Συνολικές προβολές σελίδας

Translate

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ήρωες για την Εργατιά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ήρωες για την Εργατιά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

22 Δεκεμβρίου, 2016

Νίκος Μπελογιάννης: «Έτσι αγαπάμε εμείς την Ελλάδα»

04 Μαΐου, 2016

"Έπεσαν για όλου του κόσμου το ψωμί το φως και το τραγούδι''


Δημήτρης Μεγαλίδης, Άτιτλο, ξυλογραφία


Γιώργος Σικελιώτης, Στο απόσπασμα, σχέδιο
Γιώργος Σικελιώτης, Στο απόσπασμα, σχέδιο
Πολλοί συνάνθρωποί μας δεν τους γνωρίζουν ούτε έχουν ακούσει κάτι γι’ αυτούς 
γιατί μπόλικη λάσπη ρίχτηκε πάνω τους 
και καλλιεργήθηκε  μεθοδικά η λήθη των αγώνων και των  θυσιών τους. 
Νέοι και ηλικιωμένοι, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, που έπεσαν στη φωτιά συνειδητά και προτίμησαν να αγωνιστούν και να θυσιαστούν για  ελευθερία, 
για εθνική ανεξαρτησία, 
για μια κοινωνικά δίκαιη κοινωνία, 
για τη θεμελίωση και την ανοικοδόμηση ενός κόσμου σοσιαλιστικού. 
Δεν  συνεργάστηκαν με τους κατακτητές 
και την κατεστημένη τάξη,  
δεν συνθηκολόγησαν, δεν  λιποτάκτησαν 
και  πλήρωσαν με τη ζωή τους το τίμημα των αγώνων τους.  
Έφυγαν από τη ζωή με τραγικό τρόπο αλλά εξακολουθούν να ζουν  
στις συνειδήσεις μας και στις καρδιές μας φωτίζοντας με τη θυσία τους τα πυκνά σκοτάδια και τους δύσβατους δρόμους.
Είναι πολλοί, χιλιάδες, επώνυμοι και κυρίως ανώνυμοι, δημοκράτες, αριστεροί, κομμουνιστές. 
Μνημονεύουμε  όλους αυτούς που διώχθηκαν, φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν, πόνεσαν, εξορίστηκαν, στήθηκαν στα εκτελεστικά αποσπάσματα 
μόνο και μόνο γιατί ονειρεύτηκαν έναν κόσμο διαφορετικό, έναν κόσμο ανθρώπινο. 
Το αίμα τους φωνάζει και μας καλεί σε συνεχή αντίσταση και πάλη
Τάσσος, χαρακτικό
Τάσσος, χαρακτικό
Η ΑΥΓΗ ΚΙ Η ΜΕΡΑ
Η αυγή κι η ημέρα θάνατος κι εμείς πουλιά πετούμενα
κι από παντού ξεχύνονταν ελπίδας μοσκοβόλημα,
σάμπως να χλόιζε ο γιαλός σπαρμένος αγρολούλουδα
κι ο ήλιος ετραγούδαγε τη λευτεριά στα πέρατα
.
(Β. Ρώτας)
Ηλίας Φέρτης, Γυναίκες στο απόσπασμα, τέμπερα
Ηλίας Φέρτης, Γυναίκες στο απόσπασμα, τέμπερα
ΤΟ ΠΡΩΙ
Το πρωί
Στις 5
Ο ξηρός
Μεταλλικός ήχος
Ύστερα από τα φορτωμένα καμιόνια
Που θρυμματίζουνε τις πόρτες του ύπνου.
Και το τελευταίο «αντίο» της παραμονής
Και οι τελευταίοι βηματισμοί στις υγρές πλάκες
Και το τελευταίο σου γράμμα
Στο παιδικό τετράδιο της αριθμητικής
Σαν του μικρού παραθυριού το δίχτυ
Που τεμαχίζει με κάθετες μαύρες γραμμές
Του πρωινού χαρούμενου ήλιου την παρέλαση
.( Μ.Αναγνωστάκης)
agioi8
«Αμπελογιάννης Σπήλιος Κων/νου
οδός Άστρους 93, Κολωνός.
Έτσι πεθαίνουν οι τίμιοι Έλληνες. Πεθαίνω περήφανος.
Ζήτω η Λευτεριά. Διαβάτη Έλληνα, το ρούχο τούτο να το πας στην παραπάνω διεύθυνση. Είναι η στερνή επιθυμία ενός ανθρώπου, που ξέρει να πεθαίνει για τη Λευτεριά. Ζήτω ο ελληνικός Λαός.»
(Τουφεκίστηκε με τους 200 την Πρωτομαγιά του ’44 στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής. Ήταν τότε 22 ετών. Το σημείωμα βρέθηκε καρφιτσωμένο στο πέτο του σακακιού του στον τόπο όπου εκτελέστηκε)
agioi9
«Εγώ το σπόρο έσπειρα
κατά της τυραννίας.
Εξ ου και θέλει θεριστεί
καρπός ελευθερίας.» 
(Κανάρης – Σπύρος Αναλυτής. Τον κρέμασαν στο Ληξούρι στις 5 Ιουλίου 1944. Ήταν 22 ετών. Το τετράστιχο βρέθηκε γραμμένο στον τοίχο του κρατητηρίου της χωροφυλακής στο Ληξούρι).
agioi10
«Δεν σας ξέχασα ποτές. Για σας και για τον ελληνικό λαό έδωσα τη ζωή μου. Σήμερα 1η του Μάη 1944 σας φιλώ για τελευταία φορά» (Α. Βαγενάς. Δε βρέθηκαν βιογραφικά, παλιό μέλος του ΚΚΕ, πιασμένος κατά τη Μεταξική δικτατορία, παραδόθηκε το 1941 στους Ναζί και εκτελέστηκε)
Γιώργος Μόσχος, Ξυλογραφία για το σπίτι - κάστρο του Υμηττού
Γιώργος Μόσχος, Ξυλογραφία για το σπίτι – κάστρο του Υμηττού
«1η Μαΐου 1944
Αγαπητή Σοφία,
Επειδή πιστεύω πως θα μας πάρουν και μας το βράδι για τον γνωστό αγύριστο προορισμό, αφού δεν με άφησαν να επικοινωνήσω με κανέναν γνωστό, σε παρακαλώ εσένα αν μπορείς να επικοινωνήσεις με τους δικούς μου ή όταν βγεις μια μέρα να τους πεις τα λόγια που δεν μπόρεσα εγώ να τους πω και να τους δώσεις τους τελευταίους μου χαιρετισμούς και τα τελευταία μου φιλιά στο παιδί μου, τη γυναίκα μου, τη μητέρα μου και τις αδελφές μου. Στη γυναίκα μου πες να βαφτίσει το μπέμπη με τ’ όνομά μου. Πιστεύω πως όλοι θα σταθούν στοργικοί στο παιδί μου ώστε να μην αιστανθεί την ορφάνια του.
Αντίο για πάντα.
Αργύρης» (Εκτελέστηκε 3 του Μάη 1944 με αγχόνη στο Μεγάλο Πεύκο)
Τάσσος, Οι διακόσιοι της Πρωτομαγιάς του ' 44, ξυλογραφία
Τάσσος, Οι διακόσιοι της Πρωτομαγιάς του  ’44,  ξυλογραφία
ΑΝΘΟΥΣ – ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ
Δεν είντουσαν πεντέξι κι ουδέ μια δεκαριά,
παρ’ είντουσαν Διακόσιοι μιαν εκκλησιά κορμιά.
Διακόσιοι είν’ ένας κι ένας, μ’ αντρειά, μ’ αξιά, με νου,
διακόσιοι βασιλιάδες λεβέντες του λαού.
Πριν φέξει τους χωρίσαν, τους βάλαν στη σειρά
κι είν’ ομορφοντυμένοι, κεφάλια τους ψηλά.
Πρωτομαγιά χαράζει, μα δε μοσκοβολάει,
η αυγή φοβάται να’ βγει, το φως χασομεράει.
Τους φορτώσαν δεμένους , τους  στρίμωξαν ορθούς,
κλεισμένοι εμείς ακούμε: – τους παίρνουν, δεν ακούς;
Να, πάνω από τη μάντρα χέρια περνάνε, δες,
τα χέρια τους κουνάνε και φεύγουνε και παν,
σαν να κουνάν σημαίες μάς αποχαιρετάν:
Σημαίες ματοβαμένες πώς ανεμίζουνε,
μιλάν με χίλιες γλώσσες και ξεφωνίζουνε:
– Λαέ μας, τα παιδιά σου, σταθήκαμε πιστά,
κατά το μάθημά σου στον τύραννο μπροστά.
Δώσαμε τις ζωές μας ντυμένες αρετή,
για τη δική σου δόξα και για την προκοπή.
Λαέ μας δοξασμένε, πατρίδα μας γλυκιά,
μας κόψαν τις ζωές μας ανθούς Πρωτομαγιά
. (Β.Ρώτας)
Ηλίας Φέρτης, Βασανιστήρια, τέμπερα
Ηλίας Φέρτης, Βασανιστήρια, τέμπερα
ΨΥΧΟΧΑΡΤΙ
Τα ονόματά σας μένουνε, μα πόσο ματωμένα,
Καλάβρυτα και Τρίπολη, Δίστομο και Χορτιάτη,
Καισαριανή και Κούρνοβο, Κρήτη και Μονοδέντρι
και κόρη του Ταΰγετου, κατακαημένη Μάνη,
και φτωχομάνα αδούλωτη δουλεύτρα Σαλονίκη
και Δράμα και Προσότσιανη, κακόμοιρο Δοξάτο,
και σεις με δίχως όνομα βουνά, πλαγιές, λαγγάδια
ραχούλες, λάκκες, ρεματιές, νησιά και περιγιάλια
στα χώματά σας κρύψετε καλά τους σκοτωμένους
μην τους ξεθάβουν τα σκυλιά, μην τους σπαράζουν τα όρνια
τι’ ναι σημαίες οι μνήμες τους κι εικόνες οι μορφές τους
. (Β.Ρώτας)
Χρίστος Δαγκλής, Γουδί, 29 μαΐου 1944, ξυλογραφία εμπνευσμένη από το μαρτύριο της αγωνίστριας Άννας Παρλιάρου
Χρίστος Δαγκλής, Γουδί, 29 μαΐου 1944, ξυλογραφία εμπνευσμένη από το μαρτύριο της αγωνίστριας Άννας Παρλιάρου
Έπεσε ο άνεμος. Σιωπή. Στη γωνιά της κάμαρας
ένα αλέτρι συλλογισμένο – περιμένει τ’ όργωμα.
Ακούγεται πιο καθαρά το νερό που κοχλάζει στο τσουκάλι.
Αυτοί που περιμένουν στον ξύλινο πάγκο
είναι οι φτωχοί, οι δικοί μας, οι δυνατοί
είναι οι ξωμάχοι, οι σπουδαστές κ’ οι προλετάριοι
– κάθε τους λέξη είναι ένα ποτήρι κρασί
μια γωνιά μαύρο ψωμί
ένα δέντρο πλάι στο βράχο
ένα παράθυρο ανοιχτό στη λιακάδα.
Είναι οι δικοί μας Χριστοί, οι δικοί μας Άγιοι.
Τα χοντρά τους παπούτσια είναι σα βαγόνια με κάρβουνο
τα χέρια τους είναι η σιγουριά-
αργασμένα χέρια, σκληρά χέρια, ροζιασμένα
με φαγωμένα νύχια, με άγριες τρίχες
με το μεγάλο δάχτυλο φαρδύ όσο η ιστορία του ανθρώπου
με τη φαρδιά σπιθαμή σα γιοφύρι πάνου απ’ το γκρεμό.
Τα δαχτυλικά τους αποτυπώματα δεν είναι μονάχα στα
μητρώα των φυλακών
φυλάγονται στα αρχεία της ιστορίας,
τα δαχτυλικά τους αποτυπώματα είναι οι πυκνές
σιδηροδρομικές γραμμές
που διασχίζουν το μέλλον. Κ’ η καρδιά μου εμένα
τίποτα πιότερο, συντρόφια μου, ένα πήλινο μαυρισμένο τσουκάλι
που κάνει καλά τη δουλειά του – τίποτ’ άλλο. Γειας σας σύντροφοι
. (Γ.Ρίτσος)
Κατσικογιάννης Δημήτρης, Άτιτλο, ξερό παστέλ
Κατσικογιάννης Δημήτρης, Άτιτλο, ξερό παστέλ
Εσείς που βάλατε την έγνοια προσκεφάλι
κι είχατε στρώμα της ζωής την ερημιά
Εσείς που χρόνια δε σηκώσατε κεφάλι
και καλοσύνη δε σας άγγιξε καμιά
Ήρθε καιρός, ήρθε καιρός
πάνω στου κόσμου την πληγή
ήρθε ο καιρός, ήρθε ο καιρός
να ξαναχτίσετε την γη.
Εσείς αδέρφια που ποτέ δεν βγάλατε άχνα
κι ούτε ξημέρωσε στην πόρτα σας γιορτή
εσείς που η πίκρα σας πλημμύρισε τα σπλάχνα
κι όλοι σάς βλέπανε σαν άγραφο χαρτί. 
(Ν. Γκάτσος)
Γιώργος Φαρσακίδης, χαρακτικό
Γιώργος Φαρσακίδης, χαρακτικό
Εμείς που μείναμε
στο χώμα το σκληρό
για τους νεκρούς
θ’ ανάψουμε λιβάνι
κι όταν χαθεί
μακριά το καραβάνι
του χάρου του μεγάλου πεχλιβάνη,
στη μνήμη τους θα στήσουμε χορό.
Εμείς που μείναμε
θα τρώμε το πρωί
μια φέτα από του ήλιου το καρβέλι,
ένα τσαμπί σταφύλι από τ’ αμπέλι
και δίχως πια του φόβου το τριβέλι,
μπροστά θα προχωράμε στη ζωή.
Εμείς που μείναμε
θα βγούμε μια βραδιά
στην ερημιά να σπείρουμε χορτάρι
και πριν για πάντα
η νύχτα να μας πάρει
θα κάνουμε τη γη προσκηνυτάρι
και κούνια για τ’ αγέννητα παιδιά
. (Ν.Γκάτσος)
Γιώργος Φαρσακίδης, από σχέδιο του 1949
Γιώργος Φαρσακίδης, από σχέδιο του 1949
ΞΕΝΕ ΜΟΥ ΟΠΟΥ ΠΑΣ
Ξένε μου, όπου πας και περπατάς τη γη μας,
να πατάς σεμνά και ν’ αλαφροδιαβαίνεις,
τ’ είναι ο τόπος μας αιματοποτισμένος,
κάθε δρασκελιά κι από’ νας σκοτωμένος,
ένας σύντροφος που’ πεσε πολεμώντας
για το δίκιο μας και για τη λευτεριά μας.
Κάθονται οι ψυχές σε πέτρα, σε λιθάρι,
και μοιρολογάν και τον καημό τους λένε. (Β.Ρώτας)
Παπαγεωργίου Δημήτρης, Έπεσαν για όλου του κόσμου το ψωμί το φως και το τραγούδι, Έγχρωμη χαλκογραφία
Παπαγεωργίου Δημήτρης, Έπεσαν για όλου του κόσμου το ψωμί το φως και το τραγούδι, Έγχρωμη χαλκογραφία

31 Μαρτίου, 2016

«Ποτέ δεν θα μπορέσουμε να μετρήσουμε αυτούς που έδωσαν την ζωή τους όπως εκείνος. Είναι πάρα πολλοί. Ξαναγεννιούνται συνεχώς»

«Εάν έκανα δήλωση αποκήρυξης θα αθωωνόμουνα κατά πάσα πιθανότητα μετά μεγάλων τιμών... Αλλά η ζωή μου συνδέεται με την ιστορία του ΚΚΕ και τη δράση του... 
Δεκάδες φορές μπήκε μπροστά μου το δίλημμα: Να ζω προδίδοντας τις πεποιθήσεις μου, την ιδεολογία μου, είτε να πεθάνω, παραμένοντας πιστός σ' αυτές. 
Πάντοτε προτίμησα το δεύτερο δρόμο και σήμερα τον ξαναδιαλέγω».
«Ποτέ δεν θα μπορέσουμε να μετρήσουμε αυτούς που έδωσαν την ζωή τους όπως εκείνος. Είναι πάρα πολλοί. Ξαναγεννιούνται συνεχώς» Πωλ Ελυάρ.
Ο Νίκος Μπελογιάννης πήρε τη σκυτάλη της υπέρτατης θυσίας 
από την Ηλέκτρα, 
από τους διακόσιους της Καισαριανής, 
από τον Λιγδόπουλο, 
από τους χιλιάδες επώνυμους και ανώνυμους, μέλη και στελέχη του ΚΚΕ, 
που έδωσαν τη ζωή τους για την απελευθέρωση της κοινωνίας από τα δεσμά του καπιταλισμού.
Ήταν παιδί της επαναστατικής δύναμης της εποχής μας.
Της εργατικής τάξης. 
Και αγωνίστηκε για τις πιο υψηλές αξίες που γνώρισε η ανθρωπότητα.

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗ: 


27 Μαρτίου, 2016

Τσε Γκεβάρα: Ο άνθρωπος πίσω απ’ το Μύθο

,,Πάω να οικοδομήσω τις ανοίξεις του αίματος και του γουδιού κι αφήνω, στο κενό της απουσίας μου, ετούτο το φιλί το δίχως γνωστή διεύθυνση.,,
Ήταν 5 Μαρτίου 1960 όταν ο φωτογραφικός φακός του Αλμπέρτο Κόρντα αποτύπωνε τη μορφή του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα που έμελλε να μείνει στην αιωνιότητα. Έκτοτε, εκείνη η φωτογραφία αποτέλεσε για ολόκληρες γενιές το «εικόνισμα» του ασυμβίβαστου επαναστάτη.
Πέρα όμως από το βλοσυρό και αποφασιστικό βλέμμα του γενειοφόρου αργεντίνου υπήρχε και ένας άλλος Ερνέστο. 
Αυτός της ευρυμάθειας και της ευαισθησίας.
Πέρα απ’ τον commandante υπήρχαν και άλλες, περισσότερο ανθρώπινες, όψεις του Τσε: αυτή του πολιτικού στοχαστή, αλλά και του ποιητή, του φωτογράφου, του συζύγου και πατέρα.

Μέσα από την ενδελεχή μελέτη των λόγων και των γραπτών του Γκεβάρα προκύπτει μια αξιοσημείωτη ευρεία πολιτική και κοινωνική μόρφωση εξίσου σημαντική με τις στρατηγικές του ικανότητες στον ανταρτοπόλεμο.
Αφοσιωμένος μαρξιστής και ταυτόχρονα λάτρης μιας πλειάδας πνευματικών έργων που εκτείνονται από τους αρχαίους έλληνες φιλοσόφους μέχρι την πολιτική κληρονομιά του Χοσέ Μαρτί και από την ποίηση του Πάμπλο Νερούδα μέχρι τις υπαρξιακές αναζητήσεις του Ζαν Πωλ Σαρτρ.

O ασπασμός της μαρξιστικής ιδεολογίας από τον Γκεβάρα δεν ήταν αποτέλεσμα αποκλειστικά και μόνο της συνεχούς διεύρυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων και του ιμπεριαλισμού που ο ίδιος, ως φοιτητής ιατρικής, είχε αντιληφθεί ταξιδεύοντας σε χώρες της λατινικής Αμερικής. Υπήρξε και απότοκος βαθύτερης σκέψης και προσωπικών αναζητήσεων, με στόχο την κατανόηση της επανάστασης ως μέσου για την κατάκτηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας.

Χαρακτηριστικά τα όσα γράφει στο βιβλίο της «Αναπόληση: η ζωή μου με τον Che» η σύζυγος του αργεντίνου επαναστάτη Αλέϊδα Μαρτς:
«Όλοι τον γνώριζαν για τα στρατηγικά του χαρίσματα, αλλά σχεδόν τίποτα δεν ήταν γνωστό για την ευρεία θεωρητική του κατάρτιση, για την καλλιέργεια του ήδη απ’ τα χρόνια της εφηβείας του».
Εκτός λοιπόν από δεινός μαχητής στα βουνά της Σιέρρα Μαέστρα, στη ζούγκλα του Κονγκό και στη βολιβιανή ύπαιθρο, ο Τσε ήταν ένας ακούραστος αναγνώστης. Ακόμη και υπό τις πλέον δύσκολες συνθήκες.
Θυμάται η Αλέϊδα Μάρτς:
«Διάβαζε πολύ, όπως πάντα, αλλά τώρα (σ.σ. κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Κονγκό) το ενδιαφέρον του στρεφόταν σε ακόμη περισσότερα αντικείμενα και η μελέτη του ήταν πιο βαθιά. Είναι απίστευτο πως εν μέσω τόσων δυσκολιών, σ’έναν αφιλόξενο τόπο και έχοντας πλήρη συνείδηση για το τι τον περίμενε, εξακολουθούσε να διαβάζει φιλοσοφία και διάφορα άλλα αναγνώσματα, που θα τον βοηθούσαν να αναπτύξει θεωρίες, ικανές να ενισχύσουν το μέλλον του σοσιαλισμού στον Τρίτο Κόσμο».
Ανάμεσα στα βιβλία που ζητούσε να έχει μαζί του ήταν μεταξύ άλλων: οι Τραγωδίες του Αισχύλου, Δράματα και Τραγωδίες του Σοφοκλή, Ιστορία του Ηροδότου, τα Ελληνικά του Ξενοφώντα, οι Διάλογοι και η Πολιτεία του Πλάτωνα, τα Πολιτικά του Αριστοτέλη, ο Δον Κιχώτης, ο Φάουστ του Γκαίτε, τα Άπαντα του Σαίξπηρ.

Για τον Γκεβάρα, στον κόσμο του ανταρτοπόλεμου και της πάλης ενάντια στον ιμπεριαλισμό, υπήρχε χώρος και χρόνος για την ανάγνωση αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, πολιτικών δοκιμίων και ποίησης. Άλλωστε, χωρίς τη γνώση, η δημιουργία του «νέου ανθρώπου» που οραματίστηκε ο Τσε – ενός ανθρώπου απαλλαγμένου από τον εγωκεντρισμό της καπιταλιστικής κοινωνίας – θα ήταν αδύνατο να γίνει πραγματικότητα.


Στο περιθώριο του πεδίου της μάχης και της πολιτικής, ο Ερνέστο έβρισκε το χρόνο για τις αγαπημένες του συνήθειες: την ανάγνωση και συγγραφή ποίησης, το ψάρεμα αλλά και τη φωτογραφία.
Λίγοι γνώριζαν την αγάπη του να αποτυπώνει στιγμές της καθημερινότητας μέσα απ’ τον φωτογραφικό φακό.
Πριν από τέσσερα χρόνια, το Κέντρο Μελετών Τσε Γκεβάρα (Centro de Estudios Che Guevara) υπό τη διεύθυνση της κόρης του Αλέϊδα Γκεβάρα, παρουσίασε μια κινητή έκθεση υπό τον τίτλο «Τσε, ο φωτογράφος» επιθυμώντας να καταστήσει γνωστή άλλη μια όψη του αργεντίνου επαναστάτη.

Η Αλέϊδα Μαρτς γράφει γι’ αυτήν την πλευρά του Τσε:«Το ενδιαφέρον του για τη φωτογραφία, απ’ την εποχή που ήταν ακόμη έφηβος, ήταν τέτοιο που η τέχνη αυτή έγινε μόνιμη κι αχώριστη σύντροφος και βοηθός του στην προσπάθεια του να αιχμαλωτίσει εικόνες που σχετίζονται με τα ανθρωπιστικά του ενδιαφέροντα, κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του στη λατινική Αμερική και σε άλλα μέρη του κόσμου».

Αχώριστη σύντροφος του όμως ήταν και η ποίηση. 

Η σύντροφος του διατηρεί ως πολύτιμο θησαυρό γράμματα που ο Ερνέστο της είχε στείλει από το εξωτερικό σε πολλά από τα οποία επέλεγε να εκφραστεί ποιητικά, συνδυάζοντας το χιούμορ με το ρεαλισμό της πραγματικότητας, την προσήλωση στο καθήκον της επανάστασης με τη νοσταλγία της οικογένειας που είχε αφήσει πίσω.
Αξίζει να παρατεθούν αποσπάσματα των δύο τελευταίων γραμμάτων που ο Τσε είχε στείλει στη σύζυγο του όντας στο δρόμο για τη Βολιβία, όπου λίγο καιρό αργότερα θα συναντούσε το θάνατο.

«Μοναδική μου,
Θα μπορούσα να σου πω ότι μου λείπεις τόσο που έχω χάσει τον ύπνο μου, αλλά ξέρω ότι δε θα με πίστευες, οπότε συγκρατούμαι. Είναι όμως κάποιες μέρες που η νοσταλγία ορμάει ασυγκράτητη και με κυριεύει.
Τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, κυρίως, δεν ξέρεις πόσο μου έλειψαν τα τελετουργικά σου δάκρυα, κάτω από τούτον τον ουρανό με τα καινούργια άστρα, που μου θύμιζε πόσο λίγο έχω χαρεί τη ζωή στον προσωπικό τομέα.
[…] Για τη ζωή μου εδώ δεν έχω να σου πω πολλά ενδιαφέροντα, η δουλειά μου αρέσει αλλά απαιτεί απομόνωση και μερικές φορές γίνεται κουραστική. Μελετάω, όποτε μου μένει χρόνος, και πότε πότε ονειρεύομαι. Παίζω σκάκι, δίχως αξιόλογους αντιπάλους, και περπατάω αρκετά. Αδυνατίζω, λίγο απ’ τη νοσταλγία και λίγο απ’ τη δουλειά.
Δώσε ένα φιλί στα κεφτεδάκια, και σ’όλους τους άλλους. Για σένα ένα φιλί έμπλεο αναστεναγμών και λοιπών θλιβερών, απ’ τον φτωχό και φαλακρό σου σύζυγο
».


Πίσω απ’ τον ατρόμητο αντάρτη που πολεμούσε για την ελευθερία των λαών υπήρχε ένας ευαίσθητος σύζυγος και πατέρας τεσσάρων παιδιών.
Η επιλογή του να αφήσει τη σιγουριά της Κούβας προκειμένου να στηρίξει έμπρακτα τους επαναστατικούς αγώνες άλλων εθνών ήταν μια απόφαση που σφράγισε το πεπρωμένο του.
Απόφαση επώδυνη, καθώς η προσωπική και οικογενειακή ζωή θυσιάζονταν γιά τα ιδανικά της επανάστασης.

Λίγες μέρες πριν αναχωρήσει για τη Βολιβία, ο Τσε – έχοντας μεταμορφωθεί για λόγους ασφαλείας σε ηλικιωμένο άνδρα – συνάντησε για τελευταία φορά τα παιδιά του. Μια συγκινητική στιγμή που περιγράφει στο βιβλίο της η Αλέϊδα Μαρτς:
«Λίγες μέρες πριν από την αναχώρηση του, τον μετέφεραν σε ένα ασφαλές σπίτι που βρισκόταν στην Αβάνα, μεταμορφωμένο ήδη σε γερό-Ραμόν, κι’ εκεί ζήτησε να δει τα παιδιά. […] Όταν έφτασαν τα παιδιά, τους τον σύστησα ως ένα στενό φίλο του μπαμπά τους που ήθελε να τους γνωρίσει. Φυσικά δε φαντάστηκαν ότι εκείνος ο άνδρας, που έδειχνε εξηντάρης, μπορούσε να είναι ο πατέρας τους. Ήταν μια στιγμή πολύ δύσκολη για τον Τσε αλλά και για μένα. Για εκείνον βέβαια ήταν εξαιρετικά επώδυνο το να βρίσκεται τόσο κοντά τους και να μην μπορεί να τους το πει, ούτε να τους φερθεί όπως ήθελε. Ήταν μία απ’ τις πιο σκληρές δοκιμασίες που χρειάστηκε να περάσει ποτέ του».
Ήταν τέλη του 1966.
Λίγους μήνες αργότερα ο Ερνέστο Γκεβάρα θα έπεφτε αιχμάλωτος του βολιβιανού στρατού και των πρακτόρων της CIA. Το τι ακολούθησε είναι γνωστό σε όλους. 
Πριν την σύλληψη του είχε προλάβει να στείλει το τελευταίο ποίημα στην Αλέϊδα, με λέξεις που υποδηλώνουν μια προαίσθηση του τέλους που πλησίαζε:
«Πάω να οικοδομήσω τις ανοίξεις του αίματος και του γουδιού κι αφήνω, στο κενό της απουσίας μου, ετούτο το φιλί το δίχως γνωστή διεύθυνση.
Δε μου έχουν ανακοινώσει, όμως, την κρατημένη θέση στη θριαμβευτική παρέλαση της νίκης και το μονοπάτι που βγάζει στο δρόμο μου είναι φωτοστεφανωμένο από δυσοίωνες σκιές.
Αν προορίζουν για μένα τον σκοτεινό θώκο των τσιμέντων, φύλαξε τον στο ομιχλώδες αρχείο των αναμνήσεων, κατέφυγε σ’αυτόν τις νύχτες των δακρύων και των ονείρων…
Αντίο μοναδική μου, μην τρέμεις μπροστά στην πείνα των λύκων ούτε στις παγωμένες στέπες της απουσίας.
Σ’έχω στο μέρος της καρδιάς και θα πορευτούμε μαζί ώσπου ο δρόμος να σβηστεί».


Στις 8 Οκτωβρίου 1967, η βολιβιανή κυβέρνηση και η Ουάσινγκτον θα αποφάσιζαν τη δολοφονία του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα. Εκείνη τη μέρα, στην επαρχία Βαλεγκράντε της βολιβιανής υπαίθρου, οι σφαίρες έδωσαν τέλος στη ζωή ενός ανθρώπου. Του θνητού Ερνέστο Γκεβάρα ντε λα Σέρνα, ενός ανθρώπου με κοινές αδυναμίες και συναισθήματα. Δεν κατάφεραν όμως να σταματήσουν την ανάδειξη του θρύλου του Τσε, του συμβόλου της νεανικής επαναστατικότητας για ολόκληρες γενιές.

*Τα αποσπάσματα είναι από το βιβλίο «Αναπόληση: η ζωή μου με τον Che» της Αλέϊδα Μαρτς, εκδόσεις Ψυχογιός, 2007 (“Evocacion: mi vida al lado del Che”, Aleida March).

Αλίευση-Παρουσίαση Τίτλου Κειμένου: Viva La Revolucion