Pantelis Thalassinos:
Η ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ Η ΓΥΑΡΟΣ, Ο ΑΗ ΣΤΡΑΤΗΣ, ΚΑΙ ΤΑ ΥΠΟΛΟΙΠΑ ΞΕΡΟΝΗΣΙΑ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΑΝΟΙΧΤΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΧΟΥΝΤΑ... ΗΤΑΝ ΑΝΟΙΧΤΑ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΠΟΥ ΚΥΒΕΡΝΟΥΣΑΝ ΟΙ ΘΕΙΟΙ, ΚΙ ΟΙ ΠΑΤΕΡΑΔΕΣ ΤΟΥΣ...
(ποιητική μαρτυρία του Γιάννη Ρίτσου από τα «Μακρονησιώτικα»)
«Ήρθαν οι αρρώστιες, οι διάροιες, ο τέτανος
κουβαλάμε τους αρρώστους με τα φορεία στ’ αποχωρητήρια
κουβαλάμε τους πεθαμένους πάνου στην τάβλα ως την ακρογιαλιά
από κει μόλις βραδυάζει τους φορτώνουν στα καΐκια για το Λαύριο
οι εξόριστοι βγάζουν τα σκουφιά τους, σφίγγουν τα δόντια και
κοιτάζουν πέρα τη θάλασσα
δε μιλάνε, κοιτάζουν μακριά, πίσω απ’ το Σούνιο
ώσπου βραδυάζει κι ο άνεμος βολοδέρνει σε μια κουβέρτα πεθαμένου
ετούτος ο ατέλειωτος άνεμος που αντιχτυπιέται στη μουγκαμάρα της πέτρας
που αναστατώνει τ’ αγκάθια και τα χαρτιά του αποχωρητηρίου
παίρνει από πίσω τα καράβια, γιομίζει τις τσέπες με σπασμένα τοπεία
χωρίζει το πετσί απ’ το κόκαλο – ο μεγάλος άνεμος
που λύνει τους κόμπους των άστρων και δένει τις καρδιές μας
Ένα κρεβάτι, δυο κρεβάτια – πόσα κρεβάτια μείναν άδεια
και τα κουταλοπήρουνα των σκοτωμένων μαζεμένα στη γωνιά
σα μια φούχτα αστέρια δίχως όνομα
και το βλογιοκομμένο φεγγάρι φωνάζοντας ολονυχτίς τον τρόμο
του στη θάλασσα
όπως ανοιγοκλείνει στο σκοτάδι ένα παλιό πορτόφυλλο
κι οι μπόγοι της νύχτας δίπλα στα μαγειρεία
κι η λύπη στριμωγμένη πλάι στο φόβο
έξω απ’ την καρδιά μας.
Ύστερα πέφτει ο άνεμος
κι ακούμε που κατρακυλάνε πέτρες απ’ το βουνό
ακούμε τ’ άρβυλα των πεθαμένων
και πάρα πέρα τ’ άρβυλα της λευτεριάς
καθώς ανηφορίζει από τον κάτου κόσμο.