Αυτές είναι οι ΗΠΑ, που μόλις ανακάλυψαν οι μέχρι τώρα υμνητές του «μείγματος πολιτικής» του Ομπάμα.
Και το ερώτημα: Γιατί οι αδικημένοι, οι καταπιεσμένοι, οι καταληστευμένοι δίνουν ψήφο στον Τραμπ (ή, τηρουμένων όλων των αναλογιών, στη Λεπέν, στο φασίστα της Αυστρίας, στα χρυσαυγίτικα ναζιστοειδή κοκ);
Πρώτον, όταν ένα σύστημα δολοφονεί μαύρους και εκπαιδεύει τους ανθρώπους να ζουν με αυτό, τότε θα ‘ρθει η ώρα που αυτό το σύστημα θα έχει για πρόεδρο που αποκαλεί τους μαύρους «αράπακλες».
Όταν ένα σύστημα μετατρέπει τους Μεξικάνους μετανάστες σε είλωτες και εκπαιδεύει τους ανθρώπους να ζουν με αυτό, τότε θα ‘ρθει κάποια στιγμή που το σύστημα αυτό θα το προεδρεύει κάποιος που αποκαλεί τους μετανάστες «σκουλήκια».
Όταν το «δημοκρατικό τόξο» του συστήματος θεωρεί πολύ «ιν» να διασκεδάζει με τις δηλώσεις της Μαντόνα ότι θα πάρει πίπα από όποιον ψηφίσει Κλίντον, θα ‘ρθει η ώρα που θα έχει για πρόεδρο κάποιον που δηλώνει ότι αντί για χειραψία όταν συναντά γυναίκες τις πιάνει από το μουνί…
Κατ’ αντίστοιχο τρόπο όταν ελεεινολογείς από το πρωί μέχρι το βράδυ τη συλλογική και κοινωνική δράση, όταν εξυμνείς τον Μεταξά και κάνεις τους καρατζαφερυραίους οικουμενικούς συγκυβερνήτες, όταν παριστάνεις τους χρυσαυγίτες σαν καλούς προσκόπους που περνούν τις γιαγιάδες απέναντι και όταν επιβάλλεις με όρους λοβοτομής το «δεν υπάρχει εναλλακτική», τότε – προς δόξαν και αναπαραγωγή του κατεστημένου - κατευθύνεις τα θύματα του κατεστημένου να παραιτούνται από την σκέψη της ανατροπής όσων τους συνθλίβουν καινα ψωνίζουν «ελπίδα» από κάποιον «εκδικητή Ζορό», που παριστάνει τον «αντισυστημικό», αλλά είναι κατασκευασμένος στους υπονόμους του ίδιου συστήματος που τους συνθλίβει.
Δεύτερον, ο κόσμος ψηφίζει Τραμπ στην Αμερική ή Φάρατζ στη Βρετανία επειδή οι ψηφοφόροι (όπως ακούσαμε για το βρετανικό «όχι» στην ΕΕ) είναι «φτωχοί, αμόρφωτοι και ηλικιωμένοι» όπως σε ένα κρεσέντο «δημοκρατικότητας» έχουν αρχίσει να λένε από Ουάσιγκτον και Λονδίνο μέχρι την Αθήνα τα διάφορα αθύρματα του «διαφωτισμού»;
Εξαιρουμένων των φασιστών – γιατί υπάρχουν και τέτοιοι – όλα αυτά τα εκατομμύρια των ανθρώπων πέφτουν θύματα του ακροδεξιού λόγου επειδή είναι «μουζίκοι»; Αυτό ισχυρίζονται εμμέσως διάφορες χυδαίες συνιστώσες του λεγόμενου «δημοκρατικού τόξου». Οι «υπανάπτυκτοι», μας λένε οι «δημοκράτες», δεν αντιλαμβάνονται την «αξία των ελευθεριών» του σύγχρονου κόσμου. Αλλά, για ποιες ελευθερίες μιλούν;
Για την «ελευθερία κίνησης του κεφαλαίου» (μόνο που οι λαοί δεν έχουν κεφάλαια), για την «ελευθερία διακίνησης εμπορευμάτων» (αλλά οι λαοί δεν έχουν για να τα αγοράσουν), για την «ελευθερία παροχής υπηρεσιών» (αλλά οι λαοί εδώ χάνουν ακόμα και τις ελάχιστες υπηρεσίες πρόνοιας που τους είχαν απομείνει), για την «ελευθερία μετακίνησης προσώπων»(αλλά οι λαοί που δεν μπορούν να κάνουν ρούπι από τα κατώφλια τους λόγω ανέχειας, διδάχτηκαν από τους «δημοκράτες» να αισθάνονται σαν απειλή τους μετανάστες που έφτασαν λόγω της δικής τους ανέχειας στο κατώφλι τους).
Προφανώς οι «δημοκράτες» μας δεν θέλουν να παραδεχτούν τούτο:
Μετά από μια μακρά περίοδο εφαρμογής πολιτικών που κατέτειναν στην κοινωνία των 2/3, ειδικά σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης, παντού στον πλανήτη εφαρμόζεται η πολιτική του 1/3.
Και φυσικά είναι οι δημοκράτες, φιλελεύθεροι και «αριστεροί» του συστήματος (από τους Κλίντον και Ομπάμα στην Αμερική, τους Ολαντ στη Γαλλία, τους Εργατικούς στη Βρετανία μέχρι τους ΤσιπροΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα),
που διαγωνίζονται μεταξύ τους για το ποιος θα διαχειριστεί και θα εφαρμόσει την πολιτική που οδηγεί στον Καιάδα τα δυο τρίτα των «μη προνομιούχων» της κοινωνίας.
Τρίτον, και σε συνάρτηση με το προηγούμενο, είναι εξίσου προφανές, λοιπόν, ότι τα λαϊκά στρώματα ταυτοποιούν τους φορείς αυτής της πολιτικής ως δράστες του εγκλήματος κατά της ζωής τους με συνέπεια να ψάχνουν διέξοδο όχι στην «αριστερά», όπως την έχουν ξεφτιλίσει σαν έννοια σοσιαλιστές, σοσιαλδημοκράτες, ευρωαριστεροί και «αμερικανο-αριστεροί», αλλά σε εκείνον τον λόγο, τον ακροδεξιό, που, τελικά, επιδοτείται από το ίδιο το σύστημα να φαντάζει «αντισυστημικός».
Είναι κάτι που έχει ξανασυμβεί, ειδικά στην Ευρώπη, τη δεκαετία του ’30, και συμβαίνει κάθε φορά που οι αντίπαλες μερίδες της άρχουσας τάξης διασταυρώνουν τα ξίφη των ενδοαστικών και ενδοιμπεριαλιστικών τους αντιπαραθέσεων σε συνθήκες που η εργατική τάξη βρίσκεται σε πολιτική αδυναμία να αξιοποιήσει πολιτικά αυτές τις αντιθέσεις κάτω από τη σημαία των δικών της συμφερόντων και διαιρείται με το να στοιχίζεται, άλλοτε ως ψηφοφόρος και άλλος σαν κρέας για τα κανόνια, σε ξένα στρατόπεδα.
Από την άποψη αυτή η εκτίμηση για «τον δεξιό εθνικιστικό ευρωσκεπτικισμό (ότι) αυτός δεν αποτελεί πραγματικό αντίπαλο, αλλά δομικά αναγκαίο συμπλήρωμα του ευρωσυστήματος, καθώς εκτονώνει ανώδυνα τη λαϊκή δυσαρέσκεια εμποδίζοντας την εμφάνιση ενός αριστερού, ριζοσπαστικού αντίπαλου δέους» (Φ.Λορντόν, «Σκοτώνουν τους Έλληνες…», πρόλογος Π. Παπακωνσταντίνου, εκδόσεις Τόπος) είναι απόλυτα σωστή και ισχύει και για την αποκεί πλευρά του Ατλαντικού.
Τέταρτον, αυτός που διαμορφώνει ιδεολογία στις κοινωνίες, με αντίστοιχες πολιτικές και εκλογικές συμπεριφορές, είναι ο νικητής. Πολλώ δε μάλλον σε συνθήκες ήττας – ναι, ήττας – του παγκόσμιου εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος, γεγονός που δηλώνει για μια ακόμα φορά την αθλιότητα της θεωρίας των «δυο άκρων» που θέλει τον κομμουνισμό με τον φασισμό να είναι «συγκοινωνούντα δοχεία» ενώ είναι αλληλοαποκλειόμενα.
Πέμπτον, όπως μας επιβεβαιώνει και η ευρωπαική εμπειρία σε Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία και αλλού - και ειδικά µάλιστα σε συνθήκες κρίσης -όταν δεν υπάρχει ισχυρό Κοµµουνιστικό Κόµµα µε επαναστατική στρατηγική, αλλά µεταλλαγµένα ή «νεοαριστερά» κόµµατα που αρνούνται να βγάλουν επιστηµονικά συµπεράσµατα από τις εξελίξεις, τότε ο λαός βρίσκεται σε αδιέξοδο.
Το εργατικό κίνηµα παροπλίζεται και ακόµα και µεγάλοι αγώνες που ξεσπούν, αλλά με υπονομευμένο ή αδύναμο πολιτικό προσανατολισμό, αξιοποιούνται για να εναλλάσσονται οι αστικές κυβερνήσεις και να διευκολύνεται η εθνικιστική και ρατσιστική δηµαγωγία.
Όταν η πλειοψηφία των πολιτικών κοµµάτων, ανεξάρτητα των μεταξύ τους διαφορών, καλλιεργούν και αναπαράγουν την άποψη ότι η ασκούμενη πολιτική είναι µονόδροµος, το σύστημα αιώνιο και αμετάβλητο και εποµένως το μόνο που απομένει είναι η αναζήτηση της «καλύτερης» διαχειριστικής παραλλαγής του, τότε η απογοήτευση του κόσµου που επέρχεται με μαθηματική ακρίβεια μετατρέπεται – με εξίσου μαθηματική ακρίβεια – σε μια γενικευμένη συντηρητικοποίηση.