Συνολικές προβολές σελίδας

Translate

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μενέλαος Λουντέμης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μενέλαος Λουντέμης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

21 Ιανουαρίου, 2024

Ο Ν. Καζαντζάκης για το Λένιν: ''Τέτοιος ήταν ο Λένιν Φώς"

 



Ελενη Μαρκακη:
Ν. Καζαντζάκης για το Λένιν, που ΄''έφυγε'' σαν σήμερα το 1924: ''Τέτοιος ήταν ο Λένιν φώς"
"Κίνησε λοιπόν ο Λένιν, σαν τους ήρωες του παραμυθιού,
μονάχος του, αφήνοντας το ταπεινό εργατικό σπίτι στη Ζυρίχη
όπου, ξορισμένος χρόνια, φτωχοζούσε. Πέρασε την Ελβετία,
την Γερμανία, έφτασε στα σύνορα της Ρουσίας, μπήκε στη
απέραντη, πάνοπλη τσαρική πατρίδα
Ν' ανατρέψει την μεγάλη αυτοκρατορία, να κάνει κατοχή
όλα τα σπίτια, όλα τα εργοστάσια, όλη τη γής της Ρουσίας,
να διώξει τους τσάρους, τις τσαρίνες, τα τσαρόπουλα,
τους στρατοκράτες, τους γραφειοκράτες, τους αρχόντους,
τους αστούς, τους παπάδες και να δώσει τη διχτατορική
εξουσία στο εξουθενωμένο, λιμασμένο Προλεταριάτο

"Μεγαλομανία! Παραφροσύνη!" φώναζαν οι φρόνιμοι,
που θαρρούν πως η λογική, η μίζερη ενάρετη γεροντοκόρη,
κυβερνάει τον κόσμο. Μα σε λίγους μήνες, ο φτωχοντυμένος
αυτός πληβείος, έκανε κατοχή τη Ρουσία
Καταργείται η ατομική ιδιοχτησία, καταργείται το εμπόριο και το χρήμα.
Οι τράπεζες, τα εργοστάσια, τα μεταλλεία, όλα τ΄ αστικά χτήματα,
όλη η γής, κατάσχουνται, ανήκουν πιά στο σύνολο.
Μοναρχία, αριστοκρατία, μπουρζουαζία, νομική και κοινωνική
ανισότητα αντρός και γυναικός, θρησκεία, κλήρος, καταπίεση
στις ξένες εθνότητες, τσαρικός στρατός, αστυνομίες,
δικαστήρια, εκπαιδευτικά συστήματα σε δέκα
εβδομάδες εξαφανίζονται.

Είχε στο κεφάλι του ο Λένιν μια Ιδέα' σύμφωνα με την Ιδέα
αυτή έπρεπε να βαδίσει ο κόσμος
Ο Λένιν έγινε σύνθημα
Μεγάλες δυνάμεις που ύπνωναν μέσα άνεργες, ξύπνησαν
Ο τύπος του Ρούσου άρχισε κιόλας να αλλάζει
Τι θα πεί να αλλάζει; Να λευτερώνει τις δυνάμεις που ο τσαρισμός
κρατούσε μέσα στην ψυχή σκλαβωμένες.

Ο Λένιν δεν δημιούργησε νέες δυνάμεις, ξύπνησε
τις σκλαβωμένες, λευτέρωσε τις αλυσοδεμένες
Για τους μαρξιστές, ο μεγάλος άνθρωπος δεν είναι
μια προσωπικότητα ανεξάρτητη, νέα, πάνω απο το λαό
που την γέννησε' διατυπώνει απλώς συνειδητά τις δυνάμεις
και τις πεθυμιές του λαού και της εποχής του.
Ό,τι ο λαός άναθρα κραυγάζει, αυτός το διατυπώνει
με άρτιο λόγο' κι ευτύς ως διατυπωθεί, δεν μπορεί πια
να χαθεί, γίνεται σύνθημα.
Τέτοιος ήταν ο Λένιν φώς"
(από το ''Ταξιδεύοντας στη Ρωσία)

* Ο Λένιν στη δουλειά με εργάτες στο πρώτο Subbotnik (την εθελοντική εργασία στο τέλος της εβδομάδας για την βοήθεια της επανάστασης και του εργατικού κράτους) (1/5/1920). 
O πίνακας με τίτλο “Ο Λένιν στο πρώτο Subbotnik” δημιουργήθηκε από τον Vladimir Krikhatsky



Ελενη Μαρκακη:
Ο Γιάννης Κορδάτος στις 26 Γενάρη του 1924 έγραφε στο Ριζοσπάστη:

Σαν σήμερα, στις 21 Ιανουαρίου του 1924 , έφυγε από τη ζωή.
Αυτός, τον οποίο ο Μαγιακόφσκι αποκάλεσε “ο ανθρωπινότερος άνθρωπος”.
Αυτός, που κίνησε τον τροχό της ιστορίας προς τα μπρος δείχνοντας ότι είναι μπορετό το ταξίδι του ανθρώπου από το βασίλειο της ανάγκης προς το βασίλειο της Ελευθερίας,

Αυτός, που οραματίστηκε και υλοποίησε μαζί με το Ρωσικό λαό και για τους λαούς όλης της οικουμένης την ανθρωπινότερη σ όλη τη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας πάνω στον πλανήτη επανάσταση δηλώνοντας με την ταπεινοσύνη του μεγάλου ότι αυτό που έγινε ήταν μόνο η αρχή, μόνο το ελπιδοφόρο φωτεινό ξεκίνημα: ” Εμείς αρχίσαμε. Πότε ακριβώς, σε ποιο χρονικό διάστημα οι προλετάριοι ποιανού έθνους θα αποτελειώσουν το έργο αυτό δεν είναι το κύριο ζήτημα. Το ουσιαστικό είναι ότι ο πάγος έσπασε, ο ορίζοντας άνοιξε, ο δρόμος χαράχτηκε.”

Αυτός ο άνθρωπος ήταν ο Βλαντιμίρ Ίλιτς Ουλιάνοφ, γνωστός ως Λένιν, η σημαντικότερη προσωπικότητα του 20ου αιώνα, ηγέτης της μεγάλης Οκτωβριανής επανάστασης, της Επανάστασης που έγινε “για να δείξει στο Μέλλον να περάσει” για την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο.

Ο Γιάννης Κορδάτος στις 26 Γενάρη του 1926 έγραφε στο Ριζοσπάστη

Το θλιβερόν άγγελμα που από προχθές εβύθισε εις την αγωνίαν την εργατικήν τάξιν όλου του κόσμου αληθεύει. 
Ο ΛΕΝΙΝ πέθανε στις 21 τρ. υποκύψας στο μοιραίο έπειτα από πολυχρόνιον αρρώστιαν, αποτέλεσμα της δηλητηριάσεως του αίματος κατόπιν της δολοφονικής κατ΄ αυτού απόπειρας που γέννηκε την 31 Αυγούστου 1918.

Αυτή τη φορά είνε δυστυχώς αληθινή η είδησις. 
Ο Λένιν δεν υπάρχει πια στη ζωή. Τα εκατομμύρια των εργατών της Ευρώπης και της Αμερικής στο άκουσμα της θλιβερής αυτής αγγελίας βυθίστηκαν στο πιο μεγάλο πένθος. Γιατί ο Λένιν δεν ήταν μονάχα ο αρχηγός ενός κόμματος.
Ήταν ο ΜΕΓΑΛΟΠΡΑΓΜΩΝ Αρχηγός της παγκόσμιας Κ ο ι ν ω ν ι κ ή ς Ε π α ν α σ τ ά σ ε ω ς. Να γιατί το μεγάλο πένθος δεν είνε μονάχα πένθος του ρωσσικού λαού, αλλά και πένθος των προλεταρίων όλου του κόσμου.

Λίγες φυσιογνωμίες μένουν αθάνατες ως ιστορικά μνημεία, σεβαστές από τον πανδαμάτωρα χρόνον. Μια τέτοια ιστορική φυσιογνωμία είχε και ο Λένιν. Ίσως η μεγαλυτέρα όλων των άλλων μέσα στους αιώνας. Γιατί το έργο του Λένιν είνε τόσο γιγάντιο, πολυμερές, ασύλληπτο, ασύγκριτο, κολοσσιαίο, άφθαστο και συγκλονιστικόν ώστε να έχει διεθνή αποτελέσματα.

Εάν ο Χριστός, ο Μωάμεθ, ο Βούδας λατρεύονται σήμερα ως θεότητες από τα εκατομμύρια των πιστών των, το έργον των όμως δεν επέφερε κοινωνικά αποτελέσματα, ανάλογα με την διδασκαλίαν των εις την πραγματικήν αυτής υπόστασιν. Διότι η επίδρασίς των είνε επιφανειακή. Το έργο όμως του Λένιν στηριζόμενον στο θετικό έδαφος της σοσιαλιστικής επιστήμης και όχι στα σύννεφα της ιδεαλιστικής ή θρησκευτικής ουτοπίας όχι μόνον συγκλόνισε σύρριζα το παγκόσμιον αστικό καθεστώς, αλλά θα παραμείνει η φωτοβόλος δάδα που θα οδηγήσει τα εκατομμύρια των Προλεταρίων προς την Κομμουνιστικήν Επανάστασιν.

Δεν υπερτερούμεν τον υποκειμενικόν παράγοντα εν σχέσει με το ρόλο του στην εξέλιξη της ανθρώπινης κοινωνίας. Και ούτε τον πέρνουμε ως δημιουργόν των μεγάλων ιστορικών περιόδων. Ο Λένιν όμως όπως και ο Μαρξ αναντιρρήτως είνε τα μεγαλύτερα ονόματα μέσα εις την Ιστορία. Διότι αντιληφθέντες τους οικονομικούς νόμους που κυβερνούν την ανθρώπινην Κοινωνία και ερμηνεύσαντες ορθά τους κοινωνικούς ανταγωνισμούς των τάξεων, μεγαλούργησαν όσον κανένας άλλος μέσα εις την ιστορία, διαθέσαντες την σοφίαν των, την πολυμάθειάν των, και την ενεργητικότητά των υπέρ του ξεσκλαβώματος της εργατικής τάξεως από την σημερινήν αθλίαν της κατάστασιν.

Ο Μαρξ ο γίγας αυτής της σκέψεως, έβαλε τα γερά, τα βαθειά και ακλόνητα θεμέλια του επιστημονικού Σοσιαλισμού. Η υπέροχη διδασκαλία του, είνε ο φωτεινός οδηγός του διεθνούς Προλεταριάτου, αγωνιζόμενου κάτω από επίμονους, άνισους και σκληρούς αγώνας όχι μοναχά δια μέσην εφήμερον απολύτρωσίν του, αλλά δια το παντοτινό ξεσκλάβωμα όλων των αποκλήρων της κοινωνίας από την σημερινήν αθλιότητα και δυστυχίαν.

Ο Λένιν ισότιμος διανοητικός γίγας προς τον «Μέγαν» ιδρυτήν του επιστημονικού κομμουνισμού, εφήρμοσε την μαρξικήν διδασκαλίαν εις την πράξιν. Η Ρωσσική Επανάστασις του 8)βρίου 1917 είνε ιδικής του εμπνεύσεως και πρωτοβουλίας. Οι ρώσσοι προλετάριοι εις αυτόν οφείλουν το σπάσιμο των δεσμών των. Αλλά και το στερέωμα και η επικράτησις της Επαναστάσεως πάλιν εις τον Λένιν οφείλεται. Μέσα εις τας τόσας αντιξόας περιστάσεις και τα πιο τραγικάς εσωτερικάς συνθήκας, έπειτα και από την επιδρομή τόσων εσωτερικών και εξωτερικών εχθρών κατά της Επαναστάσεως, (;;;) να υπάρχη ο μέγας Νους του Λένιν δια να δώσει τις ορθές διαταγές και συμβουλές αφ΄ ενός και τις ορθές ερμηνείες αφ΄ ετέρου στην υπάρχουσα κοινωνικοοικονομική κατάσταση της Ρωσσίας δια να σωθεί η Επανάστασις.

Οι ημέρες εκείνες της μεγάλης δοκιμασίας και του χάους ευτυχώς επέρασαν. Σήμερα είνε γεγονός πλέον ότι οι εχθροί της Επαναστάσεως είνε ανίσχυροι και ανίκανοι να βλάψουν το μεγαλειώδες έργο του ρωσσικού εργατικού λαού. Η Ρωσσική Επανάσταση έζησεν, επικράτησεν, εθριάμβευσεν. Υπό την δημιουργικήν πνοήν του Λένιν ετέθησαν τα θεμέλια της αναδημιουργίας και ανασυντάξεως δια την ανέγερσιν της Νέας Κοινωνίας, της Κομμουνιστικής Πολιτείας.

Και μες την περίστασιν αυτήν εστάθηκεν τυχερός ο Λένιν. Διότι επέζησεν να ιδή την χαρωπήν άνοιξιν του ξαναγεννημού της Ρωσσίας, επάνω στους τύπους του σοσιαλισμού. Δηλαδή επέζησεν να ιδή τον θρίαμβον της Επαναστάσεως μέσα εις τα αχανή σύνορα της πρώην Τσαρικής Αυτοκρατορίας. Και από της απόψεως αυτής ευτυχώς ο θάνατός του δε θα βλάψη ανεπανόρθωτα το προλεταριακόν κίνημα. Διότι αφίνει όπισθέν του την πολύτιμον πείραν και τα διδάγματα της Ρωσσικής Επαναστάσεως.

Οι διάδοχοί του δοκιμασμένοι εις την πράξιν, από του καλύτερους μαθητάς και συνεργάτας του Λένιν θα συνεχίσουν το έργον του. Οι αστοί οι οποίοι ονειρεύονται διχογνωμίες και διαιρέσεις εις την Ρωσσίαν… θα διαψευσθούν από την πραγματικότητα, όχι βέβαια δια πρώτην φοράν. Η Ρωσσική Επανάστασις είνε ένα γεγονός πλέον. Ο θάνατος του Μεγάλου Λένιν δεν θα την επηρεάση. Διότι εμπήκεν πλέον εις κανονικόν δρόμον της σταδιοδρομίας της.

Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο θάνατος του Αρχηγού της παγκόσμιας Επαναστάσεως δεν αφίνει έναν κενόν δυσαπλήρωτον. Διότι επαναλαμβάνομεν ο Λένιν δεν ήταν έας μεγάλος αρχηγός μόνον. Ήταν και θα μείνη ι σ τ ο ρ ι κ ό ν π ρ ό σ ω π ο ν. 
Ούτε και αυτοί οι αστοί δεν το αρνούνται αυτό. Οι μέχρι της χθες από συστήματος χυδαίοι υβρισταί και (;;;) συκοφάνται του, αναγνωρίζουν σήμερα την υπέροχον και ασύγκριτον φυσιογνωμίαν του. 
Προ του Τάφου του κλίνουν και αυτοί οι αντίπαλοι του Κομμουνισμού –οι πιο ειλικρινείς και τίμιοι βέβαια- ευλαβικά δια να χύσουν ένα δάκρυ προς τον τολμηρόν και ισόθεον Αναμορφωτήν της Ανρθωπότητας. Η πέννα των την οποίαν τόσες φορές εβάπτισαν εις το δηλητήριον της συκοφαντίας δια να υβρίσουν τον Αρχηγόν του παγκόσμιου εργατικού κινήματος, σήμερα δεν τολμά να συνεχίσει την ιδίας τακτικήν της συκοφαντίας. 
Ο θάνατος του Λένιν τους αναγκάζει να σεβασθούν την Αλήθειαν και ν΄ αναγνωρίσουν εις τον μέγαν νεκρόν της εργατικής τάξεως, προτερήματα Η μ ι θ έ ο υ Α ν α μ ο ρ φ ω τ ο ύ και ι δ ε ώ δ ο υ ς του α ν θ ρ ώ π ο υ- Α ρ χ η γ ο ύ.

Έτσι γίνεται πάντοτε. Ο τάφος χαλαρώνει και αμβλύνει τα πάθη και τα μίση όχι μόνον τα ανθρώπινα αλλά και τα κοινωνικά. Και η αλήθεια αναλάμπει τότε… Να γιατί και αυτοί οι θανατικώτεροι εχθροί του δεν αρνούνται δικαιώματα Αθανασίας στον Λένιν. 
Αλλά μέσα στους Αθανάτους της ιστορίας οι πιο μεγάλοι είνε ο Μαρξ και ο Λένιν. Αυτοί οι δυό αυτοί πρόσφεραν στα εκατομμύρια των δυστυχισμένων, των πεινασμένων, των καταπιεζομένων την μεγαλύτερη υπηρεσία που μπορεί να φαντασθή ο ανθρώπινος νους. Άνοιξαν το δρόμο, με το φως της Επιστήμης και με την πείρα της Επαναστάσεως, προς την Απολύτρωσιν και Ανάστασιν στους κοινωνικούς σκλάβους. 
Είνε οι μεγάλοι και φωτεινοί οδηγηταί της στρατιάς των εργαζομένων προς μιαν νέαν Κοινωνίαν, κοινωνίας ισότητος, δικαιοσύνης και πραγματικής ελευθερίας.

Και είνε συνάμα οι αμείλικτοι διώκται και οι μέχρι σκληρότητος πολέμου, όλων των ουτοπιστών και των πολιτικών τυχοδιωκτών –οι οποίοι φευ υπάρχουν εις όλον τον κόσμον…- και οι οποίοι υπό διάφορα ονόματα προσπαθούν να κρατήσουν την εργατικήν τάξιν εις την αθλιότητα και το σκότος. Και τέτοιοι προπαντός είναι οι σοσιαλδημοκράται. Αυτοί οι οποίοι υπό τον μαδύαν του μαρξισμού αγωνίζονται αγώνα προδοτικόν κατά της εργατικής τάξεως της οποίας φιγουράρουν ως αρχηγοί.

Εναντίον της διεθνούς Σοσιαλδημοκρατίας ο Λένιν στάθηκε ο πιο σκληρός θεωρητικός διώκτης και εχθρός, αλλά και ο πιο δυνατός και αμείλικτος γκρεμιστής των σοσιαλδημοκρατικών ειδώλων. Και ενώ υπήρξεν τρομερός αντίπαλος, αντίπαλος που πληγώνει, μαστιγώνει, σατυρίζει, χλευάζει, θέτων υπεράνω προσώπων την Ι δ έ α ν. Χωρίς να αναγνωρίζει φιλίας προς του συμφέροντος του εργατικού αγώνος, προς την Ι δ έ α ν.

Ως άνθρωπος υπήρξεν ιδεώδης και άκακος ως αρνίον. Η αγνότης του συγκρίνεται μόνο προς την αγνότητα μικρού παιδιού. Και οι εχθροί του ομολογούν τας μεγάλας αυτάς ιδιότητας που τόσον σπανίζουν εις την κοινωνίαν. Επάλεψε εις την αρχήν δια να βγάλη την μάσκαν από τους προδότες του σοσιαλισμού με την μεγαλυτέραν βιαιότητα. Εκοπίασεν, απεμονώθη, εχαρακτηρίσθη ως ανισόρροπος, αναρχικός, ουτοπιστής από την σχολήν του Μάρτωφ-Καούτσκυ.

Δεν απογοητεύθη και ούτε απεθαρρύνθη. Έβαλεν όλα του τα δυνατά δια να νικήση. Διότι επίστευεν ότι η νίκη του είνε και Ν ί κ η της εργατικής ιδέας, η οποία έπρεπε να διατηρηθεί αγνή και αμόλυντος από τα κηρύγματα και τας προσδοκίας της Διεθνούς Σοσιαλδημοκρατίας.

Ευτυχώς δε ότι εις το σημείον αυτό δεν αφίνει κενόν ο θάνατός του. Διότι εις το μέγα συγγραφικό του έργον δεν υπάρχει καμμιά ασάφεια, καμμιά αμφιβολία. Η μαρξιστική Επιστήμη εύρεν τον δεξιώτερον, τον ικανώτερον αλλά και τον πλέον μεγαλύτερον ερμηνευτήν και διδάσκαλον. Η σοσιαλδημοκρατία δε, τον θανασιμώτερον αντίπαλόν της, ο οποίος και της έδωκεν θανάσιμον πλήγμα που έχει προδικάση πλέον τον οριστικόν ενταφιασμόν της εις την πολιτικήν της μορφήν και την βάσιν της.

Αυτό είνε το μέγα, δημιουργικόν και ιστορικόν έργον του Λένιν. Έργον που θα μείνει αθάνατον, όπως αθάνατον θα μείνη και το όνομά του ανάμεσα εις τους αιώνας του άπαντας….

Σφίγγοντας την καρδιά τους από στυγνήν αγωνίαν, άφατον λύπην, οι ρώσοι εργάτες και χωρικοί που θα προπέμψουν σήμερα τον Λένιν με τις μεγαλύτερες τιμές στην τελευταία του κατοικίαν, είμαστε βέβαιοι πως θα ορκιστούν – και μαζί τους όλοι οι εργάτες του κόσμου – να φανούν μικροί Λένιν στον κύκλο της δράσεώς των και να μοιάσουν έστω και λίγο τον φλογερώτερον Κήρυκα του διεθνούς Κομμουνισμού, αλλά και τον Επαναστάτην και Απόστολον τον ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΝ απ’ όσους γνώρισαν οι αιώνες.

Σκεπάζοντας δε τον Τάφον του με δάκρυα και λουλούδια οι σύντροφοί του και οι συναγωνισταί του ρώσσοι εργάτες θα φωνάξουν με μιαν μυριόστομον κραυγήν:

-Ο ΛΕΝΙΝ ΑΠΕΘΑΝΕΝ

-ΖΗΤΩ Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ

Γιάννης Κορδάτος




Ο Μενέλαος Λουντέμης έγραψε:

Είδα τον Λένιν!

Τον είδα να τρέ­χει χέρι – χέρι με τη Ζωή.
Να σπρώ­χνει κατά τον ανή­φο­ρο με τον ώμο του την Ιστο­ρία.
Τον είδα να λα­χα­νιά­ζει και να βιά­ζε­ται.
Γιατί όλα τότε ήταν βια­στι­κά. Όλα.
Οι ώρες, οι σε­λί­δες, οι στιγ­μές.
«Σή­με­ρα νωρίς – αύριο θα ‘ν’ αργά».
Η Επα­νά­στα­ση κοί­τα­ξε το παιδί της στα μάτια. Ναι. Ηταν και­ρός…
Το φώ­να­ξε κι η «Αβρό­ρα» απ’ το πο­τά­μι.
Ήταν και­ρός.
Θολός σι­γό­ψελ­νε δίπλα της κι ο Νέβας.
Τον ακο­λού­θη­σαν σι­γο­ψέλ­νο­ντας και τα κα­νά­λια.
Ηταν και­ρός: Η Πόλη σώ­παι­νε πνιγ­μέ­νη στα σκότη. Και μόνο το «Σμόλ­νυ» έφεγ­γε.
Μόνο το «Σμόλ­νυ» έφεγ­γε σαν φα­νά­ρι.
Για να δεί­ξει στο Μέλ­λον να πε­ρά­σει.

Με­νέ­λα­ος Λου­ντέ­μης



Ο Μπέρτολ Μπρεχτ έγραψε:

Η ανί­κη­τη επι­γρα­φή

Την εποχή του πα­γκό­σμιου πο­λέ­μου
Σ’ ένα κελί της ιτα­λι­κής φυ­λα­κής Σαν Κάρλο
Γε­μά­το από κρα­τού­με­νους στρα­τιώ­τες, με­θυ­σμέ­νους και κλέ­φτες
Έγρα­ψε ένας σο­σια­λι­στής φα­ντά­ρος στον τοίχο απάνω με μο­λύ­βι:
ΖΗΤΩ Ο ΛΕΝΙΝ!
Πολύ ψηλά στο μι­σο­σκό­τει­νο κελί, ίσα-ίσα να φαί­νε­ται, μα
Με πε­λώ­ρια γράμ­μα­τα γραμ­μέ­νο.
Μόλις το εί­δα­νε οι δε­σμο­φύ­λα­κες, στεί­λα­νε έναν μπο­για­τζή μ’ έναν κουβά ασβέ­στη
Κι αυτός με μια βούρ­τσα με μακρύ κο­ντά­ρι ασβέ­στω­σε την απει­λη­τι­κή επι­γρα­φή.
Μα μόνο της γρα­φής το χα­ρα­κτή­ρα, με τον ασβέ­στη του άλ­λα­ξε
Και τώρα έστε­κε ψηλά μες στο κελί μ’ ασβέ­στη:
ΖΗΤΩ Ο ΛΕΝΙΝ!
Και δεύ­τε­ρος μπο­για­τζής έβαψε από πάνω την επι­γρα­φή με μια με­γά­λη βούρ­τσα
Έτσι που εξα­φα­νί­στη­κε για ώρες, μα κατά το πρωί
Που στέ­γνω­σε ο ασβέ­στης, ξε­πρό­βα­λε από κάτω η επι­γρα­φή ξανά:
ΖΗΤΩ Ο ΛΕΝΙΝ!
Τότε στεί­λα­νε οι δε­σμο­φύ­λα­κες ενά­ντια στην επι­γρα­φή έναν οι­κο­δό­μο
Με ένα μα­χαί­ρι. Κι αυτός την έξυσε γράμ­μα προς γράμ­μα, για μια ώρα
Και όταν τε­λεί­ω­σε, φά­ντα­ζε μέσα στο κελί ψηλά, άχρω­μη πλέον
Μα βαθιά μέσα στον τοίχο χα­ραγ­μέ­νη, η ανί­κη­τη επι­γρα­φή:
ΖΗΤΩ Ο ΛΕΝΙΝ!
Τώρα ρίξτε τον τοίχο! είπε ο φα­ντά­ρος.

Από dioti.gr

03 Φεβρουαρίου, 2018

ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ: Απ' την Ικαρία της Αλληλεγγύης στο...Θανατονήσι

Φαίνεται ότι η διαταγή ήταν: ‘Φέρτε τους εξαντλημένους, αποκαμωμένους, αλλά όχι νεκρούς. Από τους νεκρούς δεν αποσπώνται δηλώσεις’. Απουσίαζε λοιπόν κι απ’ αυτήν την πράξη κι η παραμικρή υποψία συμπόνιας. Ο σκοπός τους αποκαλύφθηκε γυμνός στα μάτια μας. Οι σφαίρες τους πέφτανε απάνω μας όχι για να μας εξοντώσουν αλλά να μας αχρηστέψουν. Οι νεκροί μεγαλώνουν μια ιδεολογία, δεν την αχρηστεύουν” 
*****
Μενέλαος Λουντέμης: Από την Ικαρία της συμπόνιας και της αλληλεγγύης στο πέτρινο φίμωτρο της Μακρονήσου…

3020+300
Στις πρώτες σελίδες του αυτοβιογραφικού μυθιστορήματος 
“Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα”(1) ο Μενέλαος Λουντέμης το 1949 λιπόσαρκος (2) και σακατεμένος από το ξύλο, βρίσκεται ακόμα εξόριστος στην Ικαρία, περιμένοντας μέρα τη μέρα να τον μπαρκάρουν για τη Μακρόνησο.
του Δημήτρη Δαμασκηνού,
εκπαιδευτικού Δ.Ε.-ιστορικού,
negreponte2004@yahoo.gr
1
Ξέρω. Το μαξιλάρι σου καίει 
Σαν τον μαρτυρικό τροχό. 
Το γέμισαν από βραδύς 
 Οι δήμιοι των ύπνων μας 
Με αναμμένα καρφιά 
 Μα εσύ κοιμήσου. Κοιμήσου. 
 Έστω κι αν στέκουν από πάνω σου 
 Με το όπλο “επί σκοπόν” 
 Και με το δάχτυλο στη σκαντάλη 
 Δύο διμοιρίες εφιάλτες. 
 Εσύ κοιμήσου.
 Κοιμήσου. 
 Και στην άκρη του ορίζοντα 
 Ακούονται οι ρωγμές 
 Που κάνει η ήλιος 
Στα κάστρα της νύχτας. 
 Μα εσύ κοιμήσου.
Μενέλαος Λουντέμης, Θα ξημερώσει . (3)

Τα πάθη του ο συγγραφέας τα διηγείται σε πρώτο πρόσωπο: 

Εμείς είμαστε ακόμα στην Ικαρία”, θα γράψει χρησιμοποιώντας εμφαντικά το εμείς, για να εντάξει βέβαια το ταπεινό του σαρκίο στην πολυπληθή ομάδα των συνεξόριστων συντρόφων του που έχουν κατακλύσει το νησί (4) και μεταφέρονται “συνοδεία” με τα βαπόρια που πύκνωσαν τα δρομολόγιά τους στη Μακρόνησο.

Κι είναι Άνοιξη! 
Ντροπαλά αεράκια μαλώνουν συναμεταξύ τους. Σηκώνουν χνούδια και πουλιά. Και χαρτάκια μ’ ανορθογραφίες: 
Όσον περί εμέ… βρίσκομαι στα τελευταία μου. Κατά τ’ άλλα… είμαι καλά! Τρομαγμένα ξεμύτισαν φέτος τα μπουμπούκια. Η αγάπη κρυβόταν στις γωνίες και σκέπαζε με την απαλάμη τα φιλιά της. Φέτος δε θάχουμε φρούτα. Τα σκότωσαν όλα πάνω στον ανθό. Μόνο τα πουρνάρια πρασινίζουν άφοβα -άγρια μες στην ασκήμια τους. 
Αυτά μόνο. Κι οι χωροφύλακες.” (5), που έχουν κατακλύσει το νησί, δούλοι: “που κάποτε γίνονται αφέντες. Κι οι αφέντες που προέρχονται από δούλους είναι σκληρότεροι από τους αφέντες των δούλων” (6).
2
Εύδηλος Ικαρίας το 1947. Από αριστερά Σίμος Γεράκης, Χρήστος Μαυρογιώργης, Στέφανος Σαράφης, υπασπιστής του Σαράφη, Πέτρος Ανδριώτης και ο τελευταίος άγνωστος. (Η φωτογραφία είναι από το προσωπικό αρχείο του Χρήστου Μαλαχία).

Ο Μενέλαος Λουντέμης ζώντας ως εξόριστος στην Ικαρία, όλο αυτόν τον καιρό μετά την ήττα του Δεκέμβρη, έχοντας σε πρώτη φάση τις εμπειρίες και τα βιώματα του καταδιωκόμενου και ύστερα του πολιτικού εξόριστου, καταγράφει προσεκτικά τις δραματικές του αναμνήσεις σ’ ένα χειρόγραφο που -για να μη χαθεί- έχει αντιγράψει σε δύο αντίγραφα. 

Το ένα, προσεκτικά κρυμμένο στο κούφωμα μέσα στο καρφωμένο τακούνι του παπουτσιού του, το κουβαλάει συνέχεια πάνω του, ενώ το άλλο το εμπιστεύεται στην ασπρομάλλα Ζωίτσα, μιαν Ικαριώτισσα που έδινε πολλές φορές τα λιγοστά ραδίκια από τον κήπο της στον Μενέλαο Λουντέμη, τη μόνη του τροφή, “γιατί δεν δέχονταν τίποτ’ άλλο το στομάχι μου (7).
3
Pάχες 1947. Oμάδα εξορίστων και ανάμεσά τους με το ραβδί 0 Mίκης Θεοδωράκης. Ακριβώς πίσω από τον Θεοδωράκη ο Μένιος Τσερώνης. Στην Ικαρία το ίδιο διάστημα βρέθηκαν ως εξόριστοι και ο Λάκης Σιάντας, ο Ρούσος Κούνδουρος, ο Μήτσος Παρτσαλίδης, ο Φοίβος Ανωγιαννάκης και πολλοί άλλοι γνωστοί αγωνιστές του ΕΑΜικού κινήματος. Ανάμεσά τους και ο Ευάγγελος Μαχαίρας που αναφέρει πως, όταν το καλοκαίρι του 1948 μεταφέρθηκε από τον Χρυσόστομο στο Μαυράτο της Ικαρίας, βρήκε εκεί τον Μενέλαο Λουντέμη κι έκαναν καθημερινή παρέα “σ’ ένα «θάλαμο» Ποντίων, που είχαν μια λύρα και μας τραγουδούσαν ποντιακά τραγούδια ή μας έλεγαν ποντιακά ανέκδοτα”. (8)

Η Ικαρία… Πρέπει να τη βαφτίσουμε ‘Συμπόνοια'”, γράφει ο συγγραφέας (9) και συνεχίζει για την παροιμιώδη αλληλεγγύη των Iκαριωτών στους πολιτικούς εξόριστους επισημαίνοντας: 

«Οι Ικαριώτες… Θυμούμαι πέρσι πούμασταν στο άλλο χωριό, το Mαυράτο. Γη δεν είχε ούτε κείνο… Λίγη αλεσμένη πέτρα όπου φυτεύανε δέκα μαρούλια και πέντε κρεμμύδια. Mα κανένας τους δεν τα γεύτηκε. Όλα τα τάιζαν σ’ εμάς. Tα πετούσαν κρυφά τις νύχτες απ’ τα μεσότοιχα. 
Mια μέρα μας έστειλαν αγγαρεία στην πέτρα. 
Tα πεζούλια απ’ όπου περνούσαμε ήταν στρωμένα με φρεσκοκομμένα σύκα. Tάχαν αφηγμένα στιβίτσες στιβίτσες απάνω στα συκόφυλλα για να τα βρούμε γυρνώντας απ’ τη σκληρή δουλειά. Aλλά τι να πρωτοθυμηθώ; 
Tο γάλα… Tο κάθε σπίτι είχε από μια κατσικίτσα, κι ένα σωρό παιδιά. Tα παιδιά αυτά από τότε που πήγαμε εμείς χάσανε το γάλα τους. Mας τόδιναν με χίλιες πονηριές για τους αρρώστους μας. Το ξέρανε πως ο Χλαμούτσης ήταν ικανός να τους εκτελέσει επί τόπου αν τους έπιανε. Το ξέρανε. Αλλά δεν έκαναν πίσω» (10).
4
Πολιτικοί εξόριστοι της περιοχής Αγ. Κηρύκου Ικαρίας (φωτογραφία του Γ. Καπετάνου στις 5-11-47)
Ο ίδιος ο Μενέλαος Λουντέμης παραμένει στην Ικαρία μέχρι “το έμπα του Ιούνη” (11)
Τότε μεταφέρεται σιδηροδέσμιος από δύο όργανα της τάξεως στο Διοικητήριο του Άη-Κήρυκα, παραδίδεται στον υπομοίραρχο με τα “συνοδευτικά” του έγγραφα και εγκλείεται σ’ ένα γεμάτο από θανατοποινίτες αγωνιστές, βρώμικο και σκοτεινό κελί “που βράζει σα σκουληκοφωλιά” (12).
Το επόμενο πρωί, απ’ τα χαράματα κιόλας, οδηγείται σ’ ένα βαρυεστημένο καϊκάκι που τον περίμενε υπομονετικά στο αραξοβόλι (13) του.
 Το μοτόρι σε λίγο βάζει μπρος με κατεύθυνση τον Εύδηλο, για να επιβιβαστεί το βραδάκι με τη συνοδεία του χωροφύλακα Σκουπίδα στο βαπόρι με προορισμό το Λαύριο. Η θαλασσοταραχή, ωστόσο, αναγκάζει τον καπετάνιο ν’ αναζητήσει ασφαλές καταφύγιο στο Βαθύ της Σάμου, όπου φτάνουν αργά το βράδυ της επόμενης μέρας:
5
Στο δρόμο από Καραβόσταμο για Αρέθουσα για το βασανιστικό προσκλητήριο (1949).

Γι’ αυτή του την εμπειρία γράφει χαρακτηριστικά ο σύγγραφέας:

 “… Το βαπόρι αργά, βουβά, ήρθε και φουντάρησε (14) αντίκρυ από το Λιμεναρχείο. Άδεια ήταν όλη η παραλία. Η κυκλοφορία απαγορευόταν μετά τη δύση του ήλιου. Τα σπίτια όλα μανταλωμένα (15). Οι μόνοι που κυκλοφορούσαν ελεύθερα ήταν εκείνοι που απαγόρευαν την ελεύθερη κυκλοφορία.
Με κατέβασαν σε μια βάρκα μαζί με το φρουρό μου. Το κέφι του Σκουπίδα ήταν μαύρο.
-Τί μας έφεραν εδώ; μουρμούριζε και κυττούσε ολοένα κατά τα βουνά. Τα τηράς (16); μου λέει… όλα τούτα είναι γιομάτα κατσαπλιάδες (17). Μην τους χαίρεσαι. Κλάφτους. Όπου νάναι τελειώνουν τα ψωμιά τους. Στραβωμάρα είχαν και μας έφεραν μες στη μύτη τους; ” (18).
Σε λίγο ο Μενέλος Λουντέμης οδηγείται εξαντλημένος στο κρατητήριο και σπρώχνεται σ’ ένα μπουντρούμι μπουκωμένο (19) βαριά αποφορά από τσιγαρίλες και ποδαρίλες, να περάσει τη νύχτα ανάμεσα σε μεροκαματιάρηδες που έχουν συλληφθεί για μικροπαρανομίες από ένα ανάλγητο στη φτώχεια τους κράτος.
Το πρωί που ξυπνά συναναστρέφεται με τους συγκρατούμενούς του και δέχεται τις περιποιήσεις και μοιράζεται το προσφάι με τον μπαρμπα Θαλή Αληφασκή, έναν γέρο ψαρά που τον έπιασε η αστυνομία ένεκα “αλιείας μετά της δυναμίτιδος” (20).
Όταν πέφτει ξανά το σκοτάδι τον βαρύ και τρομαγμένο ύπνο των κρατουμένων διακόπτουν σεισμοί, μπαταριές (21)
χαλασμός:
Στα όπλα! ούρλιαζαν από παντού. Στα όπλα! Συναγερμός. Καλυφθήτε! Πυρ!
Τί έτρεξε; “Το αντάρτικο, λέει, έκανε έφοδο στην πόλη”. 
Βλακείες. Κάποιος χωροφύλακας θα τρόμαξε ως φαίνεται από τον ίσκιο του κι άρχισε να πυροβολεί.
 Κι εδώ λοιπόν τα ίδια. Κι έδώ έκανε έφοδο μεσ’ στην ψυχή τους ο φόβος.
Μα ο χαλασμός ωστόσο ήταν τόσος που λες πως έπεσε η πόλη σε χέρια άγριων κουρσάρων που τώρα περνούσαν τον πληθυσμό από σφαγή και λεηλασία. 
Ποδοβολητά ακούγονταν από παντού, κλαγγές (22), λαχανιάσματα. Φαίνεται πως όλοι, ο στρατός κι η χωροφυλακή, συγκεντρώνονταν για επίθεση. Τώρα θα συντάσσονται για να τρέξουν κατά τα βουνά. 
Μα… τα ποδοβολητά αντί ν’ ακουστούν στο πλακόστρωτο ακούστηκαν μέσα, στο διάδρομό μας. 
Και κει -απομείναμε όλοι!- οι μπούκες (23) των ντουφεκιών αντί να στραφούν προς τα έξω στράφηκαν προς τα μέσα και μας σημάδευαν.
-Αλτ!.. να μη σαλέψει κανείς… μας φώναξαν πίσω απ’ τους φεγγίτες. Τα κινητά ουραία (24)ετοιμάστηκαν.
Θα σας καθαρίσουμε όλους!.. ξαναφώναξαν.
Τα χέρια τους δε φαίνονταν για να δούμε αν έτρεμαν αλλά έτρεμαν οι κάννες τους… Έτρεμαν σα να ήσαν κρεμασμένες στον αέρα.
Πέρασε ώρα. Η σάλπιγγα κάποτε βουβάθηκε. Οι κάννες αποσύρθηκαν. 
Είχε σταματήσει και το τρεμούλιασμα. Έξω βασίλευε πάλι ησυχία. Τα πολυβόλα είχαν σταματήσει. Τα βήματα των χωροφυλάκων σύρθηκαν στο διάδρομο. 
Σε λίγο ξανάγινε ησυχία. Ξημέρωνε. Απ’ έξω ακούστηκαν να κυλούν κάτι ρόδες.
 Οι βρύσες άρχισαν να τρέχουν” (25) και μπήκε φρικιαστική, άυπνη από το παραθυρόνι η φάτσα του χωροφύλακα Σκουπίδα, για να οδηγήσει τον Μενέλαο Λουντέμη ως τη σκάλα του βαποριού.
6
Πολιτικός εξόριστος φωτογραφίζεται με φόντο τα πλοία της εξορίας προς την Ικαρία.

Το βαπόρι πράγματι ήταν γεμάτο από νέα παιδιά, 20 ως 25 χρονών, που τους πήγαιναν σιδηροδέσμιους για “κατάταξη” στη Μακρόνησο. 

Ο Μενέλαος Λουντέμης κατέβηκε στο αμπάρι που έβραζε σαν καζάνι, για να υποβληθεί από τους δεσμώτες του, όπως και όλοι οι υπόλοιποι, στο μαρτύριο της δίψας για καμιά εικοσαριά ώρες, όπως σαδιστικά τους ανακοίνωσε ο ανθυπομοίραρχος, όσο δηλαδή θα διαρκούσε το ταξίδι για το Λαύριο. 
Από τις διαμαρτυρίες και τα ξεφωνητά οι ναύτες άνοιξαν τα δύο καπάκια και με τη μάνικα από τη θάλασσα άρχισαν έναν άγριο, αλμυρό καταιονισμό (26) που κράτησε ως μισή ώρα.
Αυτή η κτηνώδης αντιμετώπιση των εκτοπιζομένων στη Μακρόνησο αποκαλύπτει στα μάτια του συγγραφέα γυμνό τον σκοπό των δεσμωτών τους:
Φαίνεται ότι η διαταγή ήταν: ‘Φέρτε τους εξαντλημένους, αποκαμωμένους, αλλά όχι νεκρούς. Από τους νεκρούς δεν αποσπώνται δηλώσεις’. Απουσίαζε λοιπόν κι απ’ αυτήν την πράξη κι η παραμικρή υποψία συμπόνιας. Ο σκοπός τους αποκαλύφθηκε γυμνός στα μάτια μας. Οι σφαίρες τους πέφτανε απάνω μας όχι για να μας εξοντώσουν αλλά να μας αχρηστέψουν. Οι νεκροί μεγαλώνουν μια ιδεολογία, δεν την αχρηστεύουν” (27).
7
Χμ… Σε γνωρίζω εγώ εσένα.
 Σε ξέρω απ’ έξω κι’ ανακατωτά
 Όχι απ’ την “όψη του σπαθιού την τρομερή”
 Μα από την όψη τη χοντρή και βρωμερή.
 Και μη θαρρείς πως γεννήθηκες σήμερα,
 Είσαι πιο παλιός κι’ από το μπιστόλι σου
 Κι’ απ’ το καουτσικένιο σου ρόπαλο
 Το γεμάτο ξερά αίματα.
 Είσαι πιο παλιός κι’ απ’ το μίσος σου
 Κι’ απ’ το δικαίωμα ζωής και θανάτου
 Πάνω στις ζωές μας.
 Επάγγελμά σου το ξύλο.
 Καρδιά σου το ξύλο.
 Ξύλινος ο κόσμος σου
 Ξυλοκοπημένος ο κόσμος σου.
 Δεν είσαι αποδώ
 Δεν είσαι μόνο εδώ.
 Έρχεσαι από παντού.
 Απ’ τη Χιλή και το Περναμπούκο
 Απ’ το Σικάγο και το Τέξας.
 Κι’ απ’ τον κάθε τόπο όπου οι άνθρωποι
 Ζητούν ψωμί. Ενώ
 Πρέπει να το ζητιανεύουν. 

 (Μενέλαος Λουντέμης, Ο φύλαξ άγγελος). (28)
Το βαπόρι άραξε στο Λαύριο κοντά στα ξημερώματα. Τότε ανέβηκαν όλοι στο κατάστρωμα. Το Μακρονήσι ορθωνόταν αντίκρυ ως πέτρινο φίμωτρο…
Σημειώσεις:
1 Μενέλαος Λουντέμης, Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα (Σαρκοφάγοι ΙΙ), εκδόσεις Δωρικός, έκδοση Γ’, Αθήνα 1974.
2 “Τους βλέπεις πώς με κάνανε”, θα πει στον πονόψυχο χωροφύλακα Μπαντούνα, που έρχεται και τον βρίσκει στο αναρρωτήριο. “Από εβδομήντα κιλά δεν μ’ αφήσανε ούτε σαράντα” (βλ. Μενέλαος Λουντέμης, Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα, ο.π., σελ. 20).
3 Βλ. Μενέλαος Λουντέμης, Οι εφτά κύκλοι της μοναξιάς, εκδόσεις Δωρικός, Αθήνα 1977, σελ. 87.
4 Χιλιάδες άλλοι αγωνιστές της Αριστεράς στάλθηκαν εξόριστοι κατά την περίοδο 1938 – 1954. Το 1946-1949 σ’ αυτό το νησί των 11.000 κατοίκων υπήρχαν 14.000 εξόριστοι! (Βλ. Θ. Λ., Οι εννιά της Νικαριάς. Τιμή στους αλύγιστους της ταξικής πάλης, εφημερίδα Ριζοσπάστης, Κυριακή 28 Ιούνη 2015 – 2η έκδοση, σελ. 26)
5 Μενέλαος Λουντέμης, Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα, ο.π., σελ. 15.
6 Μενέλαος Λουντέμης, Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα, ο.π., σελ. 15.
7 Μενέλαος Λουντέμης, Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα, ο.π., σελ. 23.
8 Βλ. Ευάγγελος Μαχαίρας, Ικαρία-Μακρόνησος-Στρατοδικεία. Εξόριστος στην Ικαρία και στη Μακρόνησο, περιοδικό της Εταιρείας Ικαριώτικων Μελετών, τριμηνιαία έκδοση, αριθμ. φύλλου 14, έτος 5ον, σελ. 25.
9 Μενέλαος Λουντέμης, Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα, ο.π., σελ. 23.
10 Μενέλαος Λουντέμης, Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα, ο.π., σελ. 26-27.
11 Μενέλαος Λουντέμης, Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα, ο.π., σελ. 28.
12 Μενέλαος Λουντέμης, Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα, ο.π., σελ. 31.
13 αραξοβόλι το: (λογοτ.) 1. μέρος κοντά στην ακτή, προφυλαγμένο από ανέμους, όπου αγκυροβολούν τα πλοία• αγκυροβόλιο. 2. (μτφ.) καταφύγιο.
14 φουντάρω: (εδώ, προφ.) ρίχνω άγκυρα, αγκυροβολώ.
15 μανταλώνω -ομαι: (λαϊκότρ., συνήθ. για πόρτα ή παράθυρο) κλείνω με το μάνταλο || (επέκτ.) κλείνω καλά,βκλειδώνω: Mανταλώθηκαν όλοι στα σπίτια τους, κλείστηκαν μέσα.
16 τηράω: (λαϊκότρ.) βλέπω.
17 κατσαπλιάς ο: (εδώ) υβριστικός χαρακτηρισμός για τους αντάρτες, κυρίως κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου.
18 Μενέλαος Λουντέμης, Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα, ο.π., σελ. 40.
19 μπουντρούμι το: (εδώ παρωχ.) κρατητήριο ή φυλακή.
20 Μενέλαος Λουντέμης, Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα, ο.π., σελ. 43.
21 μπαταριά η: (παρωχ.) ομοβροντία.
22 κλαγγή η: ήχος που ακούγεται, όταν συγκρούονται σιδερένια όπλα, κυρίως ξίφη.
23 μπούκα η: (εδώ) το στόμιο, ιδίως του πυροβόλου όπλου.
24 ουραίος -α -ο: (ως ουσ.) το κινητό ουραίο, ονομασία του κλείστρου στα οπισθογεμή επαναληπτικά τουφέκια.
25 Μενέλαος Λουντέμης, Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα, ο.π., σελ. 48-49.
26 καταιονισμός ο: (λόγ.) κατάβρεγμα με συσκευή που εκτοξεύει το νερό από ψηλά, σαν βροχή. || (ειδικότ.) ντους.
27 Μενέλαος Λουντέμης, Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα, ο.π., σελ. 52-53.
28 Μενέλαος Λουντέμης, Οι εφτά κύκλοι της μοναξιάς, εκδόσεις Δωρικός, Αθήνα 1977, σελ. 58-59.

26 Ιανουαρίου, 2017

Το Άουσβιτς το σήκωσαν σα σκήνωμα μια νύχτα χλιαρή και το κατέβασαν στην Ελλάδα:

Μ. Λουντέμη: «Άουσβιτς»

Στις 27 Γενάρη 1945 οι στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού (60ή Στρατιά του 1ου Ουκρανικού Μετώπου) απελευθερώνουν τους 7.000 περίπου εναπομείναντες κρατούμενους του στρατοπέδου συγκέντρωσης του Άουσβιτς.
Με αφορμή αυτή την επέτειο δημοσιεύουμε το ποίημα του Μενέλαου Λουντέμη «Άουσβιτς», όχι όμως στη μορφή που το ξέρουμε σήμερα, όπως δημοσιεύτηκε στα ποιητικά του. 
Αλλά όπως πρωτογράφτηκε τον Αύγουστο του 1947 και δημοσιεύτηκε στις 8 Σεπτέμβρη 1947 στην εφημερίδα «Ρίζος της Δευτέρας». 
Είναι περίοδος που ξαναγεμίζουν οι τόποι εξορίας στα ελληνικά ξερονήσια και η σύνδεση στο ποίημα είναι προφανής. 
Στα ποιητικά του που κυκλοφόρησαν από το «Δωρικό» και αργότερα από τα «Ελληνικά Γράμματα» το ποίημα διαφοροποιείται πάρα πολύ, προσπαθώντας να το κάνει επίκαιρο με βάση τα δεδομένα της εποχής, στηλιτεύει την αμερικανοκρατία (παραθέτουμε κι αυτή την εκδοχή).

Άουσβιτς

Ναι. Έτσι το λέγανε κάποτε. Τώρα είναι ένα τεφρό χωνευτήρι.
Κι ένα δάπεδο που γκρεμίστηκε παρασέρνοντας στον Άδη τις ζωές του.

Τώρα εκεί λιώνει πεσμένη η ζωή ανάμεσα σε φρύγανα, στάχτη και σποδό

Τώρα «Άουσβιτς» λένε κάτι στήθια και κάτι έρημες μητρικές αγκαλιές…

Κάτι αραχνιασμένα δώματα και κάτι μάτια που βράδιασαν νωρίς…
Ναι. Έτσι το λέγανε κάποτε. Τώρα είναι μια νεκρόπολη που πήρε τη λαλιά της κι έφυγε.

Έφυγε αφήνοντας πίσω της έναν χειμωνιάτικο οδυρμό.
Το βράδυ κατεβαίνει ο Αίολος και παίζει στα κρανία τον αυλό του.
Κατεβαίνουν τ΄ άστρα και φωσφορίζουν μέσα στους άδειους φεγγίτες των ματιών.
Κατεβαίνουν οι νυχτερίδες και κωπηλατούνε έντρομες στα σκότη.

«Άουσβιτς» το λέγανε. Τρία χρόνια το λέγανε έτσι. Τώρα είναι χωράφι.
Ενα απέραντο βοσκοτόπι για τους γύπες που κρώζουνε νυχτοήμερα νηστικοί.
Άχρηστο υλικό, σκεύη ανάκατα από συντρίμμια λευκάζουνε στη χλόη

Κόμες ξέπλεκες κυνηγιούνται έξαλλες στους θάμνους
Κόμες που γέρασαν κλαίοντας πάνου απ’ τα λείψανά τους.
Βρέθηκαν ακόμη εκεί κοκάλινα χεράκια παιδικά – ολάνυχτες πεντάφυλλες μαργαρίτες.

Και παπουτσάκια… πλήθος παπουτσάκια από απίθανα μικρά πόδια που ψάχνουν να βρουν το ταίρι τους.

Ναι. Έτσι το λέγανε κάποτε. Οι άνθρωποι ανατρίχιασαν και ξέχασαν.
Μα φέτος η Άνοιξη ήρθε κι απόθεσε εκεί τους σπόρους της

Μυριάδες παπαρούνες κι αγριολούλουδα πλουμιστά στόλισαν την έκταση

(γάργαρα γελάκια και σκιρτήματα παιδικά ακομπούνε στις ρίζες τους…)

Είναι γι’ αυτό που η Άνοιξη είναι φέτος συλλογισμένη

Είναι γι’ αυτό που οι πεταλούδες βάψανε μαύρα τα βελούδα τους.
Γιατί εκεί κάτου πλάι-πλάι στις ρίζες κοιμάται σαν απέραντο παράπονο
το βλέμμα του μικρού παιδιού…

«Άουσβιτς». 
Έτσι το λέγανε κάποτε. Τίποτε άλλο. Τώρα έφυγε.
Πήρε μια νύχτα τους σκελετούς του και κατέβηκε στη Μεσόγειο

Εδώ, στο ακρωτήρι μας, που κλαίνε τα χώματά του ατάιστα απ’ ανθρώπους
Έφυγε μια νύχτα μπρος απ΄ τα αδιάφορα μάτια των φυλάκων
που έπαιζαν κρίκετ κι έφτυναν σαξονικές βρισιές.
Έφτυναν και εκπαιδεύουνταν στην υψηλή Τέχνη του Κράμερ και της Ιλζέ Βέσνε

Και προχτές πήραν το δίπλωμά τους και κατέβηκαν με τ’ αεροπλάνα τους εδώ,

και ξωπίσω τους ένα κοπάδι από κοράκια που εκπατρίστηκαν

(γιατί είχε καιρό να βρέξει αίμα στο Άουσβιτς…).

Έτσι το ΄λεγαν κάποτε. Τώρα η Λορελάι φυτεύει στο χώμα του πατάτες,
γιατί Άουσβιτς δεν υπάρχει πια. Δεν υπάρχει εκεί.

Το Άουσβιτς το σήκωσαν σα σκήνωμα μια νύχτα χλιαρή
και το κατέβασαν στην Ελλάδα

Άουσβιτς! Φτωχή, πεσμένη Μεγαλειότητα… Τώρα κλάψε

Τώρα τη δόξα σου τη σκέπασαν οι ψηλές φωτιές που ανεβαίνουν απ’ την Ελλάδα!

Γιούρα, Μακρόνησο, Ψυττάλεια, Ικαρία – ω δόξα!

Κι ο Ράιχ, ουαί! – νενικήκαμεν σε!

Αθήνα – Αύγουστος 47

***

Το ποίημα όπως δημοσιεύτηκε στη συλλογή «Το σπαθί και το φιλί» (εκδόσεις «Δωρικός» 1977)

«Άουσβιτς»

Έτσι το ΄λεγαν κάποτε. Κι ήταν
μια φάμπρικα παραγωγής στάχτης
με πρώτη ύλη τον άνθρωπο.
Σήμερα είναι ένα πελώριο χωνευτήρι.
Ένα δάπεδο που βούλιαξε στη γη
παρασέρνοντας στον Άδη τους σταυρούς του.

Τώρα εκεί λιώνει η ζωή
μεταστοιχειωμένη σε χλόη!
Και δεν απόμεινε απ΄ όλα τίποτα
παρά μια περιπλανώμενη ανάμνηση
που κούρνιασε μες στ΄ άδεια στήθια
και στ΄ αραχνιασμένα κρανία των νεκρών.

Έτσι το λέγανε κάποτε. Άουσβιτς!
Τώρα είναι μια απέραντη νεκρόπολη
που πήρε τη μιλιά της κι έφυγε. Έφυγε…
Αφήνοντας πίσω της έναν χειμωνιάτικο οδυρμό.
Κι όταν πέφτει το βράδυ
ο Πάνας παίζει τον αυλό του
στα διάτρητα κόκαλα.
Και τ΄ άστρα φωσφορίζουν λυπητερά
στους φεγγίτες των άδειων ματιών.
Μόνο οι νυχτερίδες ξυπνούν νωρίς
και κωπηλατούνε τρομαγμένες μες στα σκότη.

Έτσι το λέγανε κάποτε.
Τρία χρόνια το λέγανε έτσι.
Τώρα δεν είναι πια
παρά ένα εφιαλτικό χωράφι
όπου γύπες κρώζουνε νηστικοί.
Και κόμες ξέπλεκες τρέχουνε στους θάμνους
κλαίοντας τον εαυτό τους.
Όπου χεράκια παιδικά
λευκάζουνε σα μαργαρίτες. Και παπουτσάκια,
-απίθανα μικρά παπουτσάκια-
ψάχνουνε να βρούνε τα ποδάρια τους.

Έτσι το ΄λέγαν κάποτε.
Μα οι άνθρωποι βάλθηκαν να το ξεχάσουν.
Και κάλεσαν την Άνοιξη να ΄ρθεί,
ν΄ αποθέσει εκεί τους σπόρους της
και να καλέσει τα πουλιά της
και να σπείρει τις πεταλούδες της
και τα γάργαρα γελάκια των παιδιών.
Όμως… Η Άνοιξη…
Κατέβηκεν εφέτος λυπημένη
κι οι πεταλούδες βάψαμε μαύρα τα φτερά τους.
Γιατί εκεί… πλάι-πλάι με τις ρίζες
κείται –σαν απέραντο παράπονο-
το βλέμμα του μικρού παιδιού.

Έτσι το λέγανε κάποτε. Τώρα έφυγε.
Πήρε μια νύχτα τους σκελετούς του
κι έφυγε μπρος απ΄ τα μάτια των σκοπών
που ΄παιζαν κρίκετ κι έφτυναν εγγλέζικες βρισιές.
Και μαζί τους…
Έφυγε κι ένα σμήνος από κοράκια
που οδύρουνταν χρόνια νηστικά.
Γιατί είχε καιρό να βρέξει αίμα στο Άουσβιτς.
Έτσι το ΄λεγαν κάποτε.
Τώρα η Λορελάι,
φυτεύει στο χώμα του πατάτες,
γιατί Άουσβιτς δεν υπάρχει πια.

Γιατί το Άουσβιτς το σήκωσαν μια νύχτα χλιαρή
το φορτώσαν σε βαριά αεροπλάνα
και το μοίρασαν σ΄ Ασία κι Αφρική
(και σε λιγάκι Αλαμπάμα). Εκεί…
Που καίνε πάλι οι υπαίθριες ψησταριές
(Ζώα ανάκατα με σπίτια και γυναίκες).
Ανακατωμένος –όλα- ο ερχόμενος,
χωρίς τη λεπτή επιστήμη των «Φον».
Γιατί τώρα διευθύνουν οι «Μακ»,
κάτι χοντρομπαλάδες απ΄ το Νότο,
που καίνε και σφάζουνε με ουρλιαχτά.
Ανίκανοι να σου ψήσουν έναν καθηγητή
με λίγην υπόκρουση Μπετόβεν.

Εκεί όλα γίνονται τώρα άχαρα
σκότωμα μόνο για το σκότωμα
(η Τέχνη για την Τέχνη…)
Την ανεβάσανε, φτωχό μου Άουσβιτς,
την ανεβάσανε τη γκάμα του φονικού.
Ποσότητα… ποσότητα… ποσότητα…
Ναι, φτωχό μου Άουσβιτς.
Και να γιατί νικηθήκαμε.
.............
Οι εμφάσεις στο κείμενο 
*****************************
Για το Σήμερα:
"Εμείς"

Ποιος θα φωτίσει όλο τούτο το σκοτάδι,
τη νύχτα που ’πεσε απάνω στις ζωές μας;
Πριν να σιγήσει κι η ελπίδα στις φωλιές μας,
ποιος θ’ ανατείλει απ’ τους κραδασμούς του κόσμου;

Ποιος θα διασχίσει όλο αυτόν τον παγετώνα,
τα βήματά μας που ’χει δέσει μ’ αλυσίδες;
Πριν να νεκρώσει απ’ του ψύχους τις αγκίδες,
ποιος την καρδιά μας σαν φωτιά θα την ανάψει;

Ποιος θα αντέξει όλη αυτή την ανηφόρα
που την ανάσα μας την κόβει σαν μαχαίρι;
Πριν πάψει η δύναμη να σφίγγουμε το χέρι,
ποιος στ’ ανηφόρι όρθιους θα μας κρατήσει;

Εμείς. Θα γίνουμε φωτιά μέσα στον πάγο.
Λαός, θα γίνουμε το φως μέσα στη νύχτα.
Εμείς. Θα σπάσουμε του ανήφορου το αδράχτι
που γνέθει κάματο, υποταγή και ήττα.

Εμείς. 
Κρατώντας πάλι κόκκινες σημαίες,
λαός που τον δικό του δρόμο θα ανοίξει.
Εμείς. Με ανάσα των νεκρών μας τους αγώνες,
στις φλέβες το αίμα κι η οργή τους να κυλήσει.