Ένας αιώνας κι ένας χρόνος συμπληρώνονται αυτές τις μέρες από τότε που στην αίθουσα του Συνδέσμου Μηχανικών Εμπορικών Ατμόπλοιων, που στεγαζόταν στο ξενοδοχείο «Πειραιεύς», συνήλθε το 1ο Πανελλαδικό Σοσιαλιστικό Συνέδριο το οποίο ίδρυσε το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα της Ελλάδος (ΣΕΚΕ) έπειτα από τις πρωτοβουλίες της «Φεντερασιόν», αλλά και ριζοσπαστικοποιημένων νέων σοσιαλιστών [Πειραιάς, 4 - 10 Νοέμβρη του 1918 (17 - 23 με το καινούργιο ημερολόγιο)]. Πήραν μέρος 31 αντιπρόσωποι με θετική ψήφο, 4 με συμβουλευτική και 2 ως παρατηρητές.
Η ίδρυση του ΣΕΚΕ ήρθε ως ώριμος καρπός της ανάπτυξης του εργατικού κινήματος στη χώρα μας, κάτω και από την επίδραση της Μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης του 1917 στη Ρωσία.
Με την ίδρυσή του, διακηρυσσόταν (για πρώτη φορά στην ελληνική κοινωνία) ότι σκοπός του Κόμματος είναι:
«1) Πολιτική και οικονομική οργάνωσις του προλεταριάτου σε ξεχωριστό κόμμα τάξεως διά την κατάκτησιν της πολιτικής εξουσίας και την δημοσιοποίησιν των μέσων της παραγωγής και της ανταλλαγής δηλ. την μεταβολήν της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας εις κοινωνίαν κολλεχτιβίστικην ή κομμουνιστικήν
2) Διεθνής συνεννόησις και δράσις των εργατών».
Ακόμα, υπογραμμιζόταν η παρακάτω θεμελιώδης θέση:
«Το Σ.Ε. Κόμμα δεν δύναται ποτέ να συμμετάσχει ή και να ενισχύσει οποιαδήποτε κυβέρνησιν της αστικής τάξεως και αποκρούει κάθε απόπειραν απομακρύνσεώς του από την πάλιν των τάξεων, με σκοπόν να διευκολυνθή η προσέγγισις των εργατών με τα αστικά κόμματα».
H άρνηση συμμετοχής του Κομμουνιστικού Κόμματος σε αστική κυβέρνηση έχει στρατηγική σημασία. Υποδηλώνει άνοδο της ικανότητας του Κομμουνιστικού Κόμματος να διαμορφώνει επαναστατική στρατηγική που θα του επιτρέπει καθημερινή πολιτική δράση και παρέμβαση ενάντια στους αστικούς σχεδιασμούς.
Αυτή η διαδικασία διαμόρφωσης της επαναστατικής στρατηγικής απαιτεί τη διαρκή αφομοίωση της επαναστατικής κοσμοθεωρίας σε κάθε κρίκο του Κόμματος, ώστε να αυξάνεται η ικανότητα επεξεργασίας της πολιτικής και ιδεολογικής παρέμβασης σε κάθε χώρο και τομέα ευθύνης.
Κι απ' αυτήν τη σκοπιά, γίνεται πρόσθετα κατανοητή η σπουδαιότητα της σχετικής δήλωσης από το πρώτο κιόλας Συνέδριο του Κόμματος, το ιδρυτικό του.
Η ίδρυση του ΣΕΚΕ αποτέλεσε τομή στην ελληνική κοινωνία.
Σηματοδότησε την εμφάνιση της ιδεολογικής, πολιτικής και οργανωτικής πρωτοπορίας της εργατικής τάξης.
Εξέφραζε αντικειμενικά τη διαδικασία συνένωσης του μαρξισμού - λενινισμού με το εργατικό κίνημα. Με τις βασικές αρχές του, προσέδωσε επαναστατική θεωρητική βάση και πολιτική γραμμή στα πιο δυναμικά τμήματα του εργατικού κινήματος, παρά τις αδυναμίες ή και τις θεωρητικές ανεπάρκειες στις προγραμματικές του προσεγγίσεις.
Ιδεολογική διαπάλη
Στη διάρκεια των εργασιών του 1ου Συνεδρίου έγινε εμφανής η ύπαρξη τριών ιδεολογικών - πολιτικών τάσεων, ακόμα και όταν οι αντιπαραθέσεις των εκπροσώπων τους έπαιρναν χαρακτήρα προσωπικής πολεμικής. Η πρώτη τάση εκφραζόταν από την ομάδα του Γιαννιού (Σοσιαλιστικό Κέντρο Αθήνας), τον Παναγή Δημητράτο και τους βουλευτές της «Φεντερασιόν» και ουσιαστικά επιδίωκε τη δημιουργία σοσιαλδημοκρατικού κόμματος στα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα. Η δεύτερη τάση συγκροτήθηκε γύρω από τους αντιπροσώπους της «Φεντερασιόν», οι οποίοι αν και αντιμάχονταν τις ακραίες ρεφορμιστικές εκδηλώσεις της πρώτης τάσης και υποστήριζαν την Οκτωβριανή Επανάσταση, δεν υιοθετούσαν συνολικά επαναστατικές θέσεις. Τέλος, η τρίτη τάση απαρτίστηκε από νέους σοσιαλιστές, οι οποίοι, επηρεασμένοι από τις θέσεις και τη δράση των μπολσεβίκων, εξέφρασαν ριζοσπαστικές θέσεις που, όμως, ήταν ιδεολογικά ανεπαρκείς και επομένως αδυνατούσαν να διαμορφώσουν ακόμα μια συνεκτική επαναστατική στρατηγική.
H διαπάλη εκφράστηκε στο σύνολο των θεμάτων που απασχόλησαν το Συνέδριο. Τελικά, στις αρχές του νεοϊδρυμένου Κόμματος τέθηκε ο στόχος της «λαϊκής δημοκρατίας» ως ενδιάμεσου σταδίου για την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας. Το «Πρόγραμμα σημερινών απαιτήσεων» προέβλεπε:
«Την κατάργησιν του βασιλικού θεσμού και την εκδημοκράτησιν της νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας, δηλαδή την εγκαθίδρυσιν της λαϊκής δημοκρατίας ως μεταβατικής περιόδου διά την πραγματοποίησιν της σοσιαλιστικής πολιτείας».
Η υιοθέτηση του μεταβατικού στόχου εξαρτούσε τις προϋποθέσεις της εργατικής σοσιαλιστικής επανάστασης όχι από τις αντικειμενικές συνθήκες (ωρίμανση υλικών συνθηκών, επαναστατική κατάσταση) και τις υποκειμενικές συνθήκες (ωριμότητα της εργατικής τάξης), αλλά από το εύρος των αστικών δικαιωμάτων, την επέκτασή τους στην εργατική τάξη:
«Η εργατική τάξις δεν ημπορεί να διεκδικήσει τα οικονομικά της συμφέροντα ούτε ν' αναπτύξει την οικονομική της οργάνωση χωρίς πολιτικά δικαιώματα· δεν δύναται να πραγματοποιήση την ιστορικήν της αποστολήν χωρίς να γίνη κάτοχος της πολιτικής εξουσίας, όπερ δύναται να κατορθώση μόνο δι' ενιαίας επαναστατικής δράσεως της παγκοσμίου εργατιάς ωργανωμένης σε ξεχωριστό εργατικό κόμμα. Να διαμορφώση τον αγώνα της εργατικής τάξεως εις αγώνα συνειδητόν και ενιαίον και να οδηγήση αυτήν εις την φυσικήν και αναγκαίαν αποστολήν της...».
Έτσι, αντικειμενικά περιοριζόταν και η πολιτική αξία της διακήρυξης της επαναστατικής δράσης για την κατάκτηση της σοσιαλιστικής εξουσίας.
Επισημαίνεται η αδυναμία του ΣΕΚΕ να διαμορφώσει επαναστατική στρατηγική, παρά το γεγονός ότι θα αποτελούσε υπερβολή η αξίωση να είχε φτάσει το ΣΕΚΕ σε τέτοιο επίπεδο ωρίμανσης τη στιγμή που πήγαινε να κάνει το πρώτο βήμα του.
Από τη μια, υπήρχαν οι αντικειμενικοί εσωτερικοί και διεθνείς παράγοντες ωρίμανσής του ως εργατικής επαναστατικής πρωτοπορίας. Από την άλλη, στο εσωτερικό του, μαζί με την επαναστατική πτέρυγα συνυπήρχαν πολιτικά ανώριμες και σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις. Τις τελευταίες επιχειρούσε να αξιοποιήσει η αστική τάξη, ειδικότερα η ηγεσία των Φιλελευθέρων (Ελ. Βενιζέλος), με στόχο να χειραγωγήσει το νέο κόμμα από τη γέννησή του και να εγκλωβίσει τα πρωτοπόρα στοιχεία του εργατικού κινήματος σε μια πολιτική διεκδίκησης φιλολαϊκών μεταρρυθμίσεων στο πλαίσιο της αστικής δημοκρατίας. Ενδεικτικά, την επομένη της λήξης του Συνεδρίου δημοσιεύτηκε στον «Ριζοσπάστη» η έκκληση της νεοσυσταθείσας Ελληνικής Ενώσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτου, υπογεγραμμένη από βενιζελικούς και σοσιαλδημοκράτες:
«Η Ελληνική Ενωσις προς υπεράσπισιν των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτου εδημιουργήθη με την πρόθεσιν να διαδώσει το αίσθημα του φανατισμού προς διεκδίκησιν των δικαιωμάτων του ατόμου και του πολίτου. Διά διδασκαλιών δε και διαλέξεων να γνωρίση την έκτασιν των δικαιωμάτων του λαού προς συμμετοχήν του εις τα της διοικήσεως αλλά και τον έλεγχον των κυβερνώντων, αλλά και να αγωνισθή προς απόκτησιν του κατάλληλου πολιτειακού οργανισμού εξασφαλίζοντος τας ελευθερίας αλλά και τον αλληλοέλεγχον των εξουσιών...».
Και βέβαια, δεν επρόκειτο για ένα μεμονωμένο γεγονός. Γενικότερα, ο Ελ. Βενιζέλος θεωρούσε ότι ο προσεταιρισμός των σοσιαλιστών θα ήταν πιο εφικτός στην περίπτωση συνένωσής τους σε ένα ενιαίο κόμμα. Εξάλλου, θεωρούσε κρίσιμη την ύπαρξη σοσιαλιστικού κόμματος για την ενσωμάτωση της εργατικής τάξης στις αστικές επιδιώξεις, αλλά και για την προώθηση των εγχώριων αστικών διεκδικήσεων στα διεθνή συνέδρια των Ευρωπαίων σοσιαλδημοκρατών. Ετσι, στο βαθμό που η ίδρυση κόμματος ήταν αναπότρεπτη, επιδίωκε να βρίσκεται αυτό υπό την επιρροή του.
Η αστική τάξη έκανε εξαρχής προσπάθεια να χειραγωγήσει το Κόμμα και να το ενσωματώσει. Η προσπάθειά της απέτυχε. Ετσι, είχε πάντα το ΚΚΕ έξω από το πλαίσιο της νομιμότητάς της, ακόμα και τότε που το Κόμμα ήταν τυπικά νόμιμο, γιατί το ΚΚΕ, παρά τα προβλήματά του, ποτέ δεν εγκατέλειψε ως επιδίωξη τον στόχο του σοσιαλισμού.
Η υιοθέτηση από το 1ο Συνέδριο ενός «μεταβατικού» προς τον σοσιαλισμό πολιτικού καθεστώτος είχε ως αποτέλεσμα τη συνολική προσαρμογή των στοχεύσεων του Κόμματος, που αποκρυσταλλώθηκε και στην υιοθέτηση του «μίνιμουμ προγράμματος». Η υιοθέτηση του «μίνιμουμ προγράμματος» ανατροφοδότησε τη διαπάλη, με επίκεντρο το αν τα αιτήματά του αποτελούσαν απαραίτητες προϋποθέσεις του σοσιαλισμού.
Για την Κοινωνία των Εθνών
Διαπάλη έγινε αναφορικά και για τον προσανατολισμό του Κόμματος στην εξωτερική πολιτική και ειδικότερα στην αντιμετώπιση της νεοϊδρυθείσας Κοινωνίας των Εθνών. Πολύ σημαντική ήταν η παρέμβαση του Δ. Λιγδόπουλου από την επαναστατική πτέρυγα, ο οποίος αποτίμησε την Κοινωνία των Εθνών ως σύγχρονη Ιερά Συμμαχία, αφού η πρώτη προσπαθούσε να αποτρέψει τις σοσιαλιστικές επαναστάσεις, όπως η τελευταία τις αστικές:
«Η αστική τάξη τρομαγμένη από τ' αποτελέσματα [του πολέμου] ζητάει να συγκρατηθεί στην αρχή με κοινωνιολογικά ευαγγέλια. Δεν θα 'χουμε πια νέους πολέμους, θα 'χουμε κοινωνία των εθνών. Αυτή θα αποφασίζει για όλες τις διαφορές. Α! Τώρα έπαψαν πια να μας λεν ότι οι πόλεμοι είναι κακά αναγκαία, ότι πάντοτε θα γίνονται πόλεμοι ότι είναι ένα καλό ο πόλεμος. Μα τώρα θα τους πούμε μεις. Ναι, οι πόλεμοι είναι ένα κακό αναγκαίο, ένα κακό επακολούθημα της καπιταλιστικής μορφής της παραγωγής. Δεν θα λείψουν παρά μόνο όταν λείψουν οι αιτίες που είναι η κατασκευή και ο τρόπος παραγωγής της σημερινής κοινωνίας» (...) «Νομίζω ότι η κοινωνία των εθνών που θα έχει αστούς που κήρυξαν τον πόλεμο, είναι ένας κίνδυνος για την παρεμπόδιση της κοινωνικής επαναστάσεως. Νομίζω γι' αυτό έχουμε καθήκον να πολεμήσουμε την κοινωνία των εθνών και να τονίσουμε ότι μόνο η εργατική τάξις, που είναι η μόνη που έχει τα ίδια συμφέροντα μπορεί να είναι η ασφαλής για τον κόσμο κοινωνία των εθνών».
Η ομάδα του Γιαννιού έθεσε ζήτημα αποχώρησης από το Συνέδριο, αν δεν αναγνώριζε την Κοινωνία των Εθνών. Οι αντιπρόσωποι της «Φεντερασιόν» απάντησαν ότι δεν δέχονται εκβιασμούς σε σοσιαλιστικό συνέδριο, ενώ ο Λιγδόπουλος, περισσότερο ρηξικέλευθος, υποστήριξε πως η σύνδεση των σκοπών του Κόμματος με την Κοινωνία των Εθνών αποτελούσε αιτία διάσπασης και υποστήριξε ότι απέναντί της το Κόμμα όφειλε να ακολουθήσει το παράδειγμα των μπολσεβίκων και όχι των σοσιαλδημοκρατών:
«Νομίζω ότι αν θέλουμε να θεωρήσωμεν ως βάσιν του κόμματος την κοινωνία των εθνών, πρέπει να χωριστούμε. Αλλοίμονον δε αν σήμερα θέσουμε τέτοιες βάσεις. Εκείνοι δε που φοβούνται μήπως βρίζονται άλλοι σύντροφοι μ' αυτή μας την στάση πρέπει να γνωρίζουν ότι δεν είναι σωστό ούτε καλό να βρίζωνται τόσοι και άλλοι σύντροφοι μαξιμαλισταί που αγωνίζονται».
Η θέση για τον πόλεμο
Εξίσου σημαντική αιτία αντιπαράθεσης αποτέλεσε η τοποθέτηση του ΣΕΚΕ έναντι του στρατού, αλλά και ενός ενδεχόμενου πολέμου. Οι αντιπρόσωποι της «Φεντερασιόν», προεξαρχόντων του Μπεναρόγια και του βουλευτή Κουριέλ, τάχτηκαν υπέρ του αφοπλισμού. Αντίθετα, η ομάδα του Γιαννιού υποστήριξε τους αμυντικούς πολέμους, ανανεώνοντας ουσιαστικά τη συνθηματολογία της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας που συνέβαλε στην αλληλοσφαγή της εργατικής τάξης και στην απόκρουση των σοσιαλιστικών επαναστάσεων: «Και με αφοπλισμό δεν λύεται το ζήτημα της αμύνης. Πάντοτε θα υπάρχει η ιδέα της αμύνης, εφόσον υπάρχουν άγρια κράτη».
Οι εκπρόσωποι των σοσιαλιστικών νεολαιών απάντησαν από τη σκοπιά του προλεταριακού διεθνισμού. Ο Σπ. Κομιώτης τάχτηκε υπέρ της μετατροπής του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε κοινωνική επανάσταση, ενώ ο Ν. Δημητράτος απέρριψε τον αμυντικό αγώνα λέγοντας:
«Η εργατική τάξις ευρίσκεται νυχθημερόν εις την ιδικήν της άμυναν πολεμώντας το κεφάλαιον και δεν ευκαιρεί να πολεμά, δεν είναι δυνατόν ν' αφήση την άμυνάν της για να υπερασπισθεί την άμυναν των αστών. Οταν η εργατική τάξις καταστεί κυρίαρχος τότε μόνον είναι δυνατόν να κοιτάξη τον αγώνα της εθνικής αμύνης, διότι τότε δι' αυτήν θα υπάρχει πράγματι πόλεμος αμύνης».
Στην ίδια κατεύθυνση, ο Τζουλάτης υποστήριξε τη λενινιστική διάκριση των πολέμων σε δίκαιους επαναστατικούς και άδικους ιμπεριαλιστικούς:
«Ημείς οι σοσιαλισταί δεν είμαστε φιλειρηνικοί καθώς κοινώς πιστεύεται. Οι πόλεμοι κατά του φεουδαλικού συστήματος ήσαν προοδευτικοί. Προ 30 και δεν ξέρωμεν πόσων ετών, που οι πόλεμοι γίνονται για τη μοιρασιά την αρπαγή αποικιών είναι πόλεμοι ιμπεριαλιστικοί. Και ο πόλεμος κατά του αστικού καθεστώτος είναι πόλεμος προοδευτικός. Μόνο για έναν τέτοιον αγώνα είμαστε υπέρ. Για κάθε άλλο, ό,τι όνομα και αν φέρει, αλλά αποβλέπει στην εξυπηρέτηση αστικών συμφερόντων, πρέπει να είμεθα κατά».
Ωστόσο, οι παραπάνω τοποθετήσεις δεν βρήκαν απήχηση στην πλειοψηφία των συνέδρων και υπερίσχυσαν οι θέσεις της «Φεντερασιόν». Ως αποτέλεσμα, παρά την αποχώρηση της ομάδας Γιαννιού, που κατηγόρησε το ΣΕΚΕ ως όργανο αντεθνικών στοιχείων, ως θέσεις του Κόμματος προκρίθηκαν η μετατροπή του στρατού σε εθνοφρουρά, ο αφοπλισμός, η αποχώρηση από κάθε πολεμική συμμαχία και η συμμετοχή σε αμυντικούς πολέμους μετά από απόφαση της Κοινωνίας των Εθνών. Επρόκειτο για μια αντιγραφή σοσιαλδημοκρατικών επεξεργασιών. Οπως τόνισε ο Μπεναρόγια, το Πρόγραμμα που υιοθετήθηκε στο Ιδρυτικό Συνέδριο του ΣΕΚΕ ήταν «σχεδόν αντίγραφον του προγράμματος της Γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας, του ψηφισθέντος εις Ερφούρτην».
Όλα τα παραπάνω φανερώνουν πως η υποστήριξη της Οκτωβριανής Επανάστασης, υπό την επίδραση και της επαναστατικής πτέρυγας του ΣΕΚΕ, δεν συνοδεύτηκε, ούτε ήταν αντικειμενικά δυνατό να συνοδευτεί, από ιδεολογική - πολιτική ωρίμανση σε βάθος, δηλαδή με τον πλήρη διαχωρισμό από τη σοσιαλδημοκρατία. Αυτό εξάλλου δεν έγινε κατορθωτό και σε πολλά Κομμουνιστικά Κόμματα, την ίδια περίοδο που μάλιστα διέθεταν πολύ μεγαλύτερη εμπειρία από τις οργανώσεις που ίδρυσαν το ΣΕΚΕ.
Πρωτοποριακοί στόχοι πάλης
Το 1o Συνέδριο ψήφισε μια σειρά από στόχους πάλης όπως: Το δικαίωμα ψήφου και εκλογής των γυναικών για κάθε είδους εκλογές, καθώς και την πλήρη πολιτική, οικονομική και κοινωνική εξίσωση της γυναίκας με τον άντρα. Κατάργηση όλων των νόμων που περιορίζουν τα δικαιώματα της γυναίκας και του εξώγαμου παιδιού. Την υποχρέωση με νόμο των δήμων και κοινοτήτων να συντηρούν μαιευτήρια για τις γυναίκες των εργατών με πλήρεις αποδοχές 8 βδομάδες πριν τον τοκετό και 8 μετά από αυτόν. Δωρεάν παροχή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Κατάργηση των έμμεσων φόρων και κάθε φόρου στα είδη πρώτης ανάγκης. Την καθιέρωση με νόμο του 8ώρου, ως ανώτατου χρόνου εργασίας. Την καθιέρωση της υποχρεωτικής Κυριακής αργίας. Την ίδρυση Ταμείων εργατικών συντάξεων. Τη λήψη μέτρων ασφάλειας και υγιεινής για τους εργάτες κάθε επαγγέλματος. Απαγόρευση της εργασίας ανηλίκων κάτω των 16 ετών. Απαγόρευση της νυχτερινής εργασίας για τα παιδιά και τις γυναίκες και διπλή πληρωμή για τα νυχτέρια των εργατών. Την κατάργηση κάθε νόμου που εμποδίζει την απεργία και για την επιστράτευση των εργατών.
Επρόκειτο για στόχους πάλης πρωτοποριακούς, που αντιστοιχούσαν εκείνη την εποχή σε βασικές ανάγκες της εργατικής τάξης. Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι μια σειρά από αυτούς δεν έχουν υλοποιηθεί ούτε στις μέρες μας, ενώ πολλές κατακτήσεις ανατράπηκαν. Επίσης, άλλοι υλοποιήθηκαν από την αστική τάξη πολλά χρόνια μετά από το Ιδρυτικό Συνέδριο του ΣΕΚΕ, όπως για παράδειγμα το δικαίωμα των γυναικών να συμμετέχουν ισότιμα στις εκλογές. Στην υλοποίησή τους συνέβαλαν η λαϊκή πάλη, οι κατακτήσεις στις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης καθώς και οι αναγκαίοι αστικοί εκσυγχρονισμοί λόγω της καπιταλιστικής εξέλιξης.
Μαζί με τους παραπάνω στόχους πάλης περιλαμβάνονταν και στόχοι αστικού κρατικού παρεμβατισμού (π.χ. «χρησιμοποίησις των πόρων του κράτους πρωτίστως διά παραγωγικούς σκοπούς»), ενώ συνολικά οι στόχοι πάλης εντάσσονταν σε ένα «μίνιμουμ πρόγραμμα» («πρόγραμμα σημερινών απαιτήσεων»), γεγονός που βάρυνε αρνητικά στην επεξεργασία του Προγράμματός του.
Τέκνο της ανάγκης
Η ίδρυση του ΚΚΕ ήταν νομοτελειακή κατάληξη μιας μακροχρόνιας διαδικασίας, που οδήγησε στη συνένωση της επαναστατικής κοσμοθεωρίας με το εργατικό κίνημα, στο επαναστατικό προλεταριακό κόμμα. Η οργανική συνύπαρξη της θεωρίας με το κίνημα προϋποθέτει μια μεγάλη περίοδο διεργασιών, που έχει σχέση, αφενός, με τη διάδοση του μαρξισμού, αφετέρου, με την πολιτική συνείδηση της ίδιας της εργατικής τάξης και την κατάκτηση πείρας και οργάνωσής της σε δικούς της φορείς για τα δικά της συμφέροντα. Αλλά και η ύπαρξη αυτών των προϋποθέσεων σημαίνει ότι η κοινωνική εξέλιξη έχει δημιουργήσει τους παράγοντες που γεννούν αυτές τις προϋποθέσεις. Οπως η ύπαρξη και εδραίωση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, έτσι που να υπάρχει εργατική τάξη και να έχει αρχίσει η συγκέντρωσή της, αλλά και η δράση πρωτοπόρων διανοητών για την επεξεργασία, τη θεμελίωση και τη διάδοση της επιστημονικής κοσμοθεωρίας και, κυρίως, τη διάδοσή της μέσα στην εργατική τάξη.
Τέτοιες ήταν οι συνθήκες που επικρατούσαν στην Ελλάδα στις αρχές του 20ού αιώνα, αλλά κυοφορούνταν από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα.
Αρχικά το ΚΚΕ ιδρύθηκε με την ονομασία Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος (ΣΕΚΕ). Στο δεύτερο Συνέδριό του, που συνήλθε τον Απρίλη 5 - 12 (18 - 25) του 1920 και αποφάσισε την προσχώρηση στην Γ' Κομμουνιστική Διεθνή και την αποδοχή των Αρχών και των Ψηφισμάτων της, αποφασίστηκε να προστεθεί στον τίτλο του Κόμματος η λέξη «Κομμουνιστικό» και έτσι το Κόμμα ονομαζόταν Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος (Κομμουνιστικό), ΣΕΚΕ (Κ).
Στην Απόφαση του Συνεδρίου διαβάζουμε: «Η μεταβίβασις από του αστικού εις το σοσιαλιστικόν καθεστώς δε δύναται να γίνη με καμμίαν μεταρρύθμισιν της μορφής του πολιτεύματος επί το δημοκρατικώτερον, αλλ' ότι μόνον διάμεσος σταθμός είναι η δικτατορία της εργατικής τάξεως μέχρις ότου δημιουργηθούν όλοι οι αναγκαίοι όροι διά την κατάργησιν των τάξεων».
Τη μετονομασία του σε Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας την αποφάσισε το τρίτο έκτακτο Συνέδριό του, που συνήλθε από τις 26 Νοέμβρη έως τις 3 Δεκέμβρη του 1924. Το Συνέδριο, ομόφωνα, δέχτηκε όλες τις Αποφάσεις της Κομμουνιστικής Διεθνούς και από ΣΕΚΕ (Κ) μετονομάστηκε σε Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (Ελληνικό Τμήμα της Κομμουνιστικής Διεθνούς), ΚΚΕ (ΕΤΚΔ).
Παρά τις αδυναμίες και τις θεωρητικές ανεπάρκειες, τα ντοκουμέντα, που ψήφισε το πρώτο Συνέδριο και ιδιαίτερα το πρώτο σοσιαλιστικό Πρόγραμμα, είναι πραγματικά ιστορικά, όχι μόνο γιατί η εργατική τάξη απέκτησε καθοδηγητικό ντοκουμέντο για την ανάπτυξη του ταξικού αγώνα, αλλά και γιατί διατυπώνει πρωτοπόρες πολιτικές διεκδικήσεις, αναδεικνύοντας στη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο ότι το Κόμμα εξέφραζε την πιο φωτεινή σκέψη της εποχής.