίδα:
«Το Σύμφωνο Μολότοφ - Ρίμπεντροπ -όπως έμεινε γνωστό από τα ονόματα των δύο υπουργών Εξωτερικών που έβαλαν την υπογραφή τους-όριζε ότι καμιά από τις δύο χώρες δε θα προχωρούσε σε επιθετική κίνηση εναντίον της άλλης.
Ένα μυστικό πρωτόκολλο συμπλήρωνε την κύρια συμφωνία. Εκεί ολόκληρη η Ανατολική Ευρώπη μοιραζόταν ανάμεσα στις δύο δυνάμεις».
- Η «Αυγή» από την πλευρά της, σε άρθρο που δημοσιεύτηκε στις 6/2/2013, δεν διαψεύδει τον οπορτουνισμό της και αφού εντάσσει και το Σύμφωνο μη Επίθεσης στις εκλογικές βλέψεις του ΣΥΡΙΖΑ, αναφέροντας ότι ακόμα και ο Στάλιν έκανε ελιγμό υπογράφοντάς το, ενώ «υπάρχουν κάποιοι στην Αριστερά, και μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ, που αρνούνται οποιονδήποτε ελιγμό κόντρα στο παγκόσμιο κατεστημένο»(!), εξαπολύει με πονηριά σουπιάς το αντισοβιετικό μελάνι, αναφέροντας ότι
«μυστικά παραρτήματα της συνθήκης αυτής προέβλεπαν αφενός το διαμελισμό της Πολωνίας,
αφετέρου τη δημιουργία σφαιρών επιρροής, των συμβαλλομένων μερών, σε χώρες της Ευρώπης. Με εξαίρεση τη Λιθουανία, οι Βαλτικές χώρες και η Φινλανδία θα ανήκουν στη σοβιετική σφαίρα επιρροής».
- Τα παραπάνω αναφέρει και ο Γ. Πρετεντέρης στα «ΝΕΑ» στις 29/10/2013, ότι το σύμφωνο μη επίθεσης «δεν ήταν επιλογή ανάγκης, ούτε περιστάσεων», αλλά μια «κανονική μοιρασιά της Ανατολικής Ευρώπης».
«Να θυμηθούμε, λοιπόν» υπογραμμίζει, «πως όταν ξεκίνησε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος την 1η Σεπτεμβρίου 1939, η ναζιστική Γερμανία, η φασιστική Ιταλία και η κομμουνιστική Σοβιετική Ένωση βρίσκονταν στο ίδιο στρατόπεδο».
- Το άρθρο βρήκε θερμή υποδοχή από τον Γ. Καρατζαφέρη, ο οποίος, χυδαιολογώντας την Τρίτη το βράδυ μέσα από το τηλεοπτικό του κανάλι, είπε ότι ο εν λόγω αρθρογράφος ανέβηκε στην εκτίμησή του.
Αυτά σε ό,τι αφορά τους κονδυλοφόρους της κυρίαρχης ιδεολογίας, όποια μάσκα και αν φοράνε.
Φυσικά, όλοι αυτοί πολύ θα ήθελαν να μην ανέκοπτε ο Κόκκινος Στρατός την επέλαση των ναζιστικών στρατευμάτων προς την Ανατολή και τη Σοβιετική Ένωση.
Να μη δημιουργούσε έναν ανατολικό φραγμό που θα εξασφάλιζε ευνοϊκότερους στρατηγικούς όρους για την απόκρουση της επιδρομής, την οποία οι Σοβιετικοί περίμεναν από το 1927, παρακολουθώντας την ιμπεριαλιστική τακτική για την ενδυνάμωση της Γερμανίας.
Σύμφωνα με την «ιερά συμμαχία» της παραχάραξης της ιστορικής αλήθειας, δεν έπρεπε να φράξουν το δρόμο στις ναζιστικές ληστρικές ορδές και κυρίως το δρόμο προς το Μινσκ, πρωτεύουσα της Λευκορωσίας, που η κατάληψή του θα σήμαινε το άνοιγμα του δρόμου προς τη Δυτική Ουκρανία.
Επίσης δεν θέλουν να γνωρίζουν ή κάνουν πως δεν γνωρίζουν ότι η Γερμανία επιτέθηκε στην Πολωνία την 1η Σεπτέμβρη 1939, αλλά ο Κόκκινος Στρατός προωθήθηκε στα ανατολικά εδάφη της Πολωνίας στις 17 Σεπτέμβρη όταν πλέον το πολωνικό κράτος και η κυβέρνησή του έπαψαν να υπάρχουν.
Αλλά το κυριότερο: Τα εδάφη αυτά ήταν εδάφη της Δυτικής Λευκορωσίας και της Δυτικής Ουκρανίας που είχαν ληστέψει οι αστοί και οι τσιφλικάδες της Πολωνίας το 1920 κατά τη διάρκεια της αντεπαναστατικής εκστρατείας της Αντάντ.
Και, βέβαια, αγνοούν την οργή των Αμερικανών και των Άγγλων από την ενέργεια της σοβιετικής κυβέρνησης που απέτρεψε την άμεση επίθεση των Γερμανών εναντίον της.
Στις 7 Οκτώβρη 1939 η αμερικανική εφημερίδα «Νew York Herald Tribune» έγραφε ότι ο Χίτλερ «δεν κράτησε την υπόσχεσή του να είναι λιοντάρι προς ανατολάς και αρνάκι προς δυσμάς».
Παρόμοιες κατηγορίες εκτοξεύονταν και από τη Μ. Βρετανία και τη Γαλλία. Μάλιστα ο Τσόρτσιλ κατηγορούσε τους ναζί ότι «πρόδωσαν το αντικομιντέρν σύμφωνο και τις αντιμπολσεβίκικες συμφωνίες» (Collier's - ΗΠΑ, 30/9/1939).
Εξάλλου οι ιμπεριαλιστές δεν βοήθησαν την Πολωνία γιατί ήθελαν μέσα από την Πολωνία ο γερμανικός στρατός να προελάσει ενάντια στη Σοβιετική Ένωση.
Και φυσικά κάνουν πως δεν ξέρουν ότι η σοβιετική κυβέρνηση είχε προτείνει στη Φινλανδία σύμφωνο αλληλοβοήθειας σε περίπτωση γερμανικής επίθεσης, το οποίο απορρίφθηκε όπως απορρίφθηκε και η πρόταση για εκμίσθωση του λιμανιού Χάνκο με αντάλλαγμα έκταση της Καρελίας, νησιά της Βαλτικής και ένα τμήμα του ισθμού της Καρελίας.
Σημειώνεται ότι το λιμάνι Χάνκο απέχει από το Λένινγκραντ μόλις 350 χλμ. και μόλις 35 χιλιόμετρα από τα φινλανδικά σύνορα και οι σοβιετικές προτάσεις απέβλεπαν στην προστασία του.
Επίσης δεν θέλουν να γνωρίζουν ότι μετά την απόρριψη των προτάσεων της Σοβιετικής Ένωσης η αντιδραστική κυβέρνηση της Φινλανδίας, υποκινούμενη από τους ιμπεριαλιστές ξεκίνησε συνοριακά επεισόδια που κατέληξαν στο ξέσπασμα του σοβιετοφινλανδικού πολέμου στις 30 Νοέμβρη 1939.
Επίσης δεν θέλουν να γνωρίζουν ότι όταν ξέσπασε ο πόλεμος ανάμεσα στις δύο χώρες,
η Μ. Βρετανία και η Γαλλία προετοίμαζαν εκστρατευτικό σώμα για βοήθεια προς τη Φινλανδία και για εκστρατεία ενάντια στο Λένινγκραντ.
Επίσης την ίδια στιγμή η Γαλλία διά στόματος Ντε Γκολ απειλούσε με εισβολή από την περιοχή της Μέσης Ανατολής και μαζικούς βομβαρδισμούς ενάντια στο Μπακού, στο Αζερμπαϊτζάν.
Επίσης κάνουν πως δεν γνωρίζουν ότι οι τρεις βαλτικές χώρες δεν ήταν σε θέση να προβάλουν την παραμικρή αντίσταση στους Γερμανούς, πέρα από το γεγονός ότι τα φασιστικά τους καθεστώτα ήταν έτοιμα να ακολουθήσουν τα άρματα της Βέρμαχτ και των SS ενάντια στη Σοβιετική Ένωση.
O Μπέρτολτ Μπρεχτ έγραφε για τους αντίστοιχους κονδυλοφόρους της εποχής του: «Είναι τρομερό γιατί εδώ, όπου κλείστηκε το εργαστήρι της αλήθειας και της προόδου, εκείνοι ποτέ δεν έκαναν την εμφάνισή τους.
Και είναι επίσης τρομερό γιατί, όταν απαγορεύτηκε η αλήθεια, δεν απαγορεύτηκε τίποτα απ’ όσα εκείνοι είχαν τυχόν πει ή επρόκειτο να πουν.
Η απαγόρευση της αλήθειας δεν τους αφορά.
Εκείνοι δεν έχουν καμιά σχέση με την αλήθεια.
Αυτοί γράφουν πράγματα χωρίς καμιά αξία, επομένως δε θα τους απαγορευτεί να γράφουν ό,τι γράφουν.
Τι να κάνουν;
Η αστυνομία απαγορεύει την αλήθεια και οι εφημερίδες πληρώνουν καλά το ψέμα»!