Ένα έγκλημα εθνοτικών διαστάσεων συντελείται.
Ένα νέο ολοκαύτωμα.
Εξαφανίζουν έναν ολόκληρο λαό. Αργά αλλά σταθερά, με κάθε μέσο, σε κάθε τομέα της κοινωνικής ζωής, κλέβουν ασύστολα, ξεπουλάνε, δολοφονούν κατά συρροή, εξαφανίζουν το παρόν μας, υποθηκεύουν το μέλλον των παιδιών μας.
Οι απόμαχοι δουλειάς χρόνων καλούνται να ζήσουν με το φιλοδώρημα που τους απένειμαν για σύνταξη. Εξαθλιωμένοι, ξεκολλάνε απ’ το πετσί τους την όποια αξιοπρέπεια τους απέμεινε και την οποία έχτιζαν με τα χρόνια, έστω και λαθεμένα, για ένα κομμάτι ψωμί, που τους πετάνε ξεδιάντροπα, ένα κεραμίδι που καλούνται να υπερασπιστούν ως εμπράγματη απόδειξη της ζωής που τους πήραν και μια ταπεινή θεσούλα του παιδιού.
Τις αποταμιεύσεις τους τόσων χρόνων, χρήματα της εργασίας τους και των κόπων τους τα εξαφάνισαν.
Άλωσαν τα αποθεματικά των συνταξιοδοτικών ταμείων, τα τζογάρισαν στο χρηματιστήριο των αφεντικών τους, τα έκλεψαν, τα έφαγαν.
Και τώρα τρώνε τις σάρκες των γερόντων.
Και των παιδιών τους. Και των παιδιών των παιδιών τους.
Ανάμεσά μας, ενάμισι εκατομμύριο άνεργοι, εκατοντάδες χιλιάδες υποαπασχολούμενοι, χιλιάδες ανήμποροι, καταθλιμμένοι, ψυχολογικά ράκη, ξοφλημένοι, ετοιμοθάνατοι, οδηγούνται πειθήνια σ’ ένα ιδιότυπο πρόγραμμα ευγονικής από την τάξη των αφεντικών, που τόσα χρόνια μας διαφεντεύει και διαμορφώνει τη συνείδησή μας.
Λαοί που έχουν προγραφεί από τον παγκόσμιο καπιταλισμό κι οδηγούνται άγρια στον όλεθρο και στην εξαφάνιση.
Άνευ δικαιώματος στα πανανθρώπινα δικαιώματα, χωρίς παρόν, ζωή, ελπίδα, προοπτική.
Κι όσοι δουλεύουμε ακόμη, δουλειά με την ώρα, τη μέρα, την ανάγκη του αφεντικού, όλο και λιγότερα χρήματα – ένα χαρτζιλίκι, χωρίς ανάσα, δίχως προοπτική ή μάλλον με τη δυστυχία του διπλανού μας να προβάλει ως η μέλλουσα θέση μας κι ας μην το αντιλαμβανόμαστε πολλοί.
Η δημόσια υγεία αποσαθρώθηκε, η πρόληψη χάθηκε, τα νοσοκομεία εγκαταλείφτηκαν, το εναπομείναν προσωπικό τους αγκομαχεί, γιατροί και νοσηλευτές ήρωες, φάρμακα εκλείπουν, θεραπείες που θα έσωζαν ζωές διακόπτονται, αναβάλλονται ή δεν εκκινούν ποτέ, επεμβάσεις δεν γίνονται.
Απέλπιδες ασθενείς, συνοδοί και νοσηλευτικό προσωπικό στην αθλιότητα των εφημεριών και της γενικής λειτουργίας των νοσοκομείων.
Μονάδες ΜΕΘ δεν λειτουργούν, ακόμη και πολύτιμα μηχανήματα απαξιώνονται, ασθενοφόρα σαράβαλα, ράντζα και ασθενείς παραπεταμένοι στην τύχη τους, στους πόνους και στην ανημποριά τους. Όσο περνάει ο καιρός,
η περίπτωση να ψοφήσουμε – αν φτάσουμε ποτέ, σ’ έναν άθλιο διάδρομο νοσοκομείου, από ένα θολό στατιστικό ενδεχόμενο, γίνεται ολοένα και πιθανότερη για μας τους ίδιους, τα παιδιά μας, τους συγγενείς και τους φίλους μας.
Ένας καιάδας για να ξεφορτώνονται το κουφάρι μας.
Η παιδεία σε διάλυση, πανεπιστήμια σκουπιδότοποι, πανεπιστημιακοί που διδάσκουν την προσευχή ως μέσο για την αύξηση της παραγωγικότητας (και υποδούλωσης),
άλλοι που ανακαλύπτουν θεϊκούς τάφους κι όλοι μαζί να προσκυνούν το άθλιο σύστημα που τους ανέδειξε.
Φοιτητές χωρίς μέλλον κι άλλες χιλιάδες παιδιά, εκατοντάδες χιλιάδες κι αυτά, αποδιωγμένα στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, μετανάστες στον… καλύτερο καπιταλισμό, μιας και το χρηματιστήριο αξιών ζωής της ημεδαπής έχει πατώσει.
Μαθητές που πεινάνε και δάσκαλοι εξαθλιωμένοι, συσσίτια από μεγαλοαστούς και τροφαντούς παπάδες, εταιρείες που προσφέρουν γεύματα αν αγοράσουμε το καθαριστικό τους, παιδάκια κατατρεγμένα, ξοφλημένα πριν ακόμη ζήσουν.
Χιλιάδες παιδιά που σιτίζονται από την ελεημοσύνη μεγαλοκαρχαριών. Ένα θλιβερό σάντουιτς, ένα γιαούρτι, ίσως και γάλα.
Από αυτούς που προηγούμενα κατάφεραν και απομύζησαν τη ζωή των γονιών τους.
Τους δήμιούς τους! Τους… ευεργέτες.
Και χιλιάδες άλλα παιδάκια διαμελισμένα από τις βόμβες των «συμμάχων» μας ή ξεβρασμένα άψυχα στις ακρογιαλιές μας,
σ’ ένα ύστατο αγκάλιασμα με τους πνιγμένους γονείς τους, όπου, αντιθέτως, θα έπρεπε να παίζουν, να γελούν και να μαθαίνουν τις χαρές της θάλασσας.
Μερικοί οδηγήθηκαν στην αυτοκτονία, ήδη.
Κάτω στο δρόμο κάποιος ψάχνει στα σκουπίδια.
Η γιαγιά μαζεύει τα πεταγμένα της λαϊκής αγοράς. Το παιδάκι λιποθυμά στο σχολείο.
Μας προσφέρουν τα ληγμένα των σούπερ μάρκετ.
Απ’ τα ληγμένα της τέχνης, του πολιτισμού, του κοινωνικού εκμαυλισμού μας ξεκίνησαν. Θυμάστε; Γιατί αν πρόκειται να διακορεύσεις, να εκμαυλίσεις ένα λαό, απ’ τον πολιτισμό του αρχινάς.
Μας άμβλυναν την ικανότητα ανάγνωσης, μέχρι που μας κατέστησαν λειτουργικά αναλφάβητους. Αφεθήκαμε, δεν αντιδράσαμε.
Μας αποξένωσαν από κάθε ίχνος αξιοπρέπειας, βάλθηκαν να μας καταντήσουν άθλια και θλιβερά χαμερπή. Να ψάχνουμε κάποιον που θα βγάλει «το φίδι απ’ την τρύπα».
Γι’ αυτό εξαφάνισαν τον πολιτισμό.
Ένα άλλο έγκλημα που συντελείται χρόνια τώρα και λίγοι πήραν χαμπάρι.
Η Τέχνη που, ως τέτοια, μπορεί να αφυπνίσει, να καλλιεργήσει συνειδήσεις, να ανατάσσει, να θέσει ερωτήματα, να εξυψώσει τον άνθρωπο, εξαφανίστηκε, διαβρώθηκε, εκμαυλίστηκε.
Αποξενωθήκαμε από το Ωραίο, το Ηρωικό, το Μεγάλο, την αισθητική παιδεία και καλλιέργεια.
Ότι απόμεινε χώθηκε στο βρακί της κάθε Καλομοίρας, σύρθηκε στην ιπτάμενη και ξεθυμασμένη λίμπιντο απόμαχων αεροσυνοδών, στην ξετσιπωσιά αγυρτών, στο θλιβερό τίποτα ανδρεικέλων, στις κραυγές υπανθρώπων.
Και να φανταστείς, αργεί ακόμη το τέρμα.
Βρομίσαμε γιατί μετράμε το κόστος της θέρμανσης. Σε λίγο θα ζέχνουμε γιατί και το νερό θα γίνει εμπορευματικό είδος.
Όπως κατάντησε ολάκερη η ζωή μας. Κι όσο αποτιμούσαν, στο βωμό του κέρδους τους, με την αρωγή ή την αδιαφορία μας, τα πανανθρώπινα αγαθά, τόσο έχανε την αξία της η ζωή μας. Μέχρι που δεν θ’ αξίζουμε, πια, ούτε φράγκο.
Δολοφονούν ένα ολόκληρο λαό. Γέροντες, μεσήλικες, νέους, παιδιά. Ξεπουλάνε τα πάντα. Εργατικά και πανανθρώπινα δικαιώματα, εθνικό πλούτο, ανθρώπους, ιδανικά, αξιοπρέπειες, το παρόν μας και το μέλλον μας, τις ζωές των παιδιών μας. Εκμαυλίζουν, τρομοκρατούν, απογοητεύουν και μας σέρνουν στον τάφο.
Η σαπίλα εισβάλλει από παντού στη ζωή μας.
Ξεδιάντροπα, προκλητικά, το σύστημα αποβάλει τη «δημοκρατία» του, τη «δικαιοσύνη», την «ενημέρωση», τον «πολιτισμό», την αστική λογική του, οτιδήποτε το ενοχλούσε στην ισοπέδωση του λαού, κάθε τι που το φτιασίδωνε και αποκοίμιζε τους υπηκόους. Στέκεται γυμνό κι αποκρουστικό απέναντί μας.
Μας εξαφανίζουν και μας κοροϊδεύουν ξεδιάντροπα. Μας σκοτώνουν και μας βγάζουν τη γλώσσα.
Μας αφαιρούν τη ζωή, μαγαρίζουν και υποσκάπτουν το μέλλον των παιδιών μας και μας περιγελούν. Μας δολοφονούν και μας χλευάζουν.
Μας προκαλούν κι ελεημονούν. Μια δωρεά, ένα συσσίτιο, μια υποτροφία, ένα ίδρυμα, μια ΜΚΟ.
Κι εμείς τους ανεχόμαστε.
Κι αν δεν σκύβουμε το κεφάλι, αποστρέφουμε το βλέμμα. ΄Η πιανόμαστε από την επόμενη μαριονέτα που μας δείχνουν. Κι ας είναι ολοφάνερα ψευδεπίγραφη, ακόμη και γκρίζα ή και μαύρη. Από απάτη σε απάτη. Μέχρι το τέλος μας, που το έχουν ορίσει και προδιαγράψει αυτοί.
Κι όμως. Μας εξαφανίζουν, γιατί το επιτάσσουν τα κέρδη τους,
αλλά μας φοβούνται.
Αυτοί ξέρουν, γνωρίζουν τη δύναμή μας.
Εμείς δεν πρέπει να την μάθουμε.
Γι αυτό και μας λοιδορούν. Μας εξευτελίζουν. Στο δρόμο προς τον όλεθρο πρέπει να νιώθουμε άθλιοι, απελπισμένοι, δίχως ελπίδα κι ανάστημα.
Αλλιώς, δεν θέλει πολύ – αυτοί το ξέρουν, να βρεθούν οι ίδιοι στο λάκκο που προορίζουν για μας.
Θέλει;