Συνολικές προβολές σελίδας

Translate

14 Αυγούστου, 2016

«Κέρκυρα 1948»: Αγαπητή μου γυναίκα, Γεια σου:

«Κέρκυρα 48»Ηλίας Λιάκουρας
Αγαπητή μου γυναίκα, γεια σου.
Γεια σου για πάντα. Γιατί άλλο γράμμα απ’ αυτό δεν πρόκειται να ξαναλάβεις. Αγάπη μου όταν, όταν θα λάβεις και διαβάσεις το γράμμα μου αυτό θέλω να κάνεις πέτρα την καρδιά σου για να μπορέσεις να συνεχίσεις αυτόν τον άνισο αγώνα που έκανα κι εγώ μέχρι σήμερα, που για το μεγαλείο του αγώνα αυτού έπεσαν χιλιάδες μάρτυρες, μα δεν πρόδοσαν, για να καταχτήσουν αυτά τα ιδανικά που λέγονται Λευτεριά, Δημοκρατία, Ανεξαρτησία! Επίσης αγάπη μου όταν διαβάσεις το γράμμα μου δεν θέλω να κλάψεις, ούτε και να πονέσεις. Θέλω να είσαι υπερήφανη και να κρατάς πάντα το κεφάλι ψηλά σαν τίμια Ελληνίδα και σαν γυναίκα ενός ήρωα που πολεμώντας έπεσε από τα δολοφονικά βόλια τον προδοτών, μόνο και μόνο να κάνει ευτυχισμένο το Λαό και εσένα. Τούλα μου η σκληρή πάλη θέλησε να μας χωρίσει για πάντα. Φρόντισε ν’ αποκαταστήσεις τα αγαπημένα μας παιδιά, ζητώντας πάντοτε την βοήθεια και τη συμβουλή της οργάνωσης του τιμημένου Κόμματος που άνηκα, του ΚΚΕ.
Τούλα μου μια μέρα που θα μεγαλώσουν τα παιδιά μας και ρωτήσουν εάν είχανε πατέρα, θέλω να καθήσεις να τους πεις την ιστορία μου τόσο καλά που να μην την ξεχάσουν ποτέ στη ζωή τους.
Τούλα μου όσο για τη μελλοντική σου ζωή σου δίνω το ελεύθερο να σκεφτείς το πώς θα πρέπει να ζήσεις έχοντας πάντα σαν γνώμονα ότι δεν θα ξεχάσεις ποτέ ότι εγώ θυσιάστηκα για να σε κάνω να ζήσεις ευτυχισμένα, αλλά πάντα τίμια και δίκαια. Ξέρω ότι για όλα αυτά θα κλάψεις, θα υποφέρεις. Είναι αλήθεια πως η αγάπη που είχε ο ένας για τον άλλο δε βρίσκω λόγια να την εκφράσω. Ζήσαμε λίγο μαζί, αλλά ζήσαμε τόσο ευτυχισμένα όσο δεν έζησε κανείς άλλος στον κόσμο αυτό. Όμως έτσι είναι η ζωή με τον καιρό θα βρεις τη λησμονιά σου.
Αγαπούλα μου, όταν μεγαλώσουν τα παιδιά μας να τα διδάξεις ν’ αγαπήσουν το Λαό, να παλεύουν για τα συμφέροντά του, να αγαπάνε το δίκιο, να αγωνίζονται γι’ αυτό, έστω κι αν χρειαστεί να δόσουνε τη ζωή τους. Ακόμα δίδαξέ τα ν’ αγαπήσουν και να γίνουν μέλη του ηρωικού αυτού κόμματος που λέγεται ΚΚΕ.
Όσο για σένα αγάπη μου και ξεψυχώντας θα σ’ αγαπώ, όπως σ’ αγαπούσα πάντοτε.
Τούλα μου, επίτρεψέ μου και δέξου τα πιο θερμά και λατρευτά φιλιά εκ μέρους μου. Ο αγαπημένος σου σύζυγος.
Φίλα μου τα παιδιά που εγώ δεν πρόλαβα να χαρώ.
Ηλίας Λιάκουρας»
Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας οι κομμουνιστές κρατούμενοι των φυλακών Κέρκυρας ήταν στην πλειοψηφία τους θανατοποινίτες καταδικασμένοι με βάση το Γ΄ Ψήφισμα του 1946. Μόνο από το 1947 μέχρι και το 1950 εκτελέστηκαν εκεί 112 κομμουνιστές που αρνήθηκαν να υπογράψουν «δήλωση». Οι εκτελέσεις γινόντουσαν στο Λαζαρέτο, ένα μικρό νησάκι σε κοντινή απόσταση απέναντι από την Κέρκυρα.
Κάθε που οι δεσμοφύλακες έπαιρναν αγωνιστές για εκτέλεση, οι σύντροφοί τους διέδιδαν με τα χωνιά την είδηση για να μαθευτεί σε όλες τις ακτίνες της φυλακής. Ο αγωνιστής Λάμπρος Κασσελούρης, φυλακισμένος στην Κέρκυρα απ’ τον Αύγουστο του 1946, στο βιβλίο του Της Λευτεριάς οι Αθάνατοι(Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1982) δίνει συγκλονιστικές περιγραφές για το πώς ζούσαν οι μελλοθάνατοι, για την οργάνωση της πάλης τους μέσα στη φυλακή, για τις τελευταίες τους στιγμές λίγο πριν πάρουν το δρόμο για την εκτέλεση· στιγμές ανείπωτου ηρωισμού και μεγαλείου των παιδιών του λαού που έπεσαν για μια Ελλάδα λεύτερη και ανεξάρτητη, χωρίς εκμετάλλευση, με τον λαό στο τιμόνι.
Ο Αποστόλης Μουστάκας και ο Ηλίας Λιάκουρας λίγο πριν την εκτέλεση, αποχαιρετώντας τους συντρόφους τους τους παραδίνουν γράμματα για τους δικούς τους. Η τελευταία τους επιθυμία είναι τα γράμματα να φτάσουν στα χέρια  τους. Το γράμμα του Ηλία Λιάκουρα στη γυναίκα του συγκλονίζει. Από το βιβλίο του Λάμπρου Κασσελούρη το απόσπασμα που ακολουθεί.
Πιο πέρα ανοίγουν άλλο κελί και καλούν να περάσουν άλλοι δυο απ’ εκεί. Ο πρώτος είναι ο Λιάκουρας Ηλίας του Αθανασίου από την Ασωπία Θήβας 27 χρονών, παντρεμένος με 2 παιδιά. Ο δεύτερος είναι ένας ηλικιωμένος τσαγκάρης από την Πετρούπολη Αθήνας, ο Μουστάκας Αποστόλης του Ανδρέα. Ο Απ. Μουστάκας περίπου 45 χρονών, ήταν ένας απλός αγωνιστής με μεγάλη καρδιά. Θυμάμαι προσωπικά ότι στην επίσκεψή του στη Ι’ αχτίνα στις 25 Μάρτη ’48 μας είπε σε μία παρέα ότι στην Αίγινα είχαν πέσει οι συγκρατούμενοί του. Τώρα παιδιά, κατέληξε, τούτες τις μέρες περιμένω και εγώ τη δική μου σειρά. Τα λόγια του ήταν τόσο ήρεμα, λες και μας πληροφορούσε ότι θα πάει μεταγωγή. Ο τρίτος στο κελί που μένουν είναι ο ισοβίτης Παντελής Κουρτίδης από το Ν Σερρών. Σ’ αυτόν παράδοσαν τα τελευταία γράμματά τους τούτη τη στιγμή: «Δεν ξέρω τι θα κάνετε συναγωνιστή, του λέει ο Ηλ. Λιάκουρας, αυτά τα γράμματα θέλουμε να φτάσουν στα σπίτια μας. Αυτή είναι η τελευταία μας επιθυμία από σένα». Τον φίλησαν και βγήκαν.
Πρώτος μίλησε ο Ηλ. Λιάκουρας, «Σύντροφοι, δεν ξέρω πολλά για να σας πω. Σας λέω μονάχα τούτα. Ο αγώνας μας είναι τίμιος και ηθικός. Γι’ αυτό κρατάτε ψηλά τη σημαία του. Όσοι θα ζήσετε, να φροντίσετε τα ορφανά παιδιά μας. Ζήτω το κόμμα, ζήτω η νίκη του Λαού». Κι εγώ λέει ο Απ. Μουστάκας, αφήνω την αγάπη μου στο λαό και στο Κόμμα μας και τα χαιρετίσματά μου στους τσαγκάρηδες της Αθήνας.
Τρεις φορές επιχείρησε ο Π. Κουρτίδης να διαβάσει αυτά τα γράμματα, αλλά και τις τρεις δεν τα αποτέλειωσε από συγκίνηση, όπως μου διηγήθηκε, προτού τα στείλει έξω με τον παράνομο δρόμο.
Τα γράμματα αυτά φτάσαν στον προορισμό τους. Μα ο Κουρτίδης που τα ‘στειλε δεν το γνωρίζει. Το ένα, του Ηλία Λιάκουρα το έχω τώρα σε φωτοαντίγραφο. Βρέθηκε στα χέρια της γυναίκας του που ζει με τα παιδιά της στο Περιστέρι Αττικής. 
 Aπο Ατέχνως:  http://atexnos.gr/otan-megalosoun-ta-paidia-mas-na-ta-didaksis-n-agapisoun-to-lao-na-palevoun-gia-ta-simferonta-tou/

ΜΑΝΟΣ ΚΑΤΡΑΚΗΣ (14 Αυγούστου 1908 - 2 Σεπτεμβρίου 1984)

ΜΑΝΟΣ ΚΑΤΡΑΚΗΣ
(14 Αυγούστου 1908 - 2 Σεπτεμβρίου 1984
«Άξιος γιος της Ρωμιοσύνης»


Με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, στα γυρίσματα της ταινίας «Ταξίδι στα Κύθηρα» (1984)
Με τη Λίντα Άλμα

Ο Μάνος Κατράκης γεννήθηκε 14 Αυγούστου 1908 στα Χανιά (Καστέλι Κισσάμου) Κρήτης. Ήταν το μικρότερο από τα πέντε παιδιά του εμπόρου Χαράλαμπου Κατράκη και της Ειρήνης.
Το 1919 η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα, όπου ο Μάνος, που από μικρός είχε δείξει το υποκριτικό ταλέντο του, εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε θεατρική σκηνή. 
Έκανε το ντεμπούτο του σε ηλικία μόλις 18 ετών, με το θίασο Οι Νέοι στο έργο Για την αγάπη της. Το μπρίο και η δυναμικότητά του ενθουσίασαν τον σκηνοθέτη Κώστα Λελούδα κι έτσι ένα χρόνο αργότερα, το 1928, έπαιξε στην πρώτη βουβή ταινία Το λάβαρο του '21.
Την ίδια περίοδο εντάχθηκε στο Θίασο της Ελευθέρας Σκηνής της Μαρίκας Κοτοπούλη, του Σπύρου Μελά και του Μήτσου Μυράτ, παίζοντας σε έργα όπως Η λύρα του γερο-ΝικόλαΟι άθλιοικαι Στέλλα Βιολάντη. Το 1930 συνεργάστηκε με το Λαϊκό Θέατρο του Β. Ρώτα και το 1932 προσλήφθηκε στο νεοϊδρυόμενο Εθνικό Θέατρο, όπου ερμήνευσε μεταξύ άλλων τον Κορυφαίο στον Αγαμέμνονα και τον Κρητικό στη Βαβυλωνία.
Το 1934 συνεργάστηκε με τον Β. Αργυρόπουλο και το 1935 ξανά με τη Μ. Κοτοπούλη, για να επιστρέψει στο Εθνικό Θέατρο, από το οποίο εκδιώχθηκε το 1940 εξαιτίας της ιδεολογίας του.
Μέλος του ΕΑΜ Εθνικού Θεάτρου κατά την Κατοχή Το 1943 ανέλαβε Πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών και από τη θέση αυτή συνέβαλε τα μέγιστα στην ίδρυση του Κρατικού Θεάτρου Θεσσαλονίκης όπου και έπαιξε μέχρι το 1946, οπότε επέστρεψε στο Εθνικό. 
Εκδιώχθηκε, όμως, ένα χρόνο αργότερα, λόγω πάλι των πεποιθήσεών του. Αρνούμενος να υπογράψει «δήλωση μετανοίας», εξορίστηκε στην Ικαρία, στη Μακρόνησο και τον Αϊ-Στράτη.
Επέστρεψε στην Αθήνα το 1952, διοργανώνοντας «ποιητικές απογευματινές» στο θέατρο Μουσούρη. Ξανανέβηκε στη σκηνή με το θίασο της Κατερίνας Ανδρεάδη, λίγο αργότερα με τον θίασο του Αδαμάντιου Λεμού και αμέσως μετά με τον Θυμελικό Θίασο του Λίνου Καρζή (Προμηθεύς Δεσμώτης). Στη συνέχεια και μέχρι το 1955 εμφανίστηκε με την Κυβέλη και αμέσως μετά συγκρότησε δικό του θίασο με την Ασπασία Παπαθανασίου (Ευγενία ΓκραντέΒαθιές είναι οι ρίζες, Το κορίτσι με το κορδελάκι κ.ά).
«Μαρίνος Κοντάρας» (1948), του Γιώργου Τζαβέλα


Το 1955 ίδρυσε το «Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο» στον υπαίθριο χώρο του Πεδίου του Αρεως, το οποίο εγκαινίασε με τον «Αγαπητικό της Βοσκοπούλας» του Δ. Κορομηλά. 
Στο ίδιο θέατρο, με μεγάλη συμμετοχή κοινού και καλλιτεχνική επιτυχία, συνέχισε έως το 1967 με έργα κυρίως ελληνικού ρεπερτορίου και αγωνιστικής πνοής («Ο μονοσάνδαλος του Τσέκουρα», «Το κορίτσι με το κορδελάκι» και «Η Αντιγόνη της Κατοχής» του Περγιάλη, «Ο Πατούχας» του Κονδυλάκη και διασκευές από έργα του Καζαντζάκη, όπως «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», «Χριστόφορος Κολόμβος», «Ο Καπετάν Μιχάλης»), αλλά και κλασικό ρεπερτόριο («Ιούλιος Καίσαρ» του Σαίξπηρ, «Φουέντε Οβεχούνα» του Λόπε ντε Βέγκα κ.ά.).
Συνεργάστηκε με πολύ σημαντικούς καλλιτέχνες (Π. Κατσέλη, Τ. Μουζενίδη, Μ. Βολανάκη, Σπ. Ευαγγελάτο, Μ. Θεοδωράκη, Σπ. Βασιλείου, Α. Κατσέλη, Τ. Καρούσο, Ελ. Χατζηαργύρη, Αν. Βαλάκου, Μ. Μερκούρη), ενώ συμμετείχε σε εκατοντάδες εκδηλώσεις, όπου με την ανεπανάληπτη φωνή του δικαίωνε το νεοελληνικό ποιητικό λόγο. Οι αναγνώσεις του σε κείμενα νεοελληνικής λογοτεχνίας παρέμειναν κλασικές.
Στο Εθνικό Θέατρο ξανά, πρωταγωνίστησε στον «Οθέλλο» και τον «Δον Κιχώτη», και στην Επίδαυρο στον «Οιδίποδα τύραννο» (1973) και στον «Προμηθέα Δεσμώτη» (1974).
Το 1977 επανιδρύθηκε το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο και ο Κατράκης έπαιξε έργα Αρμπούζωφ «Φθινοπωρινή ιστορία» με την Ελλη Λαμπέτη, Γκόρκι «Οι Τελευταίοι» και Λέοναρντ το περίφημο «Ντα», που αποτέλεσε το κύκνειο σχεδόν άσμα του, αφού, παιζόμενο επί δύο συνεχή χρόνια,θεωρήθηκε η κωδικοποίηση της υποκριτικής του.
Περισσότερα από 50 χρόνια συνεχούς προσφοράς στο θέατρο, με στόχους υψηλούς, με ερμηνείες συγκλονιστικές, με βραβεία και κριτικούς επαίνους.
Με το μεγαλόπρεπο ανάστημά του και τη βαριά κρυστάλλινη φωνή του,απέδειξε τις υποκριτικές του ικανότητες, κυρίως σε ρόλους τραγικούς, όπως στον «Προμηθέα Δεσμώτη», ενώ πρωταγωνίστησε σε πολύ σημαντικούς ρόλους σπουδαίων έργων του παγκόσμιου ρεπερτορίου και σημάδεψε με το παίξιμό του μερικά από τα αρχαία κλασικά δράματα («Ιούλιος Καίσαρας», «Εμπορος της Βενετίας», «Οθέλλος», «Πέερ Γκυντ», «Δον Κιχώτης», «Βασιλεύς Ληρ», «Αντιγόνη», «Μήδεια», «Οιδίπους Τύραννος», «Προμηθέας Δεσμώτης», «Πέρσαι»).
Ο Κατράκης έπαιξε και σε πολλές ταινίες Κινηματογράφου από «Το λάβαρο του '21» (1928) έως το «Το Ταξίδι στα Κύθηρα» (1984). Αξιόλογες είναι οι ερμηνείες του στον «Μαρίνο Κοντάρα» του Γιώργου Τζαβέλα (1948), στη «Συνοικία το όνειρο» του Αλέκου Αλεξανδράκη (1961), στην «Ηλέκτρα» του Μιχάλη Κακογιάννη (1962), στο «Ενας Ντελικανής» του Μανόλη Σκουλούδη (1963). Συγκλονιστικότερη όλων, όμως, υπήρξε η ερμηνεία του στο «Ταξίδι στα Κύθηρα» του Θόδωρου Αγγελόπουλου.
«Διάλεξα να είμαι κομμουνιστής»

Πιστεύοντας, όμως, πάντα πως η Τέχνη δεν υπάρχει από προσωπική ανάγκη για έκφραση, αλλά είναι ένα σπουδαίο κοινωνικό λειτούργημα, που εξυπηρετεί την ανάπτυξη της κοινωνίας μας, έστρεψε την τέχνη του και τον εαυτό του στην εξυπηρέτηση υψηλών στόχων, σκοπών και προοπτικών.
«Η έντιμη και σωστή θεώρηση της Τέχνης» - είχε πει σε μια τιμητική εκδήλωση που οργάνωσε το ΚΚΕ για εκείνον το 1981- «οδηγούν τον καλλιτέχνη στο σωστό δρόμο. 
Ετσι, το έργο του γίνεται δεκτό από όλο τον κόσμο, ανεξάρτητα από πολιτικές ή όποιες άλλες διαφορές».
Στα δύσκολα χρόνια της γερμανικής κατοχής και στα τραγικά χρόνια του Εμφυλίου, βρέθηκε στην πρώτη γραμμή της Αντίστασης. Απολύεται από το Εθνικό για τις ιδέες του, συλλαμβάνεται, του ζητούν να υπογράψει δήλωση, αρνείται και εξορίζεται στην Ικαρία, στη Μακρόνησο και τον Αϊ - Στράτη, μέχρι το 1952.

Ο διάλογος του Μάνου Κατράκη με την μάνα του

Χαρακτηριστικό είναι ένα επεισόδιο που έχουν διηγηθεί, τόσο ο Γιάννης Ρίτσος, όσο και η Ρούλα Κουκούλου, όταν οι Αλφαμίτες τον βασάνιζαν:
«Γονάτισε Κατράκη» -του έλεγαν- «αλλιώς θα πεθάνεις».
«Οχι, ρε παιδιά, τέτοια χάρη δε σας την κάνω».
«Τι παριστάνεις, ρε;» -συνέχιζαν- «Τον Μαρίνο Κοντάρα;» (τον ήρωα της ομώνυμης ταινίας που είχε ενσαρκώσει τον ατρόμητο ήρωα).
Κι ο Κατράκης αποκρίθηκε
«Όχι ρε παιδιά, δεν παριστάνω τον Μαρίνο Κοντάρα, απλά τον άνθρωπο».
Αλλά και αργότερα, ήταν πάντα από τους πρώτους, σε όλους τους λαϊκούς αγώνες και πάντα μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ, μέχρι το θάνατό του.


Σε εποχές γενικού ξεπουλήματος, ο Μάνος Κατράκης, είτε με το λόγο του «Προμηθέα», είτε με τη συμμετοχή του στην Αντίσταση, στο συνδικαλιστικό κίνημα, στις διεκδικήσεις του ΚΚΕ, τίποτε άλλο δεν επιζητούσε από το να υπηρετήσει τον άνθρωπο.
Με συντρόφους στην εξορία

«Η ζωή άρχισε από τότε που μπήκα στο Κόμμα μου», είχε πει ο ίδιος. 

«Διάλεξα να είμαι κομμουνιστής. 
Αισθάνομαι υπερηφάνεια για το κόμμα, για τις εκατοντάδες χιλιάδες 
τους συντρόφους, που αποτελούν τον κορμό του μεγάλου δέντρου του μέλλοντος. 
Από αυτό αντλούμε όλη τη δύναμη για την τελική δικαίωση των αγώνων και θυσιών του λαού μας. 
Από τη ζωοδότρα πηγή αυτού του λαού 
παίρνουμε εμείς οι καλλιτέχνες το υλικό, που το κάνουμε λόγο, εικόνα, ποίηση, μουσική, θέατρο 
και ό,τι άλλο βοηθά στην καλυτέρευση του νου και της ψυχής».


Και όπως κάθε μεγάλος αγωνιστής, για τους αγώνες του δε μιλούσε πολύ - όπως είχε πει στο «Ρ» η Λίντα Αλμα.
«Τα περισσότερα τα έμαθα από τους φίλους του, από τον Ρίτσο, τον Βρεττάκο. 
Εμαθα λεπτομέρειες της εξορίας και των αγώνων του. Ηταν πολύ σεμνός άνθρωπος. Η σεμνότητά του αυτή φαντάζομαι ότι τον εμπόδισε να πραγματοποιήσει πολλά πράγματα που ήθελε. Περισσότερο, βέβαια, αγάπησα το ήθος, την αξία του και ασφαλώς το ταλέντο του. Είχα γυρίσει σχεδόν όλο τον κόσμο κι όμως αυτός ο άνθρωπος με εντυπωσίασε».
Την εντυπωσίασε πράγματι τόσο πολύ, από την πρώτη στιγμή που τον γνώρισε, που εγκατέλειψε ουσιαστικά μια καριέρα, που είχε αρχίσει να διαγράφεται λαμπρή στο εξωτερικό.


Ξετυλίγοντας το νήμα μιας ζωής αγώνα και δημιουργίας


Ο κομμουνιστής ποιητής  Γιάννη Ρίτσος γι' αυτόν:«Στο μπόι σου παίρνει μέτρο η ανθρωπιά και η τέχνη...»
Μποτίλια Στον Άνεμο: Από το Λεύκωμα: Mάνος Kατράκης. Στη ζωή, τη σκηνή και την οθόνη
ΜΑΡΤΣΑΚΗΣ Β. - ΚΑΡΑΓΕΩΡΓΟΥ Μ. - ΔΕΜΕΣΤΙΧΑ ΑΙΚ.
(Σύγχρονη Εποχή, 2004)



Αγγελόπουλου, «Ταξίδι στα Κύθηρα» (1984)

Ο Μάνος Κατράκης με την Ντόρα Βολανάκη

O Μάνος Κατράκης (αριστερά) με τον Γιάννη Ρίτσο (κέντρο). Από τις συλλογές του Μουσείου Μπενάκη.
Η παρέα της εξορίας: Μάνος Κατράκης, Γιάννης Ρίτσος, Δημήτρης Φωτιάδης, Μενέλαος Λουντέμης
Μάνος Κατράκης και Ειρήνη Παππά. «Ηλέκτρα» (1962) του Μιχάλη Κακογιάννη

Απ' το  «ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ» εκπομπή αφιερωμένη στο θεατράνθρωπο ΜΑΝΟ ΚΑΤΡΑΚΗ. 

Α' ΜΕΡΟΣ


NSoulful Z

Β' ΜΕΡΟΣ


NSoulful Z

Δείτε και από το αρχείο της ΕΡΤ: Ανάλυση περιεχομένου κατά κεφάλαια-σκηνές 

* 

Από αφιέρωμα της κρατικής τηλεόρασης, παραγωγής 1982




*


Η στράτευση δεν τον εμπόδισε, Τον ανέδειξε !!



Διαμόρφωση κειμένων Viva La Revolucion 
αντλήσαμε υλικό: φωτο κ κείμενα από Μποτίλια Στον Άνεμο !!

13 Αυγούστου, 2016

Σεισμοί 1953:Για "το θάνατο του χρυσαφένιου περιβολιού της Ανατολής".

ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ

Το Χάσμα π' άνοιξ' ο σεισμός κι ευθύς εγιόμισ' άνθη ξανάκλεισε προχθές! 

Πεντακόσιων χρονώνε ιστορία έσβυσε με μια τρελλή μονοκοντυλιά της Μοίρας. 
Με τα μάτια βουρκωμένα κυττάζω μια φωτογραφία του ερειπωμένου Τζάντε, παρμένη από αεροπλάνο. 
Φωτογραφία απ' τα αρχείο του Andreas Staveris-Polikalas
ΖΑΚΥΝΘΟΣ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΕΣ ΩΡΕΣ ΤΗΣ 12ης ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1953.
Δεξιά η πλατεία Αγίου Μάρκου.....Ο ναός των Αγίων Πάντων καίγεται... Διακρίνονται άνθρωποι στην παραθαλάσσια περιοχή του "Μπάνκου

Προσπαθώ μ' αγωνία μέσα στα συντρίμμια και τους καπνούς ν' αναγνωρίσω αγαπημένες μου τοποθεσίες. Αδύνατο! 
Ολα είναι θαμπά, γκρεμισμένα, ακατάληπτα και για τον θερμότερο ακόμα εραστή αυτής της γης. 
Αυτής της γης που το χώμα της φέρνει ακόμα τα χνάρια του Σολωμού, του Κάλβου, του Φώσκολου, του Τερτσέτη, των Λομβάρδων, των Ρώμα, του Καρρέρ, του Τσακασιάνου, των Μόσχων, του Κουτούζη, του Καντούνη και όλων των πνευματικών της παιδιών. 
Ψάχνω με πόνο μη συναντήσω όρθια τη Φανερωμένη, τους Αγίους Πάντες, την Παναγία των Αγγέλων ή καμμιά τουλάχιστον άλλη από τις τόσες και τόσες γεμάτες μεταβυζαντινούς θησαυρούς εκκλησίες... 
Αδύνατο! 
Φωτογραφία απ' τα αρχείο του Andreas Staveris-Polikalas
ΖΑΚΥΝΘΟΣ ΝΥΧΤΑ ΤΗΣ 12ης ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1953: Νύχτα που την "έτρεμε ο λογισμός"

Όλα είναι θαμπά, γκρεμισμένα, σκεπασμένα από καπνό... Ακατάληπτα και για τον θερμότερο ακόμα εραστή αυτής της άγιας γης! 

Φωτογραφία απ' τα αρχείο του Andreas Staveris-Polikalas
Τι απομένει από τη "Φλωρεντία της Ελλάδος", όπως κάποιοι σωστά την ονομάσανε; Λίθοι, πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμμένα!...
Μου μιλάνε για ανοικοδόμηση - ναι! Οι άνθρωποι, οι δυστυχισμένοι αυτοί αδελφοί μου, μπορεί ίσως να ξαναποκτήσουν κάποτε ένα ταβάνι για να μη βρέχονται. 
Ποιος όμως θ' ανοικοδομήσει την γκρεμισμένη μας πια παράδοση; 
Ποιος θα ξαναβάλει στη θέση του το τέμπλο της Φανερωμένης; 
Την Κοίμηση της Θεοτόκου του Ηλιού Μόσχου; 
Τους Βίτορες του Βυζαντινού Μουσείου; 
Τους Τζάννηδες; 
Τα 300 ξυλόγλυπτα τέμπλα των γκρεμισμένων εκκλησιών; 
Ποιος θα μας ξαναδώσει τους θησαυρούς που κλείνανε τα παλιά αρχοντικά; 
Ποιος... Αλλά τι κάθουμαι και γράφω; 
Αδιόρθωτος εραστής της γης αυτής και των μνημείων της, κλαίω τ' άψυχα και λησμονώ τους ανθρώπους!

Φωτογραφία απ' τα αρχείο του Andreas Staveris-Polikalas
ΖΑΚΥΝΘΟΣ: Στο καντούνι του Άη Γιάννη των Λογοθετών και Στράτας Μαρίνας.....Άκρη αριστερά το σχολείο του Άμμου
Τους πληγωμένους, γυμνούς, αλλόφρονες ανθρώπους, που είδαν με τα ίδια τους τα μάτια να καταστρέφεται η ζωή τους, ο μόχθος των πατεράδων τους και το μέλλον των παιδιών τους...
Κάποτε _θα ηρεμήσουμε πάλι! 
Θα ηρεμήσουμε και 'μείς και η τρελλή Μοίρα που κυνηγάει την Εμμορφιά. H κουρασμένη γη θα παραμείνει ακίνητη για κάμποσες δεκαετίες. Τότε μονάχα θα καταλάβουμε στ' αλήθεια τι χάσαμε!
Στα νοτισμένα μνήματα θάχει ανθίσει μολοχάνθη και τις πληγές της γης και των ανθρώπων θα καλύψουνε ουλές...Ολα θα ξεχασθούνε! 
Και το πένθος και ο τρόμος και η αγωνία και ο σπαραγμός. Από την προχθεσινή ημέρα δεν θα περισσέψει παρά μια σκληρή κι απλή διαπίστωση: 
H Φλωρεντία της Ελλάδος δεν υπάρχει πια! Το Χάσμα π' άνοιξε κάποτε ο σεισμός κι ευθύς εγιόμισ' άνθη ξανάκλεισε συνεπαίρνοντας στα σκοτάδια της λησμοσύνης πέντε ολόκληρους αιώνες ζωής μεστής από πολιτισμό. 
Σ' εκατό χρόνια, ίσως κανένας αλαφροΐσκιωτος νυχτερινός διαβάτης ν' ακούσει τα φεγγαρόλουστα Αυγουστιάτικα βράδυα καμμιά λησμονημένη καντάδα, ν' αναδύεται μέσ' από τα παλιά χώματα καιν' αντηχεί στ' αυτιά του σαν Αγγέλων Ωσαννά! 
Φτωχά μου αδέλφια, ήταν γραφτό κι αυτό, να ζήσουμε να δούμε το θάνατο του χρυσαφένιου περιβολιού της Ανατολής. 
Φωτογραφία απ' τα αρχείο του Andreas Staveris-Polikalas
ΖΑΚΥΝΘΟΣ ΠΡΙΝ ΤΟ 1953: Σπάνια φωτογραφία του Τζάντε που έχει ληφθεί προφανώς από την Χρυσοπηγή που απεικονίζει τμήμα της Χώρας από τον Άγιο Δημήτριο του Κόλλα στην αρχή της οδού Φιλικών (κάτω δεξιά) έως την Santa Maria delle Grazie και το μοναστήρι της.

Το Τζάντε μας δεν υπάρχει πια! Αιωνία του η Μνήμη!»
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Αθηνών στις 14-8-1953 από τον Διον. Ρώμα.  ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΗ: Ανδρέας Στάβερης-Πολυκαλάς

Ζάκυνθος, Τρίτη 11 Αυγούστου 1953 05:30 πρωί.
Ένα γερό ταρακούνημα της γης μας ανάγκασε να σηκωθούμε τρομαγμένοι από τα κρεβάτια μας και ντυμένοι όπως- όπως να τρέξουμε να αναζητήσουμε την ασφάλεια ενός ανοιχτού χώρου. 
Το σπίτι μας στην οδό Κομούτου 22 είχε πάθει ζημιές και ο νότιος εξωτερικός τοίχος του είχε γείρει προς τα έξω . 
Στη διαδρομή μέχρι την πλατεία Σολωμού που τελικά καταλήξαμε, παρατήρησα ότι πολλά σπίτια είχαν πάθει μικροζημιές. 
Το βράδυ εκείνης της ημέρας διανυκτερεύσαμε στο σπίτι της μίας θείας μου της που ήταν στη περιοχή της Αγ. Τριάδας κοντά στις Φυλακές. Δεν αισθανθήκαμε άλλους σεισμούς.
 Όλη την νύχτα δεν μπορέσαμε να κοιμηθούμε διότι οι κρατούμενοι των φυλακών (στην πλειοψηφία τους πολιτικοί κρατούμενοι) είχαν σκαρφαλώσει στα κάγκελα των παραθύρων και φώναζαν απελπισμένοι για να τους μεταφέρουν σε άλλον ασφαλή χώρο.
Τετάρτη 12 Αυγούστου 1953 ώρα 10:30 πρωί.
Ξεκινήσαμε με την μητέρα μου και τον μικρό μου αδελφό από το σπίτι της θείας μου όπου διανυκτερεύσαμε για να πάμε στο σπίτι της θείας της Ιωάννας που ήταν δίπλα από την εκκλησία του Αγ. Παύλου……
Περάσαμε από την Αγ. Τριάδα, την Σάντα Μαρία,, την Μητρόπολη, την πλατεία Αγ. Μάρκου, τον Παντοκράτορα, το Γιοφύρι, την Ευαγγελίστρια φτάσαμε στη Πλατεία Ρούγα, περάσαμε την Νομαρχία( μέγαρο Ρώμα), τον Άγ Στέφανο, τα ‘’γκρεμισμένα’’ από τους κατοχικούς βομβαρδισμούς των συμμάχων σπίτια, το πλάτωμα της Ανάληψης στα δεξιά μας, το πλάτωμα των Αγ. Σαράντα στα αριστερά μας, τα Τσαρουχαρέικα και φτάσαμε στο προορισμό μας…… 
Ποτέ δεν θα μπορούσα τότε να φανταστώ, πως ήταν η τελευταία φορά που αντίκριζα τα γνώριμα εκείνα μέρη.
Κάποια στιγμή γύρω στις 11:30, ακούστηκε ένα φοβερό υποχθόνιο μουγκρητό που από την έντασή του μαντέψαμε το τι θα επακολουθούσε……..
Η γη άρχισε να τρέμει, εμείς πιαστήκαμε από τους ώμους σε κύκλο, σαν να επρόκειτο να χορέψουμε, ο χορός άρχισε με το ρυθμό που της έδινε ο Εγκέλαδος και ενώ η γη ατέλειωτα σάλευε βίαια δεξιά, αριστερά, μπρος, πίσω , πάνω κάτω, ενώ ακουγόταν ο ορυμαγδός των σπιτιών μιας ολόκληρης πόλης που κατέρρεαν. ……
Κάποτε το σάλεμα σταμάτησε και έτρεξα προς το παράθυρο του δρόμου και κοίταξα έξω……Το θέαμα που αντίκρισα ήταν φοβερό ! 
Δρόμος πλέον δεν φαινόταν, σκεπασμένος σε ύψος περίπου δύο μέτρων, με αγκωνάρια, κεραμίδια, εξώφυλλα παραθύρων με γρίλιες, καλώδια, σιδερικά που θαμπά διακρίνονταν μέσα στο σύννεφο σκόνης που είχε σηκωθεί, πάνω από τα ερείπια της ανύπαρκτης πλέον μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα πόλης..

Μια παγερή σιωπή είχε απλωθεί, που άφηνε να ακουστούν πιο έντονα οι μυριόστομες κραυγές και οιμωγές των ανθρώπων που είχαν εγκλωβιστεί στα ερείπια του άμορφου πλέον Τζάντε……………..

Ένας πολιτισμός και η ιστορία 500 χρόνων χάθηκε μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα για πάντα……

Δείτε και το Βίντεό του  
(Ντοκουμέντο Από το Εθνικό Οπτικοακουστικό Αρχείο):

Ευχαριστούμε τον 
Ανδρέας Στάβερης- Πολυκαλάς που μας έδωσε την άδεια για την Αντιγραφή των κειμένων και των φωτογραφιών Του !!

Σεισμοί 1953: οι Πολιτικοί Κρατούμενοι στο πλευρό των Σεισμοπαθών της Κεφαλονιάς


ΣΕΙΣΜΟΙ ΤΟΥ 1953 - ΦΥΛΑΚΕΣ ΑΡΓΟΣΤΟΛΙΟΥ. Η ΞΕΧΑΣΜΕΝΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΩΝ ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΩΝ
Με το άρθρο μας αυτό θέλουμε να θυμίσουμε στους αναγνώστες του περιοδικού ότι εκείνες τις πρώτες ώρες και μέρες της οργής του Εγκέλαδου, τον Αύγουστο του 1953, βοήθεια ουσιαστική και πρακτική στους πανικόβλητους σεισμοπαθείς του Αργοστολιού έδωσαν και οι πολιτικοί κρατούμενοι των Φυλακών της πόλης. 
Και αυτή η προσφορά δεν αναφέρθηκε από κανένα σχεδόν ομιλητή των εκδηλώσεων, που πραγματοποιήθηκαν τούτο το καλοκαίρι του 2013 στο νησί για τα 60 χρόνια από τους σεισμούς του 1953.
Μέχρι τότε λειτουργούσαν στο βόρειο τμήμα της πόλης του Αργοστολιού οι λεγόμενες «Εγκληματικές Φυλακές Αργοστολίου»,[1] οι οποίες από τη μεταξική ήδη περίοδο «φιλοξενούσαν» και πολιτικούς κρατούμενους, ο αριθμός των οποίων πολλαπλασιάστηκε κατά την περίοδο του Εμφυλίου. 
Την εποχή των σεισμών του 1953 στις ακτίνες τους «φιλοξενούνταν» περίπου 350 με 400 πολιτικοί κρατούμενοι (σύμφωνα με μαρτυρίες των τελευταίων) – οι περισσότεροι μελλοθάνατοι – και 100 περίπου ποινικοί.[2] 
Οι πληροφορίες που χρησιμοποιούμε και αξιοποιούμε σε αυτό το άρθρο προέρχονται από γραπτές μαρτυρίες και καταθέσεις αποκλειστικά φυλακισμένων-πολιτικών κρατουμένων στις Φυλακές του Αργοστολιού, οι οποίοι έζησαν τη συγκλονιστική εμπειρία των σεισμών,[3] τις οποίες μαρτυρίες και καταθέσεις συγκρίνουμε και με δημοσιευμένες ήδη σχετικές πληροφορίες.[4]

Οι σεισμοί και η αντίδραση των πολιτικών κρατουμένων
Με τον πρώτο σεισμό – πρωί της Κυριακής 9 Αυγούστου 1953 - 
οι Φυλακές μέτρησαν τον πρώτο – και μοναδικό, ευτυχώς – νεκρό τους, έναν Κρητικό ενωματάρχη, που τον τραυμάτισε θανάσιμα μια πλάκα από τον εξωτερικό τοίχο των Φυλακών. Πανικός και φωνές: 
«Κινδυνεύουμε, θέλουμε τον εισαγγελέα, βγάλτε μας έξω. Λαέ της Κεφαλονιάς, βοήθεια!».[5] 
Οι φρουροί αρνούνταν να συνεχίσουν τη φύλαξη, ενώ οι πολιτικοί κρατούμενοι ζήτησαν να εγκαταλείψουν το κτήριο, να βγουν «έξω από το πέτρινο φέρετρο», αλλά απόλυτη ήταν η άρνηση του διευθυντή των Φυλακών Μανώλη Μπουζάκη, του φρούραρχου και του εισαγγελέα. Τουλάχιστον, επέτρεψαν οι τελευταίοι να μείνουν ξεκλείδωτοι οι θάλαμοι και τα κελιά.[6]
Την επόμενη μέρα – Δευτέρα 10 Αυγούστου, μέρα χωρίς δυνατό σεισμό – έγιναν κάποιες επιδιορθώσεις στις ρωγμές των δωματίων της Α΄ ακτίνας. Χάρη στην ανυποχώρητη θέση των πολιτικών κρατουμένων και αυτό το βράδυ οι πόρτες των θαλάμων και των κελιών έμειναν ξεκλείδωτες, ενώ αρνητική παρέμενε η θέση των υπευθύνων για εγκατάλειψη του κτηρίου.
Με το δεύτερο σεισμό – ξημερώματα της Τρίτης 11 Αυγούστου[7] - η επικινδυνότητα του κτηρίου έγινε σοβαρή, καθώς οι μαλτεζόπλακες των κελιών «ξαρματώθηκαν», προκαλώντας πάλι τις διαμαρτυρίες των φυλακισμένων.[8] 
Υπήρξαν τραυματίες. Ο γιατρός πολιτικός κρατούμενος Μανώλης Σιγανός, ένας υπέροχος αγωνιστής,[9] που βρισκόταν την ώρα του σεισμού στο αναρρωτήριο λόγω κρίσης στηθάγχης, είδε να τραυματίζονται δυο χωροφύλακες σκοποί, καθώς σωριάστηκαν στο έδαφος μαζί με τις σκοπιές τους.[10] 
«Ο ένας με σπασμένα πόδια κι ο άλλος με βαρύ τραύμα στον αυχένα. “Ανοίξτε να βγάλουμε τα παιδιά”, αντήχησε η δυνατή φωνή του Μανώλη», 
και γρήγορα έτρεξε με κίνδυνο της ζωής του προς το μέρος τους, για να τους απελευθερώσει από τα ερείπια που τους είχαν καταπλακώσει.[11] 
Σε άλλο σημείο των Φυλακών «ένα οπλοπολυβόλο εκπυρσοκρότησε. Ο χωροφύλακας είχε καταληφθεί από αμόκ», σύμφωνα με μαρτυρία κρατουμένων.
Η σωματική, λοιπόν, ακεραιότητα των τροφίμων του «σωφρονιστικού» κτηρίου είχε πια καταστεί ιδιαίτερα επισφαλής. 
Γι’ αυτό οι πολιτικοί κρατούμενοι επέμεναν με εντονότατες διαμαρτυρίες ζητώντας να εγκαταλείψουν αμέσως το επικίνδυνο κτήριο.[12]
 Εξαιτίας αυτής της κατάστασης αναγκάστηκαν ο διευθυντής των Φυλακών, ο φρούραρχος και ο εισαγγελέας να δεχτούν να συζητήσουν με επιτροπή των κρατουμένων. 
Γράφει ο Μπ. Λεωνιδάκης: «[...] οι αείμνηστοι γιατροί Μ. Σιγανός και Στάθης Καναβός, ο Σ. Συντυχάκης, ο γράφων και δύο άλλοι, φτάσαμε στο γραφείο του διευθυντή και χωρίς άλλη κουβέντα ο Σιγανός δηλώνει: Κύριε εισαγγελέα, απαιτούμε να δώσετε εντολή να βγούμε έξω από τα σίδερα. Κινδυνεύει η ζωή 500 κρατουμένων, μαζί με τους ποινικούς. Σας καθιστούμε υπεύθυνο. Κάθε ολιγωρία δυνατόν να αποβεί μοιραία”».
 H απάντηση, όμως, του εισαγγελέα ήταν αρνητική: «Αυτό δε θα γίνει ποτέ. Γρήγορα στα κελιά σας και ησυχάστε. Αλλιώς θα υποστείτε τις συνέπειες του νόμου για τη στάση».
Οι κρατούμενοι, βέβαια, δεν ησύχασαν, αλλά συνέχισαν ακόμη πιο αποφασισμένοι τις διαμαρτυρίες τους. Και το πρωί της Τετάρτης 12 Αυγούστου έγινε νέα πρόσκληση από το διευθυντή στην επιτροπή, στην οποία ο Μ. Μπουζάκης δήλωσε: «Πήρα την απόφαση, χωρίς καμιά έγκριση να σας βγάλω έξω από τη φυλακή. Παίζω το κεφάλι μου κορώνα-γράμματα. Από σας [εννοείται τους πολιτικούς κρατούμενους] δεν έχω παράπονο. Με τους ποινικούς τι θα γίνει;». 
Ηρέμησε, πάντως, με την απάντηση του Μ. Σιγανού, που τον διαβεβαίωνε ότι οι ίδιοι εγγυώνται τη φύλαξη των ποινικών. 
Δόθηκε, τελικά, η πολυπόθητη εντολή εξόδου από το κτήριο των Φυλακών και εγκατάστασης στο διπλανό χώρο της πλατείας του Μέτελα.
Αμέσως μετά, χωρίς καμιά καθυστέρηση, έγινε η εκκένωση του κτηρίου συντονισμένα και πειθαρχημένα από την πλευρά των κρατουμένων, οι οποίοι επέδειξαν θάρρος και αυτοθυσία. 
Σε πολύ σύντομο διάστημα μετέφεραν από το κτήριο όλα τα απαραίτητα με ιδιαίτερη τη φροντίδα τους για τα φάρμακα. Χρησιμοποίησαν, μάλιστα, όπως οι ίδιοι λένε, «τρόπο αριστοτεχνικό, ώστε αν κάτι συνέβαινε [μεγάλη δηλαδή σεισμική δόνηση] να πάθει μόνο ένας».
Ο νέος χώρος καταυλισμού περιφράχθηκε από τους ίδιους με αγκαθωτό σύρμα, κατασκευάστηκαν τουαλέτες, μπήκαν και οι σκοπιές με τα οπλοπολυβόλα τους.[13] - Βλέπεις, ακόμη και σε τέτοιες έκτακτες καταστάσεις για το κράτος της καταστολής ο «εσωτερικός εχθρός» παραμένει εχθρός... 
Ο τελευταίος, όμως, θα δείξει την ανωτερότητά του! - 
Έτσι δημιουργήθηκε μια νέα φυλακή, υπαίθρια τώρα, που επέτρεπε τουλάχιστο στους φυλακισμένους της να «γαληνεύουν» κάτω από τον έναστρο ουρανό: «ήταν Αύγουστος, γλυκιά μέρα κι ακόμα πιο γλυκιά νύχτα στον έναστρο ουρανό». Οι πολιτικοί, βέβαια, κρατούμενοι πήραν εντολή να προσέχουν τους ποινικούς μήπως δραπετεύσουν. Αλλά κάτι τέτοιο δε χρειάστηκε: μέσα σε αυτές τις συνθήκες οι ποινικοί ήταν συνεννοήσιμοι και αρκετά συνεργάσιμοι.[14]
Έτσι λοιπόν, όταν χτύπησε για τρίτη και τελειωτική για το νησί φορά ο Εγκέλαδος – Τετάρτη 12 Αυγούστου 1953, 11.23΄ π. μ. -
 οι Φυλακές ήταν άδειες.[15] Το κτήριο κατέρρευσε,[16] οι τρόφιμοί του όμως επέζησαν. Οι «Εγκληματικές Φυλακές» του Αργοστολιού δεν υπήρχαν πια, οι φυλακισμένοι τους όμως θα συνέχιζαν να ζουν (όσο τους επέτρεπαν οι αποφάσεις των έκτακτων στρατοδικείων και οι γενικότερες πολιτικές συγκυρίες) και να εκτίουν τις ποινές τους σε άλλα ανά την Ελλάδα εθνωφελή «σωφρονιστικά καταστήματα». 
Οι Φυλακές του Αργοστολιού 
«με την αποτρόπαια ιστορία των βασανισμών, των εκτελέσεων στο Δράπανο, των θανάτων και των θανάσιμων τραυματισμών από την αναγκαστική σίτιση στη διάρκεια των απεργιών πείνας για να σταματήσουν οι εκτελέσεις» 
έμπαιναν ήδη στην ιστορία, ενώ οι πολιτικοί κρατούμενοι θα συνέχιζαν να γράφουν τη δική τους οδυνηρή αλλά μεγαλειώδη ιστορία. 
Πάντως, αν δεν επέμεναν οι φυλακισμένοι στην έγκαιρη εκκένωση του κτηρίου, είναι σχεδόν βέβαιο πως θα μετρούσαμε πολλά επιπλέον θύματα στο Αργοστόλι.
Αξίζει, ωστόσο, να αντιγράψουμε εδώ την περιγραφή που έχουν κάνει οι ίδιοι οι κρατούμενοι, μέλη τώρα του Συλλόγου «Δρέπανο Αργοστολίου», για τον καταστροφικό σεισμό της 12ης Αυγούστου: 
«Ο ήλιος θάμπωσε από τον κουρνιαχτό που προκάλεσαν οι βράχοι που κατακρημνίζονταν καθώς ξερριζώνονταν από τις βουνοπλαγιές και έπεφταν ορμητικά στη θάλασσα αφήνοντας βαρύγδουπους ήχους. [...] Το εξωτερικό τείχος της Φυλακής σαν παλλόμενη χορδή... [...] Κραυγές που ζητούσαν βοήθεια έσμιγαν με τα βογκητά των τραυματισμένων. Ένα παλιρροϊκό κύμα κατέκλυσε την προκυμαία. Η γέφυρα Δεβουσέτου ράγισε. Η γη γιόμισε χαρακιές. Ένα τρίπατο ξυλόσπιτο δίπλα μας, βενετσιάνικης τεχνοτροπίας, μεταβλήθηκε σε σωρούς ερειπίων που μέσα του έθαψε τις [τρεις] λεβέντισσες κεφαλληνοπούλες. [...] όταν έπεσε ο πολύς κουρνιαχτός είδαμε απέναντί μας να έχουν στηθεί δύο μπρεν, οπλοπολυβόλα. Δύο δικοί μας ήταν καταματωμένοι. Στον πανικό τους είχαν πέσει πάνω στο συρματόπλεγμα». 
Και ο Μπ. Λεωνιδάκης συμπληρώνει: «Εμείς αλλόφρονες, ριχτήκαμε κατά γης, χοροπηδώντας ασυναίσθητα. Όσοι καταφέρναμε να σηκωθούμε, αγκαλιαζόμαστε και διερωτόμαστε: Ζούμε μωρέ; Υπάρχουμε; Πού βρισκόμαστε; Εικόνες που ούτε ο Δάντης δε θα περιέγραφε»...
Οι δραστηριότητες των πολιτικών κρατουμένων
Η νέα πια κατάσταση είναι δεδομένη και πρέπει να αντιμετωπιστεί χωρίς καθυστερήσεις, με πνεύμα συνεννόησης και αλληλεγγύης.
Αλλά και πάλι οι πολιτικοί κρατούμενοι βρίσκονται αντιμέτωποι με την καχυποψία των αρμοδίων.
Ζητούν να συγκροτήσουν συνεργεία διάσωσης και να βγουν στην ερειπωμένη πόλη για βοήθεια, αλλά αμείβονται με άρνηση. 
Ζητούν να δημιουργήσουν συνεργεία για τη μεταφορά νερού στους πρόχειρους καταυλισμούς,[17] αλλά και πάλι τους απαγορεύεται κάτι τέτοιο. Έπρεπε να έρθει στο νησί ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Π. Κανελλόπουλος,[18] για να γίνει αποδέκτης των αιτημάτων και των προτάσεων των φυλακισμένων και να δώσει εντολή στο διευθυντή των Φυλακών να επιτραπεί στους φυλακισμένους να βοηθήσουν στη διάσωση των εγκλωβισμένων, στη μεταφορά των τραυματιών και γενικότερα να συμμετάσχουν στο έργο της βοήθειας, περίθαλψης και ανακούφισης. 
Έτσι, στήθηκε ένας πρόχειρος σταθμός πρώτων βοηθειών και συγκροτήθηκαν τρεις ομάδες τραυματιοφορέων και δύο ομάδες νεροκουβαλητάδων.[19]
Ο σταθμός πρώτων βοηθειών στηρίχθηκε κυρίως στις πλάτες και την ευσυνειδησία δύο γιατρών πολιτικών κρατουμένων, του Μανώλη Σιγανού και του Στάθη Καναβού. 
Και αυτός ο σταθμός των φυλακισμένων πρόσφερε απλόχερα τις υπηρεσίες του στον αργοστολιώτικο λαό. «Απλώσαμε κουβέρτες, φέραμε θαλασσόνερο και μ’ αυτό κυρίως έπλεναν τις πληγές όσων έρχονταν με τραύματα βαριά ως βαρύτατα. Ο Μανώλης ο Σιγανός, ο Στάθης ο Καναβός ως τον αγκώνα στο αίμα να σταματήσουν αιμορραγίες, να ανακουφίσουν», θυμάται ο Στ. Ζαμάνος. Φαρμακευτικό υλικό τους προμήθευσαν τα ισραηλινά πλοία αλλά και ο διευθυντής του Νοσοκομείου της πόλης Σπ. Μαρκέτος.[20] 
Από εκεί πέρασε και ο φούρναρης, που προμήθευε ψωμί τις Φυλακές, με καμένα τα πόδια του από το φλεγόμενο φούρνο του, απ’ όπου τον απεγκλώβισε συνεργείο κρατουμένων. «Από τα μηριά και κάτω οι σάρκες του είχαν λιώσει», θυμάται ο Χ. Ρούπας. Ξεψύχησε «σφίγγοντας τη χούφτα του Μ. Σιγανού».

Πολλά περιστατικά, τα περισσότερα τραγικά και συγκλονιστικά, έχουν καταθέσει με τις μαρτυρίες τους οι πολιτικοί κρατούμενοι. 
Αλλά και οι σκέψεις και οι εκτιμήσεις τους για πρόσωπα και γεγονότα είναι ενδιαφέρουσες. 
Όλα έχουν την αξία τους. Αναφέρουμε στη συνέχεια κάποια από αυτά:
● Αναφέρουν οι πολιτικοί κρατούμενοι την έκπληξή τους για την ολιγωρία της Πολιτείας. Ενώ το λιμάνι του Αργοστολιού είχε κατακλυσθεί από ξένα πλοία, η απουσία ελληνικών σκαφών ήταν προκλητική. 
Αντί η ελληνική κυβέρνηση να στείλει ιατροφαρμακευτικό υλικό, τρόφιμα, μηχανικούς κ.λπ., προτίμησε να στείλει χωροφύλακες: «Το απομεσήμερο φάνηκε κι ένα δικό μας αρματαγωγό. Να, είπαμε, ήρθε και η βοήθεια της κυβέρνησης. Αμ δε! Κουβάλησε χωροφύλακες! Προπάντων η ασφάλεια απ’ τους αντεθνικούς δρώντες!».[21]
● Βεβαιώνουν ότι εκείνες τις δύσκολες ώρες υπήρξαν κάτοικοι προφανώς του Αργοστολιού, οι οποίοι στράφηκαν στην κλοπή των ερειπωμένων αρχοντικών ή μικρότερων σπιτιών αλλά και στη σκύλευση πτωμάτων:[22] «Δίπλα στη Βαλλιάνειο [Εμπορική Σχολή]. Από έναν σωρό ερειπίων εξείχε ένα χέρι με κομμένο το δάχτυλο του δαχτυλιδιού»... Τέτοιες περιπτώσεις «πλιατσικολόγων» αντιμετωπίστηκαν με αυστηρότητα, «Δύο από αυτούς εκτελέστηκαν».[23]
Ιδιαίτερη ήταν η φροντίδα και η έγνοια τους για τα μικρά παιδιά. «Και το λιγοστό φαγητό μας το μοιράζαμε στους πιτσιρικάδες ιδιαίτερα. Αλλά νερό προμήθευαν κάθε παιδί που τους ζητούσε: Οι ομάδες των νεροκουβαλητάδων ποτέ δεν έφερναν στο στρατόπεδο πλήρη τα δοχεία του νερού, γιατί στο δρόμο της επιστροφής «πιτσιρικάδες με κυπελάκια [...] εκλιπαρούσαν για λίγο νεράκι. Μπορούσαν λοιπόν οι κρατούμενοι [...] να τους το αρνηθούν»;
● «Βρήκαμε ένα χεράκι παιδικό να εξέχει σ’ ένα χάλασμα. Σκαλίζαμε να βρούμε το σώμα και μια φωνή και ένα δακτυλάκι να κουνιέται: “Αφήστε την αυτή, είναι η αδελφή μου, είναι σκοτωμένη, εμένα να βγάλετε... Ο πόνος περίσσεψε».
● Καταθέτουν την αρνητική τους εμπειρία από τις τυχαίες συναντήσεις τους με τον Άγγλο ναύαρχο Μαουμπάτεν και με τη βασίλισσα Φρειδερίκη.
-- Παρ’ όλο που οι κρατούμενοι εκτιμούν επωφελέστατη την παρουσία και τη βοήθεια των αγγλικών πλοίων προς τους σεισμόπληκτους, δεν έχουν να πουν τα ίδια καλά λόγια για τον Μαουμπάτεν. Τους έδειξε στάση περιφρονητική: «γύρισε τις πλάτες στους φυλακισμένους, αν και πέρασε δίπλα τους». Γνώριζε, προφανώς, περί τίνων επρόκειτο.
-- Επισκέφτηκε το βασιλικό ζεύγος το σεισμόπληκτο νησί[24] και η Φρειδερίκη περπάτησε στους δρόμους. Κάπου στο κέντρο της πόλης συναντήθηκε με ένα από τα συνεργεία των νεροκουβαλητάδων:
« - Ποιοι είστε εσείς; ρώτησε ο ταγματάρχης-ακόλουθος της άνασσας.
- Συνεργείο πολιτικών κρατουμένων.
Σιωπή.
-Δώστε τους τσιγάρα, διέταξε στα γερμανικά.
-Νιχτ ράουχεν, απάντησε ένα νεροκουβαλητής κι ας ήταν όλοι τους φουγάρα φλεγόμενα.
Η Φρειδερίκη εμφανώς ζοχαδιασμένη γύρισε την πλάτη της στην ομάδα».

Και μια ιδιότυπη συγκλονιστική μαρτυρία: Περνώντας από το χώρο του ερειπωμένου Διοικητηρίου ένα από τα συνεργεία των τραυματιοφορέων είδε να κάθεται δίπλα σ’ ένα δέντρο «κουβαριασμένη μια γυναίκα στα μαύρα ντυμένη». 
Και ακολούθησε ο παρακάτω σύντομος και κοφτός διάλογος:
« – Είστε πολιτικοί κρατούμενοι; ρώτησε.
Κι όταν πήρε καταφατική απάντηση, ορθώθηκε και σχεδόν έσκουξε:
- Το αδικοχαμένο αίμα εκδικήθηκε.
Κερώσαμε. Την καλέσαμε να επισκεφτεί το στρατόπεδο.
– Δε θα ’ρθω. Θα πάω στον εγγονό μου. Με περιμένει.
– Ποιος, θεια;
Μας τύλιξε με μια ζεστή ματιά και χάθηκε».
Ήταν η γιαγιά ενός νεαρότατου πολιτικού κρατούμενου, του Χαράλαμπου Παππαβασιλόπουλου, που είχε εκτελεστεί στο Φανάρι στις 13 Αυγούστου 1949.[25] Προφανώς, η γιαγιά είχε έρθει εκείνες τις μέρες στην Κεφαλονιά για τα τετράχρονα από την εκτέλεση του εγγονού της και τη βρήκε ο σεισμός...

Οι πρώτες εκτιμήσεις
Η προσφορά των πολιτικών κρατούμενων των Φυλακών του Αργοστολιού ακόμη δεν έχει αξιολογηθεί. 
Οι πρώτες, πάντως, εκτιμήσεις μπορούν να διατυπωθούν ως εξής:
▬ Πρώτα-πρώτα, χάρη στην επιμονή τους εκκενώθηκε έγκαιρα το κτήριο των Φυλακών, με αποτέλεσμα να μη θρηνήσουμε κι άλλα θύματα.
▬ Συνειδητοποίησαν αμέσως το μέγεθος της συμφοράς και ζήτησαν να βοηθήσουν. Και η συμβολή τους πρέπει να θεωρείται σημαντική στους απεγκλωβισμούς και την τροφοδοσία (κυρίως υδροδότηση) των σεισμόπληκτων κατοίκων του Αργοστολιού αλλά και στην παροχή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης:
α) Όπου υπήρξε ανάγκη έτρεξαν και απλόχερα έδωσαν τη βοήθεια τους. «Και μαιευτήρες γινήκαμε και νεκροθάφτες. Και το λιγοστό φαγητό μας το μοιράζαμε στους πιτσιρικάδες ιδιαίτερα».
β) Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Ερυθρού Σταυρού (όπως αναφέρουν οι ίδιοι οι κρατούμενοι) τα συνεργεία των πολιτικών κρατουμένων «ξέθαψαν από τα ερείπια 27 τραυματισμένους, επέδεσαν περί τους 70, συνέφεραν από λιποθυμικές εκδηλώσεις περί τους 25 (ιδιαίτερα προσκυνητές στον Άγ. Γεράσιμο)».
γ) Ο Ιταλός πλωτάρχης Τζιοβάνι Λεόνε, που με τα πλοία του κατέφτασε στη σεισμόπληκτη Κεφαλονιά για βοήθεια, σε έκθεσή του έχει εξάρει «το υψηλό ηθικό» των πολιτικών κρατουμένων και ειδικότερα του γιατρού πολιτικού κρατούμενου Μ. Σιγανού.
▬ Γενικότερα, έδειξαν απαράμιλλη ευψυχία και λεβεντιά. Αν και μπορούσαν προφανώς να λιποτακτήσουν, δεν το έπραξαν. Προτίμησαν να μείνουν και να προσφέρουν την αλληλεγγύη τους στους κατοίκους της πόλης του Αργοστολιού εκείνης της πόλης που για χρόνια κρατούσε στον κόρφο της, ανεχόταν και συντηρούσε το κάτεργό τους, που μόνο πόνο, βασανιστήρια και εκτελέσεις τους θύμιζε...
Τέσσερις μέρες μετά τον κύριο σεισμό, την Κυριακή 16 Αυγούστου το ελληνικό κράτος, μη θέλοντας προφανώς ... να ταλαιπωρεί άλλο τους πολιτικούς κρατούμενους με τα βάσανα των Κεφαλονιτών, τους έστειλε στην Κρήτη. 
Με το πλοίο «Αθηνά» οι πολιτικοί κρατούμενοι των ερειπωμένων πια Φυλακών του Αργοστολιού στάλθηκαν στις Φυλακές του Ιτζεδίν (Καλάμι), κοντά στα Χανιά. Όπως λένε οι ίδιοι, έφευγαν με «σφιγμένη την καρδιά από πόνο και συγκίνηση».

Οι υπεύθυνοι, βέβαια, του ταξιδιού στην προκειμένη περίπτωση αντάμειψαν τους πολιτικούς κρατούμενους για την όλη υποδειγματική τους στάση εκείνες τις σεισμόπληκτες μέρες: 
τους επέτρεψαν σε αυτήν τη μεταγωγή να μη φορέσουν – παρά τους νόμους – χειροπέδες. Δεν ήταν μικρό πράγμα αυτό. 
Έτσι, μπορούσαν να κυκλοφορούν ελεύθερα μέσα στο πλοίο. Ελεύθερα, δίχως χειροπέδες. «Ο Αμπατιέλος κυκλοφορούσε ελεύθερα πάνω στη γέφυρα»[26], σημειώνουν με θαυμασμό και περηφάνεια, υπογραμμίζοντας έτσι το γεγονός τούτης της μοναδικά «ελεύθερης» μεταγωγής τους.
Ήταν γι’ αυτούς μια μικρή κατάκτηση η μεταγωγή χωρίς χειροπέδες. 
Ήταν μια μικρή από το κράτος αναγνώριση των υπηρεσιών, που πρόσφεραν οι πολιτικοί κρατούμενοι των Φυλακών του Αργοστολιού στους σεισμόπληκτους κατοίκους τις πρώτες μέρες των σεισμών στο νησί.

[1] Το κτηριακό συγκρότημα των Φυλακών του Αργοστολιού ήταν δημιούργημα της Βρετανικής Προστασίας. Άρχισε η ανέγερσή του το 1826 χάρη στην επιμονή του τότε τοποτηρητή της Κεφαλονιάς C. J. Napier (βλ. Charles J. Napier, The Colonies:Treating of their value generally, of the Ionian Islands in particular, Λονδίνο 1833, σσ. 326-328), ο οποίος το σχεδίασε μαζί με τον μηχανικό P. Κennendy με βάση το «Πανοπτικόν» (νεωτεριστικές αντιλήψεις και σχέδιο) του Άγγλου νομικού και φιλοσόφου J. Βentham (βλ. Μαρίνος-Παναγής Σολομός, Γενική Δημοσιονομία της Κεφαλληνίας, [έτος συγγραφής 1859], μτφρ. Π. Άννινος Καβαλιεράτος, Αθήναι 1996, σσ. 72-73).
[2] Οι πολιτικοί κρατούμενοι «φιλοξενούνταν» στις ακτίνες Α΄, Β΄ και Γ΄, ενώ στην ακτίνα Δ΄ βρίσκονταν και ποινικοί κατάδικοι. Κάθε ακτίνα ήταν διώροφη και διέθετε 24 κελιά και δυο θαλάμους. Την ακτίνα Ε΄ τη χρησιμοποιούσαν για μαγειρεία.
[3] Έχουμε υπόψη μας τα εξής συγκεκριμένα κείμενα: 
1) το δισέλιδο άρθρο του αντιστασιακού Χ. Ρούπα, πολιτικού κρατούμενου την περίοδο των σεισμών στις Φυλακές Αργοστολιού, δημοσιευμένο στο περιοδικό του Πανελλαδικού Συνδέσμου Αγωνιστών ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης (Π.Σ.Α.Ε.Ε.Α.) ΕΑΜ--Αντίσταση, τχ. 52, (Ιανουάριος-Μάρτιος 2000), σσ. 12-13, με τίτλο «Σεισμοί Κεφαλονιάς και πολιτικοί κρατούμενοι (από φυλακίσιο ημερολόγιο)»· 
2) τη σύντομη ομιλία-χαιρετισμό του προέδρου του Π.Σ.Α.Ε.Ε.Α. Στέλιου Ζαμάνου, πολιτικού κρατούμενου την περίοδο των σεισμών στις Φυλακές Αργοστολιού, κατά την τελετή των αποκαλυπτηρίων του αγάλματος της Εθνικής Αντίστασης στο Αργοστόλι στις 25-11-2007· 
3) το αρκετά διαφωτιστικό κείμενο-επιστολή του Συλλόγου «Δρέπανο Αργοστολίου», που βασίζεται στις «καταθέσεις μνήμης τριών εγκλείστων στις Φυλακές Αργοστολίου, που πήραν μέρος στα σωστικά συνεργεία και έζησαν όλη τη φρίκη», με τίτλο «Σεισμοί και πολιτικοί κρατούμενοι (Κεφαλονιά)», που κοινοποιήθηκε στη Διεθνή Ομοσπονδία Αντιστασιακών (F.I.R.), στη Νομαρχία Κεφαλονιάς, στην Ομοσπονδία Ιταλών Φυλακισθέντων κατά τη διάρκεια της Κατοχής και στα περιοδικά Memories και Triangolo Rosso και αναρτήθηκε στις 30-11-2010 στο διαδικτυακό τόπο http://vlahatasamis.blogspot.com/2010/…/blog-post_7001.html∙ 
το δισέλιδο άρθρο του αντιστασιακού Μπάμπη Λεωνιδάκη, πολιτικού κρατούμενου την περίοδο των σεισμών στις Φυλακές του Αργοστολιού, δημοσιευμένο στο περιοδικό της Πανελλήνιας Ένωσης Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης – ΔΣΕ (Π.Ε.Α.Ε.Α.-ΔΣΕ) Εθνική Αντίσταση, τχ. 159, (Ιούλης – Σεπτέμβρης 2013), σσ. 78-79, με τίτλο «Ένα απίστευτο κατόρθωμα ...». 
Τέλος, λάβαμε υπόψη μας και το δισέλιδο κείμενο της Αλίκης Ξένου Βενάρδου στον Κυριακάτικο Ριζοσπάστη,15-8-1993, σσ. 22-23, που αναφέρεται στις Φυλακές της Ζακύνθου, με υπέρτιτλο και τίτλο αντίστοιχα «1953-1993. Σαράντα χρόνια από τους σεισμούς που ισοπέδωσαν τη Ζάκυνθο. Όταν ο Εγκέλαδος γκρεμίζει μια φυλακή ...», και βασίζεται στις μαρτυρίες του Ζακυνθινού αγωνιστή Δημήτρη (Μίμη) Λογαρά, πολιτικού τότε κρατούμενου στις Φυλακές του νησιού.
[4] Διευκρινίζουμε ότι όσες λέξεις ή φράσεις αυτού του άρθρου μας κλείνονται σε εισαγωγικά και δεν αναφέρεται κάποια πηγή, προέρχονται από τα κείμενα της παραπάνω σημείωσης.
[5] Ο Γεράσιμος Μπάλλας, δωδεκάχρονος περίπου τότε, που διέμενε με την οικογένειά του κοντά στις Φυλακές, θυμάται να λένε για τραυματισμούς σκοπών και άκουγε τις φωνές των φυλακισμένων. Το περιστατικό όμως που σημειώνει, ίσως να αναφέρεται, όπως θα δούμε στη συνέχεια, στο σεισμό της Τρίτης, 11 Αυγούστου, βλ. Γεράσιμος Σπ. Μπάλλας, «Αναμνήσεις και μαρτυρίες. Αργοστόλι, Αύγουστος 1953», στον τόμο Γεώργιος Ν. Μοσχόπουλος, Κατερίνα Μαραβέγια-Κώστα, Αργοστόλι. Σεισμοί 1953. Το τέλος και η αρχή μιας πόλης, έκδοση του Κοργιαλενείου Ιδρύματος, Αργοστόλι 2007, σ. 279.
[6] Κάτι ήταν κι αυτό. «Ξέρεις τι είναι να είσαι κλεισμένος και να μην μπορείς να ξεφύγεις από πουθενά», αναλογίζεται ο κρατούμενος στις Φυλακές της Ζακύνθου Μίμης Λογαράς, βλ. εφ. Κυριακάτικος Ριζοσπάστης, 15-8-1993, ό.π., σ. 23.
[7] Ο Στ. Ζαμάνος θυμάται: «Ήρθε πάλι η βροντερή βουή και το ταρακούνημα. Οι επτά που είμασταν στο θαλαμάκι, ο Γιώργος Αναστασέας, ο Βασίλης Παπαγιαννόπουλος, ο Γιάννης ο Μαυρομάτης, ο Λάζαρος ο Μπουρμπούλογου, ο Χρήστος απ’ τον Ασπρόπυργο, ένας ακόμα κι εγώ αγκαλιαστήκαμε και γινήκαμε μια μπάλα στη θολωτή πόρτα».
[8] Γράφει ο Α-Δ. Δεμπόνος, Το χρονικό του σεισμού του 1953, Αργοστόλι 1976, σ. 20, ότι «οι φυλακές είχανε πάθει ρωγμές», γι’ αυτό και «οι φυλακισμένοι ξεσηκώθηκαν».
[9] Ο Μ. Σιγανός (1904-1972) γιατρός φυματιολόγος από την Κρήτη, εντάχθηκε από τα φοιτητικά του χρόνια στο προοδευτικό κίνημα και στη συνέχεια στο ΚΚΕ, του οποίου τις αρχές και αξίες υπερασπίστηκε σε όλη του τη ζωή, γι’ αυτό και «ανταμείφθηκε» με πολύχρονες διώξεις, φυλακίσεις και εξορίες. Αξίζει να διαβάσει κανείς το βιογραφικό που γι’ αυτόν έχει γράψει η φιλόλογος Άννα Μανουκάκη-Μεταξάκη «Ο γιατρός Μανώλης Σιγανός» στην ηλεκτρονική σελίδα της εφ. Πατρίς του Ηρακλείου Κρήτης http://www.patris.gr/frontpage 
Η βιογράφος βασιζόμενη σε σημειώσεις και το ημερολόγιο του ίδιου του Μ. Σιγανού αλλά και σε μαρτυρίες συναγωνιστών του καταλήγει: «Ήταν κυριαρχημένος από τον γνήσιο ανθρωπισμό, την αγάπη για τον κάθε άνθρωπο και αγωνιζόταν για το καλύτερο του κόσμου». 
Για τον Μ. Σιγανό βλ. επίσης «Μανώλης Σιγανός. “Στα χέρια των βασανιστών μου Γερμανών και ντόπιων συνεργατών τους”», Εθνική Αντίσταση, τχ. 158, (Απρίλης-Ιούνης 2013), σσ. 59-63, και τχ. 159, (Ιούλης-Σεπτέμβρης 2013), σσ. 53-57, όπου αυτοβιογραφικές σελίδες του Μ. Σιγανού αποκείμενες στο Αρχείο Κέντρου Μελέτης Ιστορίας Εθνικής αντίστασης (ΚΜΙΕΑ).
[10] Σε αυτό το περιστατικό ταιριάζει η αφήγηση του Γ. Μπάλλα, ό.π., σ. 279: «Στις γωνίες του συγκροτήματος [των Φυλακών], ψηλά, εκεί που τελείωνε ο τοίχος, είχαν κατασκευαστεί μεταγενέστερα σκοπιές από τσιμέντο, όπου και εκεί ήταν πάντα οπλισμένοι χωροφύλακες. Κάποιες από τις σκοπιές αυτές, όπως άκουσα να λένε, ξεκόλλησαν από τη βάση τους με το σεισμό και έπεσαν στο εσωτερικό της Φυλακής. Άκουσα να λένε μάλιστα ότι κάποιοι εκεί μέσα τραυματίστηκαν».
[11] Την επόμενη μέρα τον θαύμαζαν ακόμη και οι βασανιστές του, σύμφωνα με όσα έχει γράψει ο συγκρατούμενός του Στάθης Καναβός, βλ. το βιογραφικό «Ο γιατρός Μανώλης Σιγανός» της Ά. Μανουκάκη-Μεταξάκη.
[12] Όσα αναφέρει ο Γ. Μπάλλας, ό.π., σ. 281, είναι χαρακτηριστικά: «Οι φωνές στις Φυλακές φθάνανε καθαρά μέχρι εμάς. Οι φυλακισμένοι ζητούσαν να τους μεταφέρουν σε κάποιο ασφαλέστερο μέρος, επειδή θεωρούσαν δεδομένο ότι εκεί μέσα θα σκοτώνονταν σχεδόν όλοι, από την κατάρρευση του κτιρίου, και στο κάτω κάτω δεν ήταν και όλοι “θανατοποινίτες”! Το να παραμένουν εκεί, σε μία σίγουρη θανατερή παγίδα, ήταν μία προσωρινή επιβίωση δίχως ελπίδα. Μετά ήταν και οι φύλακες και οι χωροφύλακες της φρουράς, που κι εκείνοι θα πήγαιναν χαμένοι, αφού ο σεισμός “δεν έκανε διακρίσεις”! Οι φωνές δεν έλεγαν να σταματήσουν και συνεχίστηκαν μέχρι που το θέμα διευθετήθηκε».
[13] Ο Γ. Μπάλλας, ό.π., σ. 284, αναφέρει – κάτι που δεν υπάρχει στις μαρτυρίες των πολιτικών κρατουμένων – ότι «κάποιοι θανατοποινίτες ή ισοβίτες δέθηκαν», προφανώς για να μη δραπετεύσουν.
[14] Το επιβεβαιώνει και ο Α-Δ. Δεμπόνος, ό.π., σσ. 20-22: «[...] εκτός από τους πολιτικούς κρατούμενους ήσαν και πολλοί βαρυποινίτες που είχανε κάθε αιτία να δραπετεύσουν. Και όμως κανείς δεν το αποπειράθηκε, όχι βέβαια γιατί ήτανε αρκετή η φύλαξη, αλλά στις στιγμές τις έκρυθμες, σαν να υπάρχει ένας άγραφος κώδικας τιμής. Και οι φυλακισμένοι είχανε υποσχεθεί να τους βγάλουν στο ύπαιθρο και να τον τηρήσουν». 
Και Γ. Μπάλλας, ό.π., σσ. 281-282, το επικυρώνει: «Όπως είπανε στη γειτονιά, οι κρατούμενοι “δώσανε το λόγο τους” ότι δεν θα φύγουν και ζήτησαν να τους βγάλουν από κάτω, στην πλατεία του Μέτελα, κάτω από τα πεύκα. Το λέγανε οι γείτονές μας με καμάρι, όχι μόνο γιατί όλοι ήταν με την πλευρά των φυλακισμένων, αλλά τονίζανε το γεγονός ότι αυτοί που ήτανε στη φυλακή “είχανε λόγο” και θα τον “τιμούσαν”. Και πράγματι τον τίμησαν. Δεν έφυγε κανένας, ούτε πολιτικός κρατούμενος, ούτε ποινικός». 
Αλλά και η εφ. Ελευθερία, 12-8-1953, αναφέρει ότι, παρ’ όλο που οι φυλακισμένοι των Φυλακών Αργοστολιού και Ζακύνθου κρατούνταν στην ύπαιθρο, «ουδείς εκ τούτων εδραπέτευσεν».
[15] Αντίθετα, στη Ζάκυνθο τους φυλακισμένους (πολιτικούς κρατούμενους και ποινικούς) τους έβγαλαν μετά το μεγάλο σεισμό της Τετάρτης, 12 Αυγούστου. Θυμάται ο Ζακυνθινός πολιτικός κρατούμενος Μίμης Λογαράς, εφ. Κυριακάτικος Ριζοσπάστης, 15-8-1993, ό.π., σ. 23: 
«[...] Στην Κεφαλονιά, όπως μάθαμε, έβγαλαν τους κρατούμενους έξω. Εδώ κανείς δεν αναλάμβανε την ευθύνη. [...] Ευτυχώς κανένας από τους φυλακισμένους δεν είχε σκοτωθεί. [...] Τέλος πάντων, μετά το μεγάλο σεισμό [...] μας βγάλανε έξω το απόγευμα και μας συγκέντρωσαν σ’ ένα πλάτωμα δίπλα από τη φυλακή. [...]». 
[16] «[...] οι φυλακές είχανε διαπλατώσει σαν χτυπημένο καρπούζι. Οι μεγάλες καταρρεύσεις ήτανε στις εσωτερικές αχτίνες», Α-Δ. Δεμπόνος, ό.π., σ. 107.
 Ο Γ. Καράγιωργας στο ρεπορτάζ του στην εφ. Έθνος, 13-8-1953, έγραφε: «[...] ως και το κτίριον [κατέρρευσε] των φυλακών των οποίων οι 450 κατάδικοι φρουρούνται υπό χωροφυλάκων πλησίον της ακτής».
[17] Ειδικότερα, το πρόβλημα του νερού ήταν σοβαρότατο, γιατί «τα νερά είχαν μολυνθεί. Τα πηγάδια είχανε ανακατευτεί και βγάζανε λάσπη. Το ίδιο και τα αρτεσιανά δίνανε ένα σκουρόχρωμο βούρκο, στις πόλεις το δίχτυο της ύδρευσης είχε αχρηστευτεί [...]. Ο κόσμος δίψαγε», Α-Δ Δεμπόνος, ό.π., σ. 96. 
«Εκείνο το οποίον χρειαζόμεθα περισσότερον είναι ύδωρ», τηλεγραφούσε η αμερικανική αποστολή, εφ. Καθημερινή, 14-8-1953, ενώ ο ναύαρχος Μαουτμπάττεν ζητούσε από το Βρετανικό Ναυαρχείο «όπως αποσταλή αμέσως εκ Μάλτας ανεφοδιασμός εις ύδωρ», εφ. Φιλελεύθερος, 14-8-1953. 
Εξάλλου, «όσο και αν αφαλατώνανε οι Αγγλο-Αμερικάνοι πάλι [το νερό] δεν έφτανε. [...] Οι Ιταλοί κουβαλούσαν συνέχεια με ειδικά βυτιοφόρα νερό. Πολύτιμο νερό. [...]», Α-Δ. Δεμπόνος, ό.π., σ. 121. 
Πολύ σωστά, λοιπόν, οι πολιτικοί κρατούμενοι είχαν εντοπίσει το πρόβλημα του νερού και προσφέρονταν για την επίλυσή του.
[18] Με αποδοκιμασίες υποδέχτηκε τον εκπρόσωπο της κυβέρνησης το αγανακτισμένο πλήθος των σεισμοπλήκτων, λόγω της μέχρι τότε ανύπαρκτης κυβερνητικής φροντίδας και αρωγής, και κυρίως εξαιτίας της κυβερνητικής απαγόρευσης εξόδου των σεισμοπλήκτων από το νησί, βλ. Α-Δ. Δεμπόνος, ό.π., σσ. 115-116, καθώς και σ. 190.
[19] Στη Ζάκυνθο, αφού μετά το μεγάλο σεισμό έβγαλαν τους φυλακισμένους από το ετοιμόρροπο κτήριο, δεν τους επέτρεψαν καμιά επικοινωνία με το σεισμόπληκτο πληθυσμό: «Το βράδυ με βάρκες μας βάλανε σ’ ένα καΐκι και μας κράτησαν ανοιχτά από τις ακτές. Ασφαλώς φρουρούμενους. Κι ύστερα άρχισε η διανομή σε άλλες φυλακές. [...]», όπως αναφέρει ο Μ. Λογαράς, εφ. Κυριακάτικος Ριζοσπάστης, 15-8-1993, ό.π., σ. 23.
[20] Είναι γνωστή στους Κεφαλονίτες η ανεκτίμητη προσφορά του χειρουργού γιατρού Σπ. Μαρκέτου (1899-1973), ο οποίος υπηρέτησε με ευσυνειδησία και μοναδική ανθρωπιά τους συμπατριώτες του σε ιδιαίτερα χαλεπούς για το νησί καιρούς (Κατοχή, σεισμοί). Βλ. Γεράσιμος Πεντόγαλος, Γιατροί και ιατρική Κεφαλονιάς από τα χρόνια της Ένωσης μέχρι τον πόλεμο του 1940 (1864-1940), εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2007, σσ. 333-335.
[21] Δεν ξέρω αν οι πολιτικοί κρατούμενοι με τον παραπάνω σχολιασμό αυτοπροσδιορίζονταν ως «αντεθνικοί δρώντες», για τους οποίους στάλθηκαν οι χωροφύλακες. 
Η αλήθεια είναι ότι ενισχύθηκε η τοπική χωροφυλακή. Γιατί όμως; 
Ίσως για να αποτραπούν τα κρούσματα κλοπής, λεηλασίας κ.λπ. αλλά και για αντιμετωπιστούν οι αναμενόμενες δίκαιες εξαιτίας της κρατικής ολιγωρίας αντιδράσεις των σεισμόπληκτων κατοίκων. 
Ο αντιστράτηγος Ιατρίδης, που ήταν ουσιαστικά ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης στο νησί εκτελώντας χρέη στρατιωτικού διοικητή, είχε δηλώσει στον τοπικό βουλευτή Γεράσιμο Βασιλάτο, ότι 
«θα κάμη εν ανάγκη και χρήσιν των όπλων», προκειμένου να διατηρηθεί η τάξη ενόψει της επίσκεψης των βασιλέων στο νησί, βλ. Α-Δ. Δεμπόνος, σσ. 118-119, σημ. 2. 
Να σημειώσουμε εδώ ότι η κυβέρνηση για τους δικούς της λόγους δήλωνε ότι τις λαϊκές αντιδράσεις τις καθοδηγούσαν οι αντιπολιτευτικές πολιτικές δυνάμεις και ειδικότερα οι κομμουνιστές: «[...] Ελπίζω να μη υπάρχει μεταξύ σας κανείς κομμουνιστής, [...] Οφείλω να τονίσω ότι δεν θα παίξη μαζί μου κανείς από αυτούς [...]», είναι αποσπάσματα από τις δηλώσεις του πρωθυπουργού Αλ. Παπάγου στο Αργοστόλι, εφ. Το Βήμα, 25-8-1953, πρβλ. Α-Δ. Δεμπόνος, ό.π., σ. 111, σημ. 3. Βλ. και ό.π., σ. 143. 
Βλ. επίσης ό.π., σσ. 191-192, σημ. 2: «Ο στρατάρχης Παπάγος τόσο εις το Αργοστόλι όσο και στο Ληξούρι προσπάθησε να καταπνίξη τη δυσφορία των κατοίκων με τον ισχυρισμό ότι όποιος κατηγορεί την κυβέρνησιν επί ολιγορία και ανεπαρκεία, είναι κομμουνιστής και με την απειλήν ότι θα εκτοπίζεται αμέσως πας τολμών να εκφράζη τοιαύτας δυσμενείς κρίσεις».
[22] «Κρούσματα λεηλασίας είχανε εμφανιστεί στα εγκαταλελειμμένα σπίτια», αναφέρει ο Α-Δ. Δεμπόνος, διευκρινίζοντας ότι «ετούτες οι κλοπές γινήκανε από αδέσποτους μικροκλέφτες των περιστάσεων», ό.π., σ. 128.
[23] Υπήρξε κυβερνητική απόφαση για τουφεκισμό τέτοιων ατόμων. Δεν είναι όμως εξακριβωμένη η αναφερόμενη από τους πολιτικούς κρατούμενους εκτέλεση. Βλ. σχετικά Α-Δ. Δεμπόνος, ό.π., σ. 128.
[24] Για την επίσκεψη των βασιλέων βλ. Α-Δ. Δεμπόνος, ό.π., σσ. 118-119.
[25] Αντιγράφω από το σχετικό Βιβλίο τη ληξιαρχική πράξη θανάτου του αδικοσκοτωμένου Χ. Παππαβασιλόπουλου. (Τα έντονα γράμματα από μένα). Καταδικάστηκε για φόνους 75άκις σε θάνατο!!! Και ήταν μόλις 22 χρονών!!! Το έγκλημά του; Ήταν μέλος της ΕΠΟΝ. Το μετεμφυλιακό ελληνικό κράτος σε όλο του το ... μεγαλείο.

Ληξιαρχική πράξις θανάτου
Αριθ. 102
Εν Αργοστολίω, σήμερον την δεκάτην τρίτην (13ην) του μηνός Αυγούστου, του χιλιοστού εννεακοσιοστού τεσσαρακοστού εννάτου έτους, ημέραν Σάββατον και ώραν 10ην προ μεσημβρία[ς] και εν τω Ληξιαρχικώ καταστήματι κειμένω εν τη οδώ Π. Βαλλιάνου, αριθμός -- , ενώπιον εμού του [αναγράφεται το ονοματεπώνυμο], προσωρινού αναπληρωτού ληξιάρχου της πόλεως Αργοστολίου του δήμου Αργοστολίου της επαρχίας Κραναίας, προσήχθη υπό του Γραμματέως Πρωτοδικών Κεφαλληνίας [αναγράφεται το ονοματεπώνυμο] η υπ’ αριθ. 23 της 13/8/1949 έκθεσις βεβαιώσεως θανατικής εκτελέσεως, δι’ ης δηλούται ότι εν τη θέσει Νερόμυλοι Αγίων Θεοδώρων Φανάρι της περιφερείας Αργοστολίου την 13ην Αυγούστου 1949 έτους, ημέραν Σάββατον και ώραν 5 και 40΄ πρωϊνήν, εξετελέσθη διά τυφεκισμού υπό αποσπάσματος ανδρών της Στρατιωτικής Διοικήσεως Κεφαλληνίας, κατόπιν των υπ’ αριθ. 181, 183, 184 και 185/1949 εμπιστευτικών παραγγελιών του Εισαγγελέως Εφετών Πατρών, συνεπεία των υπ’ αριθ. 1526, 378, 676 και 323 του έτους 1949 εμπιστευτικών παραγγελιών του επί της Δικαιοσύνης Σού [=Σεβαστού] Υπουργείου, 
ο επί φόνοις 75άκις εις θάνατον καταδικασθείς, δυνάμει της υπ’ αριθ. 14 και από 11η Νοεμβρίου 1947 αποφάσεως του Α΄ Δικαστηρίου των εν Πύργω Συνέδρων και εν ταις ενταύθα φυλακαίς κρατούμενος 
Χαράλαμπος Σπυρ. Παππαβασιλόπουλος ή Μπόγιας, γεννηθείς και κατοικών εις [δυσανάγνωστη λέξη], ετών 22, κτηματίας, άγαμος, Έλλην και Χριστιανός Ορθόδοξος. 
Εφ’ ω συνετάγη η παρούσα, ήτις αναγνωσθείσα και βεβαιωθείσα παρά του δηλούντος Γραμμ. Πρωτοδικών [αναγράφεται το ονοματεπώνυμο] υπεγράφη παρ’ αυτού και παρ’ εμού.
Ο δηλώσας Ο ληξίαρχος
α.α.
Ο προσωρινός αναπληρωτής
[υπογραφή] [υπογραφή]
[26] Πρόκειται για το γνωστό Κεφαλονίτη κομμουνιστή (στέλεχος και βουλευτή του ΚΚΕ) Αντώνη Αμπατιέλο: οι σεισμοί του 1953 τον βρήκαν στις Φυλακές του Αργοστολιού, αφού προηγουμένως είχε συμπληρώσει μέχρι τότε σε διάφορες φυλακές πέντε χρόνια φυλάκισης· θα περάσει άλλα έντεκα περίπου χρόνια σε διάφορες άλλες φυλακές, για να απελευθερωθεί το 1964. Βλ. Αντώνης Αμπατιέλος, Μια ζωή στον αγώνα. Με μετερίζι το ελληνικό καράβι, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σ. 210.
Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Η Κεφαλονίτικη Πρόοδος",
τχ. 8, Οκτ.-Δεκ. 2013, σσ. 10-14, και τχ. 9, Ιαν.-Μάρτ. 2014, σσ. 34-38.

αντιγραφή από: