Μ. Λουντέμη: «Άουσβιτς»
Στις 27 Γενάρη 1945 οι στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού (60ή Στρατιά του 1ου Ουκρανικού Μετώπου) απελευθερώνουν τους 7.000 περίπου εναπομείναντες κρατούμενους του στρατοπέδου συγκέντρωσης του Άουσβιτς.
Με αφορμή αυτή την επέτειο δημοσιεύουμε το ποίημα του Μενέλαου Λουντέμη «Άουσβιτς», όχι όμως στη μορφή που το ξέρουμε σήμερα, όπως δημοσιεύτηκε στα ποιητικά του.
Αλλά όπως πρωτογράφτηκε τον Αύγουστο του 1947 και δημοσιεύτηκε στις 8 Σεπτέμβρη 1947 στην εφημερίδα «Ρίζος της Δευτέρας».
Είναι περίοδος που ξαναγεμίζουν οι τόποι εξορίας στα ελληνικά ξερονήσια και η σύνδεση στο ποίημα είναι προφανής.
Στα ποιητικά του που κυκλοφόρησαν από το «Δωρικό» και αργότερα από τα «Ελληνικά Γράμματα» το ποίημα διαφοροποιείται πάρα πολύ, προσπαθώντας να το κάνει επίκαιρο με βάση τα δεδομένα της εποχής, στηλιτεύει την αμερικανοκρατία (παραθέτουμε κι αυτή την εκδοχή).
Έγραψε ο Ηρακλής Κακαβάνης //
Άουσβιτς
Ναι. Έτσι το λέγανε κάποτε. Τώρα είναι ένα τεφρό χωνευτήρι.
Κι ένα δάπεδο που γκρεμίστηκε παρασέρνοντας στον Άδη τις ζωές του.
Τώρα εκεί λιώνει πεσμένη η ζωή ανάμεσα σε φρύγανα, στάχτη και σποδό
Τώρα «Άουσβιτς» λένε κάτι στήθια και κάτι έρημες μητρικές αγκαλιές…
Κάτι αραχνιασμένα δώματα και κάτι μάτια που βράδιασαν νωρίς…
Ναι. Έτσι το λέγανε κάποτε. Τώρα είναι μια νεκρόπολη που πήρε τη λαλιά της κι έφυγε.
Έφυγε αφήνοντας πίσω της έναν χειμωνιάτικο οδυρμό.
Το βράδυ κατεβαίνει ο Αίολος και παίζει στα κρανία τον αυλό του.
Κατεβαίνουν τ΄ άστρα και φωσφορίζουν μέσα στους άδειους φεγγίτες των ματιών.
Κατεβαίνουν οι νυχτερίδες και κωπηλατούνε έντρομες στα σκότη.
«Άουσβιτς» το λέγανε. Τρία χρόνια το λέγανε έτσι. Τώρα είναι χωράφι.
Ενα απέραντο βοσκοτόπι για τους γύπες που κρώζουνε νυχτοήμερα νηστικοί.
Άχρηστο υλικό, σκεύη ανάκατα από συντρίμμια λευκάζουνε στη χλόη
Κόμες ξέπλεκες κυνηγιούνται έξαλλες στους θάμνους
Κόμες που γέρασαν κλαίοντας πάνου απ’ τα λείψανά τους.
Βρέθηκαν ακόμη εκεί κοκάλινα χεράκια παιδικά – ολάνυχτες πεντάφυλλες μαργαρίτες.
Και παπουτσάκια… πλήθος παπουτσάκια από απίθανα μικρά πόδια που ψάχνουν να βρουν το ταίρι τους.
Ναι. Έτσι το λέγανε κάποτε. Οι άνθρωποι ανατρίχιασαν και ξέχασαν.
Μα φέτος η Άνοιξη ήρθε κι απόθεσε εκεί τους σπόρους της
Μυριάδες παπαρούνες κι αγριολούλουδα πλουμιστά στόλισαν την έκταση
(γάργαρα γελάκια και σκιρτήματα παιδικά ακομπούνε στις ρίζες τους…)
Είναι γι’ αυτό που η Άνοιξη είναι φέτος συλλογισμένη
Είναι γι’ αυτό που οι πεταλούδες βάψανε μαύρα τα βελούδα τους.
Γιατί εκεί κάτου πλάι-πλάι στις ρίζες κοιμάται σαν απέραντο παράπονο
το βλέμμα του μικρού παιδιού…
«Άουσβιτς».
Έτσι το λέγανε κάποτε. Τίποτε άλλο. Τώρα έφυγε.
Πήρε μια νύχτα τους σκελετούς του και κατέβηκε στη Μεσόγειο
Εδώ, στο ακρωτήρι μας, που κλαίνε τα χώματά του ατάιστα απ’ ανθρώπους
Έφυγε μια νύχτα μπρος απ΄ τα αδιάφορα μάτια των φυλάκων
που έπαιζαν κρίκετ κι έφτυναν σαξονικές βρισιές.
Έφτυναν και εκπαιδεύουνταν στην υψηλή Τέχνη του Κράμερ και της Ιλζέ Βέσνε
Και προχτές πήραν το δίπλωμά τους και κατέβηκαν με τ’ αεροπλάνα τους εδώ,
και ξωπίσω τους ένα κοπάδι από κοράκια που εκπατρίστηκαν
(γιατί είχε καιρό να βρέξει αίμα στο Άουσβιτς…).
Έτσι το ΄λεγαν κάποτε. Τώρα η Λορελάι φυτεύει στο χώμα του πατάτες,
γιατί Άουσβιτς δεν υπάρχει πια. Δεν υπάρχει εκεί.
Το Άουσβιτς το σήκωσαν σα σκήνωμα μια νύχτα χλιαρή
και το κατέβασαν στην Ελλάδα
Άουσβιτς! Φτωχή, πεσμένη Μεγαλειότητα… Τώρα κλάψε
Τώρα τη δόξα σου τη σκέπασαν οι ψηλές φωτιές που ανεβαίνουν απ’ την Ελλάδα!
Γιούρα, Μακρόνησο, Ψυττάλεια, Ικαρία – ω δόξα!
Κι ο Ράιχ, ουαί! – νενικήκαμεν σε!
Αθήνα – Αύγουστος 47
***
Το ποίημα όπως δημοσιεύτηκε στη συλλογή «Το σπαθί και το φιλί» (εκδόσεις «Δωρικός» 1977)
«Άουσβιτς»
Έτσι το ΄λεγαν κάποτε. Κι ήταν
μια φάμπρικα παραγωγής στάχτης
με πρώτη ύλη τον άνθρωπο.
Σήμερα είναι ένα πελώριο χωνευτήρι.
Ένα δάπεδο που βούλιαξε στη γη
παρασέρνοντας στον Άδη τους σταυρούς του.
Τώρα εκεί λιώνει η ζωή
μεταστοιχειωμένη σε χλόη!
Και δεν απόμεινε απ΄ όλα τίποτα
παρά μια περιπλανώμενη ανάμνηση
που κούρνιασε μες στ΄ άδεια στήθια
και στ΄ αραχνιασμένα κρανία των νεκρών.
Έτσι το λέγανε κάποτε. Άουσβιτς!
Τώρα είναι μια απέραντη νεκρόπολη
που πήρε τη μιλιά της κι έφυγε. Έφυγε…
Αφήνοντας πίσω της έναν χειμωνιάτικο οδυρμό.
Κι όταν πέφτει το βράδυ
ο Πάνας παίζει τον αυλό του
στα διάτρητα κόκαλα.
Και τ΄ άστρα φωσφορίζουν λυπητερά
στους φεγγίτες των άδειων ματιών.
Μόνο οι νυχτερίδες ξυπνούν νωρίς
και κωπηλατούνε τρομαγμένες μες στα σκότη.
Έτσι το λέγανε κάποτε.
Τρία χρόνια το λέγανε έτσι.
Τώρα δεν είναι πια
παρά ένα εφιαλτικό χωράφι
όπου γύπες κρώζουνε νηστικοί.
Και κόμες ξέπλεκες τρέχουνε στους θάμνους
κλαίοντας τον εαυτό τους.
Όπου χεράκια παιδικά
λευκάζουνε σα μαργαρίτες. Και παπουτσάκια,
-απίθανα μικρά παπουτσάκια-
ψάχνουνε να βρούνε τα ποδάρια τους.
Έτσι το ΄λέγαν κάποτε.
Μα οι άνθρωποι βάλθηκαν να το ξεχάσουν.
Και κάλεσαν την Άνοιξη να ΄ρθεί,
ν΄ αποθέσει εκεί τους σπόρους της
και να καλέσει τα πουλιά της
και να σπείρει τις πεταλούδες της
και τα γάργαρα γελάκια των παιδιών.
Όμως… Η Άνοιξη…
Κατέβηκεν εφέτος λυπημένη
κι οι πεταλούδες βάψαμε μαύρα τα φτερά τους.
Γιατί εκεί… πλάι-πλάι με τις ρίζες
κείται –σαν απέραντο παράπονο-
το βλέμμα του μικρού παιδιού.
Έτσι το λέγανε κάποτε. Τώρα έφυγε.
Πήρε μια νύχτα τους σκελετούς του
κι έφυγε μπρος απ΄ τα μάτια των σκοπών
που ΄παιζαν κρίκετ κι έφτυναν εγγλέζικες βρισιές.
Και μαζί τους…
Έφυγε κι ένα σμήνος από κοράκια
που οδύρουνταν χρόνια νηστικά.
Γιατί είχε καιρό να βρέξει αίμα στο Άουσβιτς.
Έτσι το ΄λεγαν κάποτε.
Τώρα η Λορελάι,
φυτεύει στο χώμα του πατάτες,
γιατί Άουσβιτς δεν υπάρχει πια.
Γιατί το Άουσβιτς το σήκωσαν μια νύχτα χλιαρή
το φορτώσαν σε βαριά αεροπλάνα
και το μοίρασαν σ΄ Ασία κι Αφρική
(και σε λιγάκι Αλαμπάμα). Εκεί…
Που καίνε πάλι οι υπαίθριες ψησταριές
(Ζώα ανάκατα με σπίτια και γυναίκες).
Ανακατωμένος –όλα- ο ερχόμενος,
χωρίς τη λεπτή επιστήμη των «Φον».
Γιατί τώρα διευθύνουν οι «Μακ»,
κάτι χοντρομπαλάδες απ΄ το Νότο,
που καίνε και σφάζουνε με ουρλιαχτά.
Ανίκανοι να σου ψήσουν έναν καθηγητή
με λίγην υπόκρουση Μπετόβεν.
Εκεί όλα γίνονται τώρα άχαρα
σκότωμα μόνο για το σκότωμα
(η Τέχνη για την Τέχνη…)
Την ανεβάσανε, φτωχό μου Άουσβιτς,
την ανεβάσανε τη γκάμα του φονικού.
Ποσότητα… ποσότητα… ποσότητα…
Ναι, φτωχό μου Άουσβιτς.
*****************************
Για το Σήμερα:
"Εμείς"
Ποιος θα φωτίσει όλο τούτο το σκοτάδι,
τη νύχτα που ’πεσε απάνω στις ζωές μας;
Πριν να σιγήσει κι η ελπίδα στις φωλιές μας,
ποιος θ’ ανατείλει απ’ τους κραδασμούς του κόσμου;
Ποιος θα διασχίσει όλο αυτόν τον παγετώνα,
τα βήματά μας που ’χει δέσει μ’ αλυσίδες;
Πριν να νεκρώσει απ’ του ψύχους τις αγκίδες,
ποιος την καρδιά μας σαν φωτιά θα την ανάψει;
Ποιος θα αντέξει όλη αυτή την ανηφόρα
που την ανάσα μας την κόβει σαν μαχαίρι;
Πριν πάψει η δύναμη να σφίγγουμε το χέρι,
ποιος στ’ ανηφόρι όρθιους θα μας κρατήσει;
Εμείς. Θα γίνουμε φωτιά μέσα στον πάγο.
Λαός, θα γίνουμε το φως μέσα στη νύχτα.
Εμείς. Θα σπάσουμε του ανήφορου το αδράχτι
που γνέθει κάματο, υποταγή και ήττα.
Εμείς.
Ποιος θα φωτίσει όλο τούτο το σκοτάδι,
τη νύχτα που ’πεσε απάνω στις ζωές μας;
Πριν να σιγήσει κι η ελπίδα στις φωλιές μας,
ποιος θ’ ανατείλει απ’ τους κραδασμούς του κόσμου;
Ποιος θα διασχίσει όλο αυτόν τον παγετώνα,
τα βήματά μας που ’χει δέσει μ’ αλυσίδες;
Πριν να νεκρώσει απ’ του ψύχους τις αγκίδες,
ποιος την καρδιά μας σαν φωτιά θα την ανάψει;
Ποιος θα αντέξει όλη αυτή την ανηφόρα
που την ανάσα μας την κόβει σαν μαχαίρι;
Πριν πάψει η δύναμη να σφίγγουμε το χέρι,
ποιος στ’ ανηφόρι όρθιους θα μας κρατήσει;
Εμείς. Θα γίνουμε φωτιά μέσα στον πάγο.
Λαός, θα γίνουμε το φως μέσα στη νύχτα.
Εμείς. Θα σπάσουμε του ανήφορου το αδράχτι
που γνέθει κάματο, υποταγή και ήττα.
Εμείς.
Κρατώντας πάλι κόκκινες σημαίες,
λαός που τον δικό του δρόμο θα ανοίξει.
Εμείς. Με ανάσα των νεκρών μας τους αγώνες,
στις φλέβες το αίμα κι η οργή τους να κυλήσει.
λαός που τον δικό του δρόμο θα ανοίξει.
Εμείς. Με ανάσα των νεκρών μας τους αγώνες,
στις φλέβες το αίμα κι η οργή τους να κυλήσει.