Συνολικές προβολές σελίδας

Translate

06 Σεπτεμβρίου, 2016

Δεν θέλω να κλάψεις μανούλα: Ο σκοπός του θανάτου μου είναι ιερός για όλους τους λαούς της γης.


Φωτο απ' το επιμορφωτικό Κέντρο Χαρίλαος Φλωράκης


από: Ρανια Λημνιου

Μια αντάρτισσα από την Ικαρία: ΛΑΜΠΡΙΝΗ ΡΑΝΤΑ ΚΑΠΛΑΝΗ
Στο επιμορφωτικό Κέντρο Χαρίλαος Φλωράκης, στις συλλογές του συγκεκριμένου ιδρύματος, φιλοξενείται το γράμμα της τελευταίας γυναίκας που εκτελέστηκε από στρατοδικείο της χώρας μας, τον Σεπτέμβριο του 1949. Η γυναίκα αυτή ονομάζεται Λαμπρινή Ραντά Καπλάνη, και κατάγεται από την Ικαρία. Το γράμμα που θα διαβάσετε, γράφτηκε λίγες ώρες πριν την εκτέλεσή της.
Γεννήθηκε το 1913 στο Φραντάτο, μεγάλωσε σε πολύ φτωχή οικογένεια και στα 16 της ξενιτεύτηκε και έγινε υπηρέτρια στην Αθήνα, δουλάκι όπως έλεγαν τότε. 

Από πολύ νωρίς πήρε μέρος σε εργατικούς αγώνες, οργανώθηκε στο ΚΚΕ, δεν ήθελε τα δεκαεξάχρονα κορίτσια να πηγαίνουν δουλικά στα αφεντικά του Κολωνακίου. 
Στα 19 της, την εξόρισαν στη Σίφνο. Εκεί παντρεύτηκε τον συνεξόριστο της, Κώστα Καπλάνη. 
Στην κατοχή, δραπετεύει για την Αθήνα και συνδέεται με την παράνομη εθνικοαπελευθερωτική δουλειά. 
Το 1942, καταζητούμενη πια, κατορθώνει να μπει στο γερμανικό στρατόπεδο Λάρισας με πλαστή ταυτότητα προκειμένου να επισκεφτεί τον θανατοποινίτη άντρα της. 
Ένας Έλληνα χαφιές την αναγνώρισε. 
Την στιγμή της σύλληψης, η Λαμπρινή αρπάζει ένα πιστόλι από το τραπέζι του διοικητή αλλά δεν καταφέρνει να διαφύγει. 
Καταδικάστηκε σε θάνατο, πέρασε φρικτά βασανιστήρια, 4 μέρες ήταν μισοπεθαμένη στο κελί της, αφού συνήλθε, δραπετεύει και ξανατραυματίζεται κατά την απόδραση. 
Δεν χάνει χρόνο και ξανασυνδέεται με το ΕΑΜ. 
Τα Δεκεμβριανά την βρίσκουν πάλι παρούσα. 
Στον εμφύλιο εξορίζεται και φυλακίζεται στη Χίο. Βασανιστήρια πάλι, σμπαραλιασμένα οστά, αιμορραγία από μύτη, αυτιά, στόμα, μήτρα, έντερο. Εκ νέου καταδίκη σε θάνατο και εκτέλεση στο Γουδή.
Το γράμμα της αυτούσιο:
Απομόνωση, Φυλακές Αβέρωφ 14/09/1949
Γλυκιά μου μανούλα τι κάνεις; 
Πόσο λαχταρώ να σε δω πάντα, μα αυτές τις ώρες πολύ, πάρα πολύ. Να σε σφίξω στην αγκαλιά μου, να σου ζητήσω συγνώμη για τον ασήκωτο πόνο που θα σου δώσω πάλι στην ψυχή.
Μανούλα μου, πολύ λίγες ώρες μου μένουν ακόμα, τρέχω νοερά κοντά σου, να σε σφίξω στην αγκαλιά μου, να σε φιλήσω γλυκιά μου γιατί δεν θα ξαναϊδωθούμε ποτέ πια.
Αυτό που θα ακούσεις είναι φοβερό, όμως, σε λίγο θα γίνει. 
Η καρδιά μου, που γεμάτη αγάπη και ζέστη, όπως πάντα, για σένα, για όλους, και το χέρι που γράφει, σε λίγο δεν θα κινείται πια. 
Το κορμί μου θα πέσει στη γη, πλημμυρισμένο στο αίμα του, από τις σφαίρες των δημίων ξενόδουλων φασιστών του κεφαλαίου.
Με σκοτώνουν μανούλα σε λίγο, μα εσύ με ξέρεις πιο πολύ από όλους. 
Δεν φοβάμαι, προχωρώ και ξέρω πως πρέπει να ζήσω μα ξέρω και να πεθάνω όταν πρέπει. Με βήμα σταθερό και … κλειστό, γεμάτη υπερηφάνεια, και το στήθος φουσκωμένο από ικανοποίηση γιατί πεθαίνω καθαρή ελληνίδα. 
Για τα ιδανικά και την πραγματική ελευθερία του ελληνικού λαού.
Και εσύ μανούλα, πρέπει να είσαι υπερήφανη για ένα χαμό σαν τον δικό μου.
Αν ποτέ μάθεις, αυτό, που πιστεύω πως δεν θα μάθεις ποτέ. 
Δεν θέλω να κλάψεις μανούλα. 
Χρειάζεται ψυχραιμία, λογική.
Ο σκοπός του θανάτου μου είναι ιερός για όλους τους λαούς της γης.
Μανούλα, είναι χιλιάδες οι μανούλες που πόνεσαν ή θα πονέσουν όπως εσύ μανούλα μου.
Μανούλα μου, δεν πρέπει να κλάψεις για μένα αν μάθεις ποτέ τον χαμό μου. Αυτό θα είναι ντροπή και καταφρόνια για την χαμένη κόρη σου.
Θέλω να το έχεις καύχημα. Γιατί πεθαίνω σωστή ελληνίδα, με το κεφάλι ψηλά. Ξαναλέω, σωστή ελληνίδα.
Μανούλα μου, αυτές τις λίγες ώρες που μου μένουν, το περισσότερο μέρος το διαθέτω νοερά μαζί σας, θέλω να σας δω όλους, όλον τον κόσμο. Μα πιο πολύ εσένα μανούλα. Να σε γεμίσω φιλιά, να σου πω το στερνό έχε γεια.
Τα φιλιά μου σε όλους, δικούς μας, ξένους, όλον τον κόσμο.
Μανούλα σε αφήνω για πάντα.
Λαμπρινή Ηλ. Ραντά

Δυστυχώς ή ευτυχώς, η σύγχρονη ελληνική ιστορία έχει να επιδείξει χιλιάδες γράμματα όπως της Λαμπρινής και αντιστοίχως χιλιάδες μαρτυρικούς θανάτους λαϊκών αγωνιστών. 

Στην κατοχή, αυτοί οι γίγαντες δολοφονούνταν από γερμανικές, ιταλικές, βουλγάρικες και των συνεργατών τους Ελλήνων σφαίρες . 

Στον εμφύλιο, οι σφαίρες άλλαξαν εθνικότητα, αυτή τη φορά ήταν εγγλέζικες και αμερικάνικες.
 Οι θύτες όμως παρέμειναν οι ίδιοι, όπως και τα θύματα παρέμεναν τα ίδια. 
Από την μία αυτοί που κατείχαν τα μέσα παραγωγής και τον πλούτο, και έκαναν πραγματικά τα πάντα για να διατηρήσουν την εξουσία τους. 
Από την άλλη, ήταν αυτοί που αγωνίζονταν για ανεξαρτησία, ελευθερία, πραγματική δημοκρατία, για έναν κόσμο χωρίς εκμετάλλευση, για μια κοινωνία οπού τον πλούτο θα τον καρπώνονται αυτοί που τον παράγουν.

Η Λαμπρινή, και η κάθε Λαμπρινή, θα μπορούσε να γλιτώσει τον θάνατο με μια απλή υπογραφή, με μια δήλωση μετανοίας. 
Προτίμησε όμως έναν όρθιο θάνατο από μια σκυφτή ζωή.
Το δουλάκι από την Ικαρία, επέδειξε μυθικών διαστάσεων γενναιότητα και αυταπάρνηση. Η μικροκαμωμένη Λαμπρινή από το Φραντάτο περιφρόνησε τον θάνατο όπως και τους δολοφόνους της.
Παραφράζοντας τον Βάρναλη θα μπορούσαμε να πούμε πως η Λαμπρινή και οι χιλιάδες αγωνιστές που φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν, βασανίστηκαν και δολοφονήθηκαν, 
δεν κατεβαίνουν από τα νέφη, γιατί δεν τους έστειλε κανείς. 
Είναι τέκνα της ανάγκης και ώριμα τέκνα της Οργής.


Επισημάνσεις - διαμόρφωση κειμένου: Viva La Revolucion

31 Αυγούστου, 2016

Για το «ροκάνισμα» του επιδόματος ανεργίας κ τον σχεδιασμό της συγκυβέρνησης να το σπρώξει κατευθείαν στο στόμα της μεγαλοεργοδοσίας...



Τους ταΐζουν στο στόμα...
Τα προγράμματα που εξαγγέλλει η κυβέρνηση για τη μετατροπή του επιδόματος ανεργίας σε «επίδομα απασχόλησης» συνιστούν κλιμάκωση της επίθεσης σε βάρος εργαζομένων και ανέργων, ενώ ταυτόχρονα σηματοδοτούν την έφοδο του κεφαλαίου για την πλήρη κατάργηση των επιδομάτων ανεργίας.
Ο στόχος είναι καθαρός: Από τα κονδύλια που διαχειρίζεται ο ΟΑΕΔ, λεφτά των ίδιων των εργαζομένων, να μην υπάρχει η παραμικρή διαρροή προς επιδόματα που στηρίζουν υποτυπωδώς τους ανέργους, αλλά στο σύνολό τους να κατευθύνονται σε προγράμματα ενίσχυσης και χρηματοδότησης της εργοδοσίας, με πρόσχημα την καταπολέμηση της ανεργίας και την αύξηση της απασχόλησης.
Τώρα, με το νέο πρόγραμμα, η κυβέρνηση επινόησε και ένα νέο προπαγανδιστικό επιχείρημα, αυτό της δήθεν στήριξης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, οι οποίες στο εξής θα προσλαμβάνουν επιδοτούμενους ανέργους με 586 και 511 ευρώ μεικτά και ένα μέρος του μισθού τους θα είναι το επίδομα ανεργίας!
Ούτε οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που στενάζουν από την αντιλαϊκή πολιτική και τον ανταγωνισμό με τα μονοπώλια, ούτε βέβαια οι χιλιάδες άνεργοι θα σωθούν με τέτοια μέτρα.
Οι επιδοτούμενοι άνεργοι αποτελούν κατά μέσο όρο το 10% των εγγεγραμμένων στον ΟΑΕΔ. Δεν είναι τυχαίο ότι η κυβέρνηση επιλέγει αυτή την κατηγορία για να τους εντάξει σε προγράμματα επιδότησης της απασχόλησης και όχι κάποιους από τους εκατοντάδες χιλιάδες ανέργους που δεν δικαιούνται το επίδομα, με βάση τις απαράδεκτες πρακτικές και τα κριτήρια του ΟΑΕΔ.
Στόχος είναι να καταλήξουν και τα κονδύλια του επιδόματος στην τσέπη της εργοδοσίας. Κι αν σήμερα χρησιμοποιείται ως «όχημα» η στήριξη τάχα των μικρομεσαίων, αύριο, αυτοί που θα καρπώνονται τα χρήματα ακόμα και αυτού του πενιχρού επιδόματος ανεργίας, θα είναι οι μεγαλοεπιχειρήσεις, στις οποίες καταλήγει άλλωστε και το μεγαλύτερο μέρος των επιδοτήσεων από τον ΟΑΕΔ.
Αλλωστε, ένας αυτοαπασχολούμενος και μικρός ΕΒΕ δύσκολα μπορεί σήμερα να συντηρήσει την οικογένειά του, πόσο μάλλον να διαθέσει και χρήματα για να προσλάβει έναν άνεργο, έστω και επιδοτούμενο. Είναι φανερό ότι η κυβέρνηση αξιοποιεί αυτήν την τραγική κατάσταση των μικρομεσαίων, για να κάνει πιο εύπεπτη την κατάργηση του επιδόματος ανεργίας.
Πάντως, σε καμιά περίπτωση δεν πρωτοτυπεί το υπουργείο Εργασίας με τις εξαγγελίες που κάνει. Η κατάργηση του επιδόματος ανεργίας υπήρξε διαχρονικά διακαής πόθος του κεφαλαίου και των κομμάτων του, στο όνομα της ενίσχυσης των ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης, σε βάρος της «παθητικής» επιδότησης των ανέργων. Τον ίδιο στόχο θέτει και η ΕΕ στη στρατηγική της για την απασχόληση.
Ετσι, πηγαίνοντας πίσω στο 1999, διαβάζουμε στον «Ριζοσπάστη» ότι «το υπουργείο Εργασίας έχει δώσει εντολή στο Εθνικό Ινστιτούτο Εργασίας (ΕΙΕ) να διενεργήσει μελέτη για την "αναπροσαρμογή" της επιδοματικής πολιτικής για την ανεργία (...) Στη μελέτη εξετάζεται το σύστημα επιδομάτων και των χαρακτηριστικών των δικαιούχων, ώστε να καταλήξει σε προτάσεις μετάβασης από επιδοματικές πολιτικές σε ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης (...) σύμφωνες με τις ανάγκες της αγοράς».
Το 2003, η τότε κυβέρνηση ετοίμαζε νόμο, με τον οποίο όποιος επιδοτούμενος άνεργος δεν δεχόταν στο εξής να παρέχει «κοινωνική» εργασία σε υπηρεσίες του Δημοσίου, έχανε το επίδομα ανεργίας. Το 2007, στο ίδιο αντιδραστικό πλαίσιο, προβλεπόταν ότι «ο άνεργος που, δύο φορές, δεν αποδέχεται να απασχοληθεί σε εργασία (...) ή δε δέχεται να παρακολουθήσει προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης του ΟΑΕΔ (...) χάνει την αξίωση για επιδότηση και την ιδιότητα του ανέργου για την τακτική επιδότηση ανεργίας».
Οπως φαίνεται, δηλαδή, το «ροκάνισμα» του επιδόματος ανεργίας κρατάει χρόνια, από όλες τις κυβερνήσεις και έρχεται τώρα η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ να το σπρώξει κατευθείαν στο στόμα της μεγαλοεργοδοσίας...




30 Αυγούστου, 2016

Για τους: πολιτικούς απογονους των προσκυνημένων στους Βαν Φλιτ και Σκόμπυ, τους κατσαπλιάδες της άρχουσας τάξης και τα αποβράσματα των χιτών και των δοσιλογων.



από  Μπογιόπουλος Νίκος: 

Όταν οι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας ορκίζονταν στην Πατρίδα, στην Δημοκρατία, στην τιμή και στην εργασία του Λαού, 

οι άλλοι - αυτοί που αργότερα αποτέλεσαν τον "εθνικό κορμό" - 
ορκίζονταν στον Χίτλερ.


Εκείνος ο αγώνας, ο πιο ωραίος, ο πιο ηρωικός, ο πιο ανιδιοτελής, ηττήθηκε στρατιωτικά και έληξε στις 29 Αυγούστου 1949. 

Αλλά δεν ηττήθηκε ποτέ πολιτικά, ιδεολογικά και ηθικά.

Το ξέρουν πρώτοι απ' όλους οι πλουτοκράτες και οι πολιτικοί απόγονοι των προσκυνημένων στους Βαν Φλιτ και τους Σκόμπυ, οι κατσαπλιάδες της άρχουσας τάξης και τα αποβράσμα των χιτών και των δοσιλογων. 

Φέτος,η συμπλήρωση των 70 χρόνων από την ίδρυση του ΔΣΕ, είναι μόνο η αφορμή να το επαναλάβουμε -με απόλυτη πεποίθηση ότι οι συντάκτες του "Τέλους της Ιστορίας"-
 ματαιοπονούν: 
Η τιμή και η δόξα που στεφανώνει τους συντρόφους μας είναι ταυτόχρονα και η πυξίδα για να φτάσουμε εκεί: 
"Η πιο όμορφη θάλασσα είναι αυτή που δεν έχουμε ακόμα ταξιδέψει".


Άλμπερτ Αϊνστάιν: "Είμαι πεπεισμένος ότι υπάρχει μόνο ένας δρόμος για να εξαλειφθεί όλο αυτό το κακό,, και αυτός είναι η ίδρυση μιας σοσιαλιστικής οικονομίας"



Albert EINSTEIN televize
Το άρθρο αυτό γράφτηκε από τον Albert Einstein για την Ιδρυση του αμερικανικού περιοδικού Monthly Review και δημοσιεύτηκε στο πρώτο τεύχος του (Μάιος 1949).




Είναι ορθό για κάποιον που δεν είναι ειδικός σε οικονομικά και κοινωνικά θέματα να εκφράζει τις απόψεις του για το σοσιαλισμό; Πιστεύω για μια σειρά από λόγους πως είναι.

Ας εξετάσουμε κατά πρώτον το ερώτημα από την άποψη της επιστημονικής γνώσης. 

Μπορεί να φαίνεται ότι δεν υπάρχουν ουσιαστικές μεθοδολογικές διαφορές ανάμεσα στην αστρονομία και τα οικονομικά: 
οι επιστήμονες και στους δύο τομείς προσπαθούν να ανακαλύψουν νόμους γενικής αποδοχής για καθορισμένες ομάδες φαινομένων, για να κάνουν τη διασύνδεση των φαινομένων αυτών όσο γίνεται πιο κατανοητή. 
Αλλά στην πραγματικότητα τέτοιες μεθοδολογικές διαφορές υπάρχουν. 
Η ανακάλυψη γενικών νόμων στον τομέα των οικονομικών γίνεται δυσκολότερη, γιατί τα υπό παρατήρηση οικονομικά φαινόμενα επηρεάζονται συχνά από πολλούς παράγοντες, οι οποίοι είναι πολύ δύσκολο να εκτιμηθούν ξεχωριστά.
Επιπλέον, η πείρα που έχει συσσωρευτεί από την αρχή της λεγάμενης πολιτισμένης περιόδου της ανθρώπινης ιστορίας έχει -όπως είναι γνωστό- σε μεγάλο βαθμό επηρεαστεί και περιοριστεί από αιτίες όχι μόνο οικονομικού χαρακτήρα. 

Για παράδειγμα, οι περισσότερες μεγάλες δυνάμεις στην ιστορία όφειλαν την ύπαρξή τους στις κατακτήσεις. 
Οι κατακτητές λαοί εδραιώνονταν νομικά και οικονομικά ως η προνομιούχα τάξη στην κατακτημένη χώρα. 
Υφάρπαζαν για τους εαυτούς τους το μονοπώλιο της ιδιοκτησίας της γης και όριζαν τον κλήρο από τις τάξεις τους. 
Οι ιερείς, με το να ελέγχουν την παιδεία, έκαναν την ταξική διαίρεση της κοινωνίας μόνιμο θεσμό και δημιούργησαν ένα σύστημα αξιών από το οποίο οι άνθρωποι έκτοτε καθοδηγούνταν, σε μεγάλο βαθμό ασυνείδητα, στην κοινωνική τους συμπεριφορά. 


Αλλά η ιστορική παράδοση ανήκει, ούτως ειπείν, στο χθες. 
Πουθενά δεν έχει πραγματικά ξεπεραστεί εκείνο που ο Thorstein Veblen αποκαλούσε «πρωτόγονη, ληστρική φάση» της ανθρώπινης ανάπτυξης. 
Τα οικονομικά γεγονότα που παρατηρούμε ανήκουν σε αυτή τη φάση και ακόμα και οι νόμοι που μπορούμε να εξάγουμε από αυτά δεν είναι εφαρμόσιμοι σε άλλες φάσεις. 
Δεδομένου ότι ο πραγματικός σκοπός του σοσιαλισμού είναι ακριβώς να ξεπεράσει και να προχωρήσει μπροστά, πέρα από τη ληστρική φάση της ανθρώπινης ανάπτυξης, 
η οικονομική επιστήμη στη σημερινή της κατάσταση μπορεί να ρίξει πολύ λίγο φως στη σοσιαλιστική κοινωνία του μέλλοντος. 

Δεύτερον, ο σοσιαλισμός είναι προσανατολισμένος σε ένα κοινωνικο-ηθικό σκοπό. 

Η επιστήμη, ωστόσο, δεν μπορεί να δημιουργήσει σκοπούς και, ακόμα λιγότερο, να τους εμφυσήσει στους ανθρώπους. 
Το μέγιστο που η επιστήμη μπορεί να προσφέρει είναι τα μέσα για την επίτευξη ορισμένων σκοπών. 

Αλλά οι σκοποί αυτοί καθαυτούς επινοούνται από προσωπικότητες με υψηλά ηθικά ιδανικά και 
-αν οι σκοποί αυτοί δεν είναι θνησιγενείς, αλλά βιώσιμοι και υγιείς- 
υιοθετούνται και προωθούνται από πολλούς ανθρώπους που, εν μέρει ασυνείδητα, καθορίζουν την αργή εξέλιξη της κοινωνίας. 

Για τους λόγους αυτούς, θα πρέπει να έχουμε στο νου μας να μην υπερεκτιμάμε την επιστήμη και τις επιστημονικές μεθόδους όταν η υπόθεση αφορά ανθρώπινα προβλήματα.
Και δεν θα πρέπει να θεωρούμε ως δεδομένο ότι μόνο οι ειδικοί έχουν δικαίωμα να εκφράζουν τη γνώμη τους για ζητήματα που επηρεάζουν την οργάνωση της κοινωνίας.


Αμέτρητες φωνές, εδώ και καιρό, διακηρύσσουν ότι η ανθρώπινη κοινωνία περνάει κρίση, ότι η σταθερότητά της έχει κλονιστεί σοβαρά.
Χαρακτηριστικό αυτής της κατάστασης είναι ότι τα άτομα νιώθουν αδιάφορα ή ακόμα και εχθρικά προς τις ομάδες, μικρές ή μεγάλες, στις οποίες ανήκουν.



Για να διευκρινίσω τι εννοώ, επιτρέψτε μου να επικαλεστώ μια προσωπική εμπειρία. 
Πρόσφατα συζητούσα με έναν έξυπνο και ευνοϊκά διατεθειμένο άνθρωπο για την απειλή ενός ακόμα πολέμου, ο οποίος κατά τη γνώμη μου θα αποτελούσε σοβαρό κίνδυνο για την ίδια την ύπαρξη της ανθρωπότητας, και σχολίασα πως μόνο ένας υπερεθνικός οργανισμός θα μπορούσε να προσφέρει προστασία από έναν τέτοιο κίνδυνο. 
Ο επισκέπτης μου, πολύ ήρεμα και ψυχρά, μου είπε: «Γιατί είσαι τόσο βαθιά αντίθετος στην εξαφάνιση της ανθρώπινης φυλής;».

Είμαι βέβαιος ότι μόλις έναν αιώνα πριν κανείς δεν θα έκανε μια τέτοια δήλωση με τόση ευκολία.

Πρόκειται για τη δήλωση ενός ανθρώπου που μάταια προσπαθούσε να βρει μια ισορροπία μέσα του και έχασε λίγο πολύ την ελπίδα για να το πετύχει.

Είναι η έκφραση μιας οδυνηρής μοναξιάς και απομόνωσης από την οποία τόσο πολλοί άνθρωποι υποφέρουν στις μέρες μας.


Ποια είναι όμως η αιτία; Υπάρχει διέξοδος;

Είναι εύκολο να εγείρεις τέτοια ερωτήματα, αλλά δύσκολο να τα απαντήσεις με κάποιο βαθμό βεβαιότητας.

Πρέπει να προσπαθήσω, ωστόσο, όσο καλύτερα μπορώ, αν και έχω μεγάλη επίγνωση ότι τα συναισθήματά μας και οι στόχοι για τους οποίους παλεύουμε είναι συχνά αντιφατικοί και δυσνόητοι και ότι δεν μπορούν να εκφραστούν με εύκολες και απλές διατυπώσεις.

Ο άνθρωπος είναι, ταυτόχρονα, ον μοναχικό και κοινωνικό. 

Ως μοναχικό ον, προσπαθεί να προστατέψει την ύπαρξή του και την ύπαρξη των οικείων του, να ικανοποιήσει τις προσωπικές του επιθυμίες και να καλλιεργήσει τις έμφυτες ικανότητές του. 

Ως κοινωνικό ον, επιδιώκει να κερδίσει την αναγνώριση και την αγάπη των συνανθρώπων του, να μοιραστεί τις χαρές τους, να τους παρηγορήσει στις στενοχώριες τους και να βελτιώσει τις συνθήκες ζωής τους. 

Μόνο η ύπαρξη αυτών των διάφορων, συχνά αλληλοσυγκρουόμενων, επιδιώξεων εξηγεί τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του ανθρώπου, και οι συγκεκριμένοι συνδυασμοί τους καθορίζουν το βαθμό που το άτομο μπορεί να πετύχει μια εσωτερική ισορροπία και να συμβάλλει στην ευημερία της κοινωνίας.

Είναι πολύ πιθανό η σχετική δύναμη αυτών των δύο επιδιώξεων να είναι βασικά προσδιορισμένη από την κληρονομικότητα.

Αλλά η προσωπικότητα που τελικά προκύπτει έχει σε μεγάλο βαθμό διαμορφωθεί από το περιβάλλον στο οποίο ο άνθρωπος τυχαίνει να βρίσκεται κατά την ανάπτυξή του, από τη διάρθρωση της κοινωνίας στην οποία μεγαλώνει, από την παράδοση της κοινωνίας αυτής και από το πώς αυτή αξιολογεί συγκεκριμένους τύπους συμπεριφοράς.

Η αφηρημένη έννοια «κοινωνία» σημαίνει για το ξεχωριστό ανθρώπινο ον το σύνολο των άμεσων και έμμεσων σχέσεών του με τους συγχρόνους του και με όλους τους ανθρώπους των προηγούμενων γενεών.

Το άτομο είναι ικανό να σκέφτεται, να νιώθει, να αγωνίζεται και να δουλεύει μόνο του.
Όμως εξαρτάται τόσο πολύ από την κοινωνία -στη φυσική, διανοητική και συναισθηματική ύπαρξή του- που είναι αδύνατο να το σκεφτούμε ή να το κατανοήσουμε εκτός του πλαισίου της κοινωνίας.
Είναι η «κοινωνία» που παρέχει στον άνθρωπο τροφή, ενδυμασία, κατοικία, εργαλεία εργασίας, γλώσσα, μορφές σκέψης και το βασικό περιεχόμενο των σκέψεων.
Η ζωή του είναι δυνατή χάρη στην εργασία και στα επιτεύγματα των πολλών εκατομμυρίων ανθρώπων στο παρελθόν και στο παρόν, που όλοι κρύβονται πίσω από τη μικρή λέξη «κοινωνία».

Είναι προφανές, συνεπώς, ότι η εξάρτηση του ατόμου από την κοινωνία είναι ένα φυσικό γεγονός που δεν μπορεί να καταργηθεί – όπως ακριβώς στην περίπτωση των μυρμηγκιών και των μελισσών.

Ωστόσο, ενώ ολόκληρη η πορεία ζωής των μυρμηγκιών και μελισσών καθορίζεται μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια με αυστηρά, κληρονομικά ένστικτα, τα κοινωνικά πρότυπα και οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων είναι ευμετάβλητα και επιρρεπή στις αλλαγές.

Η μνήμη, η ικανότητα να κάνει νέους συνδυασμούς, το δώρο της προφορικής επικοινωνίας έχουν καταστήσει δυνατές εξελίξεις μεταξύ των ανθρώπων που δεν υπαγορεύονται από βιολογικές αναγκαιότητες.
Τέτοιες εξελίξεις εκδηλώνονται στις παραδόσεις, τους θεσμούς και τους οργανισμούς. Επίσης στη λογοτεχνία, σε επιστημονικά και τεχνολογικά επιτεύγματα, σε έργα τέχνης.
Αυτό εξηγεί πώς συμβαίνει, υπό μία συγκεκριμένη έννοια, ο άνθρωπος να μπορεί να επηρεάζει τη ζωή του μέσα από τη δική του συμπεριφορά, και πώς σ’ αυτή τη διαδικασία η συνειδητή σκέψη και θέληση μπορεί να παίξει ρόλο.
Ο άνθρωπος αποκτά κατά τη γέννησή του, χάρη στην κληρονομικότητα, μια βιολογική σύσταση που πρέπει να τη θεωρούμε καθορισμένη και αμετάβλητη, και η οποία περιλαμβάνει τις φυσικές παρορμήσεις που είναι χαρακτηριστικές για το ανθρώπινο είδος.

Επιπλέον, στη διάρκεια της ζωής του,
αποκτά πολιτιστική συγκρότηση την οποία υιοθετεί από την κοινωνία μέσω της επικοινωνίας και μέσα από πολλά άλλα είδη επιρροών.
Είναι αυτή η πολιτιστική συγκρότηση που, με το πέρασμα του χρόνου, υπόκειται σε αλλαγή και που καθορίζει σε πολύ μεγάλο βαθμό τη σχέση μεταξύ του ατόμου και της κοινωνίας.

Η σύγχρονη ανθρωπολογία μάς έχει διδάξει, μέσα από σχετική έρευνα των επονομαζόμενων πρωτόγονων πολιτισμών,
 ότι η κοινωνική συμπεριφορά των ανθρώπινων όντων μπορεί να διαφέρει πολύ, ανάλογα με τα επικρατούντα πολιτιστικά πρότυπα και τους τύπους οργάνωσης που κυριαρχούν στην κοινωνία. 
Σε αυτό ακριβώς βασίζουν τις ελπίδες τους όσοι αγωνίζονται να καλυτερέψουν την τύχη του ανθρώπου: 

οι άνθρωποι δεν είναι καταδικασμένοι, λόγω της βιολογικής κατασκευής τους, να αλληλοεξοντώνονται ή να παραδίδονται στο έλεος μιας σκληρής και αναπόφευκτης μοίρας.

Όταν αναρωτιόμαστε πώς η διάρθρωση της κοινωνίας και η πολιτιστική στάση του ανθρώπου πρέπει να αλλάξουν για να γίνει η ανθρώπινη ζωή όσο πιο ικανοποιητική γίνεται,
θα πρέπει συνεχώς να έχουμε επίγνωση του γεγονότος ότι υπάρχουν ορισμένες συνθήκες τις οποίες δεν μπορούμε να αλλάξουμε.
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η βιολογική φύση του ανθρώπου, για πρακτικούς λόγους, δεν υπόκειται σε αλλαγή.
Επιπροσθέτως, τεχνολογικές και δημογραφικές εξελίξεις των τελευταίων λίγων αιώνων έχουν δημιουργήσει συνθήκες που είναι αμετάβλητες.

Στις περιοχές με σχετικά πυκνό πληθυσμό, η παραγωγή των αναγκαίων για τη ζωή αγαθών προϋποθέτει αναγκαστικά τον καταμερισμό της εργασίας και μια μεγάλη συγκέντρωση παραγωγικού μηχανισμού.

Η εποχή που τα άτομα ή σχετικά μικρές ομάδες μπορούσαν να είναι πλήρως αυτάρκη
-η οποία, κοιτώντας στα περασμένα, φαίνεται τόσο ειδυλλιακή-
έχει παρέλθει για πάντα.
Είναι απλώς μια μικρή υπερβολή να πούμε ότι η ανθρωπότητα αποτελεί ήδη μια παγκόσμια κοινότητα παραγωγής και κατανάλωσης.

Τώρα έφτασα στο σημείο όπου μπορώ να προσδιορίσω με συντομία τι συνιστά για μένα την ουσία της σημερινής κρίσης.
Πρόκειται για τη σχέση του ατόμου με την κοινωνία.
Το άτομο έχει συνειδητοποιήσει περισσότερο από ποτέ την εξάρτησή του από την κοινωνία.


Όμως δεν βιώνει αυτή την εξάρτηση ως θετικό στοιχείο, ως οργανικό δεσμό, ως προστατευτική δύναμη, αλλά, μάλλον, ως απειλή στα φυσικά του δικαιώματα, ή ακόμα και στην οικονομική του ύπαρξη.
Επιπλέον, η θέση του στην κοινωνία είναι τέτοια που οι εγωιστικές του επιδιώξεις επιτείνονται συνεχώς, ενώ οι κοινωνικές του επιδιώξεις, που από τη φύση τους είναι πιο ασθενείς, σταδιακά υποβαθμίζονται.
Όλοι οι άνθρωποι, ανεξάρτητα από τη θέση τους στην κοινωνία, υποφέρουν από αυτή τη διαδικασία χειροτέρευσης.
Αιχμάλωτοι εν αγνοία τους του ίδιου τους του εγωισμού, νιώθουν ανασφαλείς, μοναχοί και στερημένοι από την αφελή, απλή και ανεπιτήδευτη απόλαυση της ζωής.
Ο άνθρωπος μπορεί να βρει νόημα στη ζωή, που είναι τόσο σύντομη και επικίνδυνη, μόνο αφιερώνοντας τον εαυτό του στην κοινωνία.

Η οικονομική αναρχία της καπιταλιστικής κοινωνίας όπως υπάρχει σήμερα είναι, κατά τη γνώμη μου, η πραγματική πηγή του κακού.

Βλέπουμε μπροστά μας μια τεράστια κοινότητα παραγωγών, τα μέλη της οποίας παλεύουν ακατάπαυστα να αποστερήσουν ο ένας από τον άλλο τους καρπούς της συλλογικής εργασίας τους – όχι με τη βία, αλλά γενικά με πιστή υποταγή στους νομικά καθιερωμένους κανόνες.

Από την άποψη αυτή, είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσει κανείς ότι τα μέσα παραγωγής -δηλαδή ολόκληρη η παραγωγική ικανότητα που απαιτείται για να παραχθούν καταναλωτικά αγαθά, καθώς και πρόσθετα κεφαλαιουχικά αγαθά- μπορούν νομικά να αποτελέσουν, και κατά το μεγαλύτερο μέρος αποτελούν, ατομική ιδιοκτησία μεμονωμένων ατόμων.

Χάριν απλοποίησης, στη συζήτηση που ακολουθεί θα αποκαλώ «εργάτες» όλους εκείνους που δεν συμμετέχουν στην ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής – αν και αυτό δεν αντιστοιχεί απόλυτα στη συνηθισμένη χρήση του όρου. 

Ο ιδιοκτήτης των μέσων παραγωγής είναι σε θέση να αγοράζει την εργατική δύναμη του εργάτη. Χρησιμοποιώντας τα μέσα παραγωγής, ο εργάτης παράγει νέα αγαθά τα οποία γίνονται ιδιοκτησία του καπιταλιστή.

Το ουσιώδες σημείο σ’ αυτή τη διαδικασία είναι η σχέση ανάμεσα σ’ αυτό που ο εργάτης παράγει και σ’ αυτό που πληρώνεται, και τα δύο μετρημένα σε όρους πραγματικής αξίας.

Στο βαθμό που η σύμβαση εργασίας είναι «ελεύθερη», αυτό που ο εργάτης λαμβάνει δεν καθορίζεται από την πραγματική αξία των αγαθών που παράγει,
αλλά από τις ελάχιστες ανάγκες του και από τις απαιτήσεις του καπιταλιστή σε εργατική δύναμη,

σε σχέση με τον αριθμό των εργατών που συναγωνίζονται για τις θέσεις εργασίας.

Είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι, ακόμη και στη θεωρία, η αμοιβή του εργάτη δεν καθορίζεται από την αξία του προϊόντος που παράγει.

Το ιδιωτικό κεφάλαιο τείνει να συγκεντρωθεί σε λίγα χέρια,
 εν μέρει λόγω του ανταγωνισμού μεταξύ των καπιταλιστών,
και εν μέρει γιατί η τεχνολογική ανάπτυξη και ο αυξανόμενος καταμερισμός εργασίας ενθαρρύνουν το σχηματισμό μεγαλύτερων παραγωγικών μονάδων σε βάρος μικρότερων.
Το αποτέλεσμα αυτών των εξελίξεων είναι μια ολιγαρχία ιδιωτικού κεφαλαίου,
η τεράστια εξουσία του οποίου δεν μπορεί να ελέγχεται αποτελεσματικά ακόμη και σε μια δημοκρατικά οργανωμένη κοινωνία.

Αυτό συμβαίνει επειδή τα μέλη των νομοθετικών οργάνων επιλέγονται από τα πολιτικά κόμματα, τα οποία σε μεγάλο βαθμό χρηματοδοτούνται ή επηρεάζονται αλλιώς από ιδιώτες καπιταλιστές, που, για πρακτικούς σκοπούς, διαχωρίζουν το εκλογικό σώμα από τους νομοθέτες.
Το αποτέλεσμα είναι ότι οι αντιπρόσωποι του λαού στην πραγματικότητα δεν προασπίζονται αποτελεσματικά τα συμφέροντα των μη προνομιούχων τμημάτων του πληθυσμού.
Επιπλέον, στις υπάρχουσες συνθήκες, οι ιδιώτες καπιταλιστές ελέγχουν αναπόφευκτα, άμεσα ή έμμεσα, τις κύριες πηγές πληροφόρησης (τύπος, ραδιόφωνο, παιδεία).


Έτσι είναι υπερβολικά δύσκολο, και μάλιστα στις περισσότερες περιπτώσεις εντελώς αδύνατο, για τον απλό πολίτη να καταλήξει σε αντικειμενικά συμπεράσματα και να ασκεί έξυπνα τα πολιτικά του δικαιώματα.


Η κατάσταση που επικρατεί σε μια οικονομία που βασίζεται στην ατομική ιδιοκτησία του κεφαλαίου χαρακτηρίζεται επομένως από δύο κύριες αρχές:
πρώτον, τα μέσα παραγωγής (κεφάλαιο) αποτελούν ατομική ιδιοκτησία και οι ιδιοκτήτες τα διαχειρίζονται κατά την κρίση τους, δεύτερον, η σύμβαση εργασίας είναι ελεύθερη.
 Φυσικά, κατά την έννοια αυτή, δεν υπάρχει καθαρή καπιταλιστική κοινωνία.
Ειδικά, θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι εργάτες, μέσα από μακροχρόνιους και δριμείς πολιτικούς αγώνες, πέτυχαν να διασφαλίσουν μία κάπως βελτιωμένη μορφή «ελεύθερης σύμβασης εργασίας» για ορισμένες κατηγορίες εργατών.


Αλλά, στο σύνολό της, η σημερινή οικονομία δεν διαφέρει πολύ από τον «καθαρό» καπιταλισμό.
Η παραγωγή πραγματοποιείται για το κέρδος, και όχι για τη χρήση.


Δεν υπάρχει πρόνοια ότι όλοι αυτοί που μπορούν και θέλουν να εργαστούν θα είναι πάντα σε θέση να βρουν εργασία.


Μια «στρατιά ανέργων» υπάρχει σχεδόν πάντα.

Ο εργάτης βρίσκεται σε συνεχή φόβο να μη χάσει τη δουλειά του. Αφού οι άνεργοι και οι χαμηλόμισθοι εργάτες δεν εξασφαλίζουν μια κερδοφόρα αγορά, η παραγωγή καταναλωτικών αγαθών είναι περιορισμένη, και το αποτέλεσμα είναι μεγάλες οικονομικές δυσκολίες.

Η τεχνολογική πρόοδος συχνά οδηγεί σε περισσότερη ανεργία παρά στην ανακούφιση όλων των εργαζομένων από τα βάρη της εργασίας.

Το κίνητρο του κέρδους, σε συνδυασμό με τον ανταγωνισμό μεταξύ των καπιταλιστών, είναι υπεύθυνο για την αστάθεια στη συσσώρευση και στο βαθμό χρησιμοποίησης του κεφαλαίου, πράγμα που οδηγεί σε όλο και πιο σοβαρές υφέσεις.

Ο απεριόριστος ανταγωνισμός οδηγεί σε μια τεράστια σπατάλη εργασίας, και σ’ αυτό το σακάτεμα της κοινωνικής συνείδησης των ατόμων, που ανέφερα πιο πάνω.


Θεωρώ το σακάτεμα των ατόμων το χειρότερο κακό του καπιταλισμού. Ολόκληρο το σύστημα της παιδείας μας υποφέρει από αυτό το κακό.


Μια υπέρμετρα ανταγωνιστική συμπεριφορά καλλιεργείται στους σπουδαστές, που μαθαίνουν να λατρεύουν την επιτυχία σε όρους κατέχειν, ως προετοιμασία για τη μελλοντική τους καριέρα.



Είμαι πεπεισμένος ότι υπάρχει μόνο ένας δρόμος για να εξαλειφθεί όλο αυτό το κακό, και αυτός είναι η ίδρυση μιας σοσιαλιστικής οικονομίας,
συνοδευόμενη από ένα σύστημα παιδείας που θα είναι προσανατολισμένο σε κοινωνικούς σκοπούς.


Σε μια τέτοια οικονομία, τα μέσα παραγωγής ανήκουν στην ίδια την κοινωνία και αξιοποιούνται με σχεδιασμένο τρόπο.

Μια σχεδιασμένη οικονομία, που προσαρμόζει την παραγωγή στις ανάγκες της κοινωνίας, θα κατένειμε την εργασία που θα έπρεπε να καταβληθεί μεταξύ των ικανών να δουλέψουν και θα μπορούσε να εγγυηθεί τα προς το ζην σε κάθε άντρα, γυναίκα και παιδί.

Η παιδεία του κάθε ατόμου, μαζί με την προώθηση των δικών του έμφυτων ικανοτήτων, θα επιχειρούσε να αναπτύξει στο άτομο μια αίσθηση ευθύνης για τους άλλους ανθρώπους, αντί για την εξύμνηση της εξουσίας και της επιτυχίας όπως γίνεται στη σημερινή μας κοινωνία.

Ωστόσο, είναι αναγκαίο να θυμόμαστε ότι μια σχεδιασμένη οικονομία δεν σημαίνει από μόνη της σοσιαλισμό.

Μια σχεδιασμένη οικονομία αυτή καθαυτήν μπορεί να συνοδεύεται από την πλήρη υποδούλωση του ατόμου.

Η επίτευξη του σοσιαλισμού απαιτεί την επίλυση κάποιων εξαιρετικά δύσκολων κοινωνικοπολιτικών προβλημάτων: 

Πώς είναι δυνατό, λαμβάνοντας υπόψη τη μεγάλη συγκέντρωση της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας, να αποτρέψει κανείς τη γραφειοκρατία από το να γίνει παντοδύναμη και υπερφίαλη;

Πώς μπορούν να προστατευτούν τα δικαιώματα του ατόμου και ταυτόχρονα να διασφαλιστεί ένα δημοκρατικό αντίβαρο στην εξουσία της γραφειοκρατίας;

Η σαφήνεια σχετικά με τους σκοπούς και τα προβλήματα του σοσιαλισμού είναι μεγίστης σημασίας στη μεταβατική μας εποχή.
Αφού, κάτω από τις παρούσες συνθήκες, η ελεύθερη και ανεμπόδιστη συζήτηση των προβλημάτων αυτών θεωρείται ένα μεγάλο ταμπού, πιστεύω ότι η ίδρυση αυτού του περιοδικού θα είναι μια σημαντική κοινωνική υπηρεσία.

Πηγή: agkarra

Τι Δεν λένε οι τυφλοπόντικες της Ιστορίας

Σύμφωνο Μολότοφ – Ρίμπεντροπ: Κύλησαν οι γλίτσες και βρήκανε τους Γκαίμπελς



Παρατήρηση 1η: Ο φασισμός γεννιέται μέσα στους υπονόμους του συστήματος της καπιταλιστικής αγριότητας, της εκμετάλλευσης, της σήψης, της διαφθοράς. Ειδικά, δε, σε συνθήκες κρίσης αυτού του συστήματος, του καπιταλιστικού συστήματος, ο φασισμός γιγαντώνεται και αξιοποιείται από τις κυρίαρχες οικονομικές ελίτ ώστε να διατηρήσουν την κυριαρχία τους με μοχλό τον αυταρχισμό και την τρομοκρατία.
    Παρατήρηση 2η: Ανάλογα με το μέγεθος της κρίσης ορίζονται και οι ανάγκες της οικονομικής ολιγαρχίας. Για να τσακίσει τις αντιστάσεις ή για να ξεστρατίσει την οργή που προκαλεί η πολιτική της, με την οποία μετακυλύει τα βάρη της κρίσης στο λαό, ο φασισμός αξιοποιείται είτε ως επικουρικός παρακρατικός μηχανισμός της εξουσίας της, είτε ακόμα και ως επίσημη μορφή πολιτικής διαχείρισης των υποθέσεών της.
  • Αυτό συνέβη το 1919 στην Ιταλία όταν ο μεγιστάνας Ανιέλι έπαιρνε από το χεράκι τον Μουσολίνι και τον παρουσίαζε στους βιομηχάνους, στην έδρα του Συνδέσμου Βιομηχάνων της Ιταλίας, ως τον πιστότερο υπηρέτη της τάξης τους.
  • Αυτό συνέβη όταν συγκροτούνταν τάγματα εφόδου χρηματοδοτούμενα από εργοστασιάρχες και  χτυπούσαν εργάτες και απεργίες, όπως γινόταν το 1920 στην Ιταλία από τους μελανοχίτωνες.
  • Αυτό συνέβη όταν ο βασιλιάς Βιτόριο Εμμανουέλε έπαιρνε  υπό την αγκάλη του τον «Ντούτσε» και τον διόριζε πρωθυπουργό το 1922.
  • Αυτό συνέβη στη Γερμανία με τον Χίτλερ να κάνει πραξικόπημα το 1923 και δέκα χρόνια αργότερα οι τραπεζίτες και οι βιομήχανοι να τον διορίζουν καγκελάριο.
    Παρατήρηση 3η: Ο φασισμός είναι – μεταξύ άλλων – η μορφή πολιτικής διαχείρισης των υποθέσεων της ολιγαρχίας που, πίσω από το «φιλολαϊκό» προσωπείο που χρησιμοποιεί για να αποκτήσει κοινωνική βάση, εκείνο που πραγματικά εγγυάται μέσα από την θηριωδία και την κτηνωδία των μεθόδων της είναι ότι τίθεται «το  κράτος στην υπηρεσία του ιδιωτικού κεφαλαίου», όπως ακριβώς το υποσχέθηκε ο Χίτλερ στη Λέσχη των Γερμανών Βιομηχάνων του Ντίσελντορφ το 1933.
    Φυσικά όταν απειλείται η εξουσία της άρχουσας τάξης ή σε συνθήκες πολιτικής αστάθειας αυτής της εξουσίας, οι ελίτ δεν αναμένουν πότε ο φασισμός θα αποκτήσει κοινωνικό έρεισμα για να τον αξιοποιήσουν. Τον επιβάλλουν «από τα πάνω» με φωτιά και σίδερο: Αυτό συνέβη το 1973 στη Χιλή, το 1936 στην Ισπανία, το 1936 και το 1967 στην Ελλάδα.
    Παρατήρηση 4ηΗ ΕΕ που … απεχθάνεται τους «ολοκληρωτισμούς», που οι πολυεθνικές της είναι βουτηγμένες στο αίμα των λαών από την εποχή της αγαστής συνεργασίας τους με το ναζιστικό καθεστώς των Νταχάου και των Αουσβιτς (http://www.enikos.gr/mpogiopoulos/180010,Kati-leipei-apo-to-kadro.html), είναι αυτή που
    α) μόνο από το 2014 και μετά έχει χρηματοδοτήσει με 2 εκ. ευρώ φασίστες και νεοναζί σε όλη την Ευρώπη (http://expo.se/2016/over-two-million-euros-in-eu-subsidies-granted-to-fascists_7074.html),
    β) έχει στηρίξει και στηρίζει τους νεοναζί της Ουκρανίας με τους οποίους έχει προωθήσει και συμφωνία σύνδεσης,
    γ) παρακολουθεί τις κυβερνήσεις κρατών – μελών της (πχ Βαλτικές χώρες) να ηρωοποιούν τους ναζί και τους δοσίλογους συνεργάτες τους της περιόδου της Κατοχής,
    δ) έχει στρώσει το έδαφος για την ενίσχυση της ακροδεξιάς από την Λεπέν στη Γαλλία μέχρι τους Ουρμπάν στην Ουγγαρία κι από Αυστρία μέχρι Ολλανδία, Σουηδία και Γερμανία.  
    Παρατήρηση 5η: Μετά το αντικομμουνιστικό Μνημόνιο της ΕΕ στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, ήρθε το 2008 το αντικομμουνιστικό ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου, όπου – χωρίς περιστροφές – ομολογείτο ο βαθύτερος λόγος της αντικομμουνιστικής υστερίας των «κεφαλών» της ΕΕ:
    Ο κομμουνισμός, λέει η ΕΕ,  είναι «έγκλημα». Και τα «εγκλήματά του», εξηγούσε το Μνημόνιο στο εισηγητικό του μέρος, είναι απότοκο «της θεωρίας της πάλης των τάξεων»!
    Η πάλη των τάξεων, λοιπόν… Αυτή είναι που πρέπει να «καταργηθεί». Που «δεν κολλάει» με την εποχή της «συναίνεσης», του «διαλόγου», της «κοινωνικής ειρήνης», του «δεν υπάρχει εναλλακτική» και της «συναδέλφωσης» μεταξύ κεφαλαιοκρατών και εργατών, με τους δεύτερους, τους εργάτες, να πληρώνουν, και όταν υπάρχει ανάκαμψη, και όταν υπάρχει κρίση.
    Αφού, όμως, η πάλη των τάξεων δε γίνεται να «καταργηθεί» μέσω διαταγμάτων, θα πρέπει να συκοφαντηθεί, να ελεεινολογηθεί, να προβοκαριστεί, να στιγματιστεί και όπου είναι δυνατόν να ποινικοποιηθεί η δράση των κομμουνιστών. Εκείνων, δηλαδή,        
    α) που δεν υποκλίνονται στο αμετάκλητο της αστικής κοινωνίας, καθώς «η ιστορία όλων των κοινωνιών που υπήρξαν μέχρι σήμερα είναι η ιστορία των ταξικών αγώνων», που πρωτοστατούν στην «οργάνωση των προλετάριων σε τάξη και συνακόλουθα σε πολιτικό κόμμα»,
    β) που διακηρύσσουν ότι σκοπός τους είναι «η ανατροπή της αστικής κυριαρχίας, η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από το προλεταριάτο», με στόχο την κατάργηση όλων των τάξεων και τη μετάβαση σε μια μη εκμεταλλευτική, αταξική κοινωνία, όπου«στη θέση της παλιάς αστικής κοινωνίας, με τις τάξεις και τις ταξικές της αντιθέσεις, θα έχουμε μια ένωση, μέσα στην οποία η ελεύθερη ανάπτυξη του καθενός θα είναι η προϋπόθεση για την ελεύθερη ανάπτυξη όλων» («Κομμουνιστικό Μανιφέστο»).
    Παρατήρηση 6η: Είναι προφανές ότι αυτή η προοπτική, της απελευθέρωσης του ανθρώπου από τα δεσμά της εκμετάλλευσης, δεν …συμφέρει όσους κατέχουν τις αλυσίδες της εκμετάλλευσης. Κι αφού δεν μπορούν να αντιπαρατεθούν σε επίπεδο ιδεών με τους κομμουνιστές, κατασκευάζουν την «ιστορία» στα μέτρα τους, έτσι ώστε να φαίνεται πως πίσω από τις κομμουνιστικές ιδέες υπάρχει κάτι το «εγκληματογόνο» και η απόδειξη περί τούτου είναι οι «εγκληματικές» πράξεις του κομμουνιστικού «ολοκληρωτισμού» που είναι συνώνυμος του… ναζισμού.
    Παρατήρηση 7η: Κάθε συκοφαντία που διεκδικεί να παρουσιάζεται αληθοφανής έχει ανάγκη την παραχάραξη. Έτσι φτάσαμε στο ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου, όπου στο πλαίσιο αυτού του (αντι)ιστορικού «κόψε – ράψε», αποφασίστηκε «να καθιερωθεί η 23η Αυγούστου ως Ευρωπαϊκή Ημέρα Μνήμης» κατά του κομμουνισμού και του ναζισμού. Γιατί, όμως, η 23η Αυγούστου; Επειδή αυτήν την ημερομηνία, στις 23 Αυγούστου 1939, υπογράφτηκε το «σύμφωνο Μολότοφ – Ρίμπεντροπ». Να, επομένως, τα «ντοκουμέντα» της «σύμπλευσης» κομμουνισμού – ναζισμού. Μέχρι και σύμφωνο μη επίθεσης υπέγραψαν!
   ***
    Ας έρθουμε τώρα στο θέμα μας:
    Την Τρίτη που μας πέρασε το ημερολόγιο έδειχνε 23 Αυγούστου. Σημαδιακή ημερομηνία, όπως ήδη αναφέραμε, αφού η καλή μας Ευρωπαϊκή Ένωση αποφάσισε να την ανακηρύξει ως«Ευρωπαϊκή Ημέρα Μνήμης» κατά του κομμουνισμού και του ναζισμού.
    Αυτά – κομμουνισμός και ναζισμός – στην προπαγάνδα της πολιτισμένης Ευρώπης πάνε μαζί. Είναι… ταυτόσημα. Μπορούν να σας το βεβαιώσουν από την κυρία υπουργό Υγείας της Λιθουανίας (χώρα της ΕΕ στην οποία στήνονται μνημεία υπέρ των Ες – Ες) η οποία πέρσι τάχθηκε δημόσια υπέρ της ευθανασίας… των φτωχών μέχρι τους εγχώριους «Πρετεντέρηδες»
    Το «σύμφωνο Μολότοφ – Ρίμπεντροπ», λοιπόν. Εκεί, όπως λένε τα βαποράκια της ευρωενωσιακής γλίτσας, βρίσκονται τα «ντοκουμέντα» της «σύμπλευσης» κομμουνισμού – ναζισμού.
    Ως εκ τούτου, φέτος όπως κάθε χρόνο, η 23η Αυγούστου αποτέλεσε ένα τρόπον τινά προσκλητήριο για κάθε φασίστα, κρυφοφασίστα, μισοφασίστα, Μπαλτακοφασίστα να λέει το μακρύ του και το κοντό του από κοινού με εκείνους τους «δημοκράτες» που η πολιτική τους γεννάει και θρέφει τους φασίστες
    (σσ: Τώρα θα αναρωτηθείτε πως γίνεται στο αντικομμουνιστικό ντελίριο κάθε 23η Αυγούστου να συμμετέχουν και οι φασίστες. Εδώ, πια, η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά. Η βλακεία – πόσω μάλλον του φασίστα – είναι αθεράπευτη).   
    Συνεχίζουμε ξεκαθαρίζοντας ότι οι παρατηρήσεις που ακολουθούν δεν απευθύνονται στους κάθε λογής απογόνους του Γκαίμπελς καθώς με τους ενσυνείδητους παραχαράκτες της Ιστορίας δεν χωράει κανένας διάλογος.
    Οι βρωμερές ενέργειες, όμως, αποτελούν ενίοτε και ευκαιρία για να θυμηθούμε και να αξιολογήσουμε καταστάσεις και πράγματα:
    Πρώτον: Η παγκόσμια ιστοριογραφία – την οποία φυσικά δεν έγραψαν Σοβιετικοί ή κομμουνιστές – έχει αποφανθεί: Το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο μη επίθεσης (Μολότοφ – Ρίμπεντροπ) της 23 Αυγούστου 1939 αποτέλεσε κίνηση της ΕΣΣΔ που έσωσε την Ευρώπη από τη χιτλερική χολέρα και προέκυψε μόνο μετά την άρνηση Αγγλίας – Γαλλίας για την από κοινού με την ΕΣΣΔ αντιμετώπιση της Γερμανίας. Ήταν μια κίνηση που επέτρεψε στη Σοβιετική Ενωση (σε μια στιγμή που ήδη είχε δεχτεί στο Ανατολικό της μέτωπο την επίθεση των Ιαπώνων) να αναδιοργανώσει τον Κόκκινο Στρατό και την οικονομία της, ώστε να καταφέρει – όπως και έγινε – να συντρίψει την επερχόμενη χιτλερική επίθεση.
    Δεύτερον: Ήταν η συμφωνία του Μονάχου, ένα χρόνο πριν(30 Σεπτέμβρη 1938) μεταξύ των Χίτλερ, Μουσολίνι, Τσάμπερλεν και Νταλαντιέ, με την οποία Αγγλία και Γαλλία άνοιξαν το δρόμο για τη ναζιστική επιδρομή στην Ευρώπη. Εκεί ήταν που οι πρόγονοι των αντικομμουνιστών του «δημοκρατικού τόξου» προσέφεραν στρατηγικό πλεονέκτημα στον Χίτλερ, που, μέσω της κατάληψης της Τσεχοσλοβακίας δεν συνάντησε καμία άμυνα και κυρίως του προσέφεραν μια απομονωμένη ΕΣΣΔ έρμαιο – όπως ήλπιζαν – στις πολεμικές διαθέσεις του Γ’ Ράιχ.
    Τρίτον: Είναι ενδεικτικό πως όταν η ΕΣΣΔ τάχθηκε κατά της Συμφωνίας του Μονάχου και προσέφερε στρατιωτική βοήθεια στη Γαλλία και στην Αγγλία έναντι της Γερμανίας, Λονδίνο και Παρίσι απέρριψαν τη σοβιετική βοήθεια. Έτσι, το Σύμφωνο «Μολότοφ – Ρίμπεντροπ» (που υπεγράφη έναν ολόκληρο χρόνο μετά τη συμφωνία του Μονάχου) ήταν το μοναδικό μέσο άμυνας που είχε απομείνει στη Σοβιετική Ένωση δεδομένων των συνθηκών. Εξασφάλισε στη χώρα 21 πολύτιμους μήνες προετοιμασίας, που κατόπιν αποδείχτηκαν ανεκτίμητοι στην πολεμική της προεργασία ενόψει της αναπόφευκτης γερμανικής επίθεσης.
    Τέταρτον: Οι «ιστορικοί» και οι πολιτικοί του αντικομμουνισμού πολύ θα ήθελαν οι Σοβιετικοί να έμεναν άπραγοι. Να άφηναν ανοιχτά τα περάσματα στις χιτλερικές ορδές τόσο από την Πολωνία και Λευκορωσία όσο και από την Φινλανδία. Έτσι:
    α) Μιλούν (ποιοι; Οι ιμπεριαλιστές!)  για την «ιμπεριαλιστική επέμβαση της Σοβιετικής Ένωσης κατά της Φινλανδίας» το 1939, αλλά: «Ξεχνούν» την άρνηση των Φινλανδών να ενισχυθούν από την ΕΣΣΔ τα φινλανδικά σύνορα στον ισθμό της Καρελίας, τα οποία είναι σε μια απόσταση μόλις 32 χλμ. από το Λένινγκραντ, με την πόλη δηλαδή να βρίσκεται εντός του βεληνεκούς του ναζιστικού πυροβολικού. «Ξεχνούν» την πρόταση της ΕΣΣΔ για τη σύναψη μιας σοβιετο-φινλανδικής συνθήκης αμοιβαίας βοήθειας. «Ξεχνούν»  την σοβιετική πρόταση η Φινλανδία να μισθώσει στη Σοβιετική Ένωση το λιμένα Hanko και το έδαφος που γειτονεύει με αυτό, να επιτρέψει να έχει μια σοβιετική φρουρά εκεί για την προστασία της ναυτικής βάσης με αντάλλαγμα από την ΕΣΣΔ την εκχώρηση στην Φινλανδία μιας έκτασης  5.529 τετραγωνικών χιλιομέτρων, δηλαδή πάνω από 2 φορές μεγαλύτερη περιοχή. «Ξεχνούν» ότι η Φινλανδία υπήρχε ως κράτος από το 1918, μόνο επειδή αναγνώρισαν την ανεξαρτησία της οι Μπολσεβίκοι.  «Ξεχνούν» ότι η αντιδραστική κυβέρνηση της Φινλανδίας υποκινούμενη από τους ιμπεριαλιστές όχι μόνο απέρριψε το σοβιετικό σύμφωνο φιλίας αλλά επιδόθηκε και σε συνοριακές επιθέσεις ενάντια στην ΕΣΣΔ με συνέπεια το ξέσπασμα του σοβιετοφινλανδικού πολέμου (30 Νοέμβρη 1939).Και φυσικά «ξεχνούν» το ρόλο της Φινλανδίας με το μέρος των χιτλερικών στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
    β) Μιλούν για τον δήθεν «διαμελισμό» της Πολωνίας μεταξύ Γερμανίας και ΕΣΣΔ, αλλά: «Ξεχνούν» πως όταν στις 17 Σεπτέμβρη 1939 πέρασε τα σοβιετοπολωνικά σύνορα ο Κόκκινος Στρατός για μπει φραγμός στις ορδές του Χίτλερ, η Πολωνία είχε ήδη συντριβεί από τους ναζί, πως ήδη ο Χίτλερ από την 1η Σεπτέμβρη – χωρίς καμία έμπρακτη αντίδραση από Αγγλογάλλους –  είχε καταλάβει την Πολωνία και όπως δήλωσε ο Μολότοφ «η πολωνική κυβέρνηση έχει πάψει να δίνει οποιοδήποτε σημείο ζωής». «Ξεχνούν» ότι ο Κόκκινος Στρατός μπήκε στα εδάφη που η σοβιετική εξουσία είχε αναγκαστεί να παραδώσει με τη ληστρική συνθήκη του Μπρεστ Λιτόφσκ το 1918. «Ξεχνούν», φυσικά, ότι τα εδάφη στα οποία προωθήθηκε ο Κόκκινος Στρατός με στόχο την υπεράσπιση των σοβιετικών συνόρων ήταν εδάφη της Δυτικής Λευκορωσhttp://www.imerodromos.gr/molotof-ribedrop/ίας και της Δυτικής Ουκρανίας που είχαν ληστέψει οι αστοί και οι τσιφλικάδες της Πολωνίας το 1920 κατά τη διάρκεια της αντεπαναστατικής εκστρατείας της Αντάντ. Όπως «ξεχνούν», φυσικά, ότι οι βαλτικές χώρες με τα φασιστικά τους καθεστώτα ήταν έτοιμες να τεθούν – όπως και έκαναν – στην υπηρεσία του Χίτλερ ενάντια στη Σοβιετική Ένωση.
    γ) Όσοι κατηγορούν – σήμερα – την ΕΣΣΔ για το σύμφωνο μη επίθεσης με τη Γερμανία, είναι οι απόγονοι εκείνων που ήθελαν την καταστροφή της ΕΣΣΔ. Γι’ αυτό όταν με το σύμφωνο η ΕΣΣΔ απέτρεψε την άμεση εναντίον της επίθεση από τους ναζί, οι Αμερικανοί διαμαρτύρονταν ότι ο Χίτλερ «δεν κράτησε την υπόσχεσή του να είναι λιοντάρι προς ανατολάς και αρνάκι προς δυσμάς» («Νew York Herald Tribune», 7/10/1939) και ο Τσόρτσιλ κατηγορούσε τους ναζί ότι «πρόδωσαν το αντικομιντέρν σύμφωνο και τις αντιμπολσεβίκικες συμφωνίες» (Collier’s – ΗΠΑ 30/9/1939, http://www.902.gr/eidisi/apopseis-sholia/30279/symfono-molotof-rimpentrop-symfonoyn-stin-paraharaxi).
***
    Τι δεν λένε, λοιπόν, οι τυφλοπόντικες της Ιστορίας που αξιοποιούν προπαγανδιστικά το σύμφωνο εναντίον της ΕΣΣΔ και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος;
  • Ότι εκείνο το σύμφωνο «Μολότοφ – Ρίμπεντροπ» (μη επίθεσης και όχι «φιλίας», όπως του Μονάχου) υπογράφτηκε μόνον αφότου οι ΗΠΑ σφύριζαν υπέρ «ουδετερότητας» και επί μήνες η Αγγλία και η Γαλλία αρνούνταν να υπογράψουν με την ΕΣΣΔ συμφωνία κοινής δράσης εναντίον του ναζισμού.
  • Ότι όλο αυτό το διάστημα ο ένας ιμπεριαλιστικός άξονας, των αστικών κοινοβουλευτικών δημοκρατιών της Ευρώπης, επιδίωκε να στραφεί μια ώρα αρχύτερα ο άλλος ιμπεριαλιστικός άξονας, της Γερμανίας, κατά της Σοβιετικής Ένωσης.
  • Ότι μέσα σε αυτές τις συνθήκες η ΕΣΣΔ χρειαζόταν ικανό διάστημα να οργανωθεί μπροστά στην επικείμενη και αναπόφευκτη πολεμική επίθεση από τη Γερμανία.
  • Και ότι κάθε αντικειμενικός και αμερόληπτος ιστορικός έχει αναγνωρίσει ότι εκείνο το σύμφωνο αποδείχτηκε μια ευφυής κίνηση της ΕΣΣΔ, που της έδωσε το χρόνο να προετοιμαστεί για να αντιμετωπίσει και, τελικά, να συντρίψει το ναζισμό.
   Τι δεν λένε οι τυφλοπόντικες: Ότι υπάρχει μια άλλη ημερομηνία που θα μπορούσε να αποτελέσει πραγματική επέτειο καταδίκης του ναζισμού και όσων τροφοδοτούν, συναλλάσσονται και ανοίγουν το δρόμο στους ολοκληρωτισμούς. Είναι η 30ή του Σεπτέμβρη.
    Είναι η ημέρα (30 Σεπτέμβρη 1938 – ένα χρόνο πριν το σύμφωνο Μολότοφ – Ρίμπεντροπ), που στο Μόναχο, οι Χίτλερ και Μουσολίνι υπέγραψαν μαζί με τους αρχηγούς των κυβερνήσεων της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας, το ομώνυμο «σύμφωνο του Μονάχου», με το οποίο οι «δημοκρατίες της Δύσης», στο πλαίσιο του «κατευνασμού» του φασισμού, έδιναν το πράσινο φως στο ναζισμό να εισβάλει στην Τσεχοσλοβακία, να την διαμελίσει, ανοίγοντας έτσι το δρόμο στον όλεθρο και οδηγώντας την ανθρωπότητα στην τραγωδία του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου.
    Ήταν η 30η Σεπτέμβρη 1938 που η ιμπεριαλιστική συμφωνία του Μονάχου αποτέλεσε την κορύφωση της πολιτικής της ενθάρρυνσης των επιδρομέων. Οι κυβερνήσεις της Αγγλίας και της Γαλλίας, με την προτροπή της κυβέρνησης των ΗΠΑ, ικανοποίησαν όλες τις απαιτήσεις του Χίτλερ, πιστεύοντας ότι έτσι θα τον στρέψουν κατά της Σοβιετικής Ενωσης.
    Αυτή, βέβαια, η ημερομηνία απουσιάζει από τα αντικομμουνιστικά ψηφίσματα του Ευρωκοινοβουλίου, από τις αποφάσεις της ΕΕ και από τα άρθρα των «Μένουμε Ευρώπη» – σμπίρων της. Πολύ λογικό για μια ΕΕ των «Χάιντερ», της Λεπέν και της ακροδεξιάς, για μια ΕΕ που – επί ελληνικής προεδρίας – υπέγραψε συμφωνία σύνδεσης με τους ναζί της Ουκρανίας. Πολύ λογικό, επίσης για τους γραφιάδες σμπίρους της που δίνουν νόημα στους στίχους του Βάρναλη: «…της Αλήθειας εσχάτη τεφροδόχα, και συ, πρόστυχη Πένα και ψοφίμι, του βούρκου λιβανίζετε την μπόχα»!
      Άλλωστε αν η ΕΕ, το Ευρωκοινοβούλιο και οι κάθε λογής «φιλελεύθεροι» και «σοσιαλιστές» γκαιμπελίσκοι που τους ξεσκονίζουν νοιάζονταν για τη «δημοκρατία», αν είχαν ή έχουν ειλικρινή επιδίωξη να καταγγείλουν το ναζισμό και όχι να συκοφαντούν τον κομμουνισμό (όπως πραγματικά τους ενδιαφέρει), τότε θα είχαν να δείξουν έστω και μία ανακοίνωση, έστω μία διαμαρτυρία ή έστω μία καταγγελία τους για το γεγονός ότι σε Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία και μια σειρά ακόμα χώρες της ΕΕ στήνονται μνημεία υπέρ των Ες – Ες και «τιμούνται» συνεργάτες των Γερμανών, την ώρα που σε αυτές και άλλες χώρες (Τσεχία, Πολωνία, Ουγγαρία κλπ.) η μαρξιστική – λενινιστική ιδεολογία έχει κηρυχτεί «παράνομη» (!) από τα δικαστήρια και οι κομμουνιστές, αριστεροί και δημοκράτες τελούν σε καθεστώς παρανομίας.
***
       Υστερόγραφο 1ο: Στην Ελλάδα της Κατοχής, οι συνεργάτες των Γερμανών, οι γερμανοντυμένοι, οι δοσίλογοι και οι μαυραγορίτες δεν ήταν κομμουνιστές. Οι κομμουνιστές, μαζί με τους άλλους αριστερούς και δημοκράτες ήταν στα βουνά και πολεμούσαν το ναζισμό. Οι κ.κ. Ελληνες ευρωβουλευτές που το 2008 υπέγραφαν δηλώσεις «εξίσωσης» του κομμουνισμού με τον φασισμό, τα κόμματα και οι κυβερνήσεις τους που κάνουν τεμενάδες στην ΕΕ, που ψηφίζουν υπέρ της ναζιστοκρατούμενης Ουκρανίας τις κυρώσεις της ΕΕ ενάντια στη Ρωσία (με τα γνωστά αποτελέσματα για τους Έλληνες αγρότες) μήπως ξέρουν ποιας ιδεολογίας και ποιας πολιτικής μήτρας εκτρώματα ήταν οι γερμανοτσολιάδες;
     Υστερόγραφο 2ο: Στη ναζιστοκρατούμενη, πλέον, Ουκρανία, ό,τι θυμίζει Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο κατά των ναζί διώκεται. Στο Χάρκοβο, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της χώρας, κάθε χρόνο, μια συγκεκριμένη μέρα, οι αστυνόμοι και οι παρακρατικοί έχουν πολλή δουλειά. Είναι η μέρα της επετείου της απελευθέρωσης της πόλης από τους ναζί. Κατά σατανική ειρωνεία της Ιστορίας ήταν 23 Αυγούστου του 1943 όταν ο Κόκκινος Στρατός απελευθέρωσε την πόλη από τους χιτλερικούς. Και ένα μεγάλο κομμάτι πληθυσμού της Ουκρανίας, που ξεχύνεται με κόκκινες σημαίες στους δρόμους για να τιμήσει την ημέρα, αυτό δεν το ξεχνά. Όμως τέτοιες «μνήμες» στην Ουκρανία σήμερα δεν επιτρέπονται…      
    Υστερόγραφο 3ο: Η 23η Αυγούστου είναι όντως σπουδαία ημερομηνία. Πρώτον: Ήταν 23 Αυγούστου του 1942 όταν η μάχη του Στάλινγκραντ πέρασε στην πιο αποφασιστική της φάση. Η 23η Αυγούστου 1942 θεωρείται ημερομηνία ορόσημο για τη μάχη του Στάλινγκραντ γιατί από τη μέρα εκείνη η μάχη μεταφέρθηκε ακόμα και στις συνοικίες της πόλης όταν το 14ογερμανικό σώμα τεθωρακισμένων διέσπασε την αμυντική γραμμή του Στάλινγκραντ και έφτασε στο Βερτιάτσι. Από εκεί και πέρα ξεκίνησε ο τιτάνιος αγώνας των αμυνομένων σπίτι το σπίτι και δρόμο το δρόμο που οδήγησε στη συντριβή της ναζιστικής χολέρας. Δεύτερον: Ήταν 23 Αυγουστου 1943 όταν λήγει η τιτανομαχία του Κουρσκ. Ο Κόκκινος στρατός στη μεγαλύτερη  μάχη τεθωρακισμένων που έγινε ποτέ τσακίζει τους ναζί.
    Υστερόγραφο 4ο: Τί νόημα έχει να γυρνάμε τόσο πίσω στην Ιστορία, θα ρωτήσει ο καλόπιστος φίλος. Είναι απλό: Όταν μιλάμε για την Ιστορία μιλάμε για το σήμερα, για το τώρα. Γιατί η Ιστορία – φίλε μου καλέ – είναι η πολιτική του παρελθόντος. Που σημαίνει ότι η σημερινή πολιτική δεν είναι τίποτα λιγότερο από την Ιστορία του μέλλοντος. Και, συνεπώς, αναλογεί στον καθένα μας το δικό του μερίδιο ευθύνης για το πως θα γραφτεί, αφού – άλλωστε – ήδη γράφεται πάνω στην πλάτη τη δική μας και των παιδιών μας.