Συνολικές προβολές σελίδας

Translate

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θανατοποινίτες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θανατοποινίτες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

22 Απριλίου, 2024

ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΑΝΟΙΧΤΑ.. ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΧΟΥΝΤΑ...

 



Pantelis Thalassinos:

Η ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ Η ΓΥΑΡΟΣ, Ο ΑΗ ΣΤΡΑΤΗΣ, ΚΑΙ ΤΑ ΥΠΟΛΟΙΠΑ ΞΕΡΟΝΗΣΙΑ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΑΝΟΙΧΤΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΧΟΥΝΤΑ... ΗΤΑΝ ΑΝΟΙΧΤΑ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΠΟΥ ΚΥΒΕΡΝΟΥΣΑΝ ΟΙ ΘΕΙΟΙ, ΚΙ ΟΙ ΠΑΤΕΡΑΔΕΣ ΤΟΥΣ...
(ποιητική μαρτυρία του Γιάννη Ρίτσου από τα «Μακρονησιώτικα»)
«Ήρθαν οι αρρώστιες, οι διάροιες, ο τέτανος
κουβαλάμε τους αρρώστους με τα φορεία στ’ αποχωρητήρια
κουβαλάμε τους πεθαμένους πάνου στην τάβλα ως την ακρογιαλιά
από κει μόλις βραδυάζει τους φορτώνουν στα καΐκια για το Λαύριο
οι εξόριστοι βγάζουν τα σκουφιά τους, σφίγγουν τα δόντια και
κοιτάζουν πέρα τη θάλασσα
δε μιλάνε, κοιτάζουν μακριά, πίσω απ’ το Σούνιο
ώσπου βραδυάζει κι ο άνεμος βολοδέρνει σε μια κουβέρτα πεθαμένου
ετούτος ο ατέλειωτος άνεμος που αντιχτυπιέται στη μουγκαμάρα της πέτρας
που αναστατώνει τ’ αγκάθια και τα χαρτιά του αποχωρητηρίου
παίρνει από πίσω τα καράβια, γιομίζει τις τσέπες με σπασμένα τοπεία
χωρίζει το πετσί απ’ το κόκαλο – ο μεγάλος άνεμος
που λύνει τους κόμπους των άστρων και δένει τις καρδιές μας
Ένα κρεβάτι, δυο κρεβάτια – πόσα κρεβάτια μείναν άδεια
και τα κουταλοπήρουνα των σκοτωμένων μαζεμένα στη γωνιά
σα μια φούχτα αστέρια δίχως όνομα
και το βλογιοκομμένο φεγγάρι φωνάζοντας ολονυχτίς τον τρόμο
του στη θάλασσα
όπως ανοιγοκλείνει στο σκοτάδι ένα παλιό πορτόφυλλο
κι οι μπόγοι της νύχτας δίπλα στα μαγειρεία
κι η λύπη στριμωγμένη πλάι στο φόβο
έξω απ’ την καρδιά μας.
Ύστερα πέφτει ο άνεμος
κι ακούμε που κατρακυλάνε πέτρες απ’ το βουνό
ακούμε τ’ άρβυλα των πεθαμένων
και πάρα πέρα τ’ άρβυλα της λευτεριάς
καθώς ανηφορίζει από τον κάτου κόσμο.

14 Αυγούστου, 2016

«Κέρκυρα 1948»: Αγαπητή μου γυναίκα, Γεια σου:

«Κέρκυρα 48»Ηλίας Λιάκουρας
Αγαπητή μου γυναίκα, γεια σου.
Γεια σου για πάντα. Γιατί άλλο γράμμα απ’ αυτό δεν πρόκειται να ξαναλάβεις. Αγάπη μου όταν, όταν θα λάβεις και διαβάσεις το γράμμα μου αυτό θέλω να κάνεις πέτρα την καρδιά σου για να μπορέσεις να συνεχίσεις αυτόν τον άνισο αγώνα που έκανα κι εγώ μέχρι σήμερα, που για το μεγαλείο του αγώνα αυτού έπεσαν χιλιάδες μάρτυρες, μα δεν πρόδοσαν, για να καταχτήσουν αυτά τα ιδανικά που λέγονται Λευτεριά, Δημοκρατία, Ανεξαρτησία! Επίσης αγάπη μου όταν διαβάσεις το γράμμα μου δεν θέλω να κλάψεις, ούτε και να πονέσεις. Θέλω να είσαι υπερήφανη και να κρατάς πάντα το κεφάλι ψηλά σαν τίμια Ελληνίδα και σαν γυναίκα ενός ήρωα που πολεμώντας έπεσε από τα δολοφονικά βόλια τον προδοτών, μόνο και μόνο να κάνει ευτυχισμένο το Λαό και εσένα. Τούλα μου η σκληρή πάλη θέλησε να μας χωρίσει για πάντα. Φρόντισε ν’ αποκαταστήσεις τα αγαπημένα μας παιδιά, ζητώντας πάντοτε την βοήθεια και τη συμβουλή της οργάνωσης του τιμημένου Κόμματος που άνηκα, του ΚΚΕ.
Τούλα μου μια μέρα που θα μεγαλώσουν τα παιδιά μας και ρωτήσουν εάν είχανε πατέρα, θέλω να καθήσεις να τους πεις την ιστορία μου τόσο καλά που να μην την ξεχάσουν ποτέ στη ζωή τους.
Τούλα μου όσο για τη μελλοντική σου ζωή σου δίνω το ελεύθερο να σκεφτείς το πώς θα πρέπει να ζήσεις έχοντας πάντα σαν γνώμονα ότι δεν θα ξεχάσεις ποτέ ότι εγώ θυσιάστηκα για να σε κάνω να ζήσεις ευτυχισμένα, αλλά πάντα τίμια και δίκαια. Ξέρω ότι για όλα αυτά θα κλάψεις, θα υποφέρεις. Είναι αλήθεια πως η αγάπη που είχε ο ένας για τον άλλο δε βρίσκω λόγια να την εκφράσω. Ζήσαμε λίγο μαζί, αλλά ζήσαμε τόσο ευτυχισμένα όσο δεν έζησε κανείς άλλος στον κόσμο αυτό. Όμως έτσι είναι η ζωή με τον καιρό θα βρεις τη λησμονιά σου.
Αγαπούλα μου, όταν μεγαλώσουν τα παιδιά μας να τα διδάξεις ν’ αγαπήσουν το Λαό, να παλεύουν για τα συμφέροντά του, να αγαπάνε το δίκιο, να αγωνίζονται γι’ αυτό, έστω κι αν χρειαστεί να δόσουνε τη ζωή τους. Ακόμα δίδαξέ τα ν’ αγαπήσουν και να γίνουν μέλη του ηρωικού αυτού κόμματος που λέγεται ΚΚΕ.
Όσο για σένα αγάπη μου και ξεψυχώντας θα σ’ αγαπώ, όπως σ’ αγαπούσα πάντοτε.
Τούλα μου, επίτρεψέ μου και δέξου τα πιο θερμά και λατρευτά φιλιά εκ μέρους μου. Ο αγαπημένος σου σύζυγος.
Φίλα μου τα παιδιά που εγώ δεν πρόλαβα να χαρώ.
Ηλίας Λιάκουρας»
Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας οι κομμουνιστές κρατούμενοι των φυλακών Κέρκυρας ήταν στην πλειοψηφία τους θανατοποινίτες καταδικασμένοι με βάση το Γ΄ Ψήφισμα του 1946. Μόνο από το 1947 μέχρι και το 1950 εκτελέστηκαν εκεί 112 κομμουνιστές που αρνήθηκαν να υπογράψουν «δήλωση». Οι εκτελέσεις γινόντουσαν στο Λαζαρέτο, ένα μικρό νησάκι σε κοντινή απόσταση απέναντι από την Κέρκυρα.
Κάθε που οι δεσμοφύλακες έπαιρναν αγωνιστές για εκτέλεση, οι σύντροφοί τους διέδιδαν με τα χωνιά την είδηση για να μαθευτεί σε όλες τις ακτίνες της φυλακής. Ο αγωνιστής Λάμπρος Κασσελούρης, φυλακισμένος στην Κέρκυρα απ’ τον Αύγουστο του 1946, στο βιβλίο του Της Λευτεριάς οι Αθάνατοι(Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1982) δίνει συγκλονιστικές περιγραφές για το πώς ζούσαν οι μελλοθάνατοι, για την οργάνωση της πάλης τους μέσα στη φυλακή, για τις τελευταίες τους στιγμές λίγο πριν πάρουν το δρόμο για την εκτέλεση· στιγμές ανείπωτου ηρωισμού και μεγαλείου των παιδιών του λαού που έπεσαν για μια Ελλάδα λεύτερη και ανεξάρτητη, χωρίς εκμετάλλευση, με τον λαό στο τιμόνι.
Ο Αποστόλης Μουστάκας και ο Ηλίας Λιάκουρας λίγο πριν την εκτέλεση, αποχαιρετώντας τους συντρόφους τους τους παραδίνουν γράμματα για τους δικούς τους. Η τελευταία τους επιθυμία είναι τα γράμματα να φτάσουν στα χέρια  τους. Το γράμμα του Ηλία Λιάκουρα στη γυναίκα του συγκλονίζει. Από το βιβλίο του Λάμπρου Κασσελούρη το απόσπασμα που ακολουθεί.
Πιο πέρα ανοίγουν άλλο κελί και καλούν να περάσουν άλλοι δυο απ’ εκεί. Ο πρώτος είναι ο Λιάκουρας Ηλίας του Αθανασίου από την Ασωπία Θήβας 27 χρονών, παντρεμένος με 2 παιδιά. Ο δεύτερος είναι ένας ηλικιωμένος τσαγκάρης από την Πετρούπολη Αθήνας, ο Μουστάκας Αποστόλης του Ανδρέα. Ο Απ. Μουστάκας περίπου 45 χρονών, ήταν ένας απλός αγωνιστής με μεγάλη καρδιά. Θυμάμαι προσωπικά ότι στην επίσκεψή του στη Ι’ αχτίνα στις 25 Μάρτη ’48 μας είπε σε μία παρέα ότι στην Αίγινα είχαν πέσει οι συγκρατούμενοί του. Τώρα παιδιά, κατέληξε, τούτες τις μέρες περιμένω και εγώ τη δική μου σειρά. Τα λόγια του ήταν τόσο ήρεμα, λες και μας πληροφορούσε ότι θα πάει μεταγωγή. Ο τρίτος στο κελί που μένουν είναι ο ισοβίτης Παντελής Κουρτίδης από το Ν Σερρών. Σ’ αυτόν παράδοσαν τα τελευταία γράμματά τους τούτη τη στιγμή: «Δεν ξέρω τι θα κάνετε συναγωνιστή, του λέει ο Ηλ. Λιάκουρας, αυτά τα γράμματα θέλουμε να φτάσουν στα σπίτια μας. Αυτή είναι η τελευταία μας επιθυμία από σένα». Τον φίλησαν και βγήκαν.
Πρώτος μίλησε ο Ηλ. Λιάκουρας, «Σύντροφοι, δεν ξέρω πολλά για να σας πω. Σας λέω μονάχα τούτα. Ο αγώνας μας είναι τίμιος και ηθικός. Γι’ αυτό κρατάτε ψηλά τη σημαία του. Όσοι θα ζήσετε, να φροντίσετε τα ορφανά παιδιά μας. Ζήτω το κόμμα, ζήτω η νίκη του Λαού». Κι εγώ λέει ο Απ. Μουστάκας, αφήνω την αγάπη μου στο λαό και στο Κόμμα μας και τα χαιρετίσματά μου στους τσαγκάρηδες της Αθήνας.
Τρεις φορές επιχείρησε ο Π. Κουρτίδης να διαβάσει αυτά τα γράμματα, αλλά και τις τρεις δεν τα αποτέλειωσε από συγκίνηση, όπως μου διηγήθηκε, προτού τα στείλει έξω με τον παράνομο δρόμο.
Τα γράμματα αυτά φτάσαν στον προορισμό τους. Μα ο Κουρτίδης που τα ‘στειλε δεν το γνωρίζει. Το ένα, του Ηλία Λιάκουρα το έχω τώρα σε φωτοαντίγραφο. Βρέθηκε στα χέρια της γυναίκας του που ζει με τα παιδιά της στο Περιστέρι Αττικής. 
 Aπο Ατέχνως:  http://atexnos.gr/otan-megalosoun-ta-paidia-mas-na-ta-didaksis-n-agapisoun-to-lao-na-palevoun-gia-ta-simferonta-tou/